Το περιβάλλον ήταν εξαρχής «λογοτεχνικό». Η «Πόλη του Φωτός», η γενέτειρα του Ντομινίκ Ουίλκινς, η σημειολογία του να καταφέρουμε να στεφθούμε πρωταθλητές Ευρώπης εκεί…
Δεν είχα ζήσει τα δύο προηγούμενα φάιναλ φορ του Παναθηναϊκού, το 1994 και το 1995, όμως στο Παρίσι πήγαμε δίχως άγχος και πίεση. Φτάσαμε δύο μέρες πριν από τον ημιτελικό, αλλά δεν απομονωθήκαμε, όπως γίνεται συνήθως.
Αυτό μας έκανε καλό. Ήμασταν σε ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης και το σκεπτικό ήταν πως αντιμετωπίζουμε τη διοργάνωση όπως κάθε άλλο ματς, χωρίς να αλλάξουμε συνήθειες.
Η ατμόσφαιρα μάς βοήθησε, μας αποφόρτισε. Στην απομόνωση σκέφτεσαι αποκλειστικά το παιχνίδι και αυτό σε αγχώνει.
Μαζί μας είχαμε συγγενείς και γνωστούς, ενώ κυκλοφορήσαμε στο Παρίσι μετά το φαγητό ή την προπόνηση και από τον κόσμο του Παναθηναϊκού που συναντούσαμε, ήταν σαν να είμαστε στην Αθήνα!
Η απουσία του Ολυμπιακού έπαιξε το ρόλο της στην ηρεμία. Διότι, θέλουμε δεν θέλουμε, οι αγώνες των «αιώνιων», κάτι που είχε συμβεί στο Τελ Αβίβ και τη Σαραγόσα, έχουν τη δική τους ιδιομορφία και δημιουργούν έξτρα πίεση.
Για εμάς ήταν καλό που δεν υπήρχε ο Ολυμπιακός, αν και η ομάδα μας ήταν τόσο δυνατή και αποφασισμένη και διέθετε τόσο καλούς παίκτες, που ήταν το πεπρωμένο της να κατακτήσει το πρώτο ελληνικό Κύπελλο Πρωταθλητριών στη Γαλλία.
Σημαντικός παράγοντας της προσέγγισης του φάιναλ φορ ήταν σαφώς και ο κόουτς Μπόζινταρ Μάλκοβιτς. Ήταν έμπειρος σε αντίστοιχες καταστάσεις και ήδη τρεις φορές πρωταθλητής με την Γιουγκοπλάστικα (1989 και 1990) και τη Λιμόζ (1993).
Εκτός από το αγωνιστικό πλάνο, ο «Μπόζα» προσέγγισε έξυπνα τους αγώνες, ώστε να βγάλει από πάνω μας την πίεση. Μας είχε πει πως «το θέλουμε το Κύπελλο, όμως δεν είναι το τέλος του κόσμου. Δεν αρχίζει και δεν τελειώνει τίποτα εδώ».
Τα ματς, βεβαίως, ήταν δεδομένα «do or die» και αυτό ήταν κάτι που δεν χρειάστηκε να το εξηγήσουμε ούτε καν στον Ντομινίκ Ουίλκινς. Καθώς οι Αμερικανοί είναι συνήθως μαθημένοι στην ψυχολογία σειρών πλέι οφς και όχι νοκ-άουτ παιχνιδιών.
Ο Ντομινίκ το είχε καταλάβει και έπαιζε, άλλωστε, και με την αυτοπεποίθηση που του χάριζε το ότι ήταν σχεδόν δύο κλάσεις ανώτερος από κάθε αντίπαλό του εκείνη την εποχή στην Ευρώπη.
Βίωνε τον σεβασμό όλων και θυμάμαι ότι ακόμη και Αμερικανοί, σε πολλά ματς, ζητούσαν μία φωτογραφία μαζί του ή ένα αυτόγραφο μετά τους αγώνες!
Ο «Νικ» είχε ίσως το λιγότερο άγχος από όλους μας και το ήθελε πάρα πολύ εκείνο το Κύπελλο. Είχε συνειδητοποιήσει πόσο σημαντικό ήταν αυτό και για τον σύλλογο και για το ελληνικό μπάσκετ.
Ο Ουίλκινς ήταν δύο και τρεις ταχύτητες πάνω από όλους.
Ήταν στα 36 του, είχε επιστρέψει επιτυχώς από τραυματισμό στον αχίλλειο τένοντα και ακόμη και αν το παιχνίδι του Παναθηναϊκού, με επιθέσεις στα 30΄΄, δεν του ταίριαζε, μέσα στο παρκέ ήταν πιο γρήγορος από κάθε άλλον.
Ο κόουτς επιθυμούσε να παίζουμε με διαρκή κυκλοφορία της μπάλας και να εξαντλούμε τον χρόνο επίθεσης, όμως ο Ντομινίκ ήθελε να τρέξει.
Στον ημιτελικό με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας, στον οποίο το τέμπο ήταν γρήγορο, σκόραρε 35 πόντους! Στον τελικό το ματς ήταν πιο κλειστό, με χαμηλό σκορ, ωστόσο οι 16 πόντοι του απέναντι στη Μπαρτσελόνα ήταν καθοριστικοί.
Η διαφορά παραγωγικότητας από το ένας ματς στο άλλο ήταν μεγάλη, όμως και μόνο που ήταν στο παρκέ και η αντίπαλη άμυνα ασχολούνταν με εκείνον, άνοιξε χώρους σε μένα, στον Αλβέρτη, τον Οικονόμου.
Ακόμη θυμάμαι ότι, προσωπικά, ενώ στους Αμπελόκηπους είχα πάντα έναν ή δύο αντιπάλους πάνω μου, στον Παναθηναϊκό συχνά έμενα ελεύθερος με απόσταση του αμυντικού στα δύο μέτρα. Απορούσα κάποιες φορές αν έχουμε σταματήσει να παίζουμε!
Αυτό συνέβη για μένα και στον ημιτελικό, στον οποίο αγωνίστηκα 15 λεπτά, αλλά και στον τελικό, που έμεινα στο παρκέ για 21 λεπτά.
Η σχέση του Ντομινίκ με τον κόουτς Μάλκοβιτς ήταν από την πρώτη μέρα δύσκολη…
Ο «Μπόζα», σπουδαίος προπονητής, ήταν ωστόσο αρκετά εγωιστής. Αυτό είχε μάθει στη Λιμόζ, όπου εκτός ίσως του Γιούρι Ζντοβτς και του Μάικλ Γιανγκ, οι υπόλοιποι παίκτες ήταν κομπάρσοι. Η παρουσία και το μέγεθος του Ουίλκινς στον Παναθηναϊκό τα επισκίαζε εύλογα όλα.
Στην πρώτη προπόνησή του στο ΟΑΚΑ, με 10.000 οπαδούς στην εξέδρα, όταν ο κόσμος φώναζε το όνομά του, προκάλεσε μία «αόρατη» σύγκρουση. Όχι από την πλευρά του «Νικ».
Ο Ντομινίκ ήταν 100% επαγγελματίας. Πέρασε δύσκολα με τον Μπόζινταρ. Υπήρχαν ματς που αγωνιζόταν ως δεύτερη ή τρίτη αλλαγή. Τον βλέπαμε στον πάγκο και κοιταζόμασταν μεταξύ μας να δούμε αν είναι αλήθεια που δεν παίζει!
Ωστόσο, το διαχειρίστηκε άψογα και δεν προκάλεσε πρόβλημα. Δεν αντιμίλησε, ήταν πολύ απλός, κάτι σχεδόν δυσανάλογο για το μέγεθός του. Κάποιοι από εμάς τον είχαν αφίσα στα δωμάτιά τους και ξαφνικά ήταν συμπαίκτης μας.
Όταν τον είδαμε στην Αθήνα, λέγαμε χαριτολογώντας αν είναι πράγματι εκείνος ή κάποιος άλλος!
Από τη στιγμή που ακούσαμε στην προετοιμασία ότι υπέγραψε, ρωτούσαμε ο ένας τον άλλον αν είναι αλήθεια. Αδημονούσαμε να τον συναντήσουμε και όταν τον γνωρίσαμε ήταν ευγενικός και προσιτός.
Στο Παρίσι βρεθήκαμε με προσδοκίες, αλλά και μία σιγουριά ότι είναι η χρονιά μας.
Τους αντιπάλους μας τους γνωρίζαμε και τον ημιτελικό με την ΤΣΣΚΑ τον ελέγχαμε σε όλη τη διάρκεια. Η μισή δουλειά είχε γίνει.
Την επομένη η πόλη γέμισε από περισσότερους οπαδούς μας. Αυτή η «δίψα» που είχε ο κόσμος έγινε και επιπλέον κίνητρο και ώθηση για την ομάδα.
Με τη Μπαρτσελόνα είχαμε ηττηθεί και στα δύο ματς στους ομίλους. Μάλιστα, στην Αθήνα είχαμε χάσει πολύ εύκολα και με μεγάλη διαφορά. Παρά τη γεμάτη σκαμπανεβάσματα σεζόν μας, καθώς είχαμε πετύχει μεγάλες νίκες αλλά είχαμε ηττηθεί για παράδειγμα στην Πορτογαλία από τη Μπενφίκα και την παραμονή πρωτοχρονιάς από τον Σπόρτιγκ, δεν επηρεαστήκαμε.
Σημασία είχε ότι στο τέλος της χρονιάς, στο φάιναλ φορ, ήμασταν έτοιμοι.
Εμένα με βοήθησε η παρουσία πολλών έμπειρων συμπαικτών. Πριν από μερικά χρόνια, όταν έπαιζα για την ευχαρίστησή μου, ούτε καν που θα φανταζόμουν ότι θα φτάσω να ετοιμάζομαι για έναν ευρωπαϊκό τελικό.
Ομολογώ ότι είχα λίγο άγχος, όμως το ξεπέρασα άμεσα όταν απλώς γύρισα στα αποδυτήρια και κοίταξα ποιους είχα πλάι μου. Όταν βλέπεις τον Παναγιώτη Γιαννάκη, τον Ντομινίκ και τον Στόγιαν Βράνκοβιτς, αισθάνεσαι ασφάλεια.
Δίπλα τους δεν μπορείς παρά να δώσεις το κάτι παραπάνω.
Ο «διακόπτης» γύρισε οριστικά τη στιγμή που μπήκαμε για προθέρμανση και αντικρίσαμε ένα καταπράσινο «Παλέ ντε Μπερσί»!
Η ατμόσφαιρα σε κάνει να πεις -δεν ξέρω αν ακούγεται αλαζονικό ή κλισέ- πως «απόψε δεν υπάρχει περίπτωση να χάσουμε!». Η επιθυμία να μην απογοητεύσουμε το κοινό μας δεν μετατράπηκε σε πίεση, αλλά σε ώθηση.
Στον τελικό αγωνίστηκα αρκετά, όμως στο τέλος καθόμουν στον πάγκο γιατί είχα αποβληθεί με πέντε φάουλ…
Ξέρω πως είναι κοινότυπο, όμως τα τελευταία συγκλονιστικά δευτερόλεπτα μάς φάνηκαν «αιώνας». Όταν παίζεις, είσαι σε άλλο ρυθμό. Πρέπει να σκεφτείς και να δράσεις γρήγορα.
Στην τελευταία φάση, όμως, νιώθαμε απ’ έξω ότι όλα κυλούν σε αργή κίνηση. Ο Γιαννάκης γλίστρησε, ο Μοντέρο έφευγε μόνος του και για λίγο πιστέψαμε ότι όλα χάνονται…
Μέχρι τη λύτρωση από το σπριντ του Στόικο και την τάπα του. Τον Βράνκοβιτς τον ζούσαμε στην προπόνηση και ήταν ο πιο γρήγορος παίκτης της ομάδας.
Στην τελευταία φάση φάνηκε και η ευστροφία και η σβελτάδα της σκέψης του καθώς στο τρέξιμό του δεν επιχείρησε να περάσει πλάι από τον πεσμένο Τζον Κόρφα, αλλά πήδηξε από πάνω του για να προλάβει τον Μοντέρο!
Κανένας μας δεν ξεχνάει πως ο Βράνκοβιτς είχε κόψει και τον Ρέμπρατσα και στον τελευταίο προημιτελικό εκείνης της σεζόν και μας είχε χαρίσει την πρόκριση στο Παρίσι.
Μερικά χρόνια αργότερα, τη σεζόν 2001-2002, υπήρξα συμπαίκτης με τον Χοσέ Λουίς Γκαλιλέα στον Ιωνικό Νέας Φιλαδέλφειας.
Ο Γκαλιλέα ήταν ο παίκτης στον τελικό του 1996 στον οποίο έφτασε η μπάλα μετά το κόψιμο του Βράνκοβιτς. Ο Χοσέ μάς έλεγε πως πίστευε πως το ματς είχε τελειώσει, όμως μετά τη φάση, κόλλησε το χρονόμετρο.
Στην κάμερα φαίνεται ότι κοιτάζει ψηλά το χρονόμετρο, διότι δεν είχε ακούσει την κόρνα και δεν το πίστευε ότι είχε ακόμη μία ευκαιρία.
Ήταν στιγμές με τόσο έντονη εναλλαγή συναισθημάτων που αν δεν το βιώσεις, δεν μπορείς ούτε να το κατανοήσεις ούτε να το περιγράψεις.
Στον Ιωνικό τον Γκαλιλέα τον πείραζαν συνεχώς για εκείνον τον τελικό. Προς τιμήν του, παραδεχόταν ότι ο Παναθηναϊκός είχε νικήσει δίκαια και ήταν καλύτερος στον αγώνα.
Δεν μίλησε ποτέ για το επίμαχο κόψιμο του Στόγιαν.
Θυμάμαι, πάντως, ότι λίγο μετά τον τελικό, όταν ο εκπρόσωπος Τύπου της Μπαρτσελόνα είπε στον Μάλκοβιτς ότι οι Ισπανοί αισθάνονται ηθικοί νικητές, ο «Μπόζα» τού απάντησε πως «αν είναι έτσι, ελπίζω να δώσετε και το πριμ της κατάκτησης του τίτλου στους παίκτες!».
Είτε παίζεις τελικό Ευρωλίγκας είτε ΕΣΚΑΝΑ, η θέληση και το πάθος για τη νίκη είναι η ίδια. Τσακωνόμαστε ακόμη στα «μονά» για την επαναφορά.
Αυτό λέω συνεχώς, πλέον, και στα παιδιά στον Αετό Καλλιθέας.
Όταν μπαίνεις στο γήπεδο θες να κερδίσεις. Όταν, βεβαίως, πετύχεις έναν μεγάλο στόχο, ίσως χαλαρώσεις λίγο, παρότι ο Παναθηναϊκός τότε έψαχνε έπειτα από χρόνια και έναν πρωτάθλημα στην Α1.
Για να φτάσουμε όμως ως τον πέμπτο τελικό του πρωταθλήματος με τον Ολυμπιακό, και τη «βαριά» ήττα, είχαν συμβεί πολλά και αυτό δεν περιορίζεται στην απουσία του τραυματία Ντομινίκ, ο οποίος είχε φύγει για την Αμερική.
Εκείνη η εξέλιξη στο πρωτάθλημα, αν και η σεζόν ήταν πετυχημένη με την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών και του Κυπέλλου Ελλάδας -που σηματοδότησε κι ένα σερί 25 ετών στα οποία ο Παναθηναϊκός κατακτά κάθε χρόνο τουλάχιστον έναν τίτλο-, ήταν ένα μάθημα.
Παίζοντας σε έναν τόσο σπουδαίο σύλλογο, οφείλεις να μαθαίνεις να γυρνάς τον διακόπτη και να μην έχεις καμία δικαιολογία και περιθώριο για να επαναπαυτείς.
Πολλές φορές εμείς οι παίκτες, όποια κι αν είναι τα αισθήματα για την ομάδα που αγωνίζεσαι, βλέπουμε τις καταστάσεις λίγο πιο επαγγελματικά ή «ψυχρά». Όμως είναι καλό να μπαίνουμε και στην ψυχοσύνθεση του φιλάθλου, που επίσης «πονάει» την ομάδα, που ζει και αναπνέει για τον σύλλογο.
Όπως όταν παίζεις σε τόσο μεγάλες ομάδες είναι μεγαλύτερη η προβολή σου, έτσι είναι περισσότερη και η έκθεσή σου και οφείλεις να μην εκθέτεις και τον εαυτό σου.
Το να σκοράρω 50 πόντους στους Αμπελοκήπους, είναι το ίδιο με το να πετύχεις εννέα πόντους σε έναν τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών με τη φανέλα του Παναθηναϊκού, όπως συνέβη το 1996.
Στα χρόνια μου στους Αμπελόκηπους αντιμετώπιζα το μπάσκετ κυρίως ως χόμπι.
Ασχολήθηκα σοβαρά με το άθλημα στα 16 μου και όχι μόνο ευρωπαϊκό τελικό, αλλά ούτε καν το ενδεχόμενο να φτάσω στην Α1 δεν είχα σκεφτεί. Τότε το διασκεδάζαμε.
Το κλίμα που συνάντησα το 1995 στον Παναθηναϊκό, ωστόσο, δεν ήταν απλώς πιο επαγγελματικό. Ήταν πραγματικά οικογενειακό, πράγμα σπάνιο για μεγάλες ομάδες.
Αυτό οφειλόταν κυρίως στον Παναγιώτη Γιαννάκη, αρχηγό εντός κι εκτός παρκέ, ο οποίος συμβούλευε κι εμένα και τον Αλβέρτη, τον Οικονόμου, τον Μυριούνη. Μαζί με τον Κώστα Παταβούκα, αλλά και τους Ουίλκινς και Βράνκοβιτς, μας βοήθησαν να αντιμετωπίσουμε τις ήττες και να διαχειριστούμε τις δυσκολίες που συναντούσαμε σε μία μεγάλη σεζόν.
Στους Αμπελοκήπους είχα μάθει σε ένα run ‘n gun παιχνίδι, στο οποίο παρακαλούσα να βρεθώ για μία στιγμή μόνος μου για να σουτάρω.
Ο «Μπόζα» ήθελε είτε αιφνιδιασμό στα 5΄΄ είτε αργό ρυθμό στα 30΄΄. Ο κόουτς συγκρατούσε τον ενθουσιασμό μου, διότι εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί πρέπει να περιμένουμε ως το τέλος του χρόνου της επίθεσης. Η ίδια απορία υπήρχε και στο μυαλό του Ντομινίκ.
Το στυλ του Μάλκοβιτς ταίριαζε στη Λιμόζ, όπου οι πρωταγωνιστές ήταν λίγοι.
Στον Παναθηναϊκό υπήρχαν το 1996 δέκα παίκτες που μπορούσαν να βάλουν τη μπάλα στο καλάθι. Παίκτες που μπορούσαν να δημιουργήσουν για τον εαυτό τους.
Προφανώς και σε αυτό το επίπεδο πρέπει να παίξεις άμυνα, διότι σε αντίθετη περίπτωση θα εκτεθείς. Όμως στην ομάδα μας δεν δινόταν αντίστοιχη βαρύτητα στην επίθεση και στο στυλ παιχνιδιού, βάσει του υλικού.
Ο «Μπόζα» δεν θέλησε στην Αθήνα να προσαρμοστεί στο ρόστερ που βρήκε. Επέλεγε να «φρενάρει» την ομάδα στην επίθεση και αυτό ήταν κάτι που μας έκανε εντύπωση. Διότι πριν από τη Λιμόζ είχε καθοδηγήσει τη Γιουγκοπλάστικα και τη Μπαρτσελόνα, που είχαν αστείρευτο ταλέντο.
Ίσως, τελικά, αυτό που πέτυχε το 1993 με τη Λιμόζ, «χάραξε» έναν δρόμο και δημιούργησε μία «μόδα» και ένα μοτίβο. Έναν και κάτι χρόνο μετά παρακολουθήσαμε εκείνο το απίστευτο ματς Κυπέλλου μεταξύ Παναθηναϊκού και Ολυμπιακού, που είχε λήξει 42-40!
Ήταν ενδεχομένως μία εποχή που, μετά το ευρωπαϊκό τρόπαιο της Λιμόζ στο ΣΕΦ, οι υπόλοιποι άρχισαν να ακολουθούν τον τρόπο παιχνιδιού του πρώτου.
Ο «Μπόζα» είχε μία δική του φιλοσοφία. Εξαιρετικός στο να υποδείξει τη λεπτομέρεια, τελειομανής, αλλά δεν είχε την επαφή με τον παίκτη. Δεν μπορούσε να εμπνεύσει τον παίκτη για, κατά το κοινώς λεγόμενο, «να παίξει για πάρτη του». Εγώ προερχόμουν από μία ομάδα όπως οι Αμπελόκηποι, στους οποίους ο Γιώργος Καλαφατάκης ήταν πηγή έμπνευσης για τον αθλητή.
Ο Μάλκοβιτς είχε τις ιδιοτροπίες του, όπως και στη σχέση του με τον Ντομινίκ και δεν δίσταζε να λέει φωναχτά, αλλά όχι δημοσίως, πως «δεν μου κάνει ο Ουίλκινς και αν μπορούσα θα έφερνα άλλον!».
Σαφώς και ήταν σπουδαίος προπονητής. Μπορούμε να πούμε με απλά λόγια ότι δεν ταίριαζε η φιλοσοφία του με το υλικό που βρήκε.
Την επόμενη σεζόν «διέλυσε» το ρόστερ και τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν πέτυχε. Το 1995-1996, πάντως, στα δύσκολα αποτελέσματα που είχαμε κατά καιρούς, ήταν άκομψο το ότι έλεγε πως οι επιλογές των παικτών δεν ήταν δικές του…
Θα μπορούσε κάποιος να του πει ότι αν δεν του άρεσε το υλικό που θα έβρισκε, δεν έπρεπε να έρθει στον Παναθηναϊκό ή να έλεγε στη διοίκηση να τον καλέσουν του χρόνου.
Βεβαίως, τον καταλαβαίνω διότι εκτός από καλός προπονητής είναι και μία ισχυρή προσωπικότητα που έχει αφήσει το στίγμα της στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Ένας άνθρωπος που θέλει τα πράγματα όπως τα έχει στο δικό του μυαλό.
Το καλοκαίρι του 1996, παρότι είχα κλειστό τετραετές συμβόλαιο με τον Παναθηναϊκό και συζήτησα με τον Μάλκοβιτς, αποφάσισα να ζητήσω να φύγω ως δανεικός, επιθυμώντας περισσότερο χρόνο συμμετοχής.
Κρίνοντάς το τώρα, με τις εμπειρίες, τις παραστάσεις και την ηλικία, έκανα λάθος. Είναι κάτι που τώρα δεν θα το ξανάκανα…
Παίκτης που παίζει στον Παναθηναϊκό κάνει «έγκλημα» αν θέλει να φύγει. Ήταν, βεβαίως, συνειδητοποιημένη επιλογή γιατί είχα συνηθίσει να παίζω περισσότερο, όσο κι αν τα 15΄ ήταν πολλά πλάι σε αυτούς τους σπουδαίους συμπαίκτες.
Πήγα ως δανεικός στον Άρη, όπου κατάλαβα πως έχοντας ζήσει στον Παναθηναϊκό, στη σύγκριση θα είσαι παντού μείον. Ζούσαμε σε καταστάσεις που τώρα, σε δύσκολους καιρούς για το μπάσκετ, ήταν σχεδόν «παραμυθένιες».
Υπήρχαν μέρες που έρχονταν άνθρωποι της ομάδας στα αποδυτήρια και εκεί που κάναμε ντους μάς έλεγαν να μην ξεχάσουμε να πάμε να πληρωθούμε, δύο μέρες πριν ολοκληρωθεί ο μήνας!
Ο αείμνηστος Θανάσης Γιαννακόπουλος έκανε τα πάντα για να μείνω το καλοκαίρι του 1996. Υπήρχε μεταξύ μας αμοιβαία συμπάθεια. Δεν ήταν απλώς πρόεδρος. Ήταν φίλος, δεύτερος πατέρας και πάντα «ζεστός» μαζί μου. Μου είπε τότε «μείνε, δεν υπάρχει παραπάνω από τον Παναθηναϊκό!».
Ακόμη θυμάμαι με ευγνωμοσύνη ότι, προς τιμήν του, μου έκανε το χατίρι να με παραχωρήσει δανεικό, αν και το 1995 είχε δαπανήσει ένα σωρό χρήματα για με πάρει από τους Αμπελόκηπους.
Δεν γίνεται να ξεχάσω με τίποτα την έκφραση του, εκείνο το «παιδί μου, παιδί μου», το οποίο έκρυβε ζεστασιά και παρότρυνση, κυρίως στις ήττες και τις δύσκολες καταστάσεις…
Επέλεξα τότε να φύγω, διότι πιο μικρός σε ηλικία δεν έχεις τη γνώση, την εμπειρία και το μυαλό να αποφασίσεις όπως αποφασίζεις τώρα.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις αγκαλιές του Θανάση Γιαννακόπουλου κάθε φορά που με συναντούσε, ως αντίπαλο του Παναθηναϊκού. Αυτό επιβεβαίωνε την ποιότητά του.
Η περίφημη ατάκα του, το «είμαι ο Θανάσης και είμαι ένας από εσάς», προς τον κόσμο, δεν ήταν απλά λόγια. Δεν υπήρξε ποτέ σνομπ εκατομμυριούχος και ήταν ευπρεπής, όπως και τα αδέρφια του, Παύλος και Κώστας.
Η «αυτοκρατορία» του Παναθηναϊκού είναι κυρίως δικό τους μερίδιο. Βιώνοντας τέτοιες συμπεριφορές, προσπαθείς να κάνεις έστω λίγα από τα πολλά που σου προσφέρουν, ώστε να τους το ανταποδώσεις.
Το 2001, όταν αγωνιζόμουν στη Δάφνη, ο Παναθηναϊκός προκρίθηκε στο φάιναλ φορ της Σουπρολίγκας, στο Παρίσι.
Η ΚΑΕ θέλησε να προσκαλέσει όλους τους παίκτες του 1996. Με κάλεσε ο Θανάσης, όμως του απάντησα ότι θα είχα αγώνα και δεν θα μπορούσα να ταξιδέψω…
Το απόγευμα που πήγα στην προπόνηση, με φώναξε ο διοικητικός ηγέτης της ομάδας, Κώστας Τζιβελέκας, και μου ανακοίνωσε ότι μπορώ να ταξιδέψω! «Μου τηλεφώνησε ο Γιαννακόπουλος και με έπεισε… Τι να κάνω;», μου είπε!
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Τζο Αρλάουκας: «Το Διήμερο Της Δόξας»
Ο «πολίτης του κόσμου», Ντομινίκ Ουίλκινς, ήταν κυρίαρχος του κόσμου του
Τζώρτζης Δικαιουλάκος: «Αθηναϊκός, η εξωπραγματική εξαίρεση στον κανόνα»