Μέσα δεκαετίας του ’90, σ’ ένα μικρό δυάρι στα Σεπόλια, τη λαϊκή γειτονιά δυο ανάσες απ’ το Ναό του Παρθενώνα.
Μια οικογένεια προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της, να βρει το δικό της δρόμο για την επιβίωση.
Οι γονείς, ο Τσαρλς και η Βερόνικα, είχαν αφήσει την πατρίδα τους τη Νιγηρία μαζί με τον τρίχρονο γιο τους τον Φράνσις, ήδη από τις αρχές του 1992 και μετά από μια επίπονη περιπλάνηση που περιελάμβανε τρεις Ηπείρους, είχαν καταλήξει στη δική μας πατρίδα, στη δική μας «ελληνική» Ευρώπη, τη λιγότερο Ευρώπη απ’ όλες.
Μαζί τους ήταν ο δίχρονος Θανάσης, γεννημένος εδώ, στην Αθήνα των θέσεων και των αντιθέσεων. Η ζωή δεν είναι εύκολη, μετά βίας συμπληρώνονται τα 50 χιλιάρικα δραχμές τότε του ενοικίου κάθε μήνα, ακόμα πιο δύσκολα εξασφαλίζεται ένα πιάτο καλό φαγητό, μια υποτυπώδης θέρμανση, ένα φυσιολογικό επίπεδο ζωής.
Η ζωή στην Αθήνα είναι δύσκολη για μια οικογένεια Αφρικανών, το μαύρο χρώμα του δέρματος είναι πολύ ασυνήθιστο εκείνη την εποχή. Ο ρατσισμός ακόμη κι όταν δεν εκδηλώνεται, είναι εδώ, υπάρχει.
Ο Τσαρλς με το αθλητικό σώμα πότε πηγαίνει στην οικοδομή, πότε βοηθά έναν ηλεκτρολόγο, κάνει ό,τι μπορεί για το ζην. Είναι επί της ουσίας ένας πολυτεχνίτης, δεν επιλέγει δουλειές, το μεροκάματο επιλέγει εκείνον.
Τα χρήματα όμως δεν φτάνουν ούτε γι’ αστείο. Η οικογένεια αναγκάζεται να μετακομίσει πολλές φορές, γιατί το εισόδημα δεν είναι σταθερό, οι ανάγκες ολοένα και αυξάνονται, η φτώχεια και η ανέχεια ακουμπούν ακραία όρια.
Η οικογένεια καταλήγει στα Σεπόλια, Δωδώνης και Χρηστομάνου. Σε ένα ημιυπόγειο με δυο δωμάτια. Στο ένα το ζευγάρι, στο άλλο τα παιδιά.
Η Βερόνικα ξαναμένει έγκυος την άνοιξη του ’94. Είναι καταπληκτικό, αλλά παρά τις δυσκολίες και την αγωνία για την απουσία πολιτικής ιδιότητας, ο Τσαρλς και η γυναίκα του νιώθουν ευγνωμοσύνη, μόνο και μόνο γιατί είναι μαζί και έχουν μια στέγη.
Μπαίνει ο Δεκέμβρης και το παιδί γεννιέται.
Είναι ένα παιδί χωρίς νομική υπόσταση, χωρίς ιθαγένεια. Καταδικασμένο να μην απολαμβάνει καν τα θεμελιώδη δικαιώματα και προνόμια που εμείς θεωρούμε δεδομένα, όπως λόγου χάρη η πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας. Η μάχη του παιδιού και όλης της οικογένειας είναι το ζην, η επιβίωση.
Το παιδί όμως είναι χαμογελαστό, έχει μια αύρα που σε καθηλώνει, πάνω απ’ όλα είναι γερό σαν ταύρος. Εκείνο το παιδί που γεννήθηκε 6 Δεκεμβρίου του 1994 είναι ο Γιάννης.
Η ιστορία του μέχρι τουλάχιστον να αναγκάσει τους μισούς scouts του ΝΒΑ να ταξιδέψουν από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Αθήνα, δεν είναι λαμπερή, πασπαλισμένη με χρυσόσκονη.
Μεγάλωσε περιπλανώμενος, πωλώντας μικροαντικείμενα μαζί με τον αδελφό του, τον Θανάση, με ένα έμφυτο αίσθημα αυτοσυντήρησης να τον προστατεύει.
Αυτό το αδιόρατο συναίσθημα και η μητέρα του, ο φύλακας άγγελός του όπως λέει ο ίδιος, τον μετέτρεψαν στο σημερινό MVP του NBA, στο ελληνικό δυσερμήνευτο θαύμα που δίνει νέα διάσταση στο σύγχρονο μπάσκετ.
Προϊόντος του χρόνου, εκείνο το χαμόγελο που απέκτησε στα μικράτα του δεν το έχασε ποτέ. Ούτε στα (πολύ) δύσκολα, ούτε όταν τα cd’s, τα γυαλιά, τα αρώματα δεν έβρισκαν πρόθυμη πελατεία και επέστρεφε άπραγος στο σπίτι.
Επέστρεφε κατάκοπος, με το χνώτο να μυρίζει και σουβλιές να του τρυπούν την κοιλιά. Έλεγε ψέματα στη μάνα του ότι έτρωγε στα σπίτια των συμμαθητών του, ότι βρήκε κι έφαγε «κάτι έξω», ότι «δεν πεινάει», προκειμένου να χορτάσουν τα αδέλφια του. Γιατί μετά τον Γιάννη, ήλθε και ο Κώστας και αργότερα και ο Αλέξανδρος.
Κι όμως, μέσα σε όλες αυτές τις κακουχίες και το ζοφερό περιβάλλον της παντελούς αβεβαιότητας για βασικά αγαθά, ο Γιάννης ψήλωνε. Και δυνάμωνε. Και γινόταν αντράκι. Τότε ακόμη, παρακινούμενος από τον πατέρα του που το λάτρευε, έπαιζε ποδόσφαιρο στις αλάνες της Κωνσταντινουπόλεως.
Φίλους κολλητούς δεν πρόλαβε ποτέ να κάνει, δεν στέριωσε σε σχολείο εξ αιτίας «ανορθογραφιών» για τις οποίες δεν ευθύνεται ο ίδιος. «Χαρτιά» δεν είχε ποτέ, είχε μόνο το jus soli (δίκαιο του εδάφους) με το μέρος του.
Χρειάστηκε να φτάσει μέχρι το Barclays Center στο Brooklyn για να πάψει να είναι παράτυπος, παράνομος, άπατρις, πείτε το όπως θέλετε.
Ένα παιδί που γεννήθηκε στην Αθήνα, φοίτησε σε ελληνικά σχολεία, γαλουχήθηκε με την ελληνική παιδεία, μεγάλωσε με τα δικά μας χούγια και τα δικά μας ήθη, άργησε τόσο πολύ να «γίνει Έλληνας» που ώρες ώρες σε κάνει να αναρωτιέσαι τι απογίνονται χιλιάδες παιδιά χωρίς το ταλέντο του, παιδιά που πληρώνουν τις αμαρτίες άλλων και την αναλγησία του κράτους που τους υποδέχεται.
Με την κρίση τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα, η κατάσταση ακόμη πιο χαώδης. Τα μεροκάματα για τον Τσαρλς ελαχιστοποιήθηκαν, το πράγμα έγινε μη αντιμετωπίσιμο. Να θρέψεις έξι στόματα στην Ελλάδα της κρίσης έγινε ακόμη πιο δύσκολο, στα όρια του ακατόρθωτου.
Ο Γιάννης όμως ψήλωνε. Και μεγάλωνε. Και γινόταν ακόμα πιο δυνατός. Ήδη από την προεφηβεία ήταν βέβαιο ότι θα ξεπερνούσε σε ρώμη και το μεγάλο του αδελφό, τον Θανάση.
Αυτό που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί και να προβλέψει, ήταν πως δεν ήταν μόνο ένα δυνατό αγόρι με τεράστια άκρα. Ήταν ένα ακατέργαστο διαμάντι ακόμα στη φυσική του κατάσταση.
Η σπανιότητα και η ομορφιά του σπάνιου διαμαντιού πάντοτε αποκρύπτονται, δεν φαίνονται με γυμνό μάτι. Η ίδια η φύση προσδιορίζει το χρώμα, την καθαρότητα και τα καράτια. Χρειάζονται τα χέρια ενός ειδικού τεχνίτη για να απελευθερωθεί η λάμψη και η ομορφιά της σπάνιας πέτρα. Αυτό που αυξάνει την λάμψη ενός διαμαντιού είναι η ειδική κοπή του, η διαχείρισή του το κάνει να διαθλάται στο φως και να διασκορπίζει το χρώμα του.
Το διαμάντι το βρήκε ο Σπύρος Βελληνιάτης, υπεύθυνος των τμημάτων υποδομής του Φιλαθλητικού, στο ανοιχτό του Τρίτωνα, στα Σεπόλια, αφού πρώτα τα αδέρφια Αντετοκούνμπο είχαν ξεσηκώσει το σχολικό πρωτάθλημα στο λύκειο του Αιγάλεω.
Ο Γιάννης δεν είχε καν ενηλικιωθεί και ήταν ήδη 2,05μ.. Είχε μια έμφυτη πλαστικότητα στις κινήσεις του, τρομακτική δύναμη, εξωπραγματικό άλμα και μια απίστευτη αντιληπτικότητα του παιχνιδιού, πολλές φορές δύσκολα κατανοητή ακόμα και από τους ειδικούς.
Η ιστορία της οικογένειας άρχισε να ξετυλίγεται και εκτός στενών ορίων της γειτονιάς. Έγινε γνωστό ότι το ημιυπόγειο στη Χρηστομάνου είχε μείνει μήνες απλήρωτο, ότι ο ιδιοκτήτης είχε ξεκινήσει διαδικασίες έξωσης, ότι η Βερόνικα βοηθούσε να μπει ένα πιάτο φαγητό στο τραπέζι σποραδικά.
Η κυρία Αντετοκούνμπο έβρισκε υποτυπώδη απασχόληση προσέχοντας κυρίως παιδάκια και μωρά στη γειτονιά. Έκανε κι εκείνη ό,τι μπορούσε.
Ο Βελληνιάτης επέμενε, γιατί είδε πρώτος αυτό που οι υπόλοιποι είδαμε αργότερα. Τυχαία, σε εκείνη την ποδηλατάδα στο κέντρο, στα τσιμέντα του Τρίτωνα.
Ο Γιάννης Σμυρλής, ο Πρόεδρος του Φιλαθλητικού, φρόντισε για τα υπόλοιπα κάνοντας τη διασπορά στο σωστό περίγυρο: Γιάννης Μάνος, Γρηγόρης Μελάς, Τάκης Ζήβας ήταν το ιδανικότερο coaching περιβάλλον για να μυηθεί ο μικρός στο μπάσκετ, να πάψει να είναι ακατέργαστος και να ενδιαφερθεί πραγματικά για την πορτοκαλί μπάλα.
Ο Ζήβας είχε πάθει σοκ: άνοιγμα χεριών 221 εκατοστά, παλάμη 26 εκατοστά, το παπούτσι ειδική παραγγελία, νούμερο 50. Ξεκίνησαν στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ οι πρώτοι ψίθυροι για ένα «φαινόμενο». Η χάρη του Γιάννη έφτασε μέχρι τις παρυφές της Ομοσπονδίας.
Σε οποιαδήποτε ομάδα θα έπαιζε center, στο κλειστό του Ζωγράφου ήταν «ο Κούκοτς της Γιουγκοπλάστικα».
Εκείνον τον καιρό, ο Γιάννης αγνοούσε και την ίδια την ύπαρξη του Κροάτη, του πρώτου point forward που ανάγκασε το ΝΒΑ να αναθεωρήσει σχετικά με τον πρωταγωνιστικό ρόλο των Ευρωπαίων στο άθλημα των Αμερικανών.
Ο Σμυρλής μεθόδευσε τη λύση στο πρόβλημα της οικογένειας που μετακόμισε στου Ζωγράφου κι απέκτησε και δεύτερο εισόδημα -σταθερό αυτή τη φορά- καθότι βρέθηκε και εργασία για τη Βερόνικα.
Η βελτίωση του Γιάννη είναι αλματώδης, κάνει απίθανα πράγματα στο εφηβικό πρωτάθλημα και εξακολουθεί να ψηλώνει. Και να μεγαλώνει. Και να δυναμώνει. Και να εκρήγνυται. Το πρόβλημα όμως παρέμενε πάντα εκεί. Και δεν ήταν καν καλά κρυμμένο.
Το παιδί δεν έχει έστω ένα ταξιδιωτικό έγγραφο, ένα πιστοποιητικό, κάτι. Το μοναδικό του «χαρτί» είναι το δελτίο στου Ζωγράφου κι αυτό επειδή εκδόθηκε ενόσω ήταν μικρότερος των 15 ετών.
Αυτή είναι και η απλή απάντηση στο αιώνιο ερώτημα των περισσότερων φίλων του μπάσκετ που αναρωτιούνται «πώς είναι δυνατόν και δεν τον ανακάλυψε μια ομάδα της Α1;». Πως δεν τον άρπαξε ο Παναθηναϊκός, ο Ολυμπιακός, η ΑΕΚ.
Δεν ήταν όμως αυτό το πρόβλημα του Γιάννη.
Το σοβαρό πρόβλημα, ήταν και παρέμενε το γεγονός ότι όπου κι αν πήγαινε με το εφηβικό του Φιλαθλητικού, αντιμετώπιζε αυτό που στην Ελλάδα έχουμε μάθει να αποτυπώνουμε εύγλωττα με τη φράση «εγώ δεν είμαι ρατσιστής, αλλά…».
Κάποιες φορές έμενε μόνο εκείνο το «αλλά» και τον Γιάννη τον ενοχλούσε αφάνταστα. Διατάραζε τις ούτως ή άλλως λόγω ηλικίας ευμετάβλητες ισορροπίες του, παρέμενε σαν γρατζουνιά στην ψυχή του.
Αναλογιστείτε ότι σε αυτές τις ηλικίες το εκούσιο ή ακούσιο bullying είναι ούτως ή άλλως στα ύψη. Ανέκαθεν τα νεαρά παιδιά αναζητούν ως μέσο επιβολής την επισήμανση της οποιασδήποτε αδυναμίας/διαφορετικότητας του συνομήλικού τους. Τώρα έχετε το πλήρες κάδρο.
Ο Γιάννης το βίωσε (και) αυτό. Πολλές φορές ένιωσε ότι θέλει να τα παρατήσει, να σιχτιρίσει και να μην ξανακοιτάξει ούτε πίσω ούτε μπροστά.
Πάντοτε όμως έπεφταν επάνω του οι άνθρωποι που με πολλή προσοχή φρόντιζαν να καθαρίσουν με θρησκευτική ευλάβεια τη λάσπη από πάνω του.
Με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα έρθουν οι πραγματικοί καλλιτέχνες, θα τον διαπλάσουν σωστά και θα τον μεταμορφώσουν. Και οι καλλιτέχνες δεν άργησαν.
Ορδές από scouts κατέφθαναν στου Ζωγράφου από την πρώτη κιόλας σεζόν που ο 17χρονος πλέον Γιάννης συμμετείχε στην ανδρική ομάδα του Φιλαθλητικού.
Τον είδαν ο Σαμ Πρέστι των Oklahoma City Thunder, ο Κορνέλ Ντέιβιντ των Phoenix Suns, ο Ντάνι Φέρι των Atlanta Hawks, ο Ντάριλ Μόρεϊ των Houston Rockets, ο (νιγηριανής καταγωγής) Μασάι Ουτζίρι των Denver Nuggets.
Θρυλείται ότι ταξίδεψε για χάρη του και ο θρύλος του ΝΒΑ Ντάνι Έιντζ, ο οποίος μαζί με τον τότε βοηθό του Ράιαν Μακντόναφ, τον είδε να σκοράρει 19 πόντους και να κατεβάζει 9 ριμπάουντ στο κλειστό του Ζωγράφου.
Περίπου την ίδια εποχή, δειλά-δειλά, ο Ολυμπιακός και (λιγότερο) ο Παναθηναϊκός, αναζητούσαν μια φόρμουλα απόκτησής του. Είναι αλήθεια ότι ο Ολυμπιακός ασχολήθηκε λίγο πιο σοβαρά με την περίπτωσή του, το ρίσκο όμως της επένδυσης για ένα παιδί που απλώς θα έκανε προπονήσεις μέχρι να λυθεί το ζήτημα της νόμιμης παραμονής του ήταν τεράστιο.
Στην Ελλάδα που αναστέναζε από την οικονομική ύφεση, οι «τυφλές» επενδύσεις ήταν τότε μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Ήταν σχεδόν τρέλα.
Εκείνη που αποφάσισε να πάρει το ρίσκο ήταν μια ισπανική ομάδα, η CAI Zaragoza, η οποία με το που ενηλικιώθηκε το παιδί τον Δεκέμβριο του 2012, φρόντισε να καταθέσει μια ελκυστικότατη προσφορά.
Τετραετές συμβόλαιο συνολικής αξίας 650 χιλιάδων ευρώ, 325 χιλιάδες την πρώτη τριετία και τον τέταρτο χρόνο όλο το υπόλοιπο ποσόν.
Εννοείται ότι σ’ εκείνο το συμβόλαιο συμπεριλήφθηκαν buy outs και για ομάδες του ΝΒΑ και για match–up offers από ομάδες της Ευρωλίγκας. Ο Γιάννης όμως επαγγελματικά στην Ευρώπη δεν έπαιξε ποτέ. Υπήρχε πάντα «το θέμα».
Το ελληνικό κράτος κάποια στιγμή δεν ήταν δυνατόν να κωφεύει άλλο. Η υπόθεση του Γιάννη είχε ξεπεράσει τα σύνορα από μόνη της, πολύ πριν αποφασίσει η Πολιτεία να τον «νομιμοποιήσει» και να του εξασφαλίσει νομική υπόσταση. Ο Γιάννης είχε ήδη προλάβει να κρατήσει την ελληνική σημαία στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου, η απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας ήταν απλώς θέμα χρόνου και ο στόχος επετεύχθη τρεις μόλις ημέρες μετά το ιστορικό draft της Νέας Υόρκης.
Στο Barclays Center του Brooklyn, ο Γιάννης επελέγη στο #15 του πρώτου γύρου από τους Milwaukee Bucks. Ήταν 27 Ιουνίου του 2013 και τρισευτυχισμένος φωτογραφιζόταν αγκαλιά με την ελληνική σημαία στο πλάι του Ντέιβιντ Στερν και ενώπιον της αφρόκρεμας του ΝΒΑ.
Μια εβδομάδα αργότερα διάβαινε και την πόρτα του Μαξίμου, γνώριζε τον τότε Πρωθυπουργό της χώρας που υποδέχτηκε τους γονείς του. Στα 18μισι του χρόνια θα αποκτούσε το πρώτο του διαβατήριο, την πρώτη του ταυτότητα.
Το παιδί που πουλούσε cd’s και γυαλιά ηλίου στους πάγκους για να βοηθήσει την οικογένειά του, είχε μόλις υπογράψει συμβόλαιο 5 εκατομμυρίων δολλαρίων με την ομάδα του Τζαμπάρ στο ΝΒΑ. Η απογείωση είχε μόλις ξεκινήσει.
Τον Γιάννη τον παρέλαβαν οι πραγματικοί καλλιτέχνες, εκείνοι που καλύτερα απ’ όλους γνωρίζουν τι πρέπει να κάνεις για να λάμψει ένα ακατέργαστο διαμάντι.
Είχε μόλις προηγηθεί η παρθενική εμφάνιση με το εθνόσημο στο Ταλίν της Εσθονίας. Ήταν η πρώτη του φορά, εκείνη που δεν θα ξεχάσει ποτέ, γιατί είναι ένα παιδί που αισθάνεται και είναι Έλληνας από τότε που γεννήθηκε και όχι από τότε που «το λένε τα χαρτιά».
Στις 29 Ιουλίου του 2013, οι Bucks με μια λιτή ανακοίνωση τον καλωσόρισαν στο μαγικό κόσμο του ΝΒΑ, μαζί με τον Γκάρι Νιλ.
Ο γλωσσοδέτης του επωνύμου του ταλαιπώρησε για καιρό τους Αμερικανούς. Στην αρχή τον σνόμπαραν λίγο κι εκείνοι, αμφισβήτησαν το κατά πόσον είναι τόσο καλός όσο διαφημιζόταν.
Αργότερα όχι απλώς τον έμαθαν αλλά έμειναν έκθαμβοι μπροστά στη λάμψη του. Και δεν είχαν δει τίποτα ακόμα. Μέχρι τότε ήταν ένα παιδί με ατέλειωτα προσόντα, ένας πρωτοεμφανιζόμενος πολυτάλαντος all around μπασκετμπολίστας, ικανός να αγωνιστεί και να προσφέρει σε τρεις θέσεις μέσα στο παρκέ.
Οι πιο τολμηροί έβλεπαν έναν ύψους 2,11μ. point guard. Για να καταλαβαινόμαστε οι παλαιότεροι, έναν παίκτη που μπορούσε να κόψει το αντίπαλο σουτ όπως ο Χακίμ, να κατεβάσει τη μπάλα με crossover όπως ο Στόκτον και να τελειώσει τη φάση όπως ο Ντόκτορ Τζέι. Επρόκειτο για όλα στη συσκευασία του ενός, για μια μπασκετική μπαμπούσκα που κανείς δεν τολμούσε να φανταστεί πόσες εκπλήξεις μας επιφύλασσε ακόμη.
Μόλις τον παρέλαβαν στα χέρια τους οι Αμερικανοί, ήταν βέβαιο ότι θα δουλευτεί και στον μυϊκό και στον τεχνικό τομέα στο ανώτατο επίπεδο.
Στην «ψαρωμένη» rookie σεζόν του στο ΝΒΑ είχε κάτι λιγότερο από 7 πόντους μ.ο., 4μισι ριμπάουντς, κοντά 2 ασίστ. Δεν ήταν όμως αυτό το ζητούμενο.
Αν μια αγορά ξέρει να αναβαθμίζει τα «προϊόντα» της, αυτή δεν είναι άλλη από την πιο επαγγελματική και καλύτερη λίγκα στον κόσμο.
Παρά το γεγονός ότι ο Γιάννης ερχόταν από τον πάγκο, συμπεριλήφθηκε στο Rising Stars Challenge του All Star Weekend στη Νέα Ορλεάνη, κατετάγη έβδομος rookie της σεζόν, μπήκε στη δεύτερη all-rookie πεντάδα και εκτιμήθηκε ως ένα από τα σοβαρότερα prospects.
Οι Bucks ήξεραν πολύ καλά τι έχουν στα χέρια τους και παρά τις -αρκετές- αντιρρήσεις και τα ουκ ολίγα σηκώματα του φρυδιού από επαΐοντες και μη, επένδυσαν επάνω του, κάνοντας το σχεδιασμό τους βασιζόμενοι στο ταλέντο του που επρόκειτο να εκραγεί.
Στην Ελλάδα ακόμα δεν είχε ξεσπάσει η φρενίτιδα, τα φώτα του κόσμου δεν είχαν πέσει επάνω του, δεν «πουλούσε» ακόμα όπως έγινε μετέπειτα. Η άνοδός του υπήρξε σταδιακή, η βελτίωσή του συντελέστηκε σε «κανονιστικό» πλαίσιο. Όπως ακριβώς ήταν το πλάνο.
Μέχρι το καλοκαίρι του 2015 που ήρθε στα μέρη μας για το Ευρωμπάσκετ με την Εθνική ομάδα, ο Γιάννης είχε προλάβει να υπερδιπλασιάσει τους μέσους όρους της πρώτης του σεζόν στο ΝΒΑ, να πάρει το πρώτο του βραβείο ως «παίκτης της εβδομάδας» και πάνω απ’ όλα να εκκινήσει το ντελίριο για το Greek Freak των ελαφιών.
Ήταν ένα πολύ δύσκολο καλοκαίρι για τη χώρα εκείνο του 2015. Σε πολιτικό και οικονομικό πεδίο, η χώρα τελούσε σε πλήρη σύγχυση. Απόλυτα φυσιολογικά περισσότερο σημασία -μετά το δημοψήφισμα- είχαν οι νέες εθνικές εκλογές, η προσαρμογή στα νέα, πολύ σκληρά οικονομικά δεδομένα.
Ελάχιστοι πήραν είδηση και τότε ότι ο Γιάννης ήταν το νέο μεγάλο αστέρι που ανέτειλε στο ΝΒΑ.
Απρόσκοπτα συνέχισε τη σκληρή δουλειά, έφτιαξε κι άλλο το σώμα του, υποχρέωσε τους ειδικούς να ψάχνουν τις αδυναμίες του. Ο Γιάννης δεν έχει σουτ, ο Γιάννης δεν μπορεί να προσαρμοστεί στο τακτικό ευρωπαϊκό μπάσκετ, ο Γιάννης το ένα, ο Γιάννης το άλλο. Έπεα πτερόεντα.
Όσο κι αν ενόχλησε τις «δομές» του ελληνικού μπάσκετ, ο Γιάννης έκανε τρομερό γκελ στα πιτσιρίκια που μη αντιλαμβανόμενα τη μαυρίλα γύρω τους έψαχναν ένα αθλητικό σημείο αναφοράς, έναν καινούριο μεγάλο ήρωα, ένα πρότυπο και ένα παράδειγμα ότι απ’ όπου κι αν ξεκινήσεις, όποιος και να είσαι, στο τέλος μπορείς να τα καταφέρεις.
Η τρίτη του σεζόν στο ΝΒΑ ήταν εκτιμώ η χρονιά της καθιέρωσης. Τα νούμερα ολοένα και βελτιώνονταν, η επιρροή στο παιχνίδι των Bucks γινόταν ακόμα πιο ισχυρή, άρχισαν να πρωτοεμφανίζονται και τα πρώτα δείγματα των ηγετικών του ικανοτήτων.
Ήρθαν τα πρώτα triple–double, το ένα ατομικό ρεκόρ μετά το άλλο, η επέκταση του συμβολαίου με ακόμη περισσότερα χρήματα.
Ο Γιάννης πια ήταν ένας εκκολαπτόμενος αστέρας του ΝΒΑ, δεν ήταν πια παιδί, περπατούσε τα 22 και ήταν έτοιμος για τη μεγάλη έκρηξη.
Όταν τον Σεπτέμβριο του 2016 του προσφέρθηκε το ηγεμονικό συμβόλαιο των 100 εκατομμυρίων δολαρίων, τον έμαθε και ο τελευταίος Έλληνας που δεν γνώριζε την ύπαρξή του.
Πάντοτε υπήρχαν οι φωνές για την καταγωγή του, πάντοτε θα βρισκόταν και ένας «πονηρός» να κάνει λόγο για τη συμμετοχή του σε μια Team Africa σε έναν αγώνα επίδειξης στην Νιγηρία, για το βαπτιστικό Ougko που επέλεξε η μητέρα του η Βερόνικα.
Ανέκαθεν τα κολλημένα μυαλά δεν ξεκολλάνε ούτε με τα πιο δυνατά διαλύματα διμεθοξειδίου. Ευτυχώς επρόκειτο (και πρόκειται) για μια θλιβερή μειοψηφία φθονερών και ακατανόητα απαίδευτων ανθρώπων που κρίνουν τον Γιάννη από το χρώμα στο δέρμα του.
Ο Γιάννης δεν ασχολήθηκε ποτέ δημόσια με αυτή την παράμετρο, επέλεξε μαζί με τον αδελφό του τον Θανάση να προωθήσουν τους αγώνες επίδειξης των AntetokounBros, να «σπαταλήσει» μέρος από τις θερινές διακοπές του για να εγκαθιδρύσει στα μέρη που γεννήθηκε μια έννοια ευρύτερης αθλητικής άμιλλας και κοινωνικής ευαισθητοποίησης.
Σαφώς και ενεπλάκησαν σπόνσορες, μέρος αυτής της πρωτοβουλίας είναι και η προώθηση της ίδιας της εικόνας του, όλα τα παραπάνω όμως κινήθηκαν σε θεμιτό πλαίσιο.
Το γηπεδάκι στα Σεπόλια είχε ήδη πάρει τη μορφή του με το τεράστιο graffiti να το κοσμεί, οι μεγάλες εταιρείες αθλητικών ειδών και μη εκλιπαρούσαν για μια συμφωνία μαζί του, όλος ο κόσμος περίμενε τη μεγαλύτερη σεζόν του μέχρι την επόμενη.
Πράγματι, το 2017 είναι ίσως η πιο σημαδιακή σεζόν στη ζωή του, το έτος κατά το οποίο καθαγιάστηκε ως μεγάλος σταρ του ΝΒΑ.
Βασικός All Star στην ομάδα της Ανατολής, δεύτερη καλύτερη πεντάδα της σεζόν, πιο βελτιωμένος παίκτης της χρονιάς, βελτίωση στην άμυνα, στα στατιστικά, παντού.
Θα ήταν η πιο ονειρεμένη χρονιά στην καριέρα του εάν τον Σεπτέμβριο του 2017 δεν συνέβαινε το αναπάντεχο συμβάν του χαμού του πατέρα του, Τσαρλς.
Σε ηλικία 53 ετών, ο πατέρας του Γιάννη, του Θανάση, του Κώστα και του Άλεξ, υπέστη ανακοπή καρδιάς και εξέπνευσε στο Milwaukee στην Πολιτεία του Wisconsin.
Θλίψη, περισυλλογή και μια βαθύτατη εσωτερικότητα, όπως συμβαίνει σε κάθε μέλος μιας οικογένειας τόσο δεμένης και ενωμένης όπως οι Αντετοκούνμπο.
Ο Γιάννης ούτως ή άλλως πάντοτε προστάτευε την ιδιωτικότητά του, ανέκαθεν προτιμούσε τα ανδραγαθήματα εντός παρκέ.
Κανείς δεν είναι σε θέση να υπολογίσει την επίδραση του μοιραίου γεγονότος στον ψυχισμό του.
Το βέβαιο είναι ότι διοχέτευσε το όποιο συναίσθημα στην πορτοκαλί μπάλα. Διότι αυτά που έκανε και κάνει έκτοτε ο Γιάννης είναι από άλλον πλανήτη.
Δεν είναι η απόλυτη καθιέρωση στους κορυφαίους του αθλήματος, ο τιμητικός τίτλος του MVP της σεζόν και τα ατελείωτα και ασταμάτητα ρεκόρ.
Ο Γιάννης άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο οι περισσότεροι προσεγγίζουμε το άθλημα. Ανήκει σε αυτή την πολύ σπάνια και προστατευόμενη κλειστή σέχτα υπερ-αθλητών που καθορίζουν την ίδια την πορεία ενός αθλήματος.
Κατόρθωσε να κάνει όλα όσα ανέμεναν οι ειδικοί και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές του ταλέντου του, κι ακόμη περισσότερα.
Έγινε, είναι και θα είναι super star, έχει χαράξει τη δική του γραμμή στην ιστορία ενός αθλήματος που δεν έπαψε ποτέ να γεννά ήρωες και είδωλα, διεκδίκησε και πήρε αυτό που του αναλογεί.
Δεν έχει προσφέρει ακόμα τα προσδοκώμενα στην Εθνική μας ομάδα. Οι λόγοι ποικίλλουν, άπτονται πολύ βαθύτερης ανάλυσης σε σχέση με την προφανή.
Ο Γιάννης πήγε «ακατέργαστος» στις ΗΠΑ, μπασκετικά είναι σίγουρα περισσότερο Αμερικανός παρά Έλληνας, τακτικά στην Ευρώπη αισθάνεται σαν ένα αγρίμι κλεισμένο στο κλουβί.
Τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου του 2019, συμμετείχε στο παγκόσμιο πρωτάθλημα μπάσκετ στην Κίνα.
Εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες ντόπιοι, συνέρρευσαν στα γήπεδα που αγωνιζόταν η εθνική μας για να κλέψουν ένα βλέμμα του, να δουν από κοντά τον MVP του ΝΒΑ, να θαυμάσουν έναν από τους κορυφαίους του καιρού μας.
Δεν θεωρώ ότι απογοήτευσε, ούτε ότι έδωσε ό,τι είχε. Ανέκαθεν η σχέση με την Εθνική, συνυπολογιζόμενης της λεπτής ισορροπίας των ομάδων-κολοσσών του ΝΒΑ με την Ομοσπονδία, υπήρξε ολίγον τι προβληματική.
Η απαγόρευση λόγω τραυματισμού νωρίτερα, η συζήτηση που ξέσπασε στη χώρα για το αναληθές ή μη αυτού του τραυματισμού, το underachieve στο Ναντσίνγκ και στο Σεντσέν, όταν όλα τα φώτα ήταν στραμμένα επάνω του.
Είναι η μοίρα των πολύ μεγάλων παικτών, των αστεριών που όταν λάμπουν και κατακτούν τους στόχους τους, ανακαλύπτονται με κάποιον τρόπο και οι επόμενοι.
Το ίδιο «πρόβλημα» κουβαλάει στις πλάτες του και ο Λιονέλ Μέσι, την ίδια «κατάρα» κουβαλούσε μέχρι το Euro του 2016 και ο Ρονάλντο.
Η αθλητική βιομηχανία του σήμερα σχεδόν «απαιτεί» από τους υπεραθλητές να είναι επιτυχημένοι και untouchable παντού. Σε ατομικό, σε ομαδικό, σε εθνικό επίπεδο.
Οι αθλητές «πρέπει» να είναι άψογοι παντού, κορυφαίοι παντού, να πρωτεύουν εντός και εκτός αγωνιστικών χώρων. Η διαχείριση της εικόνας τους, τα social media, το political correctness.
Ο επαγγελματικός αθλητισμός του σήμερα είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση, επηρεάζει ζωές πολλών ανθρώπων, κυρίως νέων ανθρώπων.
Ο Γιάννης κουβαλάει στις πλάτες του ένα φορτίο τόσο βαρύ που πιθανότατα δεν το έχει συνειδητοποιήσει ούτε ο ίδιος.
Από την άλλη, μπορεί να είναι ο τρόπος αμύνης του προκειμένου να ανταπεξέλθει, κανείς δεν είναι σε θέση να το διακρίνει αυτό αφ’ ης στιγμής επιλέγει σχεδόν πάντα να μην εξωτερικεύει τα συναισθήματά του.
Σχεδόν, διότι τον Φεβρουάριο του 2020, η σύντροφός του Μαράια Ρίντλσπριγκερ έφερε στη ζωή το πρώτο τους παιδί, ένα υγιέστατο αγοράκι. Είναι ο Τσαρλς-Λίαμ.
Ο Γιάννης τίμησε τη μνήμη του πατέρα του, πέρασε στο επόμενο στάδιο σε ανθρώπινο επίπεδο, για πρώτη φορά εξωτερίκευσε την ευτυχία του με τέτοιον τρόπο που μας έκανε να αντιληφθούμε ότι δεν είναι μηχανή, δεν είναι ο άτρωτος super–man που βολεύει να παρουσιάζουν τα media.
Εξακολουθώ να πιστεύω ακράδαντα ότι ακόμη και σήμερα ουδείς είναι σε θέση να προσδιορίσει πού θα φτάσει η λάμψη του Γιάννη Αντετοκούνμπο.
Όσο παραμένει μακριά από τραυματισμούς, όσο εξακολουθεί να δουλεύει σκληρά, το μπάσκετ έχει ακόμα πολλές μπαμπούσκες να ανοίξει.
Και ξέρετε ποιο είναι το πιο ωραίο;
Όταν φτάσουμε στην τελευταία θα μάθουμε και τα καράτια αυτού του θαύματος.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Εβίνα Μάλτση: Οικογένεια Αντετοκούνμπο