Ήμουν 9 ετών, όταν βρέθηκα από… σπόντα στις Ακαδημίες του Παναθηναϊκού, στην Παιανία.
Ένας πιτσιρικάς, “άρρωστος” Παναθηναϊκός, σε μια άλλη εποχή, χωρίς ίντερνετ, youtube και social media, με τα παιδιά να παίζουν στις πλατείες και τις αλάνες.
Η θέση του τερματοφύλακα με γοήτευε, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου! Έπαιζα, από μικρός, με λιωμένα κουτάκια αναψυκτικού, στη γειτονιά, όπου μεγάλωσα, τα Μελίσσια. Μ’ άρεσε να πέφτω, να κυλιέμαι στο χώμα της αλάνας ή το τσιμέντο του σχολείου, αγάπησα τη θέση, κόλλησα.
Η πρώτη μου ανάμνηση από το ποδόσφαιρο είναι αυτή: να αποκρούω με «πλονζόν», όπως λέμε, με μια θεαματική βουτιά δηλαδή, ένα πέναλτι με κουτάκι αναψυκτικού!
Η θέση του τερματοφύλακα, δεν έχει καμία σχέση με οποιαδήποτε άλλη στο ποδόσφαιρο. Ούτε καν με του προπονητή. Είναι κάτι ιδιαίτερο. Ο τερματοφύλακας, είναι δακτυλοδεικτούμενος και έχει τεράστια ευθύνη και βάρος να σηκώσει.
Εκατό αποκρούσεις αν κάνεις, ο κόσμος θα θυμάται -το πολύ- μία. Πέντε λάθη να κάνεις μέσα σε μια σεζόν και να δεχθεί η ομάδα σου πέντε γκολ, θα τα θυμούνται όλοι! Υπάρχει μια τρομακτική ιδιαιτερότητα και, μόνο αν έχεις παίξει τέρμα, το καταλαβαίνεις. Σκέψου μόνο πόσα λάθη γίνονται μέσα σε ένα παιχνίδι, από όλους τους παίκτες. Από επιθετικούς που χάνουν τετ-α-τετ. Από λάθος μεταβιβάσεις μέσων ή αμυντικών. Δεν θυμάσαι τίποτα. Θυμάσαι μόνο τη γκάφα του τερματοφύλακα.
Ένα πρωί στην Παιανία
Με πήρε, λοιπόν, ο μεγάλος μου αδελφός, ο Γιάννης (ήταν τότε 17-18 ετών), και ο κολλητός του, λέγοντάς μου «θα σε πάμε στην Παιανία να δοκιμαστείς». Δεν ξέρω τι όνειρο είχαν δει, αλλά βγήκε σε καλό.
Μπαίνω μέσα και παθαίνω σοκ, δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο, δεν υπήρχαν πουθενά στην Ελλάδα, τότε, αντίστοιχες συνθήκες και εγκαταστάσεις.
Το αστείο ήταν ότι δεν ήταν περίοδος δοκιμών. Πήγαμε έτσι, απρόσκλητοι! Εκεί που περπατούσαμε, έρχεται ένας προπονητής, με ρωτάει τι θέλω και, αφού του εξηγώ, με βάζει να κάνω προπόνηση με τους Παίδες: πέντε χρόνια μεγαλύτερα παιδιά, διαφορά που είναι χαώδης σε τέτοιες ηλικίες. Ήμουν τρομακτικά ενθουσιασμένος, πετούσα κυριολεκτικά. Ήταν η πρώτη φορά που έπαιζα σε χορτάρι. Θυμάμαι ακόμη έντονα το κάθε δευτερόλεπτο εκείνης της ημέρας. Το κίνητρο που είχα ήταν τεράστιο, όπως είναι πάντα με ό,τι καταπιάνομαι, γιατί έτσι είμαι ως άνθρωπος. Στο τέλος, μου ζήτησαν αμέσως να βγάλω δελτίο.
Θυμάμαι πως οι άνθρωποι που με βοήθησαν πολύ, ήταν ο Γιάννης Κρασώνης, με τον οποίο περάσαμε πολλά και καλά χρόνια μαζί, με πίστεψε και ασχολήθηκε μαζί μου, μέχρι να βρεθώ στην πρώτη ομάδα, και, από τους παράγοντες των Ακαδημιών τότε, ο αείμνηστος Γιάννης Παπασταύρου.
Δεν είναι εύκολο για ένα παιδί που παίζει στις Ακαδημίες ενός μεγάλου συλλόγου, να φτάσει τελικά ως την πρώτη ομάδα. Ξέρω ότι είμαι ένας από τους λίγους που τα κατάφεραν. Όλο αυτό, όμως, ήταν αποτέλεσμα τρομακτικής δουλειάς.
Μπορεί να βοήθησαν και οι συγκυρίες, το «timing» που λέμε, αλλά τίποτα δεν θα γινόταν, χωρίς σκληρή δουλειά. Με τη δουλειά, μπορείς να πετύχεις τα πάντα. Ακόμα κι αν διαθέτεις λιγότερο ταλέντο από κάποιους άλλους ή έχεις λιγότερο “δραστήριους” γονείς από κάποιους άλλους. Έχω να το λέω ακόμη ότι, σ’ αυτά τα πρώτα χρόνια, μου προσέφεραν βοήθεια απλόχερα κάποιοι άνθρωποι, χωρίς να τους ξέρω, μόνο και μόνο εκτιμώντας την προσπάθειά μου.
Ο ρόλος του Τάκη Οικονομόπουλου
Θέλεις να μάθεις πώς βρέθηκα να κάνω προπονήσεις στην πρώτη ομάδα;
Καθημερινά, κρυβόμουν πίσω απ’ τους θάμνους και έβλεπα την προπόνηση που έκανε ο Τάκης Οικονομόπουλος στον Γιόζεφ Βάντσικ και τον Αντώνη Νικοπολίδη. Μιλάμε για έναν άνθρωπο που είναι μέντορας όχι μόνο δικός μου, αλλά, πιστεύω, και του Βάντσικ, του Νικοπολίδη, του Χαλκιά, του Κοτσόλη. Δεν είναι τυχαίο που ο Παναθηναϊκός έβγαλε μια μεγάλη φουρνιά τερματοφυλάκων. Αντέγραφα, λοιπόν, τις ασκήσεις στο μυαλό μου και, μετά, πήγαινα και τις έκανα μόνος μου. Μπορεί να έχανα το πούλμαν της ομάδας, να πήγαινα με τα πόδια στη Λαυρίου, με λεωφορείο ως το Γέρακα και, μετά, με τα πόδια ως τα Μελίσσια, αλλά δεν με ένοιαζε.
Ένα βράδυ, λοιπόν, έχω μείνει ως αργά στην Παιανία, έχω γυρίσει ένα φορητό προβολέα στο γήπεδο, για να βλέπω και προπονούμαι. Ο Οικονομόπουλος φεύγει εκείνη την ώρα και τυχαία με βλέπει -χωρίς εγώ να το έχω αντιληφθεί- να εκτελώ το δικό του πρόγραμμα που είχα αντιγράψει τη προηγούμενη μέρα. Την επομένη, μπήκε στα αποδυτήρια, έρχεται κοντά και μου λέει «εσύ, έλα πάνω, στην πρώτη ομάδα».
Και, έτσι ξαφνικά, βρέθηκα στα 14 μου χρόνια, να προπονούμαι μαζί με το ίνδαλμά μου, τον Γιόζεφ Βάντσικ. Είναι αυτός που θαύμαζα από μικρός, είναι ο γκολκίπερ που είχα αφίσα στο δωμάτιό μου. Το πρότυπό μου.
Στα εντός έδρας παιχνίδια, Ευρώπη και Ελλάδα, καθόμουν πάντα πίσω από την εστία, ως ball-boy. Όχι μόνο τον παρατηρούσα, αλλά εγώ του έδινα τη μπάλα για τα ελεύθερα, η φωνή του ακόμη ηχεί στα αφτιά μου: «Άλεξ, πέτα μια μπάλα γρήγορα». Ήταν τέτοιο το δέσιμο μαζί του, ώστε ο Νίκος ο Λυμπερόπουλος ούτε με φώναζε με το όνομά μου, ούτε με έλεγε «μικρό», ούτε τίποτα τέτοιο. Μου είχε βγάλει παρατσούκλι: «Γιόζεφ».
Ο Βάντσικ, λοιπόν, είναι ο ένας γκολκίπερ, στον οποίον οφείλω πολλά. Ο άλλος έγινε πρότυπό μου, στην πορεία, και, φυσικά, μιλάω για τον Αντώνη Νικοπολίδη.
Σκέφτομαι, ακόμη και τώρα, πόσο τυχερός υπήρξα. Να είμαι από 14 ετών στο ίδιο γκρουπ προπόνησης με δύο μεγαθήρια της θέσης, όπου έπαιζα. Είχα την τεράστια τύχη για 11 χρόνια στον Παναθηναϊκό και την Εθνική ομάδα να δουλέψουμε μαζί. Διδάχτηκα πολλά από τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά του, είναι ένας από τους ανθρώπους που διαμόρφωσαν τον ποδοσφαιρικό μου χαρακτήρα. Ο Αντώνης έκανε τη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική καριέρα από οποιονδήποτε άλλον Έλληνα γκολκίπερ, με όπλο και βασικό προτέρημα την απίστευτη υπομονή του. Είχαμε πάντα άριστες σχέσεις και του οφείλω, επίσης, πολλά.
Το “αγροτικό” μου
Έφυγα πολύ συνειδητοποιημένα από έναν παράδεισο, όπως η Παιανία, με πέντε γήπεδα, πισίνες, σάουνες, γυμναστήρια, εστιατόρια, όλα τα καλά του κόσμου, για να παίξω, να “γράψω” συμμετοχές.
Δεν με ένοιαζε αν τα αποδυτήρια ήταν μικρά ή τα γήπεδα χωράφια, ήξερα ότι, μόνο αν παίξω πολλά παιχνίδια, θα μπορέσω να γυρίσω στον Παναθηναϊκό ως πρώτος τερματοφύλακας.
Έτσι, πήγα, αρχικά, στον Άγιο Νικόλαο. Ήταν μια σπουδαία ευκαιρία για μένα, ακόμα κι αν η ομάδα είχε σχεδόν υποβιβαστεί. Μετά, στο Μαρκόπουλο και, τέλος, στον Θρασύβουλο.
Μέχρι που πήρα μια απόφαση, όπως πάντα, με το ένστικτό μου. Ενίοτε ακραίο, αλλά το ακολουθώ πάντα. Μου ζητήθηκε να πάω στον ΟΦΗ και να έρθει στον Παναθηναϊκό ο Ορέστης Καρέζης. Ήμουν 24 ετών. Αποφάσισα να πάω και αποδείχθηκε ο πιο σημαντικός σταθμός της καριέρας μου. Δεν ήταν δανεισμός, αλλά ελεύθερη μεταγραφή. Το αποφάσισα, αν και έβλεπα πως θα μπορούσα σε λίγα χρόνια να είμαι εγώ ο πρώτος γκολκίπερ, ακολουθώντας τα βήματα του Νικοπολίδη δηλαδή, ο οποίος περίμενε υπομονετικά ως τα 28 του, μέχρι να φύγει ο Βάντσικ.
Η απόφασή μου ήταν κυριολεκτικά, με τα δεδομένα της στιγμής, αυτοκτονία!
Ο κόσμος του ΟΦΗ είχε, εκείνη την εποχή, τεράστια κόντρα με τον Παναθηναϊκό, με αφορμή το ιδιοκτησιακό. Εμένα, όμως, δεν μου καιγόταν καρφί για όλα αυτά.
Φθάνω στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου και με περιμένουν πάνω από χίλια άτομα. Όχι για να με υποδεχθούν, αλλά για να με αποδοκιμάσουν. Μου πέταξαν ό,τι μπορείς να φανταστείς, με έβριζαν και μου έλεγαν «φύγε», επειδή ερχόμουν από τον Παναθηναϊκό. Ειλικρινά, δεν πτοήθηκα από τίποτα.
Καταλήξαμε να παίζω βασικός και, με τη μια καλή εμφάνιση μετά την άλλη, κλήθηκα στην Εθνική ομάδα από τον Ότο Ρεχάγκελ. Πόσο δύσκολο ήταν ο γκολκίπερ του ΟΦΗ να κληθεί από τον Γερμανό, το αντιλαμβάνεται ο καθένας. Και αυτό έγινε, χάρη στην σταθερή και πολύ καλή απόδοση που είχα.
Επιπλέον, κατάφερα να αντιστρέψω το αρνητικό κλίμα και να “κερδίσω” την πλειοψηφία του κόσμου της ομάδας που αναγνώρισε την προσπάθειά μου. Και αυτό ήταν η υπέρτατη ικανοποίηση για μένα, όπως και το ότι το ένστικτό μου είχε λειτούργησε, για μια ακόμα φορά, σωστά!
Η τριετία στον Παναθηναϊκό
Η επιστροφή μου, ομολογώ, με έκανε να αισθανθώ περίεργα.
Ήταν μια εποχή που ανεπίσημα υπήρχαν αρκετές κρούσεις από ελληνικές ομάδες, μετά από μια καλή σεζόν. Από εξωτερικό όχι τόσο έντονα, μόνο από τη δεύτερη κατηγορία της Ιταλίας. Ήταν, όμως, και η εποχή της πολυμετοχικότητας και, έτσι, γύρισα τρέχοντας…
Μπορεί να έχω τατουάζ το τριφύλλι στο πόδι μου, ωστόσο, έπρεπε να σκεφτώ και επαγγελματικά.
Τα χρήματα, στη σχέση μου με τον Παναθηναϊκό, δεν έπαιξαν ποτέ τον πρώτο ρόλο.
Και ευτυχώς που γύρισα, γιατί πέτυχα αυτό που ήθελα από τα 9 μου χρόνια, όταν πρωτοβρέθηκα στην Παιανία.
Η πρώτη χρονιά ήταν δύσκολη. Ο Τεν Κάτε προσπαθούσε να καταλάβει την ελληνική πραγματικότητα. Στα μισά της δεύτερης χρονιάς, τον αντικατέστησε ο Νίκος Νιόπλιας. Η ομάδα κατάφερε να κατακτήσει όχι μόνο τον τίτλο αλλά και το νταμπλ, το 2010.
Μπορεί στο Πρωτάθλημα του 2004 να ήμουν μέλος της ομάδας, όμως, δεν είχα παίξει δευτερόλεπτο τότε. Είχα ζήσει από τον πάγκο την ένταση και το καρδιοχτύπι στα τελευταία παιχνίδια και το φινάλε στον Πύργο με το γκολ του Ολισαντέμπε. Το χάρηκα, εννοείται, αλλά δεν είναι ίδιο με αυτό του 2010. Τώρα, έπαιζα. Ένα όνειρο ζωής για ένα παιδί, όπως εγώ, που ήταν πάντα Παναθηναϊκός, που ανδρώθηκε στην Παιανία και που, επιτέλους, εκπλήρωσε το όνειρό του.
Δεν θέλω να ξεχωρίσω κάποια στιγμή συγκεκριμένα ή κάποιο ματς, αλλά να σταθώ στην προσήλωση στον στόχο που είχαμε όλοι, και το καλό κλίμα στα αποδυτήρια.
Ακόμα κι αν δεν είχαμε τις καλύτερες σχέσεις όλοι μεταξύ μας, γιατί μιλάμε για ένα ρόστερ με πολύ δυνατές προσωπικότητες, είχαμε βάλει την κατάκτηση των τίτλων πάνω απ’ όλα.
Ο Παναθηναϊκός θα έχει πάντα μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Ήμουν και θα είμαι πάντα οπαδός του, όχι απλώς φίλαθλος. Σήμερα, με στενοχωρεί να τον βλέπω έτσι και αυτό που λέω, δεν είναι καμία μομφή προς τους παίκτες, οι οποίοι είναι εξαιρετικά ταλαντούχα παιδιά. Με πληγώνει να βλέπω την ομάδα μου να μην έχει τη δυναμική που είχε όλα αυτά τα χρόνια, όταν ήμουν εγώ. Πιστεύω πως όλη η δική μου γενιά και οι μεγαλύτεροι που έχουν ζήσει τα “χρυσά χρόνια” της ομάδας, βλέπουν τον τωρινό Παναθηναϊκό με πόνο.
Εγώ και ο Μέσι
Τον Σεπτέμβριο του 2010, παίζουμε με τη Μπαρτσελόνα, μια από τις πιο πλήρεις ομάδες -ίσως και- όλων των εποχών. Κάτι παραπάνω από ομάδα. Μια οικογένεια, με παίκτες που ήταν από παιδιά μαζί. Ήταν κάτι το τρομακτικό να παίζεις εναντίον τους, ήταν στιγμές που δεν μπορούσες να τους προλάβεις, να τους παρακολουθήσεις.
Παίζουμε στο Camp Nou και ήταν ασταμάτητοι. Το φοβερό μ’ εκείνη την ομάδα ήταν πως, ακόμα και στις καθυστερήσεις, όσο και να κέρδιζαν, προσπαθούσαν να σκοράρουν. Αυτό, βέβαια, είναι κάτι που και ως νοοτροπία εμένα δεν με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο.
Όταν είσαι τόσο πολύ ανώτερος, πρέπει εσύ να ελέγχεις κάπου την ήττα του αντιπάλου σου. Πάντα χάνει η ομάδα, αλλά ο γκολκίπερ είναι στο επίκεντρο, αν φάει, για παράδειγμα, 8 γκολ.
Ήμουν σε καλή μέρα, λοιπόν, τότε, παρ’ όλα αυτά, δεχθήκαμε πέντε γκολ. Δεν θέλω να σκέφτομαι πού θα έφτανε το σκορ, αν δεν είχα κάνει και πολλές αποκρούσεις. Είναι ένα ματς που είμαι στα… κάγκελα, γιατί δεν θέλω να υποστεί η ομάδα συντριβή και να είμαι εγώ αυτός που θα έχει φάει τα γκολ. Προφανώς και τα πέντε είναι πολλά, αλλά ήταν, τότε, και πολλές οι ομάδες που έτρωγαν εύκολα πέντε από τη Μπαρτσελόνα.
Είναι, λοιπόν, το ματς, στο οποίο έχω αποκρούσει πέναλτι του Μέσι. Δεν το χάρηκα, φυσικά, όσο θα ήθελα, καθώς ήταν ένα ματς που εξελίχθηκε σε βαριά ήττα.
Ωστόσο, όπως μου είπαν μετά, ήταν το πρώτο πέναλτι, στο οποίο δεν ευστοχούσε ο Λίο Μέσι στο Champions League. Κι αν σκεφτεί κάποιος πως, από τότε, έχει χάσει μόνο τέσσερα, σίγουρα ήταν κάτι ξεχωριστό.
Τι είναι ο Μέσι για μένα; Μια ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα, ένας παίκτης που μπορεί να σκεφτεί και να πάρει αποφάσεις μέσα στο παιχνίδι εκατό χιλιάδες φορές πιο γρήγορα, απ’ ό,τι εγώ ή ο μέσος ποδοσφαιριστής.
Την ώρα του πέναλτι, λοιπόν, ξέρω ότι ο Μέσι περιμένει την κίνησή μου, για να σουτάρει. Συνήθως, οι γκολκίπερς διαλέγουμε μια γωνία, δεν γίνεται να περιμένουμε τον παίκτη να εκτελέσει και μετά να πέσουμε, γιατί δεν θα προλάβουμε ποτέ. Αποφάσισα να περιμένω, είχα μια διαίσθηση, βλέποντάς τον να παίρνει φόρα, ότι θα προσπαθήσει να σκάψει ή να πλασάρει.
Λέω μέσα μου «ή θα το φας όρθιος, περιμένοντας, ή θα το πιάσεις». Και νομίζω τον μπερδεύω κάπως, περιμένοντας, εκτελεί χλιαρά και άσχημα, πέφτω λίγο δεξιά μου και, μάλιστα, δεν αποκρούω, μπλοκάρω!
Διάβασα κάπου ότι, όταν έφθασε τα 644 γκολ με τη Μπαρτσελόνα, αριθμός ρεκόρ, έστειλε από ένα μπουκάλι μπύρα για κάθε τέρμα που είχε πετύχει, στους 160 τερματοφύλακες που τα είχαν δεχτεί. Εγώ έπρεπε να πάρω τρία, για τα γκολ στα δύο παιχνίδια της σεζόν 2010-11, αλλά σας διαβεβαιώνω δεν έχουν φτάσει ποτέ στα χέρια μου!!!
Εθνική ομάδα
Ο Ρεχάγκελ με φώναξε αρκετά νωρίς, έπαιζα στον ΟΦΗ τότε, πριν από το Euro του 2008. Σαν μουρλός το περιμένω, ποιο παιδί σαν κι εμένα, άλλωστε, δεν έχει το ίδιο όνειρο; Φεύγοντας από τον Παναθηναϊκό για την Κρήτη, ήταν ο κρυφός μου στόχος.
Κάποια στιγμή, λοιπόν, γράφεται στον Τύπο ότι “παίζει” το όνομά μου, χωρίς, ωστόσο, να είναι τίποτα σίγουρο. Μέχρι που φτάνει το χαρτί της κλήσης μου στην ομάδα, τον Μάρτιο.
Κυριολεκτικά, δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή απ’ αυτό, από τη συμμετοχή στην Εθνική ομάδα.
Ωστόσο, δεν έπαιξα καθόλου, ούτε δευτερόλεπτο, ούτε στα φιλικά, ούτε στο Ευρωπαϊκό. Έμεινα 6 μήνες χωρίς λεπτό συμμετοχής, παρότι είχαμε και φιλικά παιχνίδια, όπου ο Ρεχάγκελ, τους δοκίμαζε όλους. Ενδεχομένως να ήθελε να τεστάρει και τη συμπεριφορά μου ή ίσως να ένιωθε ότι δεν ήμουν έτοιμος. Εμένα, πάλι, δεν μου καιγόταν καρφί, όπως πάντα. Ήμουν ευτυχής και μόνο που ήμουν εκεί. Κάνω ντεμπούτο, τελικά, σε ένα φιλικό με την Εθνική Ιταλίας, στο Καραϊσκάκης, τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Από τον ενθουσιασμό μου, παίζω εξαιρετικά, είμαι από τους καλύτερους παίκτες της ομάδας.
Τι δεν θα ξεχάσω ποτέ απ’ αυτή την πενταετία με το Εθνόσημο; Τα μπαράζ με την Ουκρανία, Νοέμβριος του 2009. Έρχεται το πρώτο ματς που τελειώνει 0-0, παιχνίδι που θα μπορούσαμε να είχαμε χάσει εύκολα. Και, μετά, η ρεβάνς στο Ντόνετσκ. Είναι κάτι αξέχαστο. Δεν μπορώ να βρω κάτι ανάλογο, είναι το ματς της καριέρας μου που θυμάμαι πιο έντονα απ’ όλα, ακόμη και τώρα. Δεν μπορώ να το συγκρίνω με τίποτα! Θυμάμαι κάθε δευτερόλεπτο, κάθε φάση. Μας σφυροκοπάνε. Κοιτάω τους συμπαίκτες μου, κάποια στιγμή, και τους λέω: «Μαλάκες, δεν υπάρχει περίπτωση να φάμε γκολ, απόψε. Τρία χρόνια να μείνουμε εδώ, 500 ημίχρονα να παίξουμε, αυτοί εδώ δεν θα μας νικήσουν! Θα προκριθούμε»!
Ο Πλιάτσικας έχει τραυματιστεί σοβαρά και έχει αποχωρήσει, ένα ματς κι ένας τραυματισμός που ενδεχομένως του στέρησαν μια καλύτερη καριέρα. Στο τέλος, δεν έχουμε αλλαγές, ο Μόρας παίζει περίπου 20 λεπτά με θλάση! Κουτσαίνει! Και, παρ’ όλα αυτά, δεν λυγίζουμε! Μια ομάδα ορκισμένη να πάρει τη νίκη! Στο γήπεδο το θερμόμετρο είναι υπό το μηδέν, πέφτει δυνατό χιονόνερο κι εγώ είμαι με κοντομάνικο και αισθάνομαι ότι έχει 40 βαθμούς Κελσίου! Τέτοια υπερένταση. Υπάρχουν κάποια παιχνίδια, στα οποία διαισθάνεσαι, ότι δεν θα μπουν γκολ. Ότι δεν θα φας γκολ. Αυτό ήταν ένα τέτοιο ματς.
Πήγαμε στο Μουντιάλ και ήταν πρωτόγνωρο για όλη τη γενιά μας! Η Εθνική ομάδα έμεινε πάνω από δέκα χρόνια στο Ευρωπαϊκό και Παγκόσμιο προσκήνιο και αυτό είναι ένα τρομακτικό επίτευγμα, για το οποίο θεωρώ ότι πολύς κόσμος δεν αντιλαμβανόταν, τη δεδομένη χρονική στιγμή, πόσο δύσκολο ήταν.
Ήταν πολύ ιδιαίτερο το Μουντιάλ στη Νότια Αφρική. Αυστηρά μέτρα ασφαλείας, βουβουζέλες που σου έπαιρναν τα αφτιά. Ακόμη και τώρα, όποτε τις σκέφτομαι, πονάει ο εγκέφαλός μου. Κουνιέται το μυαλό μου! Ήταν κάτι φρικτό! Δεν σταματούσαν ποτέ! Προσπαθούσα να επικοινωνήσω με τους αμυντικούς στο ενάμιση μέτρο και δεν με άκουγαν!
Με την Νιγηρία γράψαμε ιστορία, με την πρώτη νίκη της Ελλάδας σε Μουντιάλ. Ωστόσο, για μένα δεν συγκρίνεται με την πρόκριση. Αν έβαζα τις δύο νίκες στη ζυγαριά, αυτή γέρνει ξεκάθαρα προς την Ουκρανία.
Ο Σάντος διαδέχθηκε τον Ρεχάγκελ και, παρά μια προσωπική μας διαφωνία, σέβομαι απόλυτα το πόσο σκληρά δούλεψε για να μας κρατήσει σε υψηλό επίπεδο. Δεν είναι, όμως, τυχαία η πορεία του.
Πιστεύω ότι σύντομα η Εθνική ομάδα θα ξαναβρεί τα πατήματά της, θα ξαναγίνει δυνατή. Και αυτό, γιατί τα νέα παιδιά έχουν ένα σημαντικό προτέρημα: βγαίνουν πολύ νωρίς στο εξωτερικό. Αποκτούν άλλη αντίληψη.
Parli italiano?
Είμαι άνθρωπος που εκ φύσεως δεν μετανιώνω για τίποτα. Αλλά, αν μπορούσα να αλλάξω κάτι στην καριέρα μου, αυτό θα ήταν, στα 15 μου, να τα έχω αφήσει όλα πίσω μου και να πάω στην Ιταλία. Αγαπώ πολύ αυτή τη χώρα, αν θα επέλεγα ένα μέρος για να ζήσω στη ζωή μου, θα ήταν η Τοσκάνη.
Σίγουρα, δεν θα είχα ζήσει τίποτα, απ’ όσα έζησα στον Παναθηναϊκό και αλλού, θα ήταν όλα διαφορετικά, αλλά θα είχα προπονηθεί και θα είχα μάθει τη θέση σε μια τεράστια σχολή, όπως είναι η ιταλική, την οποία πιστεύω ότι δεν μπορεί να πλησιάσει κανείς στον κόσμο. Υπήρχε και κάτι άλλο στην Ιταλία πολύ σημαντικό: η συναδελφικότητα μεταξύ των γκολκίπερς, όχι μόνο της ομάδας σου αλλά και των αντιπάλων. Μπορούσα, μετά το παιχνίδι, να κάτσω με τον Μπουφόν και να ανταλλάξουμε απόψεις, σαν να είμαστε χρόνια φίλοι.
Πρώτος σταθμός το Παλέρμο. Μια υπέροχη εμπειρία, σε μια ομάδα, όμως, της οποίας ο Πρόεδρος, Μαουρίτσιο Τζαμπαρίνι, λειτουργούσε παρορμητικά. Τι εννοώ; Πάμε προετοιμασία, Αύγουστος 2011, και πρέπει να φύγω 15 μέρες με την Εθνική ομάδα. Θα γυρίσω Πέμπτη, δύο μέρες πριν από το παιχνίδι του Σαββάτου, με την Ίντερ στην έδρα μας, πρεμιέρα Campionato, ένα φοβερό ματς, στο οποίο, τελικά, κερδίσαμε 4-3! Ζητάω, πριν φύγω, τη λίστα με το ρόστερ μας, ώστε να μάθω καλύτερα τους συμπαίκτες μου. Μέχρι να γυρίσω μετά από αυτές τις 15 μέρες, έχουν φύγει 10 παίκτες και έχουν έρθει 10 καινούργιοι! Είχε αλλάξει και όλο το ιατρικό τιμ!
Η χρονιά, παρ’ όλα αυτά, άρχισε εξαιρετικά για μένα, έχοντας και στο μυαλό μου ότι το καλοκαίρι έρχεται και το Euro 2012. Ήξερα ότι έπρεπε να είμαι βασικός, για να κληθώ από τον Σάντος. Κάνω καλές εμφανίσεις, δίνω βαθμούς σε αρκετά ματς, όπως αυτό με τη Ρόμα που τελειώνει 0-0, έχοντας απέναντί μου ως αντίπαλο έναν πρώην συμπαίκτη μου στον Παναθηναϊκό, τον Τζιμπρίλ Σισέ. Όχι πολύ αργότερα, έρχεται ένα παιχνίδι, στο οποίο χάνουμε 3-0 από τη Γιουβέντους. Ήττα εντός προγράμματος και με την ομάδα μας στη πρώτη πεντάδα της βαθμολογίας.
Ωστόσο, ο προπονητής, ο Μάντζια, αφήνει να εννοηθεί ότι την άλλη εβδομάδα θα έχουμε αλλαγές. Και, πράγματι, με αφήνει εκτός. Είμαι χρόνια στα αποδυτήρια, μπορώ να καταλάβω πότε προσπαθεί κάποιος να σε αποδομήσει. Θα προτιμούσα να έρθει στα ίσια και να μου πει ότι είμαι κακός, δεν με θέλει και θα βάλει έναν άλλοn στο θέση μου. Με υπονόμευσε πλαγίως, με το πρόσχημα ότι δεν μιλούσα ακόμη ιταλικά και δεν μπορούσα να συνεννοηθώ με την άμυνα. Αυτό με πείραξε, γιατί, τελικά, έμαθα ιταλικά σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό.
Ευτυχώς, ήμουν στο Euro. Δυστυχώς, δεν έπαιξα, αν και ήμουν βασικός στο φοβερό 2-0 επί της Κροατίας στο Καραϊσκάκης και στο τελευταίο ματς που σφράγισε την πρόκριση, 2-1 εκτός έδρας τη Γεωργία.
Το καλοκαίρι του 2012, είναι μια πολύ σημαντική χρονιά για μένα, με τη γέννηση του γιού μου, του Μάξιμου, στις 2 Αυγούστου. Έχω καθυστερήσει, όσο μπορώ, να πάω στο Παλέρμο, για να είμαι εδώ στη γέννησή του. Τελικά, παίρνω μεταγραφή και πηγαίνω στη Τζένοα, για να είμαι -εν γνώσει μου- δεύτερος γκολκίπερ της ομάδας, πίσω από τον τεράστιο Σεμπάστιαν Φρέι.
@SebastienFrey e #Tzorvas sottoposti alle "angherie" del preparatore Spinelli pic.twitter.com/VIx0zbj6
— Genoa CFC (@GenoaCFC) December 20, 2012
Ένας τερματοφύλακας που με δίδαξε πολλά. Δεν έβγαινε ποτέ εκτός εστίας, έπαιζε πάντα στη γραμμή του τέρματος. Τον θυμάμαι ακόμη να μου λέει: «Άλεξ, εγώ είμαι τερματοφύλακας γραμμής. Αν θέλουν να πάρουν γκολκίπερ να παίζει έξω, όπως ο Νόιερ, ας πάρουν τον Νόιερ. Εγώ λέγομαι Φρέι, όχι Νόιερ». Και, πραγματικά, ήταν ένας γκολκίπερ που έκανε φοβερά πράγματα, παίζοντας πάντα στη γραμμή. Το ίδιο μ’ άρεσε και μένα. Να παίζω στη γραμμή και να βγαίνω μέχρι εκεί, όπου μπορώ να βγω.
Στη Τζένοα, είχα την τύχη να έχω προπονητή τον Τζιανλούκα Σπινέλι, έναν από τους καλύτερους προπονητές τερματοφυλάκων στον κόσμο. Τον είχε στην Τσέλσι ο Κόντε, τώρα είναι στην Παρί Σεν Ζερμέν και, φυσικά, είναι από το 2014 και στην Εθνική Ιταλίας. Ένας προπονητής, για τον οποίον δεν μπορώ να περιγράψω το πώς δούλευε… Ήμασταν δύο ώρες με τον Φρέι στο γυμναστήριο, πριν από την προπόνηση. Ακολουθούσε η προπόνηση με την ομάδα και τον Σπινέλι και τελειώναμε με βάρη, πάλι οι δύο μας.
Δεν έπαιξα σχεδόν καθόλου, αλλά, ειλικρινά σου λέω, δεν με πείραξε. Γιατί είχα μπροστά μου έναν φανταστικό τερματοφύλακα, ο οποίος με δίδαξε πολλά. Και μου είπε, στο τέλος της συνεργασίας μας, αυτό που του είπα κι εγώ: «Με έκανες και σε έκανα καλύτερο». Ήταν ο δεύτερος, με τον οποίο είχα τον πλέον υγιή συναγωνισμό. Ο πρώτος ήταν στον Παναθηναϊκό, ο Μάριο Γκαλίνοβιτς.
Η Ιταλία με μεταμόρφωσε αγωνιστικά. Μου δίδαξε πώς παίζεται η θέση και πώς πρέπει να λειτουργώ ως γκολκίπερ. Μου έμαθε πώς δουλεύει το γκρουπ των τερματοφυλάκων σε μια ομάδα: από τον πρώτο ως τον τελευταίο και τον προπονητή.
Επιστροφή στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, γυρίζω για έναν και μόνο λόγο. Η καριέρα μου όχι απλώς πέρασε σε δεύτερη μοίρα, αλλά σχεδόν τελείωσε, με τη γέννηση του Μάξιμου, στις 2 Αυγούστου 2012. Θεώρησα ότι προτεραιότητά μου είναι ο γιός μου. Και από την 1η Οκτωβρίου 2013, εκτός από τον Μαξ, προτεραιότητά μου έγινε και η Ίρις, η κόρη μου, η οποία ήρθε στη ζωή μας.
Δεν με ένοιαζε τίποτε άλλο. Γύρισα μόνο για την οικογένεια.
Αυτό δεν σήμαινε, βεβαίως, ότι δεν διατήρησα τον επαγγελματισμό μου στο έπακρο. Το μυαλό μου, όμως, ήταν πια στα παιδιά μου. Ήθελα να έχουν μια ισορροπία και να μην μπουν στη διαδικασία να μετακινούνται κάθε χρόνο και να αλλάζουν περιβάλλον και σχολεία.
Έτσι, πήγα στον Απόλλωνα. Είδα ότι μπορώ να παίξω με ηρεμία και ασφάλεια για κάποια χρόνια, σε μια ομάδα με καλές συνθήκες. Σε μια ομάδα με λίγους οπαδούς αλλά πολύ πιστούς και πολύ σωστούς σε όλα. Και πράγματι, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, εκεί έκανα ίσως την πιο μεστή ποδοσφαιρική μου σεζόν, αγωνιστικά. Δυστυχώς, όμως, η ομάδα έπεσε κατηγορία.
Έπρεπε να αναζητήσω το επόμενο βήμα. Θα μπορούσα να επιδιώξω να επιστρέψω στον Παναθηναϊκό, ακόμα και χωρίς να είμαι ο πρώτος γκολκίπερ της ομάδας. Να μεταδώσω τις γνώσεις που είχα πάρει στην Ιταλία, στους νεότερους. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές ιταλικές ομάδες έχουν έμπειρους γκολκίπερ ως τρίτους. Δεν το έκανα και δεν το μετάνιωσα.
Η ατμόσφαιρα στα ελληνικά γήπεδα
Άλλες εποχές τότε, άλλο σήμερα. Συνολικά για την κοινωνία και όχι μόνο για το ποδόσφαιρο. Μακάρι να κάνουμε κι άλλα βήματα προς τα εμπρός.
Πριν αποκτήσω τα παιδιά μου, δεν μου καιγόταν καρφί τι θα ακούσω, τι θα μου ρίξουν, τι θα ζήσω. Όλο αυτό, ακόμα και το ακραίο, το έβρισκα φυσιολογικό.
Η φορά που πραγματικά φοβήθηκα, ήταν σε ένα ματς Απόλλων-Ολυμπιακός, όπου έπεφταν πέτρες στη Ριζούπολη. Είχα δύο μωρά παιδιά στο σπίτι. Έσπαζαν το τσιμέντο στις κερκίδες και το πετούσαν στο γήπεδο.
Ωστόσο, πέρα από τις ακρότητες, να ξέρετε πως δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για έναν Έλληνα ποδοσφαιριστή από το να παίζει, σε ένα γεμάτο Καραϊσκάκης, αντίπαλος του Ολυμπιακού. Σε μια γεμάτη Τούμπα, αντίπαλος του ΠΑΟΚ. Και, φυσικά, σε μια γεμάτη Λεωφόρο ή ένα γεμάτο ΟΑΚΑ με κόσμο της ομάδας του, να πιέζει τον αντίπαλο.
Γενικά για τον ποδοσφαιριστή, δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να παίζει σε ένα γεμάτο γήπεδο. Είναι μέρος της μαγείας του ποδοσφαίρου.
Μια βόλτα ως την… Ινδία
Αν κάπου ευχαριστήθηκα το ποδόσφαιρο, όσο τίποτε άλλο, ήταν εκεί.
Ναι, κόντρα σε ό,τι έλεγα, άφησα σύζυγο και παιδιά πίσω, τον Μάξιμο 2.5 ετών και την Ίριδα 1.5, για να πάω.
Στην Ινδία πήγα, την πρώτη σεζόν που δημιουργήθηκε το πρωτάθλημα.
Είναι μια χαώδης χώρα. Ήταν ένα μέρος, όπου δούλευαν και οι πέντε μου αισθήσεις ταυτόχρονα! Οι μυρωδιές, καλές και κακές, που αναμιγνύονται μαγικά, η ζέστη (που εμένα μ’ αρέσει), οι δοτικοί άνθρωποι που θέλουν να σε πιάνουν, να σε αγγίζουν, η φύση, τα χρώματα, όλα αυτά ήταν ένα μοναδικός και πρωτόγνωρος συνδυασμός.
Η ομάδα είχε έδρα την πόλη Σιλόνγκ, αλλά γυρίσαμε όλη τη χώρα. Για παράδειγμα, πηγαίναμε, πέντε μέρες πριν το ματς, στην Γκόα, το Τσενάι, το Δελχί ή τη Βομβάη και φεύγαμε, πέντε μέρες μετά το ματς.
Σαφώς και είχαμε αυστηρό πρόγραμμα, αλλά μπόρεσα και είδα πράγματα από την κουλτούρα της χώρας.
Το πιο φοβερό που έγινε, όσο ήμουν εκεί; Παίζαμε ένα ματς εκτός έδρας. Οι γηπεδούχοι -η άλλη ομάδα- δέχτηκαν γκολ και ο κόσμος τους στις εξέδρες πανηγύριζε! Είχαν δεχτεί γκολ και πανηγύριζαν, γιατί δεν ήξεραν! Ήταν κάτι μαγικό και αστείο μαζί και μας έκανε όλους να γελάσουμε με την καρδιά μας!
Ήταν μια σεζόν που εξελίχθηκε σε γιορτή (και γι’ αυτό το λέω ότι το χάρηκα πολύ), με πολύ μεγάλα ονόματα να αγωνίζονται στις ομάδες, όπως ο Ντελ Πιέρο ή ο Ανελκά.
Αυτούς τους πέντε μήνες, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, ο Μαξ δεν ήθελε να μιλάμε σε βιντεοκλήση, αλλά μόνο να με ακούει στο τηλέφωνο. Όταν επέστρεψα πια, τον βρήκα στην πόρτα. Τον είδα ταραγμένο. Τον αισθάνθηκα να τρέμει και είπα μέσα μου πως δεν θα ξαναφύγω ποτέ. Γιατί αυτά τα χρόνια των παιδιών φεύγουν και δεν ξαναγυρίζουν και δεν γίνεται να είσαι απών.
Εγώ έτσι το έβλεπα. Θεωρώ ότι, όταν έχεις οικογένεια, δεν μπορείς να είσαι μακριά τους. Αν δεν είχα, ίσως είχα κυνηγήσει να πάω και Αμερική, στο MLS.
Στο μεταξύ, ήρθε πάλι μια πρόταση από Ινδία, από την ομάδα με έδρα στο Τσενάι και τον σπουδαίο Μάρκο Ματεράτσι που ήταν παίκτης-προπονητής εκεί, αλλά δεν προχώρησε. Και, έτσι, πήρα τη μεγάλη απόφαση.
Η απόφαση
Σταμάτησα, στα 32 μου χρόνια. Συνήθως, ένας τερματοφύλακας ωριμάζει, μετά τα 28 του, και μπορεί να παίξει, ακόμα και ως τα 38, σε πολύ καλό επίπεδο. Έχω σταματήσει το ποδόσφαιρο, από το 2015, και είμαι στα ίδια κιλά, στα οποία ήμουν.
Σίγουρα, θα μπορούσα να έχω συνεχίσει και να παίζω, ακόμη και τώρα. Αλλά πάλι λειτούργησε το ένστικτό μου, βάζοντας τις καταστάσεις στη ζυγαριά.
Δεν θα μπορούσα να μένω τόσον καιρό μακριά από την οικογένειά μου. Δεν θα ήμουν ο πατέρας που θα ήθελα να είμαι, για τα παιδιά μου.
Θα μπορούσα, μετά τον Απόλλωνα, να μείνω στην Ελλάδα, να έχω αλλάξει δέκα συλλόγους. Να “φθείρω” τον χαρακτήρα και την πορεία μου και αυτό ήταν κάτι που δεν ήθελα να ζήσω.
Και, γι’ αυτό, γύρισα τον διακόπτη! Συνειδητά! Και δεν το έχω μετανιώσει λεπτό!
Δεν έμεινα στο ποδόσφαιρο, για τους ίδιους λόγους. Είτε προπονητής ομάδας γινόμουν, είτε τερματοφυλάκων, είτε τεχνικός διευθυντής, θα συνέχιζα την ίδια ζωή, απλώς δεν θα έπαιζα.
Σε μια χώρα και σε ένα ποδόσφαιρο που δεν φημίζονται για τη σταθερότητα τους.
Ο Αλέξανδρος Τζόρβας είναι πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος
Photo Credits: Γεώργιος Δ. Μακρής
CHECK IT OUT:
Αλέξανδρος Τζόρβας: Αλλάζοντας Γάντια
Δημήτρης Πέλκας: Ολική Επαναφορά / Ροντέο
Στέφανος Κοτσόλης: Η μέρα που καθόρισε τη ζωή μου
Πέτρος Κανακούδης: Εδώ (δεν είναι) Βαλκάνια!
Στέλιος Μαλεζάς: Η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής μου
Σωτήρης Νίνης: Η ιστορία της ζωής μου – μέρος 1ο / Η ιστορία της ζωής μου – μέρος 2ο
Το ημερολόγιο ενός τερματοφύλακα