Από όταν ήμουν μικρό παιδί, ο μπαμπάς μου μου έδινε συνεχώς ποδοσφαιρικά ερεθίσματα.
Με έπαιρνε πολλές φορές μαζί του να βλέπουμε αγώνες, στο σπίτι, όποτε είχε ποδόσφαιρο, με έβαζε και το παρακολουθούσαμε μαζί, ενώ και ο ίδιος, παρότι δεν αγωνίστηκε κάπου επαγγελματικά, έπαιζε στην ομάδα του χωριού.
Ασχολήθηκα λίγο με κολύμβηση και στίβο, αλλά το ποδόσφαιρο ήταν αυτό που μου άρεσε περισσότερο, μάλιστα πήγαινα και έπαιζα συνέχεια μπάλα έξω από έναν φούρνο που έχουμε στη Μυτιλήνη ή στο απέναντι πάρκο.
Η πρώτη μου ποδοσφαιρική ανάμνηση είναι από τον Τελικό του Μουντιάλ του 2002 στη Νότια Κορέα-Ιαπωνία, τότε που η Βραζιλία του Ρονάλντο κέρδισε την Εθνική Γερμανίας με 2-0. Ακόμα και το μέγεθος της τεράστιας επιτυχίας της Ελλάδας στο Euro του 2004 δεν είχα προλάβει να το συνειδητοποιήσω τότε, καθώς ήμουν εννέα ετών.
Από τα «Λιονταράκια» της Μυτιλήνης…
Ο Βαγγέλης Σπανός, ο οποίος είχε στο νησί τις ακαδημίες του Ολυμπιακού, ήταν κουμπάρος με τον πατέρα μου και τότε στις ομάδες γινόταν πολύ καλή δουλειά, είχαμε μάλιστα και το πρώτο πλαστικό γήπεδο! Εγώ πρωτοξεκίνησα στο χωριό μου με τη μπάλα στο χώμα, πλέον όλα τα γήπεδα στη Λέσβο είναι με πλαστικό, αν δεν κάνω λάθος, αλλά στην Παναγιούδα υπάρχει ακόμη χώμα και δεν παίζει καμία ομάδα.
Έξι χρόνων ήμουν λοιπόν, όταν ο πατέρας μου με πήγε στις ακαδημίες «Λιονταράκια» του Ολυμπιακού.
Συμμετείχαμε σε διάφορα καμπ σε όλη την Ελλάδα και παίζαμε σε τουρνουά, κατεβαίναμε στο Καραϊσκάκης και βλέπαμε αγώνες του Ολυμπιακού, ενώ παράλληλα, επειδή ο κύριος Σπανός είχε σχέση με τον σύλλογο, κάποιοι παίκτες που διακρίνονταν στις ακαδημίες είχαν τη δυνατότητα να δοκιμαστούν στην ομάδα.
Εγώ δεν ήμουν από μικρός Ολυμπιακός, αλλά μέσω της ακαδημίας έβλεπα σχεδόν όλα τα παιχνίδια της ομάδας και θαύμαζα τους ποδοσφαιριστές της. Έχουν περάσει πολλοί μεγάλοι παίκτες, θυμάμαι ότι τότε μου έκανε εντύπωση ο Τζιοβάνι, ο οποίος, κατά τη γνώμη μου, ήταν από τους κορυφαίους ξένους που έχουν έρθει, φοβερός και ο Τζόρτζεβιτς, αλλά η αδυναμία μου ήταν ο Άντζας, ίσως και λόγω θέσης, για τον οποίον πιστεύω ότι, εάν αγωνιζόταν τώρα, θα έπαιζε πολύ μεγάλη μπάλα. Μου άρεσε επίσης και ο Δέλλας, ο μετέπειτα προπονητής μου στον ΟΦΗ.
Στην αρχή όλα τα παιδάκια πηγαίνουμε για να χαρούμε, να ασχοληθούμε με τον αθλητισμό και να είμαστε μέρος ενός συνόλου που παίζει ποδόσφαιρο και το απολαμβάνει. Αλλά, περνώντας τα χρόνια, με τις προπονήσεις άλλαξαν τα πράγματα. Ο μπαμπάς μου, για παράδειγμα, ο οποίος κάτι έβλεπε πάνω μου και ήθελε να φτάσω ψηλά, με πίεζε να τα δίνω όλα καθημερινά στις προπονήσεις και να μην τις χάνω ποτέ, ενώ ήμουν και τυχερός πάνω σε αυτό, γιατί με πήγαινε κάθε μέρα εκείνος.
Ταυτόχρονα, όταν παίζαμε με άλλες σχολές από άλλες πόλεις στα τουρνουά και η ομάδα πήγαινε καλά, ένιωθα ότι μπορώ κι εγώ να εξελιχθώ. Εμείς, τα παιδιά από την επαρχία, είμαστε πιο μακριά από τα κέντρα και είναι πιο δύσκολο να αναδειχθούμε και να κάνουμε το όνειρό μας πραγματικότητα, οι συνθήκες είναι δυσκολότερες από τις αντίστοιχες της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης.
Όσον αφορά στο σχολείο, τα πήγαινα πολύ καλά, μέχρι να φύγω από το σπίτι μου για να πάω στην ακαδημία του Ολυμπιακού, ήμουν πολύ καλός μαθητής και μίλαγα ήδη καλά δύο γλώσσες. Προσπαθώ να το λέω και στα παιδιά, στους συμπαίκτες μου, όταν μιλάμε καμιά φορά για τέτοια θέματα, ότι πρέπει να συνδυάζουμε το ποδόσφαιρο με την εκπαίδευση, διότι θεωρώ ότι το παιχνίδι παίζεται με το μυαλό.
Εάν το μυαλό δεν είναι προπονημένο για να μπορεί να αφομοιώνει πράγματα, δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στο υψηλό επίπεδο.
Μιλώντας για διάβασμα και εκπαίδευση, γνωρίζω φυσικά ποιος είναι ο Πραξιτέλης, υπήρξε ένας σπουδαίος Έλληνας γλύπτης, με τον «Ερμή» να αποτελεί το σπουδαιότερο έργο του! Ο πατέρας του πατέρα μου λεγόταν Πραξιτέλης, εμβληματικό όνομα, δεν λέω, επειδή όμως είμαι και κοντά στη θρησκεία, λίγο με στενοχωρεί, γιατί δεν είναι χριστιανικό, γιορτάζω των Αγίων Πάντων.
Ο πατέρας μου λοιπόν ήταν εκείνος που μου έδινε τα ερεθίσματα για το ποδόσφαιρο, αλλά και από τη μητέρα μου έχω “κληρονομήσει” πολλά, εξού και νιώθω πολύ ωραία, όταν επιστρέφω στο χωριό μου, στο σπίτι μου, στον φούρνο μου. Η μαμά μου είναι πρότυπο εργατικότητας, πάει στη δουλειά στις 05:00 και φεύγει στις 20:00, οπότε, όταν βλέπεις κάτι τέτοιο, παίρνεις κίνητρο. εμείς τρεις-τέσσερεις ώρες παίζουμε μπάλα και αυτό είναι όλο.
…στο ιστορικό διπλό του Emirates!
Όταν για πρώτη φορά πήγα στην Εθνική Παίδων, με είχε δει ο κύριος Θόδωρος Παχατουρίδης. Θα το λέω για όσα χρόνια παίζω μπάλα, χωρίς εκείνον θεωρώ ότι δεν θα έπαιζα στο επίπεδο που έπαιξα και για τον λόγο αυτόν τον ευχαριστώ και δημόσια. Αναμφισβήτητα βέβαια με βοήθησαν και οι προπονητές που είχα στον Αιολικό, και ο κύριος Κοκκινέλης και ο κύριος Σπανός.
Έπαιζα λοιπόν στη Μεικτή, στην Ένωση της Λέσβου, είχε έρθει ο κύριος Παχατουρίδης να δει έναν αγώνα με τη Σύρο, στον οποίον έτυχε να κάνω ένα πολύ καλό παιχνίδι, και μου είπε «θα σε φωνάξω στην Εθνική». Εγώ στην αρχή δεν το πολυπίστεψα, γιατί όλα τα άλλα παιδιά εκεί ήταν Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ κι εγώ ήμουν απλώς στον Αιολικό, δεν ήμουν σε επαγγελματική ΠΑΕ, οπότε το θεωρούσα δύσκολο.
Όντως όμως ήρθε η κλήση και παίξαμε δύο φιλικά στο γήπεδο της Δόξας Χέρσου στο Κιλκίς με την Εθνική Σερβίας. Αυτό ίσως και να κίνησε το ενδιαφέρον των παρατηρητών, γιατί ήμουν μια περίπτωση ιδιαίτερη, ο μόνος που δεν έπαιζε σε επαγγελματική ομάδα. Έτσι και έγινε η επαφή με τον κύριο Τζόρτζεβιτς, μίλησε με τον πατέρα μου και υπέγραψα στον Ολυμπιακό.
Όταν μιλάς για τον Ολυμπιακό και είσαι 18 ετών, η χαρά είναι απερίγραπτη, είσαι πολύ κοντά στο να κάνεις το όνειρό σου πραγματικότητα και να κάνεις τη δουλειά που αγαπάς από μικρό παιδί.
Σου δίνεται όμως και μια ακόμα δυνατότητα, να βοηθήσεις την οικογένειά σου, διότι, κακά τα ψέματα, οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές (πρέπει να) βοηθάμε, όσο μπορούμε, τις οικογένειές μας και να μην ξεχνάμε από πού ξεκινήσαμε, ποιοι άνθρωποι μας βοήθησαν πραγματικά και θα μας στηρίζουν μέχρι το τέλος. Προσωπικά λοιπόν, στους γονείς μου οφείλω το ότι κάνω τη δουλειά του ποδοσφαιριστή.
Όταν λοιπόν μου δόθηκε αυτή η ευκαιρία, δεν το πολυσκέφτηκα, πέρασα κάποια τεστ με τον κύριο Στορκ, τότε υπεύθυνο, υπέγραψα και μετέβην στην Αθήνα για να μείνω εσώκλειστος, διότι ήμουν κάτω των 18.
Από εκεί που έκανα προπόνηση με τον Αιολικό, βρέθηκα στου Ρέντη και έβλεπα την πρώτη ομάδα του Ολυμπιακού, κάτι πρωτόγνωρο για εμένα. Ένα όνειρο πραγματοποιούταν, αλλά και η ευθύνη μου μεγάλωνε. Όλο αυτό σε πεισμώνει περισσότερο και μεγαλώνει τη θέληση να βελτιωθείς, ούτως ώστε να φτάσεις στο επίπεδο της πρώτης ομάδας. Φυσικά, πήγα σεμνά και αυτή η σεμνότητα θα με ακολουθήσει σε όποιο σημείο και αν φτάσω, γιατί πάνω απ΄ όλα είμαστε άνθρωποι, η μόνη διαφορά είναι ότι εμείς παίζουμε 90 λεπτά μπάλα την Κυριακή.
Πριν φύγω από το σπίτι μου, έκανα μια συζήτηση με τον πατέρα μου και μου είπε «εάν σε έναν-δυο μήνες θες να γυρίσεις πίσω, εγώ δεν θα έρθω να σε μαζέψω». Έπρεπε να διεκδικήσω την ευκαιρία που μου δινόταν, ας φανταστεί κανείς πόσα παιδιά ήθελαν να είναι στη θέση μου. Και επειδή εμένα από μικρό παιδί μού άρεσε η προπόνηση και πάντα τα έδινα όλα, ήταν ένα πολύ καλό τεστ να δω εάν μπορώ να τα καταφέρω.
Μεγάλο ρόλο στην εξέλιξή μου έπαιξε και ο γυμναστής της ομάδας, Χρήστος Μουρίκης, τον ευχαριστώ ιδιαίτερα, ασχολήθηκε πολύ με εμένα και μου έβαλε τις βάσεις για να αγαπήσω την προπόνηση περισσότερο και να προσπαθήσω να φτάσω στην καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου. Τον κύριο Νικοπολίδη τον πρόλαβα ως βοηθό προπονητή, με είχε βάλει κιόλας σε έναν αγώνα Κυπέλλου με τον Φωστήρα, όντας υπηρεσιακός, αλλά τον είχα και στην Εθνική Ελπίδων.
Υπήρχαν πάρα πολύ μεγάλα ονόματα εκείνη την τετραετία. Οι Έλληνες ήταν πάντα δίπλα μου, ο Αβραάμ, ο Γιάννης Μανιάτης, ο Αντρέας Σάμαρης με στήριξαν από την πρώτη στιγμή, ήταν κοντά μου και στα λάθη, γιατί, όταν ανεβαίνεις από την ακαδημία, είναι εντελώς διαφορετικό το επίπεδο και οι ταχύτητες αλλάζουν.
Έχω συνυπάρξει επίσης με Μανωλά, Τσιμίκα και Σιόβα. Είχαμε ανέβει στην ομάδα με Τσιμίκα, Βέργο, Σάλιακα και χαίρομαι πολύ που αυτά τα παιδιά έχουν κάνει καριέρα και παίζουν πλέον σε υψηλό επίπεδο, χαίρομαι με τη χαρά τους!
Ενώ και στους ξένους το επίπεδο ήταν πολύ υψηλό, ήμουν με Σαβιόλα, Καμπιάσο, Ντομίνγκες, Κάμπελ, Βάις, Χολέμπας, φοβεροί παίκτες.
Όταν σε χωρίζει ένα γήπεδο, βλέπεις καθημερινά τους μεγάλους και συνειδητοποιείς ότι και στη δική σου ομάδα υπάρχουν πολύ καλοί παίκτες, λες ότι δεν είσαι και τόσο μακριά.
Ειδικά όταν υπάρχουν προπονητές όπως ο Μίτσελ, ο οποίος ήταν ο πρώτος που μας έδωσε τη μεγάλη ευκαιρία, ανέβασε πέντε-έξι παιδιά από την ακαδημία, μας πίστεψε. Έτσι, πιστεύεις και ο ίδιος για τον εαυτό σου ότι μπορείς να παίξεις με την πρώτη ομάδα, σε εποχές μάλιστα, κατά την άποψή μου, πιο δύσκολες απ’ ό,τι τώρα.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ επίσης ότι στον τόπο που γεννήθηκα, την Καλλονή, με είχε βάλει αλλαγή σε αγώνα Πρωταθλήματος, με έβαλε και σε αγώνες Κυπέλλου αλλά και στην πρώτη αγωνιστική μέσα στα Γιάννινα, μαζί με τον Μανώλη Σάλιακα μάλιστα.
Στον αγώνα εκείνον με τα Γιάννινα για το Πρωτάθλημα ο Μίτσελ έκανε κάποιες δοκιμές στην προπόνηση, αλλά δεν ήταν 100% σίγουρο ότι θα αγωνιζόμουν. Εν τέλει, ήμασταν με τον Μανώλη βασικοί και χάναμε 2-0 στο 15’. Όταν κάνεις ντεμπούτο και χάνει έτσι η ομάδα, είναι λίγο άβολο και σε παίρνει από κάτω, εκτός βέβαια απ’ το ότι δεν ήταν και κάτι σύνηθες για τον Ολυμπιακό. Ήταν λοιπόν δύσκολα, οπότε βγήκα αλλαγή στο ημίχρονο.
Πέρα από όλα αυτά όμως, όταν παίρνεις ένα Πρωτάθλημα και έχεις παίξει πολύ λίγα παιχνίδια, δεν καταλαβαίνεις ακριβώς τι έχει γίνει, δε νιώθεις ότι είσαι μέρος του συνόλου.
Στην περίπτωσή μου λοιπόν αυτό συνέβη, δεν ένιωθα ότι συνεισέφερα στην κατάκτηση των τίτλων, απλώς από την προπόνηση υπήρχε πάντα αυτή η αύρα του Πρωταθλητή, η νοοτροπία ότι πρέπει να κάνουμε καλή προπόνηση, να κερδίζουμε και να παίζουμε καλό ποδόσφαιρο, να πάρουμε το Πρωτάθλημα, ότι ο κόσμος έχει πολλές απαιτήσεις και δεν φτάνει μόνο η νίκη.
Με την πρώτη ομάδα δεν έρχονταν συχνά να με δουν οι γονείς μου, εξάλλου δεν ήταν και τόσο σίγουρο πότε και αν θα έπαιζα. Είχαν έρθει, θυμάμαι, σε κάποια παιχνίδια του Champions League που ήμουν στον πάγκο, όπως με την Μπάγερν Μονάχου, αλλά και σε παιχνίδια του αντίστοιχου Champions League της ομάδας Νέων, όπως με την Άντερλεχτ, την Άρσεναλ, την Μπενφίκα.
Το ντεμπούτο μου ήταν τον Οκτώβριο του 2013 σε αγώνα Κυπέλλου, Φωκικός-Ολυμπιακός 3-5 στην Άμφισσα, έπαιξα βασικός αριστερό μπακ, ούτε δεξί μπακ ούτε στόπερ. Ήταν πρωτόγνωρο συναίσθημα για εμένα, υπήρχε λίγο άγχος, περιμένεις μια ευκαιρία όλα αυτά τα χρόνια και πρέπει να σταθείς στο ύψος των περιστάσεων. Με βοήθησαν όλοι οι παίκτες, ιδίως οι πιο παλιοί. Έκανα ένα μέτριο παιχνίδι, αλλά, για να είμαι ειλικρινής, ένιωσα πιο άνετα, όταν μπήκαν ο Σάλιακας και ο Παπασάββας, ήμασταν δηλαδή μαζί οι πιτσιρικάδες.
Τρομερή εμπειρία και η νίκη στο Emirates ενάντια στην Άρσεναλ. Σφύριξε ο διαιτητής και δεν είχα καταλάβει ακόμη αυτό που είχε συμβεί. Αλλά μετά από δυο-τρεις μέρες συνειδητοποίησα ότι έκανα το μεγαλύτερο όνειρό μου πραγματικότητα, να παίξω στο Champions League, και μάλιστα ενάντια σε μια τέτοια ομάδα. Είχα πλέον αντιπάλους εκείνους τους παίκτες που μέχρι πριν τους έβλεπα από την τηλεόραση, έπαιζαν Οζίλ, Αλέξις Σάντσες, φοβερή ομάδα τότε η Άρσεναλ.
Σε εκείνο το ματς ο κύριος Μάρκο Σίλβα μού έδειξε ότι με εμπιστεύεται, ταυτόχρονα όμως, όταν συμβαίνουν όλα αυτά, όταν κάνεις ένα βήμα τη φορά, μεγαλώνει και η ευθύνη, το θες όλο και περισσότερο, οπότε τα δίνεις όλα.
Θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια τότε με τον προπονητή, επειδή ήταν και εκείνος αγχωμένος. Ήταν δίπλα μου Μαζουακού και Τσόρι Ντομίγκες και μου λέει «έλα να μπεις». Πάω κοντά του, είχε ένα χαρτί και μου λέει «θα μαρκάρεις man to man τον Μερτεζάκερ», έναν στόπερ 1.95, του λέω «ρε μίστερ, γιατί δεν τον μαρκάρει κάποιος άλλος;» και συμφωνεί «ας τον πάρει καλύτερα αυτός», δεν ήξερε τι έγραφε στο χαρτί, έτρεμε!
Μπήκα αλλαγή στη θέση του Κώστα Φορτούνη και με έβαλε μπροστά από τα στόπερ, ούτε δεξί μπακ ούτε στόπερ. Και ούτε στην προπόνηση είχαμε δοκιμάσει κάτι τέτοιο. Βέβαια, και τερματοφύλακας να μου έλεγε να μπω, θα το έκανα. Έτρεχα παντού, μου φώναζαν όλοι, γιατί κερδίζαμε 2-3 και ήμασταν έτοιμοι να πάρουμε ένα πολύ μεγάλο διπλό, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί τότε επί Αγγλικού εδάφους.
Με το μαχαίρι στα δόντια
Είχαμε φτάσει 4-5 Ιανουαρίου και τότε ο Ολυμπιακός είχε ανοίξει έναν δίαυλο με το εξωτερικό, στέλνοντας πολλούς παίκτες δανεικούς εκεί, πχ τον Κολοβό, τον Γούτα, τον Τζανδάρη. Περίμενα λοιπόν κι εγώ να πάω στο Βέλγιο να δοκιμαστώ, να δω πώς είναι το επίπεδο, να μετρήσω τις δυνάμεις μου. Εν τέλει, μου είπαν ότι θα πήγαινα στον Λεβαδειακό. Σκέφτηκα κι εγώ ότι ίσως ήταν μια ευκαιρία να παίξω Α’ Εθνική.
Καμιά φορά, όταν φεύγεις από μια ομάδα όπως ο Ολυμπιακός, στην οποία είναι όλα τέλεια, παραστάσεις και συνθήκες, και πας σε ένα άλλο περιβάλλον, σου φαίνονται όλα λίγο περίεργα. Πήγαμε σε μια ομάδα που κυνηγούσε την παραμονή, ήμασταν με το μαχαίρι στο στόμα σε όλα τα ματς, σε μια διαφορετική πόλη και έπρεπε να δείξω ότι μπορώ, ώστε αφενός να σωθεί η ομάδα με τη βοήθεια των συμπαικτών, αφετέρου να επιστρέψω στον Ολυμπιακό.
Όταν πια επέστρεψα μετά το καλοκαίρι, πήγαμε με τον πατέρα μου και τον μάνατζέρ μου να κάνουμε μια συζήτηση και είχα πει ότι δεν ήθελα να είμαι στον Ολυμπιακό και να μην παίζω. Όσα λεφτά και να παίρνει ένας ποδοσφαιριστής, πάντα θα θέλει να παίζει. Όταν αγαπάς το ποδόσφαιρο, θες να αγωνίζεσαι, είναι πολύ λίγες οι περιπτώσεις που κάθονται στα συμβόλαια.
Έβλεπα λοιπόν ότι οι συνθήκες για εμένα δεν είναι καλές, ότι δεν επρόκειτο να παίξω ούτε εκείνη τη χρονιά, σεβάστηκα τους λόγους για τους οποίους έκριναν έτσι οι υπεύθυνοι και ζήτησα να φύγω.
Μάλιστα, από μόνος μου είπα «βάλτε μου έναν όρο, επειδή σέβομαι τα χρόνια που είμαι εδώ και τα λεφτά που μου έχετε δώσει, να μην πάω σε ΠΑΟΚ, ΑΕΚ και Παναθηναϊκό», γιατί θεωρούσαν ότι ήθελα να φύγω, επειδή είχα πρόταση από αυτές τις ομάδες, κάτι που δεν ίσχυε, δεν είχα καμία πρόταση και για δύο μήνες όλοι οι κομμένοι, όλα τα παιδιά που δεν είχαμε ομάδα, κάναμε προπόνηση στου Ρέντη άλλες ώρες, εγώ, ο Κασάμι, ο Γιαννιώτας, ο Κάργας, ο Κολοβός.
Εν τέλει, ο κύριος Παύλου, τότε υπεύθυνος, μου είπε «θα πας στον Λεβαδειακό ξανά» και εγώ απάντησα ότι δεν θα ξαναπήγαινα.
Με αύρα αυτοπεποίθησης και… «Αστέρων»
Τότε έδωσε τη λύση ο Πρόεδρος του Ολυμπιακού, ο κύριος Βαγγέλης Μαρινάκης, «εντάξει, αφήστε το παιδί να φύγει, απ΄ τη στιγμή που δεν παίζει». Βέβαια, εγώ είχα ζητήσει να πάω στην προετοιμασία, να με δει ο κύριος Χάσι, ο οποίος είχε έρθει τότε από την Άντερλεχτ, και, αν δεν του έκανα, πολύ ευχαρίστως να έφευγα.
Αυτό δεν συνέβη, έμεινα ελεύθερος, είχε πάει 23 Αυγούστου και δεν είχα ομάδα, είχα άγχος εκτός των άλλων και για την οικογένειά μου, γιατί ήθελα να κλείσω κάπου, ούτως ώστε να μπορώ να βοηθάω τους δικούς μου, όποτε χρειαστεί. Τελικά, ο μάνατζέρ μου μίλησε με τον κύριο Δώνη και πήγα στην Κύπρο και τον ΑΠΟΕΛ μετά τον Δεκαπενταύγουστο.
Η Κύπρος για εμένα δεν ήταν άγνωστη, γιατί ο πατέρας μου δούλευε εκεί παλιότερα και από μικρό παιδί μού έλεγε κάποια πράγματα για τη χώρα, ενώ ο Γιώργος Δώνης, εδώ θεωρώ ότι θα συμφωνήσουν πολλοί συνάδελφοι, είναι ο καλύτερος προπονητής στο να σου δίνει αυτοπεποίθηση, καθώς τη διαθέτει και ο ίδιος, έχει μια αύρα που βγαίνει προς τους παίκτες και νιώθουν πολύ ελεύθεροι να παίξουν και να τα δώσουν όλα για αυτόν.
Η ομάδα του ΑΠΟΕΛ λοιπόν ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για εμένα, δεν είχα παίξει και πάρα πολύ στον Ολυμπιακό, ενώ μάλιστα η ομάδα τότε έδινε και προκριματικά με τη Σλάβια Πράγας και είχε περάσει στους ομίλους του Champions League, προοπτική που όχι απλώς μου άρεσε αλλά την ονειρευόμουν.
Θυμάμαι, σε αγώνα με τη Ρεάλ για την κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση είχαμε μια αψιμαχία με τον Κριστιάνο Ρονάλντο. Όταν μπαίνεις μέσα στο γήπεδο, απλώς θέλεις να κερδίσεις, όποιος κι αν είναι ο αντίπαλος, όσο δύσκολος κι αν είναι ο αγώνας, τους βλέπεις όλους ίδιους, έχω παίξει αντίπαλος πχ και με τον Χάρι Κέιν. Του έκανα λοιπόν ένα μαρκάρισμα, εγώ θεώρησα ότι δεν τον βρήκα, αλλά εκείνος ζήτησε φάουλ. Τέτοιοι παίκτες σε τέτοιες ομάδες, αν δεν πρόκειται για αγώνα πχ Ρεάλ-Μπαρτσελόνα, πιστεύω ότι θα πρέπει να δείχνουν σεβασμό στους αντιπάλους και να μην ζητούν τέτοια φάουλ.
Όλη αυτή η συμπεριφορά του δεν μου άρεσε, τον έσπρωξα, με έσπρωξε και αυτός, ήρθαμε σε μια αψιμαχία, βριστήκαμε λίγο, αλλά εν πάση περιπτώσει είναι τιμή μου που με έβρισε ο Ρονάλντο! Ωστόσο, μετά το τέλος του ματς ήρθε και μου έδωσε το χέρι και εγώ ανταποκρίθηκα. Είναι ο Ρονάλντο, υπάρχει σεβασμός και μέσα στο γήπεδο συμβαίνουν αυτά.
Το πρώτο μας παιχνίδι ενάντια στη Ρεάλ ήταν μέσα στο γήπεδό της και μου έχει μείνει, ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα, γιατί ήμουν βασικός στον πρώτο αγώνα για τους ομίλους του Champions League.
Πριν τον αγώνα συζητούσα με έναν συμπαίκτη μου, ενώ κάναμε ζέσταμα και το γήπεδο ήταν ακόμη άδειο, και του λέω «σιγά τώρα να μην έρθουν να δουν εμάς, τον ΑΠΟΕΛ», μου απαντά «ησύχασε, κάνε ζέσταμα και θα δεις ότι, όταν βγαίνουμε, θα είναι γεμάτο το γήπεδο» και συνεχίζω «καλά, ήρθα κι εγώ μια φορά στο Bernabéu και θα είναι άδειο;». Και όντως, βγαίνουμε στο ζέσταμα, εκεί που ανεβαίνεις τα σκαλιά, και είναι γεμάτο, ήταν σαν κινηματογραφικό στιγμιότυπο, απίστευτο συναίσθημα.
Μου έχουν μείνει όμως και τα δύο ματς με τη Ντόρτμουντ, πάλι για τους ομίλους του Champions League, καθώς δεν χάσαμε σε κανένα, πήραμε ισοπαλία και στους δύο αγώνες. Μάλιστα, στο τελευταίο λεπτό, στο 92′, μέσα στη Γερμανία και με το σκορ στο 1-1, τυχαίνει να βγω εγώ για σέντρα μες στη μικρή περιοχή και βγαίνει ο Σωκράτης Παπασταθόπουλος κάνοντας τάκλιν, δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο, σκέφτομαι ή ότι θα μπει αυτογκόλ ή ότι θα το βάλει δικός μας παίκτης, ήταν απίστευτο, λίγο πριν τη γραμμή! Και αν κερδίζαμε εκεί, θα περνούσαμε ως τρίτοι! Ακόμη το σκέφτομαι καμιά φορά.
Με νοοτροπία νικητή και… αρχηγού
Τριάμισι χρόνια έμεινα στην Κύπρο και έφυγα την περίοδο του covid. Από ένα σημείο και μετά αλλά και λόγω κάποιων συμβάντων, δεν γινόταν να συνεχίσω. Τότε είχα και ένα θέμα με τον πατέρα μου, αλλά κυρίως διαφωνούσα με καταστάσεις που είχαν συμβεί στην ομάδα, δεν μπορούσα να συνυπάρξω και να είμαι μάρτυρας σε πράγματα που με έβρισκαν αντίθετο.
Είχαμε μια πολύ καλή ομάδα, έπρεπε να συνεχίσουμε και να διεκδικήσουμε το Πρωτάθλημα επί ίσοις όρους με όλους, στην Ευρώπη είχαμε περάσει στους «32» και χάσαμε από τη Βασιλεία. Ήρθα λοιπόν σε κόντρα με κάποιους ανθρώπους, άφησα πίσω μου και ένα ποσό χρημάτων και κατάφερα να μείνω ελεύθερος.
Η μετάβασή μου στον ΟΦΗ ήταν από τις πιο εύκολες αποφάσεις που είχα πάρει στη ζωή μου.
Προπονητής τότε ήταν ο κύριος Γιώργος Σίμος, τον οποίον έτυχε να συναντήσω σε διακοπές μου στην Κρήτη και ο οποίος επάνω στις υπάρχουσες συζητήσεις μού είπε «σε θέλω στην ομάδα». Είχα και φίλους που έπαιζαν εκεί, την περασμένη χρονιά ο ΟΦΗ έπαιζε την καλύτερη, κατά τη γνώμη μου, μπάλα στην Ελλάδα, δηλαδή επί Γιώργου Σίμου και Περικλή Παπαπαναγή, οπότε γενικότερα μου άρεσε αυτό που έβλεπα, έβγαζε μια υγεία.
Στο τέλος της χρονιάς βέβαια έφυγε ο προπονητής, γιατί είχαμε κάνει ένα αρνητικό σερί 10 παιχνιδιών χωρίς νίκη, και ήρθε ο κύριος Νιόπλιας. Μαζί του παίξαμε όλα τα πλέι άουτ και έμεινε και την επόμενη χρονιά, όταν και παρουσιάσαμε πολύ καλό ποδόσφαιρο.
Ο Νίκος Νιόπλιας έχει τη νοοτροπία του νικητή, μιλάμε για έναν πολύ μεγάλο παίκτη, όταν έπαιζε, με φοβερό στιλ και φυσικά αποτελεί και μεγάλη σημαία και για τον ίδιο τον ΟΦΗ, είναι ένας τεχνικός που καταλαβαίνει την ιστορία της ομάδας και ξέρει το βάρος της φανέλας. Επίσης, με τους Έλληνες παίκτες υπήρξε μια πολύ καλή συνεργασία, μας παρακολουθούσε στενά, ένας άνθρωπος που βλέπει πάρα πολύ ποδόσφαιρο, που ξέρει παίκτες μέχρι και… στο Μεξικό, ενώ, όσον αφορά και σε εμένα προσωπικά, με στήριξε, μου μιλούσε ποδοσφαιρικά, προσπαθούσε να με κάνει καλύτερο.
Μαζί του, τη δεύτερη χρονιά, έγινα και αρχηγός. Παίζουμε ένα φιλικό προετοιμασίας με τον Εργοτέλη στο Γεντί Κουλέ και μου λέει «έλα να πάρεις το περιβραχιόνιο». Όταν όμως γίνεσαι αρχηγός μέσα σε έναν χρόνο, αυτό μπορεί ενδεχομένως να μην αρέσει σε κάποια παιδιά που είναι χρόνια στην ομάδα, πράγμα απολύτως κατανοητό. Τον ρώτησα λοιπόν πριν το φιλικό μήπως πρέπει να το ξανασκεφτεί, μήπως δημιουργήσουμε κάποιο πρόβλημα, καθώς δεν ήθελα να χαλάσω τα αποδυτήρια, και η απάντησή του ήταν «είναι δική μου απόφαση και είναι και απόφαση της διοίκησης».
Παίρνοντας το περιβραχιόνιο, αντιλαμβάνεσαι ότι πλέον έχεις και μεγαλύτερη ευθύνη, σιγά-σιγά (πρέπει να) δίνεις το παράδειγμα με τη στάση σου, τόσο στην προπόνηση όσο και στο γήπεδο, και μετά από ένα σημείο έρχεται και ο σεβασμός.
Εκτιμώ πολύ και τον τελευταίο προπονητή μου εκεί, τον Τραϊανό Δέλλα. Αποτελεί έναν πολύ καλό τεχνικό, η καριέρα που έχει κάνει τον έχει βοηθήσει πολύ να βλέπει διαφορετικά το ποδόσφαιρο, έχει πολλές απαιτήσεις καθημερινά, προσπαθεί να σε κάνει καλύτερο και εμένα προσωπικά, αυτό το λίγο που προλάβαμε να δουλέψουμε μαζί, με βοήθησε αρκετά, άλλωστε αγωνίζομαι και στη θέση που έπαιζε κι εκείνος. Κυρίως όμως τον εκτιμώ ως άνθρωπο, άντρας 100%, παλιάς κοπής, μια σπουδαία προσωπικότητα, απ’ τον οποίον πήρα μαθήματα και εξωγηπεδικά.
Γενικότερα, ο ΟΦΗ υπήρξε για εμένα σχολείο, σπίτι, απάγκιο και άλλα πολλά. Η ομάδα μού έδωσε τη δυνατότητα να φορέσω τη φανέλα της και είμαι τυχερός, γιατί εκτός των άλλων γνώρισα εδώ και κάποιους ανθρώπους που μπορώ να τους αποκαλέσω φίλους, γνωρίζοντας ότι η λέξη αυτή είναι πολύ δύσκολο να ειπωθεί και έχει βαθύ νόημα, ανθρώπους που με στήριξαν σε όποια δυσκολία είχα και που χάρηκαν με τις χαρές μου. Παρότι δεν είμαι Κρητικός, ο σύλλογος αυτός ήταν το σπίτι μου, έτσι το ένιωσα, έτσι θα το νιώθω για πάντα!
«Εις το επανιδείν»
Έτσι, μετά από τέσσερα χρόνια στην ομάδα, είναι πολύ δύσκολο να μαζέψεις σε κούτες τα πράγματά σου, την καθημερινότητα που έχεις χτίσει και τα 121 παιχνίδια που έχεις παίξει. Όλα στη ζωή βέβαια είναι ένας κύκλος, καλώς ή κακώς, κι εμείς δεν μπορέσαμε να βρούμε λύση με τον ΟΦΗ για να ανανεώσουμε το συμβόλαιό μου.
Δεν μου αρέσει να λέω «αντίο», είναι μακάβριο, σαν να ξέρεις ότι δεν θα ξαναβρεθείς κάπου ή με κάποιον, οπότε εν προκειμένω είπα «εις το επανιδείν». Μάλιστα, όταν μετά από χρόνια κλείσω την όποια ποδοσφαιρική πορεία θα έχω καταφέρει να κάνω, σκεφτόμαστε μαζί με τη γυναίκα μου να γυρίσουμε στην Κρήτη και να μείνουμε μόνιμα εκεί.
Στον δρόμο μου βρέθηκε και πάλι η Κύπρος, αυτή τη φορά μέσω του Απόλλωνα Λεμεσού. Είδα έναν πόθο προς το πρόσωπό μου από τους ανθρώπους της ομάδας, κατάλαβα ότι με εκτιμούν τόσο ως άνθρωπο όσο και ως ποδοσφαιριστή και έκανα μια πολύ καλή, κατά τη γνώμη μου, επιλογή για να συνεχίσω την καριέρα μου και να κάνω αυτό που αγαπώ, προσπαθώντας φυσικά να βάλω κι εγώ ένα μικρό λιθαράκι στην επίτευξη των στόχων της ομάδας.
Γιατί νιώθω τυχερός και ευλογημένος που κάνω τη δουλειά του ποδοσφαιριστή, που έχω κάνει το χόμπι μου επάγγελμα και πληρώνομαι από αυτό.
Βέβαια, όπως έχω αποδείξει και στο παρελθόν, τα λεφτά ούτε έπαιξαν ούτε θα παίξουν κάποιον ρόλο στη ζωή μου, έχω χαρίσει χρήματα, έχω χάσει χρήματα, αλλά δεν παραπονιέμαι.
Από εκεί και πέρα, όταν κάνεις σχέδια, ο Θεός και η ζωή γελούν. Έχω περάσει δύσκολα με την οικογένειά μου κι έχω καταλήξει στο ότι πρέπει να απολαμβάνουμε την κάθε μέρα, να ζούμε το σήμερα, να μην κάνουμε σχέδια και όνειρα, να είμαστε με ανθρώπους που μας εκτιμούν γι’ αυτό που είμαστε.
Ο Πραξιτέλης Βούρος είναι διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
CHECK IT OUT: Ανέστης Νάστος: Ραφαέλα
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιώργος Σίμος: Ζούμε για την Κυριακή
Νίκος Νιόπλιας: Με μια μπάλα στα πόδια