Όταν ο Γιάννης ολοκλήρωσε την επικολυρική εισαγωγή του, γύρισε το βλέμμα του, όπως ο μαέστρος στους μονωδούς που συνοδεύουν την ορχήστρα, και απηύθυνε το ερώτημα.
«Αν εξαρτιόταν η ζωή σας από ένα πέναλτι, ποιον θα επιλέγατε να το εκτελέσει»;
Αν και πάντοτε ετοιμόλογος, για δευτερόλεπτα σάστισα, δεν ήμουν προετοιμασμένος για μια τέτοια ερώτηση.
«Φρανκ Λάμπαρντ», ήταν η πρώτη, αυτόματη, σκέψη που προσγειώθηκε στο κεφάλι μου. «Για το κρύο αίμα, το καθαρό βλέμμα, τους φυσιολογικούς παλμούς της καρδιάς, σαν να βρίσκεται σε κατάσταση χαλάρωσης, όταν εκτελεί», μονολόγησα.
Ειπώθηκαν κι άλλα, πολλά, ονόματα. Ξύπνησε μέσα μου το οπαδικό, επέλεξα τον Φραντσέσκο Τόττι, ξεκάθαρα, επειδή θα θυμάμαι για πάντα ένα πέναλτι στα στερνά του με την Τορίνο και τα δάκρυά μου να στεγνώνουν στο parterre του Olimpico. Δακρύβρεχτα έπεα πτερόεντα.
Ενδόμυχα κάτι μου έλεγε ότι μπορεί να είναι μόνο ο Λάμπαρντ. Σκέφτηκα ότι περισσότερο και από τον Μουρίνιο, τον Αμπράμοβιτς, τον Ντρογκμπά, τον Τέρι και τους υπολοίπους, τη μεγάλη Τσέλσι με τον Λάμπαρντ την έχω συνδεδεμένη στο μυαλό μου. Άρα, λογικός ο αυτοματισμός.
Η ερώτηση όμως εξακολουθούσε να τριβελίζει το μυαλό μου. «Το πέναλτι της ζωής μου». Μα καλά, τι ερώτηση είν’ αυτή;
Μοιάζει με μια απλή ερώτηση κι όμως, προεκτείνοντας το συλλογισμό, το παρασκήνιο της φαινομενολογίας του πέναλτι αγγίζει πολύ βαθιά ερωτήματα της μοίρας, του πεπρωμένου, της ζωής της ίδιας.
Ελάχιστες αισθήσεις στη ζωή πλησιάζουν το στιγμιαίο θάνατο ενός κρίσιμου πέναλτι.
Το χαμένο πέναλτι του Γκέκα στην προημιτελική φάση του Παγκόσμιου Κυπέλλου ήταν ένας στιγμιαίος θάνατος για μας τους Έλληνες.
Σε παγκόσμιο επίπεδο υπάρχουν το χαμένο πέναλτι του Ρομπέρτο Μπάτζο στον Τελικό του Μουντιάλ με τη Βραζιλία το 1994, παλαιότερα το χαμένο πέναλτι του Μαξίμ Μποσίς στο συγκλονιστικό ημιτελικό Γαλλίας-Γερμανίας το 1982, το δράμα του Κρις Γουόντλ στον ημιτελικό της Αγγλίας (ξανά) με τη Γερμανία στο Τορίνο το 1990.
Όλοι τους μικροί, στιγμιαίοι θάνατοι.
Περνούν από μπροστά μου φωτογραφικά οι στιγμές, με τα ακριβή περιγράμματα. Το χέρι στο πρόσωπο του Γκέκα, το χαμηλό βλέμμα και τα χέρια στη μέση του Ρόμπι, η κατάρρευση και το κάθισμα της «πάπιας» του Μποσίς, η αγκαλιά του Λόταρ Ματέους στον διαλυμένο Γουόντλ.
Αγώνες, τουρνουά, τρόπαια που κρίθηκαν με μη αναστρέψιμο τρόπο σε λίγα δευτερόλεπτα.
Τα μόνα δευτερόλεπτα στο ίδιο το ποδόσφαιρο που το γκολ γίνεται απλούστερο και προφανές και το άουτ γίνεται η εξαίρεση.
Οι μοναδικές στιγμές που η υπαρξιακή σχέση τερματοφύλακα και επιτιθέμενου αντιστρέφεται και το γκολ γίνεται καθήκον, υποχρέωση.
Γι’ αυτό η απάντηση στο ερώτημα γίνεται πολύπλοκη και είναι επιτακτική η ανάγκη στοιχειοθέτησης.
Εν αρχή εστί το πρόσωπο. Οφείλει να διαθέτει τεράστιο ηθικό βάθος. Πρέπει να έχει επίγνωση της ευθύνης, ταυτόχρονα όμως οφείλει να αντέχει και την πίεση.
Άπειρα τα παραδείγματα των ποδοσφαιριστών που ευστοχούν σε αλλεπάλληλα πέναλτι στην προπόνηση, στους αγώνες όμως καταρρέουν σαν τραπουλόχαρτα από την πίεση.
Ακολούθως, έρχεται η κεφαλαιώδους σημασίας στατιστική πλευρά του θέματος.
Πολλές εξειδικευμένες ιστοσελίδες διαθέτουν δεδομένα με σπεσιαλίστες. Υπάρχει το transfermarkt, το wyscout, ένας πολύ φίλος μου στο blog barcanumbers.
Ο αγαπημένος μου τρελός ωστόσο συναντάται στο sdoppiamocupido, όπου υπάρχει μια ολοκληρωμένη κατάταξη με συνδυαστικά κριτήρια.
Δεν είναι εύκολη δουλειά, δεν αρκεί μόνο το ποσοστό ευστοχίας, υπεισέρχονται πολλοί παράγοντες που η στατιστική είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποτυπώσει.
Ο παλαβός, ο οποίος έχει τον αμέριστο θαυμασμό μου, ανακηρύσσει σε μεγαλύτερο σπεσιαλίστα όλων των εποχών τον τιτάνα Κουάτεμοκ Μπλάνκο, μετέπειτα πολιτικό και Κυβερνήτη του Morelos αλλά μεγάλη δόξα και “Βασιλιά” του Μεξικού στο παρελθόν.
Ο Μπλάνκο ήταν ένας αντουριστικός αλλά ταυτόχρονα ντελικάτος επιθετικός μέσος με το «10» στην πλάτη και χαρακτηριστικότερη κίνηση στην καριέρα του τη θρυλική «cuauhteminha».
Η «cuauhteminha» είναι η παράλογη τρίπλα με τη μπάλα κολλημένη στα πόδια και το επικείμενο άλμα, προκειμένου να αποφευχθεί το μαρκάρισμα (συνήθως) δυο αντιπάλων.
Η τεχνοτροπία του Μπλάνκο και στο πέναλτι ήταν εντελώς ιδιαίτερη: πάντοτε έπαιρνε πολλή φόρα, τόσο πολλή που ανακατευόταν με συμπαίκτες και αντιπάλους και ο τερματοφύλακας αιφνιδιαζόταν, όταν εμφανιζόταν φουριόζος μέσα απ’ το μπούγιο.
Με 71 στα 73 εύστοχα πέναλτι και το τρομακτικό ποσοστό του 97.26% ο Μπλάνκο ήταν και μάλλον θα παραμείνει ο κορυφαίος σπεσιαλίστας στην ιστορία.
Και μιλάμε για λίστα με Ζίκο, Μπάτζο, Φαν Μπάστεν, Ρομάριο, Μαραντόνα, Γκρέιαμ, Ματέους και λοιπά ιερά τέρατα.
Βάσει στατιστικής λοιπόν, ο Κουάτεμοκ Μπλάνκο Μπράβο θα ήταν η προφανής επιλογή για το κρίσιμο πέναλτι της ζωής μου. Και όχι μόνο της δικής μου, του καθενός πραγματιστή γύρω μου.
Όμως όχι!
Μπορεί να συμμετείχε σε τρία Μουντιάλ, σε έναν σωρό Copa America και σε αμέτρητα ντέρμπι στο Πρωτάθλημα του Μεξικού, αλλά ο Μπλάνκο δεν ανέβηκε ποτέ στις υψηλότερες ποδοσφαιρικές βαθμίδες του “ευρωπαϊκού” μυαλού μου.
Σαφώς και τον θυμάμαι από τα Μουντιάλ, τον έχω θαυμάσει, όταν έκανε εκείνη την τρίπλα, έχω χειροκροτήσει γκολ του, αλλά σε συναισθηματικό επίπεδο ουδέποτε συνδέθηκα μαζί του.
Και στο κρισιμότερο πέναλτι μπορώ να εμπιστευτώ μόνον κάποιον που, έστω και επιδερμικά, έχει επηρεάσει τη ζωή μου συναισθηματικά και όχι μόνο σε επίπεδο λογικής και στατιστικής.
Οι παραστάσεις όλων μας ειδικά, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, και έπειτα είναι πλούσιες και άρα δεν περιορίζομαι μόνο στο ελληνικό Πρωτάθλημα.
Πρόχειρα άλλωστε μπορώ να θυμηθώ μόνο τα πέναλτι-προσευχές του Αποστολάκη που έκλεινε τα μάτια και σούταρε με όλη του τη δύναμη με “μύτο” στο κέντρο της εστίας, τα “φιλοσοφημένα” του Σαραβάκου, τα “επαγγελματικά” του Αναστόπουλου, τα “χειρουργικά” του Τσιάρτα, τα “κρύα” του Μπασινά και πάει λέγοντας.
Κανένας δεν με καλύπτει.
Στην Ιταλία είδα επίσης πάρα πολλούς, αλλά ξεχώρισα τρεις.
Τον μεταφυσικά καθησυχαστικό Μπέπε Σινιόρι, με την ελάχιστη φόρα και τη χειρουργική εκτέλεση.
Τον “δολοφονικό” Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο, ο οποίος εξελίχθηκε σε ό,τι πλησιέστερο στο τέλειο, διότι μέχρι τελευταία στιγμή περίμενε την αντίδραση του τερματοφύλακα, ώστε να επιλέξει το στυλ της εκτέλεσης.
Και, τέλος, τον Φραντσέσκο Τόττι. Αυτός μάλιστα. Ο απόλυτος συνδυασμός συναισθήματος και στατιστικής. Αξιοπρεπέστατο ποσοστό, ευστόχησε στα 86 από τα 104 πέναλτι, σκόραρε σχεδόν όλα τα κρίσιμα, έπαιζε στην ομάδα που υποστηρίζω, είναι σημαία της Ρόμα.
Ναι, ο Φραντσέσκο είναι η προφανής επιλογή, εκείνος που θα συγχωρήσω ακόμα και στην περίπτωση που το κρισιμότερο πέναλτι της ζωής μου πάει στο δοκάρι. Και ακριβώς εδώ ξυπνάει ο γρύλλος και ξανατρυπώνει η αμφιβολία.
Με τη συγκεκριμένη λογική της παρόρμησης, ένας Γιουβεντίνος θα επέλεγε τον Ντελ Πιέρο, ένας Μιλανίστας τον Σεβτσένκο, ένας Παναθηναϊκός τον Βαζέχα, ένας Ολυμπιακός τον Φορτούνη, για να πιάσουμε και τους πιο σύγχρονους.
Συνεπώς η επιλογή είναι και πάλι λάθος. Η επιλογή δεν πρέπει επ’ ουδενί να είναι παρορμητική, αμιγώς συναισθηματική με ολίγη από τεχνική και ορθολογική προσέγγιση.
Η ζωή μας είναι γεμάτη τέτοιες επιλογές, προϊόντα της συναισθηματικής μας νοημοσύνης και μόνο, επιλογές που οδηγούν στα λάθη που κυνηγάμε να διορθώσουμε εσαεί. Έχει γούστο κι αυτό, δεν αντιλέγω.
Η επιλογή του κρισιμότερου πέναλτι πρέπει να είναι ακόμα βαθύτερη, ακόμα πιο συνδυαστική, ψυχρή και βαθιά εσωτερική συνάμα.
Ο Λάμπαρντ διέθετε και τις ψυχικές και τις τεχνικές αρετές, επιστρέφω στη σκέψη μου.
Ήταν έμπειρος, χαρισματικός, ψύχραιμος, με τρομερή αυτοπεποίθηση. Σούταρε δυνατά, στεγνά, “γεμάτα”. Επέλεγε πάντοτε γωνία, δεν έκλεινε τα μάτια και σούταρε με όλη του τη δύναμη.
Και τότε θυμήθηκα για ποιον λόγο καρφώθηκε αυτόματα το όνομά του στο μυαλό μου.
Απρίλιος 2008, η Πατ Λάμπαρντ, μετά από 10ήμερη μάχη με την πνευμονία, αφήνει την τελευταία της πνοή μόλις στα 58 της χρόνια. Ο Φρανκ απείχε όλο τον καιρό από τις υποχρεώσεις της Τσέλσι για να βρίσκεται δίπλα της.
Βλέπει συγκινημένος τους συμπαίκτες του να πανηγυρίζουν το 2-1 με τη Γιουνάιτεντ, υψώνοντας μια φανέλα με το όνομα της μητέρας του και από κάτω «R.I.P» (rest in peace, αναπαύσου εν ειρήνη).
Επέστρεψε, πριν καν την κηδέψει, για τον ημιτελικό του Champions League εναντίον της Λίβερπουλ. Το ματς πήγε στην παράταση, μόνον ένας θα ταξίδευε στη Μόσχα για να αντιμετωπίσει τη Γιουνάιτεντ στον Τελικό.
Το Stamford Bridge κατάμεστο, με την αγωνία να ξεχειλίζει από κάθε σπιθαμή του. Στο 98ο λεπτό, ο Σάμι Χίπια γκρεμίζει τον Μίχαελ Μπάλακ και ο Ροζέτι δείχνει βούλα.
Ο Φρανκ αρπάζει τη μπάλα, τη σφίγγει, τη στήνει, εκτελεί και νικάει τον Ρέινα. Ούτε μια σύσπαση στο πρόσωπο, ούτε μια αντίδραση έκκρισης αδρεναλίνης, κανένα ξέσπασμα. Σηκώνει το μανίκι, φιλάει το μαύρο περιβραχιόνιο που κρύβεται επιμελώς από κάτω και υψώνει δείκτες και βλέμμα στον ουρανό. Για την Πατ.
Η Τσέλσι κερδίζει 4-3 και προκρίνεται στον Τελικό. Ο Λάμπαρντ με τη λήξη γονατίζει, σπεύδουν να τον αγκαλιάσουν ο Ντρογκμπά, ο Καρβάλιο, ο Γκραντ, όλοι.
Αποσυμπίεση, αναμεμειγμένη με αγαλλίαση.
Γι’ αυτό η απάντηση δεν είναι πάντα η προφανής, γι’ αυτό η απάντηση δεν μπορεί ποτέ να βασίζεται μόνο στη λογική ή το συναίσθημα.
Πιθανολογώ ότι τη στιγμή που ο Φρανκ σούταρε τη μπάλα, το μυαλό του ήταν άδειο. Κενό. Μόνο μετά τον πλημμύρισαν οι σκέψεις και τα συναισθήματα.
Ένα μείγμα θλίψης, πένθους, χαράς, απελευθέρωσης, εκπλήρωσης του “χρέους” στον εαυτό του να σκοράρει (και) για την Πατ.
Με μια λέξη: κίνητρο.
Ένα κίνητρο που εμπεριέχει όλες τις εκφάνσεις του θυμικού. Ευχάριστα και δυσάρεστα βιώματα, συμπεριφορικές δράσεις και αντιδράσεις, ενεργοποιά και μη συναισθήματα χαράς και ελπίδας, άγχους και απελπισίας.
Οι ψυχολόγοι το ονομάζουν «κίνητρο επίτευξης» και περισσότερο μοιάζει με μια γενικευμένη τάση επιδίωξης της επιτυχίας και επιλογής δραστηριοτήτων προσανατολισμένων σε στόχους με αποτελέσματα που διαφέρουν μεταξύ τους.
Δεν υποστηρίζω την Τσέλσι, δεν θεωρώ καν τον Φρανκ Λάμπαρντ έναν από τους κορυφαίους χαφ που είδα στη ζωή μου.
Δεν είχα ποτέ την αφίσα του στο δωμάτιό μου, δεν παρακολούθησα ποτέ τη συνέχιση και τη δύση της καριέρας του στη Μάντσεστερ Σίτι και στις ΗΠΑ με την ομάδα της Νέας Υόρκης.
Δεν ξέρω καν αν είναι καλός προπονητής, παρόλο που το πρώτο δείγμα γραφής του στη Ντέρμπι Κάουντι υπήρξε πολύ ελπιδοφόρο.
Είναι όμως ο μοναδικός από νυν και πρώην ποδοσφαιριστές που θα άφηνα να εκτελέσει «το πέναλτι της ζωής μου».
Επειδή είχε ιερό κίνητρο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Το Πέναλτι του Πανένκα
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro