Είχε κέφια εκείνο το απόγευμα, κέφια και μπόλικο μεράκι.
Αργά το απόγευμα προς βράδυ θα ήταν, εκείνη την ώρα που το φως χάνεται στον ουρανό και η δημιουργικότητα οργιάζει. Όρμησε βιαστικά στο εργαστήρι του, κρατώντας σφιχτά στον νου του την ιδέα που μόλις τον είχε ευλογήσει, αποφασισμένος να μην τη χάσει. Ο Θεός του ποδοσφαίρου ήταν, ναι, αλλά μέχρι κι αυτός είχε δικαίωμα στο άγχος, στην ανησυχία ότι η έμπνευση της στιγμής, αν δεν πάρει σάρκα και οστά γρήγορα, κινδυνεύει να πετάξει. Κι έτσι έμεινε εκεί όλο το βράδυ, παρέα με τα σύνεργά του και με ένα γλυκό μειδίαμα ικανοποίησης στα χείλη. Να σκέφτεται, να φαντάζεται, να υπολογίζει κι έπειτα να του δίνει μορφή.
«Αυτό είναι», αναφώνησε ενθουσιασμένος, όταν του πρωτοκαρφώθηκε στο μυαλό αυτή η ιδέα. Κι έπειτα τον πασπάλισε με άπλετη μαγεία, βραζιλιάνικη, χορευτική χάρη, κι έπλασε τα πόδια του σαν ραβδιά, ικανά να λυγίζουν απρόβλεπτα, να βασανίζουν τους αντιπάλους του και να συναρπάζουν τους φιλάθλους. Κρατώντας πάντα την πρωταγωνίστρια, τη μπάλα φυσικά, κολλημένη πάνω τους, λες και ήταν ορκισμένα να διασκεδάζουν και να ψυχαγωγούν, από την πρώτη στιγμή που εκείνη τα άγγιξε.
Κι όλη αυτή την πηγαία μαγιά ο αθεόφοβος Θεός βάλθηκε να την ταιριάξει με έναν εγκέφαλο που από πολύ νωρίς ακονίστηκε προσεκτικά στο πιο φημισμένο ποδοσφαιρικό εργαστήριο όχι μόνο της Ισπανίας αλλά και του κόσμου ολόκληρου. Εκεί όπου η τακτική αντίληψη, η συγκεκριμένη ποδοσφαιρική ταυτότητα της Masia, χαράχθηκε με τη σειρά της ανεξίτηλα στο DNA του.
Τι ανελέητο πάντρεμα. Μια ασταμάτητη βραζιλιάνικη σπίθα που βρήκε στέγη και ρόλο στη Βαρκελώνη και μεταμορφώθηκε σε φλόγα ισπανικής τελειότητας. Και έτσι, όταν ξημέρωσε πια και ο Θεός βγήκε από το εργαστήρι του, εγένετο κάτι μοναδικό, κάτι πανέμορφο, κάτι τρελά συναρπαστικό μα ταυτόχρονα ουσιαστικό και πολύτιμο. Εγένετο Τιάγκο Αλκάνταρα.
Ποδόσφαιρο με αισθητική, χαρακτήρα, προσωπικότητα. Ποδόσφαιρο σπάνιο. «Θέλω ή τον Τιάγκο ή τίποτα» («Thiago oder nichts»), είπε ο Πεπ Γκουαρδιόλα, πριν τον κάνει δικό του στη Μπάγερν Μονάχου. Κι έτσι ακριβώς, τόσο ασυμβίβαστος, ήταν κι ο ίδιος ο Τιάγκο με τον εαυτό του, με το ξεχωριστό παιχνίδι του.

Ο Τιάγκο Αλκάνταρα με τις φανέλες των Μπάγερν Μονάχου και Μπαρτσελόνα / Photos by: INTIME.
Χρίσμα πατρός
Από την πρώτη στιγμή. Κυριολεκτικά. Ασυμβίβαστος ήταν από τότε και με την επιθυμία του, το όνειρό του που έδειχνε μονόδρομος. Άλλωστε, η πρώτη ανάμνηση που σχηματίστηκε στον φλοιό του παιδικού του εγκεφάλου ήταν αυτή που άνοιξε αυτόν τον δρόμο με πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Δεν θυμάται κανένα από τα γκολ του Ρομάριο ή του Μπεμπέτο, καμία από τις γεμάτες ένταση και νεύρο μονομαχίες στο πράσινο χαλί του Rose Bowl της Πασαντίνα, ούτε καν το περίφημο πέναλτι του Ρομπέρτο Μπάτζο που χάθηκε στον ουρανό της. Μόνο τους πανηγυρισμούς. Μόνο την κιτρινοπράσινη λαοθάλασσα που ζητωκραύγαζε για τους Πρωταθλητές Κόσμου. Για τον μπαμπά του.
Τριών ετών ήταν μόλις, δεν αντιλαμβανόταν τι συνέβαινε, τον λόγο που ο κόσμος έβγαινε στους δρόμους, τι ήταν αυτό το χρυσό αντικείμενο που ο πατέρας του κρατούσε συγκινημένος. Ο Μαζίνιο πάντως, κομβικό μέλος στον δρόμο της κατάκτησης του Μουντιάλ του 1994 για τη Βραζιλία, φρόντισε γρήγορα να δώσει στον μικρό του γιο να καταλάβει.
Κρέμασε τη φανέλα που ίδρωσε για 120 λεπτά στον Τελικό στον τοίχο του σαλονιού τους και στήριξε μια μινιατούρα του τροπαίου πάνω στην τηλεόρασή τους. Έτσι, σαν να έθετε ο ίδιος τον στόχο.
Κυρίως όμως φρόντισε να βουτήξει τον μικρό Τιάγκο στην κολυμπήθρα της δικής του λατρείας και να τον βγάλει από το άγιο νερό της ως ακόμα έναν πιστό της μπάλας. «Ήξερα από την πρώτη στιγμή ότι θέλω να γίνω ποδοσφαιριστής», είπε, όταν πια τα κατάφερε. «Το πρώτο δώρο που πήρα ποτέ ήταν μια μπάλα και το μόνο που έκανα ως παιδί ήταν να παίζω μαζί της». Στον δρόμο, το γήπεδο, τον κήπο, το σπίτι.
Ή μάλλον τα σπίτια. Άλλαξε αρκετά τέτοια ως παιδί, σίγουρα περισσότερα από όσα ο μέσος συνομήλικός του, ακολουθώντας πιστά τις υποχρεώσεις του μπαμπά του.

Ο Τιάγκο Αλκάνταρα σε παιδική ηλικία μαζί με τον πατέρα του, Ιομάρ Ντο Νασιμέντο Μαζίνιο / Photo by: Thiago Alcantara (IG).
Γεννήθηκε στην Ιταλία, όταν ο Μαζίνιο αγωνιζόταν στη Λέτσε, επέστρεψε για λίγο στη Βραζιλία, μεγάλωσε στην Ισπανία και το Βίγκο, όταν ο μπαμπάς του αγωνιζόταν στη Θέλτα και πέρασε τα πρώιμα εφηβικά του χρόνια στο Ρίο Ντε Τζανέιρο. Πολίτης του κόσμου από μικρός.
Αλλά και ποδοσφαιριστής του κόσμου. «Ήμουν τυχερός που ο πατέρας μου έπαιξε σε τόσα διαφορετικά μέρη, γιατί είδα από κοντά τόσα διαφορετικά στιλ. Δεν θα ήταν βαρετό να παίζουν όλοι όπως οι Ισπανοί, οι Άγγλοι ή οι Αργεντινοί»;. Ο ίδιος ήταν αυτός που απάντησε το ρητορικό του ερώτημα, ρουφώντας σαν σφουγγάρι όλη την ποδοσφαιρική πληροφορία που απλωνόταν μπροστά του, σαν να ορκίστηκε να μην καταντήσει βαρετός, αλλά να κολλήσει εκλεπτυσμένα τα κομμάτια των ποικίλων ερεθισμάτων του σε ένα μοναδικό μωσαϊκό.
Δεν υπήρχε όμως πιο βασικό, πιο κυρίαρχο κομμάτι από αυτό του πατέρα του. Αυτόν ακολουθούσε σε προπονήσεις και αγώνες, με αυτόν περνούσε ατελείωτες ώρες μελέτης του πράσινου καμβά δια ζώσης ή δια οθόνης, αυτόν μιμούταν με τη μπάλα στα πόδια. Ακόμα κι αν ο ίδιος υπήρξε πολύ πιο προικισμένος, πολύ πιο όμορφος ποδοσφαιρικά από εκείνον.
«Το καλύτερο, όταν ο μπαμπάς σου είναι ποδοσφαιριστής, είναι ότι παρακολουθείς το παιχνίδι από πολύ κοντά. Στις προπονήσεις και στο σπίτι και μετά προσπαθείς να κάνεις ό,τι βλέπεις. Αυτό έκανα. Θυμάμαι ότι άλλαζα θέση τα έπιπλα για να τα ντριμπλάρω, έβαζα το τραπέζι εκεί, την καρέκλα εδώ και στριφογυρνούσα ανάμεσά τους, προσποιούμενος ότι ήμουν ο μπαμπάς μου. Το αρνητικό βέβαια, όταν έχεις πατέρα ποδοσφαιριστή, είναι ότι έχεις την πίεση να γίνεις τουλάχιστον τόσο καλός όσο κι αυτός», ομολόγησε κάποτε. Όταν πια -η αλήθεια είναι- είχε γίνει αρκετά καλύτερος από αυτόν στον οποίον ήθελε να μοιάσει.

Ο Τιάγκο Αλκάνταρα (δεξιά) με τον μικρό του αδερφό, μετέπειτα ποδοσφαιριστή, Ραφίνια Αλκάνταρα, τον πατέρα τους, Μαζίνιο, και την αθλήτρια του βόλεϊ μητέρα τους, Βαλέρια Αλκάνταρα / Photo by: Rafinha Alcantara (FB).
Παιδί, άνδρας, παρελθόν
Φαινόταν αυτό, το πόσο καλός ήταν, και βασικά το πόσο καλός ήταν δίχως να καταβάλλει την παραμικρή προσπάθεια. Δούλευε, προπονούταν σκληρά, αλλά οι κινήσεις του, οι επαφές του πήγαζαν από μέσα του, φυσικά. Όλοι οι προπονητές του, από την ομάδα της γειτονιάς του στο Βίγκο μέχρι την ακαδημία της Φλαμένγκο, έσταζαν μέλι για το «απίθανο παιδί» και σύντομα, στόμα με στόμα σχεδόν, η φήμη του εξαπλώθηκε, ώσπου σαν γλυκό αεράκι χάιδεψε τα πιο κατάλληλα αφτιά, αυτά της Μπαρτσελόνα.
Ένα τηλεφώνημα ήταν αρκετό, ο μικρός Τιάγκο έφυγε ξανά από τη Βραζιλία και βρήκε τον έφηβο εαυτό του στα έγκατα της Masia. Ήταν ακριβώς εκεί που έπρεπε, μια ευθεία είχε μπροστά του πια να διανύσει. Από την ακαδημία στην πρώτη ομάδα.
Σίγουρα όχι απλό, αλλά εκείνος έκανε πλάκα. Κάθε φορά που πατούσε το πόδι του στο χορτάρι με τους συνομηλίκους του, συμπαίκτες και αντιπάλους. Πλάκα. Ένα επίπεδο πάνω, διαφορετικός, ξεχωριστός. «Κοντρόλαρε τη μπάλα με το στήθος ή τα πόδια του και όλοι τα χάναμε με τον τρόπο που το έκανε. Από άποψη τεχνικής ήταν ασύλληπτα μπροστά από την ηλικία του», έχει δηλώσει ένας από τους πρώτους προπονητές του.
Και, όταν προσαρμόστηκε σε τακτικό επίπεδο στις ιδέες και τη φιλοσοφία των «Blaugrana», τράβηξε τα φώτα πάνω του, πείθοντας τους γύρω του πως αυτός είναι ο επόμενος που έρχεται, το επόμενο παιδί-θαύμα που θα γίνει άνδρας και θα στελεχώσει την πρώτη ομάδα.
Με το που έκλεισε τα 18, έκανε το επαγγελματικό του ντεμπούτο, ο Πεπ τού το έδωσε. Αδιαμφισβήτητη, σπάνια ποιότητα. Μετά από μια από τις πρώτες του εμφανίσεις στην πρώτη ομάδα της Μπαρτσελόνα η «El Pais» δεν δίστασε να τον αποθεώσει: «Είναι φορές που ο Τιάγκο βγάζει έναν αέρα ανιματέρ σε τσίρκο, πεπεισμένος πως όλοι αναμένουν το επόμενο κόλπο του, αλλά είναι καλλιτέχνης, ένας θαρραλέος μέσος με τρομερή τεχνική. Είναι δύσκολο να του πάρεις τη μπάλα και ακόμα πιο δύσκολο να τον σταματήσεις από το να τη στείλει ακριβώς εκεί που επιθυμεί». Ο «El Pais» ήξερε, καταλάβαινε, διαισθανόταν.
Μα ταυτόχρονα προβληματιζόταν. Από τη μια είχε αυτό το παιδί. Το έβλεπε στα τουρνουά των νέων της Ισπανίας να διαλύει τα πάντα, ούτε ένα, ούτε δύο, τρία Euro πανηγύρισε με τη «Rojita»” ως ο πολυτιμότερός της παίκτης σε κάθε ένα από τα τρία, ως το μεγαλύτερο, πιο λαμπρό ταλέντο της. Το έβλεπε και στην προπόνηση, μια μύγα μέσα στο γάλα και όχι όποιο κι όποιο γάλα. Ένα γάλα γεμάτο ξεχωριστά παιδιά, τα οποία όμως δεν μπορούσαν να συγκριθούν μαζί του.

Ιούνιος 2018: Ο Τιάγκο Αλκάνταρα με τη φανέλα της Εθνικής Ισπανίας, κόντρα στον Χακίμ Ζιγές του Μαρόκο σε αναμέτρηση για το Μουντιάλ της Ρωσίας / Photo by: INTIME.
Έβλεπε αυτό το παιδί λοιπόν από τη μια και από την άλλη το τρομακτικό εκείνο δημιούργημά του. Μπουσκέτς, Τσάβι, Ινιέστα. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Μπαρτσελόνα μαζί, σε ένα πακέτο ανεπανάληπτο που δεν γινόταν, δεν μπορούσε να σπάσει. Ούτε στο σήμερα ούτε στο αύριο. Του ζήτησε να κάνει λίγη υπομονή, να πάρει περισσότερα παιχνίδια στη Β’ ομάδα με τον Λουίς Ενρίκε, αλλά εκεί εξαφάνιζε κάθε ίχνος ανταγωνισμού.
Και κάπως έτσι βρέθηκε στο μεταίχμιο. Μια να παίζει σαν βετεράνος ανάμεσα σε παιδάκια και μια να παίρνει κάποια σκόρπια ανούσια λεπτά για να ανταγωνιστεί τρεις από τους σπουδαιότερους μέσους της ιστορίας. Δεν γινόταν έτσι, δεν μπορούσε να δείξει όλα όσα άπαντες έβλεπαν πως ήταν ικανός να δείξει. Χρειαζόταν ρυθμό, εμπιστοσύνη, την ελευθερία να κάνει λάθη, να μάθει. Χρειαζόταν να παίξει.
Και αυτή του η ανάγκη γρήγορα άρχισε να γίνεται όλο και πιο δυνατή, πιο δυνατή ακόμα και από το όνειρό του. Το ίδιο όνειρο που είχε κάθε παιδί από την ακαδημία, να καθιερωθεί στην πρώτη ομάδα, να κερδίσει τρόπαια μαζί της. Το έκανε, θεωρητικά κατέκτησε Πρωταθλήματα, Champions League, Κύπελλο. Μα μέσα του ήξερε πως αυτό δεν ήταν αρκετό. «Το παιχνίδι για μένα ήταν και είναι πιο σημαντικό από τους τίτλους. Θα είμαι για πάντα ευγνώμων στη Μπαρτσελόνα, αλλά ήξερα ότι έπρεπε να φύγω, γιατί δεν ήθελα να είμαι απλώς ένας από τους πολλούς», εξήγησε κάποια χρόνια μετά.
Από παιδί στη Masia άνδρας στη «Μπάρτσα» κι από εκεί γρήγορα παρελθόν, δίχως να γίνει τίποτα από όσα φαινόταν πως μπορεί να γίνει, δίχως ποτέ να ανοίξει στο έπακρο τα φτερά που όλοι στους «Blaugrana» έβλεπαν πως έχει.
Τυχερός που φοίτησε δίπλα στον Μπουσκέτς, τον Τσάβι και τον Ινιέστα και μαζί άτυχος που συγκρούστηκε μαζί τους, που έπεσε πάνω στη δική τους εποχή. Όλη η πραγματικότητα του καιρού στη Μπαρτσελόνα, όλες οι προσδοκίες και όλα τα “αν” που έμειναν μισά αποτυπώθηκαν με τον πιο ανάγλυφο τρόπο στην ιδιαίτερη ρήτρα του, 90 εκατ. ευρώ. Τρέλα για την εποχή, αλλά αυτός ήταν για τη «Μπάρτσα», έτσι τον αξιολογούσε το 2011, όταν υπέγραψε την τελευταία του ανανέωση μαζί της.
Και; Τελικά; Τελικά απλώς δεν έγραψε ποτέ τις συμμετοχές που, βάσει συμβολαίου, θα ενεργοποιούσαν αυτό το ποσό και η ρήτρα της αποδέσμευσής του κατρακύλησε, έπεσε στα 18 εκατ. ευρώ. Ακριβώς επειδή, όσο κι αν το ήθελαν, οι «Blaugrana» δεν μπόρεσαν ποτέ να δημιουργήσουν τον απαραίτητο χώρο για ένα δικό τους ξεχωριστό παιδί. Και κανένας δεν χάρηκε περισσότερο με αυτή την εξέλιξη, από όσο ένας πολύ-πολύ κοντινός τους άνθρωπος.

Σεπτέμβριος 2015: Τιάγκο Αλκάνταρα και Πεπ Γκουαρδιόλα μαζί και στη Μπάγερν Μονάχου / Photo by: INTIME.
«Διασκέδαση με ευθύνη»
«”Diversión con responsibilidad” (“Διασκέδαση με ευθύνη”). Ο πατέρας μου πάντα χρησιμοποιούσε αυτή τη φράση, από όταν ήμουν παιδί. Μέχρι και σήμερα. Ήταν κάτι σαν ένα δικό μας μότο, σαν μάθημα που κουβάλησα μαζί μου στη ζωή», αποκάλυψε πριν χρόνια. Και όντως, αν αποδομήσει κανείς το παιχνίδι του Τιάγκο, θα δει ακριβώς αυτό, έναν τύπο που διασκεδάζει υπεύθυνα, σαν παιδί που παίζει και χαίρεται με την ψυχή του, αλλά με απόλυτη επίγνωση των κινδύνων και την ωριμότητα να τους αποφύγει.
Ίσως -και- αυτό να είδε και ο Πεπ Γκουαρδιόλα, όταν κατέστησε κάτι παραπάνω από ξεκάθαρη την επιθυμία του στη διοίκηση της Μπάγερν Μονάχου με εκείνο το περίφημο «Τιάγκο ή τίποτα». Δεν ήθελε τίποτα άλλο. Ήταν το πρώτο πράγμα που ζήτησε, όταν μετακόμισε στη Βαυαρία, η πρώτη μεταγραφή που ολοκληρώθηκε για χάρη του.
Ένας από τους ελάχιστους που αγωνίστηκαν σε δύο ομάδες υπό τις οδηγίες του, ο μόνος ίσως από πραγματική επιλογή. Λες και ο Καταλανός ήθελε με κάποιον τρόπο να τον ξεχρεώσει που δεν τον έκανε όσο σημαντικό θα έπρεπε στη Βαρκελώνη.
Έναν χρόνο ακόμα έπαιξε -ή μισοέπαιξε- ο Αλκάνταρα στη «Μπάρτσα» μετά την αποχώρηση του Γκουαρδιόλα και, όταν η φωνή του εμφανίστηκε στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, άκουσε όλα όσα ήθελε να ακούσει, τέσσερεις λέξεις δηλαδή, «Θέλω να έρθεις εδώ».
Η απόφαση είχε ήδη παρθεί, ο Τιάγκο πήγε στο Μόναχο για να γίνει το προζύμι του Πεπ, πυλώνας σε όσα ήθελε ο Γκουαρδιόλα να χτίσει, κάποιος που μπορούσε να καταλάβει ακριβώς όσα ζητά, κάποιος που θα γινόταν η προέκτασή του στο γήπεδο, η καρδιά της ομάδας του. Έτοιμος επιτέλους, 22 ετών ήταν πια, να βρει τον χώρο που του άξιζε.
Το αποτέλεσμα; Μαγικό. Απόλυτα εναρμονισμένο με το μότο του μπαμπά του, «Διασκέδαση με ευθύνη». Με συνέπεια, ο Τιάγκο έκανε αυτό ακριβώς, διασκέδαζε στο γήπεδο, αλλά το έκανε με τόση υπευθυνότητα και ουσία. Ντρίμπλες, φοβερά κόλπα, προσποιήσεις, σπασίματα της μέσης του, σπασίματα αντίπαλων αστραγάλων. Αλεγρία, βραζιλιάνικη, πηγαία χάρη. Αλλά ταυτόχρονα ισπανική τελειότητα, δεκάδες ακριβείς μεταβιβάσεις, κοντινές και μακρινές, διατήρηση του ρυθμού, του ελέγχου, δημιουργία των τέλειων συνθηκών για κυριαρχία, δημιουργία ευκαιριών.

Σεπτέμβριος 2016: Ο Τιάγκο Αλκάνταρα με τη φανέλα της Μπάγερν Μονάχου κόντρα στον Λουίς Φελίπε της Ατλέτικο Μαδρίτης / Photo by: INTIME.
Ήταν μοναδικός σε αυτό που έκανε, στον τρόπο που ξεσήκωνε το κοινό και ομόρφαινε το παιχνίδι σαν βιρτουόζος ζογκλέρ, ενώ την ίδια στιγμή λειτουργούσε σαν αλάνθαστος μετρονόμος στη μεσαία γραμμή της Μπάγερν, ορίζοντας τα πάντα στο παιχνίδι της. Αυτός ήταν. Ο ίδιος με τον Γκουαρδιόλα, τον Αντσελότι, τον Χάινκες, τον Κόβατς, τον Φλικ. Βασικός και αναντικατάστατος με όλους, τουλάχιστον όταν οι καταραμένοι τραυματισμοί αποφάσιζαν να τον αφήνουν στην ησυχία του.
Ναι, τα πόδια του εξέπεμπαν μαγεία, αλλά ήταν ευάλωτα, συχνά τον πρόδιδαν, τον ανάγκαζαν να μένει εκτός. Μα ήταν σαν τίμημα κι αυτό, βοηθούσε στο να τον εκτιμήσει κανείς, να δει όσα απλόχερα προσέφερε στη Μπάγερν και να χαρεί τον τρόπο με τον οποίον τα προσέφερε. Ίσως να μην πατούσε στο χορτάρι όσο συχνά θα το ήθελε, μα, όταν το έκανε, ήταν κυρίαρχος, ένας από τους καλύτερους στον κόσμο, δίχως αμφιβολία, ένας από τους πιο εντυπωσιακούς. Με αυτές τις επαφές που γεννούσαν αυθόρμητα επιφωνήματα θαυμασμού, σκαλωμένες γκριμάτσες, οι οποίες δυσκολεύονταν να επεξεργαστούν ό,τι μόλις είχαν δει.
Ο Τιάγκο έφυγε από τη Μπαρτσελόνα για να εκφράσει τον ποδοσφαιρικό του εαυτό όπως του άξιζε και στο Μόναχο το έκανε εκκωφαντικά, τόσο που πίσω στη Βαρκελώνη έφτασαν να τον νοσταλγούν.
«Πλέον, εκφράζει όσα η Μπαρτσελόνα θα μπορούσε να έχει γίνει», έγραφαν, βλέποντας ένα δικό τους παιδί να λάμπει στην ελίτ της Ευρώπης. Τα πάντα πήρε, κάθε πιθανό τίτλο, κάθε Πρωτάθλημα που διεκδίκησε, Κύπελλα και Champions League, όντας φυσικά ασύλληπτος στην ασύλληπτη σεζόν των Βαυαρών τη χρονιά του Covid-19, όταν διέλυσαν το ποδόσφαιρο υπό τις οδηγίες του Χάνσι Φλικ. Κι ο Τιάγκο ήταν εκεί, στην καρδιά τους, υγιής, πανέμορφος και κομβικός.
Και όλη η μαγεία του καιρού του στη Μπάγερν συμπυκνώθηκε στα αλήθεια σε εκείνο το βράδυ στο παγωμένο άδειο Dragão. Ένας τελευταίος χορός, μια τελευταία παράσταση, μια τελευταία υπόκλιση. Κανείς δεν είχε περισσότερες μεταβιβάσεις, περισσότερες ανακτήσεις, περισσότερα τάκλιν, περισσότερες δημιουργημένες ευκαιρίες. Στο ίδιο γήπεδο έπαιζαν ο Νεϊμάρ, ο Εμπαπέ, ο Λεβαντόφσκι, μα ο Τιάγκο, βοηθώντας την ομάδα του να σκαρφαλώσει στην κορυφή της Ευρώπης, έκανε κάτι παραπάνω από το να παίζει, αυτό που ήξερε καλύτερα. Διασκέδαζε με ευθύνη, αποχαιρετώντας όπως άρμοζε το πιο κυρίαρχο, το πιο εντυπωσιακό κομμάτι της ποδοσφαιρική του ζωής. Ως ένας από τους καλύτερους στον κόσμο.

Οκτώβριος 2018: Ο Τιάγκο Αλκάνταρα στην έκτη από τις επτά σεζόν του στη Μπάγερν Μονάχου / Photo by: Eurokinissi.
Ασυμβίβαστος
Πέντε λεπτά. Τόσα έπαιξε, μετά από 282 ημέρες. Τόσα άντεξε, πριν δει ξανά το κορμί του να τον προδίδει. Ο Τιάγκο επέστρεψε για τη Λίβερπουλ μετά από δέκα μήνες, στο διαδικαστικό φινάλε μιας ήδη γεγραμμένης ήττας από την Άρσεναλ. Αγωνίστηκε πέντε λεπτά και το επόμενο πρωί χρειάστηκε να επισκεφτεί ξανά το ιατρείο των «Reds». Το ήξερε, ήδη από την πρώτη στιγμή που χάθηκε στη φυσούνα του Emirates, πως αυτό ήταν.
Τι να πέρασε από το μυαλό του; Το ξεκίνημα στη «Μπάρτσα», η κορυφή στη Μπάγερν, η διατήρησή του σε αυτή στη Λίβερπουλ; Και τι να πέρασε από την καρδιά του; Χαρά για όλα όσα έζησε, αγανάκτηση για τον τρόπο που πάντα το σώμα του τον βασάνιζε, που πια τον ωθούσε στο τέλος, ανακούφιση που δεν θα χρειαστεί να ανησυχήσει ξανά για κάτι τέτοιο;
Κανείς δεν ξέρει, μόνο ο ίδιος. Μόνος με τον εαυτό του ήταν σε αυτή την απόφαση, μόνος με τον εαυτό του ήταν και στην πρώτη συμφωνία που έκανε ποτέ στο κεφάλι του, το δικό του «Τιάγκο ή τίποτα».
«Από όταν ήμουν παιδί, με ένοιαζε να έχω τη μπάλα στα πόδια μου και να περνάω καλά μαζί της», έχει ομολογήσει. Ήταν αυτό που τον έκανε τόσο μοναδικό, αυτή η επιθυμία, η επιμονή σχεδόν, για διασκέδαση με τη μπάλα. Αυτή που τον έκανε “Τιάγκο”, αυτή που τον οδήγησε στην αποχώρηση από τη Μπαρτσελόνα, την κορυφή με τη Μπάγερν. Και πλέον αυτή η διασκέδαση είχε αφήσει το κορμί του.
Για καιρό, όσο παρέμεινε υγιής, ο Αλκάνταρα ήταν “Τιάγκο” και στην Αγγλία. Η ποιότητά του άλλαξε τη Λίβερπουλ του Γιούργκεν Κλοπ, αυτός κέρδισε το στοίχημά του, πήρε μια νέα πρόκληση και διακρίθηκε με τον δικό του τρόπο σε ακόμα μια κορυφαία ομάδα, σε ακόμα ένα κορυφαίο Πρωτάθλημα. Με τις ασύλληπτες επαφές του, με τη δική πανέμορφη και ταυτόχρονα ουσιαστική τέχνη.
Μα η ώρα είχε φτάσει, η διασκέδαση είχε πεθάνει. Και Τιάγκο χωρίς διασκέδαση δεν μπορούσε να υπάρξει. Δεν εκβίασε τίποτα, δεν θυσίασε τίποτα. Ήθελε πάντα να είναι αυτός που ήταν. Πάντα πιστός σε ένα ποδόσφαιρο με τη δική του αισθητική, τη δική του προσωπικότητα. Και, όταν κατάλαβε πως δεν μπορεί πια να το υπηρετήσει, απλώς το άφησε, είπε αντίο νωρίς, μόλις στα 33 του, κρατώντας το ανεξίτηλο, καθαρό, στον χρόνο.
Ασυμβίβαστος. Ή ο πραγματικός –σπουδαίος– του εαυτός ή τίποτα. Ο Τιάγκο έπαιξε το σπάνιο παιχνίδι του με τους δικούς του όρους, σχεδόν αδιάφορος για οτιδήποτε άλλο, τηρώντας τους όλους μέχρι και την τελευταία του στιγμή. Και απλώς κάπου εκεί ανάμεσα υπήρξε ένας από τους καλύτερους στον κόσμο…

Ο Τιάγκο Αλκάνταρα στα χρώματα της Λίβερπουλ / Photo by: Thiago Alcantara (FB).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Αντρές Ινιέστα: ο Ηγεμόνας των Ψευδαισθήσεων
Ο Τσάβι οδήγησε το ποδόσφαιρο στο μέλλον
Σέρχι Μπουσκέτς: Ορίζοντας τον χώρο