Επιμονή, αποφασιστικότητα, σχολαστικότητα!
Εάν θα έπρεπε ένας άνθρωπος να επιλέξει τρεις αρετές, μία “ανίκητη τριάδα” που δουλεύει όπως ένας καλοδουλεμένος μηχανισμός για την επίτευξη κάθε στόχου, αυτές θα έπρεπε να βρίσκονται στην κορυφή της λίστας του.
Η επιμονή θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως η φλόγα που καίει μέσα μας, ακόμα και όταν όλα γύρω καταρρέουν. Είναι ο άνεμος που μας σπρώχνει να σηκωθούμε ξανά, αψηφώντας την κούραση και τις απογοητεύσεις.
Η αποφασιστικότητα θα οριζόταν ως η πυξίδα που καθοδηγεί την πορεία μας, ακόμα κι όταν ο δρόμος είναι σκοτεινός και αβέβαιος. Χωρίς αυτήν, δεν θα τολμούσαμε να κάνουμε το πρώτο βήμα, να πάρουμε την κρίσιμη απόφαση που θα αλλάξει τα πάντα.
Και η σχολαστικότητα. Αυτή προσδιορίζεται μέσα από την προσοχή στις λεπτομέρειες. Είναι το σύνορο ανάμεσα στην επιτυχία και την αποτυχία, η ψυχρή δύναμη που μας ωθεί να τελειοποιήσουμε κάθε κίνηση, κάθε ενέργεια, μέχρι την τελευταία σταγόνα.
Αυτές οι τρεις αξίες είναι ικανές να δημιουργήσουν έναν ακάθεκτο ήρωα, ικανό να κατακτήσει τα πάντα, με απόλυτη προσήλωση και σιωπηλή δύναμη. Και ακριβώς με αυτές γαλουχήθηκε από τα πρώτα του βήματα στη ζωή ο Αντόνιο Κόντε.
Μεγαλώνοντας, τις πήρε και τις έκανε κάτι σπουδαίο, ακολουθώντας πάντα το δόγμα της οικογένειας…

Ο Αντόνιο Κόντε σε παιδική ηλικία στο πλευρό του πατέρα του, Κόζιμο.
«Δώσε κάτι, για να πάρεις κάτι»
Ο Κοζιμίνο Κόντε και η Άντα Μπριάνο ήταν αυστηροί με τα τρία παιδιά τους. Όχι με το απλουστευμένο δόγμα των ορίων αλλά περισσότερο με το ότι τα αγαθά χρειάζονται κόπο για να αποκτηθούν δίκαια.
«Ο πατέρας μου ήταν Πρόεδρος και προπονητής στην τοπική ομάδα της Γιουβεντίνα Λέτσε. Τι σύμπτωση, ένας συνδυασμός των δύο μοναδικών ομάδων για τις οποίες αγωνίστηκα σε όλη την καριέρα μου. Τις Κυριακές με έπαιρνε μαζί του στο γήπεδο. Ξεκινούσαμε από νωρίς, βλέπαμε πρώτα τη μικρή ομάδα και μετά τους μεγάλους. Και μου εξηγούσε πώς έπαιζαν. Μεγαλώνοντας, του έκανα εγώ ανάλυση και τον άφηνα έκπληκτο. Πάντοτε όμως μου μάθαινε ότι, για να μου δώσει κάτι, θα έπρεπε πρώτα να δώσω κάτι εγώ. Οπότε, όταν του είπα ότι ήθελα να παίξω ποδόσφαιρο, μου ξεκαθάρισε ότι θα το έκανα, μόνο εάν ήμουν καλός και στα μαθήματα μου. Εάν όχι, θα με σταματούσε. Και έτσι έγινα καλός μαθητής και καλός με την μπάλα ταυτόχρονα. Όλα αυτά που μου έμαθαν στο σπίτι είναι οι βάσεις για όλα όσα είχα ως αθλητής και τώρα ως προπονητής»!
Μόλις στα 16 του, το 1985, πήρε την πρώτη αγωνιστική… κρυάδα με τη Λέτσε. Με το που ξεκίνησε, την αμέσως επόμενη χρονιά βρέθηκε με διαλυμένο το πόδι του, με συνέπεια όχι απλώς να χάσει όλη τη σεζόν αλλά να κινδυνεύει να μην παίξει ποτέ ξανά.
«Ήταν ο πατέρας μου τότε που μου υπενθύμιζε την αξία της επιμονής και της υπομονής, λέγοντάς μου ένα αρχαίο ρητό, “Μια επίμονη σταγόνα νερού ανοίγει τρύπα στον βράχο”. Πως εγώ έπρεπε τότε να γίνω αυτή η σταγόνα και όλα θα γίνονταν σωστά».
Τότε ήταν ουσιαστικά που ο νεαρός Αντόνιο κατανόησε την πιο βαθιά φιλοσοφία που ορίζει ότι… στο βασίλειο των ιδεών, όλα εξαρτώνται από τον ενθουσιασμό. Στον πραγματικό κόσμο, όλα στηρίζονται στην επιμονή. Και επέλεξε το δεύτερο.

Ο Αντόνιο Κόντε με τη φανέλα της Λέτσε.
Από το 1988 έγινε βασικός και μέχρι τον Νοέμβριο του 1991 κατάφερε να τραβήξει τα βλέμματα των μεγάλων της χώρας, ενώ ταυτόχρονα πήρε σημαντικές αγωνιστικές βάσεις από τον δάσκαλο Κάρλο Ματσόνε (σ.σ.: αργότερα στην Μπρέσια θα αναγεννούσε την καριέρα του Ρομπέρτο Μπάτζο και θα επηρέαζε φιλοσοφικά τον Πεπ Γκουαρδιόλα).
Εκείνη που πλειοδότησε ήταν η Γιουβέντους, με τον Τζοβάνι Τραπατόνι να επιμένει στην απόκτησή του. Η «Γηραιά Κυρία» βίωνε δύσκολα χρόνια. Βρισκόταν σε μία περίεργη καμπή της ιστορίας της και αυτό είχε τις βάσεις του και στην αποχώρηση του μοναδικού Μισέλ Πλατινί. Απείχε πλέον πέντε χρόνια από την κορυφή, διάστημα στο οποίο είδε τη Μίλαν, την Ίντερ, τη Νάπολι και τη Σαμπντόρια να κατακτούν τον τίτλο. Ειδικά οι «Rossoneri» του Αρίγκο Σάκι και των τριών Ολλανδών, με τις διαδοχικές κατακτήσεις του Πρωταθλητριών, δεν παίζονταν. Ταυτόχρονα, οι μεταγραφές εκείνης της σεζόν (Γιούργκεν Κόλερ, Άντζελο Περούτσι, Στέφαν Ρόιτερ) δεν είχαν πείσει τους tifosi στο Τορίνο. Πόσο μάλλον όταν η χειμερινή ενίσχυση ήταν ένας μέσος από το Λέτσε που μέχρι τότε μετρούσε μόλις δύο γκολ και δεν είχε τίποτα το φαντεζί να επιδείξει.
Για εκείνον, αντιθέτως, ήταν το όνειρο που γινόταν πραγματικότητα.
Και εκείνο που θα τον σημάδευε για πάντα θα ήταν αυτή η αρχική συνύπαρξη με τον πιο θρυλικό Ιταλό προπονητή. Μία αρχή που θα ενισχυόταν στο πλευρό και άλλων σπουδαίων, καθώς Μαρσέλο Λίπι, Κάρλο Αντσελότι και Σάκι θα διαμόρφωναν αυτό που θα ακολουθούσε μετά την απόσυρσή του από τα γήπεδα. Αυτά όμως θα αργούσαν ακόμη…

Ο Αντόνιο Κόντε σε ηλικία 22 ετών εντάσσεται στη Γιουβέντους.
Από τον «Τραπ» στον Λίπι
Ο Τραπατόνι λάτρεψε αμέσως το work ethic του νέου παίκτη που είχε στα χέρια του. «Χωρίς εκείνον, δεν θα τα είχα καταφέρει. Στην αρχή δεν μπορούσα να μείνω καν στο Τορίνο. Υπέφερα. Μου έλειπε το Λέτσε, ο Νότος, το φαγητό, η θάλασσα».
Ο Τραπατόνι ήταν σαν δεύτερος πατέρας του ψυχολογικά, αλλά και στο γήπεδο τον έριξε απευθείας στα βαθιά. Στην πρώτη του εμφάνιση, ένα φιλικό με την Μπάγερν, γύρισε απρόσεκτα την μπάλα στον τερματοφύλακα και η «Γιούβε» δέχτηκε γκολ. Την επόμενη ημέρα οι εφημερίδες έγραφαν με αυστηρό τρόπο για την γκάφα. Όχι όμως ο κόουτς. «Με πλησίασε και μου είπε. “Μικρέ, δεν πιστεύω να ασχολείσαι κι εσύ ακόμη με τα χθεσινά; Έχουμε άλλον αγώνα αύριο”».
Η ζωή με τον «Τραπ» κύλησε δυστυχώς χωρίς εγχώριο τίτλο, με μοναδική αλλά διόλου ασήμαντη επιτυχία το Κύπελλο UEFA του 1993. Γι’ αυτό κατέφθασε ο Μαρσέλο Λίπι, ο οποίος ήταν εκείνος που θα απογείωνε τον Κόντε. Στο 4-3-3 που υιοθέτησε, τον έβαλε στα αριστερά της μεσαίας γραμμής, σε ένα τρίγωνο με τους Πάολο Σόουζα, Άντζελο Ντι Λίβιο. Αυτή που θα ακολουθούσε θα ήταν μία χρυσή περίοδος για τον σύλλογο, ο οποίος όμως είχε και δύο τεράστιες απογοητεύσεις.
Από το 1994 έως το 2004, μία δεκαετία χορταστική από τον Λίπι (σ.σ.: με εξαίρεση τη διετία 1999-2001 που είχε αναλάβει ο Κάρλο Αντσελότι), η Γιουβέντους κατέκτησε πέντε φορές το Scudetto και παρουσίασε μία από τις ισχυρότερες ομάδες όλων των εποχών στην Ευρώπη. Ωστόσο, ενώ βρέθηκε να διεκδικεί τέσσερεις φορές το Champions League, το πήρε μόνο μία στα πέναλτι με τον Άγιαξ (1996) και γνώρισε την ήττα από την Ντόρτμουντ (1997), τη Ρεάλ Μαδρίτης (1998) και τη Μίλαν (2003), ενώ νωρίτερα (1995) είχε χάσει σε έναν ακόμα εμφύλιο Τελικό, με την Πάρμα να της παίρνει το UEFA.
«Εκείνες οι ήττες ήταν οι πιο οδυνηρές στιγμές μου στο παιχνίδι, αλλά θεωρώ ότι μου έδωσαν πολλά διδάγματα, τα οποία με έκαναν ακόμα καλύτερο προπονητή μελλοντικά».

Μάρτιος 1999: Ο Αντόνιο Κόντε, με το περιβραχιόνιο του αρχηγού της Γιουβέντους, κάνει τα παράπονά του στον διαιτητή, Μάρκους Μερκ / Photo by: ΙΝΤΙΜΕ.
Ο αέρας του ΟΑΚΑ
Σε εκείνη τη «Γιούβε» ο Κόντε είναι αδιαμφισβήτητα βασικός, δίχως να είναι το σημείο αναφοράς. Άλλωστε, οι «Bianconeri» είχαν έναν σωρό παικταράδες σε όλη εκείνη την περίοδο του Λίπι, με τους Τζίτζι Μπουφόν, Ζινεντίν Ζιντάν, Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο να στάζουν όλη τη μαγεία, αλλά και τους Νέντβεντ, Ντάβιντς, Τρεζεγκέ, Ιντζάγκι, Βιάλι, Ντεσάν, Βιέρι να γεμίζουν εκπληκτική ποιότητα τις ασπρόμαυρες ρίγες.
Κι όμως ανάμεσα σε όλα αυτά τα αστέρια ο Κόντε επέφερε τη χρήσιμη ισορροπία. Το έκανε με τη στιβαρή φυσιογνωμία του, την αφοσίωση και την ένταση του παιχνιδιού του. Γρήγορος, μαχητικός, γεμάτος ενέργεια, με τακτική ευελιξία, βρισκόταν κάθε στιγμή παντού. Η… καθαρή του νοημοσύνη στο παιχνίδι και η σκληρή δουλειά τού επέτρεψαν να γίνει η ψυχή της ομάδας.
Σε αυτά προσέθετε τη σταθερή πρώτη επαφή και μια ακούραστη όρεξη να ανακτηθεί η μπάλα για να ξαναβγεί η ομάδα μπροστά. Τα γεμάτα ένταση και πάθος μακρινά σουτ και η ικανότητά του να πετάγεται στην περιοχή και να σκοράρει παρέμεναν κάτι σαν ένα σπάνιο μυστικό όπλο.
Κάπως έτσι βρέθηκε να πληγώνει και τον Ολυμπιακό, εκεί που οι Πειραιώτες είχαν φτάσει πιο κοντά από ποτέ στο ευρωπαϊκό όνειρο των ημιτελικών του Champions League (1999). Δεν ξεχνιέται από κανέναν εκείνη η «αλλαγή του ανέμου» που άφησε εκτεθειμένο τον Δημήτρη Ελευθερόπουλο και επέτρεψε στον Αντόνιο να απολαύσει στο ΟΑΚΑ τον πιο ξέφρενο πανηγυρισμό της καριέρας του.
Το 2004, σε ηλικία 35 ετών, αισθάνθηκε ότι ήθελε να σταματήσει να τρέχει στο χορτάρι. Και ήθελε να το κάνει ως ηγέτης της Γιουβέντους και όχι πηγαίνοντας σε μικρότερη ομάδα για να παίξει λίγο ακόμα. Εκτός από μεγάλες επιτυχίες με τους Τορινέζους, μέτρησε και τεράστιες αποτυχίες. Και εκτός από τους χαμένους Τελικούς στην Ευρώπη, βίωσε δύο ακόμα πιο σκληρές στιγμές με την Εθνική Ιταλίας, καθώς ήταν μέλος της Εθνικής στον χαμένο Τελικό του Μουντιάλ του 1994 και του Euro 2000, έχοντας σκοράρει στο τελευταίο και ένα φανταστικό ψαλιδάκι κόντρα στην Τουρκία. Ήταν το ένα από τα δύο γκολ του με τη «Squadra Azzurra», τη φανέλα της οποίας δεν φόρεσε πολλές φορές (20 συμμετοχές).
Είχε φτάσει η ώρα των πάγκων, κάτι που το είχε ξεκάθαρο εξαρχής στο μυαλό του. Και η προπονητική κληρονομιά του θα γινόταν ακόμα πιο μεγάλη από την αθλητική, με την έντονη προσωπικότητά του να τον κάνει να ξεχωρίζει.

Μάρτιος 1999: Ο Αντόνιο Κόντε σκοράρει εναντίον του Ολυμπιακού και στέλνει τη Γιουβέντους στους ημιτελικούς του Champions League / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Απόλυση και ρεκόρ
Τα πάντα όμως θα ξεκινήσουν άσχημα, μιας και η πρώτη του δουλειά, στην Αρέτσο της Serie B, θα διαρκέσει μόλις τρεις μήνες. Θα απολυθεί τον Οκτώβριο του 2006, για να επιστρέψει στο φινάλε του 2007 και με πέντε διαδοχικές νίκες να προσπαθήσει ανεπιτυχώς να τη σώσει.
Αυτή όμως η επιστροφή ήταν αρκετή για να του δώσει την επόμενη δουλειά στην Μπάρι, την οποία, αφού θα γλυτώσει από τον υποβιβασμό, την αμέσως επόμενη χρονιά θα την οδηγήσει Πρωταθλήτρια στα σαλόνια (2009).
Θα ακολουθήσει ένα αρνητικό πέρασμα από την Αταλάντα και ένας προβιβασμός ακόμα με τη Σιένα. Αυτό είναι αρκετό για να τον οδηγήσει πίσω στη μεγάλη του αγάπη. Η Γιουβέντους, η οποία έχει επιστρέψει από την άβυσσο του υποβιβασμού, παλεύει ακόμη να βρει τα πατήματά της μετά τη σκληρή τιμωρία από το σκάνδαλο «Calciopoli». Στην επιστροφή της στη Serie A, το μόνο που έχει καταφέρει είναι δύο φορές να τερματίσει στην έβδομη θέση και το τοπίο είναι εκρηκτικό.
Αυτό που θα καταφέρει ο Κόντε ξεπερνάει κάθε προσδοκία, καθώς θα την οδηγήσει στο Scudetto του 2012 και μάλιστα αήττητη, φτιάχνοντας έναν σωρό ρεκόρ και βάζοντας το κερασάκι της κατάκτησης του Coppa Italia, το οποίο απείχε από το παλμαρέ της από το 2004.
Η προπονητική ευστροφία του θα στήσει ένα άκρως ιταλικό 3-5-2, έχοντας στη διάθεσή του τον Αντρέα Πίρλο, ο οποίος ουσιαστικά έχει εκδιωχτεί άτσαλα από τη Μίλαν. Ο Κόντε όχι απλώς θα παρατείνει την καριέρα του μαέστρο αλλά θα τον κάνει να παίξει ακόμα καλύτερα ως deep lying playmaker, τοποθετώντας στο πλευρό του τα σκληρά τρεχαντήρια, Αρτούρο Βιδάλ, Κλαούντιο Μαρκίζιο. Αυτό είναι το ένα μεγάλο όπλο της ομάδας. Εκτός από την ασφάλεια του Μπουφόν, η τριάδα μπροστά του εξελίσσεται σε τρελή εγγύηση, με τους Λεονάρντο Μπονούτσι, Τζόρτζο Κιελίνι, Αντρέα Μπαρτσάλι να είναι απροσπέλαστοι.

Απρίλιος 2013: Ο Αντόνιο Κόντε στον πάγκο της Γιουβέντους / Photo by: INTIME.
Άπαντες θα τον θαυμάσουν, με τον Πίρλο να αποτυπώνει λυρικά σε λέξεις την επιρροή του νέου προπονητή: «Όταν ο Κόντε μιλάει, τα λόγια του σε κατακλύζουν. Σπάζουν τις πόρτες του μυαλού σου, συχνά με αρκετή ένταση, και εδραιώνονται βαθιά μέσα σου. Έχω χάσει το μέτρημα των φορές που έχω πει: “Διάολε, ο Κόντε είπε ξανά κάτι απόλυτα ακριβές σήμερα”. Περίμενα να είναι καλός, αλλά όχι τόσο καλός. Έχω συνεργαστεί με πολλούς προπονητές και εκείνος είναι που με εξέπληξε περισσότερο από όλους!».
Στη διετία που θα ακολουθήσει, θα σαρώσει τα Πρωταθλήματα, αλλά, ενώ θα πάρει το τρίτο διαδοχικό και μάλιστα με το εκπληκτικό ρεκόρ των 102 βαθμών το 2014, θα αιφνιδιάσει τους πάντες, καθώς θα παραιτηθεί.
Οι κακές γλώσσες θα ισχυριστούν ότι έχει απολυθεί. Ίσως να έχουν συμβεί και τα δύο ταυτόχρονα, μιας και οι αποτυχίες εκτός συνόρων θα τον οδηγήσουν στο να ξεστομίσει το περίφημο «Δεν μπορείς να φας σε ένα εστιατόριο των 100 ευρώ, έχοντας μόλις 10 ευρώ στην τσέπη σου».
Η σκληρή κριτική στη μη ικανοποίηση των μεταγραφικών επιθυμιών του και η άρνηση της «Γιούβε» να δώσει χρήματα οδήγησαν στο απρόσμενο διαζύγιο. Αμέσως θα τον προσλάμβανε η Εθνική Ιταλίας, έχοντας στόχο μία αξιοπρεπή εμφάνιση στο Euro 2016, μιας και είχε θεωρηθεί η φουρνιά με το λιγότερο ταλέντο στην ιστορία με το εθνόσημο. Ακόμα κι έτσι όμως, ο Κόντε θα τη… σουλουπώσει και θα αποκλειστεί οριακά στα πέναλτι από τη Γερμανία στα προημιτελικά. Η εξαιρετική εικόνα θα μεγαλώσει τη φήμη του και η Τσέλσι θα σπεύσει να τον κλέψει.

Ο Αντόνιο Κόντε στον πάγκο της Εθνικής Ιταλίας.
Μπλε μαγεία
Στο Λονδίνο θα έπρεπε να αναστήσει μία ομάδα με πεσμένο ηθικό μετά το τελευταίο κακό πέρασμα του Ζοσέ Μουρίνιο και ταυτόχρονα να προσαρμοστεί στον ζόρικο κόσμο της Ζοσέ Μουρίνιο.
Αφού κάνει εντατικά μαθήματα αγγλικών, ώστε να λέει τα βασικά, θα εστιάσει σε αυτά που ξέρει καλύτερα, την πειθαρχεία και το κίνητρο. Το πρώτο που κάνει είναι να βάλει τα μεγάλα ονόματα στη “θέση” τους, θα διώξει ακόμα και τον Ντιέγκο Κόστα από τα αποδυτήρια, και το δεύτερο να επιβάλει αυστηρή δίαιτα, κλείνοντας ακόμα και την καντίνα του προπονητικού κέντρου, ενώ πριν τους αγώνες μάζευε τους παίκτες σε ξενοδοχείο.
Μέχρι τον Δεκέμβριο θα τρέξει το καλύτερο σερί νικών στην ιστορία της Premier League (13, όσες και η Άρσεναλ του 2002) και το φινάλε θα βρει την Τσέλσι Πρωταθλήτρια, έχοντας μάλιστα 30 νίκες, ρεκόρ όλων των εποχών στο Νησί. Και όλα αυτά στην πρώτη του χρονιά εκεί.
Ωστόσο, την επόμενη σεζόν, παρά την κατάκτηση του FA Cup, η αποτυχία να πάρει εισιτήριο για το Champions League θα οδηγήσει στην απόλυσή του.

Σεπτέμβριος 2016: Αντόνιο Κόντε εναντίον Γιούργκεν Κλοπ, σε αναμέτρηση Τσέλσι-Λίβερπουλ / Photo by: Eurokinissi.
Μοναδικό τρεμπλ
Η διετία στην Ίντερ θα φέρει στους «Nerazzurri» έναν χαμένο Τελικό στο Europa League (2020) αλλά και την κατάκτηση του Πρωταθλήματος (2021). Παράλληλα όμως και μία παρόμοια με τη «Γιούβε» συνθήκη, καθώς παρά τον τίτλο θα αποχωρήσει, θεωρώντας φτωχή τη μεταγραφική πολιτική του συλλόγου.
Η επιστροφή στην Αγγλία για την Τότεναμ θα είναι μάλλον και η πιο επεισοδιακή στην πορεία του. Αρχικά θα επαναφέρει τους Λονδρέζους στο Champions League και την επόμενη σεζόν θα τους δώσει το καλύτερο ξεκίνημά της ιστορίας τους. Τότε θα αρχίσουν τα προβλήματα. Σχεδόν θα παίξει μπουνιές εντός γηπέδου με τον κόουτς της Τσέλσι, Τόμας Τούχελ, θα κατηγορήσει τον σύλλογο για λούζερ νοοτροπία και μετά θα απουσιάσει για καιρό εξαιτίας σοβαρού προβλήματος υγείας.
Ο συνδυασμός των παραπάνω θα τον κάνουν να αποδεχτεί την πρόταση της Νάπολι. Εκεί, στον Νότο, θα επιβεβαιώσει το πόσο πραγματικά καλός προπονητής είναι και με ένα σούπερ φινάλε θα κλέψει στο νήμα το Scudetto από την Ίντερ, για να γίνει ο μοναδικός Ιταλός προπονητής που το κατακτά με τρεις διαφορετικές ομάδες.
Ακόμα και έπειτα από όλες αυτές τις επιτυχίες και δοκιμαζόμενος σε διαφορετικά περιβάλλοντα, χώρες και συνθήκες, η αίσθηση που σου αφήνει η ιστορία του είναι ότι ακόμη δεν συμπεριλαμβάνεται στους θρύλους του ποδοσφαίρου. Ίσως γι’ αυτό να ευθύνεται ότι δεν έχει καταφέρει κάτι σημαντικό σε διεθνές επίπεδο, ώστε να τοποθετηθεί ανάμεσα στους κορυφαίους Ιταλούς.
Ίσως πάλι να πληρώνει την σκληρότητα και τις ωμές, αφιλτράριστες δηλώσεις του, οι οποίες συχνά τον καθιστούν εύκολο στόχο κριτικής, με την αντιπαράθεση με τον Τύπο να μοιάζει με ατέρμονη μάχη. Παρά τις διαμάχες και τις παρεξηγήσεις, το έργο του είναι ανεξίτηλο, με ξεκάθαρο αποτύπωμα στην ποδοσφαιρική σκηνή.
Όπως και να έχει, για εκείνον το σημαντικότερο δεν είναι η θέση που θα λάβει στο προπονητικό ranking. Τον απασχολεί πάντα περισσότερο η άποψη που θα είχε ο πατέρας του. Ο Κοζιμίνο σίγουρα θα του μίλαγε πάλι για εκείνη τη σταγόνα επιμονής που αρκεί για να κάνει τα πάντα. Και αναμφίβολα ο Αντόνιο θα τον έκανε περήφανο με τη δική του προσήλωση στις οικογενειακές αξίες.
Κοιτάζοντας προς τα πίσω, ο Κόντε μπορεί να υπερηφανεύεται ότι τρύπησε όλα τα εμπόδια, ότι λάξευσε τους δρόμους όπως τους γούσταρε αυτός. Και την ίδια στιγμή, κοιτάζοντας μπροστά, θα μπορεί να ονειρεύεται ότι οι σταγόνες πείσματος και ταλέντου που κρύβει μέσα του είναι ικανές να δημιουργήσουν διαδρομές που ακόμη δεν έχει καν ονειρευτεί…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Αρίγκο Σάκι: Η γέννηση του «διαβόλου»
Τα post-it του Τζιανλούκα Βιάλι