Στην Κωνσταντινούπολη, κατά μήκος της οδού Mουαλίμ Nασί Kαντεσί του Kουρουκιεσμέ, στις όχθες του Βοσπόρου, από το 2002 έστεκε ένα από τα διασημότερα club στον κόσμο: το Reina.
Οι κανονικοί θνητοί πρωτάκουσαν για το διασημότερο club στην Τουρκία την Πρωτοχρονιά του 2017, μετά από την αποτρόπαια τρομοκρατική επίθεση που κόστισε τη ζωή σε 39 ανθρώπους δεκαεπτά διαφορετικών εθνικοτήτων, οι οποίοι απλώς διασκέδαζαν, περιμένοντας την αλλαγή του χρόνου.
Μέχρι εκείνη τη σοκαριστική είδηση, το Reina ήταν γνωστό μονάχα για την πολύ σκληρή του “πόρτα”, για το γεγονός ότι απευθυνόταν σχεδόν μόνο σε εκατομμυριούχους ή (πραγματικά) διάσημους. Ο επισκέπτης περπατούσε τις γέφυρες των πολλών επιπέδων και δίπλα του ήταν πιθανό να δει τον Μπόνο των U2 να πίνει τη σαμπάνια του, τον Τζον Μπον Τζόβι να τρώει το t–bone του, την Κάιλι Μινόγκ να λικνίζεται αισθησιακά με τις επιλογές του Ντέιβιντ Γκέτα στα decks.
Και τον Ούγκο Αλμέιδα στο πριβέ τραπέζι του να σκάει το χαρακτηριστικό μισό χαμόγελο, χορεύοντας “αντρικά” κουνώντας μόνο το ένα πόδι, περιτριγυρισμένος από “σμήνη” μοντέλων.
Μόλις είχε μεταγραφεί στην Μπεσίκτας, στην καλύτερη ποδοσφαιρική ηλικία, στα 26 του, και είχε συμφωνήσει να αφήσει τη Βρέμη και τη Βέρντερ, έναντι ενός τρελού συμβολαίου (2.5 εκατομ. δολαρίων τον χρόνο).
Συμπεριφερόταν, ακριβώς όπως έπρεπε να συμπεριφέρεται ένας «Αλμέιδα»: τόσο-όσο.
Ένα “θηρίο” πάνω από το 1.90 μ., παράστημα που τρόμαζε τους πάντες εντός κι εκτός αγωνιστικών χώρων, μελαχρινός, θα ορκιζόσουν στην όψη του ότι είναι Τούρκος.
Η μεταγραφή, το 2011, στην Μπεσίκτας είχε υπερ-διαφημιστεί στην Τουρκία: «Η Μπεσίκτας φέρνει τον παρτενέρ του Κριστιάνο Ρονάλντο στην επίθεση της Πορτογαλίας», «Οι ασπρόμαυροι απέκτησαν το θωρηκτό-μηχανή των γκολ», «Οι “Kara Kartallar” (“Μαυραετοί”) φαβορί για τον τίτλο και μεγάλη πορεία στο Champions League». Οι απαιτήσεις από τον Αλμέιδα ήταν εξωπραγματικές.
Κι ο Ούγκο, cool και με το μειδίαμα ζωγραφισμένο στο πρόσωπο, κουνούσε ράθυμα το πόδι στο Reina.
Σχεδόν στα μισά από τα 109 του παιχνίδια στην Μπεσίκτας, σκόραρε. Αλλά δεν έφτανε για τους Τούρκους. Περίμεναν από τον Αλμέιδα να είναι “κάτι σαν Ρονάλντο“. Δεν ήταν, δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ.
Δεν άργησαν τα πρώτα δημοσιεύματα για τη μεγαλύτερη έφεση στη νυχτερινή ζωή παρά στα γκολ. Οι Τούρκοι δημοσιογράφοι που δεν φημίζονται για το τακτ και τη διακριτικότητά τους, τον είχαν ρωτήσει ευθέως για τα νυχτοπερπατήματα.
«Ξέρετε εσείς κανέναν να μη γουστάρει τη νυχτερινή ζωή, το ωραίο περιβάλλον και τις ωραίες γυναίκες; Δηλαδή εσύ στη θέση μου θα έμενες κλεισμένος σε ένα ξενοδοχείο να βλέπεις τηλεόραση;», απάντησε μια φορά σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου.
Ο Αλμέιδα είναι από εκείνες τις περιπτώσεις των “μυστήριων τραίνων” που στην πραγματικότητα είναι πολύ εύκολο να τα διαβάσεις.
Γεννημένος στην Φιγκέιρα ντα Φοζ, στην παραλία των κλαριθάδων, μεγάλωσε με την αύρα του νησιώτη, δίχως να μπορεί να αποκαλείται τέτοιος. Μπάλα στην αμμουδιά, παιχνίδι μέχρι το σούρουπο, ελευθερία και αυτή η χαλαρή φιλοσοφία των ανθρώπων που μεγαλώνουν σε τέτοιο περιβάλλον.
Είχε από πιτσιρικάς έφεση στο ποδόσφαιρο, ναι. Αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα γίνει επαγγελματίας, όταν γράφτηκε στα μητρώα της τοπικής Μπουάρκος. Οι προπονητές είδαν ένα παιδί 10 ετών με δύναμη εφήβου, έναν οδοστρωτήρα πολύ διαφορετικό από τα άλλα παιδάκια που εντάσσονταν στις ακαδημίες.
Στα 12, τον είχε ήδη εντάξει στις τάξεις της η Ναβάλ, η επαγγελματική ομάδα της πόλης. Ο Ούγκο ψήλωνε, δυνάμωνε, η φύση τού είχε φερθεί πολύ γενναιόδωρα. Τον είχαν βάλει μπροστά, “κορυφή” στην επίθεση, γιατί δεν έπεφτε κάτω με τίποτα.
Η Πορτογαλία, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, δεν είχε την πολυτέλεια να διαθέτει σοβαρά projects στη θέση του κυνηγού.
Το αρχέτυπο ήταν ο φορ τύπου Παουλέτα, Ποστίγκα, κάτι ανάμεσα σε βοηθητικό και περιφερειακό, πολύ μακριά από τις μηχανές των γκολ που παρήγαγαν οι άλλες ποδοσφαιρικές σχολές.
Ο Αλμέιδα ήταν το πρώτο παιδί που έμοιαζε “κομμένο και ραμμένο” για τη θέση του βασικού φορ στην Εθνική Πορτογαλίας.
Η Πόρτο δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Πριν καν ενηλικιωθεί, τον είχε αρπάξει από τη Μπενφίκα και τον έστειλε άμεσα στα εθνικά κλιμάκια.
Ο Ούγκο είναι από τους ελάχιστους Πορτογάλους που έχουν κάνει ολόκληρη τη “βόλτα” στις μικρές Εθνικές. Από την παίδων, τη νέων, την ελπίδων, μέχρι την ανδρών. Σκόραρε σε όλες. Πριν κάνει ντεμπούτο στη μεγάλη Εθνική, είχε ήδη 32 γκολ.
Χώρο δεν έβρισκε μόνο στην πρώτη ομάδα της Πόρτο. Είχε κάνει το “αγροτικό” του στη Λεϊρία και τη Μποαβίστα, δυσκολευόταν μόνο στο “θαύμα” του Μουρίνιο, εκείνη την Πόρτο που έφτασε μέχρι την κατάκτηση του Champions League. Πενιχρή συμμετοχή, δυσκολία να προσαρμοστεί και να ταιριάξει με τους διάφορους Ντερλέι.
Μέχρι εκείνη την “κανονιά” στο San Siro:
A real blast from the past 🤯🤯🤯
ℹ️ Hugo Almeida vs Inter in 2005 🎯#UCL @FCPorto pic.twitter.com/Y1P1XFunL2
— UEFA Champions League (@ChampionsLeague) April 14, 2020
Χωρίς φόρα, από μια απόσταση μεγαλύτερη των 35 μέτρων, σε ένα γήπεδο που εμπνέει την ίδια την ιστορία να γραφτεί. Είναι η επιτομή του γκολ-οβίδα, ακόμα και το δίχτυ δεν τόλμησε να “φτύσει” τη μπάλα, όπως γίνεται συνήθως στα τόσο δυνατά σουτ.
Εκείνοι που εντυπωσιάζονται περισσότερο από τέτοιου είδους γκολ, εκείνοι που στέκουν ανέκαθεν ενεοί μπρος στην υπερφυσική δύναμη, είναι οι Γερμανοί. Οι ιθύνοντες της Βέρντερ, από τη βραδιά του γκολ στο San Siro, έψαχναν τον τρόπο να τον φέρουν στη Βρέμη. Διαθέτοντας ήδη τον Ντιέγκο πίσω από τον επιθετικό, η λύση στην εξίσωση ήταν προφανής, έλειπε μόνο το terminal, το τελευταίο εξάρτημα.
Η Πόρτο, έχοντας επενδύσει στους ξεχασμένους Έντγκαρ και Ερνέστο Φαρίας, ενέδωσε στην πρόταση δανεισμού των Γερμανών, ο Ούγκο από το θερμό κλίμα και τη θάλασσα βρέθηκε να παίζει ποδόσφαιρο στις όχθες του Βέζερ, στην ψυχρή Βρέμη της Bόρειας Γερμανίας.
Παράδοξο, αλλά εκεί θα κάνει τις πιο παραγωγικές σεζόν της καριέρας του, εκεί θα γίνει “ο Αλμέιδα”. Ειδικά από τότε που ο Μίρο Κλόζε μετακόμισε στο Μόναχο για την Μπάγερν, ο Ούγκο μονιμοποιήθηκε στη βασική ενδεκάδα, βρήκε κώδικες επικοινωνίας και με τον Πιζάρο, εκτός από το δεδομένο feeling με τον Ντιέγκο, και έγινε τραγούδι στο στόμα των οπαδών της Βέρντερ.
Ταύρος, “θωρηκτό”, ένας φορ παλαιάς κοπής, απ’ εκείνους που έτρωγαν τις κλωτσιές και τις αγκωνιές, αλλά δεν έπεφταν κάτω με τίποτα.
Το κορμί του δεν το φρόντισε, όπως και όσο θα έπρεπε. Προς τη δύση της καριέρας του, το μεγαλύτερο όπλο του κατέληξε να είναι η αχίλλειος πτέρνα του.
Όταν αποφάσισε να μετακομίσει στην Τουρκία και να γνωρίσει το Reina, είχε μεν στο βιογραφικό του δυο πρωταθλήματα και ισάριθμα κύπελλα με την Πόρτο, το Champions League σαν βοηθητικός, αλλά η βασική συστατική επιστολή του ήταν η παρουσία στη Βέρντερ.
Τεσσερεισήμισι σεζόν γεμάτες γκολ, ένας χαμένος Τελικός Europa League, ένα Κύπελλο Γερμανίας, η καθολική αναγνώριση με τις κλήσεις και τη σταθερή παρουσία στην Εθνική Πορτογαλίας.
Οι ποδοσφαιριστές -στο στυλ και το καλούπι του Αλμέιδα– είναι οι κατ’ εξοχήν αγαπημένοι του κοινού, εκείνοι που ο οπαδός στην αρχή ερωτεύεται παράφορα και στο τέλος καταλήγει να λατρεύει να μισεί.
Στην Μπεσίκτας, εκτός από τις παρασπονδίες παρέα με τον εξίσου λατρεμένο Ρικάρντο Κουαρέσμα και τα λοιπά μέλη της πορτογαλικής παροικίας του Καρβαχάλ, αγαπήθηκε όσο λίγοι.
Απλώς ήταν τέτοια η “κοψιά” του και τόσο ταλαιπωρημένο το κορμί του, ώστε από τα 30 έβγαζε την εικόνα παλαιμάχου.
Έχοντας λύσει το οικονομικό του πρόβλημα, προλαβαίνοντας να γευτεί τη χαρά και την τιμή συμμετοχής από δυο φορές σε τελικά και Ευρωπαϊκού και Παγκοσμίου Κυπέλλου, πήγε στην Ιταλία και την Τσεζένα, η οποία πάσχιζε να αποφύγει το αναπόφευκτο.
Οι Ιταλοί, ειδικά όταν οι στόχοι δεν επιτυγχάνονται, γίνονται πολύ σκληροί, σχεδόν άδικοι. Η Τσεζένα φυσιολογικά υποβιβάστηκε, ο Ούγκο εκμεταλλεύτηκε το πολύ καλό του όνομα (ακόμη) στην ευρωπαϊκή αγορά και αποδέχτηκε την πρόταση της Κράσνονταρ. Οι Ρώσοι του πρόσφεραν 200.000 ευρώ τον μήνα. Θα ήταν τρελός να έλεγε «όχι».
Όπως συμβαίνει εννιά φορές στις δέκα, το κλίμα, το περιβάλλον και την κατάσταση στο ποδοσφαιρικό σύμπαν της Ρωσίας τα άντεξε, όπως η πλειοψηφία των λατίνων και των νοτιοευρωπαίων. Σε λιγότερο από έναν χρόνο, είχε προλάβει να μεταγραφεί και στην Ανζί και να ζητήσει να λυθεί το συμβόλαιό του, για να φύγει από τη Στέπα.
Προσπάθησε να θυμηθεί την αίγλη του για λίγο στο Ανόβερο, όταν νόμισε ότι η παρουσία του καλού Τόμας Σάαφ που τον είχε διαχειριστεί άψογα στη Βέρντερ, θα τον βοηθήσει να ξαναγίνει ο φορ που ήταν κάποτε. Οι πόνοι στη μέση, τα “τσιμπήματα” στα γόνατα, οι τραυματισμοί εν γένει έστειλαν το “σήμα” ότι τα καλά χρόνια ήταν πίσω.
Τελευταία φορά που ένιωσε “Αλμέιδα” ήταν στα μέρη μας, στην ΑΕΚ, όταν με εκείνη την οβίδα, στο ντεμπούτο του με την Ξάνθη στο ΟΑΚΑ, θύμισε San Siro.
Εκείνο το γκολ και η εικόνα του να φοράει την μπλούζα του γκολκίπερ στον ημιτελικό του Κυπέλλου με τον Ολυμπιακό, είναι συνώνυμα της παρουσίας του στην Ελλάδα.
Έφυγε σαν φίλος στις αρχές της επόμενης σεζόν, παρότι του άρεσε η Αθήνα. Σε ποιον δεν αρέσει, άλλωστε; Το θερμό κλίμα, οι βόλτες στη Βουλιαγμένη και τη Γλυφάδα, η νυχτερινή ζωή, το ήπιων απαιτήσεων πρωτάθλημα.
Η ΑΕΚ, όμως, είχε ανάγκη περισσότερα πράγματα και ο Ούγκο είναι από τους τύπους που, όταν αισθάνονται πως γίνονται βάρος, δεν στρογγυλοκάθονται πάνω σε ένα παχυλό συμβόλαιο. Κόλλησε τα τελευταία ένσημα στο Σπλιτ, πριν επιστρέψει στην Πορτογαλία και το γκραν φινάλε.
Η Ακαντέμικα είναι στην Κοΐμπρα, μια ανάσα από τη Φιγκέιρα ντα Φοζ, τη γενέτειρά του.
Στο τέλος, όλοι επιστρέφουν στις ρίζες τους.
Ανακοίνωσε ότι σταματάει το 2020, στα 36, και -φορώντας εκείνο το ειλικρινές μειδίαμα στο πρόσωπο- απάντησε αν διαχειρίστηκε κυνικά την καριέρα του:
«Εγώ κυνικός;
Αυτή η λέξη εφευρέθηκε απ’ τους αισιόδοξους, για να κριτικάρουν τους ρεαλιστές».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η ανορθόδοξη μαγεία του Ρικάρντο Κουαρέσμα
Κριστιάνο Ρονάλντο, η έννοια του ασύλληπτου
Ρουί Κόστα, ο τελευταίος των μαέστρων
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro