Το ποδόσφαιρο είναι να αναρωτιέσαι αν αυτοί που είναι στο γήπεδο μπορούν να ακούσουν ο ένας τον άλλον.
Τον διπλανό τους.
Τον συμπαίκτη τους στα δέκα μέτρα.
Τον προπονητή από την γραμμή.
Απορία εύλογη, όταν πάνω από τα κεφάλια τους βρίσκονται, συνωστίζονται 55.000 αλαλάζοντες οπαδοί. Δεν (πρέπει να) είναι εύκολο. Περισσότερο αντανακλαστικά, ακόμα και αυτό, θα γίνεται.
Τόσοι ήταν στο Etihad στις 6 Μαΐου 2019. Η Μάντσεστερ Σίτι υποδεχόταν τη Λέστερ, στην προτελευταία αγωνιστική της Premiership. Της πιο ανταγωνιστικής Premiership των τελευταίων ετών, με τους «Πολίτες» και τη Λίβερπουλ να πηγαίνουν πόντο-πόντο, γνωρίζοντας πως και έναν που θα άφηναν εδώ και εκεί στο φινάλε θα μετρούσε. Παρά δύο 100 μάζεψε ο Πρωταθλητής, έναν λιγότερο ο δεύτερος.
Ως το 70′, οι «Πολίτες» το μόνο που έβλεπαν μπροστά τους ήταν μπλε φανέλες. Παρατεταγμένες στο δικό τους τρίτο, κλείνοντας κάθε διάβα προς την εστία του Σμάιχελ.
Οι δύο στόπερ της Σίτι, ο Λαπόρτ και ο Κομπανί, οι τελευταίοι της διάταξής της, ήταν δέκα μέτρα κάτω από το ημικύκλιο της σέντρας, προς την περιοχή των «Αλεπούδων». Ο Γάλλος ήταν αυτός που πάσαρε στον Βέλγο. Αυτός, έχοντας κάνει ένα μικρό σπριντ 4-5 μέτρων, υποδέχεται την μπάλα και με κοντρόλ την προωθεί. Βρίσκει μια χαραμάδα χώρου και εκεί, πριν τη δεύτερη επαφή, φαίνεται πως για κλάσματα δευτερολέπτου ξαποσταίνει, φρενάρει.
Ο κάπτεν της Σίτι ορκίζεται πως άκουσε συμπαίκτες και πάγκο να του φωνάζουν, σε αυτό το κλάσμα του δευτερολέπτου της ατολμίας, να μην σουτάρει.
Παύση εδώ.
Δείξε μου τη βιβλιοθήκη σου
Η ιστορία της ζωής του. Οι παροτρύνσεις να μην κάνει κάτι. Τα απαγορευτικά. Γονιδιακά λες και ήταν.
Ο πατέρας του, μετανάστης από το Κονγκό, εκλεγμένος το 2019 Δήμαρχος του Γκνασχορέν, προαστίου των Βρυξελλών, ο πρώτος μαύρος και ο πρώτος μετανάστης Δήμαρχος στην ιστορία του Βελγίου. Και πάλι καλά, αφού είχε αναπτύξει έντονη αντικαθεστωτική δράση κατά του δικτάτορα Μομπούτου. Του κόστισε “μόνο” μιά-δυο φυλακίσεις σε στρατόπεδο εργασίας και, για να γλυτώσει τα χειρότερα, αφού ανάλογη τρίτη δεν θα υπήρχε, μετανάστευσε στις Βρυξέλλες. Εκεί ολοκλήρωσε τις σπουδές του, παίρνοντας πτυχίο μηχανικού, αναγκασμένος πάντα να δουλεύει διπλοβάρδια ταξί, για να συντηρήσει την πενταμελή οικογένεια που δημιούργησε.
Οικογένεια η οποία για το -κλασάτο και φημισμένο για την καλλιτεχνική ροπή των κατοίκων του- προάστιο Ουκλέ των Βρυξελλών, όπου και γεννήθηκε, ξεχώριζε. Στην όψη μόνο.
Η μητέρα του, η Ζοσλίν, λευκή, με καταγωγή από το πιο «αγροτικό χωριό του Βελγίου», όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος ο Κομπανί, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να δείξει την εσωστρέφεια του περιβάλλοντος όπου μεγάλωσε και δέχτηκε πολύ δύσκολα ως σύζυγό της έναν μαύρο, μετανάστη από την Αφρική.
Η Ζοσλίν όμως, συνδικαλίστρια, με χρόνια ακτιβιστική δράση, εργαζόμενη στην κρατική υπηρεσία εξεύρεσης εργασίας, όπως και ο Πιερ δεν πτοήθηκαν. Έκαναν την οικογένειά τους, μεταδίδοντας στα τρία τους παιδιά, πέραν της ανθεκτικότητας στα βλέμματα και τις κρίσεις, την έμφυτη αποδοχή της διαφορετικότητας, τη μάχη για την στήριξή της και την παιδεία ως όπλο απέναντι στον συντηρητισμό, όπου και αν αυτόν τον απαντούσαν.
Η οικογένεια Κομπανί μιλούσε λοιπόν γαλλικά στο σπίτι και ολλανδικά έξω από αυτό. Ο Βενσάν έμαθε στην πορεία της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας άψογα γερμανικά και αγγλικά, ενώ, παρότι τα υποτιμάει, η επάρκειά του στα ισπανικά και τα ιταλικά είναι κάτι παραπάνω από ικανοποιητική. Ξεχώρισε σε όλες τις βαθμίδες ενός πολύ απαιτητικού αλλά και ενδελεχούς συστήματος εκπαίδευσης, όπως είναι του Βελγίου, και αυτό, παρότι ξεκινούσε παράλληλα και μια ποδοσφαιρική καριέρα.
Μα και ως φτασμένος επαγγελματίας, από το 2012 και μετά, ό,τι πτυχίο πάνω στη διοίκηση επιχειρήσεων μπορούσε να βρει, ό,τι σχετικό ακαδημαϊκό μάθημα μπορούσε (και μπορεί ακόμη) παράλληλα με τις ποδοσφαιρικές του υποχρεώσεις να (παρ)ακολουθήσει, το έκανε χωρίς δισταγμό και δεύτερη σκέψη. Μπορεί να αρθρώσει λόγο για οποιοδήποτε θέμα της ευρύτερης πολιτικής, έχει δομημένη άποψη και επιχειρηματολογία, χωρίς να διστάζει -ακόμα και για “καυτές πατάτες”, εν καιρώ debate για το Brexit για παράδειγμα- να τη δημοσιοποιεί.
Δείξε μου την βιβλιοθήκη σου, να σου πω ποιος είσαι, άλλωστε. Και στη δική του βρίσκεις “φάτσα-φόρα” τις βιογραφίες του Νέλσον Μαντέλα, του Μαχάτμα Γκάντι, του Μπαράκ Ομπάμα, δοκίμια για την εξέλιξη της σύγχρονης πολιτικής σκέψης, ιστορικά βιβλία, κυρίως αφιερωμένα στην διαχρονική εξέλιξη της πατρίδας του πατέρα του, του Κονγκό. Βρίσκεις όμως και τις βιογραφίες του Σερ Άλεξ Φέργκιουσον, του Αρσέν Βενγκέρ, του Γιόχαν Κρόιφ, του Κουν Αγκουέρο.
Συμβόλαιο ο λόγος
Ποδόσφαιρο. Αυτό πρωτίστως έγινε το πεδίο της δικής του διαφυγής αλλά και των πρώτων μαχών του.
Ακόμα και στην προοδευτική -όπως πιστεύεται- κοινωνία της γενέτειράς του, το παρουσιαστικό του, το οικογενειακό του background έδιναν λαβές στους κακεντρεχείς, τους προπέτες, τους ρατσιστές. Ήταν καλός όμως. Ξεχώριζε. Μα, όπως κάθε τι στην καριέρα του, ξεκίνησε με ζόρια, με δυσκολίες.
Στα 14 του αποβλήθηκε από το σχολείο, γιατί οι υπεύθυνοι της Εθνικής ομάδας του Βελγίου δεν είχαν φροντίσει να ενημερώσουν τον Διευθυντή και να δικαιολογήσουν τις απουσίες που έκανε. Χρέωσε ευθύνη στον προπονητή του, τσακώθηκε μαζί του και αποχώρησε από κάθε τι ποδοσφαιρικό, με την… υπόσχεσή του πως δεν θα ξαναπαίξει ποτέ να αντηχεί στα αφτιά του. Τότε ήταν που έκανε την πρώτη του εγχείρηση (στο γόνατο), είδε τους γονείς του να χωρίζουν και να απειλείται με έξωση από το σπίτι του στο μπλοκ των εργατικών κατοικιών του Νόρντβαϊκ, όπου είχε μετακομίσει η οικογένεια.
Θα μπορούσε να είχε στραφεί οπουδήποτε τα κοινωνικά στερεότυπα ευκολότερα θα τον δέχονταν ως θέση, ως ρόλο, ως παρουσιαστικό. Το παραδέχεται, δεν το κρύβει πως απείχε ελάχιστα, μια απόφαση δευτερολέπτων, δύο σκαλιά, μια στροφή από το να πάρει τη λανθασμένη, τη σίγουρα καταστροφική -για τις όποιες ποδοσφαιρικές προοπτικές του- και δεδομένα διαφορετική -για την πορεία της ζωής του- ρότα.
Δεν έγινε. Άλλωστε, ήταν τόσο ταλαντούχος, ώστε δεν θα μπορούσαν να τον αφήσουν για πολύ εκτός ποδοσφαίρου όλοι όσοι τον είχαν δει να παίζει και να διακρίνεται.
Η Άντερλεχτ αναλαμβάνει πλέον την ποδοσφαιρική (και όχι μόνο) εκπαίδευσή του και τον εντάσσει, στα 15 του χρόνια, στις ακαδημίες της. Και σιγά-σιγά προσωποποιεί με την εξέλιξή του την αλλαγή του συστήματος ανάδειξης και προώθησης ταλέντων του βελγικού ποδοσφαίρου.
Δεν το ήξερε τότε, αλλά, όταν τρία χρόνια μετά, πριν την ενηλικίωση, έγινε ο νεαρότερος διεθνής με τους «Κόκκινους Διαβόλους» για κοντά μισό αιώνα, ξεκινούσε μια πορεία που θα τον μετέτρεπε στον φύσει και θέσει ηγέτη της (νέας) “χρυσής” γενιάς της Εθνικής Βελγίου.
Ως τότε, είχε και άλλα να αντιμετωπίσει. Τον επαγγελματισμό. Τα πάρεργά του. Με διαφορετικό απ’ ό,τι συνηθίζεται τρόπο.
Ατζέντης του γίνεται ο (γνωστός και στα μέρη μας, αφού εκπροσωπεί τον μετέπειτα επιθετικό του Ολυμπιακού, Ούγκο Κάιπερς) Ζακ Λιχτενστάιν, επειδή ήταν γνωστός του πατέρα του και η δική του εγγύηση ήταν η καλύτερη συστατική. Συστατική για συνεργασία ζωής, η οποία δεν χρειάστηκε ποτέ να επικυρωθεί με συμβόλαιο.
Δεκαέξι χρόνων ήταν ο Κομπανί, όταν πήρε στο κυνήγι Ιταλούς ατζέντηδες που τον επισκέφθηκαν σπίτι του με χαρτοφύλακες γεμάτους χρήματα, ώστε να υπογράψει σε αυτούς και έτσι να άφηνε και τον Λιχτενστάιν και την Άντερλεχτ.
Ο πιο ενοχλητικός των γειτόνων
Αυτό το έκανε για το Αμβούργο, με πώληση ρεκόρ στην ιστορία των «Μωβέ», στα 20 του. Προσοχή, δεν μιλάμε για το… τωρινό, το Αμβούργο των τελευταίων χρόνων, το οποίο κατρακύλησε στη Γερμανία, αλλά για το Αμβούργο που, τη σεζόν που προηγήθηκε της δικής του άφιξης, διεκδικούσε Πρωτάθλημα.
Είπαμε όμως.
Δυσκολίες, αρνήσεις, εμπόδια. Η ιστορία της ζωής του. Η ιστορία των ξεκινημάτων της ζωής του. Και αυτό στο Αμβούργο ανάλογο ήταν.
Τραυματίζεται σοβαρά και δεν παίζει καθόλου στην πρώτη του σεζόν, ενώ στην δεύτερη, κατά την οποία ουσιαστικά επιστρέφει, χρησιμοποιείται ως αμυντικός χαφ.
Στο τέλος εκείνης της χρονιάς έρχεται η αφορμή του διαζυγίου. Σηκώνει μπαϊράκι και πείθει τη διοίκηση του Γερμανικού συλλόγου να του επιτρέψει το ταξίδι στην Κίνα για τους Ολυμπιακούς στο Πεκίνο. Η συμφωνία ήταν πως θα αγωνίζονταν μόνο στα δύο πρώτα παιχνίδια της φάσης των ομίλων και μετά θα επέστρεφε στη Γερμανία. Στην πρεμιέρα όμως αποβάλλεται και έτσι, όντας τιμωρημένος στο δεύτερο, αποφασίζει να γράψει στα παλαιότερα των υποδημάτων του τη συμφωνία με το club και να επιμηκύνει την παραμονή του, αγωνιζόμενος και στο τελευταίο παιχνίδι των ομίλων, ώστε να βοηθήσει την Εθνική του ομάδα να πάρει την πρόκριση στα νοκ άουτ. Το Αμβούργο όμως πιέζει αφόρητα την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία του Βελγίου, η οποία και υπαναχωρεί και, σεβόμενη τη συμφωνία που είχε γίνει, τον στέλνει πίσω στον Γερμανικό Βορρά.
Σε κακό δεν του βγήκε.
Τόσο γιατί ως αρχηγός οδήγησε τους «Κόκκινους Διαβόλους» στο πρώτο τους Παγκόσμιο Κύπελλο μετά από 12 χρόνια (2014) και στο πρώτο τους Euro μετά από 16 (έστω και αν τα τελικά του 2016 τα έχασε λόγω τραυματισμού) όσο και γιατί το οριστικό της ρήξης του με το Αμβούργο τον έφερε στο Μάντσεστερ.
Ήταν ένα από τα τρία πρώτα αποκτήματα της νέας διοικητικής εποχής της Σίτι. Η πριγκιπική οικογένεια του Άμπου Ντάμπι ολοκλήρωσε την αγορά των «Πολιτών» στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2008, είχε όμως φροντίσει να χρηματοδοτήσει την καλοκαιρινή τους ενίσχυση. Η δική του προσθήκη πέρασε σε δεύτερη, αν όχι τρίτη, μοίρα. Και πώς να γίνει διαφορετικά δηλαδή; Κόστισε κάτι λιγότερο από “μόλις” 10 εκατ., ενώ ο Ρομπίνιο, ο οποίος τον ακολούθησε λίγες μέρες αργότερα, αποτέλεσε ρεκόρ -ως τότε- μεταγραφικής δαπάνης, με τη μετακίνησή του από τη Ρεάλ να κοστίζει 42.
Πόσο μάλλον από την στιγμή που και εκεί, στο Μάντσεστερ, το ξεκίνημά του είναι ανάλογο όλων των προηγουμένων της καριέρας του. Όχι τόσο με δική του ευθύνη, αλλά νομοτελειακά, αφού η μετάλλαξη σε ομάδα πρωταγωνιστική στην Premiership δεν αγοράζεται, αλλά επιβάλλει διαδικασία χτισίματος, την οποία απλώς μπορούν να επισπεύσουν τα (πολλά) χρήματα των Αράβων.
Δυσκολεύεται, γιατί εξακολουθεί τα χαΐρια του Αμβούργου, μοιραζόμενος δηλαδή σε ρόλους αμυντικού χαφ και -δευτερευόντως τότε- στόπερ. Μόνο μετά την έλευση του Ρομπέρτο Μαντσίνι εδραιώνεται στην άμυνα.
Και τα κομμάτια σιγά-σιγά μπαίνουν στη σωστή τους θέση.
Πρώτα, έρχονται οι προσωπικές διακρίσεις. Το περιβραχιόνιο. Ακολουθεί η παντρειά.
Με την Κάρλα, με την οποία και απέκτησε τρία παιδιά. Γέννημα-θρέμμα του Μάντσεστερ. Ο πεθερός του; “Φόλα” Γιουνάιτεντ. Δεν την απέφυγε τελικά. Έστω και εξ… αγχιστείας. Με το που είχε ξεκινήσει να παίζει στην Άντερλεχτ, ο τότε chief scout των «Κόκκινων Διαβόλων», ο αδερφός του Σερ Άλεξ, Μάρτιν, τον είχε επισκεφθεί (δις) στις Βρυξέλλες, προκειμένου να τον πείσει να ενταχθεί στους (άλλους, πέραν αυτών της Εθνικής του) «Κόκκινους Διαβόλους».
Η εικόνα των δυο τους, πεθερού και γαμπρού, στο ξεκίνημα της τελευταίας σεζόν του στο Etihad, να βλέπουν δίπλα-δίπλα στον καναπέ παιχνίδι της Γιουνάιτεντ, με τον πατέρα της γυναίκας του να φοράει τη φανέλα της, έγινε viral. Το στάτους του όμως δεν το επηρέασε. Είχε συμβάλει στο να μετατραπούν οι «ενοχλητικοί γείτονες» (σύμφωνα με την θρυλική δήλωση του «Φέργκι») σε καθεστηκυία τάξη της πόλης.
Τρία Πρωταθλήματα, δύο Κύπελλα, τρία League Cup, παρέλαση αστέρων, Νο.1 προορισμός των κορυφαίων της εποχής και πιθανότατα της ιστορίας, η απτή επιβεβαίωση του πόσο υπερβατικός ήταν ο αρχηγός των «Πολιτών» ως προς το στάτους του στο club, την κοινωνία της πόλης και των οπαδών.
Και όλα αυτά, πριν καν φτάσουμε σε εκείνο το κλάσμα δευτερολέπτου, στο κατάμεστο Etihad, στην προτελευταία αγωνιστική της σεζόν 2018-2019, με τη Σίτι να υποδέχεται τη Λέστερ, θέλοντας μόνο νίκη για να παραμείνει ψηλότερα της Λίβερπουλ, μα μέχρι το 70′ να είναι “κολλημένη” στο μηδέν κόντρα στις «Αλεπούδες».
Business plan
Παύση τέλος.
Τις φωνές, ανεξαρτήτως αν όντως τις άκουσε ή αν τις φαντάστηκε (υποσυνείδητα αρκούσε η υπενθύμιση πως εκτός περιοχής το τελευταίο του γκολ το είχε πετύχει έξι χρόνια νωρίτερα, ενώ η αμέσως προηγούμενη φορά που είχε πανηγυρίσει ήταν 13 μήνες πριν), από την στιγμή που έκανε το δεύτερο κοντρόλ και έφερε τη μπάλα “ζυγισμένη” μπροστά του, στο δεξί, δεν τις σκέφτηκε περισσότερο. Η μπάλα φεύγει τηλεκατευθυνόμενα από το δεξί του πόδι, διανύει σε χρόνο… μη αντίδρασης από τον κίπερ της Λέστερ τα 35 μέτρα που την χώριζαν από την εστία και καρφώνεται στο αριστερό της παραθυράκι.
Γκολ. Το. Της καριέρας του.
Αυτό που επέτρεψε στη Σίτι να κερδίσει εκείνο το παιχνίδι και τελικά να κατακτήσει εκείνον τον επικό τίτλο, με 98 βαθμούς έναντι 97 της Λίβερπουλ. Αυτό που επέτρεψε στους «Πολίτες» να πανηγυρίσουν ένα καινοφανές εγχώριο Τρεμπλ, με την κατάκτηση και του Κυπέλλου και του League Cup.
Και αυτό που τελικά αποτέλεσε και το ιδανικό του κατευόδιο από το Μάντσεστερ.
Ο Γκουαρντιόλα ήθελε να παραμείνει. Το dna του επίσης. «100% Κονγκολέζος. 100% Βέλγος. 100% Μάντσεστερ Σίτι», η φράση με την οποία αυτοπροσδιορίζεται.
Η προοπτική όμως του επαναπατρισμού στο club που τον ανέδειξε και για μια ξέχωρη περίσταση, αυτό ήταν που τον καλούσε να ασπαστεί τις δυσκολίες του, προερχόμενο από την πρώτη φορά ύστερα από 56 χρόνια που δεν κατάφερε να εξασφαλίσει ευρωπαϊκό εισιτήριο, δέλεαρ ακαταμάχητο.
Είχε προηγηθεί μια αποτυχημένη, οικονομικά και πρακτικά, απόπειρα να δραστηριοποιηθεί επιχειρηματικά στις Βρυξέλλες (άνοιξε δύο sport bars που τα έκλεισε σχεδόν αμέσως, αφού “έμπαιναν μέσα”).
Συνεπώς, για έναν εκκολαπτόμενο επιχειρηματία με κατάλληλες πλέον ακαδημαϊκές γνώσεις, αλλά και για ένα αθεράπευτα ποδοσφαιρικό ον, η ευκαιρία ώστε να αποτελέσει πρώτα παίκτη-προπονητή, μετά προπονητή και σταθερά τον θεμέλιο λίθο του business plan επιστροφής της Άντερλεχτ στην κορυφή του βελγικού ποδοσφαίρου δεν γίνονταν να περάσει ανεκμετάλλευτη.
Παύσης συνέχεια. Και κατάληξη.
Λίγο μετά την βολίδα, ο ατακαδόρος Γκάρι Νέβιλ (ναι, της Γιουνάιτεντ…), εργαζόμενος τότε ως σχολιαστής του «Sky Sports», πασχίζοντας να ακουστεί στον αέρα της live εκπομπής του καναλιού από τον αλαλαγμό που επικρατούσε στο γήπεδο (και ναι, αυτός περνούσε πανεύκολα, σε όλα του τα ντεσιμπέλ, από τους τηλεοπτικούς δέκτες), τον ρωτούσε, χωρίς προφανώς να περιμένει -εκείνη την στιγμή τουλάχιστον- απάντηση, «Πού θες το άγαλμά σου, Βενσάν Κομπανί;».
Στο Μάντσεστερ, έστω και μόνο στην μπλε μεριά του, δεν έχει ακόμη φιλοτεχνηθεί. Όχι πως (του) χρειάζεται. Έχοντας περάσει πια στους πάγκους, πλέον τον χρειάζονται περισσότερο. Ούτε μία, ούτε δύο, αλλά πέντε μαζεμένες αρνήσεις -τουλάχιστον από όσες δημοσιοποιήθηκαν- εισέπραξε η Μπάγερν στα τέλη της σεζόν 2023-2024, αναζητώντας τον θαρραλέο που θα αναλάμβανε να διαχειριστεί κάτι ανεπανάληπτο μετά από έντεκα διαδοχικές σεζόν: την Μπάγερν χωρίς τον τίτλο της Πρωταθλήτριας!
Ο έκτος, ο τελευταίος, ο Βέλγος, αποδέχτηκε την πρόκληση των Βαυαρών. Φέρνει κάπως με εκείνη που δέχτηκε, όταν μετακόμισε στο Μάντσεστερ. Τότε κάτι γεννιόνταν, τώρα κάτι ψάχνει να αναγεννηθεί. Αν η πορεία είναι ανάλογη, τότε τα εν αναμονή αγάλματα θα γίνουν δύο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ντιντιέ Ντρογκμπά, κάτι παραπάνω από ένας επιθετικός
Φερνάντο Τόρες, το τελευταίο σύμβολο
Ρουί Κόστα, ο τελευταίος των μαέστρων
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη