Οι πρώτες μου ποδοσφαιρικές αναμνήσεις είναι από τις αλάνες τις γειτονιάς μου, με τους φίλους μου.
Μεγάλωσα στο Κερατσίνι και τον Πειραιά. Από έξι χρόνων όλα τα παιδιά ήμασταν στον δρόμο και παίζαμε, οι εποχές ήταν διαφορετικές.
Λόγω του πατέρα μου, του Άνθιμου Καψή, οι συζητήσεις περί ποδοσφαίρου υπήρχαν στο σπίτι, ήταν μέρος της καθημερινότητάς μας.
Είχα λοιπόν τα ερεθίσματα και το ποδόσφαιρο μού άρεσε από τότε.
Θυμάμαι, πιτσιρίκο ακόμη, να με παίρνει ο μπαμπάς μαζί του σε προπονήσεις στη Λεωφόρο. Κάποιες Κυριακές πηγαίναμε οικογενειακώς, με τη μητέρα μου, να τον δούμε να παίζει στα εντός έδρας παιχνίδια στη Λεωφόρο.
Όλα αυτά βέβαια μέχρι το 1984, ήμουν περίπου 11 ετών, όταν και αποσύρθηκε από την ενεργό δράση.
Ο μπαμπάς μου λοιπόν έπαιζε στον Παναθηναϊκό κι εγώ ήμουν μαθητής σε σχολείο στον Πειραιά. Όταν ο Παναθηναϊκός έχανε, έρχονταν οι συμμαθητές μου τη Δευτέρα να μου κάνουν πλάκα. Δεν ντρέπομαι να το πω, μικρό παιδί ήμουν φίλαθλος του Παναθηναϊκού.
Αυτό που έχω να θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια, παρά τα πειράγματα που μου έκαναν εμένα, είναι ο σεβασμός και η εκτίμηση που έτρεφαν όλοι στο πρόσωπο του πατέρα μου.
Ο Άνθιμος γεννήθηκε στην Αστυπάλαια και ήρθε τριών ετών στον Πειραιά. Αν και όλη του η καριέρα είναι συνδεδεμένη μόνο με τον Παναθηναϊκό, δεν τον πείραξε ποτέ κανείς, δεν τον ειρωνεύτηκε ποτέ κανείς. Κυκλοφορούσε στον Πειραιά και ποτέ δεν του είπε κάποιος το παραμικρό.
Και ο ίδιος όμως δεν προκάλεσε ποτέ με τη συμπεριφορά του.
Περήφανος για τον πατέρα μου
Το πρότυπο του γιου είναι πάντα ο πατέρας του, πόσο μάλλον όταν αυτός ο πατέρας είναι ένας άνθρωπος καταξιωμένος στον χώρο του, όπως είναι ο Άνθιμος.
Δυστυχώς, δεν μπορούσα να τον κρίνω ως ποδοσφαιριστή και δεν υπάρχει αρκετό οπτικό υλικό για να τον χορτάσω ως παίκτη.
Είναι κι ένας άνθρωπος που από τη φύση του δεν του αρέσει να μιλάει για τον εαυτό του.
Ήθελα λοιπόν να παίξω ποδόσφαιρο. Ήθελα να μοιάσω του μπαμπά μου.
Ωστόσο, ασχολήθηκα σοβαρά με το άθλημα σε μεγάλη ηλικία. Και αυτό, γιατί η μητέρα μου δεν ήθελε να παίξω.
Αυτές τις αντιρρήσεις της, όταν μεγάλωσα, μου τις εξήγησε και φυσικά την κατάλαβα.
Ασφαλώς, κι εγώ κι ο πατέρας μου γίναμε αυτό που γίναμε μέσα από το ποδόσφαιρο και είμαστε ευγνώμονες για όσα αυτό απλόχερα μας χάρισε.
Το πόσο δύσκολο όμως είναι το να τα καταφέρεις τελικά δεν το ξέρει ο πολύς κόσμος.
Η μητέρα μου το ζούσε καθημερινά. Ζούσε την ταλαιπωρία, την κούραση, τις δυσκολίες, τους τραυματισμούς του πατέρα μου, σε εποχές βέβαια διαφορετικές, πιο δύσκολες.
Ο πρωταθλητισμός δεν σε αφήνει να χαμογελάσεις. Έχεις επτά στεναχώριες και τρεις χαρές, για να μην πω ότι η αναλογία είναι εννιά προς ένα!
Συνεπώς, δεν ήθελε να περάσω κι εγώ αυτά που πέρασε ο πατέρας μου. Τη θυμάμαι να λέει «μακριά από το ποδόσφαιρο, να κάνεις κάτι άλλο».
Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον
Μέχρι τα 16 μου χρόνια λοιπόν η σχέση μου με το ποδόσφαιρο ήταν αυτή. Στις αλάνες και τις γειτονιές.
Κάποια στιγμή, στα 12-13 μου χρόνια, ένας θείος μου με πήρε λίγες φορές να παίξω κρυφά, με δελτίο άλλου παιδιού, στην ομάδα της γειτονιάς μου, τον Αργοναύτη, κοντά στο Χατζηκυριάκειο που μέναμε τότε! Άλλες εποχές!
Αλάνα λοιπόν για μπάλα και πολύ μπάσκετ. Το καλοκαίρι λίγο πριν το Ευρωμπάσκετ του 1987 -αλλά και μετά φυσικά- είχαμε όλοι ενθουσιαστεί με το άθλημα.
Έπαιζα με τις ώρες. Υπήρχε ένα ανοικτό γηπεδάκι στη γειτονιά, κοντά στο σπίτι μου. Ήμουν καλός στο μπάσκετ.
Ήταν η εποχή του του Γκάλη, του Γιαννάκη, του Φασούλα, του Φάνη. Όλη μέρα ήμασταν κάτω από ένα καλάθι.
Έχω φτάσει πια μαθητής της Β’ Λυκείου στο Πολυκλαδικό του Πειραιά, όταν μετακομίζουμε στη Ρόδο.
Ο πατέρας μου έχει αρχίσει να ασχολείται με την προπονητική, πηγαίνει να εργαστεί στο νησί και ακολουθούμε οικογενειακώς.
Τότε βγάζω πρώτη φορά δελτίο. Ναι ‘ναι καλά ο κύριος Γιάτσεκ Γκμοχ, επί σειρά ετών προπονητής του πατέρα μου στον Παναθηναϊκό και πλέον οικογενειακός μας φίλος, καθώς οι δυο τους είχαν κρατήσει επαφή.
Αυτός ήταν που παρότρυνε τους γονείς μου -κυρίως τη μητέρα μου-να με αφήσουν να γραφτώ σε ομάδα.
Θυμάμαι ότι τους είπε «το νησί είναι μεγάλο, έχει πολύ τουρισμό και πολλά “κακά” πράγματα τριγύρω. Να προσέχετε τα παιδιά σας».
Δεν ξέρω πώς θα ήταν τα πράγματα, πώς θα είχα εξελιχθεί, αν είχα ξεκινήσει το ποδόσφαιρο νωρίτερα. Θα ήμουν καλύτερα ή χειρότερα.
Μπορεί να ήταν και χειρότερα, μπορεί να είχα απογοητευτεί για κάποιον λόγο, να μη μου άρεσε κάτι και τελικά να τα είχα παρατήσει. Ποτέ δεν ξέρεις κανείς.
Θεωρητικά όμως, περισσότερες πιθανότητες έχει το να γίνεις καλύτερος. Όσο νωρίτερα ασχολείσαι με κάτι, βελτιώνεσαι, εφόσον σ’ αρέσει και το αγαπάς. Κι εγώ είχα δίψα για μπάλα.
Βλέπω τα σημερινά παιδιά και είναι πιο τυχερά. Δουλεύουν σε ακαδημίες από μικρά, παίρνουν τις βάσεις, βελτιώνουν τις αδυναμίες τους, γίνονται συνεχώς καλύτερα μέσα από τις επαναλήψεις.
Ο πατέρας μου δεν με συμβούλεψε ποτέ ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στο ποδόσφαιρο.
Δεν θυμάμαι σχεδόν ποτέ να μου είπε «παίξε έτσι» ή «παίξε αλλιώς», ελάχιστες φορές μού μίλησε.
Μου έδωσε όμως μια συμβουλή που τη θυμάμαι πάντα. Μια συμβουλή-στάση ζωής για μετέπειτα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μέρα που μου είπε «θα παίξεις μπάλα 10-15 χρόνια. Θα ζήσεις πολλά περισσότερα. Κοίταξε, αυτά τα χρόνια που θα ζήσεις λοιπόν, τι θα λένε για σένα».
Κάπως έτσι γίνονται τα πράγματα και γράφομαι στον Ορφέα Ρόδου.
Πιτσιρικάς, στις αλάνες του Κερατσινίου, έπαιζα τερματοφύλακας, γιατί πολλές φορές ο πατέρας μου, όταν ταξίδευε με τον Παναθηναϊκό στο εξωτερικό, μου έφερνε δώρο γάντια!
Αργότερα η θέση που μου άρεσε και έπαιζα ήταν δεξί εξτρέμ! Στον Ορφέα ξεκίνησα ως δεξί χαφ, έπαιξα και λίγο κέντρο, μετά περισσότερο αμυντικό χαφ.
Επιστροφή στον Πειραιά
Επιστρέφοντας από τη Ρόδο το 1990, γράφτηκα στον Άρη Νεάπολης.
Την προηγούμενη χρονιά ο Άρης Νίκαιας είχε συγχωνευθεί με τη Νεάπολη Πειραιά.
Αυτή η δεύτερη σεζόν αρχίζει με ένα παιχνίδι Κυπέλλου κόντρα στην ΑΕΚ, Αύγουστο μήνα.
Η ομάδα είχε… ξεμείνει από αμυντικούς. Ο τότε προπονητής μου, ο Γιάννης ο Κορωνέλλος, μου ζητά να παίξω στην άμυνα και να μαρκάρω man to man τον Βασίλη Δημητριάδη! «Όπου πηγαίνει, θα τον ακολουθείς. Από πίσω του», μου είπε.
Παιχνίδι μέσα στη Φιλαδέλφεια και ο Δημητριάδης από τους κορυφαίους σκόρερ της Α’ Εθνικής τότε!
Εννοείται πως χάσαμε, 3-0, αλλά η απόδοσή μου, τηρουμένων των αναλογιών, ήταν θετική. Κάπως έτσι, σιγά-σιγά άρχισα να παίζω ως αμυντικός.
Την επόμενη χρονιά μεταγράφηκα στην Αναγέννηση Άρτας.
Είμαι πολύ τυχερός, γιατί σε αυτά τα τρία χρόνια που έκανα το “αγροτικό” μου, σε ομάδες χαμηλότερων κατηγοριών, είχα συμπαίκτες που ήταν ποδοσφαιριστές πρώτης γραμμής.
Ανάμεσα σε πολλούς σπουδαίους, ο Κώστας Κοττάκης, σέντερ φορ με θητεία στον Ιωνικό, ο τερματοφύλακας Γιάννης Παπαμιχαήλ, ο Σάββας Παντελίδης, ο οποίος έπαιζε στόπερ, ο Γιάννης Παπαχριστόπουλος και πολλοί-πολλοί ακόμα εξαιρετικά ποιοτικοί ποδοσφαιριστές που δεν τους βρίσκεις σήμερα ούτε στη Super League.
Αισθάνομαι πολύ τυχερός, γιατί έμαθα πολλά πράγματα δίπλα τους.
Σήμερα δεν βρίσκεις εύκολα έμπειρους παίκτες που θα κάτσουν δίπλα στα νέα παιδιά να τους πουν δύο κουβέντες, δύο συμβουλές.
Η καθιέρωση στον Εθνικό
Το 1993 πηγαίνω στον Εθνικό. Είναι η πρώτη μου “μεγάλη” ομάδα, ως όνομα και ως ιστορία. Στον Εθνικό έμεινα πεντέμισι χρόνια.
Αυτή η ομάδα δεν ήταν απλώς ένα μεγάλο σκαλοπάτι για μένα. Ήταν το “ασανσέρ” που με ανέβασε και με βοήθησε να κάνω την πορεία που έκανα στη συνέχεια.
Η ομάδα έπαιζε τότε στη Β’ Εθνική. Ήταν ένα σημαντικό βήμα για μένα, από τη Γ’ που ήμουν στην Άρτα.
Ακόμη δεν είχα φτιάξει το δικό μου όνομα. Ήμουν ακόμη ο γιος του Καψή.
Με τιμούσε αυτό, αλλά παράλληλα υπήρχαν και κάποιοι που έλεγαν ότι γι’ αυτό ήμουν στον Εθνικό. Γιατί προπονητής ήταν τότε ο Σπύρος Λιβαθηνός, συμπαίκτης του πατέρα μου στον Παναθηναϊκό και φίλος του. Δεν με πειράζει, ο καθένας το βλέπει όπως θέλει.
Δεν είχα όμως ευνοϊκή μεταχείριση. Ήμουν πολλές φορές στον πάγκο ή εκτός αποστολής, καθώς η ομάδα είχε πολλούς και καλούς παίκτες.
Εγώ, από τη μεριά μου, δεν έκανα τίποτα άλλο από το να δουλεύω και να έχω αφτιά και μάτια ανοικτά, περιμένοντας την ευκαιρία μου. Κάποια στιγμή ήρθαν η ευκαιρία και η δικαίωση.
Μέχρι τότε όμως δεν είχα μουρμουρήσει ποτέ. Τι να έλεγα; Γιατί δεν παίζω εγώ και παίζει ο Γρηγόρης Τσινός; Ο Γεωργάρας ή ο Τσιπλάκης; Όλοι αυτοί ήταν σπουδαία ονόματα στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Την πρώτη χρονιά λοιπόν δεν ήμουν βασικός. Τη δεύτερη χρονιά, οπότε και ανεβήκαμε στην Α’ Εθνική, άρχισα σιγά-σιγά να παίρνω περισσότερες ευκαιρίες.
Έπαιξα κάποια ματς δίπλα στον Γιάννη Τσιπλάκη, ο οποίος μου έμαθε πράγματα. Την τρίτη χρονιά πια άρχισα να καθιερώνομαι, να είμαι βασικός. Είχα την τύχη να παίξω με τον Γεωργαμλή και τον Παπαδόπουλο.
Τα επόμενα δύο χρόνια είμαι πλέον αναντικατάστατος και αποτελώ ένα σημαντικό κεφάλαιο για την ομάδα, από την οποία έχουν μόλις αποχωρήσει σημαντικοί παίκτες, όπως ο Χρήστος Κόντης ή ο Ανδρέας Νινιάδης.
Πατάω πλέον γερά στα πόδια μου και το όνομά μου ακούγεται όλο και περισσότερο.
Μοναδικό μελανό σημείο όλης αυτής της πορείας η τιμωρία μου μετά από μια αποβολή από τον διαιτητή Βλάχο.
Είχε γράψει στο φύλλο αγώνα ότι του έκανα επίθεση και τον χτύπησα, κάτι που δεν ίσχυε, όπως αποδείχθηκε αργότερα.
Έμεινε όμως για κάποιο διάστημα μια “ρετσινιά” στο πρόσωπό μου, ότι άσκησα βία.
Δικηγόρος υπεράσπισής μου ήταν ο μετέπειτα Πρόεδρος της ΕΠΟ, ο Βασίλης Γκαγκάτσης.
Στην εκδίκαση της υπόθεσης έκανε για πρώτη φορά χρήση του βίντεο, καθώς η αρχική τιμωρία μου ήταν πολύ βαριά, 19 αγωνιστικές.
Τελικά τιμωρήθηκα με 7 αγωνιστικές για πρόθεση βιαιοπραγίας και τέσσερεις ως αρχηγός.
Τι είχε γίνει; Ο ίδιος διαιτητής μάς είχε παίξει δύο εβδομάδες πριν στο γήπεδό μας με τον Εδεσσαϊκό και πραγματικά, κατά γενική ομολογία, μας έχει αδικήσει κατάφωρα.
Το επόμενο εντός είναι με την Ξάνθη, 6η αγωνιστική, πάλι με τον ίδιο διαιτητή.
Προπονητής του Εθνικού ο Γιάτσεκ Γκμοχ και βοηθός του ο πατέρας μου.
Ο Εθνικός δεν έχει ξεκινήσει καλά το Πρωτάθλημα και υπάρχει πίεση για το αποτέλεσμα.
Εγώ έχω και μια έξτρα πίεση, καθώς από την αρχή της σεζόν, μέσα σε όλα, δέχομαι και ενός είδους “μπούλινγκ”, δίκην χιούμορ, από τους συμπαίκτες μου, του στιλ «Μιχάλη, ποιος ξεκινάει 11άδα την Κυριακή; Μιχάλη, θα είναι δυνατή σήμερα η προπόνηση; Σου είπε ο μπαμπάς στο αυτοκίνητο, όπως ερχόσασταν;».
Με είχε “πονέσει” αυτό και το κουβαλάω ακόμη και τώρα μέσα μου.
Κανένας δεν σου κάνει χάρη για να είσαι εκεί που είσαι. Ναι, ήμουν ο γιος του Καψή, αλλά κανένας προπονητής δεν ρισκάρει το όνομά του και τη θέση του για κανέναν Καψή.
Στο συγκεκριμένο παιχνίδι επιπλέον αγωνίζομαι με θλάση, δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς, γιατί είναι σημαντικό.
Κάποια στιγμή μέσα στο ματς παθαίνω υποτροπή. Παίζουμε όμως με 10 παίκτες ήδη και δεν έχουμε άλλη αλλαγή. Σφίγγω τα δόντια και συνεχίζω.
Ένα λεπτό πριν από τη λήξη κάνω ένα τάκλιν στον Τσιμπλίδη στη γραμμή του πλάγιου.
Εκείνος, με τη φόρα που έχει, βγαίνει έξω από το γήπεδο, ξαναμπαίνει μέσα και πέφτει στο χορτάρι για καθυστέρηση, γιατί η ομάδα του, η Ξάνθη, προηγείται στο σκορ.
Με την αδρεναλίνη στο κόκκινο και με 200 παλμούς, πάω από πάνω του και τον τραβάω έξω για να συνεχιστεί το ματς, μήπως προλάβουμε και βάλουμε γκολ στις καθυστερήσεις, γιατί έχουμε ανάγκη τους βαθμούς.
Πάνω στην ένταση, το κάνω ομολογουμένως με άσχημο τρόπο, το παραδέχομαι.
Έρχεται ο διαιτητής και μου βγάζει απευθείας κόκκινη. Το γήπεδο όλο ξεσηκώνεται κι εγώ θολώνω.
Μόλις αντικρίζω την κάρτα, φεύγω με τα χέρια ανοικτά και σε έξαλλη κατάσταση προς τον διαιτητή.
Μέσα στον χαμό και στο μπουλούκι που είμαστε όλοι γύρω του, κάποιος παράγοντας όντως τον χτυπάει και τον ρίχνει κάτω. Όχι εγώ όμως.
Ο διαιτητής ωστόσο στο φύλλο αγώνα γράφει ότι εγώ τον έχω χτυπήσει με κλωτσιά καράτε στα πλευρά και ότι τον έβρισα χυδαία με κουβέντες που πραγματικά δεν έχω πει ποτέ μου.
Μετά από κάποια χρόνια συναντηθήκαμε με τον Βλάχο στην Πυροσβεστική όπου είμαστε συνάδελφοι, είπαμε ο ένας στον άλλον συγγνώμη και το λήξαμε.
Αυτή είναι η χειρότερη στιγμή της καριέρας μου. Με σημάδεψε. Και αυτό που με πείραξε περισσότερο ήταν ότι στα 23 μου χρόνια με χαρακτήρισαν με βαριές εκφράσεις, βάζοντας στην ίδια πρόταση και τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν υπόδειγμα στα γήπεδα σε όλη του την καριέρα. Έλεγαν ότι ο Άνθιμος έβγαλε ένα κακό παιδί.
Θυμάμαι ότι περπατούσαμε μαζί κάποια στιγμή στον Πειραιά και έρχεται ένας στα καλά καθούμενα και μου λέει «Καλά, δεν ντρέπεσαι, ρε; Κοίτα ποιον έχεις δίπλα σου!». Και αμέσως γυρίζει στον πατέρα μου: «Άνθιμε, γιατί δεν τον έχεις διώξει ακόμη;».
Κι όταν τα επόμενα χρόνια της καριέρας μου έβγαζα ολόκληρες χρονιές με μια ή δύο κάρτες, έλεγαν «έπιασαν τόπο αυτά που είπαμε, ο Καψής διορθώθηκε».
Κάθε εμπόδιο για καλό: η μεταγραφή στην ΑΕΚ
Το καλοκαίρι του 1998 είχα πρόταση να φύγω από τον Εθνικό και να πάω στον Πανηλειακό, ο οποίος τότε είχε μια πολύ καλή ομάδα.
Δεν προχώρησε όμως και θα έλεγα ότι αυτό ήταν κάτι που με απογοήτευσε προς στιγμήν. Θα ήταν ένα βήμα παραπάνω για μένα, αλλά ήταν και μια πολύ καλή οικονομικά πρόταση. Θα έπαιρνα 18 εκατ. δραχμές, ποσό αρκετά μεγάλο για την εποχή τότε.
Επιπλέον, ξεκίνησε μια πολύ κακή σεζόν για τον Εθνικό. Αρχίσαμε με πέντε σερί ήττες και όλοι μου έλεγαν «Μιχάλη, κακώς δεν έφυγες».
Όλο αυτό με είχε πάρει λίγο από κάτω.
«Κάθε εμπόδιο για καλό» όμως, είναι μια φράση που την έχω οδηγό στη ζωή μου.
Τον Δεκέμβρη έρχεται η πρόταση της ΑΕΚ.
Όλα έγιναν πολύ ξαφνικά. Ένας γνωστός μου, εκτός ποδοσφαίρου αλλά συνεργάτης του Δημήτρη Μελισσανίδη, μου λέει «Μιχάλη, η ΑΕΚ ενδιαφέρεται για σένα».
Εγώ νομίζω αρχικά ότι μου κάνει πλάκα. Και αυτό, γιατί γενικά ως άνθρωπος ήμουν πάντα χαμηλών τόνων και χαμηλών στόχων.
Ίσως να μην είχα την αυτοεκτίμηση και την αυτοπεποίθηση που χρειάζεται να έχει ένας ποδοσφαιριστής. Δεν πίστευα δηλαδή ποτέ ότι μπορώ από τον Εθνικό να πάω στην ΑΕΚ, τον Ολυμπιακό ή τον Παναθηναϊκό, στις τρεις μεγάλες αθηναϊκές ομάδες. Είχα βάλει στόχο ομάδες από την τέταρτη-πέμπτη θέση της βαθμολογίας και κάτω.
Επιπλέον, δεν ήμουν ελεύθερος, είχα συμβόλαιο. Έτσι, όταν με πλησίασαν από την ΑΕΚ, αυτό τους είπα, να μιλήσουν πρώτα με την ομάδα μου.
Είμαι αιώνια ευγνώμων λοιπόν στον κύριο Τσιαμάκη, τον Πρόεδρο του Εθνικού τότε, και τη διοίκηση της ομάδας που δεν μου έκοψαν τον δρόμο, δέχτηκαν την πρόταση της ΑΕΚ και με άφησαν να φύγω.
Αμέσως μετά με κάλεσε ο κύριος Μελισσανίδης στο γραφείο του.
Πήγα μαζί με τον πατέρα μου, γιατί δεν είχα μάνατζερ. «Το συμβόλαιό σου είναι για πέντε χρόνια. Τα χρήματά σου είναι αυτά. Καλορίζικος», ήταν τα λόγια του.
Σίγουρα δεν ήμουν κάποιο μεγάλο όνομα, σίγουρα δεν ήμουν μεταγραφή εντυπωσιασμού για την ομάδα.
Ήταν μια εποχή που η ΑΕΚ είχε προχωρήσει σε κάποιες μεταγραφές Ελλήνων, μετά τα όσα είχαν ακουστεί για τη διαχείριση της ΠΑΕ από την ENIC.
Μεταγραφές που δεν ήταν βόμβες αλλά ουσίας. Ο κύριος Μελισσανίδης είχε επιστρέψει με σκοπό να συμμαζέψει κάπως την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί.
Έτσι έγινε και με μένα. Η μεταγραφή μου δεν προκάλεσε εντύπωση ούτε προβλήθηκε πολύ από τις εφημερίδες.
Δεν με πείραζε καθόλου όμως αυτό, μου αρκούσε ότι εγώ χάρηκα πάρα πολύ.
Δεν είναι εύκολο να αλλάζεις περιβάλλον μέσα στη σεζόν, τον Δεκέμβριο. Έφυγα από μια ομάδα που ήταν στις τελευταίες θέσεις για να πάω σε μια άλλη που είχε στόχο να πρωταγωνιστεί.
Και δεν είναι επίσης εύκολο να φύγει ένα στόπερ από τον Εθνικό και να πάει να διεκδικήσει θέση ανάμεσα στα μεγάλα ονόματα που υπήρχαν εκείνη την εποχή στο κέντρο της άμυνας της ΑΕΚ.
Είχα όμως έναν προπονητή, τον Όλεγκ Μπλαχίν, που κατάλαβα από την πρώτη προπόνηση ότι είναι δίκαιος.
Με τις πράξεις του ήταν σαν να μου έλεγε «αν δουλέψεις και κάνεις αυτά που πρέπει, θα πάρεις την ευκαιρία που θέλεις».
Δόξα τω Θεώ, πήρα ευκαιρίες από τον πρώτο μου μήνα στην ΑΕΚ. Μπόρεσα και στάθηκα στο ύψος των περιστάσεων και δικαίωσα την εμπιστοσύνη που μου έδειξε.
Έπαιξα βασικός σε πολλά παιχνίδια στην πρώτη μου σεζόν.
Ο δρόμος προς την καθιέρωση
Την επόμενη χρονιά κατακτήσαμε και το Κύπελλο. Ο πρώτος τίτλος της καριέρας μου. Κερδίσαμε στον Τελικό τον Ιωνικό.
Μάιος του 2000 αυτό το ματς, κόντρα σε μια πολύ καλή ομάδα εκείνης της εποχής, η οποία είχε στη γραμμή της επίθεσης, απέναντί μου, παίκτες όπως ο Γκρεγκ Μπρούστερ και ο Ζίζι Ρόμπερτς.
Από τις στιγμές που μου έχουν μείνει είναι φυσικά το γκολ που πετυχαίνει ο Ντέμης Νικολαΐδης με το χέρι.
Ενώ ο διαιτητής Γιώργος Δούρος δείχνει σέντρα, ο ίδιος ο Ντέμης τού λέει ότι το έβαλε με το χέρι και ζητά να ακυρωθεί, παρότι εκείνη τη στιγμή το σκορ είναι ακόμη 0-0!
Θυμάμαι φυσικά τους πανηγυρισμούς στην απονομή και μετά στα αποδυτήρια, όπου είχα μια… τραυματική εμπειρία!
Όταν πήγα στην ΑΕΚ, μου είχαν κάνει δώρο οι γονείς μου ένα ρολόι. Δεν ήταν τόσο ακριβό, αλλά είχε συναισθηματική αξία για μένα και, μέσα στον χαμό που επικρατούσε, το έχασα! Μου έχει μείνει αυτό!
Εκείνη τη σεζόν έχω πετύχει και δύο γκολ στο Πρωτάθλημα. Το πρώτο εναντίον του Άρη στη Φιλαδέλφεια με κεφαλιά και τη μπάλα να περνάει οριακά τη γραμμή.
Κάποιες αγωνιστικές μετά σκόραρα ξανά με σουτ, στο 1ο λεπτό μάλιστα ενός αγώνα με την Παναχαϊκή στη Ρόδο, λόγω τιμωρίας.
Γενικά, δεν είμαι των πανηγυρισμών. Δεν είμαι εκδηλωτικός. Θα έλεγα ότι ντρέπομαι να πανηγυρίσω!
Θυμάμαι στο πρώτο μου γκολ ότι κατέβασα το κεφάλι κι έτρεξα να γυρίσω στη θέση μου, αλλά με πρόλαβαν οι συμπαίκτες μου που ήρθαν όλοι πάνω μου και με αγκάλιασαν!
Δεν το είχα το σκοράρισμα γενικά, όχι λόγω θέσης αλλά λόγω αυτοπεποίθησης. Και στα στημένα, στα οποία με ανάγκαζαν οι προπονητές λόγω ύψους να κατεβαίνω, πήγαινα με το ζόρι. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα βάλω γκολ.
Τη σεζόν 2002-2003 παίζουμε στους ομίλους του Champions League. Έξι παιχνίδια, έξι ισοπαλίες, οι δύο απ’ αυτές με τη Ρεάλ Μαδρίτης, εντός 3-3 και στο Bernabéu 2-2.
Τεράστια επιτυχία για εκείνη την εποχή. Όταν έγινε η κλήρωση, η Ρεάλ ήταν χωρίς αμφιβολία το μεγάλο φαβορί του ομίλου.
Είχε τεράστιας εμβέλειας παίκτες στο ρόστερ της και κανένας δεν μας έδινε πολλές πιθανότητες για να πάρουμε αποτέλεσμα, είτε εντός είτε εκτός.
Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά την ένταση εκείνων των αγώνων.
Δίδυμο εγώ με τον Ράιτ στην άμυνα. Παίζαμε ζώνη επί Μπάγεβιτς, εγώ έπαιρνα τον επιθετικό, εν προκειμένω τον Ραούλ, και ο Κοσταρικανός έδινε βάθος.
Πολλές φορές καθόμουν και προετοιμαζόμουν μόνος μου τις προηγούμενες μέρες.
Όχι κάτι το ιδιαίτερο, πιο πολύ συγκεντρωνόμουν στο ποιος θα είναι απέναντί μου, ο Ραούλ, ο Ρονάλντο, ο οποιοσδήποτε. Προβληματιζόμουν και σκεφτόμουν πώς θα τον αντιμετωπίσω.
Μου αρέσει το man to man, το προσωπικό μαρκάρισμα, το λέω, γιατί σε πολλούς κεντρικούς αμυντικούς δεν αρέσει τόσο. Θεωρείται λίγο “χαμαλίκι”. Πιστεύω ότι μας ταιριάζει ως ποδοσφαιρική φιλοσοφία αυτός ο τρόπος άμυνας.
Δεν είμαστε Ιταλοί, οι οποίοι είναι μετρ της αμυντικής τακτικής, δουλεύουν πολύ στη ζώνη και ξέρουν τι να κάνουν, είτε η αντίπαλη ομάδα έχει έναν επιθετικό είτε δύο.
Πάντα είχα άγχος πριν από τους αγώνες, ακόμη και τώρα που παίζουμε κάποιες φορές με τους Legends 2004 πάλι έχω άγχος.
Τις περισσότερες φορές ευτυχώς αυτό λειτουργούσε θετικά. Ήταν δημιουργικό άγχος, δεν με “έτρωγε” μέσα στο γήπεδο, να μου παίρνει την ανάσα.
Ήταν πολύ σημαντικά αυτά τα ματς με τη Ρεάλ και τα αποτελέσματα που πήραμε, γιατί δύο χρόνια πριν, στην εποχή Γκέραρντ-Σαβέβσκι, είχαμε παίξει με τη Μπαρτσελόνα.
Φάση των «16» στο Κύπελλο UEFA. Απ’ αυτά τα ματς αντιθέτως έχω τις χειρότερες αναμνήσεις!
Στο πρώτο παιχνίδι στη Φιλαδέλφεια δεν έπαιξα καθόλου. Στη ρεβάνς χάσαμε με 5-0 κι εγώ αποβλήθηκα μετά από μισή ώρα παιχνιδιού.
Είναι μια πολύ άδικη φάση, θεωρώ. Αντίπαλός μου ο Κλάιφερτ, σε εποχές φυσικά που δεν υπάρχει VAR.
Ακόμη και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, θα λέω πάντα ότι δεν τον ακούμπησα καθόλου!
Τρέχω μαζί του, το παπούτσι του χτυπάει στο γόνατό μου και σωριάζεται. Δεν έχω επαφή με χέρια, δεν τραβάω φανέλα, δεν κάνω τάκλιν. Μπερδεύτηκε και έπεσε μόνος του.
Οι δικοί μου έβλεπαν το ματς στην τηλεόραση, μου είπαν μετά ότι η απογοήτευση, η απορία, το παράπονο ήταν πολύ έντονα ζωγραφισμένα στο πρόσωπό μου.
Μέχρι να βγω έξω από το χορτάρι, έλεγα συνεχώς στον διαιτητή και τους συμπαίκτες μου ότι δεν έκανα τίποτα.
Ως εκείνο το λεπτό πηγαίναμε πολύ καλά, αλλά, μένοντας με 10 παίκτες μέσα στο Camp Nou, είναι δύσκολο να αντέξεις.
Στην ΑΕΚ αγωνίστηκα συνολικά πεντέμισι χρόνια. Εποχές με αρκετές διοικητικές αλλαγές, οι οποίες ασφαλώς είχαν αντίκτυπο στην ομάδα.
Όσο καλός και να είναι ο προπονητής, όσο συγκεντρωμένοι και να είναι οι παίκτες, το πρόβλημα μεταφέρεται. Και μόνο λίγη μουρμούρα να αρχίσει για τα οικονομικά αρκεί για να χαλάσει το κλίμα.
Δεν είχαμε ηρεμία λοιπόν και σταθερότητα. Ωστόσο, μετά από τόσα χρόνια πλέον, και βάζοντας πρώτα τον εαυτό μου, θα πω ότι κάποιες φορές κι εμείς “βολευόμασταν” ή “κρυβόμασταν” πίσω από αυτήν την αστάθεια. Ήταν το άλλοθί μας, η δικαιολογία μας σε κάποιες κακές εμφανίσεις ή σε κάποιες ήττες.
Σίγουρα ήμασταν δικαιολογημένοι, αλλά σίγουρα θα μπορούσαμε και να έχουμε αντιδράσει διαφορετικά.
Αν τα πράγματα ήταν αλλιώς, θα είχαμε κι εμείς περισσότερες υποχρεώσεις και απαιτήσεις, πρώτα απ’ όλα από τους ίδιους μας τους εαυτούς.
Η εμπειρία του εξωτερικού
Από την ΑΕΚ αποχωρώ το καλοκαίρι του 2004, μετά την κατάκτηση του Euro από την Εθνική.
Δεν ξέρω αν ήταν το σωστό τάιμινγκ ούτε είχα κάποια ιδιαίτερη εμμονή να φύγω στο εξωτερικό.
Θα έλεγα ότι περισσότερο ήταν ένας συνδυασμός της επιτυχίας της Εθνικής και του οικονομικού προβλήματος που υπήρχε στην ΑΕΚ, γιατί ήταν περίοδος προσφυγών και ήμουν κι εγώ ένας από τους παίκτες που είχαν κάνει.
Ήταν ένα μεταβατικό στάδιο διοικητικά για την ΑΕΚ και, μέχρι να αναλάβει ο Ντέμης Νικολαΐδης, υπήρχαν πολλά μπρος-πίσω.
Από το Πάσχα του 2004, όταν και έγινε η αρχική προσέγγιση, μέχρι και το Euro είχαμε επαφές και το κλίμα ήταν θετικό για να μείνω.
Ωστόσο, τις ημέρες που ήμασταν στην Πορτογαλία, ο Ντέμης μάς είπε κάποια στιγμή «παιδιά, δεν θα αναλάβουμε τελικά. Έγινε κάτι και θα κάνουμε πίσω, κοιτάξτε το μέλλον σας».
Αυτό τελικά δεν έγινε, ωστόσο, έτσι όπως είχε διαμορφωθεί η κατάσταση εκείνη τη στιγμή, ήταν δύσκολο να αποσύρω την προσφυγή.
Πέρα από όλα τα άλλα, τα χρήματα που μου προσέφερε η Μπορντό ήταν πολλαπλάσια από αυτά που έπαιρνα.
Υπήρχαν κι άλλες προτάσεις από το εξωτερικό, είχα επιλογές, αλλά τελικά κατέληξα στη γαλλική ομάδα.
Η μοναδική πρόταση που είχα από Ελλάδα ήταν λίγους μήνες πριν, τον Δεκέμβριο του 2003, πριν υπογράψω το νέο μου συμβόλαιο στην ΑΕΚ.
Ήταν από τον Παναθηναϊκό και με τα ίδια ακριβώς χρήματα.
Τα ζύγισα και αποφάσισα να μείνω στο περιβάλλον που γνώριζα. Στην ΑΕΚ. Ήμουν καλά, έπαιζα, δεν είχα λόγο να προχωρήσω σε αλλαγές.
Αν ήταν όλα καλά στην ΑΕΚ, σίγουρα θα είχα συνεχίσει και μετά το Ευρωπαϊκό. Ήμουν πάντα ολιγαρκής στα θέλω μου.
Ήμουν βασικός, είχα υπογράψει πριν από λίγους μήνες ένα νέο συμβόλαιο με την ομάδα, καλύτερο από το προηγούμενο.
Είχα ήδη επίσης δημιουργήσει οικογένεια με τη σύζυγό μου, την Ελένη, και δεν ήμουν τυχοδιώκτης.
Πάντα έλεγα «γιατί να ψάξω κάτι άλλο;».
Μάλιστα, κι ένας από τους λόγους που μετά από μόλις έναν χρόνο στο εξωτερικό γυρίσαμε στην Ελλάδα ήταν ακριβώς αυτός, η οικογένεια.
Ο Άνθιμος μόλις είχε γεννηθεί, τον Μάιο του 2004. Έφυγα για προετοιμασία με την Εθνική και τον ξαναείδα 40 ημερών. Η κόρη μου, η Χρυσούλα, ήταν μόλις δύο ετών.
Έφυγα πρώτος για το Μπορντό. Μετά από περίπου 10 μέρες ακολούθησαν η σύζυγός μου με τα παιδιά.
Δυστυχώς, τον πρώτο ενάμιση μήνα μέναμε σε ξενοδοχείο και αυτό ήταν το πρώτο ζόρι που αντιμετωπίσαμε.
Αν και είχαμε σπίτι, λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, άργησε πολύ να έρθει το κοντέινερ με την οικοσκευή μας και τα πράγματά μας.
Είχαμε δηλαδή ένα σπίτι, αλλά άδειο. Πηγαίναμε, το βλέπαμε και επιστρέφαμε στο ξενοδοχείο.
Αγωνιστικά, έχω τις καλύτερες εντυπώσεις. Το Πρωτάθλημα ήταν πολύ δυνατό, απρόβλεπτο και συναρπαστικό.
Η Λιόν ήταν εκείνα τα χρόνια ένα επίπεδο πάνω από τους υπολοίπους. Από κει και κάτω όμως, ο δεύτερος, ο τρίτος, ο τέταρτος, ομάδες όπως η Λιλ, η Μπορντό και η Παρί, πήγαιναν στην έδρα του τελευταίου και μπορούσαν να χάσουν.
Ή μπορεί να ερχόταν ο πέμπτος ή ο έκτος της βαθμολογίας και να κέρδιζε τη δεύτερη ή την τρίτη ομάδα εκτός έδρας. Αυτό ήταν κάτι που μου άρεσε πολύ.
Με έπαιρναν τηλέφωνο φίλοι από την Ελλάδα και με ρωτούσαν μεταξύ σοβαρού και αστείου «τι να παίξουμε αυτή την αγωνιστική στο στοίχημα;» και τους απαντούσα «παιδιά, παίξτε ό,τι θέλετε, ό,τι και να παίξετε, δεν θα το πιάσετε!». Τόσο απρόβλεπτο ήταν!
Στη Μπορντό είχα συμπαίκτη τον Άλμπερτ Ριέρα, μετέπειτα ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού, ο οποίος στα 21 του χρόνια είχε βγει πρώτη φορά εκτός Ισπανίας.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισα ήταν η γλώσσα. Ο προπονητής, ο Μισέλ Παβόν, στα αποδυτήρια μιλούσε μόνο γαλλικά.
Ο Ριέρα κι ένας άλλος συμπαίκτης μου, ο Αφάνου από το Τόνγκο, με σπαστά αγγλικά μού εξηγούσαν ό,τι μπορούσαν και προλάβαιναν.
Οι υπόλοιποι με κοιτούσαν και γελούσαν, όχι ειρωνικά, αλλά με στιλ «αν θες να καταλαβαίνεις, μάθε γαλλικά!». Προσπάθησα, πήρα και δάσκαλο, αλλά εν τέλει λίγα πράγματα μπόρεσα να μάθω.
Στον πρώτο γύρο ήμασταν πολύ καλά και πολύ ψηλά στη βαθμολογία.
Στον δεύτερο γύρο καταρρεύσαμε. Άρχισε η μια ήττα να διαδέχεται την άλλη και στο τέλος κινδυνεύσαμε με υποβιβασμό.
Εννέα σερί παιχνίδια χωρίς νίκη! Εκτός έδρας χάναμε, εντός φέρναμε ισοπαλίες.
Για περίπου δύο μήνες εκείνο το διάστημα αντιμετώπισα ένα πρόβλημα στη μέση.
Παρακαλούσα τους γιατρούς να με βοηθήσουν, να κάνω ακόμα και ένεση για να παίξω και να βοηθήσω την ομάδα, αλλά μου το απαγόρευσαν.
Μάλιστα, ο Πρόεδρος της Μπορντό, για να με βγάλει από τη δύσκολη θέση, επειδή καταλάβαινε ότι αισθανόμουν άσχημα, μου είπε κάποια στιγμή «Μιχάλη, δεν υπάρχει πρόβλημα. Αν σε απασχολούν τα χρήματα που παίρνεις και αισθάνεσαι άσχημα, μην αγχώνεσαι. Για το διάστημα που είσαι έξω, σε πληρώνει η ασφάλεια, όχι η ομάδα. Για μας, είναι πρώτα ο άνθρωπος και μετά ο παίκτης. Κάτσε, μέχρι να γίνεις καλά». Είναι κάτι που μου είχε κάνει τρομακτική εντύπωση!
Από τη μια στιγμή στην άλλη στον Ολυμπιακό
Η σεζόν τελείωσε και επιστρέφουμε στην Ελλάδα για διακοπές.
Το πλάνο είναι να επιστρέψω εγώ αρχές Ιουλίου για την προετοιμασία και στη συνέχεια, στο τέλος του καλοκαιριού, να έρθει πάλι στη Γαλλία και η υπόλοιπη οικογένεια.
Μια μέρα πριν την αναχώρησή μου με παίρνει τηλέφωνο ο Άγγελος Τραυλός, ο μάνατζερ μου. Είναι ο άνθρωπος που με είχε πάει στη Μπορντό.
Μου λέει ότι έχει για μένα πρόταση από τον Ολυμπιακό.
Εγώ είχα συμβόλαιο και για τον επόμενο χρόνο όμως με τη γαλλική ομάδα και απόρησα.
Του το λέω και μου απαντά «μην σε απασχολεί πώς θα σπάσει το συμβόλαιο, αυτό είναι δική μου δουλειά. Αλλά πρέπει μέχρι αύριο το πρωί να απαντήσουμε».
Αυτό το πράγμα, το να αποφασίσω μέσα σε ένα βράδυ, ήταν το χειρότερο που μπορούσε να μου κάνει κάποιος!
Μου λένε ότι είναι και το ζώδιό μου τέτοιο, είμαι Ζυγός. Είμαι πολύ δύσκολος στις αποφάσεις μου, ακόμα και στις πιο απλές.
Πόσο μάλλον σε μια απόφαση που αφορά στο μέλλον το δικό μου και της οικογένειάς μου. Βάλαμε κάτω τα δεδομένα με την Ελένη, τα υπέρ και τα κατά, και συζητήσαμε για το μέλλον μας.
Ο Ολυμπιακός είναι φυσικά ένα τεράστιο μέγεθος, δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς αυτό. Ήταν Πρωταθλητής την προηγούμενη σεζόν, θα έπαιζε στο Champions League.
Είπα το «ναι» για να γυρίσω και να επαναπατριστούμε οικογενειακώς.
Στον Ολυμπιακό ήμουν επιλογή του κυρίου Κόκκαλη και του κυρίου Λούβαρη. Γι’ αυτούς πήγα.
Δεν ξέρω αν η μεταγραφή είχε την έγκριση του τότε προπονητή της ομάδας, του Τροντ Σόλιντ.
Στην προετοιμασία ξεκίνησα βασικός στο κέντρο της άμυνας με παρτενέρ τον Σούρερ. Στη συνέχεια αυτό άλλαξε.
Αυτό που με πείραξε είναι ότι πήγα στον Ολυμπιακό ως βασικός στόπερ της Εθνικής ομάδας και Πρωταθλητής Ευρώπης, αλλά είχα την ίδια αντιμετώπιση όπως όταν πήγα από τον Εθνικό στην ΑΕΚ.
Ότι δηλαδή έπρεπε να αποδείξω ότι είμαι καλός παίκτης, να περάσω εξετάσεις και δοκιμασίες για να καθιερωθώ στη συνείδηση κάποιων.
Και δεν μιλάω για τον κόσμο, γιατί οι φίλαθλοι με αποδέχθηκαν καθολικά.
Στον ενάμιση χρόνο στον Ολυμπιακό, αμφισβητήθηκα ως άνθρωπος. Και αυτό με πείραξε περισσότερο απ’ όλα.
Ως ποδοσφαιριστής, είναι κατανοητό και αποδεκτό αυτό, είναι φυσιολογικό σε κάποιους να αρέσεις, σε κάποιους όχι.
Όμως, η πορεία μου στο ποδόσφαιρο μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε αφήσει ένα θετικό πρόσημο για τον χαρακτήρα μου ως άνθρωπος. Και αυτό αμφισβητήθηκε.
Κάποιοι είπαν ότι κορόιδευα, ότι δεν ήθελα να παίξω, ότι είχα “κάτσει” πάνω σε ένα μεγάλο συμβόλαιο και δεν με ένοιαζε τίποτε άλλο.
Είπαν για μένα ότι ήμουν ΑΕΚτζής και ήρθα για να πάρω τα λεφτά του Κόκκαλη.
Αυτό ήταν μια ρετσινιά που μου έβαλαν και με στενοχωρεί ακόμη. Με πληγώνει. Τότε ήμουν 32-33 ετών. Είχα χαράξει μια πορεία. Όλοι ήξεραν ποιος είμαι. Ήταν άδικο.
Οι δύσκολες στιγμές
Όλα αυτά έγιναν με αφορμή έναν τραυματισμό.
Οι αναφορές των γιατρών του Ολυμπιακού είναι γραπτές και δεν χωρούν αμφισβήτηση. Είχα έναν τραυματισμό στο πέλμα, πελματιαία απονευρωσίτιδα.
Για όσους γνωρίζουν, είναι ένας πολύ ύπουλος τραυματισμός, δεν έχει θεραπεία, δεν ξέρεις πότε θα σου περάσει.
Σαν τώρα θυμάμαι τον γιατρό της ομάδας, τον σπουδαίο Λάκη Νικολάου, να μου το ανακοινώνει: «Μιχαλάκη μου, έχεις πελματιαία απονευρωσίτιδα. Όπως ξαφνικά σε έπιασε, έτσι ξαφνικά θα σε αφήσει. Μπορεί να κρατήσει από 10 μέρες μέχρι 18 μήνες Ξεκούραση, πισίνα, ποδήλατο και τρέξιμο, όποτε δεν σε ενοχλεί».
Έτσι άρχισε ο Γολγοθάς της αποκατάστασης. Όσο κράτησε, υπήρξαν δημοσιεύματα που με πείραξαν.
Με είπαν πολίστα, ποδηλάτη, ψαροντουφεκά.
Κανείς δεν ήξερε τι περνούσα. Έκανα ένεση κορτιζόνης, δούλευε για τρεις μέρες, μετά πονούσα πάλι. Και φτου κι απ’ την αρχή. Μέχρι να περάσει.
Η σχέση μου με τον Σόλιντ ήταν άλλο θέμα. Με σήκωνε για ζέσταμα από το ημίχρονο και με έβαζε στο τέλος του ματς για να κάνει καθυστέρηση.
Δεν θα με πείραζε να μη με σηκώσει καθόλου, αλλά αυτό το έβρισκα λάθος και άδικο. Το θεωρούσα καψόνι. Όταν του το συζήτησα, μου απάντησε «είσαι επαγγελματίας. Όποτε κρίνω εγώ, θα σε βάλω».
Αυτό ήταν το μοναδικό παράπονο που του έκανα.
Μια μέρα χτυπάει το τηλέφωνό μου. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ένας ρεπόρτερ Ολυμπιακού. Μου λέει «επειδή ξέρω ότι είσαι ντόμπρο παιδί, θέλεις να παίξεις; Αν θέλεις να παίξεις, να πας και να χτυπήσεις το χέρι στο τραπέζι. Να το απαιτήσεις από τον προπονητή με αυτόν τον τρόπο».
Του είπα ότι δεν είμαι τέτοιος χαρακτήρας, ότι δεν τα έχω κάνει ποτέ αυτά, ούτε σκοπεύω να τα κάνω. «Ε, δεν πρόκειται να παίξεις τότε», μου απάντησε.
Όντως δεν παραπονέθηκα έντονα ποτέ, αλλά αυτό τελικά εκλήφθηκε ως αδυναμία.
Υπήρχε λοιπόν η γενική αίσθηση ότι εγώ ήρθα στον Ολυμπιακό για τα λεφτά.
Δεν ήταν αλήθεια αυτό, στον Ολυμπιακό έπαιρνα λιγότερα χρήματα από όσα θα έπαιρνα το δεύτερο μου χρόνο στη Μπορντό. Κι όμως το έλεγαν αυτό για μένα.
Όλα αυτά με ώθησαν να φύγω, γιατί δεν περνούσα καλά. Είχα ανάγκη να πάω κάπου και να παίξω.
Ο κόσμος πρέπει να καταλάβει ότι ο κάθε ποδοσφαιριστής είναι πάνω απ’ όλα παιδί. Του αρέσει να παίζει. Όσα χρήματα και να παίρνει, δεν του αρέσει να κάθεται στον πάγκο.
Εγώ λοιπόν δεν περνούσα καλά, γιατί δεν έπαιζα. Αυτό και μόνο.
Το δικό μου λάθος σε αυτόν τον ενάμιση χρόνο κι αυτό που έχω να καταλογίσω στον εαυτό μου είναι ότι, ενώ την πρώτη σεζόν, αν και τραυματίας, προσπάθησα πολύ να κάνω τον προπονητή να πιστέψει σε μένα, τη δεύτερη σεζόν, όταν πια ήμουν καλά, μόλις κατάλαβα ότι, όπως και να είμαι, δεν με υπολογίζει, σταμάτησα από ένα σημείο και μετά να προσπαθώ. Όσο προσπάθησα την πρώτη χρονιά..
Ίσως και να φταίω εγώ, αλλά χάλασε το μυαλό μου, έκανα αρνητικές σκέψεις, είχα απογοητευτεί.
Παίζουμε με τη Ρεάλ στο Bernabéu. Ο Μαυρογενίδης τραυματίζεται κάποια στιγμή στα πρώτα λεπτά του αγώνα και ζητάει αλλαγή.
Στον πάγκο αυτοί που μπορούμε να παίξουμε ως δεξί μπακ είμαστε εγώ, ο Πατσατζόγλου και ο Πάντος.
Ο Σόλιντ λέει «Καψής, μπαίνεις». Παραξενεύομαι. Του λέω απορημένος «εγώ;» και με πιάνει νευρικό γέλιο. Εμένα… που σε ώρα παιχνιδιού δεν έχω γελάσει ποτέ.
Εκείνη τη στιγμή πιστεύω ότι το κάνει για με εκθέσει. Για καλή μου τύχη, μπαίνω μέσα και πραγματικά παίζω καλά.
Χάνουμε δύσκολα στο τέλος. Εγώ όμως δεν μιλιέμαι, περνάω από τη μεικτή ζώνη και δεν λέω τίποτα σε κανέναν.
Όλες τις επόμενες μέρες στο διπλό της προπόνησης με βάζει βασικό ως δεξί μπακ.
Την Κυριακή θα παίξουμε με την ΑΕΚ. Στην τελευταία προπόνηση κάνουμε τακτική. Πάλι είμαι βασικός, δεξί μπακ, να βγάζω σέντρες για τους επιθετικούς.
Όταν τελειώνει η προπόνηση, πιάνω τον προπονητή. Του λέω «αν έχετε σκοπό να με βάλετε δεξί μπακ, δεν παίζω. Η θέση μου είναι στόπερ, στην Εθνική ομάδα παίζω στόπερ και στον Ολυμπιακό έχουμε τον Μαυρογενίδη, τον Πάντο, τον Πατσατζόγλου».
Πραγματικά, με ακούει. Δεν με βάζει. Στο 70ο λεπτό του ματς με την ΑΕΚ, τραυματίζεται ο Ανατολάκης και ζητάει αλλαγή. Με βάζει στόπερ στη θέση του.
Λέω από μέσα μου ότι δικαιώθηκα, ότι η αντίδρασή μου έπιασε.
Έπαιξα εκείνο το 20λεπτο και δεν ξαναέπαιξα ποτέ. Δεν με έβαλε ποτέ ξανά.
Λίγο καιρό μετά, σε μια συζήτηση, τον ρώτησα «κόουτς, γιατί δεν παίζω;» και μου απάντησε «σου ζήτησα μια φορά να παίξεις και αρνήθηκες». Μου το κρατούσε.
Έπαιξα κι έχασα. Μέσα μου όμως θεώρησα ότι είχα πει το σωστό.
Η ομάδα είχε καλύτερους παίκτες από μένα για να παίξουν δεξί μπακ. Αν κάποια στιγμή προέκυπτε μια ανάγκη, ναι. Αλλά όχι κατ’ εξακολούθηση.
Και δεν το έκανα για τον Τάσο Πάντο, δεν το έκανα για να κάνω τον… καλό.
Ούτε εμένα μου άρεσε, όταν δεν έπαιζα εγώ, να κάνουμε στόπερ κάποιον που είναι δεξί μπακ ή ένα αμυντικό χαφ! Αν δεν εμπιστεύεσαι κάποιον παίκτη, άσ’ τον να φύγει.
Κύπρος, Λιβαδειά και το… απωθημένο
Είχα την ανάγκη λοιπόν να πάω κάπου να παίξω. Ο ΑΠΟΕΛ εκδήλωσε έντονα το ενδιαφέρον του και ήμουν θετικός στο να πάω στην Κύπρο.
Η ομάδα ήταν η πρωτοπόρος του Πρωταθλήματος και δικαιώθηκα για την επιλογή μου.
Έλυσα κοινή συναινέσει το συμβόλαιό μου με τον Ολυμπιακό, βάζοντας σε προτεραιότητα την ψυχική μου ηρεμία κι όχι τα χρήματα.
Πήγαμε πάλι οικογενειακώς, αλλά αυτή τη φορά όλα ήταν πιο εύκολα.
Τα παιδιά ήταν πιο μεγάλα, προνήπιο και Α΄ Δημοτικού. Η γλώσσα επίσης, τα ελληνικά, βοήθησαν στο να προσαρμοστούμε εύκολα.
Προπονητής της ομάδας ήταν ο Μαρίνος Ουζουνίδης και συμπαίκτες μου, ανάμεσα σε άλλους, ο Χρήστος Κόντης, ο Νίκος Μαχλάς, ο Μίλτος Σαπάνης και άλλοι που είχαν έρθει από Ελλάδα.
Η ομάδα είχε πολύ καλή πορεία, ο κόσμος με αγάπησε, περάσαμε όμορφα κι έχω πολύ καλές αναμνήσεις από την πρώτη μου σεζόν στην Κύπρο.
Σε όλη μου την καριέρα, ένας από τους στόχους που είχα βάλει, ένα από τα όνειρα που δεν πραγματοποίησα τελικά, ήταν να παίξω στον ΠΑΟΚ.
Δεν τα κατάφερα, αν και δύο φορές βρέθηκα πάρα πολύ κοντά.
Η μία ήταν το καλοκαίρι του 2007. Είχαμε παίξει προκριματικά Champions League με τον ΑΠΟΕΛ, αποκλειστήκαμε, ήρθε η πρόταση, αλλά δεν με άφησε η ομάδα.
Η δεύτερη χρονιά στην Κύπρο δεν ήταν καλή για μένα, γιατί τον Δεκέμβρη έσπασα τον αστράγαλό μου. Αυτός ήταν και ο λόγος που έχασα το Euro του 2008 με την Εθνική.
Στις τελευταίες μέρες εκείνης της χειμερινής μεταγραφικής περιόδου με πήρε τηλέφωνο ο Θοδωρής Ζαγοράκης να πάω στον ΠΑΟΚ.
Του απάντησα ότι τις επόμενες μέρες δυστυχώς θα έμπαινα στο χειρουργείο για το πόδι μου και δεν ήξερα πότε θα είμαι ξανά έτοιμος. Μου έχει μείνει μια πικρία που δεν πήγα στον ΠΑΟΚ.
Η σεζόν στην Κύπρο τελειώνει τον Μάιο, εγώ δεν έχω παίξει καθόλου από τον Δεκέμβρη και μετά, γιατί είμαι χειρουργημένος.
Γυρίζω στην Ελλάδα, το συμβόλαιό μου έχει τελειώσει και ο ΑΠΟΕΛ δεν μου έχει κάνει πρόταση ανανέωσης.
Έχω πάρει την απόφαση να σταματήσω το ποδόσφαιρο.
Κάποια στιγμή χτυπάει το κινητό μου και είναι ο Μιχάλης Κασάπης, ο οποίος έχει αναλάβει Τεχνικός Διευθυντής στον Λεβαδειακό. Μου λέει «Μιχάλη, σε θέλω στην ομάδα».
Του απάντησα ειλικρινά. «Έχω θέμα με τον αστράγαλό μου, έχω να παίξω μπάλα πολλούς μήνες, δεν ξέρω σε τι κατάσταση είμαι. Δεν μπορώ να μιλήσω μαζί σας ούτε για συμβόλαιο ούτε για τίποτα, μέχρι να δω το πόδι μου».
Έτσι είπαμε να αρχίσω προπονήσεις στην προετοιμασία, έχοντας συμφωνήσει με τη διοίκηση στο οικονομικό. Αν ήμουν υγιής, θα ενεργοποιούσαμε τη συμφωνία, διαφορετικά θα αποχωρούσα.
Τους είχα πει ότι δεν θα πάρω ούτε ένα ευρώ, αν δεν είμαι υγιής.
Και πραγματικά, ήμουν υγιής και τυχερός. Κάναμε μια φανταστική σεζόν για τα δεδομένα του Λεβαδειακού.
Στον πρώτο γύρο είχαμε μια από τις καλύτερες άμυνες όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλα τα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, έχοντας δεχθεί μονοψήφιο αριθμό τερμάτων.
Σωθήκαμε σχετικά άνετα κι ανανέωσα για μια ακόμα σεζόν. Τον Σεπτέμβριο ωστόσο έφυγα από την ομάδα.
Πλέον, έχω πάρει την απόφαση ότι τελείωσα από το ποδόσφαιρο. Δεν έχω βγει να το πω, να το ανακοινώσω, αλλά μέσα μου το ξέρω. Δεν υπήρχε καμία προοπτική να παίξω κάπου.
Ο Εθνικός είναι τότε πρώτος στη Β’ Εθνική και πηγαίνει για άνοδο.
Πλησιάζοντας στον Δεκέμβριο, μου τηλεφωνεί ο κύριος Πηρούνιας που διοικούσε τον σύλλογο.
Μου ζητάει να επιστρέψω στην ομάδα. Από την πλευρά μου, του εξήγησα ότι είμαι πολύ καιρό εκτός δράσης.
Στην κουβέντα όμως, με έψησε. Ήταν και για μένα κίνητρο να κλείσω την καριέρα μου στον Εθνικό, εκεί από όπου ουσιαστικά ξεκίνησα την επαγγελματική μου καριέρα.
Προπονητής ήταν ο Μιχάλης Γρηγορίου, συμπαίκτης μου, όταν έπαιζα στον Εθνικό. Και σε αυτόν είπα ότι είμαι πολύ πίσω, αλλά τελικά πείστηκα και ξεκίνησα προπονήσεις.
Παίζουμε ένα φιλικό με το Αιγάλεω στο Ελληνικό και λίγες μέρες μετά υπάρχει ντέρμπι με τον Ακράτητο για το Πρωτάθλημα.
Αν όλα πάνε καλά, θα κάνω ντεμπούτο. Στο φιλικό όμως τραυματίζομαι και πάλι σοβαρά στο χειρουργημένο μου πόδι.
Ακόμη δεν έχω βγάλει δελτίο ούτε έχω υπογράψει συμβόλαιο.
Επειδή είμαι πολύ προληπτικός, το παίρνω ως ένα κακό σημάδι.
Λέω στην ομάδα ότι, αν είναι σπασμένο, δεν το συζητάω καν φυσικά, αλλά, και το καλό σενάριο να πάρουμε, νιώθω ότι θέλω τουλάχιστον δύο μήνες ακόμη για να επιστρέψω στο 100%.
Κάπως έτσι, άδοξα, ολοκληρώνεται η επαγγελματική μου καριέρα.
Κι έχω ένα κενό μέσα μου, γιατί ποτέ δεν έκανα μια συνέντευξη Τύπου να μιλήσω για την καριέρα μου, να ευχαριστήσω όσους με βοήθησαν όλα αυτά τα χρόνια και να ανακοινώσω την αποχώρησή μου.
Όπως ήρθαν τα πράγματα μάλιστα, δεν θυμάμαι καθόλου το τελευταίο μου παιχνίδι. Ήταν με τον Λεβαδειακό στο ξεκίνημα της δεύτερης χρονιάς μου, τον Σεπτέμβρη, αλλά δεν το θυμάμαι.
Στο μυαλό μου είχα σχεδιάσει να αποχωρήσω από την ενεργό δράση στο τέλος εκείνης της δεύτερης σεζόν στη Λιβαδειά.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα μάλιστα, το τελευταίο παιχνίδι της χρονιάς ήταν εκτός έδρας με την ΑΕΚ.
Ονειρευόμουν να πω «αντίο» στο ποδόσφαιρο μπροστά στους φιλάθλους της ομάδας που έπαιξα για πεντέμισι χρόνια.
Αυτό θα ήταν το ωραιότερο τελευταίο χειροκρότημα για μένα. Αλλά, όταν κάνουμε σχέδια, ο Θεός γελάει…
Ο απολογισμός μου
Κάπως έτσι ήρθε το τέλος. Σταμάτησα απότομα. Ήθελα να παίξω κι άλλο.
Τον πρώτο καιρό μάλιστα που πήγαινα κι έπαιζα με κάποιους παλαιμάχους κοντά στο σπίτι μου στη Νέα Πέραμο, από μέσα μου σκεφτόμουν «Έλα ρε Μιχάλη, όλο και κάποιος θα σε δει και θα σου πει να πας κάπου να συνεχίσεις να παίζεις».
Το ποδόσφαιρο το αποχωρίστηκα δύσκολα λοιπόν, όμως είχα δώσει μια υπόσχεση στον εαυτό μου.
Πως, όταν σταματήσω οριστικά, δεν θα ξανασχοληθώ μ’ αυτό.
Δεν είμαι άνθρωπος που κοιτάει το παρελθόν. Δεν κοιτάω πίσω μου. Δεν έχω δει στο βίντεο ούτε ένα παιχνίδι μου. Δεν έχω ξαναδεί ούτε καν τον Τελικό του Euro 2004!
Ούτε στα γήπεδα πάω. Μια φορά είχα πάει μικρά τα παιδιά σε ένα ματς της Εθνικής, με εισιτήριο κανονικά, στην εξέδρα. Για να δουν την ατμόσφαιρα. Και άλλη μια στη Λεωφόρο, όταν ο Παναθηναϊκός βράβευσε τον πατέρα μου.
Δεν ήθελα να λείψω ποτέ ξανά από την οικογένειά μου για κανέναν λόγο. Έχασα πολλές στιγμές από το μεγάλωμα των παιδιών μου και τώρα πλέον ήθελα να είμαι κοντά τους.
Για ένα ποδοσφαιριστή ο πιο “εύκολος” δρόμος, όταν τελειώνει την καριέρα του, είναι να συνεχίσει στον χώρο, είτε ως παράγοντας, είτε ως προπονητής, είτε από κάποιο άλλο πόστο. Να συνεχίσει δηλαδή την ίδια ρουτίνα: προπονήσεις, προετοιμασίες, ταξίδια, αγώνες.
Είχα αποφασίσει ότι δεν ήθελα να ζήσω μια δεύτερη ίδια ζωή.
Εργάζομαι στην Πυροσβεστική, μου αρέσει και θέλω να ζω ήρεμα. Στον ελεύθερο χρόνο μου, μου αρέσουν οι χειρωνακτικές εργασίες.
Καμία σχέση με το ποδόσφαιρο δηλαδή. Μ’ αρέσει ό,τι έχει να κάνει με το χτίσιμο, με την οικοδομή, με πέτρες και σίδερα. Είναι το χόμπι μου.
Δεν μπορώ να κάθομαι σε έναν καναπέ. Έχω ένα χωράφι και κάνω όλες τις δουλειές εκεί, μόνος μου.
Ναι, υπήρξαν προτάσεις κατά καιρούς να κάνω πράγματα γύρω από το ποδόσφαιρο. Αλλά εγώ έτσι είχα φανταστεί τον Μιχάλη, όταν αποσυρθεί, μακριά από το προσκήνιο και τα φώτα της δημοσιότητας.
Αυτός μάλιστα είναι ένας λόγος που ενίοτε μου “βάζουν χέρι” η σύζυγός μου, η μητέρα μου και ο πατέρας μου. Ότι δηλαδή δεν πρέπει να είμαι τόσο “εξαφανισμένος”.
Ο Άνθιμος, ο γιος μου, στα 20 του, παίζει ποδόσφαιρο στη Γ’ Εθνική. Αντίθετα με μένα, άρχισε το ποδόσφαιρο από τα έξι του χρόνια σε μια ακαδημία. Ήμουν κοντά του και κάποιες φορές έχω “επέμβει” σε αυτήν την πορεία με τον ρόλο του μπαμπά, προσπαθώντας να μην κάνω τον “ειδήμονα”.
Δεν θέλει να πηγαίνω στο γήπεδο να τον βλέπω. Λέει ότι τον αγχώνει η παρουσία μου. Το καταλαβαίνω. Μόλις τελειώνει ένα ματς όμως, δεν περιμένει να γυρίσει σπίτι, με παίρνει αμέσως τηλέφωνο να μου πει πώς τα πήγε και να μιλήσουμε.
Εμένα ο πατέρας μου δεν με συμβούλεψε ποτέ, όχι γιατί δεν ήθελε αλλά γιατί δεν με ήμουν σε κάποια ομάδα ως παιδάκι. Γι’ αυτό, όσο ήταν παιδί ο Άνθιμος, προσπαθούσα να τον συμβουλέψω, έχοντας την εμπειρία του χώρου.
Αυτό που του λέω πιο συχνά και πρέπει να ξέρουν όλα τα νέα παιδιά που ασχολούνται είναι να μην βλέπουν μόνο τη “βιτρίνα”.
Οι περισσότεροι στέκονται στο πού έχουμε φτάσει ο Καψής, ο Νικοπολίδης, ο Μπασινάς, όλοι εμείς, η γενιά του 2004, που κατακτήσαμε το Ευρωπαϊκό. Βλέπουν τη “βιτρίνα”, αλλά δεν κοιτούν πίσω απ’ αυτή. Τις δυσκολίες και τη διαδρομή. Από πού ξεκίνησε ο καθένας και τι δρόμο έκανε για να φτάσει στην επιτυχία.
Ήταν επιλογή λοιπόν ο Άνθιμος να μην πάει σε μια μεγάλη ΠΑΕ, αλλά να αρχίσει από εδώ κοντά στην περιοχή και, αν ξεχωρίσει, καλώς. Ήθελα πάντα να κάνει σταθερά βήματα προς τα εμπρός κι όχι άλματα.
Δεν έχω τρέλα ή εμμονή να παίξει οπωσδήποτε κάπου ψηλά.
Αντίθετα με ό,τι έκανε η μητέρα μου σε μένα, εγώ θέλω να παίζει. Μ’ αρέσει και εύχομαι να πετύχει και να φτάσει όσο ψηλότερα γίνεται, γιατί του αρέσει το ποδόσφαιρο.
Νομίζω πως όλοι οι γονείς θέλουμε το καλύτερο για τα παιδιά μας.
Έτσι κι αλλιώς όμως το ποδόσφαιρο, όπως και η ζωή, δεν είναι πάντα δίκαιο.
Εσύ οφείλεις να προσπαθείς και να παλεύεις για τους στόχους σου και, όταν φτάσει η ώρα να κάνεις τον απολογισμό σου, να λες «εγώ το πάλεψα όσο μπορούσα».
Καλώς ή κακώς, ο Άνθιμος κουβαλά και το δικό μου όνομα και την ιστορία του παππού του. Για να πετύχει, πέρα από όλα τ’ άλλα, πρέπει να αντέξει και αυτό το βάρος.
Κάνοντας τον αγωνιστικό μου απολογισμό, πιστεύω ότι σε όλη μου την καριέρα ένα από τα βασικά μου χαρακτηριστικά ήταν ότι ήμουν πειθαρχημένος.
Ήμουν ο παίκτης που έκανε τη δουλειά του προπονητή μέσα στο γήπεδο. Δεν μάλωσα ποτέ με κάποιον από τους προπονητές μου, από όλους κάτι πήρα, και στα καλά και στα άσχημα, και σε όλους κάτι χρωστάω για την εξέλιξή μου και ως ποδοσφαιριστής και ως άνθρωπος.
Δεν ξέρω αν ήταν γραφτό μου να φτάσω εκεί που έφτασα, ξέρω ότι το ήθελα εγώ πολύ και πάλεψα να ξεπεράσω όλες τις δυσκολίες, για να λέω τώρα πια «Δόξα τω Θεώ, για όσα πέτυχα».
Στο χορτάρι ο πιο δύσκολος αντίπαλος που αντιμετώπισα πρόσωπο με πρόσωπο ήταν ο Τσέχος Γιαν Κόλερ. Κυρίως λόγω όγκου. Δεν μου ταίριαζε ως σωματότυπος. Ήταν πολύ δυνατός παίκτης αλλά καθόλου “βρόμικος”.
Πολύ δύσκολος αντίπαλος ήταν ο επίσης Γερμανός Ουλφ Κίρστεν της Λεβερκούζεν. Απίθανος στην κίνηση, στο πέταγμα που έκανε στο πρώτο δοκάρι. Με θεωρούσαν γρήγορο στόπερ και παρόλα αυτά δεν τον προλάβαινα ποτέ. Από τα πιο δύσκολα ματς που θυμάμαι στην καριέρα μου.
Στα μάτια μου ωστόσο, ο πιο ολοκληρωμένος σέντερ φορ όλων είναι ο Αντρέι Σεβτσένκο. Θα είναι ιεροσυλία επίσης να μην αναφέρω τον Ραούλ, τον Ρονάλντο ή τον Μπατιστούτα.
Αλλά ο πιο δύσκολος απ’ όλους όσους αντιμετώπισα ήταν ο Κόλερ.
Θα ήμουν αχάριστος, αν έλεγα ότι δεν κέρδισα από το ποδόσφαιρο, και δεν μιλάμε για χρήματα μόνο. Σίγουρα το οικονομικό είναι σημαντικό, αλλά δεν είναι το πιο σημαντικό.
Ήμουν για 18-20 χρόνια επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Αυτό συνεπάγεται θυσίες, πειθαρχία, σεβασμό στην ιεραρχία, τον προπονητή σου, τον Πρόεδρο σου, τον αντίπαλό σου. Κέρδισα λοιπόν πολλά ως άνθρωπος. Το χρήμα και η δόξα έρχονται και παρέρχονται.
Όταν ήμουν μικρός και με ρωτούσαν «θέλεις να μοιάσεις του πατέρα σου; Τι θέλεις να κάνεις στο ποδόσφαιρο;», τους απαντούσα «μακάρι, όταν σταματήσω, να έχω τι μισή εκτίμηση από αυτή που έχει εκείνος από τον κόσμο».
Είναι κάτι που το ζήλεψα ως παιδάκι, να περπατάμε μαζί στον δρόμο του Πειραιά και να του λένε άγνωστοι άνθρωποι «γειά σου, ρε Άνθιμε παικταρά».
Δεν ξέρω αν τα έχω καταφέρει στον ίδιο βαθμό, αλλά πραγματικά είμαι ευχαριστημένος από την αγάπη που μου δείχνει ο κόσμος, από τον σεβασμό και αυτά τα κάποια καλά λόγια που ακούγονται για το άτομό μου.
Χαίρομαι φυσικά, όταν με θυμούνται ως ποδοσφαιριστή, αλλά περισσότερο με γεμίζει, όταν μου λένε καλά λόγια για μένα και την οικογένειά μου.
Στο τέλος, αυτό είναι που μένει…
Ο Μιχάλης Καψής είναι παλαίμαχος ποδοσφαιριστής, Πρωταθλητής Ευρώπης με την Εθνική Ελλάδος.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος
Photo Credits: Χάρης Κολχούρης
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Κώστας Χαλκιάς: Γιατί σταμάτησες;
Φάνης Κατεργιαννάκης: Έμαθα να λέω «μη φοβάσαι»
Τάκης Φύσσας: Campeão / Λισαβόνα
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Ήμασταν λίγοι, ήμασταν εμείς