Στο παιδικό του δωμάτιο, ως την ηλικία των εννέα ετών στη Γουαδελούπη και στη συνέχεια σε προάστιο του νότιου Παρισιού, δεν υπήρχαν ποδοσφαιρικά πόστερ.
Όχι γιατί δεν είχε όνειρα με την ασπρόμαυρη μπάλα στα πόδια.
Αλλά γιατί από νωρίς ο κόσμος τού έδειξε ότι συχνά τα πράγματα θα είναι «άσπρο ή μαύρο». Με σαφή προτίμηση (του κόσμου) στο πρώτο…
Στα ράφια, ο μικρός Λιλιάν Τουράμ λάτρευε να χαζεύει βιβλία του Νέλσον Μαντέλα και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τζούνιορ.
Κυρίως, βεβαίως, αγαπούσε να τα διαβάζει, να αφουγκράζεται το ισχυρό μήνυμά τους και να σκέφτεται πώς θα καταφέρει να διαδώσει όσα αναφέρουν.
Για να γίνει «αγγελιοφόρος» θα χρειαζόταν, φυσικά, να το θέλει. Η επιδίωξη ήταν ξεκάθαρη στο μυαλό του. Αυτό που απαιτούνταν ήταν μία πλατφόρμα.
Για χρόνια, όπως τον «συμβούλευαν» -ή, συχνά, τον προειδοποιούσαν- σιωπούσε.
Το ποδόσφαιρο και οι σπουδαίες επιτυχίες του σε αυτό θα γίνονταν το ιδανικό «όχημα» για να μιλήσει, τόσο ως εν ενεργεία αθλητής όσο και, πλέον, ως παλαίμαχος και υπέρμαχος του αγώνα κατά του ρατσισμού.
Δεν είχε την ψευδαίσθηση ότι θα γίνει ένας «νέος Μαντέλα» ή ένας «νέος» Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τζ.». Του αρκεί που εμπνεύστηκε από εκείνους.
Με το νέο (εικονογραφημένο) βιβλίο του, με τίτλο «Notre Histoire» («Η Ιστορία Μας»), ο παλαίμαχος Γάλλος αμυντικός, άλλοτε παίκτης των Μονακό, Πάρμα, Γιουβέντους, Μπαρτσελόνα και παγκόσμιος πρωταθλητής του 1998, εξιστορεί μαζί με τους Ζαν-Κριστόφ Καμί και Σαμ Γκαρσία τον ρατσισμό που βίωσε τόσο στα σχολικά χρόνια του στη Γαλλία όσο και σαν παίκτης, κυρίως στην Ιταλία.
Αναφέροντας σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Guardian» γιατί «ο σπουδαιότερος αγώνας της ζωής μου είναι αυτός κατά των διακρίσεων».
Γεννήθηκε την πρώτη ημέρα του 1972, όμως ο πατέρας του εγκατέλειψε το σπιτικό τους όταν ο Λιλιάν ήταν βρέφος.
Ένας κύριος τού συστήθηκε έπειτα από χρόνια ως ο μπαμπάς του, όμως ο Τουράμ σχεδόν τον αγνόησε, λέγοντας πολύ κυνικά ότι «δεν είναι κάποιος σημαντικός άνθρωπος στη ζωή μου. Εκείνος το επέλεξε».
Τον μεγάλωσε η ανύπαντρη μητέρα του, η οποία εργαζόταν ως καθαρίστρια και το 1977, αναγκάστηκε να αφήσει τον γιο της στους γονείς της, ώστε να ψάξει μία καλύτερη τύχη στη Γαλλία και να τον πάρει μαζί της όταν ορθοποδήσει. Ο μικρός έμεινε σε συγγενείς για τέσσερα χρόνια, μέχρι που έλαβε την ειδοποίηση να ακολουθήσει την οικονομική μετανάστρια μητέρα του στο Παρίσι.
Σε ένα νότιο διαμέρισμα της γαλλικής πρωτεύουσας, ο Τουράμ διδάχθηκε πολλά περισσότερα από τις δυσκολίες της καθημερινότητας και τα πρώτα μυστικά του ποδοσφαίρου.
Έμαθε την έννοια της συνύπαρξης με συνομήλικούς του οι οποίοι είχαν βρεθεί στο Παρίσι από όλα τα μέρη του πλανήτη.
Τα πρώτα όνειρά του είχαν στοιβαχτεί σε δύο βαλίτσες, πριν φτάσει στη Γαλλία. Τα επόμενα, πάντως, «απλώθηκαν» στους δρόμους του Παρισιού, όσο δύσκολη κι αν ήταν η αρχική συνολική ενσωμάτωσή του.
«Αυτό που ήταν σοκαριστικό όταν έφτασα στη Γαλλία ήταν ότι αρκετοί συμμαθητές μου με επέκριναν για το χρώμα του δέρματός μου…», εξιστορεί στην «Guardian».
«Με έκαναν να πιστέψω πως το χρώμα μου είναι υποδεέστερο και ότι είναι καλύτερο να είσαι λευκός», συμπλήρωσε.
Αυτό που επισημαίνει είναι ότι «ήταν απλώς εννιάχρονα παιδιά. Δεν είχαν γεννηθεί ρατσιστές, όμως τους είχαν αναπτύξει ένα σύμπλεγμα ανωτερότητας», πριν αρχίσει να αναρωτιέται…
Είναι επώδυνη και μόνο η σκέψη να φανταστεί κάποιος ότι αντί για χαμόγελα, ξεγνοιασιά και ανεμελιά, παιδιά που δεν έχουν κλείσει καν τα δέκα χρόνια τους, μοιράζουν στους άλλους επικριτικά βλέμματα αποδοκιμασίας,
«Από το σημείο της εις βάρος μου κριτικής έκανα πολλές ερωτήσεις στον εαυτό μου», εξηγεί ο Τουράμ στη συνέντευξή του. Προσθέτοντας πως «έλεγα από μέσα μου: “Γιατί με πειράζουν; Από πού προέρχεται όλο αυτό;”»…
Η μητέρα του δεν κατόρθωσε αρχικά να του δώσει κατάλληλες ή, έστω, πειστικές απαντήσεις. «Η μαμά μου απλώς πίστευε ότι έτσι έχει η κατάσταση και αποκρινόταν πως “είναι ρατσιστές και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει”».
Ο μικρός Λιλιάν δεν ικανοποιήθηκε από όσα άκουσε μέσα στο νέο σπίτι του. Δεν κοίταξε με τη σειρά του με αποδοκιμασία την μητέρα του, αλλά αποφάσισε να «χωθεί» στα βιβλία για να βρει καλύτερες εξηγήσεις.
Το πρώτο συμπέρασμά του ήταν πως «ιστορικά, κατατάσσουμε τους ανθρώπους. Δημιουργήσαμε ιεραρχίες βάσει του δέρματος και του χρώματος».
Βρήκε στον ρατσισμό ομοιότητες με άλλες κοινωνικές διακρίσεις και ανόητα στερεότυπα. Θεωρώντας ότι «εκπαιδεύουμε τους λευκούς να πιστεύουν ότι είναι ανώτεροι και κυρίαρχοι, όπως οι άνδρες αισθάνονται κυρίαρχοι απέναντι στις γυναίκες.
»Όλα αυτά συνιστούν διαχρονικά ιδεολογικούς μηχανισμούς που έχουν “κατασκευαστεί” για να εκμεταλλεύονται τους ανθρώπους».
Ο τρόπος σκέψης και η ευγένεια του Λιλιάν έρχονται σε αντίθεση με τον «επιθετικό» Τουράμ, τις μέρες δόξας του στα ευρωπαϊκά γήπεδα.
Μιλά με αγνό τρόπο για τα παιδικά χρόνια του, αναφέροντας πως «ο κόσμος νομίζει, ή θέλει να νομίζει, ότι στα προάστια, στις εργατικές συνοικίες ή στις γειτονιές όπου μεγαλώνουν μετανάστες, ζουν κακοποιοί…
»Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει. Δεν θα συναντήσεις εκεί βίαιους ανθρώπους. Η πλειοψηφία είναι σαν εμένα. Προσπαθούν να ζήσουν ήρεμα και ειρηνικά τι ζωές τους».
Όσο και αν αυτό δεν του αρέσει, τον σεβασμό τον κέρδισε μέσω αρχικά στα γήπεδα ποδοσφαίρου, μαζί με δεκάδες άλλα παιδιά μεταναστών.
Η πρώτη ομάδα του, η Πορτουγκέζ ντε Φοντενμπλέ, ιδρύθηκε από Πορτογάλους, αλλά αποτελούνταν από παιδιά από πολλές χώρες, είτε ήταν πρώην αποικίες των Γάλλων είτε όχι.
«Τα Σαββατοκύριακα γινόμουν Πορτογάλος», αστειεύεται αναπολώντας εκείνες τις μέρες ο Τουράμ, καθώς θυμάται πως «οι αντίπαλοι δεν είχαν ιδέα για την καταγωγή μου, όμως με αποκαλούσαν “βρωμο-Πορτογάλο”… Το έβρισκα πολύ αστείο, τότε».
Οι εξω-σχολικές ευκαιρίες για τον γιο μίας ανύπαντρης μετανάστριας δεν ήταν πολλές. «Δεν θα μπορούσες να έχεις πρόσβαση σε μαθήματα πιάνου ή βιολιού», τονίζει ο ίδιος.
Στις διακοπές δεν είχε την ευκαιρία, όπως πολλοί ευκατάστατοι συμμαθητές του, να κάνει ταξίδια σε γαλλικά θέρετρα ή στην Ευρώπη. Μία επίσκεψη στους συγγενείς στη Γουαδελούπη δεν ήταν εφικτή για τα οικονομικά δεδομένα της μητέρας του.
Ο ελεύθερος χρόνος δεν ήταν μεν πρωτότυπος, αλλά ήταν δημιουργικός, με μία μπάλα συνεχώς στα πόδια του, τονίζοντας παράλληλα ότι «αυτός ήταν ο λόγος που τόσα πολλά παιδιά αναδεικνύονταν από αυτές τις περιοχές».
Το 1990, στα 18 του, η πορεία του άλλαξε.
Από του δρόμους του Φοντενμπλέ και του νοτιο-ανατολικού Παρισιού, ο Λιλιάν Τουράμ βρέθηκε στο Μονακό, έχοντας εντυπωσιάσει τον τότε προπονητή της ομάδας του Πριγκιπάτου, Αρσέν Βενγκέρ.
Ο απαιτητικός Αλσατός κόουτς τον χρησιμοποίησε μόλις μία φορά στην πρώτη σεζόν, όμως την επόμενη άρχισε να κερδίζει την εμπιστοσύνη του και μία θέση βασικού, στο δεξί άκρο της άμυνας.
Κατέκτησε το Κύπελλο Γαλλίας το 1991 και έναν χρόνο αργότερα έφτασε ως τον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων, χάνοντας με 2-0 στη Λισαβόνα από τη γερμανική Βέρντερ Βρέμης.
Η καταξίωση στο χορτάρι, πάντως, δεν άλλαξε και τον τρόπο που τον αντίκριζαν τα ρατσιστικά βλέμματα. Μέχρι το 1996, όταν παραχωρήθηκε στην ιταλική Πάρμα, ο Τουράμ συχνά δεν γινόταν δεκτός σε ακριβά εστιατόρια ή κλαμπ…
Δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ το όνομά ή την ιδιότητά του για να γίνει αποδεκτός.
Παράλληλα, όταν κλήθηκε το 1994 στην Εθνική Γαλλίας, βίωσε επίσης την αποδοκιμασία της εξέδρας, καθώς ήταν μία εποχή που οι «τρικολόρ» είχαν αποτύχει να προκριθούν στο Μουντιάλ των Η.Π.Α. και από την «οργή» του κοινού δεν είχε γλιτώσει ούτε ο Ερίκ Καντονά.
Ο Καντονά ουσιαστικά εκδιώχθηκε από την Εθνική έναν χρόνο αργότερα, όμως η συνέχεια για τον Τουράμ θα ήταν καλύτερη.
Τουλάχιστον, πάντα, μέσα στο γήπεδο…
Στην Πάρμα, υπό τις οδηγίες του Κάρλο Αντσελότι, ο Γάλλος αμυντικός έγινε συμπαίκτης με τους Τζιανλουίτζι Μπουφόν, Φάμπιο Καναβάρο και Ερνάν Κρέσπο.
Με τους δύο πρώτους (και οι τρεις στην πορεία τους κατέκτησαν το Μουντιάλ) υπήρξε συμπαίκτης και στη Γιουβέντους.
Στην Πάρμα, λίγους μήνες μετά τον θρίαμβό του στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Γαλλίας, έζησαν μία καταπληκτική σεζόν 1998-1999, στην οποία κατέκτησαν το Κύπελλο UEFA (3-0 τη Μαρσέιγ στη Μόσχα) και το Κύπελλο Ιταλίας (σε διπλό τελικό κόντρα στην Φιορεντίνα)!
Ενώ λίγους μήνες αργότερα, πανηγύρισαν και το ιταλικό Σούπερ-Καπ, νικώντας με 2-1 την πρωταθλήτρια Μίλαν, στο «Σαν Σίρο».
Θεωρούνταν ήδη ένας από τους κορυφαίος πλάγιους μπακ της Ευρώπης και ο Τύπος ανέφερε καθημερινά το όνομά του στις λίστες υποψήφιων παικτών για τους σπουδαιότερους συλλόγους της Ευρώπης.
Αποφάσισε, το 2001, να μετακομίσει στο Τορίνο και τη Γιουβέντους, παρά το γεγονός ότι τον είχαν προειδοποιήσει πως στην Ιταλία, θα ακούει -όπως και έγινε- σε τακτική βάση ρατσιστικές προσβολές από την κερκίδα των ultras οπαδών πολλών συλλόγων.
Οι ακροδεξιοί οπαδοί κατακλύζονταν από το μίσος τους, το οποίο υπέρ-κάλυπτε την αγάπη τους για την εκάστοτε ομάδα.
Ο Τουράμ αποχώρησε πολλές φορές με σκυμμένο κεφάλι, όχι γιατί κραυγές πιθήκου συνόδευαν τις κινήσεις του στο γήπεδο, αλλά διότι η ιταλική ομοσπονδία δεν έδειχνε διάθεση να κάνει κάτι για τούτο…
«Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως δεν ήμουν εγώ αυτός που είχε το πρόβλημα, αλλά εκείνοι που φώναζαν όλες αυτές τις ανοησίες», είχε εξηγήσει.
Στην πενταετία του στη Γιουβέντους (2001-2006), κατέκτησε δύο πρωταθλήματα και δύο Σούπερ-Καπ, το 2002 και το 2003, χρονιά στην οποία ηττήθηκε στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, στα πέναλτι, από τη Μίλαν.
Οι τίτλοι είχαν αρχίσει να «στολίζουν» την προσωπική τροπαιοθήκη του. Για τον Λιλιάν, όμως, δεν ήταν όλα «λαμπερά».
Ακόμη και το καλοκαίρι του 1998, όταν οδήγησε την Εθνική Γαλλίας στον θρίαμβο στο Μουντιάλ που διοργανώθηκε στη χώρα του, αισθάνθηκε παρείσακτος, αλλά δεν έμεινε σιωπηλός.
Λίγο πριν από την έναρξη της διοργάνωσης, ο ακροδεξιός πολιτικός Ζαν-Μαρί Λε Πεν σχολίασε πως «στην ομάδα υπάρχουν υπερβολικά πολλοί μαύροι ποδοσφαιριστές». Η απόκριση του Τουράμ ήταν πως «δεν επέλεξαν τον Φαμπιάν Μπαρτέζ επειδή είναι λευκός. Δε διάλεξαν εμένα γιατί είμαι μαύρος. Μας επέλεξαν επειδή είμαστε Γάλλοι».
Μετά τη νίκη στα πέναλτι επί της Ιταλίας στον προημιτελικό, οι «τρικολόρ» ήταν ξεκάθαρα το φαβορί, στην έδρα τους.
Στα ημιτελικά, ωστόσο, η Κροατία του Νταβόρ Σούκερ (η οποία στην οκτάδα είχε επικρατήσει με 3-0 επί της Γερμανίας!) έβαλε δύσκολα στους αμφιτρύωνες, λίγο πριν από την σπουδαιότερη βραδιά της καριέρας του Τουράμ.
Οι Κροάτες προηγήθηκαν με τον Σούκερ στο 46΄ και έδειχναν ικανοί να χαλάσουν το γαλλικό «πάρτι», με το ριπλέι να δείχνει ότι ο απρόσεκτος Τουράμ κάλυπτε τον σκόρερ, στην προσπάθεια των Γάλλων να παίξουν το τεχνητό οσφάιντ.
Ένα λεπτό αργότερα, ο Τουράμ ισοφάρισε και πήρε μία προσωπική ρεβάνς.
Στο 70΄, όμως, ολοκλήρωσε την ανατροπή με ένα αριστερό σουτ έξω από την περιοχή, χαρίζοντας το προβάδισμα και στο φινάλε και την πρόκριση στην ομάδα του!
Η έκφραση «from zero to hero» είχε βρει μία ακόμη επιβεβαίωση, μέσα σε μερικά λεπτά.
Στον τελικό, οι Γάλλοι επιβλήθηκαν με 3-0 της Βραζιλίας του Ρονάλντο και σήκωσαν το τρόπαιο στο έδαφός τους!
Η χαρά της νίκης, όμως, δεν άλλαξε τα μυαλά σε πολλούς συμπατριώτες του…
Στα χείλη των ποδοσφαιρόφιλων Γάλλων ακουγόταν με περηφάνια το μότο «Black-Blanc-Beur». «Μαύροι-Λευκοί-Άραβες».
Για μερικές ευτυχισμένες εβδομάδες, οι συμπατριώτες του άρχισαν να του φέρονται στο σύνολό τους σαν ίσο.
Ο Τουράμ, όμως, επιμένει ότι «το παραπάνω μότο αναφερόταν δυστυχώς μόνο στην Εθνική ομάδα. Δεν είμαι αφελής και ξέρω ότι κοινωνικά δεν θα μας φέρονταν ποτέ με τον ίδιο τρόπο…
»Οι μαύροι, οι ξένοι, οι μετανάστες δεν μπορούν να ονειρευτούν με τον ίδιο τρόπο, για τα ίδια πράγματα. Όχι μόνο για καταξίωση, αλλά και για σεβασμό. Οι ευκαιρίες εξαρτώνται από το χρώμα του δέρματος, την καταγωγή και γι’ αυτό, έστω και για λίγο, χάρηκα περισσότερο για την αναγνώριση που λάβαμε την περίοδο του Μουντιάλ, παρά για το τρόπαιο».
Η εικόνα του «Αλγερινού» Ζινεντίν Ζιντάν στην Αψίδα Του Θριάμβου ήταν μία «νίκη» της παγκοσμιοποίησης και της ισότητας, για το συντηρητικό μέρος της γαλλικής κοινωνίας.
Η συνέχεια της σκέψης του Τουράμ, πάντως, ήταν απλή: «Είναι απαραίτητο να έχουμε το κουράγιο να πούμε πως οι λευκοί πιστεύουν ότι είναι ανώτεροι».
Ο δημοσιογράφος Πιέρ Μενές τού είχε απαντήσει πως «το αληθινό πρόβλημα στη Γαλλία, τόσο στο ποδόσφαιρο όσο και στην κοινωνία, είναι ο αντί-λευκός ρατσισμός»…
Ο Γάλλος αμυντικός έδωσε τη δική του απάντηση. «Ο ρατσισμός πηγάζει από το αίσθημα ότι εσύ είσαι φυσιολογικός και ο διπλανός σου όχι. Είναι κάτι αντίστοιχο με την ομοφοβία.
»Οι ετεροφυλόφιλοι εκπαιδεύονται να πιστεύουν ότι είναι νορμάλ και οι ομοφυλόφιλοι είναι “φρικιά”… Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να εξηγήσουμε ευγενικά και διαφωτιστικά σε εκείνους που έχουν αυτή την άποψη πως δεν είναι μόνο αυτοί φυσιολογικοί.
»Όταν κατανοήσεις τον ρατσισμό και κάθε άλλη διάκριση, ξέρεις ότι δεν είσαι εσύ αυτός με το πρόβλημα και τελικά μπορείς εσύ να του γυρίσεις την πλάτη».
Ο Λιλιάν Τουράμ πανηγύρισε με την Εθνική Γαλλίας το Euro του 2000 και το Κύπελλο Συνομοσπονδιών του 2003.
Λίγο μετά το Euro του 2000, δημοσκόπηση στη χώρα «έδειξε» ότι το 1/3 των ερωτηθέντων θεωρεί πως «υπάρχουν πολλοί παίκτες ξένων εθνικοτήτων στην Εθνική»…
Το 2005, ο Γάλλος διανοούμενος, Αλέν Φινκιλκρό, σημείωσε ότι «όλοι θαυμάζουν τη γαλλική Εθνική επειδή αντιπροσωπεύει το “Μαύρος-Λευκός-Άραβας”. Στην πραγματικότητα, αυτή η ομάδα είναι “Μαύρος-Μαύρος-Μαύρος”, κάτι που έχει μετατρέψει τη χώρα σε περίγελο της Ευρώπης»…
Το 2011, ο Τύπος της Γαλλίας αποκάλυψε προθέσεις της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας να μειώσει σιωπηρά τον αριθμό παικτών με καταγωγή από την Αφρική στις «μικρές» εθνικές των «τρικολόρ», προκαλώντας αντιδράσεις.
Όπως επισήμανε σε δημοσίευμα του 2018 ο «New Yorker», στη Γαλλία είναι παράνομη η συλλογή στοιχείων για τη φυλή και την εθνικότητα των κατοίκων της χώρας, ακόμη και για την κυβέρνηση.
Στο ίδιο άρθρο, τονίστηκε πως στον αγώνα της Γαλλίας με το Περού, για το Μουντιάλ του 2018 -το οποίο οι Γάλλοι κατέκτησαν-, οι εννέα από τους 14 παίκτες που αγωνίστηκαν ως βασικοί ή ως αλλαγή είχαν γεννηθεί στην Αφρική, στη Γαλλική Καραϊβική ή στη Γαλλία, αλλά από γονείς που είχαν μεταναστεύσει στη χώρα.
Ο Τουράμ είναι περήφανος για αυτή την ποικιλομορφία. Πολλοί συμπατριώτες του, ωστόσο, την αποδοκιμάζουν ανοικτά.
Ο παλαίμαχος Γάλλος αμυντικός δεν νιώθει τον απαιτούμενο σεβασμό που θα απολάμβανε κανονικά ο ρέκορντμαν συμμετοχών με το εθνόσημο.
Φόρεσε τη φανέλα της Εθνικής του 142 φορές (ξεπερνώντας τον Τιερί Ανρί), όμως συνέντευξή του στη «Liberation» είχε αποκαλύψει πως «όσο έπαιζα, δεν έπρεπε να μιλάμε για οτιδήποτε σκανδαλώδες, ώστε να μην “τσαλακώσουμε” την έξωθεν καλή μαρτυρία και το παιχνίδι.
»Κανένας διαιτητής, τότε, δεν διέκοψε αγώνα για ρατσιστικά συνθήματα. Πολλές φορές κοιτούσαμε μόνο τη “βιτρίνα”, ενώ την ίδια στιγμή στις ερασιτεχνικές κατηγορίες η κατάσταση με τις διακρίσεις ήταν χειρότερη…».
Αυτό τον υποχρέωσε, όταν το 2008 αποχώρησε από την ενεργό δράση παίζοντας για τη Μπαρτσελόνα, να συνεχίσει τον εκτός γηπέδου «αγώνα» του για όσα έχουν πραγματικά σημασία για τον ίδιο.
Στη Βαρκελώνη αγωνίστηκε από το 2006 (έφυγε από τη Γιουβέντους λόγω του υποβιβασμού της για το σκάνδαλο Calciopolis) ως το 2008, πριν από τη σύγχρονη περίοδο της κυριαρχίας των «μπλαουγκράνα», κατακτώντας μόνο ένα Σούπερ-Καπ Ισπανίας.
Το 2008 συμφώνησε να αγωνιστεί στην Παρί Σ.Ζ., στην ομάδα της πόλης όπου μεγάλωσε και λάτρεψε το ενδεχόμενο να κλείσει την καριέρα του σε αυτό το μέρος.
Ωστόσο, ένα πρόβλημα στην καρδιά, το οποίο είχε προκαλέσει και τον θάνατο του μεγαλύτερου αδερφού του, τον ανάγκασε να αποσυρθεί.
Στην Καταλονία, όμως, βρήκε ένα περιβάλλον ποικιλομορφίας το οποίο τον εξέφραζε. Μία κατάσταση στην οποία μπορούσε να μιλήσει ελεύθερα και να σκεφτεί καθαρά για μετά το τέλος της καριέρας του.
Όταν έδωσε τέλος στην καριέρα του, έλαβε μέρος σε πολλές φιλανθρωπικές και ακτιβιστικές δράσεις με τη βοήθεια της Μπαρτσελόνα.
Τον Ιούνιο του 2019, βρέθηκε στην Αθήνα και επισκέφθηκε το κέντρο προσφύγων του Σκαραμαγκά και τόνισε στο επίσημο κανάλι της «Μπάρτσα» ότι «πρέπει να αναρωτηθούμε για ποιον λόγο ασχολούμαστε με τον αθλητισμό…
»Είναι μία διαφυγή από το στρες και τα άγχη μας, αλλά οφείλουμε να μεταδίδουμε μέσω αυτού και σημαντικά μηνύματα».
Ο ίδιος θέλησε να μεταδώσει αυτά τα μηνύματα και μετά το τέλος της καριέρας του, ως πρεσβευτής της UNICEF, αλλά δημιουργώντας και το δικό του ίδρυμα, το Fondation Lilian Thuram.
Στόχος της οργάνωσης με το όνομά του είναι η ενημέρωση για τον ρατσισμό και «το καθήκον που έχουν οι επιφανείς άνθρωποι να μην επαναπαύονται στη φήμη και τα χρήματά τους.
»Αυτό που έχουν υποχρέωση να κάνουν είναι να εναντιώνονται στις αδικίες και την υποκρισία όσων επιλέγουν να σιωπούν και να κλείνουν επιδεικτικά τα μάτια τους σε κάθε είδους διακρίσεις. Πρέπει να έχουμε φωνή και να λέμε φωναχτά ότι είναι ανόητοι εκείνοι που βγάζουν κραυγές πιθήκου όταν έχω τη μπάλα στα πόδια».
Ο Τουράμ επιμένει πως «ο κόσμος συχνά επιχειρεί να αναλύσει τον ρατσισμό μόνο στην πατρίδα του, αλλά οφείλουμε να αναλογιστούμε πως το πρόβλημα είναι σε παγκόσμια κλίμακα, με ιστορικό υπόβαθρο».
Εξηγώντας την άποψή του ότι «οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι “χτισμένες” πάνω στο ρατσισμό, ο οποίος έχει ενσωματωθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο εδώ και αιώνες».
Χρησιμοποιεί το παράδειγμα της οικογένειάς του, τονίζοντας πως «ο παππούς μου γεννήθηκε το 1908, περίπου 60 χρόνια μετά την κατάργηση της δουλειάς στη Γουαδελούπη.
»Η μητέρα μου γεννήθηκε το 1947, όταν ο διαχωρισμός ήταν γεγονός στις Η.Π.Α.. Το 1972, έτος γέννησής μου, το απαρτχάιντ κυριαρχούσε στη Νότιο Αφρική. Στη Γαλλία, ο κρατικός ρατσισμός έληξε το 1960.
»Αν δεν γνωρίζεις την ιστορία, πιστεύεις ότι τώρα υπάρχει περισσότερος ρατσισμός, αλλά αυτό δεν ισχύει. Υπάρχει απλώς ρατσισμός»…
Όταν ο Λιλιάν Τουράμ, σε ηλικία εννέα ετών, έφτασε στο Παρίσι για μία καλύτερη ζωή, στη γαλλική τηλεόραση προβλήθηκε ένα πρόγραμμα με ένα καρτούν που ονομαζόταν «Μαυρούλης». Η υπόθεσή του ήταν ένα μαύρο παιδί το οποίο το σενάριο το ήθελε να είναι λιγότερο έξυπνο από ένα λευκό αγόρι…
Ο Τουράμ θυμάται ότι «ρωτούσα την μητέρα μου γιατί τα υπόλοιπα παιδιά στην τάξη του σχολείου με αποκαλούσαν “μαυρούλη”. Δεν ήμουν χαζός, αλλά ένα παιδί και αργότερα το κατάλαβα μόνος μου».
Ήταν ακόμη οι εποχές στις οποίες το να μιλά κάποιος για ρατσισμό θεωρούνταν από ταμπού μέχρι (αν είναι δυνατόν) αφελές και βλακεία.
Ο πρώτος (μικρο)κόσμος του Λιλιάν Τουράμ ήταν μία ομάδα με παιδιά μεταναστών ή προσφύγων, στο Φοντενμπλέ. Με συμπαίκτες από το Πακιστάν, από τον Λίβανο, από το Βιετνάμ, το Κονγκό, την Αλγερία και την Πορτογαλία. Τώρα επισημαίνει πως «τα σπορ έχουν αυτή τη δύναμη να φέρνουν τους ανθρώπους κοντά, να τους κάνουν να αισθάνονται ότι είναι μέρος μίας κοινής προσπάθειας».
Αυτή η προσπάθεια, για εκείνον, δεν έληξε όταν ολοκληρώθηκε η καριέρα του. Δεν ήταν κάτι που «φώναξε» απλώς με τα τρόπαια που κέρδισε.
Ούτε με το να παρακολουθεί περήφανα τους δύο γιους του, τον 23χρονο Μάρκους που αγωνίζεται στη γερμανική Γκλάντμπαχ και τον 19χρονο Κεφρέν που φορά τη φανέλα της γαλλικής Νις.
Ο Μάρκους, μάλιστα, μετά το γκολ που πέτυχε στις 31/5/20 κόντρα στην Ουνιόν Βερολίνου, γονάτισε για να τιμήσει τη μνήμη του Τζορτζ Φλόιντ, Αφροαμερικανού που δολοφονήθηκε από αστυνομική βία στη Μινεάπολις και προκάλεσε αντιδράσεις και στην αθλητική Αμερική.
Ακολούθησε το παράδειγμα που θα ήθελε ο επονομαζόμενος και «μαχητής-φιλόσοφος» πατέρας του, να μιλά για σοβαρά ζητήματα και εκτός του ποδοσφαίρου.
Ο Λιλιάν Τουράμ, άλλωστε, είναι ένας άνθρωπος που μεγάλωσε στους δρόμους της Γουαδελούπης και του Παρισιού και δεν ξεχνά ποτέ από πού προέρχεται.