Οι σπουδαίοι, σε κάθε τομέα, έχουν αυτό τον ξεχωριστό τρόπο να μην είναι ποτέ αδιάφοροι, σ’ αυτή τη ζωή.
Εκείνος το πέτυχε και με το παραπάνω, αν και η δική του ζωή ήταν ιδιαιτέρως σύντομη.
Το βλέμμα εντυπωσιαζόταν όταν τον αντίκριζες, είτε τον συμπαθούσες είτε όχι.
Στις Η.Π.Α., άλλωστε, έλεγαν ή το κλισέ «λατρεύουν να τον μισούν» -αν και βαθιά μέσα τους οι περισσότεροι τον θαύμαζαν και παραδέχονταν το μεγαλείο του- ή «you gotta love him or hate him».
«Πρέπει να τον αγαπάς ή να τον μισείς»…
Ίσως, πράγματι, να μην υπήρχε μέση οδός.
Τα μάτια γούρλωναν συνήθως στις «παραστάσεις» του πάνω στο παρκέ.
Η φαντασία για το τι θα επιλέξει να κάνει στην επόμενη φάση οργίαζε. Έστω κι αν ήταν κοινό μυστικό ότι «κόπιαρε» τις κινήσεις του ινδάλματός του, Μάικλ Τζόρνταν.
Τη στιγμή που σκόραρε αισθανόσουν δέος. Σκεφτόσουν ότι εσύ του πάσαρες ή, ακόμη και από τους δέκτες της τηλεόρασης, πως είσαι μέρος όλου του «τελετουργικού» του.
Όταν έπεφτε, από ένα χτύπημα ενός εκ των «Μπρους Μπόουεν(ς)» του ΝΒΑ που προσπαθούσαν να τον περιορίσουν, θαρρεί κανείς ότι πονούσες κι εσύ μαζί του.
Μπορεί και να βούρκωσες ή να δάκρυσες όταν έμαθες τα θλιβερά μαντάτα της 26ης Ιανουαρίου 2020 για τον Κόμπι Μπράιαντ…
Ο Κόμπι Μπράιαντ νεκρός, στα 41 του…
Δεν είναι ψέμα. Δεν είναι φάρσα.
Η τραγωδία ακόμη μεγαλύτερη, είναι ανείπωτη. Καθώς στο μοιραίο ελικόπτερο, από το οποίο δεν επιβίωσε κανένας από τους εννέα επιβαίνοντες, όταν κατέπεσε στην Καλιφόρνια, βρισκόταν και η 13χρονη κόρη του, Τζιάνα Μαρία Ονόρε.
Είχαν ανέβει σ’ αυτό για να φτάσουν νωρίτερα στο γήπεδο, για έναν αγώνα της Mamba Academy, στον οποίο η Τζιάνα θα αγωνιζόταν και ο Κόμπι θα ήταν κόουτς.
Αισθάνεσαι περίεργα (ότ)αν «πρέπει» να γράψεις, σε μία τόσο δύσκολη στιγμή.
Δεν έχεις στο μυαλό σου μία νεκρολογία.
Δεν αναζητάς να αποτυπώσεις στην οθόνη μία αγιογραφία.
Αναρωτιέσαι για πολλή ώρα αν, τελικά, «δεν πρέπει» να γράψεις.
Αν, τελικά, δεν τιμάς τη μνήμη του κάνοντάς το, αλλά, αντίθετα, την «(κατα)πατάς».
Η απάντηση στο δίλημμα, προφανής, αν διαβάζετε αυτές τις γραμμές.
Το τι αφήνει πίσω του σαν κληρονομιά ο Μπράιαντ δεν το επιβεβαιώνουν οι τίτλοι, οι χιλιάδες πόντοι, τα βραβεία, τα μετάλλια, τα θεαματικά στιγμιότυπα.
Αριθμοί, θα πει κάποιος.
«Στο τέλος μένει μόνο αυτό το “23.08.1978 – 26.01.20”», θα σκεφτείς ασυναίσθητα.
Αλλά δεν είναι έτσι.
Δεν είναι απλώς το κοινότυπο «Legends Never Die».
Γιατί, είναι αλήθεια, «οι Θρύλοι δεν πεθαίνουν ποτέ».
Ο Zastro είχε γράψει εύστοχα στις 23 Αυγούστου 2019 στο AthleteStories, ανήμερα των 41ων γενεθλίων του Κόμπι Μπράιαντ, ότι «ήρθε στον κόσμο “σημαδεμένος”, πριν καν δει το πρώτο φως της ημέρας…
»“Καταδικασμένος” να είναι ξεχωριστός, όπως το όνομά του».
Ο πατέρας του, Τζο, επαγγελματίας παίκτης μπάσκετμπολ και η μητέρα του, Παμ, αποφάσισαν να τον «βαφτίσουν» με το όνομα μίας ποικιλίας βοδινού κρέατος από την Άπω Ανατολή.
Kobe… Κόμπε για τους Ιάπωνες, Κόμπι για τους γονείς του.
Όπως το περίεργο όνομά του, ο πιτσιρικάς που γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια και έζησε και στην Ιταλία, άγγιξε τα όρια του μύθου.
Ο Ντράζεν Πέτροβιτς, άλλος ένας θρύλος της σκληρής δουλειάς και επίσης (πολύ) πρόωρα αδικοχαμένος, συνήθιζε να λέει: «Δείξε μου έναν που δεν είναι θρασύς, να σου δείξω έναν που δεν θα γίνει ποτέ πρωταθλητής!».
Το ισπανικό περιοδικό «Gigantes del Basket», τρεις εβδομάδες πριν από τον θάνατο του Ντράζεν, τον Ιούνιο του 1993, είχε δημοσιεύσει ένα αφιέρωμα για τον Κροάτη με τίτλο: «Ambition sin freno».
«Φιλοδοξία χωρίς όρια».
Πόσο ταιριαστά… Κάτι παρόμοιο έγινε «ευαγγέλιο» και για τον Κόμπι.
Από μικρός έπαιζε με μεγαλύτερους. Όταν ήταν οκτώ ετών, σχεδόν «γελοιοποιούσε» αντιπάλους που ήταν ήδη στην εφηβεία.
Εξελίχθηκε σε πρωταθλητή.
Ήταν ο «Black Mamba» με τα «θανατηφόρα» χτυπήματά του.
Αρνούνταν να χάσει και στην προπόνηση.
Και πίεσε τον εαυτό του στα άκρα.
Ο «μύθος» τον θέλει, όταν το 2011 επισκέφθηκε την Αθήνα για λογαριασμό της Nike, να μην άφησε χαμένο λεπτό προπόνησης.
Μία φήμη ανέφερε ότι ένα βράδυ δείπνησε με τον Βασίλη Σπανούλη και επέστρεψε στο δωμάτιό του στις 2 τα ξημερώματα.
Το πρόγραμμα έμοιαζε να είχε χαθεί.
Μονάχα που στις 5 το πρωί, πήγε χαμογελαστός και χτύπησε την πόρτα του προσωπικού γυμναστή του, Τιμ Γκρόβερ, λέγοντάς του: «Επειδή κοιμηθήκαμε λίγο πιο αργά, νομίζεις ότι θα χάσουμε την πρωινή προπόνηση;»!
Το «βασίλειό του ήταν πάντα ένα κλειστό γήπεδο γυμναστήριο.
Το «σπαθί» του ήταν πάντα μία μπάλα μπάσκετμπολ.
Η διεκδίκηση του «θρόνου» απαιτούσε και ταλέντο, πολλή δουλειά και θράσος.
Ο Κόμπι δεν πίστευε στον χαμένο χρόνο.
Γι’ αυτό κοντραρίστηκε με τον Σακίλ και τον Ντουάιτ Χάουαρντ στους Λέικερς.
Τους πίεζε. Πίστευε ότι ο πόνος θα περάσει στο γήπεδο.
«Έσπρωχνε» τον εαυτό του παραπέρα.
Οι αθλητές δεν επιθυμούν να τους θεωρούν μηχανές.
Ο Κόμπι μάλλον το έκανε για τον εαυτό του.
Αυτό το trend του More Than Athletes ο ίδιος το βίωνε σε άλλο επίπεδο.
Προφανώς θεωρούσε τον εαυτό του μηχανή και αυτό το «κάτι παραπάνω από αθλητής» το μετρούσε με κάθε στιγμή στο παρκέ και με την «κληρονομιά» που θα άφηνε πίσω του.
Είχε διαπιστώσει πως «οι σπουδαίοι παίκτες παίζουν καλά γιατί φοβούνται τι θα συμβεί αν δεν παίξουν καλά.
»Διότι αν αποτύχουν, θα χάσουν τα πάντα και αυτό που τους κάνει να είναι ο εαυτός τους.
»Διότι είναι πρωταθλητές και αν ηττηθούν, θα είναι ένα τίποτα… Ούτε καν ο εαυτός τους».
Είχε πολλά ακόμη να «πει» και εκτός γηπέδου.
Με τα βιβλία του, τις παραγωγές του, τις αναλύσεις του στο ESPN, την ακαδημία του…
Πού να ήξερε ότι θα αφήσει απρόσμενα νωρίς αυτή την «κληρονομιά»;
Ο θρύλος των Λέικερς, Μάτζικ Τζόνσον, ανάρτησε στο facebook μία φωτογραφία της Τζιάνα και του Κόμπι, αναφέροντας:
«Όσο προσπαθώ να γράψω αυτό το ποστ, το μυαλό μου τρέχει. Δεν το πιστεύω και κλαίω από το πρωί με αυτά τα άσχημα νέα…
»Τον αγαπώ, αγαπώ την οικογένειά του και ό,τι έκανε και εκπροσωπούσε στο παρκέ.
»Ο φίλος μου, ο θρύλος, ο σύζυγος, ο πατέρας, ο γιος, ο αδερφός μου. Ο κορυφαίος Λέικερ όλων των εποχών, ο νικητής ενός Όσκαρ.
»Ο Κόμπι ήταν ηγέτης, μέντορας ανδρών και γυναικών, παικτών και παικτριών. Έδωσε το ταλέντο του, τη γνώση, τον χρόνο του και τα λόγια δεν μπορούν να εκφράσουν τι χάρισε στο μπάσκετμπολ.
»Ίνδαλμα του Λ.Α., βοηθούσε τους άστεγους και ήταν πρωτοπόρος στο μπάσκετμπολ γυναικών…
»Εγώ και η σύζυγός μου, Κούκι, προσευχόμαστε για την σύζυγό του, Βανέσα, τις κόρες τους, Νατάλια, Μπιάνκα, Καπρί και τους γονείς του, Τζο και Παμ».
»Θα είμαστε πάντα εδώ για την οικογένειά του… Σε αγαπάμε για πάντα #8, #24».
Ο Μάικλ Τζόρνταν, σε μία γραπτή δήλωσή του, αποκάλεσε τον Κόμπι «σαν τον μικρό αδερφό μου» και συμπλήρωσε:
«Είμαι σε κατάσταση σοκ από τα τραγικά νέα για τον χαμό του Κόμπι και της Τζιάνα. Τα λόγια δεν μπορούν να εκφράσουν τον πόνο που αισθάνομαι…
»Αγαπούσα τον Κόμπι, ήταν σαν ένας μικρός αδερφός μου. Συνηθίζαμε να μιλάμε για μπάσκετμπολ και θα μου λείψουν αυτές οι συζητήσεις μας.
»Ήταν ένας μεγάλος αγωνιστής, ένας από τους καλύτερους του παιχνιδιού και μία δημιουργική δύναμη.
»Ήταν επίσης ένας εκπληκτικός πατέρας που αγαπούσε βαθιά την οικογένειά του και υπερηφανευόταν για την αγάπη της κόρης του για το μπάσκετμπολ».
Ολόκληρο το ΝΒΑ και το παγκόσμιο μπάσκετμπολ μοιράστηκε τη θλίψη του για τον πρόωρο χαμό του Μπράιαντ.
Πριν από τους αγώνες Σαν Αντόνιο – Τορόντο και Νέα Ορλεάνη – Βοστόνη, λίγες ώρες μετά την επιβεβαίωση του θανάτου του, οι τέσσερις ομάδες άρχισαν τους αγώνες υποπίπτοντας οικειοθελώς σε παραβάσεις 24΄΄ χρόνου επίθεσης, ως φόρο τιμής στο Νο24 (που φορούσε ο Κόμπι όταν αποσύρθηκε, το 2016), μέσα σε χειροκροτήματα…
Στο ματς Μέμφις – Φίνιξ, οι Γκρίζλις έκαναν το ίδιο και οι Σανς υπέπεσαν σε παράβαση οκτώ δευτερολέπτων πριν περάσουν το κέντρο, για το Νο8 του Κόμπι, στην αρχή της καριέρας του.
Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ο σταρ του Φίνιξ, Ντέβιν Μπούκερ, έκλαψε μέσα στο παρκέ.
Ο Γκρεγκ Πόποβιτς, τόνισε μετά την ήττα από τους Ράπτορς: «Καλό ματς, δύσκολη ήττα, αλλά ποιος νοιάζεται;
»Όλοι ξέραμε πόσο σπουδαίος παίκτης ήταν, αλλά ήταν και κάτι παραπάνω. Ήταν μαχητής, σε σημείο που δεν συγκρινόταν κανένας μαζί του και αυτό τον έκανε ελκυστικό στο γήπεδο.
»Ήταν αφοσιωμένος, συγκεντρωμένος και με θέληση για νίκη και όλοι μας τον λατρεύαμε για τόσο πολλούς διαφορετικούς λόγους», πρόσθεσε ο κόουτς των Σπερς.
Ο ιδιοκτήτης των Ντάλας Μάβερικς, Μαρκ Κιούμπαν, ανακοίνωσε ότι κανένας παίκτης δεν θα φορέσει ξανά το Νο24 των Μαβς.
Ο σταρ των Νετς και καλός φίλος του Μπράιαντ, Κάιρι Ίρβινγκ, όταν πληροφορήθηκε ότι η Λίγκα δεν προχώρησε τελικά σε αναβολή των αγώνων της 26ης Ιανουαρίου, αρνήθηκε να αγωνιστεί εναντίον των Νικς και αποχώρησε από το «Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν» της Νέας Υόρκης.
Ο προπονητής των Κλίπερς, Ντοκ Ρίβερς, ψέλλισε με δυσκολία μερικές λέξεις, δακρυσμένος…
Τον Μάρτιο του 2004, ο Κόμπι περισσότερο ταξίδευε στο Κολοράντο για τις κατηγορίες βιασμού μίας υπαλλήλου ξενοδοχείου που αντιμετώπιζε, παρά προπονούνταν…
Οι Λέικερς είχαν αποκτήσει μεν τους Καρλ Μαλόουν και Γκάρι Πέιτον, όμως η δικαστική «μάχη» του Μπράιαντ και η βεντέτα του με τον Σακίλ Ο’Νιλ δεν καθιστούσε την ομάδα του Λ.Α. αδιαφιλονίκητο φαβορί, όπως στη θεωρία.
Πριν από ένα ματς με το Ορλάντο, ο Κόμπι, όπως παραδέχτηκε σε μεταγενέστερη συνέντευξή του έλεγε ότι «δεν έχω όρεξη σήμερα να βγω στο γήπεδο και να παίξω μπάσκετμπολ»…
Πάτησε, ωστόσο, το παρκέ του «Στέιπλς Σέντερ» και όχι μόνο σκόραρε μόνο έναν πόντο ως το ημίχρονο, αλλά παρακολουθεί και τον τότε σταρ των Μάτζικ, Τρέισι ΜακΓκρέιντι, να μετρά 21π. ως την ανάπαυλα.
Στα αποδυτήρια ο συνήθως ετοιμόλογος κόουτς Φιλ Τζάκσον δεν έχει απαντήσεις.
Ο Σακίλ έχει μείνει στη γωνιά του, αμίλητος.
Ο Μαλόουν αρχίζει να αμφιβάλει αν έπραξε σωστά που άφησε τη Γιούτα για ένα δαχτυλίδι (το έχασε, στους Τελικούς, από τους Πίστονς).
Ο Πέιτον μονολογεί, ψιθυρίζοντας…
Ο Μπράιαντ είναι «πλημμυρισμένος» στις σκέψεις του.
Αποκαλύπτοντας σε μία συνέντευξη, χρόνια αργότερα, ότι «είπα από μέσα μου πως μπορείς να χάσεις τα πάντα για τη θέση στην οποία έφερες μόνος σου τον εαυτό σου…
»Μπορείς να χάσεις την οικογένειά σου, την αξιοπιστία σου και, φυσικά, την ελευθερία σου.
»Όμως, Κόμπι, θα καταδικάσεις μόνος σου τον εαυτό σου αν χάσεις και αυτό που ακόμη σου προσφέρει ελευθερία… Το μπάσκετμπολ.
»Αυτό μπορείς ακόμη να το ελέγξεις!».
Σαν χολιγουντιανό σενάριο, βγήκε στο γήπεδο και στο τέταρτο δωδεκάλεπτο πέτυχε 24 πόντους και οδήγησε το ματς στην παράταση.
Στο έξτρα πεντάλεπτο οι Λέικερς νίκησαν, όμως ο Κόμπι είχε «κερδίσει» πίσω τον εαυτό του, την αυτοπεποίθησή του.
Στις Η.Π.Α. επιμένουν ως τις μέρες μας ότι εκείνο το ματς «έχτισε» τη Mamba φιλοσοφία του Μπράιαντ.
Αυτό τον «έχρισε» MVP και τον (ξανα)έκανε πρωταθλητή.
Αυτό το ματς φαίνεται ότι τον άλλαξε για τα καλά.
Στο ντοκιμαντέρ «Once Brothers» του ESPN, που αναφέρεται στη φιλιά και στην πορεία την έχθρα των Βλάντε Ντίβατς και Ντράζεν Πέτροβιτς, λόγω του εμφυλίου στην πρώην Γιουγκοσλαβία, η Μπιζέρκα Πέτροβιτς αποκάλυψε μία ιδιαίτερη ιστορία.
Σε μία επίσκεψη στον τάφο του γιου της, ένας κύριος την πλησίασε και της είπε: «Μπορεί εσείς να τον γεννήσατε, όμως ο Ντράζεν ήταν όλων μας»…
Ο Κόμπι ενδεχομένως να μην είχε την ίδια καθολική αποδοχή.
Η λύπη ή η μελαγχολία δεν είναι «πρέπει», λόγω της τραγικής κατάληξης της υπέροχης και πετυχημένης ζωής του.
Δεν είναι υποχρέωση, δεν είναι καθήκον.
Ούτε καν επειδή «έφυγε» αγκαλιά με την «πριγκίπισσά» του, Τζιάνα.
Ακόμη και αυτή η θλιβερή είδηση, σε γεμίζει συναισθήματα. Όπως έκανε και εκείνος όσο έπαιζε. Πάντα με συναίσθημα.
Στο άκουσμα του νέου, το στομάχι έσφιξε.
Ίσως κάποιος να απορήσει αν γίνεται το ίδιο στην είδηση του θανάτου, για παράδειγμα, παιδιών σε μία εμπόλεμη ζώνη.
Το ίδιο είναι. Απλώς, τα σπορ και οι ήρωές τους, έχουν αυτή τη «μαγεία» και την τάση να σε κάνουν να αισθάνεσαι μέρος του κατορθώματος.
Να νιώθεις ότι ο εκάστοτε ήρωας είναι σαν δικός σου άνθρωπος.
Και ακόμη και αν αναφέρεσαι στον ήρωά σου με τη μελαγχολική λέξη «ήταν», αντί για το «είναι», τον ευχαριστείς για τις αναμνήσεις και την έμπνευση.
Και σκέφτεσαι ότι οι Θρύλοι δεν πεθαίνουν ποτέ…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Γιώργος Λιμνιάτης: «Το μάθημα του Κόμπι»
Κόμπι Μπράιαντ, η εκτυφλωτική νοοτροπία του «τίποτα δεν πάει χαμένο»…
Kobe! / «Ο Κόμπι μου έδωσε τη μπάλα! Ο Κόμπι!»
Η Σαμπρίνα Ιονέσκου παίζει για τις ρίζες της, τις γυναίκες και τον Κόμπι