Δεν ένιωσα κενό από τη λήξη της ποδοσφαιρικής μου καριέρας έως την αρχή της προπονητικής μου διαδρομής.
Με το που τελείωσα ως ποδοσφαιριστής τον Μάιο του 2007 στην Κύπρο, λίγους μήνες μετά, τον Σεπτέμβριο, παρακολούθησα την πρώτη σχολή προπονητικής UEFA B στην Καβάλα.
Ήταν μια μετάβαση πιο εύκολη, διότι μπήκα κατευθείαν στο άλλο πεδίο, κάτι το οποίο όμως δεν ήταν και απλό.
Θα έπρεπε και πάλι να ξεκινήσω από το μηδέν και αυτό είναι πολύ σημαντικό, καθώς πολλές φορές κάποιοι ποδοσφαιριστές που έχουν παίξει σε υψηλό επίπεδο και ακολουθούν μετά την προπονητική θεωρούν ότι, επειδή έχουν αγωνιστεί σε αυτό το τέμπο, γνωρίζουν… τα πάντα! Αυτό είναι λάθος, πρέπει να ξεκινήσεις από το μηδέν, είναι κάτι καινούργιο!
Απλώς, το πλεονέκτημα που έχουμε όλοι εμείς που έχουμε παίξει ποδόσφαιρο και ειδικά σε υψηλό επίπεδο είναι ότι αυτά που λέμε και αυτά που προσπαθούμε να περάσουμε στους ποδοσφαιριστές μας είναι πράγματα τα οποία έχουμε βιώσει, έχουμε ζήσει μες στο γήπεδο. Άρα η εικόνα σου και η εμπειρία σου σε βοηθούν σε αυτό το κομμάτι…
Μετά το δίπλωμα προπονητικής, τελείωσα και το UEFA A, ενώ παράλληλα είχα μιλήσει με τον Παναθηναϊκό για να αναλάβω την ακαδημία του συλλόγου, απ’ όπου και ξεκίνησα την προπονητική μου καριέρα.
Ήμουν στην Κ16, μετά ήρθε η Κ18 και λίγο αργότερα ήρθε η πρόταση από την Εθνική ομάδα για να αναλάβω την Εθνική Παίδων.
Τότε Πρόεδρος στον Παναθηναϊκό ήταν ο Νίκος Πατέρας και Πρόεδρος στην Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία ο Σοφοκλής Πιλάβιος.
Κάνοντας μια σύγκριση μεταξύ της πρώτης μου εμπειρίας ως παίκτης στα 16 μου στον Πανιώνιο και της αντίστοιχης ως πρώτος προπονητής το 2016 στον Παναιγιάλειο, θα έλεγα ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές.
Βέβαια, κάποια συναισθήματα, όπως το άγχος, είναι κοινά, τα συναισθήματα της πρώτης φοράς…
Όταν είσαι ποδοσφαιριστής, το πρώτο μέλημά σου είναι ο εαυτός σου, έχεις να κάνεις μόνο με εσένα και αυτό από μόνο του είναι πιο απλό. πώς θα υπακούσεις τις εντολές του προπονητή σου, τι πρέπει να κάνεις μες στο γήπεδο, είναι πιο περιορισμένο το φάσμα των υποχρεώσεων που έχεις.
Όταν είσαι προπονητής, (δυστυχώς) έχεις να κάνεις με πάρα πολλά άτομα, τη διοίκηση, τους ανθρώπους “από πάνω”, τον Γενικό Αρχηγό, τους ποδοσφαιριστές, τους φυσικοθεραπευτές, τους γιατρούς. έχεις να διαχειριστείς μια πολύ μεγαλύτερη γκάμα ανθρώπων, άρα θα πρέπει να είσαι καλός διαχειριστής.
Κατά την άποψή μου, το μυστικό ενός καλού προπονητή δεν είναι ούτε η προπόνηση ούτε τίποτα άλλο αλλά το πώς θα μπορεί να διαχειρίζεται τα αποδυτήρια και να έχει όλον τον κόσμο ενωμένο, ώστε να μπορούν όλοι να δουλεύουν για τον ίδιο στόχο.
Ο προπονητής που έχει προϋπάρξει παίκτης με σημαντική πορεία και επιτυχίες ίσως να έχει ένα διαφορετικό ξεκίνημα, μια διαφορετική πρώτη εικόνα και προσέγγιση. Θεωρώ όμως ότι ο καθένας, είτε είναι γνωστός είτε είναι άγνωστος, για κριτήριο έχει τη δουλειά του μέσα και έξω απ’ το γήπεδο.
Έχουμε πάρα πολλά παραδείγματα μεγάλων ποδοσφαιριστών που μπήκαν στα αποδυτήρια και δεν έκαναν τίποτα απολύτως, ενώ αντίστοιχα υπάρχουν και εκείνοι που δεν έπαιξαν ποδόσφαιρο, αλλά κέρδισαν τον σεβασμό μέσα από τη δουλειά τους και έχουν κάνει μεγάλη καριέρα ως προπονητές.
Δεν έχει σημασία πόσο μεγάλος ποδοσφαιριστής έχεις υπάρξει ή πόσο μεγάλη μπάλα έχεις παίξει, σημασία έχει η δουλειά σου, το πόσο ενημερωμένος και αξιοπρεπής είσαι επάνω επάνω σε αυτή!
Στον Πανιώνιο έμεινα 12 χρόνια. Θα ευχόμουν να μακροημερεύσω και ως προπονητής!
Και όχι μόνο εγώ αλλά γενικά οι προπονητές στην Ελλάδα, γιατί πραγματικά ένα πρόβλημα που υπάρχει είναι ότι εδώ ο προπονητής αποτελεί το εύκολο και εξιλαστήριο θύμα σε κάθε περίπτωση.
Το θεωρώ μεγάλο λάθος, κάτι που το λένε πολλοί, αλλά πρέπει κάποια στιγμή να εξηγήσουμε με πολύ λίγα λόγια τι εννοούμε:
Ένας προπονητής, ξεκινώντας τη δουλειά του σε μια ομάδα, πρέπει να αξιολογηθεί για ένα ικανό χρονικό διάστημα. Είναι αδύνατον να κρίνεις έναν προπονητή μέσα σε έναν ή δύο μήνες. Δεν μπορεί κανένας προπονητής στον κόσμο να πάει σε μια ομάδα και μέσα σε τόσον λίγο καιρό να δείξει έργο. Είμαι λοιπόν υπέρ της αξιολόγησης και του να δίνεται χρόνος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι συμφωνώ με το να μένει κάποιος για μεγάλο διάστημα σε μια ομάδα, αν δεν κάνει.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα κρινόμαστε μόνο εκ του αποτελέσματος και αυτό είναι επίσης κάτι πάρα πολύ άσχημο.
Εγώ, απ’ την άλλη, είμαι πολύ τυχερός, γιατί τώρα, στην πορεία μου με την Καλλιθέα, έχω απέναντί μου ανθρώπους που από την αρχή, χωρίς να ξέρουν ακριβώς το τι θα ακολουθούσε (ανέλαβα την ομάδα σε μια πάρα πολύ δύσκολη περίοδο, με τα πάντα καινούργια, διοίκηση, οργάνωση, ποδοσφαιριστές), χωρίς κανέναν ενδοιασμό, μου έκαναν ένα συμβόλαιο κλειστό για δύο χρόνια. Μου έδωσαν από την αρχή την “άνεση”, οτιδήποτε και αν συμβεί, «προπονητής της ομάδας θα είσαι εσύ».
Αυτό για εμένα και για τα δεδομένα της Ελλάδας είναι κάτι πρωτόγνωρο. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μας πήγαν όλα τέλεια μες στη χρονιά, ήρθαν και άσχημα αποτελέσματα, αλλά ποτέ, μα ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι κρίνομαι από ένα ή δύο παιχνίδια. Αυτό λοιπόν δημιούργησε μια ελευθερία όχι μόνο σε εμένα αλλά και στο επιτελείο και τους ποδοσφαιριστές, καθώς κάτι τέτοιο “μεταδίδεται” σε όλους.
Θα ήθελα λοιπόν να βλέπω παραδείγματα όπως του αείμνηστου Ευγένιου Γκέραρντ στην Ελλάδα.
Όλα αυτά τα χρόνια ως παίκτης έζησα πολλές συμπεριφορές των προπονητών μου.
Επειδή είμαι ένας άνθρωπος που πάντα μου άρεσε η προπονητική, ακόμα και όταν ήμουν ακόμη παίκτης (και κυρίως προς το τέλος), προσπαθούσα να “διαβάσω” το παιχνίδι, να βλέπω πράγματα, τις προπονήσεις που κάναμε, όλη αυτή τη διαδικασία.
Και υπήρχαν συμπεριφορές προπονητών από τις οποίες άλλες μου άρεσαν και άλλες όχι.
Πάντοτε όμως, από τον κάθε προπονητή, ακόμα και από τον “αρνητικό”, από αυτόν που δεν μπορούσε να δώσει πολλά πράγματα, πάντα κάτι έπαιρνα, όλοι είχαν κάτι να σου δώσουν!
Πολλές φορές και τα αρνητικά που σου βγάζει ένας προπονητής μπορεί να σε βοηθήσουν στην πορεία σου, είναι χρήσιμα και αυτά.
Τώρα, ως προπονητής, όταν πρέπει να διαχειριστώ μια κατάσταση, είτε θετική είτε αρνητική, μπαίνοντας μες στα αποδυτήρια και προετοιμάζοντας τον εαυτό μου να μιλήσω στους ποδοσφαιριστές, προσπαθώ να φέρω τον εαυτό μου απέναντι και να σκεφτώ τι θα ήθελα εγώ να ακούσω από τον προπονητή μου.
Δεν προσπάθησα ποτέ να μιμηθώ κάποιους προπονητές, να κάνω τα ίδια που έκαναν. Θεωρώ ότι ο κάθε προπονητής είναι μοναδικός, είναι ένας.
Σίγουρα βέβαια επηρεάζεται από καταστάσεις, από προπονητές, από φιλοσοφίες, από τρόπο δουλειάς. Προσωπικά, έχω επηρεαστεί από τον συγχωρεμένο τον Γιάννη Κυράστα, εξαιρετικός προπονητής και πολύ μπροστά από εκείνες τις εποχές, και τον Άγγελο Αναστασιάδη, ο οποίος είχε δεχθεί πολύ μεγάλη κριτική, αλλά και εκείνος είχε πάρα πολλά θετικά. Ιδιαίτερη επίδραση πάνω μου είχε ο Φερνάντο Σάντος, επειδή ήμουν βοηθός του και σε επίπεδο Εθνικών ομάδων κάναμε μεγάλες επιτυχίες στο Euro και το Μουντιάλ.
Όλοι οι προπονητές με τους οποίους συνεργάστηκα ως παίκτης μου προσέφεραν θετικά στοιχεία και προσπαθώ να κρατήσω αυτά που ταιριάζουν στον εαυτό μου. Τα προσαρμόζω, δημιουργώντας τη δική μου φιλοσοφία και τον τρόπο με τον οποίον θέλω να λειτουργώ μέσα και έξω από το γήπεδο.
Όταν σε αξιώνει ο Θεός και καταφέρνεις να κοουτσάρεις μια ομάδα απ’ την οποία έχεις περάσει ως ποδοσφαιριστής, τα συναισθήματα είναι εντελώς διαφορετικά.
Στον Πανιώνιο ήμουν από “μωρό παιδί”, ήταν η ομάδα που αποτέλεσε το διαβατήριό μου για την μετέπειτα ποδοσφαιρική μου εξέλιξη. Έπαιξα σχεδόν 12 χρόνια, πάρα πολλά, συν εκείνα που ήμουν στην ομάδα από τις μικρές ηλικίες.
Οπότε η συγκίνησή μου, όταν ανέλαβα προπονητής, ήταν πολύ μεγάλη, όλα μού ήταν γνωστά.
Τα συναισθήματα ήταν πολύ μεγάλα και στην Καλλιθέα, όπου ανέλαβα προπονητής, ενώ είχα και εκεί αγωνιστεί.
Βέβαια, στην Καλλιθέα έμεινα ως παίκτης περίπου έναν χρόνο, αλλά και από εκεί έχω πολύ καλές εικόνες, γιατί έπαιξα σε μια πολύ καλή χρονιά για εμάς.
Είναι σημαντικό ότι πλέον ως προπονητής της ομάδας μπορώ να βρίσκομαι εκεί και να βοηθάω.
Η σχέση μου με τη διοίκηση στην Καλλιθέα είναι η εξαίρεση στον κανόνα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι άλλες διοικήσεις είναι κακές, απλώς στη χώρα μας υπάρχει μια πολύ μεγάλη αμφισβήτηση στο θέμα του προπονητή.
Η δυσκολία στη δική μας δουλειά είναι ότι θα πρέπει να ξέρεις να διαχειριστείς κυρίως το “από πάνω” κομμάτι, το “από πάνω” στρώμα. Το “από κάτω” είναι ok, είναι οι ποδοσφαιριστές σου, είναι αυτοί που οριοθετείς, θέτεις κανόνες από την αρχή και μέσα απ’ αυτό προσπαθώ να δημιουργήσω ένα πολύ καλό γκρουπ, ένα πολύ καλό κλίμα, με όρια και κανόνες.
Ξέρουν οι παίκτες μου ότι όποιος προσπαθεί να ξεπεράσει αυτά τα όρια θα με βρει απέναντί του. Αλλά, όσο είμαστε εκεί, στα όριά μας, οι συμπεριφορές είναι πολύ καλές.
Οι “από πάνω” είναι ένα θέμα δύσκολο. Κάθε ομάδα έχει και μια διοίκηση, στην οποία ο καθένας χρειάζεται διαφορετική διαχείριση, πράγμα καθόλου εύκολο. Θα πρέπει όμως πάντα να βρίσκεις την τομή και τον τρόπο ώστε να το καταφέρεις.
Η οικογένειά μου είναι “επιβαρυμένη” από την εποχή που έπαιζα ποδόσφαιρο, γιατί παντρεύτηκα αρκετά μικρός.
Είχα την ευτυχία και την τύχη να έχω δίπλα μου μια γυναίκα που από την πρώτη στιγμή σεβάστηκε και υποστήριξε αυτό που κάνω. Πραγματικά δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εκείνη (και το λέω με κάθε σιγουριά), πόσο μάλλον τώρα που είμαι προπονητής και οι υποχρεώσεις είναι πολύ μεγαλύτερες.
Ο προπονητής δεν σταματάει ποτέ, δεν ξεκουράζεται ποτέ, ακόμα και όταν οι παίκτες φεύγουν διακοπές, εγώ μαζί με τους συνεργάτες μου συνεχίζουμε την προετοιμασία της ομάδας για την επόμενη σεζόν.
Όλο αυτό έχει αντίκτυπο μέσα στο σπίτι και, αν δεν υπάρχει στήριξη και κατανόηση, τα προβλήματα θα είναι πολύ μεγάλα.
Το μεγαλύτερο “λαχείο” και η μεγαλύτερη τύχη στη ζωή μου είναι αυτός ο άνθρωπος που έχω δίπλα μου τόσα χρόνια, γιατί με βοήθησε σε πάρα πολλά κομμάτια, όχι μόνο στην εξέλιξή μου ως ανθρώπου ή επαγγελματία. Και το βασικότερο απ’ όλα, η γυναίκα είναι εκείνη που “κρατάει” ένα σπίτι και εν προκειμένω η σύζυγός μου το έχει καταφέρει αυτό αξιοθαύμαστα και αισθάνομαι την ανάγκη να το εξομολογηθώ.
Παρέμεινα στο ποδόσφαιρο από άλλο μετερίζι, γιατί πραγματικά το αγαπάω, έχω μάθει να βρίσκομαι μέσα στο γήπεδο, έχω μάθει να ζω με αυτό, δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ τον εαυτό μου έξω από αυτό.
Θα ήθελα οι άνθρωποι να με ξέρουν και να με θυμούνται ως κάποιον που πέρασε απ’ τον χώρο του ποδοσφαίρου ως ποδοσφαιριστής και ως προπονητής με αξιόλογο στίγμα και με αξιοπρέπεια, ως έναν άνθρωπο που πάντα ενέπνεε τον σεβασμό στους άλλους.
Όλα μου τα χρόνια παλεύω για την αξιοπρέπειά μου μέσα από το ήθος μου, ώστε για να μπορέσω να τελειώσω, να αποχωρήσω από τον χώρο του ποδοσφαίρου έχοντας αφήσει ένα καλό όνομα, να περνάω στον δρόμο, να με βλέπουν και να λένε «ο Λεωνίδας είναι ένα καλό παιδί».
Δεν με ενδιαφέρει να λένε ότι ήμουν ο μεγαλύτερος προπονητής ή ποδοσφαιριστής αλλά ότι είμαι ένας καλός άνθρωπος! Αυτό είναι το πιο σημαντικό για εμένα, αυτός είναι ο μεγαλύτερος τίτλος που πρέπει να έχει κάποιος στη ζωή του!
Ο Λεωνίδας Βόκολος είναι προπονητής ποδοσφαίρου και πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Στέλιος Μαλεζάς: Η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής μου
Γιώργος Κυριαζής: Ταξίδια Στο Άγνωστο
Φάνης Γκέκας: Τα Γκολ Της Ζωής Μου / Εθνική Υπόθεση
Τάκης Φύσσας: Λισαβόνα / Γι’ αυτό έφυγα από την Μπενφίκα / Campeão
Σωτήρης Νίνης: Η ιστορία της ζωής μου – μέρος 1ο / Η ιστορία της ζωής μου -μέρος 2ο
Αλέξανδρος Τζόρβας: Αλλάζοντας Γάντια / Ιστορίες Απ΄το Τέρμα