Τελευταία Κυριακή του Μαρτίου το 1966 στην Πλέβλια, μια μικρή πόλη στο βόρειο τμήμα του Μαυροβουνίου, στα όρια των συνόρων με τη Σερβία.
Τότε η Γιουγκοσλαβία ήταν ακόμη ενωμένη, δεν υπήρχε μίσος, διένυε την πιο παραγωγική περίοδό της και οικονομικά και σε πολιτικό επίπεδο, αφού ο Γίοζιπ Μπροζ «Τίτο» είχε μετατρέψει το βαλκανικό κράτος σε βιομηχανική δύναμη της Ευρώπης.
Μαζί με τα άκρως ανταγωνιστικά σε πανευρωπαϊκό επίπεδο προϊόντα της γείτονος χώρας, αναπτύχθηκε και μια άλλου τύπου βιομηχανία, εκείνη της παραγωγής αθλητών, τότε γεννήθηκε και η μεγάλη των «Plavi» σχολή στο μπάσκετ, η σχολή την οποία υπηρέτησε πιστά και δόξασε εκείνο το μωρό στην Πλέβλια, ο Ζάρκο Πάσπαλι.
Ήταν περίπου 10 χρόνων, όταν οι γονείς του, ο Γιόβαν και η Μίλεβα, μετακόμισαν στην Ποντγκόριτσα (που τότε την έλεγαν ακόμη Τίτογκραντ), στο νότιο τμήμα του Μαυροβουνίου.
Ο Ζάρκο ολοένα και ψήλωνε, έδειχνε ότι θα ξεπεράσει σίγουρα τα 2μ.
Εντάχθηκε στα τμήματα υποδομής της Μπουντούτσνοστ, ξεκίνησε να μαθαίνει τα βασικά πλάι στις όχθες του ποταμιού Μοράτσα, στο νεότευκτο ομώνυμο κλειστό που ήταν το καμάρι της πόλης από το 1978.
Όλοι οι προπονητές στα τμήματα υποδομής της Μπουντούτσνοστ επέμεναν ότι πρέπει να “εξορθολογίσει” το στυλ του, να πάψει να σουτάρει με το χέρι “σπασμένο”, να μην γέρνει το κορμί του μπροστά.
Εκείνος που τον απελευθέρωσε και τον εκτόξευσε ήταν ο Μπόγκνταν Τάνιεβιτς, συγχωριανός του από την Πλέβλια και φίλος του πατέρα του.
Ο Ζάρκο περίμενε υπομονετικά τη σειρά του, αμούστακο παιδί ακόμη και με το «5» στη φανέλα κάνει το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα, πριν κλείσει τα 16, δίπλα σε παίκτες όπως οι αδελφοί Ιβάνοβιτς, ο Άντιτς, ο Κνέζεβιτς, ο Ρακότσεβιτς, οι αδελφοί Μπόγιανιτς, ο Γκάριτς, ο Μιλάτοβιτς.
Σε μας δεν λένε τίποτα, στην πρώην Γιουγκοσλαβία είναι θρύλοι.
Ο κόουτς Τσέντομιρ Τζουράσκοβιτς πίστευε στο ταλέντο του μικρού τόσο πολύ που κάποτε τον “έκρυψε” από την Τσιμπόνα, για να μην τον χάσει, πριν ενηλικιωθεί.
Η πρώτη επιτυχία ήρθε αναπάντεχα, μετά από μια χρονιά αποψίλωσης που η Μπουντούτσνοστ είχε χάσει όλα της αστέρια, συμπεριλαμβανομένου και του γνωστού από την επαγγελματική του διαδρομή στην πατρίδα μας, Βλάντο Τζούροβιτς.
Ο Ραντούλοβιτς είχε καταλήξει στην Μπόσνα, ο Παβίτσεβιτς με τον Ραντούνοβιτς έφυγαν για την Αμερική, η ομάδα έμεινε με τα πιτσιρίκια και ανέλαβε το ξαναχτίσιμό της από την αρχή ένας τοπικός θρύλος, ο Μίλουτιν Πέτροβιτς.
Ο «Μίλο» ήταν ένας ρομαντικός μπασκετάνθρωπος, ένας ταγμένος στρατιώτης που αδιαφορούσε για τα χρήματα, όταν έβλεπε μπροστά του να παρελαύνει τόσο ταλέντο.
Στα 19 του ο Ζάρκο γίνεται πρώτο βιολί, η Μπουντούτσνοστ κάνει το θαύμα της, τερματίζει τρίτη στην τρομερά ανταγωνιστική και τακτική γιουγκοσλαβική λίγκα και αποκλείεται στα ημιτελικά των play offs από τη μεγάλη Ζαντάρ.
Όλη η Γιουγκοσλαβία μιλάει για τον Πάσπαλι, η Μπουντούτσνοστ είναι πλέον αδύνατον να κρατήσει τον νεαρό με το ανορθόδοξο στυλ, ο οποίος μόλις έχει κλείσει τα 20. Πλειοδοτεί μια από τις μεγαλύτερες ομάδες στην ιστορία της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, η Παρτίζαν, μετά από μια επιχείρηση στα όρια της κινηματογραφικής απαγωγής.
Ο Ζάρκο μετακομίζει στο Βελιγράδι σε ένα καλοκαίρι που ο νεαρός Ντούλε Βουγιόσεβιτς έχει κάνει το colpo grosso, φέρνοντας στη Hala Pionir την αφρόκρεμα των νεαρών του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ, αθλητές που θα γράψουν ιστορία τα επόμενα χρόνια.
Εκτός του Ζάρκο, η φουρνιά είναι στα όρια του τρομακτικού: Ντίβατς, Νάκιτς, Πετσάρσκι, Τζόρτζεβιτς, Πόποβιτς, οι ελαφρώς μεγαλύτεροι Ομπράντοβιτς, Γκρμπόβιτς, Σάβοβιτς.
Όλοι τους πάνω κάτω γνωστοί μας, συνδεδεμένοι αργότερα και με το ελληνικό μπάσκετ.
Η Παρτίζαν σαρώνει τα πάντα στο διάβα της, κερδίζει τον τίτλο στον Τελικό με τον αιώνιο αντίπαλο, Ερυθρό Αστέρα, μια νέα ευρωπαϊκή δύναμη γεννιέται.
Ο Ζάρκο μαγεύει τα πλήθη με το “ανορθόδοξο” αριστερό του, είναι αθλητικός, μια μηχανή παραγωγής καλαθιών.
Είναι τόσο καλός που θα κληθεί και σε εκείνη την τρομακτική Γιουγκοσλαβία του αγαπημένου Ευρωμπάσκετ του 1987 στην Αθήνα, όπου οι Γιουγκοσλάβοι θα κατακτήσουν το Χάλκινο μετάλλιο.
Η φήμη του αρχίζει να ξεπερνά τα στενά ευρωπαϊκά όρια, οι Αμερικανοί τον πρωτοπροσέχουν το 1988, όταν η Γιουγκοσλαβία έφτασε μέχρι τον Τελικό στους Ολυμπιακούς Αγώνες, και αποφασίζουν να ασχοληθούν πολύ σοβαρά μαζί του μετά το McDonalds Open της Μαδρίτης, τον Οκτώβριο του 1988 στην ισπανική πρωτεύουσα.
Η Γιουγκοσλαβία θα χάσει από τους Σέλτικς του Λάρι Μπερντ, πλην όμως οι Αμερικανοί έχουν διακρίνει όλα τα σπουδαία “projects” στη θαυματουργή δεκάδα των «Plavi».
Δεν θα επιλεγεί στο draft του 1988, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να ανήκει στην ελίτ των Ευρωπαίων που πέρασαν τον Ατλαντικό έναν χρόνο αργότερα.
Πέντε αθλητές έγιναν ΝΒΑers δίχως να έχουν περάσει από τη διαδικασία της κολεγιακής προετοιμασίας και “προπαρασκευής” μέχρι τότε: ο Μαρτσουλιόνις, ο Ντίβατς, ο Ντράζεν και ο Βολκόφ ήταν οι τέσσερεις στους πέντε. Ο πέμπτος ήταν ο Ζάρκο.
Τον επέλεξε ο Γκρεγκ Πόποβιτς, εκείνη την εποχή assistant στους Σπερς, ο οποίος δεν χρειάστηκε καν να περιμένει τα τελικά του Ευρωμπάσκετ του 1989.
Ήδη από τη μίνι προετοιμασία των Γιουγκοσλάβων στο Ντόρτμουντ ήταν σαφές ότι ο Πάσπαλι ήταν ένα άκρως ενδιαφέρον prospect, ένας 23χρονος που μπορούσε να προσφέρει άμεσα στους Σπερς που είχε στο μυαλό του ήδη από τότε ο Πόποβιτς.
Οι Σπερς ωστόσο, καθ’ υπόδειξη του τότε head coach, Λάρι Μπράουν, έχουν επιλέξει το αστέρι των Αριζόνα Γουάιλντκατς, Σον Έλλιοτ, γύρω από τον οποίον αλλά και τον «Ναύαρχο», Ντέιβιντ Ρόμπινσον, είχαν σκοπό να χτίσουν την ομάδα.
Ο Έλλιοτ έπαιζε ακριβώς στη θέση του Ζάρκο, ήταν το αμερικανικό προϊόν που εξ ορισμού θα ήταν ο βασικός, το νούμερο τρία στο draft που θα έπαιζε, μέχρι να προσαρμοστεί και να αφομοιωθεί.
Παρόλο που ο Πόποβιτς έχει αναλάβει σχεδόν πατρικά τον Πάσπαλι, φτάνοντας στο σημείο να τον φιλοξενήσει ακόμα και στο σπίτι του στο Τέξας, ο Ζάρκο καταλήγει να αλλάζει τον Σον Έλλιοτ στο garbage time των αγώνων των Σπερς.
Εκτός αυτού, εξοργίζει τον Μπράουν, όταν στα αποδυτήρια τακτοποιεί τα αγαπημένα του Marlboro στον φοριαμό του, δεν εγκαταλείπει την κακή συνήθεια.
Για τους Αμερικανούς, είναι αδιανόητο να καπνίζει ΝΒΑer, ήταν αδιανόητο γενικώς να συμπεριφέρεται ο οποιοσδήποτε με αυτόν τον τρόπο σε χώρους άθλησης.
Συνυπολογιζόμενης και της απροθυμίας του Πάσπαλι να παίξει άμυνα, η δυσμένεια του Μπράουν μετατράπηκε σε ολική άρνηση.
Ο Ζάρκο βυθίστηκε στην άκρη του πάγκου, έγινε σε πολύ σύντομο διάστημα μια χαμένη υπόθεση.
Ο Πόποβιτς όμως τον πίστευε πάρα πολύ, πίεσε και εν τέλει έπεισε τον Μπράουν για μια “δεύτερη ευκαιρία”.
Ο κόουτς Λάρι απάντησε ορθά κοφτά ότι την ευκαιρία θα τη δώσει, μόνον εάν ο αθλητής κόψει το κάπνισμα. Τον στέλνουν μέχρι και σε κλινική αποτοξίνωσης από τη νικοτίνη, επιστρατεύεται μέχρι και ειδικός υπνωτιστής για να του κόψει το κάπνισμα.
Ο Ζάρκο δείχνει να μην αντιλαμβάνεται την εμμονή των Αμερικανών, τέλη Ιανουαρίου βγάζει 13 πόντους σε 14 λεπτά συμμετοχής, αλλά και πάλι είναι εκτός πλάνων.
Οι Αμερικανοί τού φέρονται παράξενα, τον αντιμετωπίζουν σαν μια cult φιγούρα Ευρωπαίου από πρώην κομμουνιστική χώρα. Σχολιάζουν τη βαριά προφορά του, το κυρτό του κορμί, την αδυναμία του στις μη αθλητικές συνήθειες, όπως το τσιγάρο και η πίτσα. Ήταν αδύνατον να ενσωματωθεί υπό αυτές τις συνθήκες.
Μοιραία, η παρένθεση ΝΒΑ κλείνει ανώνυμα. Μόλις 6 λεπτά συμμετοχής σε 28 όλα κι όλα παιχνίδια, ανύπαρκτα στατιστικά που συνοψίζονται σε 2.6 πόντους και 0.8 ριμπάουντ.
Η Αμερική δεν του ταιριάζει, παρόλο που σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο ο ίδιος τη σέβεται απεριόριστα, εκτιμά την πειθαρχία των Αμερικανών, αναγνωρίζει τη δομή του κράτους.
Πλουσιότερος κατά 360.000 δολάρια (όσο και η αποζημίωσή του για τη μονοετή περιπέτεια στο Τέξας), επιστρέφει στην Παρτίζαν.
Εκεί, εκτός από τον παλιόφιλο Αλεξάντερ Τζόρτζεβιτς, θα βρει και τον νεαρό shooting guard, Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς. Μαζί τους συνθέτει μια τρομακτική τριάδα περιφερειακών, που φορτώνει ακατάπαυστα τα αντίπαλα καλάθια, αλλά το Πρωτάθλημα καταλήγει στη στρατοσφαιρική Γιουγκοπλάστικα.
Με τον καιρό ανακαλύπτει ότι το κλίμα στην αγαπημένη του Γιουγκοσλαβία δεν είναι όπως το άφησε. Η υφέρπουσα πολεμική διάθεση αυτονομιστών και φανατικών έχει οδηγήσει τη χώρα στα πρόθυρα του εθνικού μαρασμού.
Ο εθνικισμός είναι στα κόκκινα στην πρώην Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία, το όραμα του «Τίτο» έχει ξεθωριάσει, οι συνειδητοποιημένοι αντιλαμβάνονται ότι δεν πρόκειται να αποφευχθεί ο πόλεμος.
Η τελευταία παράσταση της ενωμένης μπασκετικά Γιουγκοσλαβίας έγινε στο Ευρωμπάσκετ της Ρώμης, εκεί γράφτηκε το τέλος.
Είναι πολύ δύσκολο να μπει κανείς στο μυαλό του Ζάρκο, ακόμη και σήμερα αποφεύγει να μιλάει για τον πόλεμο, για εκείνον τον καιρό.
Είναι δεδομένα δυσάρεστο για όλους εμάς τους εξωτερικούς παρατηρητές, για τους άμεσα εμπλεκόμενους αποτελεί ένα υποκειμενικό δράμα.
Το επιμύθιο αυτής της τραγικής ιστορίας ήταν πως η Γιουγκοσλαβία αποτέλεσε οριστικά παρελθόν, τουλάχιστον όπως τη γνωρίσαμε από το 1941 κι έπειτα.
Το κύκνειο άσμα των Γιουγκοσλάβων σε εκείνον το βουβό Τελικό με την Ιταλία ήταν ο τελευταίος χορός. Σέρβοι, Κροάτες, Μαυροβούνιοι, Βόσνιοι, κατέκτησαν το Χρυσό. Το τελευταίο Χρυσό.
Ο Ζάρκο είχε πολύ καλή παρουσία, τον πλησίασαν οι μισές ιταλικές ομάδες, έφτασε πολύ κοντά στη μεγάλη (τότε Kinder) Βίρτους Μπολόνια.
Δεν είχε όμως ακόμη αποφασίσει τι θα κάνει με την καριέρα του, εκείνη την περίοδο της ζωής του έχει γίνει πολύ κυνικός, τοποθετεί ως κορωνίδα των προτεραιοτήτων του το χρήμα, έχει φθάσει ήδη 25 και τα μόνα χρήματα που έχει βγάλει είναι εκείνα τα 360.000 δολάρια από την κακή παρένθεση των ΗΠΑ.
Ο «Πάλια», όπως είναι το παρατσούκλι του, ήταν πια ένας ολοκληρωμένος μπασκετμπολίστας, έπαιζε με άνεση σε όλες τις θέσεις των φόργουορντ, θα ταίριαζε σε οποιαδήποτε ομάδα. Αυτό το ήξερε πολύ καλά, συνεπώς έπρεπε να επιλέξει το σωστό οικονομικό και αγωνιστικό περιβάλλον.
Εκείνη την περίοδο μπήκε στη ζωή του ο Ολυμπιακός, ο πρώτος και σημαντικότερος σταθμός της καριέρας του στην Ελλάδα.
Ήταν ακόμη ένας ανυπόληπτος Ολυμπιακός, των ρομαντικών εποχών του Παπαστράτειου και των χαμηλών θέσεων στη βαθμολογία. Ετοίμαζε όμως τη μεγάλη του -διαρκή- αντεπίθεση.
Ο Σωκράτης Κόκκαλης επικεφαλής, ο Γιώργος Σαλονίκης πατέρας του project και ο Γιάννης Ιωαννίδης πιονιέρος της αναγέννησης.
Μαζί τους ο Γιάννης Γιαννάκης, με μια τρελή απόφαση (που αργότερα αποδείχτηκε η πιο εύστοχη απ’ όλες) χρησιμοποίησης του ΣΕΦ ως έδρα της ομάδας.
Το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας γεμίζει στην πρώτη παράσταση του “νέου Ολυμπιακού” απέναντι στον άλλοτε κραταιό Άρη του Τζορτζ Φίσερ.
Ο Ολυμπιακός δεν έχει πολύ ταλέντο, έχει όμως τον “έναν”. Εκείνος ο “ένας” είναι ο Ζάρκο Πάσπαλι, ο άνθρωπος που εντός παρκέ αναγέννησε τον Ολυμπιακό, τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στην κορυφή του ελληνικού μπάσκετ.
Το feeling είχε φανεί από την υποδοχή στο Ελληνικό, όταν μαζί με τη σύζυγό του Μίλκα είχαν αντικρίσει τους οπαδούς του Ολυμπιακού να τους αποθεώνουν σε κατάσταση παροξυσμού.
Από εκείνη την υποδοχή άρπαξε την τρομπέτα του αείμνηστου «Αττίλιο» και φάνηκε η χημεία.
Οι οιωνοί ήταν εκεί, κι όταν στην πρώτη συνάντηση με τον Κόκκαλη τα χνώτα ταίριαξαν, κι όταν στην πρώτη προπόνηση ο Ιωαννίδης τον παρουσίασε ως τον απόλυτο ηγέτη του Ολυμπιακού.
Ο Ζάρκο για πρώτη φορά στην καριέρα του ήταν το πρώτο βιολί, για πρώτη φορά αμειβόταν με πολλά χρήματα, για πρώτη φορά βρισκόταν σε μια χώρα που το τσιγάρο του δεν ενοχλούσε κανέναν, ο καφές ήταν (και είναι) ιεροτελεστία, οι πίτσες και οι κόλες ανήκαν τρόπον τινά στο καθημερινό διαιτολόγιο.
Η Ελλάδα, ο Ολυμπιακός, είναι ό,τι χρειαζόταν εκείνη την εποχή που κρυφά βοηθούσε τους συμπατριώτες του στη χειμαζόμενη (πρώην) Γιουγκοσλαβία. Το ιδανικό περιβάλλον, οι ιδανικές συνθήκες, το απαραίτητο αγχολυτικό, η λύτρωση της ψυχής του μετά από πολλά χρόνια.
Κάνει απίθανα πράγματα στον Ολυμπιακό, σκοράρει, πασάρει, κατεβάζει ριμπάουντ, το λαμπρό του άστρο οδηγεί τους «Ερυθρολεύκους» από την ανυποληψία στην πλήρη καταξίωση.
Γύρω του ρολίστες στην υπηρεσία του, ο Ιωαννίδης είχε ξεκινήσει το χτίσιμο μιας ομάδας αποτελούμενης από σκυλιά του πολέμου που διέκριναν την τελευταία ευκαιρία στην καριέρα τους να κάνουν κάτι καλό.
Ο Ολυμπιακός τερματίζει δεύτερος, ο Ζάρκο τελειώνει με το εξωπραγματικό στατιστικό των 33.7 πόντων ανά παιχνίδι, σκοράρει σχεδόν το μισό των πόντων του Ολυμπιακού, αναδεικνύεται στον νέο super star του Ελληνικού Πρωταθλήματος.
Ο Ολυμπιακός χάνει μεν το Πρωτάθλημα από τον μεγάλο ΠΑΟΚ του Πρέλεβιτς (φίλου, συνομήλικου και γνώριμου του Ζάρκο από τα μικρά εθνικά κλιμάκια), αλλά προκρίνεται στην τότε Ευρωλίγκα και είναι η ανερχόμενη δύναμη του ελληνικού μπάσκετ.
Το καλοκαίρι του ’92 είναι ευτυχισμένος στην Ελλάδα, λατρεύεται σαν θεός στην Αθήνα και τον Πειραιά, είναι κομμάτι της χρυσής εποχής του ελληνικού μπάσκετ.
Ο Ολυμπιακός αναδομείται και –με τα εκατομμύρια του Κόκκαλη, τη μεθοδικότητα του Ιωαννίδη και το άστρο του Ζάρκο να τον οδηγούν– ολοκληρώνει τη σημαντικότερη σεζόν της ιστορίας του κατακτώντας ένα ιστορικό Πρωτάθλημα, ανατρέποντας το μέχρι τότε “άβατο” του πλεονεκτήματος έδρας.
Φτάνει μια ανάσα από το Final 4 του Πειραιά, με τον Ζάρκο τραγική φιγούρα στο Μομπλάν και εκείνη την “καταραμένη” γραμμή που θα άλλαζε την ιστορία κόντρα στη Λιμόζ.
Ο εξαγνισμός έρχεται στα play offs, στα οποία εκθρονίζεται ο λαβωμένος από την αποτυχία στον ημιτελικό με την Μπενετόν, ΠΑΟΚ, με μειονέκτημα έδρας και στους τελικούς που δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ κόντρα στον Παναθηναϊκό κατακτάται το Πρωτάθλημα, σε εκείνο το αλήστου μνήμης εσωτερικό διπλό με τα μπαλέτα του Diogenis Palace στο αλαλάζον ΣΕΦ.
Αδιαμφισβήτητος ηγέτης και πρωτομάστορας εντός παρκέ εκείνης της ασύλληπτης επιτυχίας ο μοιραίος του Μομπλάν, ο Ζάρκο Πάσπαλι.
Μαζί με τα «μωρά του Ιωαννίδη» εγκαθιδρύουν την αυτοκρατορία του Ολυμπιακού, ο οποίος έκτοτε, με ένα μικρό διάλειμμα (στον Κορυδαλλό…), δεν θα ξανακοιτάξει πίσω και θα παγιωθεί ως τεράστια δύναμη του Ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Η επόμενη σεζόν είναι ίσως η εμβληματικότερη στη σύγχρονη ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, η σεζόν που χάραξε το θυμικό μιας ολόκληρης γενιάς που γαλουχήθηκε με την πορτοκαλί μπάλα.
Ο Ολυμπιακός φτάνει στο Νταμπλ, εκείνο όμως που απασχολούσε σύσσωμο το οικοδόμημα ήταν το μεγάλο Κύπελλο, το Ευρωπαϊκό, εκείνο που τρεις φορές απέτυχε να κατακτήσει ο Άρης και μια φορά ο ΠΑΟΚ στα προηγούμενα Final 4.
Το Τελ Αβίβ και το Final 4 του 1994 θα σημάνει τη διαρραγή των σχέσεων του Ζάρκο με τον Ολυμπιακό, η αιτία του συνθήματος «δεν θα πάρεις Κύπελλο ποτέ» που του τραγουδούσαν οι εκάστοτε αντίπαλοι οπαδοί για να πληγώσουν τον εγωισμό του.
Ο Ολυμπιακός σε έναν ομηρικό ημιτελικό κερδίζει τον Παναθηναϊκό του Γκάλη και βρίσκει απέναντί του στον Τελικό τη σταχτοπούτα Χουβεντούδ Μπανταλόνα.
Έχουν γραφτεί πολλά για εκείνον τον Τελικό, για τις σχέσεις του Ιωαννίδη με τους παίκτες, το άγχος που μετέδιδε, το επεισόδιο του μακαρίτη Ρόι με τον Μπάμπη Παπαδάκη, τις μπύρες, το μεθύσι.
Εκείνος ο Τελικός όμως ήταν του Ζάρκο. Σε εκείνον κατέληγαν όλες οι μπάλες που ζύγιζαν τόνους, εκείνος ανέλαβε το χρέος να οδηγήσει τον Ολυμπιακό στο ευρωπαϊκό “Έβερεστ”. Λύγισε, οι βολές δεν μπήκαν, το σουτ σταμάτησε στο σίδερο, ο Ολυμπιακός έχασε εκείνον τον τίτλο από το αναπάντεχο σουτ του Κόρνι Τόμπσον, το οποίο ακόμη και σήμερα πληγώνει τους οπαδούς του.
Σε εκείνες τις βολές, σε εκείνο το underachieve στο Yad Eliyahu, ήρθε το τέλος.
Οι Αλκυονίδες είχαν περάσει ανεπιστρεπτί, ο Ιωαννίδης, απεκδυόμενος των ευθυνών, δίνει βορά τη φανέλα με το «8» στον κόσμο του Ολυμπιακού, ο οποίος, θολωμένος και πικραμένος από την απώλεια του τίτλου, έχει ξεχάσει τα πάντα.
Οι 3/10 βολές του Ζάρκο ήταν ανεπίτρεπτο στατιστικό για έναν μπασκετμπολίστα με τα ποσοστά του.
Το γυαλί είχε ραγίσει τη χειρότερη δυνατή στιγμή, όταν το συμβόλαιο εξέπνεε και ένας απροστάτευτος Πάσπαλι αναζητούσε τη γαλήνη του, χτυπημένος και από ενδοοικογενιακά προβλήματα που δεν είναι πρέπον να αναλυθούν.
Τον πλησιάζει ο αείμνηστος Παύλος Γιαννακόπουλος, του προσφέρει γη και ύδωρ για να τον ντύσει στα πράσινα, θέλει να δοκιμάσει κι εκείνος την άκρως επιτυχημένη συνταγή.
Ο Ζάρκο θα βρεθεί συμπαίκτης με τον Γκάλη, αλλά δεν είναι ο ίδιος.
Η σεζόν στον Παναθηναϊκό ξεκίνησε με εκείνη την ιστορική μάχη της στο κλειστό των Πατησίων, το ιστορικό 42-40 στο Κύπελλο.
Τον Φεβρουάριο του ’95 περνάει τη φυσούνα του ΣΕΦ φορώντας πράσινα, ο κόσμος, ενώ αρχικά αισθανόταν αμήχανα, ακολουθεί το τραγούδι των οργανωμένων: «έχουμε τον Έντι το πιστόλι, στα αρχ…α μας τον γράφουμε τον Ζάρκο τον κ…όλη».
Ο Παναθηναϊκός κατακτά μια ιστορική νίκη με 72-74, το τελευταίο σουτ είναι δικό του.
Μετά το παιχνίδι θα πει ότι έτσι είναι το μπάσκετ, περίμενε τον Ολυμπιακό μέχρι το τέλος, αλλά πρόταση δεν έφτασε ποτέ.
Είναι βέβαιο ότι στον Παναθηναϊκό δεν αγαπήθηκε όπως στον Πειραιά, άλλωστε ήταν αδύνατον για τους οπαδούς των «Πρασίνων » να λατρέψουν έναν παίκτη που μισούσαν για τρία ολόκληρα χρόνια, έναν παίκτη που χλεύαζαν μετά το Τελ Αβίβ και λίγους μήνες αργότερα είδαν ντυμένο στα πράσινα.
Ίσως εάν γινόταν ο ήρωας στη Σαραγόσα, ο Ζάρκο να έσβηνε το ερυθρόλευκο παρελθόν.
Ο Ολυμπιακός του Έντι Τζόνσον κερδίζει κι εκείνον τον ημιτελικό, το σύνθημα που δονεί την ισπανική πόλη είναι το «δεν θα πάρεις Κύπελλο ποτέ, Πασπαλιέ, Πασπαλιέ».
Μετά τον ημιτελικό στο Final 4, χάνεται και το Πρωτάθλημα στη συγκλονιστική σειρά των τελικών.
Ο Ζάρκο δεν κόλλησε ποτέ με το «Τριφύλλι» και αποχωρεί, έχοντας όμως τιμήσει το συμβόλαιό του.
Δεν είναι ο ίδιος, οι βολές είναι η νέμεσή του, αναζητεί ένα περιβάλλον που θα τον αγκαλιάσει, μια “παρέα”. Θα τη βρει στη Νέα Σμύρνη, με την ομπρέλα του Ντούσαν Ίβκοβιτς να καλύπτει τις αδυναμίες του, την αμφισβήτηση ότι “τελείωσε”, πριν καν κλείσει τα 30.
Η αντιπάθεια των Ελλήνων φίλων του αθλήματος τον έχει πλήρως απομυθοποιήσει, στο Ευρωμπάσκετ του ΟΑΚΑ το καλοκαίρι του ’95 αντιμετωπίζεται όχι μόνο με χλεύη αλλά και με μίσος από το ελληνικό κοινό, το οποίο στον Τελικό με την Λιθουανία κραυγάζει «Λιέτουβα» και οι παραδοσιακοί σύμμαχοι Σέρβοι καθυβρίζονται συστηματικά.
Η Σερβία, καθοδηγούμενη από Ίβκοβιτς και Ομπράντοβιτς, δεν πτοείται, κερδίζει τους Λιθουανούς, κατακτά το Χρυσό μετάλλιο, κάνει περήφανο έναν λαό που δοκιμάζεται από τον πόλεμο.
Στην απονομή, οι Σέρβοι υψώνουν τα τρία δάκτυλα της ορθοδοξίας, ο Ζάρκο χαμογελάει ξανά μετά από πολύ καιρό, ξαναβρίσκει τη γαλήνη του.
Η πλατεία τον βοηθά να συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο. Η σεζόν στο παλιό κλειστό της Αρτάκης είναι σπουδαία, ο Πανιώνιος του Ίβκοβιτς θυμίζει κολεγιακή ομάδα. Σύγχρονο και γρήγορο μπάσκετ, με θέαμα και εκπληκτικά αποτελέσματα.
Τρίτη θέση -κόντρα σε όλα τα προγνωστικά- στο Πρωτάθλημα, ιστορική πρόκριση -κόντρα στον παρηκμάζοντα ΠΑΟΚ- στην Ευρωλίγκα.
Η Νέα Σμύρνη τον αναγέννησε, μετά από μια τετραετία παθών στους «Αιωνίους», σε μια εποχή που το μπάσκετ ήταν πρώτο θέμα ακόμα και στις πολιτικές εφημερίδες, ο Πάσπαλι ξαναχαίρεται το παιχνίδι, περνά δεύτερη νιότη, θυμίζει τον Ζάρκο της Γιουγκοσλαβίας.
Είναι τόσο καλά που, μετά από ένα συγκλονιστικό τουρνουά στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα το καλοκαίρι, οι Χοκς τον προσκαλούν μετά τιμών να (ξανα)δοκιμάσει στο ΝΒΑ.
Το τόλμησε και πήγε. Γιατί πάνω απ’ όλα είναι εγωιστής και δεν θέλει να αφήνει ανολοκλήρωτα όνειρα πίσω του.
Καταλαβαίνει όμως πολύ γρήγορα ότι θα ξαναείναι “βοηθητικός” και απορρίπτει τη συνεργασία με τους Χοκς.
Στην Ελλάδα δεν θέλει πια και δεν μπορεί να ξαναγυρίσει. Ήταν πια θέμα στις “κίτρινες” τηλεοπτικές εκπομπές, κρεμασμένος στα περίπτερα για λανθασμένους λόγους, πολύ μακριά από το μπάσκετ.
Θα επιλέξει το Παρίσι, θα υπογράψει στη Ρασίνγκ Παρί, συμμετέχοντας σε ένα ακόμα project αναγέννησης.
Θα πάρει κι εκεί τον τίτλο μετά από 43 (!) χρόνια ξηρασίας για την Παρί, εμπλουτίζοντας το παλμαρέ του, θα σκοράρει με 80% από τη γραμμή, αφήνοντας για πάντα πίσω του την “κατάρα” του Yad Eliyahu.
Πλέον έχει “θεραπευθεί”, αλλά το τσιγάρο και η διατροφή έχουν μειώσει τα αθλητικά προσόντα του.
Θα επιστρέψει στην Ελλάδα (όχι στην Αθήνα…) το 1997, στον άλλοτε μεγάλο Άρη, γιατί νιώθει την Ελλάδα δεύτερη πατρίδα. Όπως θα δηλώσει, κάλλιστα θα μπορούσε να είναι μόνιμος κάτοικος της χώρας μας, αν δεν αγαπούσε τόσο πολύ την πατρίδα του.
Κατανοητό και πλήρως αναμενόμενο για έναν άνθρωπο που έζησε “το πριν και το μετά” μιας Γιουγκοσλαβίας που έγινε χίλια κομμάτια και ενός πολέμου που κατέστρεψε οικογένειες, φιλίες, ζωές.
Πρόλαβε και αγάπησε και τον Άρη, σε μια σεζόν που η ομάδα της Θεσσαλονίκης έφτασε στα πρόθυρα της διάλυσης.
Όταν οι συμπαίκτες του αποχωρούσαν απλήρωτοι και ο Άρης είχε μείνει μόνος στα ανοιχτά του ωκεανού, παρέα με τον Μάριο Μπόνι συνέβαλαν τα μέγιστα ώστε να κατακτήσει ο “Θεός του Πολέμου” ένα Κύπελλο Ελλάδος, το οποίο ακόμη και σήμερα αποτελεί μνημείο για το dna του «Αυτοκράτορα» του ελληνικού μπάσκετ.
Έπαιξε τραυματίας, απλήρωτος, έκανε τον καπετάνιο σε ένα καράβι που βυθιζόταν, με όλα τα ποντίκια να έχουν πηδήξει έξω.
Η Θεσσαλονίκη τον αναγνώρισε καθολικά, τον λάτρεψε. Ο λόγος του το καλοκαίρι της αποχώρησής του χαράχθηκε βαθιά στο θυμικό των οπαδών του Άρη, ο Ζάρκο ήταν ποταμός και με απίστευτα νεύρα μίλησε για τη διαπόμπευση της ομάδας που έμαθε στο ελληνικό κοινό το άθλημα.
Είχε πατήσει πια τα 32, η φυσική του κατάσταση δεν τον βοηθούσε ούτε κατ’ ελάχιστον, παρόλα αυτά ήθελε να κλείσει έναν ακόμα “λογαριασμό” που κάποτε μπορεί να άλλαζε και την ίδια τη ζωή του.
Συμφωνεί με καθυστέρηση εννέα ετών με τη Βίρτους Μπολόνια, για να βρεθεί στο πλευρό του Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς, του φίλου από τα χρόνια “εκείνης” της Παρτίζαν.
Δεν θα αντέξει όλη τη σεζόν, προδωμένος από το κάπνισμα κυρίως, θα διακόψει τη συνεργασία του με τους Ιταλούς, λίγο πριν μπει το νέο έτος.
Αντιλαμβάνεται ότι θέτει σε κίνδυνο την υγεία του, εάν συνεχίσει σε επαγγελματικό επίπεδο, είναι παρά κάτι 33 και αποφασίζει να αποσυρθεί από το μπάσκετ.
Είναι πολύ νωρίς, τρομακτικά νωρίς, αλλά οι γιατροί είχαν δίκιο.
Συμμετέχει σε όλες τις εκδηλώσεις στο Βελιγράδι για το τέλος των βομβαρδισμών, τη λήξη ενός πολέμου που συνεχιζόταν, έχοντας οδηγήσει τη χώρα του στην εξαθλίωση.
Θα υποδεχθεί Έλληνες πολιτικούς που επισκέπτονται το Βελιγράδι, θα μιλήσει για τη μεγάλη καρδιά των Ελλήνων που δεν εγκατέλειψαν, όπως όλοι οι υπόλοιποι, τους Σέρβους.
Η δική του καρδιά θα στείλει το πρώτο χτύπημα εκείνον το Μάρτη του 2001 στην Αθήνα. Καρδιακή προσβολή στα 35. Δεύτερο χτύπημα το καλοκαίρι, θα παραμείνει κλινήρης και υπό στενή παρακολούθηση για πολύ καιρό.
Εκ των πραγμάτων θα αλλάξει τον τρόπο ζωής του, πλέον ακούει και τη Μίλκα και τις κόρες του, αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι ανίκητος, όπως στα νεανικά του χρόνια.
Από το 2004 είναι ήδη αναπόσπαστο μέλος της Εθνικής ομάδας της Σερβίας, συνδετικός κρίκος μεταξύ αθλητών και προπονητικού επιτελείου, ο άνθρωπος που αποτελεί τον πρεσβευτή της παλιάς φρουράς, των veritable Γιουγκοσλάβων που έζησαν και την εποχή που, αν δεν υπήρχε ο πόλεμος, εκείνη η παρέα μπορεί και να κοίταζε στα μάτια τη «Dream Team» στη Βαρκελώνη.
Δεν το μάθαμε ποτέ. Εκείνο που μάθαμε και ξέρουμε πολύ καλά είναι ότι ο Ζάρκο είναι ένας δικός μας άνθρωπος, μια μορφή που ξυπνάει θύμησες της νιότης, μια φιγούρα τόσο γνώριμη και οικεία που πλέον τον θεωρούμε φίλο, μακρινό συγγενή.
Φρονώ ότι δεν υπάρχει Έλληνας που να μην τον θεωρεί μεγάλο παίκτη, ανεξαρτήτως των τίτλων που κατέκτησε (11 σε εθνικό και συλλογικό επίπεδο) και των ομάδων που αγωνίστηκε.
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να αγαπάει το μπάσκετ και να μην χαμογελάει, βλέποντας σήμερα τον Ζάρκο συνειδητοποιημένο, συμφιλιωμένο με την εύθραυστη κατάσταση της υγείας του και παρόλα αυτά ευτυχισμένο, με τα άσπρα μαλλιά και το καθαρό του βλέμμα να λέει σοφά «αγάπα τη ζωή, φίλε».
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro