Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, έλεγα ιστορίες. Είμαι άνθρωπος της αφήγησης και τα εγγόνια μου θα υποφέρουν!
Αυτό έκανα και με τον γιο μου, Βασίλη, ειδικά όσο έβλεπα ότι θέλει να ασχοληθεί, όπως κι εγώ, με το μπάσκετ. Πάντα, ωστόσο, ήθελα να του δώσω τα θετικά από όσα έζησα και πέρασα, από τη δική μου γενιά και τον τρόπο που μεγάλωσα.
Προσπαθούσα να μην του περάσω τα δικά μου απωθημένα. Εγώ είχα χάσει την υποτροφία για την Αμερική και δεν ήταν δική μου επιθυμία να δω τον Βασίλη σε σχολείο των Η.Π.Α., με το ζόρι.
Σε αυτό είχα πρόβλημα με την μητέρα μου, η οποία ήταν μία γυναίκα που μεγάλωσε 23 χρόνια σε ένα χωριό στη Λάρισα και δεν μου επέτρεψε να πάω στην Αμερική… Δεν με άφησε γιατί μου έλεγε «σ’ αγαπούσα».
Ο Βασίλης το διάλεξε και το αποφάσισε μόνος του. Από τις συζητήσεις μας πήρε όλα τα καλά που ήθελα να πάρει για το μπάσκετ. Με όλα τα μέσα που υπάρχουν σήμερα, τα social media και τους ανθρώπους πάνω από τα παιδιά, είναι πιο εύκολο να χάσουν το μυαλό τους.
Η μεγάλη διαφορά με την εποχή που έπαιξα εγώ μπάσκετ, όμως, είναι πως είναι πιο εύκολα προσβάσιμη η Αμερική.
Τη δική μου υποτροφία τη βρήκα από τον τότε βοηθό προπονητή του κόουτς Μιχάλη Κυρίτση στον Παναθηναϊκό, Γιώργο Θεοδώρου. Τότε ήταν κάτι απίστευτο να έχεις μία τέτοια επαφή.
Ο Θεοδώρου ήταν ένας κύριος με όλη τη σημασία της λέξης και με είχε βοηθήσει σε μία περίοδο δίχως διαδίκτυο και mails. Η τωρινή εποχή είναι η πρόοδος των χρόνων, αλλά μπορείς να φιλτράρεις τα δεδομένα και να κρατήσεις ό,τι θέλεις.
Ως πατέρας, αλλά και ως άνθρωπος, έτρεμα πάντα τη μετριότητα. Ο μέτριος δεν ξέρει πού να πάει. Ο κακός το παίρνει απόφαση ενώ ο καλός προχωράει. Η μετριότητα είναι κάποιες φορές ένα είδος συμβιβασμού.
Μεγάλωσα σε μία πιο ρομαντική εποχή. Ο Παναθηναϊκός ήταν σχολείο όχι μόνο μπασκετικό, αλλά και κοινωνικό. Όταν είσαι 16 ετών και είσαι συμπαίκτης με έξι-επτά διεθνείς, μπαίνεις σε καλούπια.
Έμαθα να μην αργώ ποτέ στην προπόνηση, γιατί ο κόουτς Κυρίτσης, που είχε εικόνες από την Αμερική, είχε ένα ιδιότυπο σύστημα με πρόστιμα…
Ο ασίσταντ, ο Γιώργος Θεοδώρου, είχε πάντα ένα μπλοκάκι στο γήπεδο, το αεροδρόμιο, το ξενοδοχείο και σημείωνε ποιος αργούσε.
Την πλήρωνε συνήθως ο Τάκης Κορωναίος και κάθε πρόστιμο ήταν περίπου 1.000 δραχμές… Παράλληλα, είχαμε ως ομάδα επτά κατηγορίες στατιστικών. Τις 1.000 δραχμές τις μοίραζαν σε κάθε κατηγορία.
Όταν τελείωνε η σεζόν, τα πρόστιμα δεν πήγαιναν στην ομάδα, αλλά στους παίκτες. Ο Ντέιβιντ Στεργάκος τα λάμβανε ως πρώτος στα ριμπάουντ. Ο Κορωναίος δεν ανησυχούσε όταν πλήρωνε, γιατί τα έπαιρνε πίσω ως κορυφαίος στις ασίστ ή τους πόντους! Ήμουν πολύ τυχερός γιατί αν είχα μείνει ένας έφηβος από την Αργυρούπολη, δεν θα είχα την τύχη με τον Παναθηναϊκό να γυρίσω την Ευρώπη.
Τα ταξίδια είναι ευλογία. Οι Κινέζοι λένε πως «αν αγαπάς τα παιδιά σου δεν χρειάζεται να τους κάνεις δώρα, αλλά να τα πηγαίνεις ταξίδια». Εκείνη η περίοδος ήταν για μένα σχολείο.
Η σημερινή εποχή είναι διαφορετική. Είναι πιο «σαρκοφάγος». Είναι τόσο μεγάλη η προβολή, η πίεση, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το ίματζ, που ένα παιδί μπορεί να «εξαφανιστεί» εύκολα από τον μπασκετικό χάρτη, ειδικά με τα εύκολα χρήματα από τόσο νωρίς.
Το ψυχολογικό βάρος είναι πλέον πολύ μεγαλύτερο για τα πιτσιρίκια και έχει γίνει έτσι η κοινωνία, που χρειάζεται μεγάλη και προσεκτική διαχείριση.
Στον Παναθηναϊκό έζησα σε σωματείο που όποιες κι αν ήταν οι διαφορές μας, όταν μπαίναμε στο γήπεδο δεν έβλεπε κάποιος το ξεχωριστό κεφάλι ή τον αριθμό, αλλά την πράσινη φανέλα που φορούσαμε όλοι. Δεν μας ένοιαζε ποιος θα βάλει το καλάθι, αρκεί να κερδίζαμε.
Όλοι μαζί κερδίζαμε και όλοι μαζί χάναμε και σημασία είχε το κοινό καλό. Δεν υπήρχαν πρόσωπα, αλλά η φανέλα και δεν θα ξεχάσω τη χρονιά στο Κύπελλο Κυπελλούχων, που χάσαμε την τετράδα για έναν πόντο στην παράταση κόντρα στη Σκαβολίνι.
Υπήρχαν παιδιά μορφωμένα που δεν έμεναν στις μικρές κόντρες. Δεν μας άφηνε και η ίδια η ομάδα να επικεντρωθούμε σε μικρότητες. Πλάι σε παίκτες όπως ο Κορωναίος, ο Στεργάκος, ο Ανδρίτσος, ο Κοκολάκης, ο Βίδας, δεν μπορείς να παρεκτραπείς.
Ήμουν 17 ετών όταν είχε έρθει ο κόουτς Κέφαλος, σε ένα ματς στην Κατερίνη, στην οποία έπαιζαν ο Αργύρης Παπαπέτρου και ο Πλάτων Χοτοκουρίδης, με έβαλε πρώτη αλλαγή. Κάθισα στη γραμματεία και οι οπαδοί του Πιερικού με φώναζαν με λάθος όνομα.
Άκουγα τα ονόματα του Παπαντωνίου, του Γκάρου, του Καλογερόπουλου, του Κατσίνη, που ήταν 23 ετών και ήταν οι «νεαροί» παίκτες. Εγώ ήμουν «παιδί» σε σχέση μ’ αυτούς! Θυμάμαι που έλεγα από μέσα «αν με βρείτε, να μου σφυρίξετε!».
Στο τέλος της εφηβείας έπαιζα στο Κύπελλο Πρωταθλητριών τη σημερινή Euroleague. Δε θα ξεχάσω ποτέ την εντός έδρα νίκη 99-97 κόντρα στην Ρεάλ Μαδρίτης, ματς στο οποίο έπαιξα για 3΄. Και ήταν η μοναδική της ήττα!!!
Η εποχή βοηθούσε, διότι δεν υπήρχαν και οι πολλοί ξένοι όπως στις μέρες μας.
Όταν ήμουν μικρός, όπως όλα τα παιδιά στη γειτονιά μου, έπαιζα ποδόσφαιρο. Είχαμε μία φτιάξει μία ομάδα και αντιμετωπίζαμε παρέες από άλλες συνοικίες.
Συμπαίκτης μου ήταν ένα παιδί, ο Σταμάτης Βρεττός. Ο Σταμάτης έπαιζε και μπάσκετ στον ΑΝΟ Γλυφάδας, με προπονητή τον Γιάννη Παραγυιό. Μου έλεγε πως είμαι ψηλός και πως έπρεπε να πάω να δοκιμάσω.
Τότε ήταν η πρώτη φορά, στα 14 μου, που μπήκα σε κλειστό γήπεδο. Μου φάνηκε σαν παλάτι!
Το ποδόσφαιρο, πάντως, μου άρεσε περισσότερο αν και, παρότι ψηλό παιδί, δεν ήξερα να κάνω κεφαλιές. Στο πανεπιστήμιο τις έμαθα. Στις γειτονιές με περικύκλωναν οι αντίπαλοι στα κόρνερ γιατί νόμιζαν πως θα πάρω την κεφαλιά και άλλοι έβαζαν τα γκολ.
Μία μέρα πέρασα από το γραφείο του πατέρα μου. Λίγο αργότερα ήρθε ένας παράγοντας από τα Σούρμενα και του είπε πως «ο γιος σας παίζει καλό ποδόσφαιρο», ζητώντας του να υπογράψει το δελτίο μου, καθώς ήμουν ανήλικος.
Ένας γνωστός ήθελε να με πάει στην ΑΕΚ, γιατί ήταν οπαδός της και ένας φίλος του πατέρα μου θέλησε να με πάει στον Ολυμπιακό και τον Μάικ Γαλάκο, τον οποίο γνώριζε. Το «ταξίδι» μου, όμως, θα είχε άλλον αρχικό προορισμό…
Ένας άλλος φίλος του πατέρα μου, οδηγός ταξί και πρώην φροντιστής του Παναθηναϊκού, ο Λεωνίδας, με ρώτησε την ηλικία και το ύψος μου. Όταν του απάντησα πως ήμουν 14 ετών και είχα μπόι 1,94μ., μου είπε κοφτά «ποιο ποδόσφαιρο;» και προσφέρθηκε να με γνωρίσει στον Κώστα Πολίτη.
Την επόμενη μέρα ο τελευταίος με πήγε στον Παναθηναϊκό, χωρίς ουσιαστικά να έχω πιάσει ποτέ μπάλα μπάσκετ στα χέρια μου. Λίγο η διάθεση και λίγο το περιβάλλον, «κόλλησα» εκεί.
Έκανα προπονήσεις με το παιδικό και επειδή αμέσως μετά στον «Τάφο του Ινδού» στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας είχε προπόνηση το αντρικό, έλεγα στους συμμαθητές μου πόσες πάσες έδινα στον Κορωναίο και τον Στεργάκο.
Ο συχωρεμένος ο Πολίτης με πλησίασε έναν χρόνο μετά και μου είπε ότι θα μείνω και θα προπονηθώ με το αντρικό. Όταν έγνεψε με το πρόσωπο προς το μέρος μου, νόμιζα πως εννοεί άλλον. Γύρισα πίσω να δω σε ποιον μιλάει και μου είπε με άγριο ύφος: «Είμαι αλλήθωρος παιδί μου; Εσένα δείχνω!». Με έστειλε πάνω στα αποδυτήρια να πάρω ρούχα και παπούτσια και από τα πάνινα All Star φόρεσα για πρώτη φορά δερμάτινο παπούτσι.
Μου φάνηκε βαρύ και ασήκωτο! Δε υπήρχαν τότε κινητά και μετά την προπόνηση πήγα στο απέναντι ψιλικατζίδικο να τηλεφωνήσω στους γονείς μου και να τους καθησυχάσω για την καθυστέρησή μου. Εκείνο το βράδυ θα αργούσε λίγο το «ονειρεμένο» δρομολόγιο με το λεωφορείο προς το σπίτι.
Μία στιγμή μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή. Αν εκείνο το πρωί δεν είχα επισκεφθεί το γραφείο του πατέρα μου, κάτι που δεν έκανα συχνά ως έφηβος, δεν ξέρω τι θα είχα κάνει στη ζωή μου.
Το πίστευα πάντα πως μία στιγμή μπορεί να καθορίσει πολλά, εκεί που δεν το περιμένεις.
Το πατρικό σπίτι μου στην Αργυρούπολη είναι κοντά στην αμερικανική βάση, στην οποία πήγαινα συχνά και έπαιζα. Είχα μεγαλώσει με πολλά παιδιά Αμερικανών στη γειτονιά και ήθελα και να παίζω εκεί και να μιλάω μαζί τους.
Έχω μία φωτογραφία, σε πρωτοσέλιδο των «ΝΕΩΝ» με τον Ναύαρχο διοικητή. Ήμουν 19 ετών και είχα ήδη ξεκινήσει την προπονητική στα Σούρμενα, που ήταν η πρώτη ομάδα που έκανε προπόνηση στην αμερικανική βάση.
Από μικρός, από κάθε κατάσταση, φρόντιζα να κρατώ τις εμπειρίες που θα με βοηθούσαν στην πορεία και ως παίκτης και ως προπονητής.
Γενικά είμαι ένας χαρακτήρας ανήσυχος, που «σκάβει» πολύ μέσα του και δίχως να περιμένει βοήθειες. Οι γονείς μου, βεβαίως, παρότι δεν ήμασταν μία πλούσια οικογένεια, φρόντισαν να μην μου λείψει κάτι.
Αυτό που με «σημάδεψε» ήταν η απώλεια του πατέρα μου πολύ νωρίς. Είχα πολλά να πω ακόμη μαζί του και δεν γνώρισε και τον γιο μου.
Μπασκετικά, ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο Παναθηναϊκός, ενώ μου έλεγαν πως πίστευαν στο ταλέντο μου, με παραχώρησε λίγο πριν από τα 18 μου σε μία ομάδα Β΄ Εθνικής, τον Έσπερο Καλλιθέας.
Αυτό με στεναχώρησε, όπως και το ότι ενώ ήμουν διεθνής με την Εθνική Παίδων και αγωνιζόμουν για 25-30 λεπτά, δεν κλήθηκα ποτέ στην Εθνική Εφήβων.
Όταν έμαθα ότι δεν κλήθηκα, έφυγα από το σπίτι με κλάματα και πήγα με τζόκινγκ ως τη Γλυφάδα για να ηρεμήσω. Με έψαχναν οι δικοί μου… Ωστόσο, παρά τη σκέψη να τα παρατήσω, αυτό είναι ένα παράδειγμα που χρησιμοποιώ πλέον και στον γιο μου και στους παίκτες μου. Αν είχα «κόψει» το μπάσκετ, δε θα έχανε το άθλημα, αλλά εγώ.
Πείσμωσα. Το επόμενο καλοκαίρι με κάλεσαν στην Εθνική Ελπίδων και ένα χρόνο αργότερα και στην Εθνική Ανδρών. Στο Βαλκανικό Πρωτάθλημα στη Ρουμανία αστόχησα σε δύο μόλις σουτ σε έξι ματς. Ο συχωρεμένος ο κόουτς Αγγελίδης μού είπε «πού ήσουν αγόρι μου τόσο καιρό;» και του απάντησα ότι απλώς δεν είχα κληθεί.
Ποτέ δεν σκέφτηκα, όμως, αν αξίζουν οι θυσίες για να συνεχίσω να παίζω, γιατί το μπάσκετ μού χάρισε πολλές όμορφες στιγμές και αναμνήσεις. Διλήμματα δεν είχα. Ένα λάθος μου ήταν πως ήμουν κακός στις συναλλαγές μου με τις ομάδες, σε σημείο αφέλειας.
Ήμουν ο πρώτος σκόρερ στην ομάδα του Εσπέρου τη σεζόν 1988-1989, όταν κατορθώσαμε να φέρουμε την ομάδα στην Α1. Ήταν η χρονιά που οι ομάδες της μεγάλης κατηγορίας θα αυξάνονταν, από δέκα, σε 12 και από την Α2 θα προβιβάζονταν τρεις.
Παγκράτι και Περιστέρι είχαν εξασφαλίσει την άνοδο και εμείς, με Πανελλήνιο και Ηλυσιακό να μας «κυνηγούν», έπρεπε να κερδίσουμε τα τελευταία επτά παιχνίδια. Στο χειρότερο από αυτά πέτυχα 41 και στο καλύτερο 47 πόντους!!! Η αμοιβή μου όμως ήταν υπερβολικά μικρή σε σχέση με την απόδοσή μου και σ’ αυτό έπαιξε ρόλο δυστυχώς και ο προπονητής…
Όπως και όταν μετά από ένα χρόνο πήρα μετεγγραφή στο Παγκράτι η ομάδα μου με έφερε προ τετελεσμένου λέγοντάς μου πως θα πάρω το 1/10 απ’ αυτό που θα λάβει ως αντίτιμο το σωματείο.
Τότε δεν υπήρχαν ατζέντηδες. Μόνο ο Γκας Σαρηγιαννίδης υπήρχε ως εκπρόσωπος παικτών και με είχε πλησιάσει, αλλά εμείς δεν γνωρίζαμε από τέτοιες καταστάσεις. Δεν βαριέσαι…
Στο Παγκράτι με πήρε ο αείμνηστος ο Τζόνι Νιούμαν. Όταν έπαιζα αντίπαλός του είχα πετύχει δύο «30άρες» και κάθε φορά που περνούσα από τον πάγκο μου φώναζε «μπράααβο!». Νόμιζα ότι με δουλεύει ή με πικάρει. Αλλά όταν συνεργαστήκαμε μού είπε πως με πίστευε. Ήταν κι εκείνος σουτέρ και του άρεσε το παιχνίδι μου.
Πρώτο ματς της χρονιάς παίζαμε στο Μετς με τον Ηρακλή, που είχε προπονητή τον Στιβ Γιατζόγλου. Στο τρίτο λεπτό, σε ένα λέι απ, ο Θύμιος Μπακατσιάς έπαθε διάστρεμμα και αποχώρησε.
Δεν είχαμε άλλον άσσο και φανταστήκαμε ότι θα μας πιέσουν και θα μας διαλύσουν. Ευτυχώς για εμάς προτίμησαν άμυνα ζώνης και έβαλα έξι τρίποντα εγώ από τη μία πλευρά και άλλα πέντε ο Γιάννης Γιαννόπουλος από την άλλη και νικήσαμε.
Πριν από το νικητήριο τρίποντο, είχαμε μία άλλη ευκαιρία. Η εντολή ήταν να βγω από σκριν και να σουτάρω. Επειδή πήρα τη μπάλα στα 8,5 μέτρα, την πάσαρα και ο Νιούμαν μου έβαλε τις φωνές! Στην τελευταία επίθεση μού είπε ότι δεν τον ένοιαζε να σουτάρω ακόμη και από τα δέκα μέτρα… Μας έδειξε το ίδιο σύστημα, πήρα τη μπάλα, ευστόχησα και στο τέλος μου έλεγε «μ….α, στα έλεγα!».
Ο Νιούμαν με αγαπούσε πολύ. Ήταν καταπληκτικός στο να οργανώνει και να σκαρφίζεται συστήματα, όμως δεν ήταν και πολύ φανατικός με την προπόνηση και πιστεύω πως αδίκησε τον εαυτό του προπονητικά.
Ως κόουτς, όμως, μέσα στο ματς, ήταν εξαιρετικός.
Από όσα έζησα στο παρκέ θα θυμάμαι πάντα το επίπεδο της προπόνησης στα 16 μου στον Παναθηναϊκό, δίπλα σε διεθνείς και καταξιωμένους παίκτες. Αυτό με βοήθησε πολύ μεγαλώνοντας.
Εκεί δεν υπήρχε «μικρός». Ακόμη και όταν κάποιος με αποκάλεσε έτσι, ο Κοκολάκης σταμάτησε μία προπόνηση, με ρώτησε το όνομά μου και είπε στους υπόλοιπους να με φωνάζουν «Νίκο». Δυστυχώς δεν πρόλαβα την εποχή των Παύλου και Θανάση Γιαννακόπουλου. Ο σύλλογος ήταν ακόμη σε «μαύρα» χρόνια και όταν ήμουν στο Παγκράτι, τον Παναθηναϊκό τον κερδίζαμε.
Ο κόσμος του Παναθηναϊκού, πάντως, είχε από τότε ιδιαιτέρως υψηλή μπασκετική κουλτούρα και καταλάβαινε. Στην καριέρα μου πάντα με ενοχλούσε και με στεναχωρούσε να ακούω πράγματα που δεν ισχύουν.
Το επικοινωνιακό παιχνίδι δεν μου ταίριαζε. Το ακολούθησα και ως προπονητής, θέλοντας να είμαι σωστός και να μην αδικώ κανέναν.
Στον Πειραϊκό είχα παίκτες που έκαναν μεγαλύτερη καριέρα από τη δική μου όπως ο Τζορτζ Παπαδάκος, ο Αργύρης Παπαπέτρου και ο Κρις Παπασαράντου. Τους «κέρδισα» με τις γνώσεις μου, μιας και παρακολουθούσα πάρα πολλά σεμινάρια και είχα επικοινωνία με Αμερικάνους προπονητές.
Ο Τζορτζ μού έλεγε ότι κάποιες ασκήσεις είχε να τις δει από το κολέγιο.
Θυμάμαι επίσης στην ομάδα γυναικών του Σπόρτιγκ, το 2005, μου ανακοίνωσαν τη λύση της συνεργασίας μας σε ένα μήνα με τέσσερις νίκες στο πρωτάθλημα και με νίκη στη Ευρωλίγκα! Νικήσαμε εκτός έδρας την Κόζιτσε, ομάδα με μπάτζετ 850.000 ευρώ και με έδιωξαν χωρίς να μου εξηγήσουν ποτέ τον λόγο.
Αυτά, δυστυχώς, συμβαίνουν στον χώρο.
Ακόμη και η ενασχόληση με την προπονητική έγινε σχεδόν… κατά λάθος. Ήμουν στο πρώτο έτος στο ΤΕΦΑΑ και ένας συμμαθητής μου από το Λύκειο μου ζήτησε να προπονήσω μια ομάδα της γειτονιάς μου, τον Γ.Σ Αργυρούπολης. Μια ομάδα που πλέον δεν υπάρχει. Εκεί συνάντησα τον Δημήτρη Πρίφτη, τον Δημήτρη Λιόγα και τον Πολύβιο Χαρερά. Εγώ ήμουν πρωτοετής και εκείνοι ήταν στη Β΄ Λυκείου.
Τους έβαλα στη διαδικασία να φοιτήσουν στα ΤΕΦΑΑ, που τότε είχε επαγγελματική αποκατάσταση. Τώρα αποτρέπω τους παίκτες μου να σπουδάσουν εκεί…
Σπουδάζοντας είδαν το μπάσκετ αλλιώς και η προπόνηση γινόταν με πολλή όρεξη από όλα τα παιδιά. Αφού κατάφεραν να εισαχθούν στα ΤΕΦΑΑ θεωρώ ότι τους έβαλα και το μεράκι της προπονητικής, την οποία συνεχίζουν να υπηρετούν με πολύ μεγάλη επιτυχία ο καθένας στο δικό του πόστο.
Ίσως ο Δημήτρης Πρίφτης δεν θα γινόταν προπονητής και δεν θα ήταν πλέον ο νέος κόουτς του Παναθηναϊκού, αν δεν πήγαινα στον Γ.Σ Αργυρούπολης εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή.
Αυτή είναι η μαγεία της μίας στιγμής, ενός ερεθίσματος, που μπορούν να αλλάξουν την πορεία της ζωής σου. Ακριβώς όπως άλλαξαν κάποτε και τη δική μου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
Photo Credits: Ανδρέας Παπακωνσταντίνου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Βασίλης Τόλιας: «Άνοιξε τα φτερά σου»
Λιβέρης Ανδρίτσος: «Όταν άλλαξε η ζωή μας»
Τζανής Σταυρακόπουλος: «Θα έχουμε πάντα το Παρίσι» / Γιάννης Γιαννούλης: «Κλειδωμένος με τον Πέτζα»
Γιώργος Παυλίδης: «Δύο καριέρες, μία ζωή» / Ανδρέας Κουτσούρης: «Τα Καλύτερα Μας Χρόνια!»
Τάκης Καρατζουλίδης: «Εναλλακτικές προτάσεις σπουδών μέσω του αθλητισμού»
Νίκος Κεραμέας: «Γονείς, μη βιάζεστε» / Αντώνης Ασημακόπουλος: «Κάντε ησυχία, παίζω μπάσκετ»