Αναβίωσις

Αναβίωσις
Ο αθλητισμός, η ανάσυρση του Ολυμπιακού Ιδεώδους, το αρχαιοελληνικό δόγμα του υγιούς νου μέσα στο υγιές σώμα κρίθηκαν και αποτέλεσαν το όχημα της εθνικής πολυεπίπεδης αντεπίθεσης, η “κραυγή” ότι η Ελλάδα επέστρεψε.
3
Κεφάλαιο

ΜΕΡΟΣ Α

Η πορεία της ελληνικής κοινωνίας κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα δεν επέτρεψε στην Ελλάδα να αναπτυχθεί σε ένα σύγχρονο εκβιομηχανισμένο κράτος, ανάλογο των χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Η κυριαρχία των Ανακτόρων, η χρεοκοπία του 1893 και αργότερα ο ατυχής Ελληνοτουρκικός Πόλεμος και η εγκαθίδρυση του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου του 1898 κράτησαν στάσιμη την κοινωνία και την οικονομία, σφραγίζοντας αρνητικά το κύριο μέρος της πολιτικής και πολιτιστικής ζωής της χώρας. Φωτεινή και λαμπρή εξαίρεση αποτέλεσε η προσπάθεια και εν τέλει η πραγματοποίηση της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 1896, μια τρόπον τινά “οικουμενική νίκη” πολλών Ευρωπαίων οραματιστών της εποχής. Η σπίθα ωστόσο άναψε από Έλληνες.

Από την προεπαναστατική περίοδο και τον «Ηθικό Τρίποδα» του Ρήγα Βελεστινλή το 1797 στη Βιέννη μέχρι τα «Παιδαγωγικὰ Μαθήματα συντεθέντα παρὰ Στεφάνου Κομμητᾶ τοῦ ἐκ Φθίας, ἐκ Χωραρχίας μὲν Κοκοσίου, Κώμης δε Κωφῶν. Ἑλληνικὰ… Ἐκ τῶν Ἑλλήνων ἀρίστων Συγγραφέων…», στα οποία εμπεριέχεται ολόκληρο κεφάλαιο που αναφέρεται στους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες, και το ποίημα του Σούτσου στον Ήλιο, τα παραδείγματα και οι αναφορές είναι αρκετές και εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο θαυμασμού και γοητείας της συγκροτημένης κλασσικής και ανθρωπιστικής παιδείας της Αρχαίας Ελλάδας. Διανοούμενοι και καλλιτέχνες, όπως ο Βίνκελμαν, ο Γκαίτε, ο ζωγράφος Άντον Ραφαέλ Μενγκς, η ζωγράφος Αντζέλικα Κάουφμαν, ο αρχαιολόγος Ντ’ Αζινκούρ, οι γλύπτες Θορβάλντσεν και Κανόβα. διανοητές και στοχαστές, όπως ο Ρουσσώ, ο Μπάσεντοφ, ο Χέρντερ, ο Μουτς, ο Ντάριλ. άπαντες συνομολογούσαν ότι ολόκληρη η Ευρώπη οφείλει να εγκαταλείψει το παρηκμασμένο ροκοκό και να στραφεί στη διαφωτιστική ιδεολογία της επιστροφής στον Κλασσικισμό και την αρχαιοελληνική αντίληψη της τέχνης και των γραμμάτων. Οι αρχαίοι Ολυμπιακοί Αγώνες θεωρήθηκαν κορυφαίο πολιτισμικό και πνευματικό γεγονός, η επιτομή της σωματικής και πνευματικής διαύγειας, συστατικά τα οποία είχαν ανάγκη οι δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες προκειμένου να οδηγηθούν σε δρόμους ευημερίας και προόδου.

Στο εξωτερικό είχαν καταγραφεί πολλάκις προσπάθειες αναβίωσης των Αγώνων, κυρίως στην Αγγλία, με πρώτη ιστορική αναφορά τους αγώνες του δικηγόρου Ρόμπερτ Ντόβερ μεταξύ 1601 και 1612 (Dover’s Games) και κατόπιν διάφορους αγώνες στο Σροπσάιρ (1860-1864), το Λίβερπουλ (1862-1867) και το Νορθάμπερλαντ (1870-1958), όπου καταγράφεται και η πρώτη συμμετοχή επαγγελματιών αθλητών. Εάν συνυπολογιστούν διοργανώσεις, όπως οι Παναγγλικοί Αγώνες (1866-1868-1874-1877-1883) της Βρετανικής Εθνικής Ένωσης Olympian, οι αγώνες στο Ντρέμπεργκ της Γερμανίας (1776-1799 και 1840-1842), το Ροντώ της Γαλλίας (1832-1954), τη Ραμλόσα της Σουηδίας (1834-1836), το Μόντρεαλ του Καναδά και τη Νέα Υόρκη των ΗΠΑ (1844 και 1853 αντίστοιχα) και στο Πάλιτς της (τότε υπό ουγγρική κυριαρχία) Βοϊβοντίνα (1880-1914), ήταν πασίδηλο ότι η Ευρώπη “διψούσε” για αθλητισμό και διοργανώσεις αθλητικού θεάματος. Με λίγα λόγια, στη χειμαζόμενη από τα προβλήματα ενός νεοσύστατου κράτους Ελλάδα, τη μήτρα των Αγώνων και de jure κύριο εκφραστή των αρχαιοελληνικών ιδεωδών, από την πρώτη ατεκμηρίωτη προσπάθεια στον Δήμο Λετρίνων στην Ηλεία μέχρι τις πραγματικά οργανωμένες προσπάθειες των Ολυμπίων του ευεργέτη Ζάππα, είχε γίνει αντιληπτό ότι η κεντρική ιδέα της αναβίωσης περιστρεφόταν γύρω από μια νοητή διασύνδεση των ευρωπαϊκών χωρών και του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους με τον Αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό.

Η απήχηση στον πολιτικό και πνευματικό κόσμο της χώρας αλλά και στους απλούς πολίτες υπήρξε απροσδόκητα ευρεία. Προκύπτουν αναφορές για την ιδέα του Ολυμπισμού και απονέμονται Ολυμπιακά βραβεία στα γαλλοκρατούμενα Επτάνησα, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης εξωστρεφούς πολιτισμικής πολιτικής από την Ιόνιο Ακαδημία, κατά τα εγκαίνια της οποίας τονίζεται ότι «το 1808, οι Έλληνες ήθελον εορτάσει δι’ αγώνων το πρώτον έτος της 647ης Ολυμπιάδος, εάν η Ελλάς εξηκολούθει τελούσα άνευ διακοπής τας εορτάς της ενδόξου περιόδου του εθνικού της βίου». Επρόκειτο για την πρώτη πρόταση θεσμοθέτησης Ολυμπιακών βραβείων για το πνευματικό σκέλος των Αγώνων, με τήρηση της κατά Ολυμπιάδα χρονολόγησης και απονομή επάθλων στους συγγραφείς των καλύτερων ελληνόγλωσσων βιβλίων και των καλύτερων μεταφράσεων μνημειωδών γαλλικών έργων. Ταυτόχρονα, ξεπηδούν άρθρα σχετικά με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, όπως εκείνο του 1848 στην «Αποθήκη των Ωφελίμων και Τερπνών Γνώσεων» της Σύρου και παράλληλα απαντώνται αρκετές προσπάθειες αναβίωσης των Αγώνων και στο εξωτερικό.

blank
blank

Πολύ πριν την καθοριστική παρέμβαση του Ντε Κουμπερτέν και σχεδόν παράλληλα με τις πρωτοβουλίες του Ζάππα, ο Άγγλος ιατρός, Γουίλιαμ Πέννυ Μπρουκς, είχε διοργανώσει αθλητικές εκδηλώσεις στο Ματς Γουένλοκ του Σροπσάιρ, ένα χωριό κοντά στα σύνορα με την Ουαλία, επιχειρώντας μια πρόσμειξη βικτωριανών και αρχαιοελληνικών προτύπων. Το 1850 ο Μπρουκς ιδρύει την Ολυμπιακή Τάξη (The Olympian Class), με κεντρικούς άξονες τη βελτίωση της σωματικής και ψυχικής υγείας των κατοίκων και την ανύψωση των ηθών της τοπικής κοινωνίας μέσω της άσκησης. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1860, ιδρύεται η τοπική Ολυμπιακή Εταιρεία (Wenlock Olympian Society), διά της οποίας διοργανώθηκαν 34 αθλητικοί αγώνες μέχρι το 1895. Ο Μπρουκς, παρατηρώντας έκπληκτος την ανταπόκριση του κοινού στις αθλητικές εκδηλώσεις, πρότεινε το 1881 τη διεθνοποίηση των αγώνων, ανταλλάσσοντας επιστολές με τον ευεργέτη Ιωάννη Γεννάδιο, τότε διπλωματικό υπάλληλο στο Προξενείο του Λονδίνου. Οι αντιλήψεις των δύο ανδρών ωστόσο δεν συνέπιπταν, εξαιτίας του γεγονότος ότι ο Εγγλέζος ήθελε την ακριβή αναβίωση των αρχαιοελληνικών αγώνων και δεν είχε ένα έτοιμο εκσυγχρονιστικό μοντέλο στο μυαλό του. Παρά τη μη συμφωνία, ο Μπρουκς εξακολούθησε να προσπαθεί να εκπονήσει ένα πιο εύπεπτο σχέδιο και ο Γεννάδιος από πλευράς του να αποκρούει σθεναρά τις τουλάχιστον πέντε νέες προτάσεις από το 1888 μέχρι το 1891.

Ο άνθρωπος που συμμερίστηκε και εντυπωσιάστηκε από την ιδέα του Μπρουκς ήταν ένας νεαρός παιδαγωγός με αριστοκρατική καταγωγή από το Παρίσι, ο Πιέρ Ντε Φρεντύ, γιος του Σαρλ-Λουί Ντε Φρεντύ, δηλαδή του Βαρόνου Ντε Κουμπερτέν. Ο Πιέρ επισκέφθηκε το Γουένλοκ, παρακολούθησε αγώνες που ο Μπρουκς φρόντισε να διοργανώσει προς τιμήν του και μυήθηκε στην ιδέα διοργάνωσης Ολυμπιακών Αγώνων, αντιλαμβανόμενος πλήρως το όραμα του Άγγλου ιατρού. Αντηλλάγησαν επιστολές, μια θερμότατη αλληλογραφία ειδικά εκ μέρους του Μπρουκς, με αποτέλεσμα ο ιατρός από την αγροτική κοινότητα να θεωρείται δικαίως μέχρι σήμερα “Πατριάρχης” των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Προς τιμήν του μάλιστα μια από τις μασκότ των Αγώνων του Λονδίνου  το 2012 ονομάστηκε «Γουένλοκ» («Wenlock»), προκειμένου να τιμηθούν το όραμα, η επιμονή και το έργο του.

Ο Μπρουκς και ο Ντε Κουμπερτέν τον Σεπτέμβριο του 1892 συμμετείχαν ως επίσημοι ομιλητές στο ετήσιο άτυπο συνέδριο του Saint George’s and Oakengates Athletic Club, επαναφέροντας το ζήτημα της θεσμοθέτησης διεθνών αγώνων και κάνοντας λόγο για πρώτη φορά περί διοργάνωσης Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα και δη στην Αθήνα. Τα πάντα είχαν αφετηρία την πρότυπη σχολική οργάνωση της Αγγλικής αγωγής, η οποία μεταλαμπαδεύτηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη μέσα από το έργο Τόμας Άρνολντ, τον άνθρωπο που επί της ουσίας επηρέασε περισσότερο από κάθε άλλον τον Πιέρ Ντε Φρεντύ. Πρόκειται για ένα έργο που είχε βάση τη συμμετρική ολοκλήρωση του ανθρώπου κυρίως μέσα από τις παιδιές και τα αθλητικά αγωνίσματα, όπως στην κλασσική αρχαιότητα, και ανέδειξε τη σημασία της σωμασκίας, όπως την αντιλαμβάνονταν οι Αρχαίοι Έλληνες.

Ο Ντε Κουμπερτέν, αντιλαμβανόμενος τις θεμελιώδεις ελλείψεις του γαλλικού εκπαιδευτικού συστήματος και διαισθανόμενος την αναγκαιότητα εξεύρεσης καινούργιων σημείων αναφοράς μετά τον καταστροφικό πόλεμο του 1870 και τον εμφύλιο Βοναπαρτιστών και Σοσιαλιστών, οραματίστηκε μια παιδαγωγική μεταρρύθμιση εκ βάθρων. Το ασύμμετρο, ετεροσκελές και αυστηρά σχολαστικό Γαλλικό σύστημα ήταν φύσει και θέσει ανίκανο να πλάσει σωματικά και πνευματικά υγιείς νέους, συνεπώς ήταν αδήριτη η ανάγκη δημιουργίας ενός μεταρρυθμιστικού πλαισίου με βασικό άξονα την εναρμόνιση της σωματικής και της πνευματικής αγωγής παράλληλα με το κίνητρο της ευδοξίας. Παρά το γεγονός ότι εκείνη την εποχή στη Γαλλία ευδοκιμούσε ο γερμανικού τύπου Μιλιταρισμός όσον αφορά στη γυμναστική, ο Πιέρ Ντε Κουμπερτέν είχε την πεποίθηση ότι διά του φιλαθλητισμού και της παιδαγωγικής μεταρρύθμισης θα μπορούσε να αποκατασταθεί το εθνικό φρόνημα και η σώφρων χρήση της δύναμης της Γαλλίας και των υπόλοιπων χωρών ανά την Ευρώπη.

ΜΕΡΟΣ Β

blank

Στις 25 Νοεμβρίου του 1892 στο αμφιθέατρο της Σορβόννης, επ’ ευκαιρία της πέμπτης επετείου ίδρυσης της Ένωσης των Γαλλικών Αθλητικών Σωματείων (Union des Sociétés Françaises de Sports Athlétiques), ετέθη επισήμως το ζήτημα της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων. Σε μια συγκλονιστική τριπλή διάλεξη, ο Γενικός Γραμματέας της Ένωσης, Πιέρ Ντε Φρεντύ-Βαρόνος Ντε Κουμπερτέν, υποστήριξε με θέρμη την ανασύσταση των Ολυμπιακών Αγώνων, εκθειάζοντας και προοιωνίζοντας το ευεργετικό έργο τους. Η φλόγα είχε ανάψει. Την επόμενη χρονιά ανέπτυξε το τολμηρό σχέδιό του και, διαβλέποντας την τάση προς επαγγελματισμό που επεδείκνυε ο νηπιακός ακόμη ευρωπαϊκός αθλητισμός, κατοχύρωσε και οριοθέτησε το Ολυμπιακό πλαίσιο, συνδυάζοντας την κλασσική ελληνική αντίληψη περί αθλητισμού με την παγκόσμια προσπάθεια γένεσης του φίλαθλου πνεύματος. Αναπτύσσοντας τη σημασία του «amateurism» («φιλαθλητισμού»), ανακοίνωσε επί της ουσίας τη διοργάνωση του Συνεδρίου των Παρισίων του 1894, με την επωνυμία «Διεθνές Συνέδριον των Παρισίων, διά την μελέτην και την διάδοσιν των αρχών του φιλαθλητισμού», με παγκόσμια συμμετοχή των περισσότερων αθλητικών ενώσεων και κεντρικό θέμα την εναρμόνιση των κανονισμών των αθλητικών αγώνων και τη θεσμική επανασύσταση των Ολυμπιακών Αγώνων. Ακολούθησαν το άτυπο προκαταρκτικό φόρουμ του Νοεμβρίου του 1893 στο University Club της Νέας Υόρκης και η κομβική συνάντηση της 7ης Φεβρουαρίου του 1894 στο Λονδίνο, όπου συντάχθηκε η ημερήσια διάταξη και το πρόγραμμα του Συνεδρίου των Παρισίων καθώς και η συνοδευτική επεξηγηματική εγκύκλιος.

Το πρόγραμμα αποστέλλεται στις ενώσεις και τα σωματεία και την άνοιξη του 1894 καταφθάνουν στα γραφεία του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου μαζί με τη μεγαλοπρεπή πρόσκληση για τη συμμετοχή στο Διεθνές Συνέδριο των Παρισίων. Το όγδοο θέμα της ημερήσιας διάταξης ήταν η διερεύνηση της δυνατότητας αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων.

Ο Πανελλήνιος αποδέχθηκε την πρόσκληση, αλλά ο Φωκιανός με επιστολή του θέτει εαυτόν εκτός Συνεδρίου, τονίζοντας ότι: «Λυπούμαι πάρα πολύ, επειδή τα εγκαίνια του νέου μας Γυμναστηρίου, η Προεδρία του οποίου μου έχει ανατεθεί, δεν μου επιτρέπουν να πάρω προσωπικά μέρος σε ένα τόσο ενδιαφέρον συνέδριο, κατά το οποίο θα τεθεί το θέμα του ενδεχομένου της επανασυστάσεως των Ολυμπιακών Αγώνων». Κατ’ άλλους, η άρνηση του Φωκιανού οφείλεται στην ταλαιπωρημένη του υγεία καθότι πάσχων από σακχαρώδη διαβήτη, το βασικό αίτιο ωστόσο της μη παρουσίας του Έλληνα “Πατριάρχη” του αθλητισμού εικάζεται ότι οφείλεται περισσότερο στις εσωτερικές έριδες και την αδυναμία του ΠΓΣ να ανταπεξέλθει οικονομικά στο δυσθεώρητο κόστος του ταξιδιού.

Η λύση εν τέλει δόθηκε από τον Διευθυντή της Αμερικανικής Σχολής Κλασσικών Σπουδών στην Αθήνα, Τσαρλς Γουόλντστιν, ο οποίος υπέδειξε στον Αλέξανδρο-Ρίζο Ραγκαβή το μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου του Πανελληνίου, Δημήτριο Βικέλα. Ο ήδη εγκατεστημένος στο Παρίσι Βικέλας λαμβάνει την από 7 Μαΐου 1894 επιστολή του Ραγκαβή και με ένα λακωνικό τηλεγράφημα στις 26 Μαΐου αποδέχεται να εκπροσωπήσει το Ελληνικό κράτος στο «παρά τω εν Παρισίοις Διεθνεί συλλόγω γυμναστικής» Συνέδριο. Εκτός από την επιστολή του Ραγκαβή ο Βικέλας έχει στα χέρια του και ένα υπόμνημα του Φωκιανού, στο οποίο αναφέρονται επιγραμματικά οι θέσεις του Πανελληνίου και το οποίο εν συνεχεία μεταφράστηκε και υποβλήθηκε επισήμως στο Συνέδριο των Παρισίων. Τονίζει σκωπτικά ο Βικέλας: «Δεν ηδυνάμην ν’ αρνηθώ την εντολήν, διά της οποίας κατά πρότασίν σας με ετίμησεν ο Πανελλήνιος Γυμναστικός Σύλλογος, μολονότι συναισθάνομαι την προς τούτο άκραν αναρμοδιότητά μου… Ελπίζω ότι τούτο δεν συνεπάγεται δίκην συμμετοχής μου εις αγώνας αθλητικούς, διότι τότε αλλοίμονον. Θα εντροπιασθή και ο Σύλλογός σας και το πανελλήνιον».

Στα Ανάκτορα και τα υψηλά κυβερνητικά κλιμάκια κυκλοφορούν πολύ σύντομα οι ειδήσεις ότι ο Βαρόνος Ντε Κουμπερτέν έχει “προσηλυτίσει” τα πλέον επιφανή στελέχη του αθλητισμού σε διεθνές επίπεδο, μεταξύ των οποίων είναι ο Πρόεδρος της Ένωσης Γαλλικών Αθλητικών Σωματείων και μετέπειτα πρώτος Ταμίας της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, Ερνστ Καλό, ο Σουηδός Ανώτατος Αξιωματικός, Βίκτορ Γκούσταφ Μπαλκ, ο Αμερικανός ακαδημαϊκός, Γουίλιαμ Μίλιγκαν Σλόαν, και ο Ρώσος Αξιωματικός και παιδαγωγός, Ολεκσέι Μπουτόφσκι. Όλοι οι προαναφερόμενοι ήταν τα ονόματα που άκουσε ο Διάδοχος Κωνσταντίνος κατά την επίσκεψή του στις ανασκαφές του Άργους τον Απρίλιο του 1894 από τον Γουόλντστιν και τα μετέφερε στον Βασιλέα Γεώργιο, προκειμένου να καμφθούν οι όποιες αντιρρήσεις και να ασπαστεί την Ολυμπιακή Ιδέα.

ΜΕΡΟΣ Γ

Το απολύτως μη αναμενόμενο και περίεργο ήταν η τελική επιλογή του Βικέλα ως εκπροσώπου του ελληνικού αθλητισμού, μιας και επρόκειτο για έναν λόγιο κοσμοπολίτη και παντελώς ακατάλληλο για να εκφράσει τις (όποιες) ελληνικές θέσεις περί αθλητισμού, όπως ομολόγησε και ο ίδιος σε ομιλία του στον σύνδεσμο Ελλήνων φοιτητών στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1895, όπου μεταξύ άλλων αναφέρει: «Μίαν εσπέραν κατά τας αρχάς του παρελθόντος Ιουνίου, ο ταχυδρόμος μου έφερε θήκην, εκ της οποίας απέσυρα δίπλωμα επ’ ονόματί μου, ως μέλους του εις Αθήνας Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου. Μου ήσαν όλως άγνωστα τα του Συλλόγου τούτου, δεν είχα επιζητήσει την τιμήν να γίνω μέλος του, ούτε είχα τα προς τούτο προσόντα. Την απορίαν μου έλυσεν, την επαύριον το πρωί, ο ταχυδρόμος και πάλιν. Έφερε φάκελλον μέγιστον, περιέχοντα επιστολήν του Συλλόγου, παρακαλούντος με να το αντιπροσωπεύσω εις το Διεθνές Αθλητικόν Συνέδριον. Η πρώτη μου ώθησις ήτο να αρνηθώ. Ούτε καν εγνώριζον ότι πρόκειται να συναντηθή εις τα Παρίσια Διεθνές Αθλητικόν Συνέδριον. Τί κοινόν μεταξύ αθλητισμού και εμού! Πώς, όμως, να είπω «Όχι» εις φίλους αγαπητούς; Άλλως, παρευρέθην και άλλοτε εις συνέδρια, χωρίς να έχω προσόντα δικαιούντα την συμμετοχήν μου».

Ο γεννημένος στην Ερμούπολη της Σύρου στις 15 Φεβρουαρίου του 1835, Δημήτριος Βικέλας, είναι από τους σπουδαιότερους Έλληνες λογοτέχνες και το μυθιστόρημά του «Λουκής Λάρας» (1879) θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα για την εξέλιξη της νεοελληνικής πεζογραφίας. Γιος του κοσμοπολίτη εμπόρου, Μανώλη Βικέλα, και της Σμαράγδας Μελά, ανέκαθεν θεωρούσε πατρίδα του τη Βέροια, τόπο όπου μεγαλούργησε ο παππούς του, ένας από τους σημαντικότερους εμπόρους της Μακεδονίας. Ο πλούτος της οικογένειας έγινε βορά στην πλεονεξία των Τούρκων και ουσιαστικά την εξανάγκασε να μετατραπεί σε άτυπο εμπορικό νομάδα με μετακινήσεις σε Σύρο, Κωνσταντινούπολη και Οδησσό. Παρότι φιλάσθενος και ευπαθής, ο Δημήτριος Βικέλας είχε την τύχη να μεγαλώσει υπό την προστασία και φροντίδα της μητέρας του, η οποία του μετέδωσε τον οίστρο και το πάθος της για τα γράμματα, ούσα αδελφή του σπουδαίου Λέοντος Μελά, Υπουργού και συγγραφέα μεταξύ άλλων του μυθιστορήματος «Ο Γεροστάθης», του ύμνου της καταπολέμησης του ηθικού διαβρωτισμού. Ο Βικέλας, επιδεικνύοντας ζηλευτή φιλομάθεια, φοίτησε με επιτυχία στη Γαλλική Σχολή της Κωνσταντινούπολης με δάσκαλο στο Δημοτικό τον Μισέλ Αλλάρ και κατόπιν στο Λύκειο του Χρήστου Ευαγγελίδη στην Ερμούπολη, όπου ήταν συμμαθητής με τον Εμμανουήλ Ροΐδη. Σε ηλικία 17 ετών μετοίκησε στο Λονδίνο για να εργαστεί στην επιχείρηση σιτεμπορίου που διατηρούσαν τα αδέλφια της μητέρας του, Λέων και Βασίλειος Μελάς, σπουδάζοντας παράλληλα Βοτανική στο University College και μεταφράζοντας πλείστα λογοτεχνικά έργα και ποιήματα.

Ολόκληρη η ζωή του ήταν ένα διαρκές ταξίδι μεταξύ Λονδίνου, Αθήνας και Παρισιού, με δεκάδες προσωπικές μάχες (κυρίως λόγω της ασθένειας της συζύγου του, Καλλιόπης Γεραλοπούλου) και εκατοντάδες γνωριμίες με διανοούμενους της εποχής. Πολύ γρήγορα, χάρη στην αγωγή και την οξυδέρκειά του, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο σε κορυφαίες στιγμές της ελληνικής ιστορίας, μεταξύ των οποίων η διατήρηση του ελληνικού φρονήματος της ομογένειας, η ενίσχυση της προσωρινής Κυβέρνησης Κανάρη μετά την έξωση του Όθωνα, η οικονομική αρωγή στην Πανεπιστημιακή Φάλαγγα και η χρηματοδότηση της Κρητικής Επανάστασης. Αργότερα, κατά την έναρξη του ατυχούς πολέμου με την Τουρκία το 1897, χρηματοδότησε και οργάνωσε το πλωτό νοσοκομείο της Ηπείρου και προϊόντος του χρόνου έγινε μέλος της Εθνικής Εταιρείας, έπειτα από παραίνεση του συγγενούς του, Παύλου Μελά.

Από το 1878 είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι, προκειμένου να εξασφαλίσει στη σύζυγό του εξειδικευμένη αγωγή και νοσηλεία, αφιερώνοντας όλον τον υπόλοιπο χρόνο του σε μεταφράσεις και τη συγγραφή των δικών του έργων. Η συμβολή του στη νεοελληνική λογοτεχνία υπήρξε μεγαλειώδης, μιας και πλην του κορυφαίου Λουκή Λάρα έγραψε προσωπικά διηγήματα, ποιήματα, ταξιδιωτικούς οδηγούς και εκπόνησε μελέτες, ενώ μετέφρασε σπουδαία έργα στα ελληνικά και τα γαλλικά, υπηρετώντας με διττό πρόσημο τον ελληνισμό. αρχαιοελληνική γραμματεία, ομηρικά έπη, έργα του Φάουστ, του Γκαίτε, του Σαίξπηρ, ακόμα και παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν κοσμούν ένα βιογραφικό με πραγματικά σπουδαίο εκπαιδευτικό έργο. Καταπιάστηκε με ακανθώδη παιδαγωγικά ζητήματα, ασχολήθηκε επισταμένως με την ανθρώπινη καλλιέργεια εν γένει και τον απασχόλησαν η μόρφωση των νέων σε συνδυασμό με την καταξίωση και την αναγνώριση του ρόλου των δασκάλων τους.

Μετά τον θάνατο της γυναίκας του, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής του σε σπουδαία κοινωφελή και τεράστιας εκπαιδευτικής σημασίας έργα, έχοντας την πεποίθηση ότι η πρόοδος της χώρας εξαρτάται άμεσα από το πνευματικό επίπεδο του λαού, εξού και η μέριμνά του ήταν η ίδρυση όσο το δυνατόν περισσότερων εκπαιδευτηρίων και κοινωφελών ιδρυμάτων. Το 1899 εκκίνησε τον Σύλλογο προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, ίδρυσε μετά κόπων τη Σεβαστοπούλειο Εργατική Σχολή, για την οποία αναζητώντας απεγνωσμένα χρηματοδότηση υπέβαλαν έκθεση μαζί με τον Δροσίνη στον Κωνσταντίνο Σεβαστόπουλο και με πρωτοβουλίες του γεννήθηκαν ο Οίκος Τυφλών για την προστασία και εκπαίδευση των τυφλών καθώς επίσης και η Πρότυπη Σκοπευτική Σχολή.

Το μεγαλύτερο πλήγμα της ζωής του υπήρξε η απώλεια της μητέρας του, Σμαράγδας, με την οποία τον συνέδεαν οι σημαντικότεροι σταθμοί της διαδρομής του, και μετά τον θάνατό της ουσιαστικά ξεκίνησε και η αντίστροφη μέτρηση για τον ίδιο. Έκτοτε, σημειώνονται σποραδικές παρεμβάσεις του στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας, με κορυφαία στιγμή την έκδοση του «Δελτίου» με τις ελληνικές θέσεις για το Ανατολικό Ζήτημα, το οποίο, αφού μεταφράστηκε, διενεμήθη σε κορυφαίες εφημερίδες του εξωτερικού και σε πολλούς διπλωμάτες, όντας επί της ουσίας εκ των μοναδικών μη διαβαθμισμένων εγγράφων που εξέφραζαν τις ελληνικές θέσεις. Παραμένει αδιευκρίνιστη η προσφορά και η αρωγή του προς το Δρομοκαΐτειο, νοσηλευτικό ίδρυμα όπου παρέμενε η σύζυγός του κατά τη διάρκεια των προβλημάτων της υγείας της. Πέθανε από καρκίνο του ήπατος στις 7 Ιουλίου του 1908, σε ηλικία 73 ετών, στην έπαυλη Πρωτοπαπαδάκη στην Κηφισιά, οικία που έχτισε ο μεταλλειολόγος και μετέπειτα Πρωθυπουργός της Ελλάδας, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης.

Αυτός ήταν ο άνθρωπος που τον Ιούνιο του 1894 αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στο «Διεθνές Συνέδριο για την ανασύσταση των Ολυμπιακών Αγώνων» παρουσία 2.000 και πλέον αντιπροσώπων. Ένας λόγιος, ένας πνευματικός ευπατρίδης, ο οποίος έκανε όσα είχε τη δυνατότητα για να βοηθήσει την πατρίδα, στο μέρος που του αναλογούσε. Πιθανόν εξ αυτού του λόγου αποδέχθηκε την πρόταση, ακόμα πιο πιθανό να ήταν τόσο ευγενής ώστε αδυνατούσε να αρνηθεί. Είναι ωστόσο αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι ο Βικέλας φρόντισε να προετοιμαστεί, να εκπονήσει συγκεκριμένο σχέδιο και να το διαμηνύσει αρμοδίως στον Φωκιανό δι’ επιστολής του τρεις μόλις ημέρες πριν την έναρξη του Συνεδρίου: «Όταν έλθη η κατάλληλος ώρα, προτείθεμαι να προτείνω την συγκαταρίθμησιν και των Αθηνών εις τον κατάλογον των πρωτευουσών, όπου οι Διεθνείς Ολυμπιακοί θα τελούνται. Πιστεύω ότι θα έχω προς τούτο την επιδοκιμασίαν του Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου και της Κυβερνήσεως έτι αν είναι ανάγκη. Άλλωστε, του Συνεδρίου οι πράξεις έχουν τον χαρακτήρα επί του παρόντος ευχών μάλλον ή διατάξεων… Σας στέλλω αντίτυπον φυλλαδίου διανεμηθέντος προχθές εις τα εγκαίνια του Συνεδρίου. Εξ αυτού, εκ των εφημερίδων και εκ της σημερινής ιδίως εκλογής, βλέπετε ότι το νόημα της Ελλάδος κατέχει παντού καλήν θέσιν. Τούτο, υπό τας παρούσας περιστάσεις, αποβαίνει διπλασίως ευχάριστον».

Η ευρυμάθεια του Βικέλα, η οξυδέρκεια και το αίσθημα ευθύνης του οδήγησαν την ιστορία να αναγνωρίσει ότι με δική του πρωτοβουλία αποφασίστηκε ομόφωνα να τελεσθούν οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες το 1896 στην Αθήνα και κατά το ίδιο περίφημο Συνέδριο κατεγράφη ότι ψηφίστηκε ως ο πρώτος Πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (ΔΟΕ).

blank

ΜΕΡΟΣ Δ

blank

Περιχαρής ο Βικέλας αποστέλλει νέα επιστολή στον Φωκιανό ανήμερα της 25ης Ιουνίου του 1894: «Καθ’ α σας έλεγον, εις την τελευταίαν συνεδρίασιν, επρότεινον να εκφράση το Συνέδριον την ευχήν, όπως οι πρώτοι Ολυμπιακοί Διεθνείς Αγώνες τελεσθώσιν εις Αθήνας. Η πρότασις υπεστηρίχθη ενθέρμως υπό Γάλλων και ξένων και έγινε μετ’ ενθουσιασμού και παμψηφεί δεκτή. Της προτάσεως την ευθύνην ανέλαβον ατομικώς, ειπών ότι ούτε εκ μέρους του Συλλόγου την υποβάλλω και ότι ολιγώτερον έτι δύναμαι να αναλάβω ευθύνην επ’ ονόματι της Ελληνικής Κυβερνήσεως». Σε μεταγενέστερη συνέντευξή του στην «ΕΣΤΙΑ», ο Βικέλας επιβεβαιώνει ότι δεν είχε την εξουσιοδότηση να διεκδικήσει τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα και ενήργησε αφ’ εαυτού: «Ουδεμίαν εντολήν είχα εκ μέρους της Ελληνικής Κυβερνήσεως, ώστε διά της προτάσεώς μου ούτε την Ελλάδα ήθελα να ενοχοποιήσω, αλλ’ ούτε και το Συνέδριον».

Εν ολίγοις, για πρώτη φορά εθίγετο ακροθιγώς και εμμέσως η ικανότητα της χώρας να τελέσει τους Αγώνες υπό την οικονομική ασφυξία του άρτι πτωχευμένου Ελληνικού κράτους. Η πτώχευση του 1893 είχε επιφέρει ανεπανόρθωτο πλήγμα στην αξιοπιστία της χώρας, με υποχρέωση αφενός να ικανοποιούνται οι απαιτήσεις των δανειστών και αφετέρου να δύναται να ανταπεξέλθει το κράτος στις επιταγές της αλυτρωτικής του πολιτικής. Η υποστήριξη από τον Τύπο, η ικανοποίηση του λαϊκού αισθήματος και οι επίμονες προσπάθειες του Ντε Κουμπερτέν και του Βικέλα έπεισαν τα Ανάκτορα να υιοθετήσουν τη διοργάνωση, προεξέχοντος του Διαδόχου, ο οποίος ορίστηκε και Πρόεδρος της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων.

Ο αντίκτυπος για τη χώρα υπήρξε άμεσα θετικός, αναζωογονήθηκαν τα φιλελληνικά αισθήματα των Ευρωπαίων, η Δύση θυμήθηκε τα δεινά του λαού και μας (ξανα)κοίταξε με συμπάθεια. Ξεκίνησαν να ξεπηδούν φιλελληνικά άρθρα και δημοσιεύματα στον διεθνή Τύπο. εκθείαζαν τη χώρα έντυπα όπως το «Batchelor of Arts», η «Express», η «Post», οι «New York Times», η «Chicago Chronicle». εφημερίδες της ομογένειας, όπως ο «Κήρυξ» της Βοστόνης, πανηγύριζαν με υπερηφάνεια. Η παγκόσμια αφύπνιση ήταν το πρώτο μεγάλο εφόδιο της Ελλάδας μετά από μια πολύ δύσκολη και στενάχωρη περίοδο.

Ο εκ των ιδρυτικών μελών της ΔΟΕ και καθηγητής του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, Γουίλιαμ Σλόαν, σημειώνει: «Εκ των ενθουσιωδεστέρων μελών ήτο ο αντιπρόσωπος των γυμναστικών συλλόγων της Ελλάδος, διακεκριμένος δε λόγιος και παιδαγωγικός ανήρ, ο κ. Βικέλας. Ούτος επρότεινεν, όπως η αναγέννησις των Ολυμπιακών αγώνων γείνη εν Αθήναις το 1896. Οι Αθηναίοι είνε, ου μόνον ενθουσιώδεις διά την μέλλουσαν αναγέννησιν των Ολυμπιακών αγώνων επί ελληνικού εδάφους, αλλά και ετοιμάζονται ήδη πρακτικώς, όπως ανταποκριθώσιν εις πάσας τας προσδοκίας. Τινάς των αγώνων και των ασκήσεων θα τελέσωσιν επ’ αυτών των χώρων, εν οις οι αρχαίοι Αθηναίοι εσυνήθιζον να συνέρχωνται, όπως παρίστανται εις δραματικάς παραστάσεις και άλλα θεάματα».

Ήταν 16 Ιουνίου του 1894, όταν στη Σορβόννη άνοιξαν οι πύλες του πρώτου Διεθνούς Αθλητικού Συνεδρίου των Παρισίων. Το αμφιθέατρο γεμάτο με 2.000 ακροατές, άπαντες αδημονούντες για τις εισηγήσεις των συνέδρων. Το πρωτόκολλο επέτασσε τη λειτουργία δύο Επιτροπών: αφενός την Επιτροπή Φιλαθλητισμού και αφετέρου την Επιτροπή Ανασύστασης των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Δημήτριος Βικέλας ορίστηκε Προεδρεύων της δεύτερης δεκαπενταμελούς Επιτροπής, με Αντιπρόεδρο τον Βαρόνο Καραγιόν Λα Τουρ και Γραμματέα-Εισηγητή τον Μορίς Μπορέλ, εντεταλμένο αντιπρόσωπο των γαλλικών αθλητικών σωματείων.

Το Συνέδριο εγκαινίασε ο φιλέλλην Βαρόνος Ντε Κουρσέλ και ήταν έμπλεο αρχαιοελληνικών αναφορών. Στην αρχή εκτελέστηκε ο Δελφικός ύμνος στον θεό Απόλλωνα, ο οποίος μόλις πριν έναν χρόνον είχε ανακαλυφθεί στους Δελφούς κατά τις ανασκαφές της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής. Επρόκειτο για μια συμβολική επιλογή που συνέδεε τον αθλητισμό και το κυρίως θέμα του Συνεδρίου με την Αρχαία Ελλάδα και αποτέλεσε το αμάλγαμα για την ιδέα των Ολυμπιακών Αγώνων, με τη φιλία και την ευγενή άμιλλα μεταξύ των λαών, όπως ανέφερε και ο ίδιος ο Ντε Κουμπερτέν στο εισαγωγικό του σημείωμα. Οι Δελφικοί ύμνοι αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα από τα ελάχιστα δείγματα αρχαίας ελληνικής μουσικής. Πρόκειται για δύο ύμνους αφιερωμένους στον θεό Απόλλωνα, οι οποίοι βρίσκονται χαραγμένοι σε μάρμαρο στον Θησαυρό των Αθηναίων, με πιθανές χρονολογίες το 138 ή το 128 π.Χ. και εκδόθηκαν πρώτη φορά το 1893-1894.

Μετά την εκτέλεση των ύμνων, εν συνεχεία εδόθη ο λόγος στον εμπνευστή του κινήματος για την επανασύσταση των Αγώνων, Βαρόνο Πιέρ Ντε Κουμπερτέν, τα λόγια του οποίου αποτύπωσαν μεταγενέστερα μοναδικά τη ρέουσα ατμόσφαιρα: «Ένα είδος ξεχωριστής συγκίνησης απλώνεται, η οποία, σαν την αρχαία ευρυθμία, αναδύεται από το βάθος των αιώνων. Η ελληνικότητα διείσδυσε με τον τρόπο αυτό στην τεράστια αίθουσα. Ήδη, από εκείνες τις πρώτες ώρες, το Συνέδριο είχε πετύχει. Ήξερα από τότε, συνειδητά ή όχι, ότι κανείς δεν θα ψήφιζε εναντίον της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων». Σε κείμενό του, το οποίο εκδόθηκε από τον Κάρολο Μπεκ στην Αθήνα το 1896, ο Πιέρ Ντε Κουμπερτέν θυμάται: «Και ήλθον αντιπρόσωποι Άγγλοι, Αμερικανοί, Σουηδοί, Ισπανοί, Ιταλοί, Βέλγοι, Ρώσοι. Ο Έλλην αντιπρόσωπος, κ. Βικέλας, ων ήδη εν Παρισίοις, συνεμερίζετο τους τε φόβους ημών και τας ελπίδας… Η έναρξις δε των εργασιών, τελεσθείσα κατά μεγάλης επισημότητας το Σάββατον της 16 Ιουνίου, παρόντων δισχιλίων περίπου ακροατών, καταλήξασα δε διά του Ύμνου του Απόλλωνα, προσέδωκεν εις το Συνέδριον τον αληθή αυτού χαρακτήρα, οι Ολυμπιακοί Αγώνες κατέλαβον την πρώτην θέσιν».

Ο Βικέλας στην τελευταία συνεδρίαση έκανε μια συγκλονιστική αγόρευση, πείθοντας άπαντες να συμφωνήσουν ώστε οι πρώτοι Αγώνες να τελεστούν στην Αθήνα: «… αι Αθήναι δικαιούνται της τιμής να οργανώσουν τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες. Δεν έχομεν, βεβαίως, τα μέσα να τελέσωμεν εορτάς μεγαλοπρεπείς, αλλά το εγκάρδιον της υποδοχής θα αναπληρώσει τας πολλάς ελλείψεις μας. Έχομεν να δείξωμεν τα μνημεία και τα ερείπια της αρχαιότητος. Θα οδηγήσωμεν τους ξένους μας, εκεί όπου οι πρόγονοί μας αρχαίοι Έλληνες ετέλουν τους ενδόξους αγώνας των, εις τα Ολύμπια, τα Ίσθμια, τους Δελφούς, την Επίδαυρον».

Κρατούσα άποψη μέχρι τότε μεταξύ των συνέδρων ήταν ότι ο νέος θεσμός έπρεπε να εγκαινιασθεί το 1900 στο Παρίσι, συνδυαζόμενος με την Παγκόσμια Έκθεση εκείνου του έτους στην «Πόλη του Φωτός», την εξασφάλιση οικονομικών πόρων και τη δεδομένη παρουσία θεατών. Η ομιλία του Βικέλα υπήρξε καταλυτική, η πρότασή του υποστηρίχθηκε θερμά από τον Σλόαν, τον Ντε Βιλλέρ, τον Γκοντινέ και τον “αμφιτρύωνα” Πιέρ Ντε Κουμπερτέν, ο οποίος μετά την ομόφωνη αποδοχή της πρότασης ανακοίνωσε συγκινημένος: «Η ανασύστασις των Ολυμπιακών Αγώνων απεφασίσθη ομοφώνως. Σκοπόν δε είχωμεν να εγκαινίσωμεν αυτούς τω 1900, αλλ’ εκρίθη προτιμώτερον να τελεσθώσιν ενωρίτερον, τω 1896, τη προτάσει δε του κ. Βικέλα ωρίσθησαν αι Αθήναι τόπος της πρώτης τελέσεως των Αγώνων. Απεφασίσθη δε να τελεσθώσι την επομένην τετραετίαν, τω 1900, εν Παρισίοις, καθ’ όσον έμελλον κατά τετραετίαν να τελώνται εκ διαδοχής εν ταις μεγάλαις πρωτευούσαις της οικουμένης».

Το ιδρυτικό Συνέδριο ολοκληρώνεται πανηγυρικά με την εκλογή του Βικέλα ως Προέδρου της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής και του Ντε Κουμπερτέν ως Γραμματέα, ενώ ανακοινώνονται και οι κεντρικές αποφάσεις του που συνοψίζονται στα εξής:

  • Ανασύσταση των Ολυμπιακών Αγώνων, οι οποίοι θα είναι διεθνείς και θα προσαρμόζονται σύμφωνα με τη σύγχρονη σωματική αγωγή και τα αθλητικά θέματα.
  • Απαγορεύεται η συμμετοχή αλλοδαπών αθλητών στις Εθνικές Ολυμπιακές ομάδες, ενώ, πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, σε κάθε συμμετέχουσα χώρα θα γίνονται προκριματικοί αγώνες για την επιλογή των αθλητών που θα συμμετέχουν στους Ολυμπιακούς.
  • Την ευθύνη για την οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων θα έχει ολιγομελής Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ), της οποίας η Γραμματεία θα εδρεύει στη Λοζάνη.
  • Στους Ολυμπιακούς Αγώνες θα μετέχουν μόνο φίλαθλοι, μέλη αθλητικών σωματείων ή ανοργάνωτοι (εκτός της οπλομαχίας, όπου επιτρέπεται να γίνει χωριστός αγώνας μεταξύ οπλοδιδασκάλων). Απαγορεύεται η συμμετοχή εφήβων ή επαγγελματιών αθλητών.
  • Οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες θα τελεσθούν στην Αθήνα το 1896, οι δεύτεροι στο Παρίσι το 1900 και στη συνέχεια κάθε τέσσερα χρόνια σε πόλεις άλλων κρατών του κόσμου.
  • Για την επιτυχία των Ολυμπιακών Αγώνων απαιτείται η κυβερνητική αρωγή. Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή οφείλει να κάνει όλα τα αναγκαία διαβήματα για να εξασφαλίσει την αρωγή τους.

Διανέμεται το πρώτο φύλλο του Δελτίου της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, με τίτλο «ΑΘΗΝΑΙ, 1896»: «Το αθλητικόν Συνέδριον, εκφράσαν την ευχήν, όπως οι Διεθνείς Ολυμπιακοί Αγώνες τελεσθούν το πρώτον εις τας Αθήνας τω 1896, δεν έκαμε τίποτε άλλο, ει μη να αποδώσει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Η γόνιμος ιδέα της ανασυστάσεως των Αγώνων τούτων είναι ιδέα εξαιρετικώς ελληνική και δεν ήτο ει μη έργον δικαιοσύνης να πραγματοποιηθή κατά πρώτην φοράν εις το αυτό έδαφος, ένθα εγεννήθη το πρώτον».

Όσον αφορά στον ακριβή ορισμό της έννοιας του «φιλάθλου», η αρμόδια Επιτροπή απεφάνθη: «Φίλαθλος θεωρείται ο ουδέποτε μετασχών αγώνος προσιτού εις πάντας, ουδ’ αγωνισθείς, διά χρηματικόν βραβείον, ή διά χρήματα, εξ οιασδήποτε πηγής και αν προέρχονται ταύτα, ή προς εξ επαγγέλματος αθλητάς και όστις εις ουδεμίαν περίοδον του βίου του υπήρξε καθηγητής ή μισθωτός παραινέτης σωματικών γυμνασμάτων. Την ιδιότητα του φιλάθλου αποβάλλει όστις ήθελε πορισθεί χρήματα εκ των άθλων άτινα εκέρδισεν».

blank

ΜΕΡΟΣ Ε

Τον Νοέμβριο του 1894 το Άστυ αναδημοσιεύει πολύτιμα αποσπάσματα από εφημερίδες που αναπτερώνουν το ηθικό του λαού. Η αμερικανική «Επιθεώρησις» φιλοξενεί άρθρο του Σλόαν και αφιερώνει ολόκληρη σελίδα στους Ολυμπιακούς Αγώνες, ο «Εμπορικός Μηνύτωρ» της Νέας Υόρκης υποδέχεται την είδηση με ενθουσιασμό: «Ο λιμήν του Πειραιώς θέλει χρησιμεύσει εις την τέλεσιν λεμβοδρομιών και άλλων ναυτικών ασκήσεων. Ενώ πάσαι αι ανεγνωρισμένης αξίας νεώτεραι ασκήσεις θέλουσιν εκτελεσθή, θα γείνη επίσης ενδιαφέρουσα απόπειρα, όπως αναγεννηθώσι και εκτελεσθώσι κατά τον αρχαίον τρόπον πολλαί των ασκήσεων ρώμης και αντοχής, αίτινες απετέλουν το κυριώτερον θέλγητρον των αγώνων της κλασσικής Ελλάδος. Η αμερικανική και αι άλλαι εν Αθήναις αρχαιολογικαί σχολαί συντρέχουσι δραστηρίως το έργον, ο Βασιλεύς και η Κυβέρνησις της Ελλάδος θέλουν προσδώσει όλον το επίσημον αυτών κύρος, ουδεμία δε απομένει αμφιβολία περί της μοναδικής και λαμπράς του έργου επιτυχίας».

Ο μοναδικός άνθρωπος εκείνη την εποχή που τελεί εν πλήρη συγχύσει είναι ο Χαρίλαος Τρικούπης. Δεν μπορεί να συμμεριστεί επ’ ουδενί τον ενθουσιασμό, σε κάθε ευκαιρία επαναλαμβάνει ότι αδυνατεί να δαπανήσει χρήματα από τα ταμεία του κράτους για τη διεξαγωγή των Αγώνων. Παραμένει αμετακίνητος στις θέσεις του μέχρι και την ημέρα κατά την οποία υποβάλλει την παραίτησή του στον Βασιλιά, την 10η Ιανουαρίου του 1895. Οι Αγώνες εξακολουθούν να παραμένουν “ορφανοί” χρηματοδότησης.

Η υπηρεσιακή Κυβέρνηση, η οποία ορκίζεται ακολούθως με εντολή να οδηγήσει τη χώρα στις εκλογές, χαρακτηρίζεται και από την ευτυχή συγκυρία της γνωριμίας του Πρωθυπουργού, Νικόλαου Δεληγιάννη, με τον Βικέλα από τον καιρό της κοινής διαμονής τους στο Παρίσι, όταν ο επιφανής νομικός υπηρετούσε ως επικεφαλής της Ελληνικής Πρεσβείας. Ο Δεληγιάννης ήταν γοητευμένος από την πρόταση του Βικέλα και, παρασυρόμενος και από το ευμενές κλίμα που σάλπιζε ο Τύπος της εποχής, υποστήριξε θερμά την ανάληψη των υποχρεώσεων τέλεσης της διοργάνωσης.

Καθ’ όλο το μεσοδιάστημα της αναμονής για την έναρξη των Αγώνων, δεν έλειψαν και οι παλινωδίες από τους φανατικούς αρχαιοφίλους, οι οποίοι πίεζαν για αναβίωση των «γυμνικών» Αγώνων της αρχαιότητας. Ευτυχώς όμως το Παλάτι και η πολιτική ηγεσία δεν ενέδωσαν στην αρχαιολατρία και την αναπαράσταση των Παναθηναίων. Η γαλλική «Figaro», όπως μεταφέρεται στις εφημερίδες της εποχής, με δηκτική διάθεση επισημαίνει: «Και αι δεσποινίδαι με τα μεγάλα δόντια, αι οποίαι θα επωφεληθούν της περιστάσεως, διά να επισκεφθούν της Ακροπόλεως τα ερείπια, ημπορούν εξ ολοκλήρου να καθησυχάσουν την εθνικήν των αιδώ: όλοι οι αγωνισταί θα είνε ενδεδυμένοι. Διότι εκείνο, του οποίου κυρίως επιδιώκεται η αναβίωσις, είνε ο υψηλός χαρακτήρ των αρχαίων αγώνων και η διέπουσα αυτούς ηθική ιδέα».

Ο πνευματικός κόσμος της χώρας στρέφεται και πάλι υπέρ της ανοικτής υποστήριξης των Αγώνων και ο Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός» ξεκινά μια σειρά διαλέξεων με θέμα τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Εκ των τακτικών ομιλητών είναι μια από τις κορυφαίες προσωπικότητες που πρωταγωνίστησαν στον δημόσιο βίο του Ελληνικού κράτους στα τέλη του 19ου-αρχές του 20ού αιώνα, ο Σπυρίδων Λάμπρος.

Ο Λάμπρος υπήρξε περιώνυμος καθηγητής Ιστορίας και Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, ηγετικό μέλος της Εθνικής Εταιρείας και Πρωθυπουργός της χώρας σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο της νεότερης ελληνικής ιστορίας, την περίοδο του Εθνικού Διχασμού. Ήταν εκ των διαμορφωτών και καθοριστικών παραγόντων της σύστασης και της διαμόρφωσης των σύγχρονων ελληνικών αθλητικών θεσμών, όντας Πρόεδρος του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου, Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων, Πρόεδρος του ΣΕΑΓΣ (ΣΕΓΑΣ) και πρωτεργάτης της διοργάνωσης των Πανελλήνιων Αγώνων. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1851, σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και εν συνεχεία συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο Βερολίνο και κατόπιν τη Λειψία, όπου και απέκτησε το διδακτορικό του.

Επέστρεψε στην Αθήνα σε ηλικία 27 ετών, αναλαμβάνοντας θέση υφηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και βαθμηδόν προήχθη καθηγητής. Κατά την ακαδημαϊκή του καριέρα, διατέλεσε δις Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, εν αρχή το 1901-1902 και εν συνεχεία τη διετία 1912-1913. Εισήγαγε την παλαιογραφία και την επεξεργασία αρχείων στις πανεπιστημιακές πρακτικές, εξέδωσε εκατοντάδες μελέτες και θεωρείται ο συνεχιστής του έργου του Ζαμπέλιου και του Παπαρρηγόπουλου ως προς τη σημασία και την ανάδειξη της ελληνικότητας του Βυζαντίου ως ιστορική συνέχεια του Ελληνικού πολιτισμού. Ο Λάμπρος συγκαταλέγεται στους θεμελιωτές της Ιστορικής επιστήμης στην Ελλάδα και στους διαμορφωτές της Εθνικής Ιστοριογραφικής Σχολής, γνωστής ως «Ελληνικός Ιστορισμός».

Ιδεολογικός πυρήνας της σκέψης του υπήρξε η Μεγάλη Ιδέα και η επιστημονική, κοινωνική και πολιτική του δράση προσανατολίστηκε στην υλοποίηση των αλυτρωτικών προσταγμάτων του Ελληνικού κράτους. Το 1882 ίδρυσαν μαζί με τον Νικόλαο Πολίτη, τον Γεώργιο Δροσίνη, τον Τιμολέοντα Φιλήμονα και άλλους την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, από τους κόλπους της οποίας στα μέσα της δεκαετίας του 1890 προήλθαν αρκετά από τα μέλη της παρακρατικής οργάνωσης Εθνική Εταιρεία. Ο Λάμπρος ανήκε στην 20μελή Ανώτατη Αρχή της Εταιρείας και για ένα μικρό διάστημα φέρεται να ασκούσε και τον ρόλο του επικεφαλής.

Μετά τον θάνατο του Φωκιανού, λίγο μετά τη λήξη των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, ανακηρύχθηκε και Πρόεδρος του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου και εκ θέσεως πρωτοστάτησε για τη δημιουργία του Συνδέσμου των Ελληνικών Αθλητικών Σωματείων, όντας ο πρώτος Πρόεδρος του ΣΕΑΓΣ, από το 1897 έως το 1906. Κατά τη διάρκεια της θητείας του θεσπίστηκαν (1897) και διοργανώθηκαν (τέσσερα χρόνια αργότερα) οι Πανελλήνιοι Αγώνες, ενώ ως Γενικός Γραμματέας της ανασυσταθείσας Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων συμμετείχε ενεργά στη διοργάνωση της Μεσολυμπιάδας το 1906.

Το 1917 κηρύσσεται έκπτωτος όλων των δημόσιων αξιωμάτων του, παρά τις ανέκαθεν αγαστές σχέσεις του με τη βασιλική οικογένεια, όπως καταμαρτυρεί και η ανάδειξή του σε Πρωθυπουργό του «κράτους των Αθηνών»  τον Σεπτέμβριο του 1916, μιας και την ίδια εποχή ο Βενιζέλος έχει δημιουργήσει με τη στήριξη της Αντάντ το «κράτος της Θεσσαλονίκης» και η χώρα έχει εισέλθει στην πολύ δύσκολη εποχή του Εθνικού Διχασμού. Η επιστροφή Βενιζέλου μετά την “ενοποίηση” σήμανε και το πολιτικό τέλος του Λάμπρου, αφού κατά τη διάρκεια της βραχύβιας θητείας του έλαβαν χώρα ο αγγλογαλλικός αποκλεισμός της Αθήνας και οι σφοδρές διώξεις των Βενιζελικών, γνωστές ως «Νοεμβριανά» στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας. Ο Λάμπρος θεωρήθηκε υπεύθυνος των επεισοδίων, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε εξοστρακισμό, αρχικά στην Ύδρα και κατόπιν στη Σκόπελο, όπου παρέμεινε έως τον Μάρτιο του 1919, όταν και του επετράπη η επιστροφή στην Αθήνα, προκειμένου να νοσηλευθεί. Απεβίωσε τον Ιούλιο του ιδίου έτους, βαριά άρρωστος, σε ηλικία 68 ετών.

blank
blank

Η προσφορά του είναι αμφίσημη, αφού είναι ιδιαιτέρως δύσκολο να διαχωριστεί η πολιτική από την αθλητική δράση του, πλην όμως η συνεισφορά του τον καιρό του “μεσοδιαστήματος” της αναμονής των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων υπήρξε κομβικής σημασίας.

Ο Λάμπρος πίεσε με όλες του τις δυνάμεις τον Διάδοχο Κωνσταντίνο να ζητήσει από τον Γεώργιο Αβέρωφ την καθοριστική οικονομική συμβολή εν είδει χορηγίας για την ανακατασκευή του Παναθηναϊκού Σταδίου. Την Τετάρτη 10 Μαΐου του 1895 υπογράφεται το πολυπόθητο ψήφισμα του δωδεκαμελούς Συμβουλίου υπό την Προεδρία της Αυτού Βασιλικής Υψηλότητος, σύμφωνα με το οποίο γίνεται αποδεκτή η χορηγία Αβέρωφ διά της οποίας «διατίθεται το ποσόν των δραχμών πεντακοσίων ογδοήκοντα πέντε χιλιάδων, προς διασκευήν του Παναθηναικού Σταδίου, επί τη τελέσει των Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων κατά το προσεχές έτος 1896, και όπως το Στάδιον χρησιμεύση ως διαρκές Γυμνάσιον των εν Αθήναις Αθλητικών Συλλόγων και τέλεσιν καθ’ ωρισμένας εποχάς Πανελληνίων Ολυμπιακών Αγώνων».

Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος με ενθουσιασμό ανακοινώνει συνοδευτική πρόταση σύμφωνα με την οποία πρέπει να στηθεί μαρμάρινος ανδριάντας υπέρ του χορηγού στην είσοδο του σταδίου, την οποία αναθέτει προς διεκπεραίωση σε τριμελή επιτροπή, αποτελούμενη από τους Λεωνίδα Δεληγεώργη, Αλέξανδρο Ζαΐμη και τον Γενικό Γραμματέα, Τιμολέοντα Φιλήμονα.

Ο Φιλήμων είναι ο άνθρωπος κλειδί καθ’ όλη τη διάρκεια των προσυνεννοήσεων με τον Αβέρωφ, εκείνος που εστάλη στην Αλεξάνδρεια με σκοπό να μεριμνήσει για την άμεση εκτέλεση της απόφασης του Κωνσταντίνου. Ο Φιλήμων διατηρεί τακτή επικοινωνία δι’ αλληλογραφίας με τον Βικέλα και στις επιστολές του αναφέρεται στις προσπάθειες που καταβάλλει ώστε ξένοι ανταποκριτές να παρουσιάσουν ευμενώς τους Αγώνες. Αναφέρονται ονομαστικά ο Καλαποθάκης και ο Όρτον, τους οποίους ο Φιλήμων ουσιαστικά παρακαλεί να βοηθήσουν επικοινωνιακά: «Έδωκα αυτοίς σημειώσεις πολλάς, με διαβεβαίωσαν δε ότι προσεχώς θέλουσι δημοσιευθή τα παρ’ αυτών γραφθέντα ενθουσιώδη και ευμενέστατα».

Τα αποκαλυπτήρια του αδριάντα του Αβέρωφ έγιναν την ημέρα της έναρξης των Αγώνων, αφού είχε προηγηθεί η πανηγυρική δημοσίευση του Δελτίου Τύπου στις εφημερίδες: «Η Ακρόπολις αγγελεί σήμερον ότι ο εθνικός ευεργέτης Αβέρωφ απεφάσισε να καταβάλη και την απαιτουμένην δαπάνην, προς πλήρη αποπεράτωσιν του Σταδίου. Προς τούτο απέστειλεν, ως λέγουν, την πρώτην δόσιν της νέας του δωρεάς. Τοιουτοτρόπως κατά τους προσεχείς Ολυμπιακούς αγώνας οίτινες θα τελεσθούν μετά διετίαν, το Στάδιον θα είνε όλον μαρμάρινον και εντελώς αποπερατωμένον».

ΜΕΡΟΣ ΣΤ

blank

Η 25η Μαρτίου 1896 (κατά το παλιό ημερολόγιο, άλλως η 6η Απριλίου κατά το νέο) είναι η ημέρα έναρξης των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, των πρώτων αγώνων στους οποίους συναντώνται οι αντιπρόσωποι όλων των χωρών και των αγωνισμάτων υπό την σκέπη του μόνου θεσμού που μπορούσε να τους δώσει μεγαλείο και δόξα. Η επιλογή της ημερομηνίας μόνο τυχαία δεν ήταν, μιας και μετά την απελευθέρωση κυρίαρχη ιδεολογία στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος ήταν ότι αποτελούσε τον μοναδικό κληρονόμο και φυσικό συνεχιστή της Αρχαίας Ελλάδας, παρά τον οθωμανικό ζυγό των σχεδόν τεσσάρων αιώνων. Ερωτηθείς ο Βικέλας σχετικά με την ημερομηνία έναρξης των Αγώνων, αποκρίθηκε: «Το σχέδιον είνε επί του παρόντος να γείνουν κατά τας εορτάς του Πάσχα του 1896. Κατά σύμπτωσιν ευτυχή, οι Δυτικοί και ημείς έχομεν συγχρόνως τότε Πάσχα. Κατά σύμπτωσιν δε πάλιν ευτυχή, το Πάσχα ημέρα είναι η 24η Μαρτίου. Ώστε την 25η, ημέραν του Ευαγγελισμού, μετά την δοξολογίαν της Εθνικής εορτής, γίνεται η επίσημος έναρξις των Αγώνων. Την τρίτην του Πάσχα ημπορεί να γείνη εκδρομή εις Μέγαρα, οπού τελείται και πανήγυρις. Έπειτα, θα εξακολουθήσουν οι Αγώνες επτά ή οκτώ ημέρας. Και επειδή αι περισσότεραι είνε ημέραι αργίας την εβδομάδα εκείνην, θα ημπορέση να λάβη μέρος όλος ο λαός και να πανηγυρίση αξίως τους Αγώνας εκείνους, οι οποίοι τελούμενοι θα έχουν βεβαίως μεγάλην επιδράσιν επί του εθνικού μέλλοντος ημών, διότι θα συντελέσουν τα μέγιστα εις την επίρρωσιν της αγάπης προς τας σωματικάς ασκήσεις και θα ενισχύσουν διά της αμίλλης το υπέρ της ιδρύσεως αθλητικών συλλογών ρεύμα, όπερ απότινος εσχηματίσθη και εν Ελλάδι. Είνε δε αναμφισβήτητον ότι εκ τούτων μέγα καλόν θα προέλθη εις το έθνος, διότι εκεί, όπου τα στήθη προτάσσονται ρωμαλαιότερα, και αι καρδίαι πάλλουσιν ευγενέστεροι και τα φρονήματα εξυψούνται».

Την ίδια περίοδο, η Επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων υπό την Προεδρία του Διαδόχου εκδίδει τον «Πρόχειρο Οδηγό προς παρασκευήν αθλητών», με μεταφρασμένα αποσπάσματα από γαλλικό εγχειρίδιο, σε επιμέλεια του Γραμματέα, Κωνσταντίνου Μάνου, έναν οδηγό στον οποίο περιγράφονται οι τρόποι εκγύμνασης και προπόνησης για τους αγώνες δρόμου, τα άλματα, τη σφαιροβολία, τη δισκοβολία και τα περισσότερα αγωνίσματα. Στον οδηγό γίνεται αναφορά και στη διατροφή των αθλητών, περιγράφονται με σαφείς τρόπους οι αγωνιστικοί όροι, επιμέρους λεπτομέρειες σχετικά με την περιβολή των αθλητών και των προπονητών-γυμναστών και ορίζονται οι αξιωματούχοι: έφοροι, αλυτάρχης, αφέτης, επόπτες, σημάντορες, ραβδούχοι.

Υπό το κλίμα της κατά τρόπον άψογης οργάνωσης και αυτού του ιδιότυπου τριπλού εορτασμού, κηρύχθηκε η έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων της πρώτης σύγχρονης Ολυμπιάδας στο κατάμεστο Παναθηναϊκό Στάδιο ανήμερα της 75ης επετείου της ανεξαρτησίας της Ελλάδος, όπως είχε θεσπιστεί με το Βασιλικό Διάταγμα του Όθωνα από τον Μάρτιο του 1838, την δεύτερη ημέρα του Πάσχα του 1896. Η σημειολογία διαδραμάτισε κι εκείνη τον ρόλο της, πιθανόν η θέρμη με την οποία περιέβαλε ο Ελληνικός λαός τους Αγώνες να οφείλεται και στην πολλαπλή σημασία της ημερομηνίας έναρξής τους. Και η διακόσμηση του σταδίου ωστόσο ήταν εξαιρετική, με πανύψηλους ιστούς από τους οποίους κρέμονταν λάβαρα και θυρεοί καθώς και από ένα αντίγραφο αρχαίου τρίποδα σε κάθε πλευρά.

«Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896, τελεσθησόμενοι εν Αθήναις την 24η Μαρτίου-3η Απριλίου (5η-15η Απριλίου, νέον ημερολόγιον), υπό την Προεδρίαν της Αυτής Βασιλικής Υψηλότητος του Διαδόχου του Ελληνικού Θρόνου».

Τα μέλη των επιτροπών μαζί με τους κοσμήτορες και τους λοιπούς ιθύνοντες ήταν συγκεντρωμένα στον κεντρικό στίβο και υπό τις ιαχές του κοινού έγινε και η είσοδος των φιλαρμονικών που έντυσαν μουσικά την εκδήλωση.  Η βασιλική οικογένεια καθήμενη στους μαρμάρινους θρόνους με το πορφυρό χαλί χαιρέτισε τα πλήθη. Δεξιά κάθονταν τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, τα μέλη της Ιεράς Συνόδου και του ξένου κλήρου στην Αθήνα. Αριστερά ήταν παρατεταγμένα το Διπλωματικό Σώμα, η Βασιλική Ακολουθία, οι ξένοι εντεταλμένοι κ.ο.κ. Ο Πρίγκιπας Αλέξανδρος, βαδίζοντας προς τον Βασιλιά, εκφώνησε τον εναρκτήριο λόγο του, με το κοινό να έχει σηκωθεί όρθιο και εν συνεχεία ο Βασιλεύς εγέρθη και αναφώνησε: «Κηρύττω την έναρξιν των πρώτων εν Αθήναις Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων. Ζήτω το Έθνος! Ζήτω ο Ελληνικός Λαός»!

Πρώτη ημέρα-25η Μαρτίου 1896

→ Τελετή Έναρξης

→ Δρόμος 100μ.: Ο αγώνας ήταν προκριματικός με τρεις σειρές. Έλαβαν μέρος 21 αθλητές διάφορων εθνικοτήτων, ανάμεσά τους και τρεις Έλληνες. Ο πρώτος και ο δεύτερος νικητής κάθε γύρου θα αγωνίζονταν στον Τελικό την πέμπτη ημέρα των αγώνων. Η αδημονία του κοινού για τον αγώνα σπριντ ήταν παροιμιώδης. Νικητής της πρώτης σειράς ήταν ο Αμερικανός Φράνσις Λέιν, ο οποίος είναι ο πρώτος νικητής των σύγχρονων Αγώνων. Στη δεύτερη σειρά πρώτευσε ο Τόμας Κέρτις και στην τρίτη ο Τόμας Μπερκ, ο οποίος έκανε και τον καλύτερο χρόνο, κατοχυρώνοντας επί της ουσίας το πρώτο “Ολυμπιακό ρεκόρ”. Προκρίθηκαν ο Μαγυάρος Λάγιος Σόκολι, ο Γερμανός Φριτς Χόφμαν και ο (μοναδικός) Έλληνας Αλέξανδρος Χαλκοκονδύλης.

→ Άλμα τριπλούν: Αγώνισμα κοντινό στις παραδόσεις του Ελληνικού λαού, το οποίο επίσης κέντρισε το ενδιαφέρον των θεατών. Συμμετείχαν 10 αθλητές και νικητής αναδείχθηκε ο Αμερικανός Τζέημς Κόνολι, ο οποίος είναι ο πρώτος σύγχρονος καταγεγραμμένος Χρυσός Ολυμπιονίκης. Δεύτερος κατετάγη ο Ελληνικής καταγωγής Γάλλος αθλητής, Αλέξανδρος Τουφερής (Alexandre Tuffèri).

→ Δρόμος 800μ.: Επίσης προκριματικός αγώνας, με τους αθλητές να χωρίζονται σε δύο υποομάδες. Νικητές αναδείχθηκαν ο Αυστραλός Έντγουιν Φλακ και ο Γάλλος Αλμπέν Λερμυζιό. Προκρίθηκαν στον Τελικό ο Ούγγρος Νάντορ Ντάνι και ο Δημήτριος Γολέμης.

→ Δίσκος: Το αγώνισμα με τον πιο “διεθνή” χαρακτήρα χάρη στην ποικιλία εθνικοτήτων των αγωνιζομένων. Νικητής αναδείχθηκε ο Αμερικανός Ρόμπερτ Γκάρετ (με φιναλίστ τον Παναγιώτη Παρασκευόπουλο) προς απογοήτευση των Ελλήνων θεατών.

→ Δρόμος 400μ.: 16 συνολικά αγωνιζόμενοι, οι οποίοι χωρίστηκαν σε δυο σειρές. Χέρμπερτ Τζέημσον και Τόμας Μπερκ ήταν οι νικητές. Φριτς Χόφμαν από τη Γερμανία και Τσαρλς Γκμέλιν από τη Μεγάλη Βρετανία συμπλήρωσαν την τετράδα του Τελικού.

Δεύτερη ημέρα-26η Μαρτίου 1896

→ Ξιφασκία: Διεξήχθη στο Ζάππειο Μέγαρο με ειδική τοποθετημένη εξέδρα στο κέντρο της αίθουσας και τους θεατές σε κύκλο γύρω από τον αγωνιστικό χώρο. Παρουσία της βασιλικής οικογένειας, η οποία αποθεώθηκε στα Προπύλαια, εμφανίστηκαν οι αθλητές κατά ζεύγη, φορώντας την προβλεπόμενη προσωπίδα και με την αιχμή του ξίφους καλυμμένη. Στο «ατομικό ξίφος ασκήσεως», νικητής αναδείχθηκε ο Γάλλος Ανρί Γκραβελότ που κέρδισε οριακά με 3-2 επαφές τον συμπατριώτη του Ανρί Καγιό. Στο «ξίφος ασκήσεως διδασκάλων», το μοναδικό αγώνισμα των Αγώνων του 1896 που απηυθύνετο σε επαγγελματίες, ο Έλληνας Λέων Πύργος επικράτησε του Γάλλου Ζαν Μορίς Περονέ με 3-1 επαφές προς τέρψιν των θεατών στο Ζάππειο. Ο Αρκάς Λέων Πύργος, γιος του οπλοδιδασκάλου Νικολάου Πύργου, είναι ο πρώτος Έλληνας Ολυμπιονίκης των Αγώνων.

→ Στις 14:30 είχε οριστεί να ξεκινήσει η δεύτερη ημέρα των Αγώνων στο Καλλιμάρμαρο.

→ Δρόμος 110μ. μετ’ εμποδίων: Συναγωνίστηκαν οκτώ αθλητές, χωρισμένοι σε δυο σειρές, σε στίβο με ξύλινα εμπόδια που είχαν τοποθετηθεί ανά πυκνά διαστήματα, πάνω από τα οποία έπρεπε να πηδήξουν οι δρομείς για να φτάσουν το νήμα. Στην πρώτη σειρά νικητής αναδείχτηκε ο Βρετανός Γκράντλεϊ Γκούλντινγκ, με δεύτερον τον Γάλλο Φραντζ Ρεϊσέλ, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε το λάθος του Λάγιος Σόκολι που σκόνταψε στο τελευταίο εμπόδιο και έμεινε τρίτος. Στη δεύτερη σειρά ξεχώρισαν δύο Αμερικανοί, ο Τόμας Κέρτις και ο Γουίλιαμ Χόιτ, οι οποίοι προκρίθηκαν άνετα στον Τελικό.

→ Άλμα εις μήκος: Εκ των 18 εγγεγραμμένων εν τέλει μόνον οι οκτώ αθλητές έλαβαν μέρος. Νικητής αναδείχτηκε ο Αμερικανός Έλερι Κλαρκ από τη Βοστόνη, με ρεκόρ 6.35 μέτρα.

→ Τελικός 400μ.: Έλαβαν μέρος ο πρώτος και ο δεύτερος νικητής κάθε σειράς των δοκιμαστικών αγώνων της πρεμιέρας. Την κούρσα κέρδισε τελικά ο Αμερικανός Τόμας Μπερκ που κάλυψε την απόσταση σε 54 δευτερόλεπτα, με δεύτερον τον συμπατριώτη του Χέρμπερτ Τζέημσον.

→ Σφαιροβολία: Στο παραδοσιακά δημοφιλές αγώνισμα το ενδιαφέρον των θεατών ήταν εξαιρετικά αυξημένο και υπήρχε αγωνία για την τελική έκβαση. Πρώτευσε ο Αμερικανός Ρόμπερτ Γκάρετ, ενώ δεύτερος κατετάγη ο Μιλτιάδης Γκούσκος.

→ Άρση βαρών: Στη μέση της κονίστρα σε χώμα σκεπασμένο με άμμο διεξήχθη το αγώνισμα της άρσης βαρών. Σε σύνολο οκτώ συμμετέχοντων αθλητών, στην άρση «δι’ αμφοτέρων των χειρών» (παρόμοια με το σημερινό «ζετέ») νικητής ανακηρύχθηκε ο Δανός Βίγκο Γένσεν, ενώ στην άρση «διά της μιας χειρός» (με κίνηση παρόμοια με το «αρασέ») κέρδισε ο Βρετανός Λόνστον Έλλιοτ.

→ Δρόμος 1.500μ.: Στο τελευταίο αγώνισμα της ημέρας έλαβαν μέρος οκτώ αθλητές και νικητής ανακηρύχθηκε ο Αυστραλός Έντγουιν Φλακ, με δεύτερον τον Άρθουρ Μπλέικ και τρίτον τον προπορευόμενο για το μεγαλύτερο μέρος της κούρσας, Αλμπέν Λερμυζιό.

→ Άμα τη ολοκληρώσει της δεύτερης ημέρας, φωταγωγήθηκε σύμφωνα με τον προγραμματισμό η Ακρόπολη, χαρίζοντας ένα φαντασμαγορικό θέαμα στους Αθηναίους. Πολύχρωμες λάμψεις πυρσών πρόβαλαν από τον Ιερό Βράχο, συμβολίζοντας τη διασύνδεση των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων με το αρχαιοελληνικό παρελθόν.

Τρίτη ημέρα-27η Μαρτίου 1896

→ Σκοποβολή: Το σκοπευτήριο που οικοδομήθηκε κοντά στην Καλλιθέα ειδικά για τους Αγώνες εγκαινιάστηκε το πρωί της τρίτης ημέρας των Αγώνων. 160 εγγεγραμμένοι, εκ των οποίων μόνον οι 10 δεν ήταν Έλληνες, χωρίστηκαν σε τάξεις, αλλά λόγω καθυστέρησης ολοκλήρωσης του προγράμματος η λήξη αναβλήθηκε για την επομένη. Οι αθλητές χρησιμοποίησαν στρατιωτικό τουφέκι, ρίχνοντας συνολικά 40 βολές (χωρισμένες σε τέσσερεις γύρους των 10 βολών) σε στόχο 200 μέτρων.

→ Αντισφαίριση: Το αγώνισμα διεξήχθη στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο, κοντά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Έλαβαν μέρος 16 αθλητές που αγωνίστηκαν και ατομικά και σε ζευγάρια για την πρόκριση στον Τελικό που επρόκειτο να διεξαχθεί την έκτη ημέρα. Στο «απλό» προκρίθηκαν οι Α. Ακρατόπουλος, Πασπάτης, Ράλλης, Μπόλαντ, Ταπάβιτσα, Κάσδαγλης και Κ. Ακρατόπουλος, ενώ στο «διπλό» προκρίθηκαν τα ζευγάρια Φλακ/Ρόμπερτσον, Κάσδαγλης/Πετροκόκκινος και Τράουν/Μπόλαντ.

→ Ποδηλασία: Οι ποδηλατοδρομίες έγιναν στο χτισμένο ειδικά για την περίπτωση ποδηλατοδρόμιο στο Νέο Φάληρο στη 13:00. Επρόκειτο για αγώνα 100 χιλιομέτρων και οι ποδηλάτες έπρεπε να διανύσουν τον στίβο 300 φορές. Παρά τον ενθουσιασμό στην έναρξη, οι θεατές πολύ γρήγορα εγκατέλειψαν την παρακολούθηση του αγώνα λόγω μονοτονίας. Περίπου στις 15:00, οι περισσότεροι αθλητές (κουρασμένοι) εγκατέλειψαν τον αγώνα και έμειναν μόνον δύο να διεκδικούν το έπαθλο, ο Γάλλος Λεόν Φλαμένγκ και ο Έλληνας Γεώργιος Κωλέττης. Τελικά, στον ιστό υψώθηκε η Γαλλική σημαία και οι θεατές την χαιρέτισαν με ενθουσιασμό.

→ Το βράδυ ο συγκεντρωμένος κόσμος στους δρόμους και τις πλατείες, οι οποίες ήταν φωταγωγημένες με λαμπρότητα σε όλη τη διάρκεια της διοργάνωσης, ήταν λιγοστός λόγω της κακοκαιρίας. Αναμφίβολα ο καιρός δεν ευνοούσε τους αγώνες.

ΜΕΡΟΣ Ζ

blank

ΜΕΡΟΣ Η

blank

Έκτη ημέρα-30η Μαρτίου 1896

→ Πάλη (Ελληνορωμαϊκή): Συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε ο αγώνας της πάλης που είχε αναβληθεί την προηγουμένη με τελικό νικητή τον Γερμανό Καρλ Σούμαν. Μολονότι η είσοδος ήταν ελεύθερη, η συρροή του πλήθους ήταν ελάχιστη, αν και το θέαμα παρουσίασε ενδιαφέρον. Η μεγάλη συγκίνηση της προηγούμενης ημέρας λόγω της νίκης του Λούη είχε “στραγγίξει” το πλήθος που έμοιαζε πια αδιάφορο και πλήρες συγκινήσεων.

→ Σκοποβολή: Στο «ελεύθερο πιστόλι» κάθε σκοπευτής έριξε συνολικά 30 βολές (σε πέντε γύρους των έξι βολών) σε στόχο 30 μέτρων. Έλαβαν μέρος πέντε αθλητές από τρεις χώρες, με τον Τζον Πέιν να επιλέγει τελικά να μην αγωνιστεί, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον αδερφό του, Σάμνερ, να κατακτήσει το μετάλλιο της πρώτης θέσης. Η διαφορά των Αμερικανών ήταν εμφανής σε όλα τα αγωνίσματα της σκοποβολής και σε αυτό συνετέλεσαν τα όπλα τους που ήταν πολύ πιο εξελιγμένα από εκείνα των υπόλοιπων αθλητών. Τη δεύτερη θέση κατέκτησε ο Δανός Χόλγκερ Νίλσεν. Στο «πιστόλι ταχείας βολής» οι αδερφοί Πέιν αποκλείστηκαν, επειδή οι κριτές αποφάσισαν ότι τα όπλα τους δεν είχαν το απαιτούμενο διαμέτρημα. Έτσι, στον Τελικό αγωνίστηκαν μόλις τέσσερεις αθλητές, οι οποίοι έριξαν συνολικά 30 βολές (σε πέντε γύρους των έξι βολών) σε στόχο 25 μέτρων. Δύο Έλληνες συμμετέχοντες, ο Ιωάννης Φραγκούδης και ο Γεώργιος Ορφανίδης, εκμεταλλεύθηκαν την απουσία των Αμερικανών και κατέκτησαν τις δύο πρώτες θέσεις. Το «ελεύθερο τουφέκι τριών στάσεων» ήταν το τελευταίο χρονολογικά αγώνισμα σκοποβολής των Αγώνων. Είκοσι σκοπευτές από τρεις χώρες έλαβαν μέρος, με κάθε σκοπευτή να ρίχνει συνολικά 40 βολές (σε τέσσερεις γύρους των 10 βολών) σε στόχο 300 μέτρων, από τρεις διαφορετικές στάσεις: γονυπετώς, πρηνηδόν και ορθίως. Μετά το τέλος της πρώτης ημέρας, ο Ιωάννης Φραγκούδης βρισκόταν στην πρώτη θέση της κατάταξης.

→ Κολυμβητικοί αγώνες: Στον όρμο της Ζέας στον Πειραιά διεξήχθησαν οι κολυμβητικοί αγώνες, με αναρίθμητους θεατές να παρακολουθούν την προσπάθεια των αθλητών. Το ρεκόρ των 20.000 θεατών σε κολυμβητικούς αγώνες παραμένει ακατάρριπτο. Παραδοσιακός λαός της θάλασσας, οι Έλληνες παρακολούθησαν τα τέσσερα αγωνίσματα από την παραλία, από βάρκες και από πλοία, έμπλεοι ενθουσιασμού. Οι κολυμβητικοί αγώνες του 1896 διατηρούν ακόμη το ρεκόρ της χαμηλότερης θερμοκρασίας νερού στον υγρό στίβο στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων, αφού η θάλασσα την ώρα κατά την οποία διεξάγονταν τα αγωνίσματα είχε θερμοκρασία μόλις 13 βαθμών στην κλίμακα Κελσίου. Στον αγώνα «100 μέτρων ελεύθερο» ξεχώρισαν οι δύο κολυμβητές από την Αυστροουγγαρία, ο Άλφρεντ Χάγιος και ο Ότο Χέρσμαν, με τον πρώτον να κατακτά οριακά την πρώτη θέση. Στον αγώνα των ναυτών στα «100 μέτρα ελεύθερο» πήραν μέρος μόνο ναύτες του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού, εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο στους Ολυμπιακούς Αγώνες όπου δεν υπάρχουν περιορισμοί συμμετοχής. Δηλώθηκαν συνολικά 11 ναύτες, αλλά μόνον τρεις έλαβαν πραγματικά μέρος. Ο χρόνος του τελικού νικητή, Ιωάννη Μαλοκίνη, ήταν σχεδόν ένα λεπτό πιο αργός από αυτόν του Άλφρεντ Χάγιος στα «100 μέτρα ελεύθερο» λίγη ώρα νωρίτερα. Στα «500 μέτρα ελεύθερο» έλαβαν μέρος μόνον τρεις αθλητές και νικητής αναδείχθηκε ο Αυστριακός Πάουλ Νόιμαν, ο οποίος κέρδισε το πρώτο (χρονολογικά) μετάλλιο για τη χώρα του σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Τέλος, στα «1.200 μέτρα ελεύθερο», το τελευταίο χρονολογικά και μεγαλύτερο σε διάρκεια και απόσταση αγώνισμα κολύμβησης, ο Άλφρεντ Χάγιος, παρά το γεγονός ότι είχε αγωνιστεί και νωρίτερα και ήταν καταπονημένος, κατέκτησε το μετάλλιο της πρώτης θέσης με μεγάλη διαφορά από τους υπολοίπους.

→ Ποδηλασία: Το απόγευμα συνεχίστηκα στο ποδηλατοδρόμιο του Φαλήρου οι ποδηλατικοί αγώνες, με πολύ ευνοϊκότερες καιρικές συνθήκες. Στο «ατομικό σπριντ» τέσσερεις αθλητές έπρεπε να καλύψουν απόσταση «2 χιλιομέτρων» (έξι γύροι στην πίστα), με τον Γάλλο Πολ Μασσόν να θριαμβεύει. Δεύτερος τερμάτισε ο Έλληνας Σταμάτης Νικολόπουλος και τρίτος ο Γάλλος Λεόν Φλαμένγκ. Στον αγώνα των «10 χιλιομέτρων» έλαβαν μέρος έξι αθλητές και ξεχώρισε (και πάλι) ο Πολ Μασσόν που κέρδισε το μετάλλιο της πρώτης θέσης. Τη δεύτερη θέση κατέκτησε ο Λεόν Φλαμένγκ και την τρίτη ο Αυστριακός Άντολφ Σμαλ. Ο θρίαμβος του Πολ Μασσόν ολοκληρώθηκε στον αγώνα της «ατομικής χρονομέτρησης» (ένας γύρος 333 μέτρων στην πίστα). Πίσω του τερμάτισαν με τον ίδιο χρόνο ο Νικολόπουλος και ο Σμαλ, με αποτέλεσμα κατόπιν απόφασης των κριτών να επαναλάβουν τον γύρο και τον Έλληνα ποδηλάτη να κατακτά εν τέλει τη δεύτερη θέση.

→ Αντισφαίριση: Διεξήχθησαν οι τελικοί του τένις, με τον Μπόλαντ να επικρατεί στο «απλό» με 2-0 σετ του Κάσδαγλη, ενώ στο «διπλό» οι Μπόλαντ/Τράουν κέρδισαν με 2-1 σετ τους Κάσδαγλη/Πετροκόκκινο κατακτώντας τη νίκη.

Έβδομη ημέρα-31η Μαρτίου 1896

→ Το πρωί της Κυριακής ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ παρέθεσε επίσημο γεύμα στα Ανάκτορα προς τιμήν των Ολυμπιονικών, των ξένων αθλητών, των κριτών και των αντιπροσώπων του ξένου Τύπου. Κατά την ομιλία του, στο τέλος του προγεύματος, τόνισε ότι οι Αγώνες θα έπρεπε να διεξάγονται μόνιμα στην Αθήνα: «Η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην αρχαία τους κοιτίδα στέφτηκε από πλήρη και ανέλπιστη επιτυχία και χαίρομαι που μπορώ σήμερα να συγχαρώ και να ευχαριστήσω όλους εσάς που εργαστήκατε, για να έχουμε αυτό το λαμπρό αποτέλεσμα. […] Η Ελλάδα, μητέρα και τροφός των γυμναστικών αγώνων στην πανελλήνια Αρχαιότητα, ανέλαβε να τους πραγματοποιήσει και σήμερα, με θάρρος κάτω από τα βλέμματα της Ευρώπης και του Νέου Κόσμου, και μπορεί τώρα, που έχει γενικά αναγνωριστεί η επιτυχία, να ελπίσει ότι οι ξένοι που την τίμησαν, θα θελήσουν να ορίσουν τη χώρα μας ως ειρηνικό τόπο συνάντησης των εθνών, ως διαρκές και μόνιμο χώρο των Ολυμπιακών Αγώνων».

→ Σκοποβολή: Στο «ελεύθερο τουφέκι τριών στάσεων» ο δικηγόρος Γεώργιος Ορφανίδης ξεπέρασε τον Ιωάννη Φραγκούδη και ανέβηκε στην κορυφή, όπου και έμεινε μέχρι το τέλος.

→ Μαραθώνιος ποδηλατικός δρόμος: Μόνον εννέα από τους συνολικά 19 αθλητές έλαβαν εν τέλει μέρος στον ποδηλατικό Μαραθώνιο σε δημόσιο δρόμο. Οι αθλητές έπρεπε να καλύψουν μια απόσταση 87 χιλιομέτρων (από την Αθήνα έως τον Μαραθώνα και πίσω) και μετά από μεγάλη μάχη και αρκετές πτώσεις ο Αριστείδης Κωνσταντινίδης κατάφερε να τερματίσει στην πρώτη θέση, με τον Γερμανό Άουγκουστ Γκέντριχ να κατακτά τη δεύτερη.

→ Από τα ωραιότερα θεάματα των εορτασμών υπήρξε αναντίρρητα η Λαμπαδηφορία που έγινε το βράδυ της Κυριακής, αφήνοντας αλησμόνητη εντύπωση σε όσους την είδαν.

Όγδοη ημέρα-1η Απριλίου 1896

→ Εξαιτίας του καιρού (σφοδρός άνεμος και σκόνη) ματαιώθηκε το μεγαλύτερο μέρος των προγραμματισμένων αγώνων, εκτός από τον ποδηλατικό. Οι αγώνες λεμβοδρομιών και κωπηλασίας στο Φάληρο αναβλήθηκαν.

→ Ποδηλασία: Ο αγώνας των 12 ωρών ξεκίνησε στις 05:00 στο ποδηλατοδρόμιο του Νέου Φαλήρου και ολοκληρώθηκε στις 17:00. Νικητής αναδείχθηκε ο Αυστριακός Άντολφ Σμαλ, ο οποίος κατέκτησε την πρωτιά με διαφορά ενός γύρου από τον Βρετανό Φρανκ Κίπινγκ.

Ένατη ημέρα-2η Απριλίου 1896

→ Συνεχίστηκε η κακοκαιρία με σφοδρή βροχόπτωση και αέρα, συνθήκες που δεν επέτρεψαν να διεξαχθούν αγώνες αλλά και η τελετή λήξης με την ανακήρυξη και τη στέψη των νικητών στο στάδιο.

Δέκατη ημέρα-3η Απριλίου 1896

→ Η τελετή λήξης των Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων 1896 πραγματοποιήθηκε στις 3 Απριλίου (15 Απριλίου με το νέο ημερολόγιο) στο Παναθηναϊκό Στάδιο της Αθήνας, κλείνοντας έτσι τους Αγώνες της πρώτης σύγχρονης Ολυμπιάδας. Το κλίμα ήταν εορταστικό στην Αθήνα και το στάδιο γέμισε από χιλιάδες θεατές. Ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’, αφού βράβευσε τους νικητές, κήρυξε τη λήξη των Αγώνων και στη συνέχεια ακολούθησε πορεία στα Ανάκτορα από το ενθουσιασμένο πλήθος. Η σεμνή και έξοχη τελετή της ημέρας αυτής άφησε τις ζωηρότερες και πιο ευχάριστες εντυπώσεις σε όλους τους παρευρισκομένους. Το στάδιο άρχισε από τις πρωινές ώρες να έχει την επιβλητική όψη των πρώτων ημερών και ο συνωστισμός στην περιοχή ήταν αφόρητα μεγάλος. Μετά την άφιξη της βασιλικής οικογένειας, δόθηκε η άδεια στα πλήθη που περίμεναν έξω από τα προπύλαια να μπουν χωρίς εισιτήριο και έτσι το στάδιο γέμισε ασφυκτικά. Η τελετή ξεκίνησε με ανάκρουση του Εθνικού ύμνου και μία ωδή του Πινδάρου στα αρχαία ελληνικά από τον Βρετανό αθλητή και λόγιο, Τζορτζ Στιούαρτ Ρόμπερτσον. Σε ένα τραπέζι στα αριστερά του Βασιλιά βρίσκονταν τα έπαθλα: κλωνάρι από αγριελιά από την ιερή Άλτη, κλωνάρι δάφνης, τα διπλώματα μέσα σε μακριούς ασπρογάλαζους κυλίνδρους και τα μετάλλια. Ο Βασιλιάς βράβευσε τους νικητές των Αγώνων. Οι νικητές λάμβαναν ένα Ασημένιο μετάλλιο, ένα κλαδί ελιάς και ένα αναμνηστικό δίπλωμα, ενώ όσοι κατετάγησαν δεύτεροι ένα Χάλκινο μετάλλιο, ένα κλαδί δάφνης και το δίπλωμα. Για τους τρίτους Ολυμπιονίκες δεν είχε προβλεφθεί ακόμη απονομή μεταλλίου. Ορισμένοι εκ των νικητών έλαβαν επιπλέον βραβεία. Ξεχωρίζει το κύπελλο που απένειμε ο εμπνευστής του Μαραθωνίου και προσωπικός φίλος του Ντε Κουμπερτέν, Μισέλ Μπρεάλ, στον Σπύρο Λούη, ο οποίος με αλυτάρχη τον Κωνσταντίνο Μάνο οδήγησαν τους αθλητές που πήραν μετάλλια σε έναν γύρο του θριάμβου γύρω από το στάδιο, ενόσω οι φιλαρμονικές έπαιζαν τον Ολυμπιακό ύμνο. Πρόκειται επί της ουσίας για την πρώτη παρέλαση Ολυμπιονικών με τα στεφάνια τους από αγριελιά και δάφνη στο χέρι και αργό βήμα γύρω από τον στίβο υπό τα εμβατήρια των παραταγμένων μουσικών και τις ενθουσιώδεις ιαχές του κοινού. Άμα τω πέρατι της παρελάσεως, ο Βασιλιάς Γεώργιος αναφώνησε μεγαλοφώνως: «Κηρύττω την λήξιν των πρώτων Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων». Το πλήθος ευτυχισμένο ζητωκραύγαζε, ξεκίνησε να αποχωρεί και αυθόρμητα δημιουργήθηκε και μια δεύτερη άτυπη γιορτή εν είδει διαδήλωσης. Το πλήθος μαζί με τα μέλη του δωδεκαμελούς Συμβουλίου και με τον Τιμολέοντα Φιλήμονα επικεφαλής, με τις φιλαρμονικές και τις σημαίες των διάφορων κρατών να προπορεύονται, προχώρησαν προς τα Ανάκτορα και ζήτησαν (φωνάζοντας) να εμφανιστεί ο Διάδοχος, ο οποίος βγήκε στα προπύλαια. Όσο βράδιαζε, φωταγωγήθηκε ξανά με πυρσούς η Ακρόπολη, ενώ τα πλοία που βρίσκονταν στον Πειραιά χρησιμοποίησαν τους προβολείς τους για να φωτίσουν τον αττικό ουρανό, κλείνοντας με τον πιο θεαματικό τρόπο τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες στην ιστορία.

Τέταρτη ημέρα-28η Μαρτίου 1896

→ Σκοποβολή: Ολοκληρώθηκε ο αγώνας το πρωί με συμμετοχή 42 σκοπευτών. Διεξήχθησαν οι αγώνες «βολής τυφεκίου» από τα 200 μέτρα. Νικητής αναδείχθηκε ο Έλληνας Παντελής Καρασεβδάς, φοιτητής της Νομικής, με δεύτερον τον δικηγόρο Παύλο Παυλίδη και τρίτον τον Νικόλαο Τρικούπη.

→ Αντισφαίριση: Συνεχίστηκαν οι προκριματικοί αγώνες. Στο «απλό» την πρόκριση στα ημιτελικά πήραν οι Πασπάτης, Μπόλαντ, Ταπάβιτσα και Κάσδαγλης. Στα ημιτελικά του «διπλού» στον Τελικό προκρίθηκαν οι Κάσδαγλης/Πετροκόκκινος και οι Τράουν/Μπόλαντ.

→ Ξιφασκία: Στο «ατομικό σπάθης», αγώνας που επίσης διεξήχθη στο Ζάππειο, έλαβαν μέρος πέντε αθλητές και κάθε ξιφομάχος αντιμετώπισε όλους τους υπολοίπους. Ο Ιωάννης Γεωργιάδης ήταν ανίκητος και κατέκτησε το πρώτο μετάλλιο, ο Τηλέμαχος Καράκαλος έχασε μόνο από τον νικητή και πήρε το δεύτερο, ενώ ο Χόλγκερ Νίλσεν από τη Δανία κατέκτησε την τρίτη θέση.

→ Κατά τη διάρκεια της τέταρτης ημέρας, οι αγώνες στο στάδιο είχαν γυμναστικό χαρακτήρα. Στις 14:30 αναγγέλθηκε με σαλπίσματα η άφιξη της βασιλικής οικογένειας, συνοδευόμενη από τον Βασιλιά της Σερβίας, ο οποίος παρακολούθησε τους Αγώνες με πολιτική περιβολή. Οι φιλαρμονικές παιάνισαν τον Ελληνικό και τον Σερβικό Εθνικό ύμνο, ενόσω οι θεατές στέκονταν όρθιοι, επευφημώντας τον Βασιλιά και τον επίσημο φιλοξενούμενο. Αμέσως μετά, σύμφωνα με το πρόγραμμα, ξεκίνησε η συναυλία των φιλαρμονικών, με μπάντες οι οποίες έπαιζαν τον Ολυμπιακό ύμνο του Σπυρίδωνος Σαμάρα υπό τη διεύθυνση του αρχιμουσικού της φρουράς. Οι μεγαλοπρεπείς τόνοι του ύμνου αντήχησαν στον στίβο και οι ενθουσιασμένοι θεατές απαίτησαν και πέτυχαν την επανάληψή του. Αμέσως μετά, ξεκίνησαν οι αγώνες.

→ Τελικός 800μ.: Έλαβαν μέρος μόνον τρεις αθλητές, καθώς ο Λερμυζιό επρόκειτο να αγωνιστεί στον Μαραθώνιο της επόμενης ημέρας και παραιτήθηκε του δικαιώματος να διεκδικήσει ένα μετάλλιο. Πρώτευσε ο Αυστραλός Έντγουιν Φλακ, με δεύτερον τον Ούγγρο Νάντορ Ντάνι, ενώ τρίτος ήρθε ο Δημήτριος Γολέμης.

→ Δίζυγο: Συναγωνίστηκαν οι Ελληνικές ομάδες του Εθνικού Γυμναστικού Συλλόγου και του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου, καθώς και η Γερμανική ομάδα που αναδείχθηκε νικήτρια.

→ Μονόζυγο: Στο αγώνισμα αυτό παρουσιάστηκε μόνο μία ομάδα, η Γερμανική, η οποία παρουσίασε διάφορες ασκήσεις με εξαιρετική επιδεξιότητα και χειροκροτήθηκε θερμά από τους θεατές.

→ Ιππικό εφαλτήριο χωρίς λαβίδες (άλμα): Συμμετείχαν 14 αθλητές. Πρώτος νικητής αναδείχθηκε ο Γερμανός Καρλ Σούμαν και δεύτερος ο Ελβετός Λουί Ζουτέρ.

→ Ιππικό εφαλτήριο με λαβίδες (πλάγιος ίππος): Νικητής ο Ελβετός Λουί Ζούτερ, με τον Γερμανό Χέρμαν Βαϊνγκέρτνερ να κατακτά τη δεύτερη θέση.

→ Κρίκοι: Συμμετείχαν οκτώ αθλητές από τρεις χώρες. Οι Έλληνες Ιωάννης Μητρόπουλος και Πέτρος Περσάκης κατέκτησαν την πρώτη και την τρίτη θέση, ενώ ο Γερμανός Χέρμαν Βαϊνγκέρτνερ κατέκτησε το μετάλλιο της δεύτερης θέσης και πέμπτο του συνολικά στους Αγώνες. Ο καταγόμενος από τη Ζαχλωρού Αχαΐας, Ιωάννης Μητρόπουλος, ήταν μαθητής του Χρυσάφη και έγινε ο πρώτος Έλληνας Ολυμπιονίκης σε αγώνες εντός του Παναθηναϊκού Σταδίου.

→ Μονόζυγο: Στο τελευταίο αγώνισμα της ημέρας, πήραν μέρος 16 αθλητές από τέσσερεις χώρες. Ανακοινώθηκαν δύο νικητές, με τον Χέρμαν Βαϊνγκέρτνερ να κατακτά το μοναδικό του ατομικό μετάλλιο στη διοργάνωση. Ο συμπατριώτης του Άλφρεντ Φλάτοβ κατέκτησε τη δεύτερη θέση και το πρώτο του ατομικό μετάλλιο. Για τρίτη φορά την ίδια ημέρα, υψώθηκε η Γερμανική σημαία στο στάδιο.

Πέμπτη ημέρα-29η Μαρτίου 1896

→ Από πολύ νωρίς στην Αθήνα επικρατούσε ασυνήθιστη κίνηση και στην ατμόσφαιρα αιωρείτο μια τεράστια αναμονή και αγωνία. Το αγώνισμα του Μαραθωνίου ήταν επί της ουσίας η “καρδιά” των Αγώνων για τους Έλληνες φιλάθλους και η νίκη στο αγώνισμα είχε μετατραπεί σε εθνικό στόχο. Ξενοδόχοι, ράφτες, κομμωτές και άλλοι έμποροι είχαν καταχωρίσει διακηρύξεις στις εφημερίδες, υποσχόμενοι ότι, αν ο νικητής του Μαραθωνίου ήταν Έλληνας, θα του παρείχαν δωρεάν τις υπηρεσίες τους, ενώ άλλοι ανέλαβαν να προσφέρουν βραβεία και δώρα. Υπολογίζεται ότι περίπου 70.000 θεατές παρακολούθησαν εκείνη την ημέρα τους αγώνες στο Παναθηναϊκό Στάδιο.

→ Αντισφαίριση: Διεξήχθησαν οι αγώνες της ημιτελικής φάσης του «απλού» και την πρόκριση στον Τελικό πήραν ο Μπόλαντ και ο Κάσδαγλης.

→ Δίζυγο: 18 αθλητές από έξι χώρες συμμετείχαν στο δίζυγο, με τον Γερμανό Άλφρεντ Φλάτοβ να ανακηρύσσεται Χρυσός Ολυμπιονίκης και δεύτερον τον Ελβετό Λουί Ζουτέρ.

→ Αναρρίχηση επί κάλω: Σε ένα πολύ θεαματικό και δύσκολο αγώνισμα, όπου απαιτείτο η αναρρίχηση σε σκοινί 14 μέτρων στηριγμένο σε ιστό, συμμετείχαν πέντε αθλητές. Νικητής ανακηρύχθηκε ο Πατρινός Νικόλαος Ανδριακόπουλος, μέλος του Παναχαϊκού Συλλόγου, με δεύτερον το Θωμά Ξενάκη από τη Νάξο.

→ Σκοποβολή: Στη σκοποβολή με «στρατιωτικό πιστόλι» από τα 25 μέτρα συμμετείχαν συνολικά 16 αθλητές από τέσσερεις χώρες. Κάθε σκοπευτής έριξε 30 βολές (σε πέντε γύρους των έξι βολών), με τελικούς νικητές δυο αδέλφια Αμερικανούς, τον Τζον και τον Σάμνερ Πέην, οι οποίοι έγιναν και τα πρώτα αδέρφια-Ολυμπιονίκες στην ιστορία.

→ Τελικός 100μ.: Μετά από μια πολύ καλή κούρσα που απόλαυσαν οι θεατές, νικητής των 100 μέτρων αναδείχθηκε ο Τόμας Μπερκ με χρόνο 12 δευτερολέπτων, επικρατώντας του Φριτς Χόφμαν. Για την τρίτη θέση είχαμε ουσιαστικά την πρώτη “ισοπαλία” στους Αγώνες, μιας και ο Λέιν με τον Σόκολι έκαναν χρόνο 12.6 δευτερολέπτων και, απόντος ασφαλώς του φώτο-φίνις, η ΔΟΕ αποφάσισε να μοιραστούν τη διάκριση.

→ Άλμα εις ύψος: Οι αγωνιζόμενοι έπρεπε να πηδήξουν πάνω από μια οριζόντια ράβδο χωρίς να τη ρίξουν, με το χαμηλότερο ύψος στο ενάμισι μέτρο. Ήταν ένας εξαιρετικά δύσκολος αγώνας με τον Αμερικανό Έλερι Κλαρκ να αναδεικνύεται Χρυσός Ολυμπιονίκης με επίδοση 1.81 μέτρα. Στη δεύτερη θέση ισοβάθμησαν οι συμπατριώτες του Ρόμπερτ Γκάρετ και Τζέημς Κόνολι.

→ Δρόμος 110μ. μετ’ εμποδίων: Ένας συγκλονιστικός αγώνας. Ο Γκράντλεϊ Γκούλντινγκ κρατούσε τη νίκη μέχρι και το τελευταίο εμπόδιο, όντας καλύτερος στο πέρασμα των εμποδίων, αλλά ο Τόμας Κέρτις προσπέρασε τον Βρετανό στο σπριντ, παίρνοντας την πρώτη θέση στο τέλος με διαφορά ελάχιστων εκατοστών του δευτερολέπτου.

→ Άλμα επί κοντώ: Πέντε αθλητές από δύο χώρες (Ελλάδα και Ηνωμένες Πολιτείες) πήραν μέρος, με εκείνους των ΗΠΑ να κατακτούν το πρώτο και το δεύτερο μετάλλιο και τους Έλληνες αθλητές να τερματίζουν στις υπόλοιπες θέσεις. Οι Αμερικανοί ξεκίνησαν τον αγώνα τους στα 2.80 μέτρα, οι επιτυχημένες προσπάθειες συνεχίστηκαν έως τα 3.30 μέτρα, τα οποία δεν κατάφερε να περάσει τελικά ο Άλμπερτ Τάιλερ και έτσι νικητής αναδείχτηκε ο Γουίλιαμ Χόιτ. Λίγο πριν το τέλος, ο αγώνας διεκόπη και συνεχίστηκε αργότερα, καθώς έφταναν στο Καλλιμάρμαρο οι μαραθωνοδρόμοι.

→ Μαραθώνιος: Στον Μαραθώνιο συμμετείχαν οι καλύτεροι από τους ξένους δρομείς που είχαν αναδειχθεί και σε άλλα αγωνίσματα, καθώς και αρκετοί Έλληνες αθλητές με διακρίσεις στους Πανελλήνιους Αγώνες. Αρκετοί αθλητές αποσύρθηκαν διαισθανόμενοι ότι δεν έχουν τις δυνάμεις να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του αγωνίσματος, ενώ οι υπόλοιποι κατέφθασαν στον Μαραθώνα από την προηγούμενη παρουσία της ειδικής επιτροπής. Ο αγώνας ξεκίνησε περί τις 14:00 και κατά μήκος της διαδρομής πλήθος κατοίκων των περιοχών της Αττικής είχε πάρει θέση περιμένοντας τους δρομείς για να τους ενθαρρύνει, να τους χαιρετίσει και να προσφέρει λίγο κρύο νερό ή ένα ποτήρι κρασί. Λίγο μετά το Πικέρμι αρκετοί αθλητές ξεκίνησαν να καταβάλλονται από την κούραση και αποσύρονταν κατάκοποι στις άμαξες που ακολουθούσαν αδιαλείπτως την πομπή των αθλητών. Ο Μαρουσιώτης Σπύρος Λούης, περνώντας από ένα πανδοχείο, ζήτησε και ήπιε ένα ποτήρι κρασί και στο 33ο χιλιόμετρο της διαδρομής είχε προλάβει το φαβορί, τον Αμερικανό Έντγουιν Φλακ. Πίσω στο Καλλιμάρμαρο επικρατούσε τεράστια προσμονή και αγωνία και, όταν εισήλθε ένας ηλιοκαμένος άνδρας ντυμένος στα λευκά και λουσμένος στον ιδρώτα, το στάδιο σείστηκε. Ήταν ο Σπύρος Λούης, ο τελικός νικητής του Μαραθωνίου, ο οποίος τα τελευταία μέτρα τα έκανε με τον Διάδοχο και τον Πρίγκιπα Γεώργιο να τρέχουν στο πλάι του. Το στάδιο ήταν στο πόδι, το πλήθος ασυγκράτητο πανηγύριζε τη μεγάλη νίκη του Έλληνα αθλητή, οι φιλαρμονικές παιάνιζαν τον Εθνικό ύμνο, το κοινό φώναζε εκστασιασμένο και χειροκροτούσε και τον δεύτερον νικητή, τον Χαρίλαο Βασιλάκη. Η ανέλπιστη νίκη του Λούη είναι ουσιαστικά η πρώτη μεγάλη επιτυχία του σύγχρονου ελληνικού αθλητισμού, το παγκόσμιο γεγονός που συνδέει τον ελληνικό αθλητισμό με την παγκόσμια ιστορία.

→ Πάλη (Ελληνορωμαϊκή): Ήταν το μοναδικό αγώνισμα πάλης στο πρόγραμμα των Αγώνων. Δεν υπήρχαν κατηγορίες κιλών και σε σύνολο πέντε αθλητών στον Τελικό προκρίθηκαν ο Γεώργιος Τσίτας και ο Καρλ Σούμαν. Ο αγώνας διήρκησε 40 λεπτά, πριν διακοπεί λόγω σκότους, αφού είχε αρχίσει να δύει ο ήλιος, και μετατεθεί για επόμενη ημέρα.

→ Αυτή η ιστορική ημέρα τόσο πλούσια σε συναισθήματα τελείωσε με μια μεγάλη γιορτή στον Πειραιά. Φώτα, μουσική, παρέλαση και πυροτεχνήματα συνέθεσαν έναν εορτασμό που ολοκληρώθηκε λίγο πριν τα μεσάνυχτα.

blank
blank