Ο Αμερικάνος ψυχολόγος, Ντάνιελ Γκόλμαν, μίλησε πρώτη φορά για εκείνη λίγο πριν την αλλαγή του αιώνα. «Συγκινησιακή πειρατεία» την αποκάλεσε.
Δύο λέξεις, ένας όρος για όλες εκείνες τις φορές που το πάθος αναδύεται ταχύτατα στην επιφάνεια, που το συναίσθημα σπριντάρει με ορμή και κόβει το νήμα πρώτο, πριν η λογική προλάβει να επεξεργαστεί το παραμικρό δεδομένο. Δεν πρόκειται για τύχη αλλά για συνεπή -σε άλλους περισσότερο και σε άλλους λιγότερο- λειτουργία. Λειτουργία που οφείλεται σε αυτόν τον μικροσκοπικό κόμβο νευρώνων στα έγκατα του εγκεφάλου μας, την αμυγδαλή. Ένα τόσο δα πραγματάκι στο σχήμα και το μέγεθος ενός αμυγδάλου. Κι όμως αρκετά μεγάλο για να ορίσει αποφάσεις, αντιδράσεις, αντανακλαστικά. Πάντα με τον δικό του τρόπο, με ταχύτητα που ξεπερνά κάθε σκεπτόμενο τμήμα του νου και μοναδική πυξίδα το πάθος, το συναίσθημα, το ένστικτο που εγείρεται εκείνη τη στιγμή από το εκάστοτε ερέθισμα.
Μια τέτοια συνεχής “συγκινησιακή πειρατεία” ήταν και όλη η ποδοσφαιρική ζωή του Νταβίντ Τρεζεγκέ, ένα μωσαϊκό στιγμιαίων, ενστικτωδών αποφάσεων, με μόνο γνώμονα το πάθος και το συναίσθημα.
Φορτισμένο ένστικτο μέσα στην περιοχή και μπροστά στο τέρμα. Φορτισμένο ένστικτο και μακριά από το γήπεδο. «Αν βάλεις κάτω την καριέρα μου θα καταλάβεις ότι όλες μου οι αποφάσεις πάρθηκαν χωρίς σκέψη», είπε σε συνέντευξή του στην «Clarin». Από την Αργεντινή στη Γαλλία και από την κορυφή του κόσμου στους βάλτους της Ιταλίας, την Ισπανία και πάλι πίσω στη Λατινική Αμερική. Ο Τρεζεγκέ ορκίστηκε πως δεν θα σταματήσει ποτέ να υπηρετεί το ένστικτό του και απλώς κάπου σε αυτή τη “συγκινησιακά πειρατική” πορεία του κατάφερε να γίνει ένας από τους σπουδαιότερους επιθετικούς της γενιάς του.
Αργεντινός, Γάλλος, Πρωταθλητής Κόσμου
Το ποδόσφαιρο δεν ήταν ποτέ ακριβώς επιλογή για τον Τρεζεγκέ. Περισσότερο φυσική, ασυνείδητη συνέχεια του μπαμπά του. Ήταν κι εκείνος επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, Αργεντινός με ρίζες από τη Γαλλία. Ο Νταβίντ γεννήθηκε στη Γαλλία, αλλά μεγάλωσε στην Αργεντινή, στα προάστια του Μπουένος Άιρες, όταν ακόμη η αλάνα υπήρχε και η μπάλα ήταν η βασίλισσα του άπλετου ελεύθερου χρόνου. Κι αυτός, όπως κάθε παιδί στις όχθες του Ρίο Ντε Λα Πλάτα τότε, ήθελα να γίνει Μαραντόνα, ονειρευόταν τον εαυτό του θριαμβευτή στις ρίγες της «Albiceleste». Ήξερε βέβαια ότι δεν είχε το ίδιο ταλέντο, όμως δεν επέτρεψε ποτέ να γίνει εμπόδιό του αυτό.
«Από όταν ξεκίνησα, είχα καταλάβει πως δεν ήμουν δυνατός ή γρήγορος. Άρχισα να αναπτύσσω την ταχύτητα στο μυαλό μου. Έλεγα στον εαυτό μου: “Η περιοχή θα γίνει όλος σου ο κόσμος, το σπίτι σου”. Δούλευα τα τελειώματά μου σαν τρελός, με το αριστερό, το δεξί πόδι, το κεφάλι. Είχα επικεντρωθεί στην ιδέα πως έπρεπε να τελειώνω τις φάσεις που δημιουργούσαν οι άλλοι. Αυτός ήταν ο ρόλος μου», θα πει μετά το κλείσιμο της καριέρας του.
Πράγματι, με αυτόν ακριβώς τον τρόπο και γοργούς ρυθμούς άρχισε να αναδεικνύεται. Έκανε το επίσημο ντεμπούτο του με την πρώτη ομάδα της Πλατένσε μόλις στα 16 του, πέταξε όμως, πριν καλά-καλά οι Λατινοαμερικανοί σπίκερς μάθουν να προφέρουν το όνομά του, για την Ευρώπη και τις ρίζες του. Τα πέντε του ματς στην Αργεντινή και δυο-τρεις προπονήσεις στο Πριγκιπάτο ήταν όσα χρειαζόταν η Μονακό για να πειστεί πως αυτό το παιδί μπορούσε να της δώσει πράγματα.
Δύο σεζόν ψήσιμο στα τσικό και μετά βουτιά στα βαθιά και την πρώτη ομάδα. Μια βουτιά βέβαια για την οποία ο Νταβίντ θυσίασε την πατρίδα του. Ή μάλλον την εθνικότητά του.
Ως Αργεντινός, μη κοινοτικός δηλαδή, ήταν σχεδόν αδύνατο να δηλωθεί στο Γαλλικό Πρωτάθλημα κι έτσι, δίχως πολλή σκέψη, όπως πάντα, αποφάσισε να πάρει το γαλλικό διαβατήριο και να λύσει το πρόβλημα. Αυτό τού έλεγε το ένστικτό του, αυτό έκανε. Και λίγο καιρό μετά θα δικαιωνόταν πλήρως, με το Χρυσό μετάλλιο στον λαιμό του και ολόχρυσο τρόπαιο στα χέρια του.
Ο Τρεζεγκέ ήταν wonderkid πριν τα wonderkids, ένα παιδί που προσγειώθηκε εκκωφαντικά στο προσκήνιο του ποδοσφαίρου στη Γαλλία και την Ευρώπη. Ήδη από τα πρώτα του βήματα στη Μονακό έμαθε να ορίζει τα πράγματα, ακόμα κι αν συχνά ερχόταν από τον πάγκο.
Εκείνος ο κεραυνός στα προημιτελικά του Champions League κόντρα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, το γκολ με τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα ταχύτητα στην ιστορία της διοργάνωσης, αυτή η σουτάρα που καρφώθηκε με 157.3 χιλιόμετρα την ώρα στα δίχτυα του Φαν Ντερ Γκάου, ήταν ό,τι πιο εντυπωσιακό γέννησαν τα πόδια του εκείνη τη σεζόν, την πρώτη του πραγματικά στο κορυφαίο επίπεδο.
Αλλά ταυτόχρονα, τα ίδια πόδια τότε είχαν σκοράρει άλλα 23 γκολ μέσα στη σεζόν, μαγνητίζοντας το βλέμμα του Εμέ Ζακέ, ο οποίος δεν είχε άλλη επιλογή από το να συμπεριλάβει στις κλήσεις του για το Μουντιάλ του 1998 και τον 20χρονο Τρεζεγκέ. Και όχι απλώς να τον συμπεριλάβει αλλά να του δώσει και ρόλο.
Ήταν κι αυτός εκεί, ανάμεσα στους θρύλους που οδήγησαν τη Γαλλία στο πρώτο της παγκόσμιο αστέρι, ανάμεσα στον Ντεσαγί, τον Ντεσάν, τον Ζιντάν.
Ο Τρεζεγκέ ήταν πια Παγκόσμιος Πρωταθλητής, κρατούσε στα χέρια του το τρόπαιο που έβλεπε να σηκώνει ο αγαπημένος του Ντιέγκο κάποια χρόνια πριν. Ακόμα και με διαφορετική φανέλα. «Στην Αργεντινή έμαθα να παίζω ποδόσφαιρο για τη διασκέδαση, στη Γαλλία τον επαγγελματισμό και την ταπεινότητα», θα πει. Κι όμως η κορυφή του κόσμου με τη δεύτερη πατρίδα του δεν ήταν η σπουδαιότερη στιγμή του στα μπλε.
102:49’
Μπορούν μερικά δευτερόλεπτα να περικλείσουν την ουσία μιας ολόκληρης ποδοσφαιρικής ζωής; Δεν υπάρχει οικουμενική απάντηση, αλλά για τον Νταβίντ Τρεζεγκέ το «ναι« είναι γραμμένο με τεράστια γράμματα σε εκείνη τη φάση, σε εκείνη τη στιγμή.
Ρότερνταμ, Ιούλιος του 2000, κάθε ποδοσφαιρικό βλέμμα στην Ευρώπη καρφωμένο εκεί, στη γαλλοϊταλική μάχη για το στέμμα. Το ρολόι στο 103’, ισορροπίες λεπτές σαν τρίχα. Άλλωστε, τα πάντα μπορούσαν να κριθούν σε μια απόφαση, σε ένα λάθος, σε μια ενέργεια, δίχως γυρισμό. Ήταν ακόμη η εποχή του «χρυσού γκολ».
Και το «χρυσό γκολ» του Τρεζεγκέ, ήταν το γκολ της ζωής του. Σκόραρε εκατοντάδες στην καριέρα του, μα αυτό ήταν το τέλειο πορτρέτο του, για τη σημασία του, για τον τρόπο που πήρε σάρκα και οστά. Αυτό το γκολ είναι η τέχνη του ενστίκτου του, το οποίο καθόριζε τις πιο σημαντικές και κρίσιμες στιγμές, είναι η δίψα του να στείλει στα δίχτυα κάθε μπάλα που πέφτει στα πόδια του.
Αυτός ήταν πάντα ο σκοπός του. Δεν τον ένοιαζε πού βρισκόταν, τι είχε μπροστά του, πώς ερχόταν η μπάλα. Ήθελε σαν τρελός απλώς να σκοράρει. Και μαζί είναι όλη του η ομορφιά, το βηματάκι πίσω, ο τρόπος που περιστρέφεται σαν μπαλαρίνα στο δεξί του πόδι για να βρει την μπάλα με το πιο γεμάτο κουντεπιέ και να την καρφώσει βίαια, σχεδόν ακαριαία, στην αγκαλιά των διχτυών.
«Δεν έχω δει κάποιον με καλύτερα τελειώματα. Ειλικρινά. Και ξέρετε πόσο λατρεύω τον Μπέργκαμπ. Αλλά δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από το γκολ του στο Euro, στον Τελικό. Δεν καταλαβαίνετε πόσο δύσκολο είναι. Κάνει ένα βήμα πίσω. Το θυμάστε; Πατάει πίσω για να γεννήσει όλη αυτή τη δύναμη με το αριστερό –κακό- του πόδι. Θυμάστε πόσο δυνατό ήταν αυτό το σουτ; Αν ήμουν εγώ εκεί, δεν ξέρω πού θα είχε καταλήξει η μπάλα», έχει πει για χάρη του ο Τιερί Ανρί, μαγεμένος από το γκολ του Τρεζεγκέ.
Προερχόταν από μια μαγική χρονιά με την Πρωταθλήτρια Μονακό, αλλά σε εκείνη την Εθνική ο Νταβίντ δεν είχε βρει ρόλο, είχε συμβιβαστεί με πολύ περιορισμένο αριθμό λεπτών στο Euro του 2000. Μα δεν χρειαζόταν κάτι παραπάνω, κάτι παραπάνω από μια στιγμή. Ένα ερέθισμα που θα κάνει το κλικ στο κεφάλι του, μια μπάλα που αναπηδά στην περιοχή. Και ένα οργισμένος, ενστικτώδης κεραυνός που θα τον καταστήσει αθάνατο και θα στέψει τη Γαλλία Πρωταθλήτρια Ευρώπης. Η απόλυτη στιγμή Τρεζεγκέ στο, για πάντα “χρυσό” πια, 102:49’.
«Bianconero» Σαμουράι
171 γκολ. Άλλα πανέμορφα, εντυπωσιακά γυριστά ή δυνατά σουτ, κι άλλα σχεδόν άσχημα και ταπεινά, σεντερφορίσια. 23.377 λεπτά στο χορτάρι, χωμένος στις λευκές κα μαύρες ρίγες. Σε κάθε λογής γήπεδα, σε κάθε λογής διοργανώσεις. Τίποτα από αυτά δεν θα είχε την ίδια σημασία, αν ο Τρεζεγκέ αποφάσιζε λογικά και γυρνούσε την πλάτη σε αυτό που του όριζε η ψυχή του. Δεν είχε κανέναν λόγο να μείνει στη Γιουβέντους, είχε ήδη κατακτήσει τίτλους ως πρωταγωνιστής μαζί της, είχε ήδη ένα εξαιρετικό όνομα στην αγορά και την ευκαιρία να βρει ένα παχουλό συμβόλαιο σε κάποιον άλλο κορυφαίο σύλλογο.
Θα μπορούσε να το κάνει, μα το ένστικτό του κι όσα ένιωθε για την ομάδα και τους οπαδούς της δεν του το επέτρεψαν, τον έκαναν “Σαμουράι”. Έναν από τους “Πέντε Σαμουράι”, τον ίδιο, τον Ντελ Πιέρο, τον Νέντβεντ, τον Καμορανέζι και τον Μπουφόν, που ακολούθησαν τη Γιουβέντους στη μεγαλύτερη περιπέτειά της.
Το γκολ που χάρισε στη Γαλλία το Euro ήταν η τελευταία σφραγίδα στο διαβατήριό του που έδειχνε να διψά για το βήμα παραπάνω, για την επόμενη πρόκληση. Η Μονακό δεν του έκλεισε την πόρτα και είπε το «ναι» στη Γιουβέντους, ο Νταβίντ βρισκόταν πια στην ελίτ του ποδοσφαίρου. Είχε μπροστά του βέβαια, στην ιεραρχία του Κάρλο Αντσελότι, ολόκληρους Φιλίπο Ιντσάγκι και Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο, μα και τότε, όπως πάντα, ο Τρεζεγκέ τρεφόταν από τις στιγμές του. Και σύντομα δεν θα έβλεπε κανέναν.
Τα έζησε όλα με τη «Γιούβε». Πρωταθλήματα, λάμψη, χρονιές με τσουβάλια γκολ, χρονιές λειψές με τραυματισμούς και κακή φόρμα, τον πονεμένο Τελικό του Champions League κόντρα στη Μίλαν με το δικό του χαμένο πέναλτι. Μα πάνω από όλα αυτό, τον απόηχο του σκανδάλου «Calciopoli».
Τίποτα δεν θα ήταν ίδιο για αυτόν και τη «Γιούβε», αν ζούσε την πιο δύσκολη μέρα του συλλόγου από μακριά, αν την παρακολουθούσε να κατρακυλά, όντας ήδη στο πρώτο καράβι με ένα μαντήλι στον αέρα. Μα αυτός δεν θα ήταν ο Τρεζεγκέ, σιγά μην έκανε αυτό που θα έκανε ο καθένας, που έκαναν τόσοι άλλοι, ο Ζαμπρότα, ο Καναβάρο, ο Βιεϊρά, ο Ιμπραΐμοβιτς, ο Τουράμ…
Οι «Bianconeri» τιμωρήθηκαν, υποβιβάστηκαν στη Serie B κι εκείνος έτρεξε ξοπίσω τους, αγνοώντας το καλό της δικής του καριέρας. «Ήθελα να είμαι μέρος της ιστορίας, ένας από αυτούς που θα επανέφεραν τη Γιουβέντους εκεί που ανήκε», είπε απλά μετά από χρόνια. Και θα θυσίαζε πολλά για να τα καταφέρει.
Σκόραρε κατά ριπάς, συνέβαλε τα μέγιστα στην άμεση επιστροφή της «Vecchia Signora» στα σαλόνια, αλλά αυτό θα ήταν ουσιαστικά το κρεσέντο του κύκνειου άσματός του στα «Bianconeri». Η «Γιούβε» ήταν ξανά στην κορυφή, μα το άστρο του Τρεζεγκέ ήταν εμφανές πως τρεμόπαιζε στο Τορίνο, πως η ομάδα δεν τον θεωρεί πια τόσο σημαντικό, μέχρι να σβήσει εντελώς και να φτάσει στο σκληρό «αντίο», αφήνοντας βέβαια πίσω του αδιαμφισβήτητη λάμψη.
Μια κληρονομιά που ελάχιστοι παίκτες της «Γιούβε» έχουν δημιουργήσει τόσο ανεξίτηλα και μια αιώνια θέση στην καρδιά των οπαδών της. «Η Γιουβέντους ήταν όλη μου η ζωή. Πήγα εκεί παιδί 22 ετών κι έφυγα δέκα χρόνια μετά. Ως ο ξένος με τα περισσότερα χρόνια και γκολ στην ιστορία της. Η ζωή μου», θα πει χρόνια μετά, απαντώντας στο τι σήμαινε για εκείνον η «Vecchia Signora».
Αλλά ακόμα κι αυτός σε εκείνα τα λόγια είχε αφήσει έξω ένα μεγάλο μέρος της ζωής του, τον παιδικό του εαυτό. Τον ενθουσιασμό και τη φλόγα που θα έψαχνε μάταια μετά τη «Γιούβε», λίγο στη νεοφώτιστη της La Liga, Χέρκουλες, λίγο στο Αμπού Ντάμπι. Και θα τον έβρισκε στις ρίζες του, σε ένα τελευταίο συναισθηματικό τάνγκο.
Επιστροφή στις ρίζες
«Η απόφαση ήταν πολύ απλή. Απλώς μίλησα με τον Ματίας Αλμέιδα και ήξερα τι ήθελα να κάνω». Ίσως στην πραγματικότητα να έψαχνε και ο ίδιος την επόμενη “λανθασμένη” επιλογή του. Και οι λανθασμένες επιλογές συχνά έχουν να κάνουν με την αγάπη. Στην προκειμένη περίπτωση, με την πιο ισχυρή, την πρώτη ομάδα που χαράχθηκε στην καρδιά του, τη Ρίβερ Πλέιτ. Του είχε λείψει αυτή η φλόγα, το να κάνεις κάτι που το λέει η καρδούλα σου, κλείνοντας τα αφτιά σε όλα τα «μη» που μπορεί να σου κουνάνε το δάχτυλο. Είχε να το νιώσει πραγματικά, από όταν ακολούθησε τη Γιουβέντους στη δεύτερη κατηγορία και πλέον η τέλεια ευκαιρία βρισκόταν μπροστά του.
Η Ρίβερ, η ομάδα που υποστήριζε πιτσιρίκι στο Μπουένος Άιρες, κατρακυλούσε κι αυτή στη δεύτερη κατηγορία, άνοιγε μια από τις πιο δύσκολες σελίδες της σύγχρονης ιστορίας της. Πάντα ήθελε να παίξει με την κόκκινη διαγώνια ρίγα στο στήθος και τώρα μπορούσε όχι απλώς να το κάνει αλλά να τη βοηθήσει στα αλήθεια. Ακόμα κι αν θεωρούνταν ξοφλημένος, ήδη παλαίμαχος στα 35 του, εκείνος δεν άκουσε κανέναν και άρπαξε την ευκαιρία του από τα μαλλιά.
Δεν δίστασε, όπως ακριβώς και στη Γιουβέντους, να βυθιστεί για το συναίσθημα, να γίνει συνταξιδιώτης της Ρίβερ προς τον πάτο για χάρη όσων ένιωθε και κάπου εκεί ανάμεσα να βρει τη δύναμη και να σπρώξει προς την επιφάνεια, προς την ανάσα.
Και κάποιος με τη δική του ποιότητα δεν θα μπορούσε να μην την οδηγήσει προς το οξυγόνο. Άλλωστε, δεν έπαιξε ποτέ μπάλα με το σώμα ή την ταχύτητά του αλλά με την αίσθηση και το φονικό του ένστικτο, κι αυτά στα περασμένα 30 ήταν ακόμη καλά ακονισμένα. Ο Τρεζεγκέ θα γίνει το σημείο αναφοράς στην αιχμή του δόρατος των «Millonarios», θα σκοράρει ένα σωρό κρίσιμα γκολ για την ομάδα που αγαπά, μεταξύ αυτών και τα δύο που την τελευταία αγωνιστική θα κλειδώσουν την άμεση επιστροφή της στην πρώτη κατηγορία και θα σπείρουν ασύλληπτα λυτρωτική ευτυχία σε έναν ποδοσφαιρικό λαό που είχε βυθιστεί στην απόγνωση και δυσκολευόταν να χωνέψει την κατάσταση.
Ο Νταβίντ το είχε κάνει ξανά. Βουτιά στο χάος και το άγνωστο με μοναδικό αναπνευστήρα το πάθος και έπειτα ανάδυση στην επιφάνεια. Όπως με τη Γιουβέντους, έτσι και με τη Ρίβερ, έδωσε τα πάντα και την επανέφερε στο επίπεδό της. Μόνο που, ειρωνικά, η κατάληξή του θα ήταν ίδια. Αυτή τη φορά δεν θα προλάβει καν να αργοσβήσει στην ομάδα, θα αποτελέσει τη -μάλλον- πιο ηχηρή παράπλευρη απώλεια της αναστάτωσης και της αναμπουμπούλας της επιστροφής. Μέχρι και οι οπαδοί που λίγο πριν τον αποθέωναν, τυφλωμένοι από τη μάταιη ανάγκη τους να δουν τη Ρίβερ στην κορυφή, θα στραφούν εναντίον του. Εκείνος θα φύγει, αλλά, όταν η σκόνη πέσει, οι Αργεντινοί θα του αναγνωρίσουν τη θυσία του και η αμφίδρομη λατρεία θα νικήσει.
Η καριέρα του πάντως θα λήξει λίγο μετά. Υπόκωφα, χωρίς το τεράστιο, συγκινητικό «αντίο» που μάλλον άξιζε κάποιος όπως εκείνος. Κάποιος με τη δική του καριέρα, μια καριέρα αφιερωμένη σε αυτό που ο Γκόλμαν ονόμασε «συγκινησιακή πειρατεία», ένα πανέμορφο μωσαϊκό ενστικτωδών αποφάσεων που άκουγαν μόνο το εσωτερικό πάθος. Ένα μυαλό που δεν σκέφτηκε ποτέ με λογική, ένας νους, ορκισμένος εραστής του συναισθήματος και του ενστίκτου, της μόνης πραγματικής πυξίδας του Νταβίντ Τρεζεγκέ.
Δεν μετάνιωσε για πολλά στην ποδοσφαιρική του ζωή, ούτε καν για το χαμένο πέναλτι στον Τελικό του Μουντιάλ του 2006. Και σίγουρα δεν μετάνιωσε για τον τρόπο που χάραξε τη διαδρομή, γιατί, αν δεν ακολουθούσε το ένστικτό του, μέσα και έξω από το γήπεδο, ο Τρεζεγκέ δεν θα ήταν αυτός που ήταν.
«Αν βάλεις κάτω την καριέρα μου, θα καταλάβεις ότι όλες μου οι αποφάσεις πάρθηκαν χωρίς σκέψη. Είναι αλήθεια ότι οι επιλογές μου ήταν άκυρες, ενστικτώδεις και συναισθηματικές. Αλλά απόλαυσα τις περιπέτειες στις οποίες με οδήγησαν».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τιερί Ανρί: Προσεγγίζοντας την τελειότητα
Ρομπέρ Πιρές: Η αδυναμία της πάπιας
Ο κόσμος του Μπισέντε Λιζαραζού
Μιτεράν, Ολλάντ και Λοράν Μπλαν
Πατρίς Εβρά: Ανάμεσα σε αποφάγια και θησαυρούς