Η σειρά δεν τον πείραζε ποτέ. Ωστόσο, στη… σειρά, δεν θα καθόταν και ποτέ.
Ούτε για αποθέωση ούτε, κυρίως, για προσβολή.
Για προσβολή της φυλής του, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του.
Ένας τόσο σπουδαίος αθλητής και τόσο ξεχωριστός άνθρωπος που δεν ήθελε να μιλά. Ήθελε να πράττει.
Να αποδεικνύει την κυριαρχία του στα παρκέ και να αναδεικνύει τον ανθρωπισμό του εκτός γηπέδων, εκεί όπου είχε περισσότερη σημασία.
Ο Μπιλ Ράσελ έχει το δικαίωμα να αυτοαποκαλείται αυτοδημιούργητος.
Ένας παίκτης που θα μπορούσε να γίνει «βασιλιάς».
Ένας άνθρωπος, όμως, που δεν λάτρευε τα «στέμματα».
Αλλά ήθελε να χωρέσει στον «θρόνο» του και τους συμπαίκτες του και, πολύ περισσότερο, τους συμπατριώτες του της μαύρης κοινότητας των Η.Π.Α. και της Αφρικής.
Στις 15 Νοεμβρίου 2019, με καθυστέρηση 44 ετών, ο παλαίμαχος σέντερ των Σέλτικς και κάτοχος 11 τίτλων σε 13 χρόνια καριέρας(!) στη Βοστόνη, δέχθηκε το δαχτυλίδι της ένταξής του στο Hall Of Fame.
Ο 85χρονος Ράσελ είχε εισαχθεί στο «Μουσείο του Μπάσκετμπολ», στο Σπρίνγκφινλντ της Μασαχουσέτης, από το 1975, ως ο πρώτος Αφροαμερικανός που έλαβε αυτή την τιμή.
Μονάχα που είχε μποϊκοτάρει ο ίδιος τη βράβευσή του, επικαλούμενος τότε «προσωπικούς λόγους»…
Όπως έγραψε στο tweet, με το οποίο αποκάλυψε ότι έλαβε το δαχτυλίδι σε ιδιωτική τελετή με μέλη της οικογένειάς του και τους Hall Of Famers Μπιλ Ουόλτον, Αν Μέγερς και Αλόνζο Μούρνινγκ, «αισθάνθηκα τότε ότι άλλοι θα έπρεπε να έχουν αυτή την τιμή πριν από εμένα».
Ο Ράσελ αποφάσισε να δεχθεί την εισαγωγή του στο Hall Of Fame μετά την -κατά τον ίδιο ιδιαιτέρως καθυστερημένη- επιλογή του Τσακ Κούπερ στο HoF, μόλις το 2019.
Ο Κούπερ ήταν ο πρώτος Αφροαμερικανός που είχε γίνει επιλογή στο ντραφτ του ΝΒΑ, το 1950 και ο Ράσελ πίστευε ότι τόσο αυτός όσο και οι Σουίτγουτερ Κλίφτον και Ερλ Λόοιντ έπρεπε να έχουν εισαχθεί πριν από τον ίδιο.
Οι Κλίφτον και Λόιντ έγιναν μέλη του Hall Of Fame το 2013 και 2014 αντίστοιχα και μετά την εισαγωγή του Κούπερ, ο θρύλος των Σέλτικς δέχθηκε να λάβει το δαχτυλίδι της δικής του τιμής.
Ο Μπιλ Ράσελ δεν είναι μόνο ένας από τους επτά παίκτες στην ιστορία που έχουν κατακτήσει τίτλο στο NCAA, τίτλο στο ΝΒΑ και χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο.
Δεν έχει αφήσει πίσω απλώς πέντε βραβεία MVP του ΝΒΑ, 12 All-Star παρουσίες και μ.ό. 22,5 ριμπάουντ ανά αγώνα.
Δεν είναι μόνο ο παίκτης με τα περισσότερα δαχτυλίδια πρωταθλητή στο ΝΒΑ, με 11 (τα οκτώ διαδοχικά, από 1959-1966) σε 13 χρόνια!
Είναι και ο πρώτος Αφροαμερικανός που εργάστηκε ως προπονητής στην αμερικανική Λίγκα.
Το 1966 προσελήφθη από τον Ρεντ Άουερμπαχ ως παίκτης-κόουτς των Σέλτικς και οδήγησε τη Βοστόνη σε άλλα δύο πρωταθλήματα.
Ενώ αργάστηκε ως προπονητής και στο Σιάτλ (1973-77) και στο Σακραμέντο (1987-88), όπου είχε για λίγο ως παίκτη τον Τζο Αρλάουκας.
Η «κληρονομιά» του Μπιλ Ράσελ, όμως, δεν είναι μόνο τίτλοι, τρόπαια ή η «βάφτιση» με το όνομά του στο βραβείο του MVP των Τελικών του ΝΒΑ.
Πρόκειται για έναν πάντα ομιλητικό και πολιτικοποιημένο ηγέτη σε πεδία εκτός του μπάσκετμπολ.
Για μία προσωπικότητα που «καλλιεργήθηκε» μέσα από δυσκολίες και ρατσιστικές συμπεριφορές που βίωσε τόσο σαν παιδί όσο και σαν σταρ στη Βοστόνη.
Γεννήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1934 στο Ουέστ Μονρό της Λουιζιάνα.
Ο πατέρας του, Τσαρλς, φύλακας σε χαρτοποιείο, στάθηκε μία μέρα σε ένα βενζινάδικο περιμένοντας να γεμίσει το αυτοκίνητό του. Αλλά ο υπάλληλος όχι μόνο τον υποχρέωσε να περιμένει να εξυπηρετηθούν πρώτα οι λευκοί πελάτες, αλλά τον απείλησε με όπλο να περιμένει, όταν εκείνος θέλησε να φύγει…
Η μητέρα του απειλήθηκε επίσης όταν περπατούσε φορώντας ένα καλό φόρεμα κι ένας αστυνομικός την υποχρέωσε να πάει ν’ αλλάξει, λέγοντας ότι «αυτά δεν είναι ρούχα για μαύρους».
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένεια Ράσελ μετακόμισε στο Όκλαντ της Καλιφόρνια, ώστε ο Τσαρλς να εργαστεί στα ναυπηγεία.
Το 1945, όμως, μετά το τέλος του πολέμου, ο πατέρας του έχασε τη δουλειά του και έναν χρόνο αργότερα την άρρωστη σύζυγό του, Κέιτι…
Οι Ράσελ δεν απέφυγαν τον ρατσισμό και στην Καλιφόρνια.
Ο 11χρονος τότε Μπιλ αδυνατούσε να κατανοήσει γιατί οι λευκές οικογένειες έφευγαν από την περιοχή που έμενε και έφτιαχναν νέες γειτονιές, στις οποίες δεν επέτρεπαν την παρουσία Αφροαμερικανών…
Η απώλεια της μητέρας του έμοιαζε για τον Μπιλ χειρότερη από τη φτώχεια και τη διαμονή σε άθλιες συνθήκες εργατικών πολυκατοικιών.
Για χρόνια ήταν πιο κοντά στη μητέρα του και μετά το χαμό της κλείστηκε στο εαυτό του και περνούσε ατελείωτες ώρες διαβάσματος στην δημοτική βιβλιοθήκη του Όκλαντ.
Μετά τον θάνατό της, ωστόσο, «δέθηκε» με τον πατέρα του και δεν έκρυψε πως «έγινε και παραμένει ο ήρωας των παιδικών χρόνων μου.
»Ο πατέρας μου ήταν ένας αυστηρός άνθρωπος, όμως έκανε τα πάντα ώστε να κρατήσει ενωμένη την οικογένειά μας».
»Επιστρέψαμε στη Λουιζιάνα για την κηδεία της μητέρας μου. Εκεί ζούσαν οι πέντε αδερφές της και οι συγγενείς έλεγαν στον πατέρα ότι οι άνδρες δεν μπορούν να μεγαλώσουν μόνοι τους παιδιά…
»Οι θείες τσακώνονταν για το ποιος θα κρατήσει εμένα και ποιος τον αδερφό μου, όμως εκείνος είχε υποσχεθεί στη μαμά να προσπαθήσει.
»Θυσίασε πάρα πολλά για να το καταφέρει. Εργαζόταν σε δύο δουλειές και επέστρεφε κάθε βράδυ σπίτι και ήταν καλός γονιός.
»Παρά τα όσα βιώναμε, δεν φοβήθηκα ποτέ γιατί ήξερα ότι ο πατέρας μου με αγαπά και δεν θα με απογοητεύσει ποτέ».
Ο Μπιλ Ράσελ, μετά τη σύντομη εμπειρία στον στίβο και την επιλογή του μπάσκετμπολ, κατέκτησε δύο πρωταθλήματα NCAA με το πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο.
Μονάχα που αν και ταλαντούχος και με σπουδαία προοπτική μπροστά του, σκέφτηκε για λίγο να αποχωρήσει από τα γήπεδα.
Επιλέχθηκε στο Νο2 του ντραφτ του 1956 από τους Σεντ Λούις Χοκς, όμως ξεκαθάρισε ότι «δεν πρόκειται ποτέ να παίξω σε μία τόσο ρατσιστική πόλη»…
Ο «δαιμόνιος» κόουτς των Σέλτικς, Ρεντ Άουερμπαχ, έστειλε στο Σεντ Λούις τον έξι φορές All-Star, Εντ ΜακΚόλεϊ (ο οποίος είχε ζητήσει να γυρίσει στη γενέτειρά του για να είναι κοντά στον άρρωστο γιο του) και τον Κλιφ Χάγκαν για τα δικαιώματα του Ράσελ.
Οι πρώτες εμπειρίες στη Βοστόνη, χαροποίησαν τον Ράσελ, καθώς ο Άουερμπαχ δεν έβλεπε χρώμα στο δέρμα των παικτών, αλλά συστατικά για νίκη.
Οι Σέλτικς είχαν επιλέξει στο ντραφτ τον πρώτο Αφροαμερικανό, τον Τσακ Κούπερ.
Οι Σέλτικς ήταν η πρώτη ομάδα που ξεκίνησε στη βασική πεντάδα της πέντε μαύρους παίκτες.
Η διοίκηση της Βοστόνης πίστευε τόσο τον νεαρό σέντερ που του πρόσφερε πρώτο ετήσιο μισθό 24.000 δολαρίων, μόλις χίλια λιγότερα από του μεγάλου σταρ, Μπομπ Κούζι.
Η συνέχεια, ακόμη και με τόση επιτυχία για τους Σέλτικς, δεν ήταν καλή για τον πιτσιρικά από τη Λουιζιάνα.
Κάποια βράδια σκέφτηκε πόσο χειρότερα θα ζούσε τελικά στο Σεντ Λούις.
Ήταν τα βράδια που άκουσε αποδοκιμασίες στο γήπεδο και τους δρόμους.
Ήταν εκείνη η νύχτα που άγνωστοι εισέβαλαν στο σπίτι του και άφησαν… περιττώματα στο κρεβάτι του και ρατσιστικά μηνύματα στους τοίχους του.
Ο συμπαίκτης του, Τομ Χάινσον, σχολίασε ότι «ο Μπιλ έχει την “ταμπέλα” του “αντί-λευκού” και του αγενούς, όμως στην πραγματικότητα θέλει απλώς να τον αναγνωρίζουν ως άξιο άτομο, ανεξαρτήτως προέλευσης και χρώματος».
Ο ίδιος ο Ράσελ είχε τονίσει πως «για πρώτη φορά έπειτα από τέσσερις αιώνες, ο Αμερικανός Νέγρος μπορεί να δημιουργήσει μόνος του το μέλλον του. Αυτό είναι πιο σημαντικό από πόντους και τίτλους».
Η κατάσταση δεν άλλαξε. Οι νίκες δεν άλλαξαν τις συμπεριφορές.
Το 1961, ένα εστιατόριο στο Λέξινγκτον του Κεντάκι αρνήθηκε θέση στον σέντερ των Σέλτικς και τους μαύρους συμπαίκτες του και όλοι τους αρνήθηκαν να αγωνιστούν στο επόμενο ματς…
Το 1963 πήρε μέρος στην πορεία για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ουάσινγκτον και ανέλαβε τα καμπ μπάσκετμπολ στο Μισισίπι, μετά τη δολοφονία του ηγέτη του κινήματος υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Μέντγκαρ Έβερς.
Ήταν στην πρώτη σειρά της περίφημης ομιλίας του «I Have A Dream» του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τζούνιορ, ο οποίος τον προσκάλεσε να ανέβει μαζί του στο βήμα. Ο Ράσελ αρνήθηκε, ως ένδειξη σεβασμού προς τους διοργανωτές.
Ήταν τότε 29 ετών. Ακόμη και στις μέρες μας, πάντως, συνεχίζει να μάχεται για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Θαύμαζε επίσης τον πρωτοπόρο σε θέματα ρατσισμού, στο μπέιζμπολ, Τζάκι Ρόμπινσον και επιθυμούσε να ακολουθήσει τα βήματά του στο ΝΒΑ.
Ήταν η εποχή που εκτός από το μπάσκετμπολ, θέλησε να αφοσιωθεί και στον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Σε μία συνέντευξή του στους «New York Times» είχε θυμηθεί πως «όταν ανέλαβα ως κόουτς των Σέλτικς, η δεύτερη ή τρίτη ερώτηση στη συνέντευξη Τύπου ήταν αν μπορώ να κοουτσάρω τους λευκούς παίκτες δίχως προκαταλήψεις…
»Η απάντησή μου ήταν: “Δεν θυμάμαι κάποιον από εσάς να έχετε ρωτήσει έναν λευκό προπονητή αν μπορεί να κάνει το ίδιο με τους μαύρους παίκτες”».
Το 1959 είχε γίνει ο πρώτος παίκτης του ΝΒΑ που ταξίδεψε στην Αφρική.
Βρέθηκε στη Λιβύη, τη Λιβερία και την Αιθιοπία και όταν σε ένα σχολείο τον ρώτησαν «γιατί είστε εδώ;», απάντησε ότι «πιστεύω πως κάπου εδώ είναι οι ρίζες μου» και ξέσπασε σε κλάματα.
Ο Μπιλ Ράσελ δεν ήταν ποτέ τόσο κοινωνικός και μεταδοτικός όσο το αντίπαλο δέος του, Ουίλτ Τσάμπερλεϊν.
Όσο ο «Wilt the Stilt» προτιμούσε να «διαφημίζει» τα εντυπωσιακά στατιστικά του και να κομπάζει ότι πλάγιασε με 20.000 γυναίκες(!), ο Ράσελ ήταν πιο κλειστός.
Απέφευγε για πολλά χρόνια να μοιράζει αυτόγραφα, λέγοντας ότι «όπως οι οπαδοί δεν μου χρωστάνε τίποτα, έτσι δεν χρωστάω κι εγώ κάτι σε εκείνους».
Οι απόψεις του αποτυπώθηκαν σε τρία βιογραφικά βιβλία, το «Go Up For Glory», το «Red And Me», το «Russell Rules-11 Lessons» και δεκάδες βιβλία δημοσιογράφων για την καριέρα και το έργο του ως ακτιβιστή.
Το FBI διατηρούσε φάκελο με το όνομά του, με την εύσχημη αιτιολογία ότι «δεν υπογράφει αυτόγραφα στα μικρά παιδιά»…
Ο ίδιος κρατούσε τη στάση του και είχε τονίσει πως «αρκετές φορές σκεφτόμουν ότι παίζω για τους Σέλτικς και όχι για την πόλη της Βοστόνης. Οι φαν μπορούν να λένε ότι θέλουν».
Μετά τον 7ο Τελικό του 1969 με τους Λέικερς, έφυγε από την Βοστόνη και αρνήθηκε να δώσει το παρών στην προς τιμήν του τελετή το 1972, με την οποία οι Σέλτικς απέσυραν τη φανέλα του με το Νο6 στην οροφή του «Boston Garden».
Όταν ο οργανισμός μετακόμισε στο νεότευκτο «TD Garden», το 1995, η διοίκηση τού ζήτησε να είναι παρών στην επανάληψη της τελετής και, τελικά, δέχθηκε το 1999.
Το 2013, οι σχέσεις του με τη Βοστόνης φάνηκε να αποκαθίστανται, καθώς παραβρέθηκε στην αποκάλυψη ενός αγάλματός του στο κέντρο της πόλης.
Το 2011 τιμήθηκε από τον Μπαράκ Ομπάμα με το «Προεδρικό Μετάλλιο Ελευθερίας» και ο τότε πρόεδρος των Η.Π.Α., τον χαρακτήρισε ως «σπουδαία προσωπικότητα, που δίνει “μάχες” για τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων».
Ο ίδιος ο Μπιλ Ράσελ επέμενε ότι «βλακωδώς ηρωοποιούμε τους αθλητές, επειδή πιάνουν ή πετούν μία μπάλα ή την βάζουν στο καλάθι»…
Και πίστευε ότι «ο μοναδικός αθλητής που είναι ήρωας για όσα πιστεύει ή έκανε ήταν ο Μοχάμεντ Άλι» τον οποίο στήριξε ενεργά όταν αποφάσισε να μην πολεμήσει στο Βιετνάμ, με αποτέλεσμα να του αφαιρεθεί ο τίτλος στην πυγμαχία.
Το 1968, μαζί με τον καθηγητή κοινωνιολογίας του πανεπιστήμιου Σαν Χοσέ, Χάρι Έντουάρντς, οργάνωσαν κινητοποίηση για την αποκατάσταση των τίτλων του Άλι.
Από το ίδιο πανεπιστήμιο είχαν αποφοιτήσει οι Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος, οι οποίοι ως Ολυμπιονίκες των 200μ. στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Μεξικό, το 1968, ύψωσαν τις ντυμένες με μαύρα γάντια γροθιές τους κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου των Η.Π.Α..
Ο Ράσελ αισθανόταν πάντοτε τόσο περήφανος που, σύμφωνα με τον Τζον Τέιλορ, συγγραφέα βιβλίων με θέμα τον ρατσισμό και το μπάσκετ, «δεν δεχόταν ότι πολλοί λευκοί βοήθησαν την καριέρα του».
Ο Τέιλορ έκανε λόγο για τους προπονητές του Τζορτζ Πόουλς (στο γυμνάσιο), Φιλ Γούλπερτ (στο κολέγιο), Ρεντ Άουερμπαχ και στον ιδιοκτήτη των Σέλτικς, Ουόλτερ Μπράουν, οι «οποίοι ήταν όλοι αντί-ρατσιστές».
Ο ίδιος ο Ράσελ είχε διαψεύσει μία δήλωση στο «Sports Illustrated», στην οποία ανέφερε ότι «δεν μου αρέσουν οι περισσότεροι άνθρωποι γιατί είναι άνθρωποι και συμπαθώ τους περισσότερους μαύρους γιατί είμαι μαύρος»…
Θεωρούσε σημαντικό τον επίσης ακτιβιστή τενίστα, Άρθουρ Ας και επιθυμούσε να δώσει συνέχεια στην Αφροαμερικανική κουλτούρα του ΝΒΑ.
Με στόχο να θέσει ένα πλαίσιο για τους μελλοντικούς παράγοντες ή παίκτες, αλλά και εναντίον των διακρίσεων σε άλλα σπορ.
Αυτό που σίγουρα πέτυχε ήταν ότι αν και όσο έπαιζε μπάσκετμπολ οι Αφροαμερικανοί αθλητές ήταν στο περιθώριο και τη σκιά, όταν αποχώρησε, αυτό είχε αλλάξει.