Έχω ποντιακή καταγωγή, ο παππούς μου και η γιαγιά μου ήταν από την Κερασούντα και με τους διωγμούς ήρθαν στη Βέροια.
Από μικρό παιδάκι ήμουν έξω στην αυλή κι έπαιζα μπάλα, έβαζα πέτρες, έκανα τέρμα, χτύπαγα σουτ, έβαζα γκολ.
Κάθε μεσημέρι μετά το σχολείο δεν έκανα τίποτα άλλο, έπαιζαν ποδόσφαιρο και τα δυο μου αδέρφια, ενώ και ο πατέρας μου με πήγαινε στο γήπεδο, κάθε φορά που έπαιζε η Βέροια, κι έβλεπα την ομάδα.
Ο πατέρας μου ήταν ΑΕΚ, το ίδιο κι εγώ στην αρχή, αργότερα όμως, όταν πήγα στον Ολυμπιακό, η ομάδα αυτή έγινε όλη μου η οικογένεια.
Η μητέρα μου, απ’ την άλλη, με πίεζε να διαβάζω, ήταν δύσκολο να είμαι καλός μαθητής, αλλά τελικά κατάφερα και πήρα το πτυχίο μου στο ΤΕΦΑΑ.
Όταν πήγα στην Εθνική Νέων μάλιστα, επί Στέφανου Πετρίτση, ακόμη μαθητής ήμουν, μικρός, 16 ετών, οπότε η υπερηφάνεια που ένιωθα ήταν μεγάλη.
Ξεκίνησα να παίζω στα τσικό και συνέχισα στην ομάδα της Βέροιας, στην οποία ήμουν πρώτος σκόρερ.
Στα 23 μου με πήρε ο κύριος Κοσκωτάς και, ενώ με ήθελαν όλες οι μεγάλες ομάδες, Παναθηναϊκός, ΑΕΚ, Ηρακλής, εγώ επέλεξα να πάω στον Ολυμπιακό!
Εποχή Κοσκωτά και Ολυμπιακό δέος
Το σκάνδαλο με τον Κοσκωτά ήταν οικονομικό και στενοχωριέμαι, γιατί πήγαινε πολύ κόσμος κοντά του, πολιτικοί, βουλευτές, υπουργοί, όλοι περνούσαν από κει, και μετά…
Είχε δώσει τα πάντα για τον Ολυμπιακό, ήθελε να τον κάνει πολύ μεγάλο, πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα έπαιρνε και ευρωπαϊκό τίτλο, γιατί είχε κάνει συμφωνία με πολύ μεγάλους παίκτες, είχε όραμα για την ομάδα κι έβλεπε πολύ μπροστά, όχι μόνο για τον Ολυμπιακό αλλά και για την τράπεζα.
Αλλά δεν προχώρησε, είναι γνωστά τα γεγονότα.
Ο Κοσκωτάς τότε είχε αλλάξει όλα τα οικονομικά δεδομένα και, όταν συμφώνησα μαζί του, όλοι έλεγαν ότι πήρα πολλά χρήματα για τη μεταγραφή μου από τη Βέροια, αλλά συγκριτικά με αυτά τα δεδομένα εγώ ήμουν ένα μικρό μέγεθος, δεν ήμουν τόσο κερδισμένος την πρώτη φορά, ήμουν και η πρώτη μεταγραφή, δεν υπήρχε προηγούμενο μέτρο σύγκρισης, αλλά αναμφισβήτητα ήταν καλά τα λεφτά.
Γενικά πάντως τα χρήματα δεν ήταν ποτέ κίνητρο για εμένα, οπότε δεν με πείραξε καθόλου που άλλοι ίσως πήραν περισσότερα.
Έτσι λοιπόν βρέθηκα στον Ολυμπιακό, σε μια ομάδα που έχεις μεγάλο βάρος και θέλεις να διαπρέπεις και να ξεχωρίζεις ακόμα και στην προπόνηση!
Όταν τρέχαμε, εγώ δεν ήθελα καν να έχω παίκτες μπροστά μου, να βλέπω τα πόδια του άλλου, ήθελα να είμαι νικητής, να προσφέρω στην ομάδα.
Ένιωθα ένας δέος, ήταν κάτι το οποίο εύχομαι να το ζήσουν όλοι οι ποδοσφαιριστές, δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά και ικανοποίηση. όταν πήγα στου Ρέντη και φόρεσα την φανέλα του Ολυμπιακού, ένιωσα περηφάνια, ήταν μια ανταμοιβή για την προσπάθεια που είχα κάνει.
Ταυτόχρονα όμως, άρχιζαν και οι παραπάνω απαιτήσεις, έπρεπε να είμαι πολύ σοβαρός και σταθερός, γιατί διαφορετικά δεν μπορείς να κάνεις πορεία.
Εμείς τότε είχαμε βρεθεί σε δύσκολα χρόνια, είχαν δημιουργηθεί προβλήματα, γιατί η ομάδα δεν μπόρεσε να πάρει Πρωταθλήματα, παρά το γεγονός ότι είχαμε πάρα πολύ καλούς παίκτες, σκόραραν όλοι, είτε τα χαφ, είτε οι στόπερ, είτε οι επιθετικοί, έβαζαν γκολ όλοι, εν αντιθέσει με τα σημερινά δεδομένα. αυτή ήταν η διαφορά και η μεγάλη αδικία για εμάς τους παίκτες τότε.
Το σημερινό μου μήνυμα λοιπόν είναι ότι, αν δεν προστατεύεται μία ομάδα, δεν πρόκειται να πάρει ποτέ Πρωτάθλημα, οι κρίσεις και τα πέτρινα χρόνια είναι διοικητικά, όχι αγωνιστικά.
Εκείνα τα χρόνια βέβαια θυμάμαι και “περίεργες” διαιτησίες, πάντα παίζονται παιχνίδια, από τον Αλημίση μέχρι σήμερα, όχι μόνο τότε, όλοι περνάμε από αυτό το στάδιο, απλώς οι αδύναμοι φωνάζουν, οι δυνατοί κάνουν την δουλειά τους και δυστυχώς εγώ έπεσα πάνω στους αδύναμους.
Ο Λάγιος Ντέταρι ήταν ο κορυφαίος όλων απ’ όσους πέρασαν από τον Ολυμπιακό, ακόμα και απ’ αυτούς που ήρθαν χρόνια αργότερα, παίκτης που είχε δεξί κι αριστερό το ίδιο, πέτυχε 24 γκολ, φάουλ, πέναλτι, τα είχε όλα, ήταν τεράστιος.
Αδικήθηκε, θα μπορούσε να είχε κάνει διαφορετική καριέρα, αν η επιλογή του ήταν στη Γιουβέντους και αν δεν γινόταν αυτό που συνέβη με τον Κοσκωτά, είναι σαν να χαραμίστηκε. όταν εκείνη η τρομερή Γιουβέντους τού έδινε 800 εκατ., τον πήρε ο Ολυμπιακός με 1.2 εκατ.!
Όταν έφυγε ο Κοσκωτάς, δεν έμεινα απλήρωτος, στον Ολυμπιακό δεν μένει κανένας απλήρωτος, πληρώνεται και με το παραπάνω, πρόκειται για τεράστια ομάδα που δεν έχει τέτοιου είδους προβλήματα, μπορεί να είχαν προβλήματα οι Πρόεδροι, αλλά στα οικονομικά προς εμάς ήταν πάντα εντάξει.
Όσον αφορά στο αγωνιστικό, αν και αμυντικό χαφ, ήθελα να είμαι και στην άμυνα και στην επίθεση, να προσφέρω και αμυντικά και επιθετικά, δεν νοείται αμυντικό χαφ να μην μπαίνει και στη μία και στην άλλη περιοχή. στην αμυντική πρέπει να μπαίνει οπωσδήποτε να κόβει, για να γεμίζει και η περιοχή. στην επιθετική πρέπει να έχει την αντίληψη να βλέπει την εξέλιξη της φάσης, να διαθέτει την ικανότητα του κατάλληλου timing, να βρει τον κατάλληλο χώρο την κατάλληλη στιγμή.
Υπάρχουν κάποιες λεπτομέρειες πολύ σημαντικές, πού θα είναι ο αντίπαλος, πού θα είναι ο συμπαίκτης, όταν θα σουτάρεις, πού πρέπει να βρίσκεσαι, είναι πολλά κομμάτια, μια αλυσίδα που σου δίνει την ικανότητα να σκοράρεις.
Αλλά αυτό είναι και έμφυτο, πολλές φορές με ρωτάνε πώς βάζω γκολ με το κεφάλι, πρέπει να πηγαίνεις και εσύ στη μπάλα, δεν έρχεται η μπάλα σε εσένα, βλέπουμε σήμερα τους παίκτες να περιμένουν τη μπάλα να βρεθεί στο κεφάλι τους, μπορεί να είσαι σε έναν χώρο, αλλά εκτιμάς πού θα πάει η μπάλα, με το που χτυπιέται.
Στα 28 μου ήταν να ανανεώσω το συμβόλαιό μου, δεν υπήρχε καμία δεύτερη σκέψη.
Με είχαν τιμήσει τότε πάρα πολύ ο Πρόεδρος της ΑΕΚ, ο κύριος Μελισσανίδης, κάνοντάς μου μια πολύ μεγάλη προσφορά, τα διπλάσια χρήματα, αλλά και ο Παναθηναϊκός.
Εμείς οι Πόντιοι έχουμε μπέσα, δίνουμε έναν λόγο και δεν τον αλλάζουμε.
Και ο Μελισσανίδης, όταν θέλει να αγοράσει κάτι, το αγοράζει, δεν στέκεται στο χρήμα, και τότε μου έδινε χρήματα σε συνάλλαγμα και σε ό,τι ήθελα, με ήθελε πάρα πολύ.
Η οικονομική διαφορά ήταν τεράστια, αλλά δεν σηκώθηκα να φύγω, αγάπησα την ομάδα, τον κόσμο, δεν ήθελα να έχω μια αντίδραση που θα τον στενοχωρούσε, με αγαπούσε τόσο πολύ, ήμουν πολύ δεμένος κι εγώ μαζί του, ενώ σκεφτόμουν και τον Πρόεδρο, να μην τον πουλήσω, ήταν μια τεράστια προσωπικότητα.
Ελάχιστες φορές χάναμε, αλλά ακόμα και τότε ένιωθα σαν άρρωστος, περίμενες να έρθει η Πέμπτη και την Παρασκευή άρχιζες να νιώθεις καλά, να έρθει το επόμενο παιχνίδι για να παίξεις και να εξιλεωθείς.
Η πρώτη μου στενοχώρια ήταν με τον Παναθηναϊκό στον Τελικό Κυπέλλου που χάσαμε στα πέναλτι, εκεί ένιωσα μεγάλη πίκρα. εγώ μάλιστα δεν έλαβα μέρος στη διαδικασία, καθώς κάποια στιγμή τότε είχαμε παίξει ένα παιχνίδι με τον Διαγόρα που είχε λήξει 0-0 και είχα χάσει πέναλτι, έγραφαν διάφορα σχόλια για μένα και αποφάσισα ότι δεν θα εκτελούσα ξανά.
Τα δύο χρόνια που βγήκα πρώτος σκόρερ στον Ολυμπιακό δηλαδή, όλα μου τα γκολ ήταν χωρίς πέναλτι, το ίδιο και τη διετία που βγήκα πρώτος σκόρερ στη Βέροια.
Δεν νομίζω μάλιστα ότι στον παγκόσμιο χάρτη υπάρχει αμυντικό χαφ σε μεγάλη ομάδα που να έχει βγει πρώτος σκόρερ! Και στη Εθνική ομάδα είμαι όγδοος σκόρερ όλων των εποχών με 16 γκολ!
Και τα γκολ που πετύχαινα δεν ήταν στο 3-0 ή το 4-0, ήταν γκολ διαφοράς, καθοριστικά, δηλαδή το 1-0, το 2-1, το 3-2, το ίδιο και στη Βέροια. όταν το σκορ ήταν αμφίρροπο, παθιαζόμουν, έβγαζα πολύ δύναμη από μέσα μου, πολύ πάθος.
Ακόμα και στην προπόνηση στενοχωριόμουν, αν έχανα, που δεν έχανα βέβαια εύκολα.
Ένιωθα μια ικανοποίηση, πήγαινα μετά να κάνω το μπάνιο μου και να πιω τον καφέ μου, ήταν μια απόλαυση.
Επίσης, από λαμπρές στιγμές δεν θα ξεχάσω τους τρεις Τελικούς με τον Ολυμπιακό απέναντι σε ΟΦΗ, ΠΑΟΚ και ΑΕΚ αντίστοιχα.
Στον Τελικό με τον ΟΦΗ σκόραρα δύο φορές και σε εκείνον του Super Cup με την ΑΕΚ πέτυχα ένα γκολ.
Στον διπλό Τελικό με τον ΠΑΟΚ επίσης σκόραρα δύο. επρόκειτο για δύο δύσκολα παιχνίδια, και εκεί δηλαδή και εδώ, εκεί ήρθαμε 1-1 (γκολ του Σκαρτάδου και ισοφάριση δική μου) και εδώ νικήσαμε 2-0 (γκολ του Λιφτέντσεκο και δικό μου).
Σήκωσα το Κύπελλο κι ένιωσα μεγάλη χαρά και υπερηφάνεια, αφενός γιατί ήμουν και αρχηγός εκείνη την περίοδο, αφετέρου γιατί ο Ολυμπιακός είναι ένας σύλλογος που, όσα χρόνια και να περάσουν, δεν σε ξεχνάει ποτέ κανένας, πόσο μάλλον όταν καταφέρνεις και πράγματα, όπως πχ το να πάρεις το Κύπελλο.
Πικρό διαζύγιο από τον Ολυμπιακό και μεγάλο ευχαριστώ στον ΠΑΟΚ
Στα 31 μου, γυρίζω από διακοπές, ετοιμάζομαι για τη σεζόν, με φωνάζει ο Λούβαρης στο γραφείο του και μου λέει ότι θα λύσουμε το συμβόλαιό μου.
Δεν ένιωσα άδειασμα αλλά μια τεράστια πίκρα, μια απογοήτευση, γιατί στα πέτρινα χρόνια στήριξα πολύ την ομάδα. τότε πολλοί παίκτες που είχαν πάρει κανονικά κι από νωρίς τα λεφτά τους και τα συμβόλαιά τους έφυγαν κι εμείς που μείναμε τραβήξαμε το κουπί, χωρίς να προκαλέσουμε ποτέ κάτι.
Εμένα τότε μου δημιούργησαν πρόβλημα κάποιοι συμπαίκτες “καλοθελητές”, “ζιζάνια”, δεν μαθεύτηκε όμως ποτέ ποιοι ήταν, γιατί είχαν καλές σχέσεις με Θύρες, με γιορτές, ήξεραν δηλαδή πού πήγαιναν, ενώ αντίθετα εμείς δεν πηγαίναμε, δεν ξέραμε ότι έπρεπε να πάμε σε κάποια γιορτή ή να έχουμε καλές σχέσεις με κάποιους, πιστεύαμε ότι παίζοντας κερδίζεις.
Πιστεύω ότι ο Σωκράτης Κόκκαλης εκείνη την περίοδο δεν λειτουργούσε από μόνος του, κάποιοι τον ώθησαν για να πάρει μια τέτοια απόφαση, ακόμη και σήμερα τον εκτιμάω πάρα πολύ για όσα έκανε στον Ολυμπιακό, στην περίπτωσή μου όμως ήταν 100% λάθος.
Πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν άνθρωποι-κόλακες που έχουν κάνει κακό με τις συμβουλές τους, έτσι και στη δική μας περίπτωση υπήρξαν τέτοιοι άνθρωποι δίπλα του, όπως Γενικοί Αρχηγοί κτλ.
Πριν το ραντεβού με τον Λούβαρη, δεν με είχαν ζώσει τα φίδια, αλλά με αντιμετώπισαν λες και ήμουν ποδοσφαιριστής της Φενέρμπαχτσε. Μετά δεν με πήραν Τροχανάς, Βαρδινογιάννης, είχαν κάνει συμφωνία να μην με διεκδικήσουν, ο Τροχανάς μάλιστα είχε πει σε συνέντευξή του (σε ένα ευρωπαϊκό παιχνίδι της ΑΕΚ) ότι με ήθελαν, αλλά είχε υπάρξει συμφωνία να μην με “χτυπήσουν”.
Εν τω μεταξύ, ήθελαν να με “τελειώσουν” και από την Εθνική, αλλά δεν μπορούσαν, γιατί έβαζα γκολ σε κάθε παιχνίδι. Και αυτό ήταν άνωθεν εντολή.
Πρώτο παιχνίδι με τη Σκωτία και ο Κώστας Πολυχρονίου σκέφτεται να με βάλει, με βάζει man to man πάνω στον ΜακΆλιστερ και τα πηγαίνω πάρα πολύ καλά, δεύτερο παιχνίδι παίζουμε με το Σαν Μαρίνο και σκοράρω, πάμε στη Ρωσία και κάνω το ίδιο, Νησιά Φερόε ξανασκοράρω δύο φορές και έρχεται το ματς στην Κρήτη πάλι ενάντια στα Νησιά Φερόε, στο οποίο δεν κατάφερα να βάλω γκολ.
Εκεί με απέκλεισαν, δεν ξαναπήγα Εθνική…
Έγιναν πολλές συμφωνίες πίσω από την πλάτη μου, πολύ κυνηγητό, δεν ήθελαν να έχω παραπάνω άνοδο και συνέχεια καριέρας, ώστε να μην πει τίποτα ο κόσμος που με είχαν δώσει.
Μάλιστα, ένας συμπαίκτης μου, γνωρίζοντας πράγματα, μετά το γκολ που έβαλα με τη Ρωσία (σεντράρει ο Δώνης, κάνω κεφαλιά και ισοφαρίζουμε, αν και τελικά χάσαμε με 2-1), μου είπε, χαριτολογώντας, «τη γλύτωσες πάλι!».
Μετά τον Ολυμπιακό με διεκδίκησαν ΠΑΟΚ και Ηρακλής, αλλά εκείνη την περίοδο ούτε καν σήκωνα το τηλέφωνο, από τη στενοχώρια μου ήμουν επί μια εβδομάδα στο δωμάτιο, ξαπλωμένος κάτω στο πάτωμα με τη γυναίκα μου.
Τότε δεν είχα αντιδράσει, όταν είσαι προσωπικότητα, όταν είσαι αυτός που είσαι, δεν εκνευρίζεσαι, θα μπορούσα εκεί να πω «για να φύγω, θέλω τόσα», όπως αντίστοιχα υπήρχε ρήτρα μέσα στο συμβόλαιο ότι, εάν εγώ το έσπαγα, θα έπρεπε να φέρω 100 εκατ., εγώ όμως δεν το είπα ποτέ.
Όπως και ποτέ δεν είπα «γιατί, Θεέ μου;», ο μόνος που δεν μπορεί να σε προδώσει ποτέ είναι ο Θεός ο ίδιος, κανένας άλλος, γι’ αυτό και πήγαινα και εξακολουθώ να πηγαίνω στην εκκλησία. τότε όμως δεν στράφηκα στον Θεό να τον ρωτήσω γιατί αδικήθηκα έτσι, την απάντηση την ήθελα από τον Πρόεδρο, όχι από τον Θεό, και σίγουρα θα είχε κάτι να (μου) πει, σίγουρα θα είχα να (του) πω πολλά, πάρα πολλά περισσότερα!
Ευτυχώς ο κόσμος στην περίπτωσή μου είχε αισθητήριο, ήταν πολύ καλός απέναντί μου, απλώς υπήρχαν κάποιοι βαλτοί, κάποιοι που είχαν και κέρδη, οι οποίοι λειτουργούσαν με έναν σκοπό.
Όταν όμως φεύγεις, πρέπει να φεύγεις κύριος, όπως κύριος πηγαίνεις, δεν χρειάζεται να μιλάς εσύ, η ιστορία σου μιλάει για τη ζωή σου, αυτοί που μιλούν είναι οι αδύναμοι!
Και, όταν φύγεις απ’ τη ζωή, είναι μεγάλη υπόθεση να αφήσεις το στίγμα σου, να αφήσεις ιστορία, είτε ποδοσφαιρική, είτε επαγγελματική, είτε ανθρώπινη. λένε ότι φεύγουμε με άδεια χέρια, αλλά δεν είναι αλήθεια αυτό, με άδεια χέρια έρχεσαι, με -μικρή ή μεγάλη- ιστορία φεύγεις.
Στη συνέχεια τελικά πήγα στον ΠΑΟΚ. το να πας από τον Ολυμπιακό στον ΠΑΟΚ και να έχεις σκοράρει και εις βάρος του δεύτερου δείχνει το ήθος που έχεις.
Βέβαια, ως παίκτης της ομάδας της Θεσσαλονίκης, δεν ήταν και το καλύτερό μου τα ματς ενάντια στον Ολυμπιακό.
Ο κόσμος και εκεί μού φέρθηκε πάρα πολύ καλά και πρέπει να τους πω ένα μεγάλο ευχαριστώ, παρότι κάθισα μόνο έναν χρόνο.
Ήταν δύσκολη η περίοδος και εκεί, ήταν η τελευταία σεζόν του Βουλινού, μια όχι καλή χρονιά, στην ομάδα έπαιζαν μεν εξαιρετικοί παίκτες, όπως ο Ζαγοράκης και ο Λαγωνίδης, αλλά δεν ήταν καλές οι καταστάσεις, άλλαξε η διοίκηση κι έφυγα.
(Αυτο)κριτική και απολογισμός
Πάντα πίστευα στην αγωνιστικότητα του ποδοσφαιριστή και όχι στα λόγια, ποτέ δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να έχω στηρίγματα μέσα στην ομάδα, θεωρούσα ότι με την απόδοση τα καλύπτεις όλα.
Δυστυχώς όμως δεν είναι έτσι τελικά, υπάρχουν τα “παπαγαλάκια” και οι παίκτες δεύτερης διαλογής, τα δεύτερα βιολιά, που παίζουν, αλλά είναι ταυτόχρονα και “ζιζάνια”.
Πρόβλημα σε προπονητή δεν δημιούργησα ποτέ, ήμουν το αγαπημένο παιδί όλων τους, αφού τους έκανα τη δουλειά, και είχα την τύχη να συνεργαστώ με κάποιους πολύ καλούς από αυτούς.
Καταρχάς ο Παναγούλιας στην Εθνική ομάδα κι έπειτα ο Τάις Λίμπρεχτς, ο Όλεγκ Μπλαχίν, ο Γκούντερ Μπένγκτσον, ο Γιάτσεκ Γκμοχ.
Φυσικά, δεν ξεχνάω και αυτόν που με ανακάλυψε από τη Βέροια, τον Τζιτζόγλου, ο οποίος με είχε βάλει μες στην ομάδα και είχε πει τότε σε συνέντευξη στην τοπική εφημερίδα της Βέροιας, όταν ήμουν 19 ετών, «θα στηρίξω το σύστημά μου πάνω στον Τσαλουχίδη».
Τον Μπάγεβιτς δεν τον πρόλαβα στον Ολυμπιακό, πιστεύω ότι, αν έπαιζα επί Μπάγεβιτς, δεν θα είχα φύγει από τον ομάδα, δημιουργούσε παίκτες, τον εκτιμώ πάρα πολύ.
Όσον αφορά σε παίκτες του Ολυμπιακού, φοβερός παίκτης ήταν ο Βασίλης Καραπιάλης, ενώ ο Τάσος Μητρόπουλος ήταν ο προστάτης της ομάδας μας αγωνιστικά και εξωαγωνιστικά, ένα ντόμπρο παιδί, αρχηγός πραγματικός, έμαθα πάρα πολλά από εκείνον, έπαιρνα αυτοπεποίθηση και δύναμη, κοινό μας στοιχείο ήταν το πάθος και όλοι μας τον σεβόμασταν πάρα πολύ.
Πολύ αγαπημένος μου και εξαιρετικό παιδί ήταν και ο Νίκος Τσιαντάκης, με τον οποίον ήμασταν και στην Εθνική μαζί, καλά παιδιά και καλοί παίκτες επίσης ο Μηνάς Χατζίδης και ο Παναγιώτης Σοφιανόπουλος, ενώ με τον Ίλια Ίβιτς μέχρι και σήμερα είμαστε σαν αδέρφια, κρατάμε άριστες οικογενειακές σχέσεις.
Βεβαίως, σεβόμουν και τους αντιπάλους μου, όπως για παράδειγμα τον Δημήτρη Σαραβάκο από τον Παναθηναϊκό, τον Στέλιο Μανωλά από την ΑΕΚ, τον Γιώργο Σκαρτάδο από τον ΠΑΟΚ.
Τότε βέβαια όλοι είχαμε δέος για την ομάδα μας, τώρα οι παίκτες δεν νιώθουν το ίδιο, ίσως γιατί οι περισσότεροι είναι ξένοι, ενώ ταυτόχρονα τα παιδιά της Εθνικής μας ομάδας, η οποία έχει μια καλή παρουσία, αγωνίζονται σε ομάδες του εξωτερικού.
Ας δώσουμε εδώ περισσότερη εμπιστοσύνη στους Έλληνες, ας υπάρχουν και ξένοι, προς Θεού, αλλά αυτό δίνει και ένα μήνυμα, δεν το έχουν πάρει ακόμη;
Μου έκανε εντύπωση πως σε έναν αγώνα του Ολυμπιακού με τον ΠΑΟΚ, γιατί πάω στο γήπεδο και βλέπω τον Ολυμπιακό, ματς στο οποίο ο αντίπαλος προηγείτο με 4-0, ότι έβλεπα τον κόσμο αλλά και παλαιμάχους να φεύγουν αγανακτισμένοι απ’ το γήπεδο.
Όχι, ρε φίλε, είσαι εκεί για να δεχτείς (και) την ήττα, να δεχτείς τα πάντα, έτσι στηρίζεις την ομάδα, όχι μόνο στις νίκες. Κι εγώ νιώθω άσχημα και άβολα, αλλά θα κάτσω να υποστώ την ήττα ή ό,τι άλλο έρθει.
Ενώ στο κομμάτι τού να πλαισιώσω κάποιο πόστο είτε στον Ολυμπιακό είτε στην Εθνική Ελλάδος μετά το τέλος της καριέρας μου, ποτέ δεν μου έγινε κάποια πρόταση.
Στην περίπτωση του Ολυμπιακού, θεωρώ, ειρωνευόμενος, ότι αυτό οφείλεται στο ότι δύο χρόνια βγήκα πρώτος σκόρερ, βάζοντας γκολ αποφασιστικά και νικητήρια, με κάποια από αυτά να συμβάλουν στο να προχωρήσαμε στην Ευρώπη, στο ότι προσέφερα αυτά που προσέφερα, στο ότι δεν τους πούλησα ποτέ, πηγαίνοντας να πάρω περισσότερα χρήματα με κάποια μεταγραφή μου!
Αλλά και στην περίπτωση του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος, πιστεύω, πάλι ειρωνευόμενος, ότι δεν μου έχουν κάνει κάποια πρόταση λόγω των 78 συμμετοχών μου, λόγω των 16 γκολ μου, λόγω του ότι έχω παίξει σε όλες τις Εθνικές, Νέων, Ελπίδων, Μεσογειακή, Ολυμπιακή, Ανδρών, και τα έχω δώσει όλα!
Δεν είπα ποτέ σε κανέναν να μου δώσει πόστο, αλλά και ποτέ κανένας δεν είπε «να δούμε αν αυτός ο άνθρωπος μπορεί να προσφέρει κάτι. Αν δεν μπορεί, να σηκωθεί να φύγει».
Ίσως μάλλον δεν έχω καλές δημόσιες σχέσεις, όπως άλλοι…
Είχα και έχω ακόμη μεγάλη αποδοχή από τον κόσμο, όχι μόνο του Ολυμπιακού αλλά και του Παναθηναϊκού, της ΑΕΚ και όλων των ομάδων.
Έρχονται και μου λένε πολύ καλά λόγια για το ήθος και την προσφορά μου στο ποδόσφαιρο, βγαίνουμε και φωτογραφίες.
Όσα χρόνια και αν έπαιζα στον Ολυμπιακό, ένα πράγμα έκανα, σεβόμουν μια φορά την ομάδα μου και διπλά τους αντιπάλους, γιατί εμείς όλοι είμαστε περαστικοί από τον χώρο, οι ομάδες όμως δεν τελειώνουν, δεν τελειώνει η ιστορία τους, οπότε εμείς δεν μπορούμε να τις προσβάλλουμε. Μπορεί να κάνεις μια μεγάλη νίκη που θα φέρει ικανοποίηση και χαρά, αλλά μέχρι εκεί.
Στο σημείο αυτό, να αναφερθώ και σε κάτι άλλο. Στο Μουντιάλ της Αμερικής αγωνίστηκα με την Εθνική μας, η χαρά και η ικανοποίηση στα ύψη, εφόσον συμμετείχα στον μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό θεσμό.
Τότε λοιπόν βγήκαν όλοι και ειρωνεύτηκαν για την ήττα 4-4-2, δεν είπε όμως κανένας ποιες ήταν οι ομάδες και οι παίκτες τους που αντιμετωπίσαμε στον όμιλο-φαβορί για το Παγκόσμιο.
Αλλά αυτός είναι ο Έλληνας, χλευάζει, έχει βγει πρώτος στα καλλιστεία της αγνωμοσύνης και της κριτικής, προηγούμαστε μακράν όλων των κρατών για την κακία μας και την αχαριστία μας, κοινωνία ώρα μηδέν.
Δεν πάμε καθόλου καλά ως κοινωνία, γιατί παράλληλα υπάρχει τεράστια ανασφάλεια μέσα στην ίδια μας τη χώρα, τόσοι θάνατοι και σκοτωμοί, δεν ξέρουμε αν θα ζήσουμε ή όχι την επόμενη στιγμή, πρέπει να αλλάξει κάτι, να βγουν πχ στους δρόμους 2-3.000 εκπαιδευμένοι αστυνομικοί, περνάμε στις 06:30 τον δρόμο και τρέχουν με 150 χλμ, σκοτώνουν για πλάκα, έχουν έρθει και πολλοί άνθρωποι από άλλες χώρες και άλλαξαν και τα δεδομένα της δικής μας.
Και φυσικά, εφόσον το ποδόσφαιρο αποτελεί έκφραση της κοινωνίας, ο αντίκτυπος βρίσκεται και εκεί, ο οποίος δεν είναι άλλος από ένα εσωτερικό αλαλούμ.
Τέλος κι αρχή
Η καριέρα μου έκλεισε εκεί απ’ όπου ξεκίνησα, στη Βέροια, είχα συμβόλαιο για εκείνον τον χρόνο με ένα πολύ σεβαστό ποσό, αλλά είχε έρθει τότε ένας “προπονητής”, δεν μου άρεσε και το πώς εξελισσόταν γενικότερα η κατάσταση στην ομάδα, οπότε λέω του Προέδρου «εγώ σταματάω και πάμε να σκίσουμε το συμβόλαιο», μιλάμε για ποσό 24 εκατ.. το έσκισα και έμεινα ελεύθερος.
Μετά από έξι μήνες ο Πρόεδρος με πήρε προπονητή και κάναμε μια τρομερή πορεία.
Ο συγχωρεμένος ο Σούγκαρης, ο μάνατζερ, όταν τέλειωσα από τη Βέροια, μου έφερε μια πρόταση 50 εκατ. από την ομάδα του Λεωνιδίου, όταν είχε Πρόεδρο τον Σαράντη, και λέω «δεν θα πάω, έχω μια ιστορία με τον Ολυμπιακό, έχω παίξει Εθνική ομάδα, Παγκόσμιο Κύπελλο, θα σταματήσω το ποδόσφαιρο», σκέφτηκα ότι με τέτοια καριέρα δεν γίνεται να παίξεις στη Γ’ Εθνική.
Στη Βέροια λοιπόν ήμουν Τεχνικός Διευθυντής, επί Μπίκα, εκείνα τα ωραία χρόνια που βγήκαμε και δύο φορές Πρωταθλητές.
Από το 2013-2014 πηγαίνω στον Καναδά, συνεργάζομαι με ανθρώπους εκεί, κάνω σκάουτινγκ, καμπ ποδοσφαίρου, φέρνω παίκτες, μάλιστα ένα παιδί που ξεχώρισα ήταν και στην Κ19 της Ίντερ, προωθώ ό,τι καλό υπάρχει, οι εγκαταστάσεις εκεί είναι πολύ καλές και δουλεύουν όλα εξαιρετικά, ενώ πλέον κοιτάμε και για τη Γερμανία.
Αγωνιστικά πάντως είμαι ακόμη ζεστός, κάνω ακόμη προπονήσεις, δεν σταμάτησα ποτέ, τρέχω ακόμη σε καλό επίπεδο, μου αρέσει να αθλούμαι, παίζω και ποδόσφαιρο, όχι τακτικά αλλά καλά.
Γιατί, όταν κάτι το αγαπάς, δεν το ξεχνάς ποτέ. Ούτε εκείνο εσένα!
Από την ημέρα που γεννήθηκα είμαι ο ίδιος, δεν άλλαξα ποτέ, αυτό είναι το μεγαλύτερό μου προσόν, πάνω απ’ όλα όμως σέβομαι τους πάντες και τα πάντα, γιατί μόνο έτσι πετυχαίνεις πραγματικά.
Ο Γιώτης Τσαλουχίδης είναι παλαίμαχος διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ανδρέας Μπονόβας: Ανεξήγητη δύναμη
Θ. Χειμωνάς – Zastro – Α. Καρπετόπουλος: Η σημασία του να είσαι ο Νίκος Αναστόπουλος