Η σχεδόν μόνιμη κατοικία μας σε όλα τα παιχνίδια ήταν το ξενοδοχείο «Απέργης», στα γραφεία που έχει τώρα ο Λάτσης στην Πολιτεία της Κηφισιάς, εκεί στην πλατεία. Το ίδιο ίσχυσε και στον Τελικό.
Μάλιστα, επειδή όλοι είχαμε τις συνήθειές μας (στον αθλητισμό υπάρχουν ορισμένα χούγια που έχουν οι αθλητές), υπήρχε μια λιμνούλα εκεί στο παρκάκι μπροστά και πηγαίναμε και ρίχναμε δεκάρες, λες και ήταν η Φοντάνα Ντι Τρέβι. ήταν αστείο, αλλά, παιδιά τότε, τι καταλαβαίναμε, νομίζαμε ότι με αυτόν τον τρόπο φέρναμε γούρι στην ομάδα.
Την παραμονή του αγώνα είχαμε κάνει προπόνηση κάπως χαλαρή, όχι τόσο εντατικοποιημένη, γενικότερα όμως δεν αφήναμε μέρα χωρίς προπόνηση. Εκείνη την εποχή βέβαια δεν κάναμε πρωί-βράδυ, κάναμε μόνο απογευματινές-βραδινές, δεν είχαμε τόσο επαγγελματική νοοτροπία.
Το τελευταίο μας δείπνο πριν τον αγώνα, όλη η διαδικασία, ήταν σαν ιεροτελεστία. όλοι ξέραμε με ποιους καθόμασταν στα τραπέζια, το φαγητό ήταν προκαθορισμένο, το κανόνιζε ο αείμνηστος Μήλας από πριν, από την εποχή του Πανταζόπουλου μάς ετοίμαζε τα πιάτα, τρώγαμε όλοι φιλέτο και διαλέγαμε μακαρόνια, πατάτες ή ρύζι, μια ανάμεικτη σαλάτα, ένα φρούτο και μετά πάλι επιλέγαμε σοκολατίνα ή νουγκατίνα, δεν υπήρχαν άλλα. Απίστευτα πράγματα, συνήθειες της εποχής.
Όσο ήμασταν στο ξενοδοχείο και μέχρι να ξεκινήσουμε από αυτό, πάντα επικοινωνούσαμε με τις οικογένειές μας, παίρνοντας έτσι τον απόηχο όλης της ιστορίας, μας έλεγαν πράγματα που δεν πιστεύαμε ότι τα ακούμε, μέναμε άναυδοι.
Για παράδειγμα, ότι από τις 14:00 είχαν μπει άνθρωποι μέσα στο Παναθηναϊκό Στάδιο -με ταπεράκια και τάβλι- για να καθίσουν στις εξέδρες! Δεν το πιστεύαμε ότι ο κόσμος θα πήγαινε από τόσο νωρίς στο Καλλιμάρμαρο. Αλλά ήταν και μια εποχή παρθένα από μεγάλες επιτυχίες, ο κόσμος ήταν γεμάτος προβλήματα κατά κάποιον τρόπο και ήθελε κάπου να ξεσπάσει, να ξεδώσει.
Κι εμείς εκφράζαμε μια καινούργια εποχή για την αθλητική οικογένεια, δεν ήταν μόνο η ΑΕΚ τότε, ήταν μια πανελλαδική υπόθεση, ΑΕΚ, Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός, όλοι οι φίλαθλοι είχαν έρθει να δουν ένα ευρωπαϊκό παιχνίδι μεγάλης εμβέλειας για την εποχή του.
Τώρα έχουμε συνηθίσει πλέον, αλλά ας σκεφτεί κανείς μια εποχή πριν από τόσα χρόνια που κάποια Ελληνόπουλα από τις φτωχογειτονιές της Ελλάδας κατέκτησαν την Ευρώπη.
Τώρα έρχονται όλοι οι ξένοι και βλέπουμε αγώνες ελληνικών ομάδων με οχτώ ξένους και δύο Έλληνες, εκείνες ήταν εποχές πιο αγνές, πιο όμορφες, πιο ουσιαστικές που προσέφεραν μια ψυχική ευφορία και ανάταση στον κόσμο, ο οποίος το είχε ανάγκη, μην ξεχνάμε ότι τότε ήταν και η περίοδος της Χούντας.
Στο δωμάτιο λοιπόν κοιμόμουν με τον Τσάβα ή τον Τρόντζο, σε όλα τα ταξίδια και τα ξενοδοχεία αυτό ήταν το δίδυμο.
Το βράδυ πριν τον αγώνα δεν κάναμε κάποια προσευχή, οι περισσότεροι δεν ήξεραν από τέτοια, δεν ήταν τόσο πολύ θρήσκοι, ο Αμερικάνος όμως ήταν ο θρήσκος. Γενικά, κάναμε την προσευχή μας, αλλά όλοι πιστεύαμε και στα γούρια μας.
Ο Αμερικάνος έβγαινε από το ξενοδοχείο και έψαχνε να βρει νεκροφόρα, ο Βασιλειάδης έκανε άλλο, ο Λαρεντζάκης άλλο, εγώ με τον Τσάβα πηγαίναμε και ρίχναμε τις δεκάρες στο συντριβανάκι, ο καθένας με το δικό του καλαμπούρι.
Ήμασταν πολλά χρόνια μαζί, μια ομάδα δεν χτίζεται από τη μία μέρα στην άλλη, ξεκινήσαμε το 1962, μεγαλουργήσαμε το 1968, ξαναπαίξαμε ημιτελικό το 1970 κι από το 1972 και μετά άρχισε η φθορά, σε όλες τις μεγάλες ομάδες όλη η διαδικασία κρατάει μια δεκαετία.
Αν φέρει κανείς στο μυαλό του τον Παναθηναϊκό, τον Άρη, τον Ολυμπιακό, όλοι είχαν αυτήν την πορεία, άνοδος και πτώση, όπως είναι άλλωστε και η καθημερινότητά μας, η ζωή μας, με μεγάλες καμπύλες, φτάνεις στην κορυφή, μετά πέφτεις, μετά ξανανεβαίνεις.
Η φύση τα έχει φτιάξει έτσι που ακόμα και ο μεταβολισμός του ανθρώπου (ασχολούμαι με τον διαβήτη) έχει αυτήν την ακριβή μεταβολική ομοιοστασία, είναι ακριβώς σαν το κύμα της θαλάσσης, ανεβαίνει και κατεβαίνει.
Έτσι είναι η φύση του ανθρώπου, μέσα στα δισεκατομμύρια χρόνια που υπάρχουμε χτιστήκαμε με έναν τρόπο ειδικό, να έχουμε μια μεταβολική ισορροπία με αυξήσεις και ελαττώσεις, ύψος και βάθος. Το θέμα είναι στην πτώση να έχεις τη δύναμη να ξανασηκωθείς!
Σε κάθε μεγάλο αγώνα είχαμε όλοι μας μια ανησυχία και έναν προβληματισμό, αλλά το μεγάλο πλεονέκτημα της ομάδας αυτής ήταν ότι οι παίκτες ήμασταν πολλά χρόνια μαζί, με αποτέλεσμα την ψυχική μας διάθεση, το άγχος, το στρες, όλα αυτά τα ψυχοφθόρα που δημιουργούνται παραμονές αγώνων να τα μοιραζόμαστε μεταξύ μας, με τα καλαμπούρια, τις συζητήσεις, τις κουβέντες, τα πειράγματα του ενός στον άλλον, καμιά βρισιά, και έτσι να ξεχνιόμαστε από όλην αυτήν την απαιτητική διαδικασία.
Αυτό το πλεονέκτημα έχει το ομαδικό άθλημα, ξεσπάς, εκτονώνεσαι, μοιράζεσαι, ενώ βλέπω, για παράδειγμα, τον Τσιτσιπά ή τα εγγονάκια μου που παίζουν τένις και, όταν αγχώνονται, δεν μπορούν να πετάξουν την μπάλα από την… απέναντι μεριά, δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, γιατί είναι μόνοι τους.
Από εκεί και πέρα, ο Μήλας τις παραμονές του αγώνα μάς έλεγε να εκμεταλλευτούμε το ταλέντο μας και να μην αδικήσουμε όλον αυτόν τον κόσμο που ήρθε να μας δει.
Η αξία και το ταλέντο της ομάδας ήταν αδιαμφισβήτητο, το πρόβλημα ήταν να μπορέσει ο καθένας να δείξει τον καλύτερό του εαυτό, γιατί έπρεπε να παίξουμε με μια πάρα πολύ καλή ομάδα που στο Final 4 του Μιλάνου μάς είχε κερδίσει με 20 πόντους.
Ο Μήλας λοιπόν δημιούργησε μια ψυχολογία με στόχο να δέσει την ομάδα και να μην έχουμε μεταξύ μας αντιπαραθέσεις και αντιπαλότητες.
Αυτό ήταν το μεγάλο πλεονέκτημα του Μήλα, μας έδωσε τη δυνατότητα να είμαστε φίλοι. Και αυτό με τη σειρά του έφερνε μια ομοιογένεια με αντανάκλαση μέσα στο παιχνίδι, δεν ήθελε ο ένας να βγάλει το μάτι του άλλου, όπως γίνεται πολλές φορές σε ομάδες.
Παραμονές του αγώνα βλέπαμε τις εφημερίδες στο περίπτερο απέναντι από το ξενοδοχείο και πηγαίναμε και τις παίρναμε, τις διαβάζαμε λες και ήμασταν υποψήφιοι φοιτητές για να περάσουμε τα μαθήματα, τις ξεκοκκαλίζαμε!
Όταν πια μπήκαμε στο πούλμαν, γινόταν χαμός από την αρχή, από την Κηφισίας, ενώ, όταν πλησιάζαμε στο Στάδιο και μας καταλάβαινε ο κόσμος, δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε, δεν μπορούσαμε να φτάσουμε στο Καλλιμάρμαρο, μας βγήκε η ψυχή.
Ευτυχώς τελικά πήγαμε πίσω από το Παγκράτι, όπου κι εκεί είχαμε δυσκολίες, και φτάσαμε μία ώρα πριν από το παιχνίδι, είχαμε ξεκινήσει στις 17:00 και φτάσαμε στις 19:00, ένα δρομολόγιο την εποχή εκείνη μισής ώρας το κάναμε σε δύο!
Πριν τον αγώνα δεν βγήκαμε για προθέρμανση στο γήπεδο, δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα, το ζέσταμα γινόταν επάνω και αποτελούταν μόνο από γυμναστικές ασκήσεις (εδάφους-αέρος), έτσι για να δημιουργήσουμε μια ευκινησία και μια καλύτερη κυκλοφορία στον οργανισμό μας, βάρη δεν είχαμε την εποχή εκείνη, για παράδειγμα, τα οποία σήμερα είναι από τα σημαντικότερα ενισχυτικά του μυοσκελετικού συστήματος.
Κάποια στιγμή μάλιστα καταλάβαμε ότι μπήκε μέσα στο Παναθηναϊκό Στάδιο ο Παττακός, όταν ακούσαμε ένα «ουου». σε αυτά τα επιφωνήματα καταλαβαίναμε ότι κάποιος από αυτούς ερχόταν, Παττακός, Ασλανίδης και οι υπόλοιποι.
Παρένθεση. Μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου εκείνο που διεκδίκησα το 1968 από τη ΓΓΑ ήταν να πάρω μια υποτροφία για να σπουδάσω, καθώς ήμουν τριτοετής φοιτητής της ιατρικής και προερχόμουν από μια οικογένεια που δεν ήταν ευκατάστατη, ο μπαμπάς ράφτης, η μητέρα μισοδούλευε.
Τελικά την πήρα το 1972 (1.500 ευρώ για έναν χρόνο, μετά μου την έκοψαν), ως φοιτητής φιλοσοφικής πλέον, όχι ιατρικής που την είχα ήδη τελειώσει.
Είχα γραφτεί κρυφά από τον καθηγητή μου στη φιλοσοφική, γιατί είχα τρέλα με αυτά μαθήματα, και, όταν έμαθε ότι φοιτούσα πλέον εκεί, με πέρασε “γενεές δεκατέσσερεις”, παραλίγο να με ξαποστείλει, μου λέει «Τρελός είσαι να αφήσεις την ιατρική; Εσύ είσαι καλύτερος γιατρός από μπασκετμπολίστας».
Κλείνω την παρένθεση.
Όλος ο αγώνας, αυτό το καταπληκτικό παιχνίδι, όλη αυτή η ιστορία, πέρασε σαν κινηματογραφική ταινία από μπροστά μου, από την πρώτη κιόλας στιγμή μάλιστα που έβαλα το πρώτο καλάθι με έναν απίθανο τρόπο, τέτοιο που δεν γίνεται καν σήμερα, να μπαίνεις αριστερά και να σουτάρεις δεξιά!
Ο Γιώργος έκανε τις μπασιμαδούρες του, ο ψηλός από κάτω τράβαγε όλο το κουπί και εμείς γύρω-γύρω οργώναμε, τον «Λαρέντζο», τον «γίγαντα», όπως τον αποκαλούσαμε, τον είχαμε βάλει να φυλάξει τον καλύτερο παίκτη της Σλάβιας, γιατί ήταν ο βασικός μας αμυντικός.
Θυμάμαι κι ένα βλακώδες πέμπτο φάουλ που έκανα στο 33′, το οποίο πάγωσε όλο τα Στάδιο, τράβαγα τα μαλλιά μου, αλλά ευτυχώς με αντικατέστησε ο Λάκης ο Τσάβας που ήταν πάρα πολύ καλός και ήρθε η τελική νίκη. σε ορισμένες περιπτώσεις, από τον ενθουσιασμό μου, την υπερβολική μου ένταση και προσπάθεια, έκανα ανόητα φάουλ, σε σημείο που πολλοί διαιτητές που με συμπαθούσαν σε διεθνές επίπεδο μού έλεγαν «Βρε αγόρι μου, γιατί τα κάνεις αυτά τα πράγματα;», με προστάτευαν με τις συμβουλές τους.
Μετά το τέλος του αγώνα, αγκαλιά με τους ξένους, οι Τσέχοι κι εμείς χέρι-χέρι να κάνουμε τον γύρο του θριάμβου όλοι μαζί, αν είναι δυνατόν!
Είχαμε συνεχώς στα αφτιά μας τις ιαχές του κόσμου, βλέπαμε τα αναμμένα κεριά που κρατούσαν οι φίλαθλοι, ένα πανηγύρι απίστευτο, πράγματα που έχουν μείνει καταγεγραμμένα στο μυαλό, έχουν μείνει στην ιστορία, τα θυμάται ακόμη ο κόσμος και τα χαίρεται!
Πολύς κόσμος που έρχεται στο ιατρείο πλησιάζει τη φωτογραφία που έχω στον τοίχο απ’ το γεμάτο Καλλιμάρμαρο και μου λέει πού καθόταν ο καθένας, είναι απίστευτο!
Μια μοναδική στιγμή που άλλαξε την πορεία της ελληνικής αθλητικής οικογένειας! Ένα γεγονός ακραιφνώς ελληνικό και ενωτικό που έδεσε ανθρώπους διαφορετικών ομάδων, θεωρητικούς αντιπάλους, Παναθηναϊκούς, Ολυμπιακούς, ΑΕΚτσήδες. ήταν Ελλάς-Ευρώπη, όχι μόνο ΑΕΚ-Σλάβια Πράγας!
Για τον κόσμο που δεν ήταν μέσα στο Στάδιο, ο Βασίλης Γεωργίου, ο οποίος καθόταν δίπλα στον πάγκο μας, ήταν απίστευτα παραγωγικός και έδωσε στον κόσμο της εποχής εκείνης μια γλαφυρή περιγραφή που δημιουργούσε την αίσθηση ότι ήσουν εκεί.
Άνθρωποι που βρίσκονταν στην άλλη άκρη της Ελλάδας ένιωθαν ότι ήταν μες στο γήπεδο, με έχουν πάρει τηλέφωνο από πάρα πολλά μέρη, Κάλυμνο, Αλεξανδρούπολη, Βόρεια Ελλάδα, νησιά, για να μου θυμίσουν την επέτειο, άνθρωποι που δεν ήταν εκεί και έζησαν αυτό το γεγονός από το ραδιόφωνο λες και ήταν μέσα.
Η περιγραφή του Βασίλη Γεωργίου άφησε στον κόσμο ένα αίσθημα ανάτασης και αισιοδοξίας. ορισμένες φορές, από τύχη, από συγκυρία, κάποια πράγματα λες και φτιάχνονται για να δέσουν τόσο πολύ καλά και να αφήσουν ένα μήνυμα, μια παρακαταθήκη, για το μέλλον και τις επόμενες γενιές.
Είναι πολύ σημαντικό να μπορείς να αισθάνεσαι ότι και εσύ συμμετείχες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σε ένα τέτοιο γεγονός που έμεινε στην ιστορία της αθλητικής Ελλάδας αλλά και του παγκόσμιου αθλητισμού.
Εκείνη την εποχή ποιος είχε ποτέ 80.000 κόσμο σε μπάσκετ, γύρω από το γήπεδο άλλους 10.000 και ανθρώπους που δεν βρίσκονταν μεν εκεί, αλλά ζούσαν από μακριά την ατμόσφαιρα, δεν ήξερα καν τι γινόταν, αλλά το ζούσαν;
Ήταν όλα μαγικά, ο καιρός καταπληκτικός, ο κόσμος απίθανος, ο αγώνας για την εποχή του συναρπαστικός, δηλαδή ένα σκορ 89-82 χωρίς τρίποντα ήταν τότε σαν ένα 120-110, ένα παιχνίδι που μέχρι και τα τελευταία λεπτά δεν είχε κριθεί και η μεγάλη νίκη οφείλεται στον κόσμο, αχ αυτός ο κόσμος, αν δεν υπήρχε ο οποίος, δεν ξέρω αν θα παίζαμε τόσο καλά.
Στα αποδυτήρια, θυμάμαι, αγκαλιές, χοροί, τραγούδια, τι συζητάμε τώρα, ένα καταπληκτικό βράδυ! Δεν το πιστεύαμε καλά-καλά ούτε εμείς αυτό που ζήσαμε. ίσως επειδή ήμασταν τόσο νέα παιδιά, δεν καταλαβαίναμε τι καταφέραμε εκείνο το βράδυ, για εμάς ήταν μια νίκη ενός μεγάλου αγώνα, αλλά το τι άφησε αυτή πίσω της -για τον ελληνικό αθλητισμό αλλά και γενικότερα- δεν μπορούσαμε εκείνη την ώρα να το συνειδητοποιήσουμε, το καταλάβαμε αργότερα και, όσο περνούσαν τα χρόνια, ακόμα περισσότερο.
Μετά τον αγώνα πήγαμε και γιορτάσαμε στον Ζαμπέτα και τη Μοσχολιού, ο Αμερικάνος μάς πήγαινε, εκείνος ήταν ο ειδικός σε αυτά τα πράγματα, αυτός τα κανόνιζε όλα.
Το Κύπελλο που μας είχε στείλει η FIBA για την απονομή ήταν ένα κρυστάλλινο βάζο Βοημίας, πολύ μεγάλο, πολύ ωραίο, που έγραφε επάνω για τον Τελικό. Αυτό δεν το είχαν φέρει στο γήπεδο, εκεί είχαν ένα τσίγκινο, το οποίο, αφού κάναμε τον γύρο του θριάμβου, το πήρε ο Αμερικάνος και κοιμόταν μαζί του τρεις μέρες.
Και εμείς το είχαμε χάσει, δεν ξέραμε πού ήταν, κάθε βράδυ που όλο και κάτι κάναμε τότε, μας είχαν καλεσμένους από δω κι από κει, περιοδεύων θίασος, γυρίζοντας από μαγαζί σε μαγαζί κι από εκδήλωση σε εκδήλωση, λέγαμε «Ρε παιδιά, πού είναι το Κύπελλο;», ώσπου κάποια στιγμή το έφερε ο Αμερικάνος. Το πραγματικό Κύπελλο, το βάζο Βοημίας, βρίσκεται στα γραφεία της ΑΕΚ.
Από την υπερένταση τη νύχτα εκείνη αλλά και τις επόμενες δεν κοιμόμασταν καθόλου, λίγο το πρωί, ζούσαμε σε ένα όνειρο, ήταν κάτι εξωπραγματικό, κάτι που δεν το περίμενε κανείς.
Μετά από αυτό, όταν ξεκινούσα για να πάω στο Πανεπιστήμιο, στον δρόμο δεν μπορούσα να περπατήσω, με σταματούσαν πεζοί, από αυτοκίνητα, από λεωφορεία, η ζωή ξαφνικά είχε αλλάξει και είχαμε γίνει ήρωες της εποχής!
Κάθε μέρα που πάω στο ιατρείο μου το μάτι μου σταματάει στη φωτογραφία από το Καλλιμάρμαρο και πάντα θυμάμαι την φράση «Ήμουν κι εγώ εκεί!».
Τη γυναίκα μου την γνώρισα έναν χρόνο μετά το Κύπελλο και όσους συναντούσε της έλεγαν «Ήμουν κι εγώ εκεί» και εκείνη απαντούσε «Ήσασταν κι εσείς εκεί; Μα καλά, όλη η Ελλάδα εκεί μέσα ήταν;». σαν να ήταν όλοι εκεί, στο Ζάππειο γινόταν της μουρλής, η κάθε οικογένεια είχε και έναν εκπρόσωπο σε μια Αθήνα μάλιστα που τότε είχε ενάμισι-δύο εκατομμύρια κόσμο, είχαν έρθει επίσης πολλοί κι έξω απ’ την Αθήνα μέχρι και με τα πόδια.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι αυτά τα 10-12 Ελληνόπουλα που τα κατάφεραν ήταν αμιγώς παιδιά από τα σπλάχνα της ελληνικής γης, παιδιά που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε αυτόν τον τόπο, κι αυτό ίσως ήταν το μεγάλο πλεονέκτημα, αυτό που εν τέλει είχε και τη μεγαλύτερη αξία την εποχή εκείνη. δεν ήταν γυρολόγοι και αθλητές από όλον τον κόσμο, όπως τώρα που οι ομάδες δεν ξέρουν τι γίνεται και έχουμε χάσει την μπάλα.
Όλες αυτές οι ομαδάρες είχαν από δυο ξένους Αμερικανούς, ενώ η δική μας βγήκε μέσα από την πατρίδα μας κι έδειξε ότι αυτός ο τόπος έχει ένα ταλέντο, μια δυνατότητα να φτάσει ψηλά, παρότι μπορεί να τρωγόμαστε, να μαλώνουμε, να τσακωνόμαστε, έχουμε στιγμές που μπορούμε να μεγαλουργήσουμε σαν τότε…
Ο Χρήστος Ζούπας είναι γιατρός, πρώην διεθνής καλαθοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
CHECK IT OUT: Παντελής Νικολάου: «Θα έρχεσαι για μένα στο γήπεδο»
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μιχάλης Κυρίτσης: Σκηνοθετώντας το παιχνίδι