Όταν για πρώτη φορά μπήκα στο Ολυμπιακό Χωριό, δεν ένιωσα άγχος ή πίεση, ήμουν ενθουσιασμένος, ήταν κάτι εντελώς καινούργιο για εμένα, ήταν η πρώτη μου συμμετοχή σε Ολυμπιακούς Αγώνες και όλα έμοιαζαν ενδιαφέροντα.
Ωστόσο, στη συνέχεια, από την επόμενη ημέρα κιόλας, άρχισα να αγχώνομαι πολύ και να κάνω σκέψεις για τους αγώνες μου, σε σημείο που για δύο ημέρες δεν ήμουν καν ο εαυτός μου. Τα χέρια μου έτρεμαν, δεν ήμουν καλά σωματικά, κάτι που το είπα και στον προπονητή μου, τον Νίκο Ηλιάδη, ο οποίος προσπάθησε αμέσως να με ενισχύσει, γιατί όλο αυτό ήταν πολύ λάθος για τους αγώνες που επρόκειτο να δώσω.
Εκεί σκέφτηκα «ε, αυτό είναι!», ότι δηλαδή, εάν συνεχιζόταν το στρες που με είχε καταβάλει, σίγουρα δεν θα απέδιδα σωστά κι ευτυχώς έπειτα από δυο-τρεις μέρες, για έναν αδιευκρίνιστο λόγο, άρχισα να αισθάνομαι καλά, ξεπέρασα το άγχος, ο φόβος του αγώνα έφυγε, χαλάρωσα και μάλιστα άρχισα να κάνω και παρέα με άλλους αθλητές, περνώντας ωραίες στιγμές.
Συνάντησα πολλούς αθλητές που θαυμάζω, τον Τζόκοβιτς, τη Σερένα Ουίλιαμς, μπασκετμπολίστες του NBA, τον Γιάννη Αντετοκούνμπο. Με τον Γιάννη ήμασταν μάλιστα μαζί στην Τελετή Έναρξης, ήταν η πρώτη φορά που τον συναντούσα, μου είπε κάτι στα ελληνικά και δεν μπόρεσα να του απαντήσω με τον σωστό τρόπο, οπότε ίσως να νόμιζε ότι ήμουν κουφός ή κάτι άλλο!
Είδα και την Σιμόν Μπάιλς, την Αμερικανίδα Ολυμπιονίκη της ενόργανης γυμναστικής. Της ζήτησα να βγάλουμε μαζί μια φωτογραφία, αλλά αρνήθηκε. Ίσως είχε πολύ άγχος, έχει μιλήσει και για κάποια ψυχολογικά προβλήματα που την βασάνισαν στο παρελθόν. Συνάντησα και τον Μίλτο Τεντόγλου, ο οποίος μετά την κατάκτηση του μεταλλίου ήρθε να με βρει, να με συγχαρεί και να μου πει καλά λόγια.
Στις αρχές λοιπόν δεν ήθελα να προπονούμαι, ήθελα να χαλαρώνω λιγάκι πριν τις αναμετρήσεις, αλλά έβλεπα κάποιους τζουντόκα να προπονούνται φουλ κάθε μέρα για να μείνουν σε φόρμα. Εγώ απείχα, καθώς δεν ήθελα να έχω κάποια σκέψη που να αφορά σε αγώνες. Οπότε γύριζα γύρω-γύρω στο Ολυμπιακό Χωριό και αστειευόμουν είτε με αθλητές από άλλες χώρες είτε με τον προπονητή μου και τον Αλέξη Ντανατσίδη, Olympian και πλέον προπονητή. Κυρίως οι δυο μας γυρίζαμε και βλέπαμε τις δραστηριότητες και τα events.
Ο κόουτς ξέρει πολύ καλά τι να κάνει για να με αποφορτίζει, είναι και πολύ έξυπνος. Μου επαναλάμβανε λοιπόν ό,τι μου έλεγε και πριν τους Ολυμπιακούς, ότι δηλαδή είναι ήδη “γραμμένο” ποιοι θα είναι Ολυμπιονίκες και δεν μπορώ να αλλάξω τίποτα.
«Μην σκέφτεσαι για τους αγώνες τώρα. Αν είναι της μοίρας σου, θα πάρεις μετάλλιο, άρα μην ανησυχείς. Αν δεν είναι γραμμένο να πάρεις μετάλλιο, και πάλι δεν μπορείς να το αλλάξεις». Με συμβούλευε να ηρεμήσω και απλώς να κάνω τη δουλειά μου. Αυτόματα λοιπόν αυτό με χαλάρωνε.
Και εν τέλει, δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω, ήταν σαν να συνέβη κάτι μαγικό, κάθε μέρα, όσο πλησίαζαν οι αγώνες, γινόμουν όλο και καλύτερα κι έτσι την ημέρα του αγώνα ήμουν ήρεμος και έτοιμος ψυχολογικά, ενώ είχα την εντύπωση ότι εκεί θα ήμουν πεθαμένος από το άγχος!
Παρότι γενικά διαβάζω πολύ, κατά τη διάρκεια των Αγώνων δεν το έκανα. Έχω ασχοληθεί με όλους τους Ρώσους, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Τσέχωφ, αλλά περισσότερο απ’ όλους με γοητεύει ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, τον θεωρώ κορυφαίο. Επίσης, μου αρέσουν ιστορικά ντοκιμαντέρ ή αυτά που αφορούν στην καθημερινή ζωή, πχ ο 20ός αιώνας και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, κατά τη γνώμη μου, είναι απ’ τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια της ιστορίας, ενώ ταυτόχρονα μου αρέσουν πολύ και τα video games, δεν θα το κρύψω, στο δωμάτιό μου έπαιξα!
Στην οικογένειά μου, ιδίως στη μητέρα μου, είχα ζητήσει να μην έρθουν στο Παρίσι, ήξερα ότι θα μου προξενούσαν έξτρα στρες, τους είπα «μείνετε σπίτι, να μην έχω και αυτό το άγχος να αντιμετωπίσω».
Και τελικά ήμουν απελευθερωμένος. Αφιέρωσα βέβαια το μετάλλιό μου στη μητέρα μου, γιατί είναι η σημαντικότερη για εμένα, έκανε τα πάντα για να μεγαλώσω σωστά, να γίνω τζουντόκα, να καταφέρω να έρθω στην Ελλάδα.
Την παραμονή των αγώνων έβαλα σκοπό να κουραστώ όσο περισσότερο μπορούσα σωματικά και ψυχολογικά. Περπατούσα λοιπόν όλη τη μέρα, πέρασα ώρες και ώρες στη γύρα με τους φίλους που είχα κάνει, γέλασα πολύ, ώστε τελικά να εξουθενωθώ. Ήθελα, με το που θα μπω το βράδυ στο δωμάτιο, να μην έχω την παραμικρή ενέργεια, να μην έχω μυαλό για σκέψεις σχετικές με τη δοκιμασία της επόμενης ημέρας. Πραγματικά λοιπόν, ήμουν πολύ κουρασμένος, ξάπλωσα στο κρεβάτι και κοιμήθηκα αμέσως.
Στο δείπνο μάλιστα της παραμονής συνέβη το εξής αστείο. Επειδή υπήρχε μεγάλη ουρά στο εστιατόριο και το μόνο μέρος που δεν περίμενε πολύς κόσμος ήταν το Χαλάλ των Μουσουλμάνων, όλη η ελληνική ομάδα πήγαμε εκεί και φάγαμε!
Όσον αφορά στην ημέρα του αγώνα, στην αρχή με πείραξε η αδικία που μου επεφύλαξαν οι κριτές στον αγώνα μου με τον Γάλλο αντίπαλο. Ήταν φανερό ότι του χαρίστηκαν, με αποτέλεσμα να μην μπορέσω να διεκδικήσω Χρυσό ή Ασημένιο μετάλλιο.
Αρχικά λοιπόν ήμουν εκτός εαυτού, τελικά όμως, όταν κατέκτησα το Χάλκινο, σκέφτηκα ότι έτσι έπρεπε να συμβεί, για να φτάσω στον δρόμο της διάκρισης.
Δεν γνωρίζω τι θα είχε συμβεί, εάν είχα κερδίσει τον Γάλλο. Θα έβρισκα στον δρόμο μου διαφορετικούς τζουντόκα και ποιος ξέρει τι θα γινόταν. Ίσως πχ να έχανα από τον Ιάπωνα αντίπαλο. Πάντως ήταν εμφανές ότι οι κριτές ευνοούσαν τους Γάλλους αθλητές και αθλήτριες, τους οικοδεσπότες δηλαδή, κάτι που είναι σύνηθες. Το είδαμε στο τζούντο, μην ξεχνάμε όμως και τι συνέβη με τη Δώρα Γκουντούρα στην ξιφασκία.
Μετά τον αγώνα και την κατάκτηση του μεταλλίου, βρήκα στο κινητό μου πάρα πολλές εισερχόμενες κλήσεις. Δεν απάντησα σε καμία, το πρώτο μου τηλεφώνημα ήταν στη μαμά μου, της είπα «σ’ αγαπάω, μαμά», και μετά τηλεφώνησα στον μπαμπά μου.
Ο πατέρας μου ζει στην Οσετία, εκεί όπου γεννήθηκα εγώ, είναι κυβερνητικός υπάλληλος και δεν μπορεί να φεύγει συχνά, έχει πολύ δουλειά, έρχεται ωστόσο στην Ελλάδα κάθε καλοκαίρι για να είμαστε μαζί και να συναντήσει τους συγγενείς μας, οι οποίοι μένουν στη Θεσσαλονίκη. Στην Οσετία εγώ τελευταία φορά πήγα δυο μήνες μετά την κατάκτηση του μεταλλίου, έμεινα δυο εβδομάδες για να δω τον μπαμπά μου και τους συγγενείς μου εκεί. Με συνεχάρηκαν όλοι στην πόλη μου, η ελληνική κοινότητα και οι συμπολίτες μου. Μου επεφύλαξαν μάλιστα μεγάλη γιορτή, δείχνοντάς μου τον σεβασμό και την αγάπη τους.
Στο Παρίσι με υποστήριξε επίσης πολύ και με συνεχάρη και ο μέντοράς μου, ο Ηλίας Ηλιάδης, κάτι που για εμένα ήταν η μεγαλύτερη τιμή!
Αποτελεί έναν από τους βασικούς λόγους που αγάπησα το τζούντο και πίστεψα στις ικανότητές μου. Τον παρακολούθησα, θυμάμαι, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου το 2012, εκεί όπου κατέκτησε το Χάλκινο μετάλλιο στην κατηγορία μου, στα 90 κιλά, και μετά από αυτό αποφάσισα να γίνω κι εγώ Πρωταθλητής του τζούντο. Έχουμε συναντηθεί πολλές φορές, άλλες τόσες με βοήθησε, ενώ έχω πάει και να προπονηθώ μαζί του. Με ενέπνευσε σε θέματα αθλητισμού αλλά και ζωής, μια λέξη που λέει ο Ηλίας μπορεί να αλλάξει τον ψυχισμό σου αμέσως, είναι ένα είδωλο.
Οι γονείς μου φυσικά μιλούν ελληνικά, ενώ ο μπαμπάς μιλάει και τα Ποντιακά. Εγώ έχω αρχίσει να μαθαίνω ελληνικά… ένα εκατομμύριο φορές, αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να τα συνεχίσω όπως έπρεπε, πάντα είχα προπονήσεις και ταξίδια, οπότε ήταν πολύ δύσκολο να συγκεντρωθώ και σταματούσα.
Είναι όλο δικό μου το λάθος και, επειδή ντρέπομαι και κουράστηκα με αυτήν την ιστορία, να μην μπορώ να μιλήσω, να μην μπορώ να καταλάβω, να μην μπορώ να συνεννοηθώ, ξεκίνησα πολύ σοβαρά. Πλέον είμαι σε θέση πχ να διαβάζω ελληνικά βιβλία, δεν ξέρω πολλές λέξεις, αλλά έχω δώσει μεγάλη έμφαση στη Γραμματική και πάνω σε αυτήν την βάση θα τοποθετήσω και το λεξιλόγιο. Άλλωστε, όπως λέει κι ο καθηγητής μου, «αυτό που πρέπει να μάθεις είναι η Γραμματική. Μετά θα έχεις τη λογική να καταλάβεις πώς μιλούνται τα ελληνικά».
Στη Ρωσία μιλούσα με τις βασικές λέξεις, «καλημέρα», «καληνύχτα», «πάρε τηλέφωνο», «κλείσε την πόρτα», «γείτσες», και όλα τα άλλα ήταν στα ρωσικά. Το κύριο πρόβλημα εκεί, στην πόλη όπου ζούσα και την ελληνική κοινότητα, ήταν ότι τα ελληνικά μαθήματα ξεκινούσαν στις 18:00 και εγώ εκείνη την ώρα κάθε μέρα είχα προπόνηση τζούντο, ενώ ούτε και το πρωί μπορούσα να παρακολουθήσω τα ελληνικά, γιατί είχα το ρωσικό σχολείο.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η Ελλάδα είναι η πατρίδα μου, έτσι είναι, έτσι νιώθω!
Η Ελλάδα και οι Έλληνες με έχουν βοηθήσει πολύ, έχουν φέρει στη ζωή μου πολλά πράγματα και μεγάλες ευκαιρίες, οπότε κι εγώ από την πλευρά μου θέλω να ανταποδώσω με κάποιον τρόπο. Η κατάκτηση αυτού του μεταλλίου λοιπόν είναι ένα είδος ανταπόδοσης!
Ο Θεόδωρος Τσελίδης είναι Ολυμπιονίκης στο τζούντο.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
CHECK IT OUT: Παρίσι 2024 | Θοδωρής Τσελίδης: Αυτός που θριάμβευσε ταπεινά
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ελισάβετ Τελτσίδου: Όλη μου η ζωή είναι Τζούντο