Τον Ιανουάριο του 2021 έφυγα από τον Παναθηναϊκό για την Πάρμα.
Πριν συμβεί αυτό, βίωσα μια περίεργη περίοδο με τους «Πρασίνους». Παρότι έπαιζα σε όλα τα ματς και περίμενα να ανανεώσω, δεν μου είχε γίνει κάποια πρόταση μέχρι τις τελευταίες ημέρες, ενώ ταυτόχρονα έβλεπα πολλά παιδιά να συζητούν με τους υπευθύνους για τις ανανεώσεις τους. Περίμενα, περίμενα, είχε φτάσει 31 Δεκεμβρίου και δεν είχε συμβεί τίποτα.
Συνεπώς, είχα δύο επιλογές. Είτε έπρεπε να μείνω έξι μήνες άπραγος είτε να βρω μια ομάδα και να πάρω μεταγραφή. Ήδη με είχαν ρίξει στη Β’ ομάδα, μας είχαν βάλει μαζί με άλλους τρεις παίκτες και τρέχαμε μόνοι μας, ενώ προηγουμένως έπαιζα σε όλα τα ματς! Ήταν λίγο ακραίο δηλαδή όλο αυτό, το οποίο μάλιστα έγινε επί Μπόλονι, ο οποίος όμως ήταν και εκείνος που με είχε βάλει να παίζω και με είχε αναδείξει, άρα θεωρώ ότι δεν ήταν θέμα προπονητή.
Το “σχολείο” του Παναθηναϊκού
Στον Παναθηναϊκό πήρα αρκετά μαθήματα, γιατί είχα κοντά μου μεγάλες προσωπικότητες. Όταν είχα πάει στην ομάδα, ήταν ο κύριος Σαμαράς, ο κύριος Μάρκος, ο κύριος Φραντζέσκος, όλοι τους άνθρωποι που ήθελαν το καλό σου και την εξέλιξή σου. Εγώ βέβαια μεταγενέστερα ήμουν πιο κοντά με τον κύριο Φύσσα, τον κύριο Νταμπίζα και τον κύριο Δώνη, μεγάλα ονόματα του ποδοσφαίρου που γνώριζαν τη διαδρομή, είχαν εμπειρίες και μόνο θετικά μπορούσες να τραβήξεις από εκείνους.
Όσοι παίκτες κατάφεραν να γίνουν “σφουγγάρια” και να απορροφήσουν τα περισσότερα που μπορούσαν προχώρησαν. Εκείνοι που δεν έδιναν προσοχή θεωρώ ότι έμειναν στάσιμοι.
Με αυτόν όμως που ήμουν πιο κοντά απ’ όλους ήταν ο κύριος Ταράσης, ο οποίος βρισκόταν περισσότερο μέσα στο προπονητικό κέντρο, οπότε είχαμε και πιο πολύ χρόνο μαζί. Ήταν άνθρωπος πιο παλαιάς εποχής, έβλεπε και το ποδόσφαιρο διαφορετικά, με αποτέλεσμα να έχεις να ακούσεις και να μάθεις πολλά πράγματα μέσα από τις συζητήσεις μαζί του.
Ένα από τα βασικότερα που έμαθα στον Παναθηναϊκό είναι ότι από τη μία στιγμή στην άλλη, από εκεί που είσαι απλώς ένας παίκτης της ακαδημίας και δεν έχεις στο μυαλό σου τίποτα, μπορεί ξαφνικά να βρεθείς να παίζεις με την ΑΕΚ, με τον ΠΑΟΚ, με τον Ολυμπιακό. Αλλά και το ανάποδο. Από εκεί που είσαι στα ψηλότερα, μπορεί να πας πίσω στη Β’ ομάδα και να τρέχεις μόνος σου.
Ο Παναθηναϊκός γενικά πιστεύει στα παιδιά του, αλλά δεν τους δείχνει και την άπειρη εμπιστοσύνη, ότι δηλαδή «είμαστε μαζί σου».
Ωστόσο, πρόλαβα να έχω να θυμάμαι κομβικές στιγμές στην πορεία μου με το «Τριφύλλι». Καταρχάς, το ντεμπούτο μου με την Παναχαϊκή για το Κύπελλο Ελλάδος. Ο κύριος Δώνης ήταν εκείνος που είχε επιλέξει να παίξω. Μια μέρα πριν, πάνω-κάτω, μπορείς να καταλάβεις εάν θα παίξεις ή όχι. Και επειδή ήταν ένα ματς θεωρητικά εύκολο, θα χρησιμοποιούνταν παίκτες της ακαδημίας. Ο κόουτς σού έδινε να καταλάβεις, μέσω της προπόνησης και των παικτών με τους οποίους θα ήσουν στο δίτερμα την παραμονή, «α, είμαι βασικός». Την ημέρα του παιχνιδιού, από το πρωί σού δίνει τις οδηγίες, οπότε καταλαβαίνεις και έχεις τον χρόνο να προετοιμαστείς.
Το δεύτερο ματς που θυμάμαι είναι και το καλύτερό μου με τη φανέλα του Παναθηναϊκού, αγώνας ενάντια στην ΑΕΚ, στον οποίον και κερδίσαμε με 2-1, είχα κάνει μάλιστα και μία ασίστ στον Κουρμπέλη έπειτα από ντρίμπλα. Το αθηναϊκό ντέρμπι ήταν κομβικό για εμάς, το χρειαζόμασταν, γιατί τότε ήταν μια περίοδος που λεγόταν ότι «δεν υπήρχε χημεία στην ομάδα», ότι «ο Παναθηναϊκός αυτός δεν αξίζει», είχαν δημιουργηθεί κάποια θέματα, οπότε έπρεπε όλοι οι παίκτες κάπως να αντιδράσουμε. Κερδίσαμε και αποδείξαμε σε όλους ότι δεν παίζουν ρόλο τα ονόματα αλλά το πόσο ομάδα είσαι.
«Πού θα πας μακριά»;
Είμαι ένα παιδί από το Καπαρέλλι και βρέθηκα λοιπόν στα 19 μου στην Πάρμα! Ήταν τέσσερεις-πέντε ημέρες που είχε περάσει ο Γενάρης, κάποιες ομάδες είχαν ενδιαφερθεί για εμένα, αλλά οι περισσότερες έλεγαν ότι, «αφού σε ένα εξάμηνο είσαι ελεύθερος, θα σε περιμένουμε τότε να υπογράψεις». Ωστόσο, εγώ δεν ήθελα να μείνω άπραγος για τόσο πολύ, οπότε, με βάση το συμβόλαιο που μου έδινε εκείνη την περίοδο η Πάρμα, αποφάσισα να πάω στην ιταλική ομάδα.
Ήταν λίγο γρήγορο, λίγο βιαστικό, δεν το περίμενα, απ’ τη μια μέρα στην άλλη έφτιαξα τις βαλίτσες κι έφυγα, χωρίς να κάτσω να το πολυσκεφτώ, σήμερα μου το είπαν, σε δύο ημέρες έφυγα. Πολλά συναισθήματα, ανυπομονησία, προσμονή, άγχος, όλα μαζί με πλημμύρισαν. Γιατί από τη μία είχα το όνειρο να πάω στη Serie Α, απ’ την άλλη έλεγα «πώς θα φύγω; Εδώ δεν έχω παίξει εδώ, θα παίξω εκεί που θα πάω;».
Βέβαια, έπαιρνα ένα καλό συμβόλαιο πολύ νωρίς. Όταν είσαι 19 και πέφτουν όλα μαζί λοιπόν, εκεί χρειάζεται να έχεις και κάποιους ανθρώπους που θα είναι δίπλα σου και θα σου πουν «ξέρεις κάτι, είναι ένα καλό βήμα, μπορείς να το κάνεις». Τον ρόλο αυτό έπαιξαν ο πατέρας μου και η μητέρα μου, οι οποίοι και με καθησύχασαν λίγο.
Ο πατέρας μου έχει παίξει ποδόσφαιρο, ήξερε πάνω-κάτω τι γίνεται και η επιθυμία του ήταν να φύγω για το εξωτερικό. Η μητέρα μου, όπως όλες οι μάνες, έλεγε «πού θα πας μακριά;». Και επειδή είμαι παιδί που δεν τα λέω, δεν είχα πει «φεύγω», μέχρι να μπω στο αεροπλάνο. Το ήξερε ο πατέρας μου, το είχε πει στη μάνα μου, εγώ όμως δεν της το είχα πει. Μέσα από το αεροπλάνο πια της είπα «πάω στην Πάρμα», γιατί ήξερα ότι, εάν το έκανα πιο νωρίς και δεν το κρατούσα λίγο, θα ξεκινούσε αυτά που λένε όλες οι μάνες.
Ήξερα ότι πήγαινα σε έναν τεράστιο σύλλογο, η οργάνωση ήταν απίστευτη, οπότε περίμενα τη μεγάλη διαφορά στις εγκαταστάσεις, τα γήπεδα, τις συνθήκες, το πρόγραμμα. Απλώς δεν περίμενα την προπόνηση τόσο πιεστική, τόσο τακτική, κάναμε και επί τρίωρο θέματα τακτικής, δεν κουνιόμασταν, απλώς ακούγαμε.
Το πρώτο τρίμηνο ήταν πολύ ζόρικο, πολύ περισσότερο επειδή η ομάδα περνούσε μια κρίση, δεν έπαιρνε νίκες και ήταν στις τελευταίες θέσεις της βαθμολογίας, οπότε ήταν ακόμα πιο δύσκολο για μένα να προσαρμοστώ. Οι προπονητές δεν μου έδωσαν το θερμό καλωσόρισμα, όπως για παράδειγμα αυτό που συνάντησα μετά στην Αλμέρε, είχα τη χειρότερη εμπειρία.
Κάτι επιπλέον αρνητικό ήταν ότι δεν μιλούσε αγγλικά ο προπονητής μου, ο Ντ’ Αβέρσα, και εγώ από την άλλη δεν ήξερα ιταλικά, υπήρχε ένα χάσμα, μέχρι να μάθω εγώ τη γλώσσα, δύο μήνες μετά δηλαδή, δεν είχαμε ανταλλάξει κουβέντα!
Σε συνδυασμό με τις ήττες που έκανε η ομάδα, τα πράγματα χειροτέρευαν. Με αντιμετώπισαν λίγο και ως παιδί-πρότζεκτ μιας ακαδημίας παρά ως έτοιμο παίκτη. Ωστόσο, όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι στην ομάδα με αγκάλιασαν για να προσαρμοστώ, με βοήθησαν, μου βρήκαν σπίτι.
Θεωρώ ότι τους Έλληνες γενικά δεν μας υπολογίζουν πολύ, ειδικά όσο πάμε στα πιο παλιά χρόνια. Στο ποδόσφαιρο, ο Σέρβος ή ο Αυστριακός πχ πουλάνε πιο πολύ. Τώρα κάπως έχουν αλλάξει τα πράγματα και γίνονται μεταγραφές Ελλήνων στο εξωτερικό. Βέβαια, στην Ιταλία έχουν αγωνιστεί πολλοί Έλληνες παίκτες, όπως ο Γεωργάτος, ο Καραγκούνης, αλλά και πιο νέα παιδιά, όπως ο Κυριακόπουλος, ο Λυκογιάννης, οπότε εν τέλει θεωρώ ότι δεν θα άλλαζε κάτι, εάν δεν ήμουν Έλληνας και ήμουν πχ Άγγλος ή Γερμανός.
Συμπαίκτης του Μπουφόν
Στη θητεία μου στην Πάρμα αποκόμισα τη μεγάλη εμπειρία της συνύπαρξης με τον Μπουφόν! Πρόκειται για έναν τρομερό άνθρωπο, δεν μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει και να φανταστεί το πόσο απλός είναι. Όλοι θεωρούν ότι, λόγω των χρημάτων που έχει κερδίσει, της καριέρας που έχει κάνει, του πόσο τεράστιο όνομα είναι, θα είναι και απρόσιτος. Δεν μπορεί λοιπόν να διανοηθεί κανείς τον τρόπο του, το πώς ερχόταν στην προπόνηση καθημερινά, όσα έλεγε, το πόσο χαλαρός ήταν.
Επειδή ήταν και μεγάλος στην ηλικία, ήταν σαν πατέρας όλων στα αποδυτήρια, ιδιαίτερα παιδιών όπως εγώ στα 21-22. Επίσης, εκείνος στα 42 του δεν ήταν και κανένα τέρας προπόνησης, είχε έρθει όμως για να βοηθήσει την ομάδα να ανέβει, στο ματς πολεμούσε και έκανε τα πάντα άριστα, έβγαζε αποκρούσεις και πέναλτι, πάλευε για τη φανέλα, γιατί την αγαπούσε, κάτι που το έδειχνε σε όλους.
Κάποια στιγμή στην προετοιμασία είχαμε πιάσει οι δυο μας την κουβέντα για ώρα, του είχε κάνει πρόταση ο Ολυμπιακός και μιλούσαμε για την Ελλάδα. Μου είπε ότι ήθελε να έρθει στη χώρα μας, του άρεσαν οι οπαδοί και το όλο κλίμα, αλλά στη συνέχεια τού εμφανίστηκε η πρόταση της Πάρμα και δεν μπορούσε να πει «όχι», καθώς ήταν ο παιδικός του σύλλογος.
Πλέον ήξερα και μιλούσα φαρσί τα ιταλικά, δύο μήνες αρκούσαν για εμένα, χάρη στον Γιώργο Αλαφογιάννη, να είναι καλά ο άνθρωπος, παίζει να μην μιλούσα ποτέ, αν δεν ήταν εκείνος. Κι αναμφισβήτητα θα είχα πρόβλημα, γιατί κανένας στην Ιταλία, από τους ανθρώπους της ομάδας μέχρι σε ένα καφέ ή στο σούπερ μάρκετ, δεν μιλάει αγγλικά, ίσως λίγο οι νέοι, οπότε πρέπει να συνεννοηθείς στα ιταλικά.
Απ’ την Πάρμα έχω να θυμάμαι ωραίες στιγμές, όπως το ντεμπούτο μου, στο οποίο βέβαια γνωρίσαμε την ήττα από τη Σασουόλο. Τελειώνοντας το ματς, έρχεται ο Ζερβίνιο και μου λέει ότι είχα παίξει πάρα πολύ καλά. Όταν λοιπόν παίρνεις κομπλιμέντα από έναν τόσο μεγάλο παίκτη, πάει να πει ότι μάλλον έκανες κάτι καλά. Και στο επόμενο παιχνίδι, με τη Σαμπντόρια, πήρα τα συγχαρητήρια του Μπρούνο Άλβες, μετέπειτα Τεχνικού Διευθυντή της ΑΕΚ.
Γενικά έζησα καλές εμπειρίες, υπήρχαν ματς που έπαιξα πολύ καλά και με πολύ κόσμο, η κορύφωση όμως σε αυτά τα τρία χρόνια ήρθε με την κατάκτηση του Πρωταθλήματος της Serie B, του πρώτου μου Πρωταθλήματος ως επαγγελματίας.
Στις αρχές όμως, όπως ανέφερα και παραπάνω, ήταν δύσκολα, το πρώτο εξάμηνο έκανα δύο ματς στη Serie Α, ήταν λάθος το όλο κλίμα, προβλήματα η ομάδα, έριξα το φταίξιμο σε εμένα, στη συνέχεια προσβλήθηκα από κόβιντ, έχασα την προετοιμασία, ήρθαν κάποιοι άλλοι παίκτες, είχα χάσει τη θέση μου, προσπαθούσα να την ξανακερδίσω.
Ξαναλλάξαμε προπονητή, πάρα πολύ δύσκολη περίοδος, στη συνέχεια όμως, επειδή μου δόθηκε η ευκαιρία και γενικά είχα πολύ καλές εμφανίσεις, απέκτησα την αυτοπεποίθηση που ζητά κάθε ποδοσφαιριστής. Το 2023 είχα παίξει και τα επτά ματς του Πρωταθλήματος, ήμουν αρκετές φορές στη καλύτερη ενδεκάδα της αγωνιστικής.
Ωστόσο, με τον ερχομό ενός άλλου παίκτη στη θέση μου ήταν σαν να διαγράφηκα από την Πάρμα. Ήταν ο Ντι Κιάρα, παίκτης από τη Β’ κατηγορία. Με το που ήρθε, χωρίς καν προετοιμασία, εγώ τέθηκα εκτός και αναζητούσα τον λόγο για τον οποίον συνέβη αυτό. Ποτέ δεν πήρα απάντηση, μέχρι και σήμερα δηλαδή, δεν ασχολήθηκα παραπάνω, αλλά μου έμεινε η πικρία.
Άλλη αυτοπεποίθηση στην Ολλανδία
Πάντως, ό,τι και αν συνέβη, δεν σκέφτηκα ποτέ να γυρίσω Ελλάδα, το είχα δέσει στο μυαλό μου, απ’ όταν είχε τελειώσει η σεζόν το 2024 και σηκώσαμε το Πρωτάθλημα της Serie B, έλεγα την επομένη ότι δεν υπάρχει Ελλάδα. Και για αυτό ήταν και το πρώτο καλοκαίρι που δεν υπήρχε πρόταση από ελληνικό σύλλογο, δεν μπήκα καν σε διαδικασία να μιλήσω, οπότε πήγα Ολλανδία.
Η ποιότητα ζωής στην Ιταλία είναι αναμφισβήτητα εξαιρετική, αλλά και στην Αλμέρε υπάρχει κάτι αντίστοιχο. Πρόκειται για μια πόλη αραιοκατοικημένη με πολλές διεξόδους, η οποία είναι δίπλα στο Άμστερνταμ, 20 λεπτά απόσταση. Υπάρχει ζωή, έχεις αρκετά πράγματα να κάνεις, πολύ πράσινο, μια καινούργια πόλη με το πιο σύγχρονο mall. Το άξιο αναφοράς είναι ότι μέχρι το 2010 περίπου αυτή η πόλη δεν υπήρχε καν, ήταν έκταση με ποτάμια και πεδιάδα, τα δημιούργησαν όλα στη συνέχεια, κτήρια, εταιρείες σπίτια, χώρους αναψυχής, γήπεδα κτλ.
Όσον αφορά στην παρουσίασή μου στην ομάδα, αυτή πραγματοποιήθηκε με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, ανέβασαν ένα βίντεο στο οποίο φαίνομαι να σπάω πιάτα!
Όταν πήγα να υπογράψω, μου είπαν ότι ήθελαν να κάνω κάτι ιδιαίτερο για να με παρουσιάσουν. Με πήγαν λοιπόν στην ταβέρνα «Γειά μας», η οποία ανήκει σε έναν Έλληνα, τον Κώστα, και μου είπαν να πετάξω πιάτα. Στην αρχή παραξενεύτηκα, δεν ήξερα τι είχαν στο μυαλό τους, αλλά τελικά το αποτέλεσμα ήταν πολύ ωραίο με χιούμορ, είμαι κι εγώ άνθρωπος του χιούμορ, οπότε όλα καλά. Συχνή μάλιστα η μετέπειτα παρουσία μου σ’ εκείνη την ταβέρνα, η οποία έχει πάρα πολύ ωραίο φαγητό, γενικότερα όμως υπάρχουν ελληνικές ταβέρνες είτε κοντά στην Αλμέρε, είτε στο Άλκμααρ, είτε στο Αϊντχόβεν, περιοχές που ζουν και εργάζονται εξάλλου πολλοί Έλληνες.
Στο ποδοσφαιρικό κομμάτι, τα δεδομένα στο Ολλανδικό Πρωτάθλημα είναι επίσης διαφορετικά. Οι άνθρωποι βρίσκονται πάνω από τον ποδοσφαιριστή, θέλουν να δουλέψουν τα μειονεκτήματά σου και να βελτιωθείς εσύ. Εάν βελτιωθείς εσύ, εάν βοηθηθείς, θα βοηθήσεις κι εσύ με τη σειρά σου την ομάδα και θα έχουν κέρδος από εσένα. Στην Ιταλία θεωρώ ότι δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην ομάδα. Θέλουν πρώτα να πετύχει τους στόχους συνολικά η ομάδα και στη συνέχεια, εάν καταφέρουν, να κοιτάξουν τον ποδοσφαιριστή.
Στην Ολλανδία επίσης ο ποδοσφαιριστής έχει “ελευθερίες”, πολλούς χώρους για να χρησιμοποιήσει τις ικανότητές του, ιδιαίτερα ο επιθετικός, οι χώροι είναι πιο ανοιχτοί, χαίρονται το ποδόσφαιρο περισσότερο και υπάρχει μια χαλαρότητα ακόμα και στην ήττα. Στην Πάρμα δεν θα το έβλεπες αυτό, δεν θα έβλεπες τους οπαδούς μετά από ήττα να είναι «όλα καλά, δεν τρέχει τίποτα», θα άκουγες και τα μπινελίκια σου.
Έχοντας λοιπόν περάσει από την Πάρμα και πιο πριν φυσικά από τον Παναθηναϊκό, ομάδες με απαιτητικούς φιλάθλους που ασκούν πίεση, θεωρώ ότι αυτή η χαλαρότητα ίσως δεν κάνει καλό, ότι δεν προχωράς με το “παραγωγικό” άγχος.
Παρόλ’ αυτά, στην Ολλανδία βρέθηκα βασικός, σαν να γύρισε η σελίδα, απέκτησα μια άλλη αυτοπεποίθηση, μια άλλη σιγουριά, αισθάνθηκα πιο σημαντικός, άλλωστε αυτός ήταν και ο σκοπός της μεταγραφής μου.
Και προχωράω μπροστά με μότο μου μία λέξη, την οποία μάλιστα έχω κάνει και τατουάζ. Πίστη. Εάν δεν έχεις πίστη πρώτα εσύ στον εαυτό σου, δεν θα έχει κανένας πίστη σε εσένα. Και εάν δεν είχα πίστη πρώτα εγώ στον εαυτό μου, δεν θα έφτανα εδώ που έχω φτάσει…
Ο Βασίλης Ζαγαρίτης είναι διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ανδρέας Αθανασακόπουλος: Δεν τελείωσε το ποδόσφαιρο για εμένα