Ο Βολταίρος απορούσε, ρητορικά, «πόσο μεγάλο βάρος είναι ένα όνομα που έχει γίνει πολύ γνωστό;».
Ο Λόιντ Μπέρναρντ Φρι, ωστόσο, αρνούμενος κάθε είδους… «φιλοσοφία», είχε άλλα ερωτήματα. Προσωπικά, αλλά όχι εγωκεντρικά.
Απλώς, δεν κατάλαβε ποτέ γιατί το όνομά του -ειδικότερα όταν το άλλαξε- έγινε περισσότερο διάσημο στη μνήμη του κοινού, αντί για το εκπληκτικό ταλέντο του στο μπάσκετμπολ.
Δεν «παγιδεύτηκε» από αυτές τις απορίες.
Δεν «φυλάκισε» το μυαλό, την προσωπικότητα τον χαρακτήρα και τις πράξεις του από εκείνα τα ερωτήματα.
Η «ελευθερία» του επιβεβαιώθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1981, μία μέρα πριν από τα 28α γενέθλιά του.
Ήταν η μέρα που το «Λόιντ Μπέρναρντ» έγινε World B., εκφράζοντας και το πνεύμα του και τις ικανότητές του πάνω στο παρκέ.
World B. Free… Μία έμπνευσή του που αποτύπωνε ακριβώς και την πιστή μετάφρασή το ονόματος. Ένας «ελεύθερος κόσμος». Ο κόσμος του, έστω ο μικρόκοσμός του.
Δεν έκρυψε ποτέ πως τον ένοιαζε η έξωθεν καλή μαρτυρία.
Δεν αρνήθηκε ότι τον απασχολούσε η εξωτερική του εμφάνιση, ακόμη και την ώρα της προπόνησης ή του αγώνα!
Ο παλαίμαχος σταρ του ΝΒΑ παρέμεινε αυθόρμητος και αληθινός, πρωταγωνιστώντας στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές των 80’s.
Μία χρυσή αλυσίδα στον λαιμό, η οποία κρεμόταν και καθόριζε κάθε εμφάνισή του.
Σήμα-κατατεθέν, ένα φημισμένο και «σεσημασμένο» τζαμπ-σουτ, με τη μπάλα να φεύγει από το χέρι του ενώ έχει φτάσει σχεδόν πίσω από το κεφάλι του.
Μία κίνηση που αντέγραψε από τον αδερφό του, Τζο.
Σχεδόν αδύνατο να το σταματήσει κάποιος.
Σχεδόν απίστευτο στο μάτι, αλλά, συνάμα, και απόλαυση να το(ν) παρακολουθεί κανείς.
Είτε το(ν) χάζευε σε ένα ανοικτό playground είτε σε λαμπερό γήπεδο του ΝΒΑ.
Αν ο ύψους 1,88μ. World B. Free αγωνιζόταν στις μέρες μας, θα ήταν σταρ των social media.
Όχι μόνο για το πρωτότυπο όνομά του. Όχι απλώς για τη χάρη στο παιχνίδι και την αποτελεσματικότητά του.
Πριν καν προχωρήσει στην αλλαγή του μικρού ονόματός του, πολλά χρόνια πριν την αντίστοιχη αλλαγή του Ρον Αρτέστ σε «Metta World Peace», έφερε δύο «κουλ» παρωνύμια.
Το ένα ήταν το «Prince of Mid–Air», για το θεαματικό στυλ του και τα καρφώματα με 360 μοίρες περιστροφή γύρω από τον εαυτό του.
Το άλλο ήταν το «All–World», το οποίο του χάρισε o φίλος του, Χερμπ Σμιθ, στα ανοικτά γηπεδάκια στο Μπράουνσβιλ του Μπρούκλιν, για την ικανότητά του να πετυχαίνει απίθανα σουτ, με μεγάλο βαθμό δυσκολίας.
Ο Φρι γεννήθηκε στην Ατλάντα στις 9 Δεκεμβρίου 1953.
Η οικογένειά του, όμως, μετακόμισε όταν ήταν παιδί στη Νέα Υόρκη, όπου ο ίδιος έκανε από έφηβος γνωστό το όνομά του, στο μπάσκετμπολ.
Τράβηξε την προσοχή πολλών σκάουτερ στο γυμνάσιο Κάναρσι.
Κυρίως, όμως, κυριάρχησε στα ανοικτά γήπεδα του Μπρούκλιν.
Στα playgrounds του «Μεγάλου Μήλου» δεν γύριζε το κεφάλι αν τον φώναζες «Λόιντ».
Απαντούσε στην προσφώνηση «All–World», από το ομώνυμο παρατσούκλι ο φίλος του, Χερμπ.
Σε μία προ ετών συνέντευξή του στο περιοδικό «SLAM», ο Φρι θυμήθηκε πως «ο Χερμπ με αποκαλούσε “World” λόγω του μεγάλου άλματός μου και του γεγονότος ότι ακόμη και κόντρα σε πολύ ψηλότερους αντιπάλους, επιχειρούσα να καρφώσω ακόμη και με περιστροφή 360 μοιρών»!
»Έδινε σε όλους παρατσούκλια στο Μπράουνσβιλ του Μπρούκλιν και συχνά όλοι οι θεατές στα playgrounds φώναζαν ρυθμικά το παρωνύμιό μου».
Το «World»τον θεώρησε ιδιαιτέρως ελκυστικό και αποφάσισε να το κάνει επισήμως το μικρό όνομά του.
Εξηγώντας ότι «το αποφάσισα τη σεζόν 1981-82, όταν αγωνιζόμουν στους Γκόλντεν Στέιτ Ουόριορς. Πολλοί πίστευαν ότι ήταν ένα “αυτοανακηρυγμένο” όνομα…
»Ουσιαστικά με είχαν “βαφτίσει” έτσι στα ανοικτά γήπεδα. Μου άρεσε και το άλλαξα, χωρίς να αλλάξω ο ίδιος. Όπως και πριν, ό,τι έλεγα ότι θα κάνω, πήγαινα και το έκανα».
»Όταν το επισημοποίησα, έκανα μία “δήλωση”. Ήμουν πολιτικοποιημένος και η αλλαγή του ονόματος ήταν μία ευκαιρία να υπενθυμίσω στον κόσμο πως πρέπει να είναι πάντα ελεύθερος.
»Να το θυμάται αυτό κάθε φορά που θα λέει ή ακούει για μένα».
Αν και σε κολεγιακό επίπεδο αγωνίστηκε στο άσημο Γκίλφορντ (3ης κατηγορίας NCAA), δημιούργησε σταδιακά ένα καλό όνομα.
Οδήγησε το σχολείο του στον τίτλο του NAIA (National Association of Intercollegiate Athletics) το 1973 και δύο χρόνια αργότερα επιλέχθηκε στον 2ο γύρο, και στο Νο23, του, από τους Σίξερς.
Ολοκλήρωσε την καριέρα του με μ.ό. 20,3 πόντων ανά αγώνα.
Στις καλύτερες σεζόν του, μεταξύ 1978 και 1986, δεν «έπεσε» ποτέ κάτω από τους 24,7π..
Σαν ρούκι κατέγραψε 8,3π., όμως στη δεύτερη σεζόν του, το 1976-77, ανέβηκε στους 16,3, παρότι υποχρεώθηκε να «θυσιάσει» τις επιθετικές ικανότητές του.
Χρειάστηκε να προσαρμοστεί σε συμπληρωματικούς ρόλους, αρχικά δίπλα στον Τζορτζ ΜακΓκίνις και στην συνέχεια πλάι στον Τζούλιους Έρβινγκ, αλλά και τους Κάλντουελ Τζόουνς, Χένρι Μπίμπι και Νταγκ Κόλινς…
Από νωρίς αποκτήσει την ταμπέλα του «εγωιστή», λέγοντας με ειλικρίνεια πως «δεν μπορώ να κρύψω πως συχνά ένιωθα ακριβώς έτσι».
Παραδεχόταν ότι «η φήμη μου ήταν άσχημη. Το γνώριζα. Όλοι έλεγαν πως ήθελα μόνο να σουτάρω και να μιλάω συνεχώς.
»Όμως σε αυτή την ομάδα των Σίξερς και οι 12 παίκτες ήθελαν τη μπάλα και η μπάλα ήταν μόνο μία! Το να μην κλείνω το στόμα μου, ήταν κάτι σαν αντίδραση και μηχανισμός άμυνας για να ακούγομαι κι εγώ, στην “σκιά” του ΜακΓκίνις και του “Dr. J”».
Έστω και ερχόμενος συνήθως από τον πάγκο, βοήθησε τη Φιλαδέλφεια να φτάσει ως τους Τελικούς του 1977, χάνοντας με 4-2 από το Πόρτλαντ του Μπιλ Ουόλτον.
Το 1978, πάντως, μετακόμισε στους Σαν Ντιέγκο Κλίπερς, μετρώντας 28,8 και 30,2π. μ.ό. σε δύο χρονιές, όμως έχασε ισάριθμες φορές τον τίτλο του κορυφαίου σκόρερ από τον Τζορτζ Γκέρβιν.
Μάλιστα, θεωρούσε τον σταρ των Σπερς ως «τον δυσκολότερο αντίπαλο που είχα ποτέ. Μπορούσε να πετύχει εις βάρος σου 45π. σε ένα ημίχρονο δίχως να ιδρώσει. Αφήστε ποτ όποτε εγώ σκόραρα 50π., εκείνος πετύχαινε 52π.»!
Από τις δύο σεζόν στους Κλίπερς έλαβε ως «παράσημο» την ανάδειξή του στη δεύτερη καλύτερη πεντάδα του ΝΒΑ το 1979, με τους Φιλ Φορντ, Ουόλτερ Ντέιβις, Μπομπ Ντάντριτζ και Καρίμ Αμπντούλ-Τζαμπάρ, αλλά και τη μοναδική παρουσία του σε All Star Game (με 14π.-5ασ.), το 1980.
Συνέχισε την καριέρα του στους Ουόριορς και, συνολικά, στα 13 χρόνια που έπαιξε στο ΝΒΑ, για Φιλαδέλφεια (δις), Σαν Ντιέγκο, Γκόλντεν Στέιτ, Κλίβελαντ, Χιούστον, σημείωσε 17.955 πόντους σε 886 αγώνες.
Έμεινε με το παράπονο πως «λόγω της υποτιθέμενης εγωιστικής διαγωγής μου, το ΝΒΑ δεν με άφησε να παίξω παρά μόνο σε ένα All Star Game.
»Οι συγκυρίες με έστελναν συνεχώς σε ομάδες που “χτίζονταν” από την αρχή. Οι καλές ομάδες δεν με άγγιζαν.
»Στο Σαν Ντιέγκο, από τις 27 νίκες της σεζόν χωρίς εμένα, φτάσαμε στις 43. Στο Γκόλντεν Στέιτ, από τις 24 ανεβήκαμε στις 39.
»Στο Κλίβελαντ δεν πετύχαμε πολλά, ωστόσο ενώ σε κάποια ματς είχαν μόλις 1.500 θεατές, όταν έπαιξα εκεί το γήπεδο ήταν γεμάτο!».
Στους Καβς, με κόουτς τον Τζορτζ Καρλ, οδήγησε την ομάδα του στα πλέι οφς το 1985, αν και είχαν αρχίσει τη σεζόν με ρεκόρ 2-19!
Ήταν πρώτη παρουσία τους στην ποστ-σίζον μετά το 1978 και ολοκληρώθηκε με αποκλεισμό (3-1 νίκες) από τους μετέπειτα φιναλίστ Σέλτικς στον 1ο γύρο.
Το 1986 επέστρεψε για μισή σεζόν στους Σίξερς και όταν τον αποδέσμευσαν (με μ.ο. 5,8π., τον χαμηλότερο της καριέρας του), αγωνίστηκε στο USBL και κατέκτησε τον τίτλο και το βραβείο του MVP με τους Μαϊάμι Τρόπικς.
Στα 34 του, γνώριζε ότι λίγοι κόουτς θα ρισκάρουν να τον αποκτήσουν.
Ο Μπιλ Φιτς, ωστόσο, τον πήρε στους Ρόκετς, παρακολουθώντας τον να σκοράρει 37π. σε 31΄ στη νίκη 116-114 στο Σακραμέντο, στις 12/11/87!
Η απογοήτευσή του για τη δεύτερη απομάκρυνσή του από τη Φιλαδέλφεια έγινε νέο κίνητρο.
Επισημαίνοντας πως «όταν με έδιωξαν οι Σίξερς, απογοητεύτηκα για λίγο.
»Όμως κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και είπα: “Εγώ θα είμαι πάντα εγώ και κανείς δεν θα μου πει ποτέ ότι είμαι τελειωμένος. Θα τελειώσω με τον δικό μου τρόπο”».
Το δικό του «my way», αλλά και γενικότερα η καριέρα του, ακούστηκαν το 2007 στο τραγούδι «This Is Me» του ράπερ Common.
Ο ίδιος ο World B. Free φαίνεται ότι είχε μία ιδιαίτερη σχέση με τη ραπ.
Καθώς πριν καν το πρώτο εμπορικό κομμάτι της σκηνής, το «Rapper’s Delight» από Sugarhill Gang, το 1979, φέρεται να είχε τραγουδήσει κάτι αντίστοιχο, στο Χριστουγεννιάτικο πάρτι των Κλίπερς, το 1988.
Ο World B. Free είναι εδώ και αρκετά χρόνια διευθυντής ανάπτυξης παικτών και «πρεσβευτής» των Σίξερς.
Αν και σχεδόν μόνιμα χαμογελαστός, επιμένει ότι «το ΝΒΑ, ενώ επιθυμούσε να απολαμβάνει το σόου μου, δεν με άφησε να παίξω σε καλές ομάδες που διεκδικούσαν τίτλους».
Θεωρεί πως ίσως έφταιγε η νοοτροπία του, το ελεύθερο πνεύμα του.
Αναπολεί τις αναμετρήσεις με τον παλαίμαχο γκαρντ, Νέιτ «Tiny» Άρτσιμπαλντ, «ο οποίος πάντα θύμωνε, διότι ενδιαφερόμουν για τα μαλλιά και τα ρούχα μου όταν έπαιζα στα ανοικτά γήπεδα της Νέας Υόρκης.
»Εγώ ήθελα και να δείχνω ωραίος και να σκοράρω»!
Δεν ξεχνά τον συγκάτοικό του στις αποστολές των Σίξερς, τον αείμνηστο «Ντάριλ Ντόουκινς, που «ήταν τεράστιος, φαινόταν τρομακτικός, όμως είχε καρδιά μικρού παιδιού», αλλά και ένα στοίχημα 100 δολαρίων, ώστε ο «Chocolate Thunder» να… πιεί καυτερή κινέζικη μουστάρδα!
«Δεν πίστευα ότι θα το κάνει… Όταν το ήπιε, τα μάτια του έγιναν κατακόκκινα και ίδρωσε!
»Μπήκαμε στο ασανσέρ και έλεγα από μέσα μου “θεέ μου, ωραίος τύπος”!
»Στο δωμάτιο έτρεξε στο μπάνιο και μερικά δευτερόλεπτα αργότερα ακούστηκε μία κραυγή…
»Όταν βγήκε, σχεδόν δεν τον γνώριζα στην όψη, όμως του έδωσα τα 100 δολάρια».
Ο παλαίμαχος γκαρντ των Σίξερς δεν αποχώρησε με απωθημένα.
Είχε τα παράπονά του, καθώς κοινό και Τύπος τού είχαν προσδώσει την ταμπέλα «ατομιστής», όμως σαν άνθρωπος ήταν «έξω καρδιά» και, αυτό που λέμε στα μέρη μας, «περιβόλι»!
Στη συνέντευξη στο περιοδικό «SLAM» είχε αποκαλύψει και ένα περιστατικό με τον Τζούλιους Έρβινγκ, όταν ο τελευταίος έφτασε στη Φιλαδέλφεια.
«Ο Dr.J ήταν ένας τύπος που κάρφωνε από τη γραμμή των βολών και η εξέδρα των γηπεδούχων αντιπάλων δεν “πάγωνε”, αλλά τον αποθέωνε.
»Ήρθε από το ΑΒΑ και αμέσως δεν “ψάρωσε” ούτε δίπλα στον ΜακΓκίνις.
»Ωστόσο, η πρώτη φορά που κατάλαβα πόσο διάσημος είναι ήταν συνοδηγός μου σε ταξίδι από τη Νέα Υόρκη στη Φιλαδέλφεια…
»Είχαμε αργήσει για την προπόνηση και έτρεχα με πολλά χιλιόμετρα. Ο Τζούλιους ήταν δίπλα, αλλά είχε ρίξει πίσω το κάθισμα και κοιμόταν. Από τη βιασύνη, ανέπτυξα μεγάλη ταχύτητα και ένα περιπολικό μας ακολούθησε και μας ζήτησε να σταματήσουμε.
»Όταν ο αστυνομικός μού ζήτησε άδεια και δίπλωμα και με ρώτησε γιατί έτρεχα, του απάντησα ότι είμαι στους Σίξερς.
»Δεν φαίνεται να με πίστεψε και του έδειξα πως δίπλα μου κοιμάται ο Dr.J. “Αυτός είναι. Απίστευτο! Κοίτα το άφρο μαλλί του!”, είπε ο αστυνομικός.
»Μου ζήτησε να τον ξυπνήσω για να τον χαιρετήσει. Του απάντησε πως ο “γιατρός” χρειάζεται ξεκούραση, πριν από την προπόνηση στην οποία βιαζόμασταν να πάμε.
»Ο αστυνομικός μού είπε να τον ακολουθήσω, άναψε τον φάρο και μας συνόδευσε ως το γήπεδο!».
Μπορεί ο World B. Free να νιώθει ότι το ΝΒΑ δεν τον σεβάστηκε αρκετά, όμως εκείνος είχε σεβασμό για τους μεγάλους αντιπάλους του και για όσοι τον παρακολούθησαν, τον θεωρούν θρύλο.
Ομολόγησε προ ετών πως «λάτρευα τον Ερλ Μονρό και τον Ουόλτ Φρέιζιερ από τους Νικς».
Σε εκείνη τη συνέντευξη στο «SLAM», πάντως, αποκάλυψε μία μελαγχολική εμπειρία που είχε με τον Φρέιζιερ, παιδικό ίνδαλμα του Νίκου Γκάλη…
«Σε ηλικία 14 ετών, σε ένα ματς στο “Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν” περίμενα στο τέλος μέσα στη βροχή για ένα αυτόγραφο του Φρέιζιερ.
»Εμφανίστηκε δείχνοντας “κακός”, με την κάπα και το καπέλο του! Τον πλησίασα και του ζήτησα να υπογράψει, αλλά εκείνος μου είπε “δεν μπορώ τώρα”… Ομολογώ ότι πληγώθηκα. Ένα παιδί ήμουν και τον θαύμαζα.
»Επτά χρόνια αργότερα ήμουν αντίπαλός του στο ΝΒΑ. Σε ένα ματς ήρθα από τον πάγκο και πέτυχα 20 γρήγορους πόντους ενώ με μάρκαρε εκείνος!
»Αυτό έκανα κάθε φορά που τον είχα ως αντίπαλο. Όταν με ρώτησε, μία βραδιά, γιατί παίζω τόσο δυνατά και παθιασμένα εναντίον του, του είπα την ιστορία και με κοίταξε απορημένος και σοκαρισμένος! Γι’ αυτό κι εγώ δεν αρνήθηκα ποτέ να δώσω αυτόγραφο».
Ο Βολταίρος έλεγε ότι «κάθε άνθρωπος είναι δημιούργημα της εποχής του. Λίγοι είναι εκείνοι που μπορούν να ανυψωθούν πάνω από τις ιδέες του καιρού τους».
Ο Λόιντ Μπέρναρντ Φρι, ακόμη και με αμφισβητήσεις ή «αντιρρησίες», μάλλον, το κατάφερε.
Αλλά και να μην το είχε κάνει, ο World B. Free πέτυχε κάτι άλλο που υποστήριζε ο Βολταίρος…
«Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος όταν θελήσει πραγματικά να είναι».