Η ενασχόλησή μου με τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο οφείλεται στην παρέα μου απ’ το σχολείο.
Οι φίλοι μου πήγαιναν σε μια ακαδημία και αποφάσισα να τους ακολουθήσω κι εγώ.
Η οικογένειά μου ήταν παντελώς άσχετη με το θέμα, απλώς ο πατέρας μου, επειδή ήταν αστυνομικός και έβλεπε πολλά, ήθελε να μην μπλέξω, οπότε δεν έφερε καμία αντίρρηση.
Πήγα με τον πατέρα ενός φίλου μου να δοκιμάσω, κόλλησα το μικρόβιο και έμεινα στην ακαδημία, στους Αετούς Σερρών, σχεδόν 10 χρόνια.
Στα 13 μου πήγα στον Λευκώνα Σερρών, μια ομάδα στο Α’ τοπικό, στην οποία, για να παίξω, επειδή ήμουν πολύ μικρός, χρειαζόμουν υπογραφή γονέα.
Την πρώτη κιόλας χρονιά υπέστην τον πρώτο σοβαρό τραυματισμό, έκοψα όλον τον τετρακέφαλο, αλλά επανήλθα.
Ταυτόχρονα αγωνιζόμουν στη Μεικτή Σερρών και εκεί έτυχε να έρθει να παρακολουθήσει δυο αγώνες ο Σαβέβσκι, ο οποίος στην αρχή ήταν διστακτικός, με παρακολούθησε όμως για μια εβδομάδα στην Εθνική Παίδων και τότε έδωσε το ok για να πάω στην ΑΕΚ.
Δεν ήμουν καλά-καλά ούτε 16, όταν κατέβηκα στην Αθήνα.
Τότε μέναμε δυο-δυο σε κάτι διαμερίσματα που είχε νοικιάσει η ΑΕΚ, σε αντίθεση με τα παιδιά της ηλικίας μου στον Παναθηναϊκό και στον Ολυμπιακό που ήταν εσώκλειστα σε Παιανία και Ρέντη αντίστοιχα. Δεν υπήρχε δηλαδή ο αυστηρός έλεγχος.
Με έβαλαν κατευθείαν στην Κ19, έπαιξα στο δεύτερο παιχνίδι και έτυχε να έρθει να το παρακολουθήσει ο Φερέρ, προπονητής τότε στην Α’ ομάδα.
Ζήτησε αμέσως από τον Κόλα να με ανεβάσει στην Α’ ομάδα, αλλά εκείνος του απάντησε ότι δεν ήμουν ακόμη έτοιμος, ενώ και σε εμένα είπε: «Νίκο, θα καθίσουμε να δουλέψουμε, ώστε, όταν προωθηθείς, να είσαι έτοιμος».
Μετά από έναν μήνα ήρθε να μας ξαναδεί ο Φερέρ και ζήτησε να πληροφορηθεί όλο το ιστορικό μου.
Είχε… τρέλα με τους “μικρούς”, ήθελε να δουλεύει με τις μικρές ηλικίες και είχε ήδη προωθήσει Παπασταθόπουλο, Ταχτσίδη, Γκέντσογλου, Παυλή και ήθελε να δουλεύει με τις μικρές ηλικίες.
Όταν του είπαν ότι είχα κάνει ήδη μηνίσκο, ότι είχα συντριπτικό κάταγμα στον τετρακέφαλο και ότι είχα καθίσει τρεις μήνες σε πλήρη ακινησία σε καροτσάκι, γιατί είχα σπάσει τα πλευρά μου και είχα κάνει εγχείρηση βουβωνοκήλης, είπε: «Θέλω να τον ανεβάσετε… χθες να δουλέψει μαζί μου. Και μόνο που έχει περάσει αυτά σε τέτοια ηλικία και δεν τα έχει παρατήσει, εγώ τον θέλω».
Παθαίνω ένα σοκ στην πρώτη προπόνηση βλέποντας Ριβάλντο, Δέλλα, Λυμπερόπουλο, Σέζαρ. Πού να το φανταστώ ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο μετά από μόλις δυο μήνες;
Με καλεί στο γραφείο του και με πέρασε από κανονική συνέντευξη, με ρωτούσε τι θέλω να πετύχω στη ζωή μου, τι μου αρέσει να κάνω στον ελεύθερο χρόνο μου κτλ.
Αρχικά μου είπε ότι θα κάνω προπονήσεις για μια εβδομάδα και ταυτόχρονα θα παίζω στους αγώνες της Κ19, πέρασε όμως περίπου ενάμισης μήνας και εγώ ακόμη έκανα προπόνηση με τους… μεγάλους.
Με φωνάζει μια Παρασκευή πριν από ένα εκτός έδρας παιχνίδι με την Λάρισα και μου λέει ότι είναι πολύ ευχαριστημένος μαζί μου και ότι εισηγήθηκε τη Δευτέρα να υπογράψω επαγγελματικό συμβόλαιο. Καταλαβαίνετε το σοκ. Δεν το πίστευα.
Κυριακή χάνει η ΑΕΚ από την ΑΕΛ και απολύεται ο Φερέρ, αναλαμβάνει ο Κωστένογλου και αμέσως με πιάνει και μου λέει ότι, επειδή θα δουλέψει πρώτη φορά ως πρώτος προπονητής, δεν μπορεί να δουλέψει με τους… πιτσιρικάδες και θα στηριχτεί στους έμπειρους.
Κατέβηκα στην Κ19, αλλά και μετά, όταν ήρθαν ο Δώνης, ο Μπάγεβιτς, ανεβοκατέβαινα, χωρίς να καταφέρω ποτέ να κάνω επίσημη συμμετοχή.
Στο φινάλε της τρίτης χρονιάς μού είπαν να με κάνουν επαγγελματία και να πάω δανεικός στη Δράμα. Συμφώνησα.
Τη μέρα όμως που ξύπνησα για να πάω να υπογράψω, με πήρε τηλέφωνο ο μάνατζέρ μου και μου μετέφερε ότι έχουμε πρόταση από τον Πανιώνιο. Εκεί τότε ήταν ιδιοκτήτης ο Τσακίρης, ο οποίος μάλιστα είχε φτιάξει μια καλή ομάδα, και με πρότεινε ο Χριστόπουλος, βοηθός του Στόρε, ο οποίος με ήξερε από τις μικρές Εθνικές.
Παίρνω αμέσως τον Κόλα, του εξηγώ πώς έχουν τα πράγματα κι αυτός, προς τιμήν του, μου λέει: «Εγώ το παιδί μου θα το έστελνα στον Πανιώνιο, ο οποίος βγάζει παραδοσιακά παίκτες. Στην ΑΕΚ, μπορεί να πας στη Δράμα και να μη γυρίσεις και ποτέ. Να βολοδέρνεις δανεικός από εδώ και από εκεί».
Φεύγω προετοιμασία με τον Πανιώνιο στην Ουγγαρία και γυρίζω στα γραφεία για να υπογράψω.
Για 19 ετών, το να είμαι τέταρτος στόπερ σε ομάδα Super League ήταν μια εξαιρετική προοπτική.
Πάω να υπογράψω λοιπόν και βλέπω μαζί μου δυο ξένους έτοιμους να υπογράψουν, ενώ ταυτόχρονα μαθαίνω ότι θα κάνω μισές προπονήσεις με την A’ ομάδα και τις άλλες μισές με τη B’.
Τρελαίνομαι και φεύγω, παίρνω τον Χριστόπουλο και του λέω ότι εγώ έκανα προπόνηση με την Α’ ομάδα της ΑΕΚ, δεν πρόκειται να πάω στη Β’ ομάδα του Πανιωνίου.
Ήταν θυμάμαι προς το τέλος των μεταγραφών.
Πάω στον Πανσερραϊκό με προπονητή τον Μιτόσεβιτς και, αφού κάνω κάποιες προπονήσεις, με στέλνει να υπογράψω.
Θυμάμαι, είχα πάει με τον πατέρα μου. εκεί ο κύριος Αντωνιάδης μού προτείνει να υπογράψω πενταετές συμβόλαιο μόνο με μισθό, του λέω ότι ο μισθός δεν με πειράζει, αφού θα είμαι στο σπίτι μου, αλλά θα προτιμούσα τριετές, το μεταφέρει στον Πρόεδρο και η απάντησή του ήταν: «Πέντε χρόνια και αν θέλει».
Δεν μου άρεσε το ύφος και αποφασίζω να φύγω.
Δεν είχα πλέον και πολλές επιλογές, οπότε πηγαίνω στην Ηράκλεια Σερρών στη Γ’ Εθνική.
Κάνω μια καλή χρονιά και τυχαίνει να με παρακολουθήσει σε αρκετά παιχνίδια ένας σκάουτερ του Άρη, ο Γιάννης Βλαχόπουλος, ο οποίος μου προτείνει να πάω στον Άρη με προπονητή τον Τσιώλη, ενώ ταυτόχρονα έχω πρόταση και από την Κέρκυρα με διπλάσια χρήματα.
Πρέπει λοιπόν να αποφασίσω πού θα έχω τις περισσότερες πιθανότητες να πάρω παιχνίδια, ήμουν 20 ετών και είχα πάλι να πάρω μια δύσκολη απόφαση για το μέλλον μου.
Λέω «όχι» στον Άρη και πάω στην Κέρκυρα.
Η ομάδα τότε είχε φέρει προπονητή τον Γκράθια και, παρότι οι… παλιοί εκεί δεν με πήραν με καλό μάτι, εκείνος με εκτιμούσε αγωνιστικά και με έβαλε να αγωνιστώ σε τρία σερί παιχνίδια παρά την φοβερή πίεση που δεχόταν. με πιάνει μια μέρα και μου λέει «εγώ θα σε βάλω, αλλά να ξέρεις ότι θα φύγω».
Όντως μετά από λίγες μέρες έφυγε και ανέλαβε ο Μάντζιος, ο οποίος χωρίς λόγο με έθεσε εκτός ομάδας.
Τον Δεκέμβριο συνέχισα στην Καβάλα στη Β’ Εθνική, όπου προπονητής ήταν ο Νίκος Παπαδόπουλος, με βοηθό τον Μαραντά που με είχε στην Ηράκλεια.
Στην πρώτη προπόνηση, σε μια προσπάθεια να κάνω ένα τάκλιν, ανοίγουν τα πόδια μου… σπαγγάτο και κόβεται όλος ο δικέφαλος από πάνω μέχρι κάτω, έμεινα εννιά μήνες εκτός και αναγκάστηκα να πάω στην Αθήνα για την αποκατάσταση.
Αποφασίζω να βρω μια ομάδα στην Αθήνα και επιλέγω τον Φωστήρα, ο οποίος μόλις είχε ανέβει στη Β’ Εθνική, με την προοπτική τον Οκτώβριο να μπορέσω να αγωνιστώ, κάτι που δεν το κατάφερα και γύρω στα τέλη Νοεμβρίου μού ζήτησαν να λύσουμε το συμβόλαιο.
Τους απάντησα ότι, αν δεν μπω σε μια εβδομάδα, φεύγω μόνος μου.
Μπήκα με τα χίλια ζόρια, παρότι δεν ήμουν 100 % έτοιμος, με βάζει αλλαγή ο Ματάισεν στο τελευταίο ματς πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων και, όταν γυρίζουμε, παίζω βασικός σε όλα τα παιχνίδια του δεύτερου γύρου, δεχόμαστε μόλις ένα γκολ σε ολόκληρο τον γύρο και καταφέρνουμε να μπούμε στα πλέι οφ για την άνοδο.
Ο Ηρακλής και το… 10/10
Ο Φωστήρας μού άνοιξε ουσιαστικά την πόρτα για τον Ηρακλή, στον οποίον πέρασα τα τρία καλύτερα ποδοσφαιρικά μου χρόνια.
Την δεύτερη χρονιά μάλιστα συμπεριλήφθηκα και στη δεύτερη καλύτερη 11άδα της Super League.
Τότε υπήρξε ενδιαφέρον από ομάδες της Γερμανίας, είχα μιλήσει με τον Κουτσολιάκο και, ενώ ήμουν έτοιμος να κάνω το μεγάλο βήμα στην καριέρα μου, μ’ έφαγε το φιλότιμο και έμεινα στον Ηρακλή, γιατί δεν ήθελα να… πουλήσω τον μάνατζέρ μου.
Το καλοκαίρι έβγαλα και πρόβλημα στους κοιλιακούς, το μοναδικό στις τρεις χρονιές στην ομάδα, έχασα τον πατέρα μου και δεν ήμουν καλά συναισθηματικά.
Ενώ είχα προτάσεις από τη Super League, προτίμησα να ακολουθήσω τον Παπαδόπουλο στον ΟΦΗ και τη Β’ Εθνική, γιατί θεώρησα ότι θα είμαι σε πιο οικείο περιβάλλον, αφού ήξερα τι ζητάει ο κόουτς.
Τον τελευταία ενάμιση χρόνο στον Ηρακλή δεν είχαμε πάρει ευρώ και το πρώτο εξάμηνο στον ΟΦΗ είχα πάρει μόνο την προκαταβολή, είχα χάσει πολλά λεφτά που δεν μπορούσα καν να τα διεκδικήσω, οπότε λέω στον προπονητή μου ότι δεν γίνεται να ξαναπεράσω τα ίδια και αποφάσισα να φύγω, παρότι ήμουν μόνο έξι μήνες στην Κρήτη.
Μετακόμισα στην Κύπρο και τον Ολυμπιακό Λευκωσίας για ένα εξάμηνο, ήταν σύντομη αλλά ωραία εμπειρία.
Το καλοκαίρι με φωνάζει και πάλι ο αείμνηστος Παύλος Μυροφορίδης να βοηθήσω την προσπάθεια που γινόταν στον Ηρακλή, ήταν Αύγουστος του 2018, τα πράγματα δεν πήγαν καλά όμως και για μια ακόμα χρονιά πέσαμε εξωδιοικητικά και χάσαμε τα λεφτά μας.
Για τρίτη χρονιά στον Ηρακλή δεν εισέπραξα ούτε το 1/3 του συμβολαίου μου.
Φεύγω και πηγαίνω στα Χανιά στη Β’ κατηγορία, αλλά στην προετοιμασία παθαίνω την πρώτη ρήξη χιαστού.
Κάνω την επέμβαση στη Θεσσαλονίκη και πηγαίνω για τέσσερεις μήνες στην Αθήνα για αποκατάσταση. σπίτια, μετακινήσεις, θεραπείες, γιατροί, όλα πληρωμένα από μένα, δεν ζήτησα τίποτα από την ομάδα.
Γύρισα, αλλά δεν μπόρεσα να επανέλθω ποτέ, πάντα αισθανόμουν ένα πόνο.
Αναγκαστικά έκανα δεύτερη διορθωτική επέμβαση, κάτι σαν καθαρισμό στο γόνατο.
Ο γιατρός μού έλεγε ότι δεν έχω τίποτα, αλλά εγώ εξακολουθούσα να πονάω κι όλο αυτό μέρα με τη μέρα χειροτέρευε.
Πάω σε άλλον γιατρό, μου κάνει δεύτερη αρθροσκόπηση για να μου καθαρίσει ό,τι υπάρχε μέσα.
Αποφασίζω να πάω και στον γιατρό της Μπάγερν στη Γερμανία, όπου κάθισα μια εβδομάδα για να με δουν και είδα μια μικρή βελτίωση.
Φυσικά όλα αυτά με προσωπικά μου έξοδα και πάλι, τη στιγμή που η ομάδα όχι μόνο δεν με στήριξε αλλά ήθελε να μου μειώσει και το συμβόλαιο, επειδή δεν έπαιζα. Πίεση και από εκεί.
Στα δυο χρόνια τελειώνει το συμβόλαιό μου, γυρίζω Θεσσαλονίκη, αλλά κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα, λέω δεν γίνεται μετά από δυο χρόνια να μην μπορώ να επιστρέψω.
Αποφασίζω να πάω στο Βέλγιο σε έναν από τους κορυφαίους γιατρούς στην Ευρώπη, τον Λαγκά, ο οποίος μου έκανε κάποιες ενέσεις στην αρχή, αλλά πάλι δεν είδα βελτίωση.
Επιστρέφοντας, πήγα στον κύριο Ράλλη, ο οποίος άνοιξε και τα δυο γόνατα, ώστε να πάρει μόσχευμα από το ένα και να το βάλει στο άλλο.
Για 20 μέρες δεν μπορούσα να περπατήσω, αλλά το χειρότερο είναι αυτά που μου είπε, ότι δηλαδή το γόνατό μου ήταν χάλια, στο πρώτο χειρουργείο ο γιατρός μού έβαλε στραβά τη βίδα και αυτό κατέστρεψε τον χόνδρο, στην ουσία δεν είχα χόνδρο, μπάλα δεν μου υποσχέθηκε ότι θα μπορούσα να ξαναπαίξω, αλλά τουλάχιστον θα μπορούσα να είμαι λειτουργικός στην καθημερινότητά μου και σε κάποιες φυσιολογικές δραστηριότητες.
Όλοι με παρότρυναν να προχωρήσω σε μηνύσεις στον γιατρό, αλλά εγώ έλεγα ότι απλώς έτυχε το λάθος να το κάνει σε μένα και ότι όλοι κάνουν λάθη, παρόλ’ αυτά δεν έχω μιλήσει από τότε μαζί του.
Για τέσσερα χρόνια δεν σταμάτησα μέρα να παλεύω για να επιστρέψω και να ξαναπαίξω ποδόσφαιρο.
Πέρασα από πολλά στάδια αυτό το διάστημα, κατάθλιψη, να μην έχω τι να κάνω, να μη με γεμίζει τίποτα, καθόμουν στο σπίτι και αναρωτιόμουν τι κάνω.
Το πόσο δύσκολη είναι η μετάβαση μετά το ποδόσφαιρο εγώ δυστυχώς το κατάλαβα στα 28 μου. Για μένα δηλαδή που σταμάτησα όχι όπως και όποτε ήθελα αλλά λόγω τραυματισμών, είναι ακόμα πιο ζόρικο.
Στα περίπου 10 χρόνια επαγγελματικής καριέρας έκανα 10 χειρουργεία. Όσοι έβλεπαν αυτό που περνάω δεν το πίστευαν.
Στην προσπάθειά μου θεωρώ ότι με βοήθησε πολύ η γέννηση της κόρης μου, έλεγα μέσα μου ότι δεν μπορεί να μεγαλώσει και να μάθει ότι ο πατέρας της σταμάτησε λόγω τραυματισμού, γι’ αυτό και το πάλεψα μέχρι τέλους.
Μετέπειτα παρακολούθησα και το σεμινάριο της Super League για Τεχνικούς Διευθυντές και έβγαλα το σχετικό δίπλωμα, ενδεικτικό του ότι δεν θέλω με τίποτα να φύγω από το ποδόσφαιρο.
Ο Νίκος Ζιαμπάρης είναι πρώην επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξης Σαββόπουλος
Photo credits: Βασίλης Βερβερίδης
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μανώλης Παπαστεριανός: Τρία χαμένα χρόνια
Πέτρος Κανακούδης: Εδώ (δεν) είναι Βαλκάνια!