Η σαμπάνια μύριζε ακόμη. Πολλά από τα κομφετί που είχαν πέσει από την οροφή του άδειου γηπέδου της Κολωνίας δεν είχαν «προσγειωθεί» στο παρκέ και ήταν κάτι σαν «αξεσουάρ», πάνω του. Σαν συνοδευτικό, ως υπενθύμιση ή και απόδειξη επιτυχίας.
Ο ίδιος στεκόταν περήφανος στη μέση, με τις σκέψεις του ελαφρώς μπερδεμένες. Δεν ήταν χαρούμενος μόνο επειδή είχε στα χέρια του δύο τρόπαια, αυτό του πρωταθλητή Ευρώπης με την Αναντολού Εφές και εκείνο του MVP του φάιναλ φορ της Ευρωλίγκας.
Ήταν ευτυχισμένος κυρίως γιατί στεκόταν εκεί. Διότι είχε πέσει πολλές φορές, ωστόσο είχε σηκωθεί «πολλές + μία»!
Ο Βασίλιε Μίτσιτς, με τα «λάφυρα» του ομαδικού και προσωπικού θριάμβου του στη διοργάνωση, σκέφτηκε αρχικά την μητέρα του, την οποία έχασε πριν από δύο χρόνια… Χαμογέλασε, δίχως να θελήσει να «σπαταλήσει» δάκρυα χαράς ή μελαγχολίας. Αποφάσισε να αρχίσει το τραγούδι στη μητρική του γλώσσα.
Επιθυμούσε κάτι οικείο να του αποσπάσει την προσοχή. Δεν το κατάφερε ακριβώς. Μονάχα που αυτό δεν τον προβλημάτισε. Λίγα πράγματα είχαν κατορθώσει να προβληματίσουν τον Σέρβο γκαρντ, ο οποίος είχε μάθει να «επιβιώνει».
Ένας υπεύθυνος της διοργάνωσης του έδειξε σε ένα τάμπλετ μία συνέντευξη που είχε δώσει τον Οκτώβριο του 2020 στην επίσημη ιστοσελίδα της Ευρωλίγκας. Χαμογέλασε, ξανά…
Ο τίτλος ήταν πετυχημένος… «Ήξερα πως είχα κάτι μέσα μου».
Ο υπότιτλος έμοιαζε με τη ζωή του… «Η ιστορία μου είναι ένα παράδειγμα πως πολλά στη ζωή είναι πιθανά!».
Ο Βασίλιε Μίτσιτς τόνιζε ότι «ο καθένας έχει το δικό του ταξίδι». Μία διαδρομή που γίνεται από μόνη της ξεχωριστή, όσα κλισέ τύπου «αν πέσεις, πρέπει να σηκωθείς», τη συνοδεύουν.
Ο ίδιος χρειάστηκε να σηκωθεί νωρίς. Πολλά πράγματα στη ζωή του συνέβησαν πρόωρα. Δεν τα αρνήθηκε. Δεν τα φοβήθηκε.
Λίγα πράγματα μπορούν σε ένα παρκέ να τρομάξουν ένα παιδί που γεννήθηκε εν μέσω πολέμου. Ακόμη λιγότερα μπορούν να τον κάνουν να ξεχάσει την παραδοσιακή αγάπη των συμπατριωτών για το μπάσκετμπολ.
Η πορτοκαλί θέα δεν μόνο διαφυγή για τα παιδιά στη Σερβία. Είναι ζωή, είναι τρόπος ζωής, είναι επιβεβαίωση αποδοχής και φιλοδοξίας.
Για τον έφηβο Βασίλιε, όλα αυτά ήταν τα πάντα και, ταυτόχρονα, δεν είχαν σημασία όταν άγγιζε τη μπάλα.
Το μπάσκετμπολ κατάφερε και να τον ωριμάσει γρήγορα, αλλά και να τον κάνει να διατηρεί μέσα του εκείνη την παιδική αθωότητα που θαρρεί κανείς έχει ακόμη και τώρα, ως πρωταθλητής Ευρώπης και ως σύγχρονος «βασιλιάς» του αθλήματος στην ήπειρο.
Ο Βασίλιε Μίτσιτς γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1994 στο Κράλιεβο, μία πόλη 68.500 κατοίκων στην κεντρική Σερβία.
Η οσμή του πολέμου δεν τον απέτρεψε από τα βγει από το σπίτι και να παίξει, να ονειρευτεί.
Σε ηλικία οκτώ ετών τον έγραψαν στα τμήματα υποδομής της ΟΚΚ Βελιγραδίου. Το 2006 μετεγγράφηκε στις ακαδημίες του Ερυθρού Αστέρα, για έναν χρόνο και από το 2007 ως το 2010 φόρεσε τη φανέλα της Ζελέζνικ.
Μπόλικα ταξίδια για ένα παιδί 16 ετών, το οποίο όμως βρέθηκε σε έναν προορισμό που πολλοί συνομήλικοί του ονειρεύονταν.
Το 2010 υπέγραψε στη Μέγκα Βιζούρα, ομάδα συμφερόντων του «δαιμόνιου» ατζέντη, Μίσκο Ραζνάτοβιτς. Ένας σχεδόν άγνωστος σύλλογος ο οποίος, όμως, πρόσφερε στο παγκόσμιο μπάσκετμπολ και τους Νίκολα Γιόκιτς και Μπόμπαν Μαριάνοβιτς.
Οι δύο τελευταίοι, μαζί με τον Μίτσιτς, έγιναν γνωστοί από την εφηβική ηλικία τους. Ο νυν σταρ της Αναντολού Εφές, όμως, δεν εκπλήρωσε άμεσα τις προσδοκίες, παρά το καταπληκτικό ξεκίνημά του.
Στα 16 του πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στη μεγάλη κατηγορία της Σερβίας και κατέγραψε τον κάτι παραπάνω από ενθαρρυντικό μ.ό. των 8,5 πόντων και 2,8 ασίστ ανά αγώνα.
Τον Νοέμβριο του 2011, ωστόσο, ενώ σε οκτώ ματς είχε μετρήσει τα εντυπωσιακά στατιστικά των 15,9 πόντων και 5,1 ασίστ, διέλυσε τον πρόσθιο χιαστό του και έχασε το υπόλοιπο της σεζόν…
Δεν το έβαλε κάτω. Οι επιδόσεις του ήταν ελαφρώς πεσμένες το 2012-2013, όμως ήταν μαζί με τον Μαριάνοβιτς οι ηγέτες της Μέγκα, η οποία έλαβε μέρος και στην Αδριατική Λίγκα.
Οι 11,8 πόντοι και 5,2 ασίστ τού πρόσφεραν τον Ιούνιο του 2013 μία διετή επέκταση, αλλά τον Απρίλιο του 2014 έσπασε το χέρι του. Στην Αδριατική Λίγκα πρόλαβε να μετρήσει 12, πόντους και 5,8 τελικές πάσες.
Το ίδιο καλοκαίρι βρήκε την πρώτη ευκαιρία για μπασκετική ξενιτιά. Η Μπάγερν Μονάχου διέκρινε την προοπτική του και τον απέκτησε για δύο σεζόν, αλλά τον Νοέμβριο, σε αγώνα με τον Παναθηναϊκό, τραυματίστηκε στον αγκώνα…
Ολοκλήρωσε την πρώτη χρονιά στη Γερμανία με ντεμπούτο στην Ευρωλίγκα (μ.ό. 7,5π.) αλλά στα μισά της δεύτερης, το Δεκέμβριο του 2015, οι Βαυαροί τον παραχώρησαν με τη μορφή δανεισμού στον Ερυθρό Αστέρα.
Η μέτρια χρονιά του (μ.ό. 5,5π.-3,6ασ.) δεν έκανε καμία από τις δύο ομάδες να επιδιώξουν να τον κρατήσουν και ο Σέρβος γκαρντ, σε ηλικία 22 ετών, βρέθηκε σε ένα καθοριστικό «σταυροδρόμι» για την καριέρα του.
Δεν ήταν μεγάλος, όμως είχε «πέσει» πολλές φορές. Θα χρειαζόταν να σηκωθεί άλλη μία φορά. Βρέθηκε στην Τουρκία και την Τόφας και τον Ιούνιο του 2017 υπέγραψε στη Ζάλγκιρις Κάουνας και βρέθηκε στα χέρια του Σαρούνας Γιασικεβίτσιους.
Η «πλάβι» περηφάνια του Μίτσιτς δεν χωρούσε αγνωμοσύνη. Ο Σέρβος κατέγραψε μ.ό. 7,7 πόντους και 4,2 τελικές πάσες με τη λιθουανική ομάδα και παραδέχθηκε την επιρροή του «Σάρας».
Ο Γιασικεβίτσιους οδήγησε τη Ζάλγκιρις στο φάιναλ φορ του 2018, στο οποίο ηττήθηκε στον ημιτελικό από τη Φενερμπαχτσέ του Ομπράντοβιτς και ο Μίτσιτς λέει πια ότι ο «Σαρούνας με “σμίλεψε” και διαμόρφωσε από την αρχή την καριέρα μου!
Παρά το διετές συμβόλαιο στο Κάουνας, το καλοκαίρι αποχώρησε και βρέθηκε και πάλι στην Τουρκία.
Η Εφές και οι ελευθερίες που προσφέρει στους παίκτες του ο κόουτς Εργκίν Αταμάν έμοιαζαν με το μπασκετικό πεπρωμένο του.
Υπέγραψε αρχικά διετές συμβόλαιο και μετά την ήττα στον τελικό του 2019 από την ΤΣΣΚΑ Μόσχας, συμφώνησε σε διετή επέκταση, ως επιβράβευση του ρεκόρ καριέρας του στην Ευρωλίγκα, με 12,1 πόντους.
Από το 2014 είχε γίνει επιλογή στο ντραφτ του ΝΒΑ από τη Φιλαδέλφεια, στο Νο52 και τα δικαιώματά του ανήκουν από το 2020 στην Οκλαχόμα Σίτι, όπου αγωνίζεται πλέον ο συμπατριώτης του, Αλεκσέι Ποκουσέφσκι.
Το καλοκαίρι του 2020, μετά τη ματαίωση της σεζόν λόγω κορονοϊού που έκανε τους Τούρκους, ως το ακλόνητο φαβορί, να αισθάνονται αδικημένοι, αποφάσισε να καθυστερήσει λίγο ακόμη το αμερικανικό όνειρό του.
Δικαιώθηκε και πάλι, καθώς τον Μάιο του 2021 οδήγησε μαζί με τον Σέιν Λάρκιν την Εφές στον «θρόνο» της Ευρωλίγκας απέναντι στη Μπαρτσελόνα του «Σάρας», σε μία ανεπανάληπτη σεζόν που έβαλε και το όνομά του στα βιβλία της ιστορίας.
Ο Βασίλιε Μίτσιτς αναδείχθηκε MVP της κανονικής περιόδου και πολυτιμότερος παίκτης του φάιναλ φορ!
Κάτι που στο παρελθόν έχουν πετύχει μόνο οι Δημήτρης Διαμαντίδης (Παναθηναϊκός-2011), Βασίλης Σπανούλης (Ολυμπιακός-2013), Νάντο Ντε Κολό (ΤΣΣΚΑ Μόσχας-2016) και Λούκα Ντόντσιτς (Ρεάλ Μαδρίτης-2018).
Όλα αυτά τα «παράσημα» στα χέρια του, πάντως, δεν τον έκαναν απλώς να ξεχάσει όσα πέρασε. Ο πρώτος τραυματισμός του, στα 17 του, «ήταν ένα σοκ. Κυρίως ένα ψυχολογικό σοκ. Ήταν σαν όλα να έσβησαν σε μία μέρα…».
Θυμάται πως τις στιγμές που όλοι είχαν ξεχάσει ποιος προοριζόταν να γίνει, «τότε που κανένας δεν μου τηλεφωνούσε, πήγα να χάσω το μυαλό μου έχοντας απωλέσει την προσοχή πάνω μου. Σημασία για έναν τραυματισμό, όμως, έχει να το ξεπεράσεις στο μυαλό και την ψυχή σου».
Για να φτάσει στην προσωπική καταξίωσή του, ο Σέρβος γκαρντ εξηγεί πως «πρέπει να ξεπεράσεις κάθε φόβο σου. Για μένα, ένας από αυτούς ήταν να μείνω απλώς ένα ταλέντο που ποτέ δεν αξιοποίησε τις προοπτικές του.
»Δεν ήθελα να είμαι στην Ευρωλίγκα απλώς για να λέω ότι αγωνίζομαι στη διοργάνωση. Γνώριζα και τη “φλόγα” και τις δυνατότητες που είχα και αυτό με βοηθά στην προσπάθεια να πετύχω».
Η επιτυχία του Βασίλιε Μίτσιτς δεν είναι οι τίτλοι, αλλά κυρίως το ότι «υποστήριξα κάθε απόφασή μου και σηκώθηκα την επόμενη μέρα να μπω στο γήπεδο. Αυτή είναι η ιστορία μου και η επιτυχία απλώς την κάνει λίγο πιο γλυκιά».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Στέφαν Γιάνκοβιτς: «Η βόμβα δίπλα μου…» / Τζώρτζης Δικαιουλάκος: «Σκοπιά στο Σεράγεβο»
Σημασία για τον Σέιν Λάρκιν (δεν) είχαν τα καθαρά χέρια, αλλά και η καθαρή καρδιά