Έχω παρακολουθήσει το βίντεο τρεις φορές. Όπως μου φάνηκε ιδιαιτέρως σκληρό την πρώτη φορά, άλλο τόσο δεν μπορώ να αντιληφθώ, τελικά, τη σκληρότητά του τις επόμενες δύο…
Η πρώτη σκέψη μου ήταν πόσο μακριά είναι από εμένα αυτό το σκηνικό από τη Μινεάπολις.
Προσπάθησα να βάλω, αλλά παράλληλα και να βγάλω από το μυαλό πόσο σοκαριστικό θα ήταν να είχαμε αντικρίσει κάτι παρόμοιο στην Ελλάδα.
Το γόνατο ενός λευκού αστυνομικού στον λαιμό ενός μαύρου… Πολύ σκληρό.
Στα μέρη μας δεν έχουν αποκαλυφθεί αντίστοιχα περιστατικά αστυνομικής βίας. Τουλάχιστον όχι δημοσίως. Δυστυχώς στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν βιώσει και άλλες τέτοιες αποτρόπαιες πράξεις.
Ωστόσο, το κακό είναι γενικό. Δεν περιλαμβάνει απλώς τον ρατσισμό, αλλά και άλλου είδους διακρίσεις.
Όμως, η αστυνομική βία στην Αμερική είναι υπερβολική και ελπίζω με τον θάνατο του Τζορτζ Φλοίντ να αποφασίσουν να αδράξουν την ευκαιρία και να προχωρήσουν σε αλλαγές.
Να μορφοποιήσουν την εκπαίδευση και την ψυχολογική ετοιμασία που απαιτείται για να κάνει κάποιος αυτό το επάγγελμα.
Αντικρίζοντας αυτή την εικόνα από τις Η.Π.Α., την αστυνομική βία σε τέτοιο βαθμό, σε τόσο υψηλό βαθμό σκληρότητας, καταλαβαίνεις πως το θέμα περνάει σε άλλο επίπεδο.
Δεν είναι μόνο το ρατσιστικό κομμάτι. Είναι θέμα κοινωνικό. Το να κοροϊδέψεις κάποιον για το χρώμα του δέρματός του στις μέρες μας είναι ξεκάθαρα μεσαιωνικό… Το να θεωρείς ότι είσαι ανώτερος λόγω δέρματος, απαράδεκτο.
Με όσους φίλους μιλάω λέμε ακριβώς αυτό. «Φτάνει πια». Είμαστε στο 2020 και δεν είναι δυνατόν ο κόσμος να σκέφτεται ακόμη έτσι.
Απορούμε αν και πότε θα σταματήσει όλο αυτό.
Αμέσως μετά βλέπεις τι βγαίνει και λέει ο Ντόναλντ Τραμπ και καταλαβαίνεις ότι γι’ αυτό στη χώρα του υπάρχουν ακόμη αυτές οι αντιλήψεις.
Στην Αμερική έχουν, άλλωστε, πρόβλημα. Τόσο στις περασμένες εκλογές με την Κλίντον όσο και στις επόμενες με τον Μπάιντεν, η ψήφος σε αυτούς θεωρείται απλώς κριτική στον Τραμπ και όχι επιλογή ενός ιδανικότερου πολιτικού.
Προφανώς αμφότεροι είναι καλύτεροι από τον νυν πρόεδρο, όμως στην τελική ανάλυση το συμπέρασμα είναι η επιλογή του λιγότερο κακού…
Επαναλαμβάνω, πάντως, ότι τουλάχιστον όσοι είμαστε εκτός Η.Π.Α. δεν πρέπει να επικεντρωνόμαστε στο ζήτημα του Φλόιντ μόνο σαν αμερικανικό πρόβλημα και, επιπλέον, δεν είναι απλώς ρατσισμός.
Είναι κάθε είδους διάκριση που διαιωνίζεται. Είναι η ομοφοβία, είναι ο σεξισμός, είναι η καταπάτηση δικαιωμάτων και άρνηση της ισότητας.
Είναι πράγματα που θα έπρεπε να θεωρούνται αυτονόητα, αλλά συνάμα και τόσο δύσκολα στην κατανόηση από πολλούς ανθρώπους που επιμένουν να κοιτούν περιφρονητικά τη διαφορετικότητα.
Η αντίδραση σε όσα μας ενοχλούν έχει και τους τρόπους της.
Όταν είδα για πρώτη φορά τη μαύρη εικόνα που έγινε viral στα social media για τη στήριξη του «#BlackLivesMatter», πίστεψα ότι πολλοί θα το εκλάβουν ως αστείο.
Εγώ απόρησα αρχικά «τι είναι τώρα αυτό;». Αμέσως μετά, όμως, θυμήθηκα ότι οι νέοι ζουν και αναπνέουν για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Σκέφτηκα ότι όπως ο δικός μου ξάδερφος, όπως κάθε 18χρονος, έχει άμεση εξάρτηση με τις νέες τεχνολογίες, αυτό θα είναι το ερέθισμά τους για ένα τόσο σημαντικό θέμα.
Σημασία έχει να μην παραμείνει απλώς ένα μοδάτο #hashtag, μία απλή ανάρτηση. Να ακολουθήσουν μεν τα πιτσιρίκια το ρεύμα της ημέρας, όμως να συζητήσουν μεταξύ τους για το τι συνέβη.
Εγώ ανάρτησα τη μαύρη φωτογραφία, όμως δεν πιστεύω ότι από κάτι τέτοιο θα έρθει η αλλαγή. Ίσως στο μυαλό του νέου να τον κάνει να καταλάβει πως είναι σοβαρό.
Για τη νεολαία, η έννοια του σοβαρού είναι συχνά το trend στα social media. Ακόμη και αν ισχύει καθολικά αυτό, ελπίζω ότι μία viral εικόνα μπορεί να τους ωθήσει στο να είναι πιο ενεργοί.
Δεν πιστεύω, άλλωστε, ότι είμαστε μόνο στην Ελλάδα «επαναστάτες του πληκτρολογίου»… Είναι παγκόσμιο φαινόμενο και μάλλον αναπόφευκτο.
Πάντως, δεν θεωρώ ότι θα ήταν διαφορετική η κινητοποίηση πριν από χρόνια, ακόμη και χωρίς την ευκολία της ανωνυμίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Κλείνω το επίμαχο βίντεο. Και σκέφτομαι άμεσα ότι εμάς, εδώ στην Ελλάδα, δεν μας απασχολεί το θέμα όσο θα έπρεπε.
Η επόμενη σκέψη μου ήταν πως αφού συμβαίνει αυτό, η αλλαγή για εμάς θα έρθει ακόμη πιο δύσκολα, γενικά.
Το είδαμε και με όσα συνέβησαν με τον Ζακ…
Όσο ευαισθητοποιημένος και να είναι κάποιος στην Ελλάδα, σκέφτεται εύλογα ότι στη χώρα δεν υπάρχει μεγάλος αριθμός μαύρων ή ακόμη και προσφύγων. Το ποσοστό είναι πολύ μικρό σε σχέση με τον πληθυσμό μας.
Πιστεύω ότι θα αργήσουμε ακόμη περισσότερο να μπούμε σε μία λογική που στο δικό μου μυαλό φαντάζει ιδεατή και όλοι θα είμαστε ίσοι.
Δεν επιβάλλω την άποψή μου και δεν ζητώ από κανέναν να γουστάρει τη διαφορετικότητα. Ο καθένας έχεις τις αντιλήψεις του και, ως ένα σημείο, είναι απολύτως σεβαστές.
Ο αστερίσκος στην αναφορά «ως ένα σημείο» είναι ο τρόπος έκφρασης μίας διαφωνίας. Γιατί μάθαμε να πληγώνουμε αυτό που θεωρούμε ξένο ως προς εμάς και να επιχειρούμε να επιβάλλουμε τα δικά μας «θέλω».
Ποιος, όμως, είσαι εσύ που θα πεις στον άλλον πώς θα ζήσει, τι επιλογές θα κάνει, πώς θα σκέφτεται και πώς θα συμπεριφέρεται;
Στην Ελλάδα δεν λείπει το «τσουβάλιασμα». Έχουμε την τάση να ομαδοποιούμε και να λειτουργούμε βάσει στερεοτύπων.
Γνωρίζεις έναν άνθρωπο από μία φυλή, από μία ομάδα, και αυτόματα χαρακτηρίζεις έτσι και τους υπόλοιπους. Δεν είναι όλοι ίδιοι και ακόμη και τα κοινά τους δεν χαρακτηρίζουν ολόκληρη την ομάδα ή την φυλή από την οποία προέρχονται.
Εξακολουθούμε να μην μπορούμε να καταλάβουμε τις διαφορετικές προσωπικότητες. Δεν είμαστε πολύ-πολιτισμική χώρα και αυτό δεν οφείλεται στο μέγεθος ή τον πληθυσμό.
Και το Βέλγιο και η Ολλανδία είναι μικρές χώρες, αλλά είναι πιο ανοιχτόμυαλοι οι άνθρωποι εκεί.
Ρατσιστής ή ομοφοβικός δεν γεννιέσαι, αλλά γίνεσαι. Οι αντιλήψεις παγιώνονται και μεταφέρονται.
Στην Ελλάδα, σαν κοινωνία, νομίζω ότι παραμένουμε πουριτανοί. Από το πιο απλό, όπως το να πω σε κάποιον την ιδιότητά μου και να μου λέει «μα, καλά, παίζεις μπάσκετ με αυτό το μαλλί;»!
Υπάρχει η άποψη ότι ο αθλητής δεν πρέπει να έχει μαλλιά, γένια, τατουάζ, όπως πολλοί συνεχίζουν να θεωρούν πως επειδή είμαστε αθλητές είμαστε, υποτίθεται, εξασφαλισμένοι οικονομικά για μία ζωή.
Είναι εκείνοι που έχουν ήδη μία διαμορφωμένη άποψη στο μυαλό τους και συνήθως αρνούνται να την αλλάξουν. Κυρίως, αρνούνται πεισματικά να ακούσουν κάτι διαφορετικό, δίχως αυτό να σημαίνει ότι θα τους αλλάξει τη γνώμη…
Με το περιβάλλον μου και με τους συναθλητές μου κουβεντιάσαμε το περιστατικό στη Μινεάπολις.
Όποια άποψη κι αν έχει κάποιος, νομίζω ότι η δημόσια τοποθέτηση στην Ελλάδα, σε αντίθεση με την Αμερική, παραμένει μία άβολη διαδικασία ή συζήτηση.
Δεν ξέρω αν εδώ ένας αθλητής παρακινηθεί να σχολιάσει δημόσια τις διακρίσεις και τις κοινωνικές αδικίες επειδή το έκανε κάποιος άλλος συνάδελφός του.
Ίσως, όμως, και αυτό να ήταν και καλό. Αν δηλαδή αυτό ψάχνει για να παρακινηθεί, είναι σεβαστό και ευπρόσδεκτο.
Ωστόσο, είμαι της άποψης ότι ο αθλητής -και γενικά ένα δημόσιο πρόσωπο- δεν «πρέπει» οπωσδήποτε να μιλά ανοικτά. Αν αισθάνεται ότι πρέπει να μιλήσει, ας το κάνει. Αν δεν το νιώθει, δεν το βρίσκω κατακριτέο. Θα μου άρεσε να έχουν όλοι φωνή για τη γνώμη τους, όμως αυτό δεν πρέπει να είναι κάτι πιεστικό για κανέναν.
Πρώτον, μπορεί κάποιος να μην έχει κάτι να πει, επειδή δεν είναι όλοι κοινωνικά ή πολιτικά ευαισθητοποιημένοι.
Δεύτερον, διότι δεν θέλει έναν ακόμη προβολέα πάνω του. Του φτάνει η έκθεση με την ιδιότητά του, το να «τα ακούει» και από την αντίπαλη εξέδρα και… από τη δική του, όταν δεν πετύχει δύο σουτ.
Ενδεχομένως να φοβάται μην «του την πέσουν» για έναν ακόμη λόγο και παρότι διαφωνώ τελείως, κατανοώ και το σκεπτικό όσων επιλέγουν τη σιωπή.
Στην Αμερική, βεβαίως, η δημόσια γνώμη είναι πιο συνηθισμένη. Το επιβεβαίωσαν οι παρουσίες πολλών παικτών ΝΒΑ στις διαμαρτυρίες σε πολλές πόλεις, στη μνήμη του Φλόιντ, όπως ο Μάλκολμ Μπρόγκντον των Πέισερς, ο Τζέιλεν Μπράουν των Σέλτικς και οι Καρλ-Άντονι Ταόυνς (Μινεσότα) και Στεφ Κάρι, Κλέι Τόμπσον (Γκόλντεν Στέιτ).
Το υπενθύμισαν τα tweets του ΛεΜπρον Τζέιμς.
Το απέδειξαν για μία ακόμη φορά τα λόγια του κόουτς Στιβ Κερ, του κόουτς Γκρεγκ Πόποβιτς.
Μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ από τον αστυνομικό, οι πολλοί αθλητές που μίλησαν δημοσίως, κατέληξαν στην άποψη πως «πρέπει να αποφασίσετε αν είστε μαζί μας ή εναντίον μας». Εκλαμβάνουν πια τη σιωπή ως αποδοχή της αστυνομικής βίας, των ρατσιστικών συμπεριφορών και κάθε άλλης διάκρισης, με οποιονδήποτε τρόπο.
Σε αυτό πιστεύω ότι έχουν δίκιο. Συμφωνώ με την ταύτιση στην αντιμετώπιση του προβλήματος, ιδιαιτέρως ενός τόσο σοβαρού που φτάνει να αφαιρεί μία ζωή και είναι επαναλαμβανόμενο φαινόμενο.
Σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει μέση λύση.
Περισσότερο αντίκτυπο θα έχει αυτό που θα πεις με λόγια παρά μία εικόνα σου ή μερικά #hashtags στα social media.
Είναι και η επιβεβαίωση ότι οι Αμερικανοί αθλητές δεν ζουν σε «γυάλα», δεν μένουν βολεμένοι με τη φήμη και τα χρήματα που έχουν κερδίσει.
Θεωρούν τον απαιτούμενο σεβασμό τόσο σημαντικό όσο και οι επιτυχίες τους και ακόμη και αν δεν έχουν ανάγκη να το κάνουν για τους εαυτούς τους, το επιλέγουν για να βοηθήσουν στην κοινότητά τους, να δείξουν στον συνάνθρωπό τους ότι είναι δίπλα του.
Στα μέρη μας, ο αθλητής και μπορεί και πρέπει να έχει γνώμη.
Αυτό που διαπίστωσα εγώ είναι πως όσες φορές είπα ανοικτά την άποψή μου, ελάχιστοι μου «την έχουν πει», ανεξάρτητα αν συμφωνούν μαζί μου ή όχι.
Πολλοί Έλληνες αθλητές κάνουν στο μυαλό τους τη δημόσια έκφραση κάτι λίγο δυσκολότερο από όσο είναι στην πραγματικότητα.
Ίσα-ίσα, που θα άρεσε στον κόσμο να λένε οι παίκτες τη γνώμη τους.
Δεν πιστεύω ότι οι αθλητές στην Ελλάδα ζούμε σε «γυάλα». Έχουμε μεγαλώσει με φίλους, οι οποίοι εργάζονται δέκα και δώδεκα ώρες και αμείβονται με τον βασικό μισθό.
Δεν είμαστε ούτε ελίτ ούτε αποκομμένοι. Επιπλέον, δεν λαμβάνουμε όσα χρήματα νομίζει το κοινό ότι κερδίζουμε. Γιατί και τα συμβόλαιά μας δεν είναι υψηλά και, κυρίως, δεν πληρωνόμαστε στην ώρα μας.
Υπάρχει ακόμη ένα ταμπού στην ελευθεροστομία του αθλητή που κακώς υφίσταται.
Αν κάποιος θέλει να μιλήσει, θα πρέπει να το κάνει. Λέω πάλι ότι δεν «πρέπει» να μιλά, όμως αν το θέλει, οφείλει να το κάνει χωρίς να το σκέφτεται υπερβολικά.
Υπάρχουν περιστάσεις στις οποίες κι εγώ το σκέφτομαι και επιλέγω να μην πάρω θέση. Ή ομολογώ πως φιλτράρω τον τρόπο που θα εκφραστώ.
Αν δεν ήμουν αθλητής, θα «φώναζα» ακόμη περισσότερο.
Δεν χρειάζεται να χάνεις τον ύπνο σου για το αν θα μιλήσεις δημόσια ή όχι για ένα θέμα εκτός σπορ. Αλλά καταντά πιεστικό για σένα να θέλεις μεν, όμως να αποφεύγεις να το κάνεις.
Θα μου άρεσε κι εμένα να λέω ακριβώς ό,τι σκέφτομαι. Αλλά το φίλτρο μοιάζει απαραίτητο ενίοτε, διότι και η πλατφόρμα να μιλήσεις είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη κάποιων άλλων.
Όταν είσαι στα φώτα παραπάνω από τον μέσο άνθρωπο, είναι φυσιολογικό να φέρεις και την ευθύνη που συνοδεύει την έκθεση.
Γενικά, είμαι αισιόδοξος ότι η ελευθεροστομία θα γίνεται μεγαλύτερη και πιο αποδεκτή στο μέλλον.
Η τεχνολογία έχει προχωρήσει, η ιατρική έχει εξελιχθεί, ο κόσμος έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει με τη σειρά του και μακάρι σε λίγο καιρό να μιλούν όλοι ευκολότερα.
Επιμένω ότι αν θέλει κάποιος να μιλήσει, θα μιλήσει.
Θα μιλήσει για τα σπορ, για την κοινωνία, για τις διακρίσεις, για τα συνδικαλιστικά του αθλήματός του. Επομένως, εξακολουθώ να πιστεύω πως τίποτα δεν θα τον κρατούσε πίσω.
Όσοι δεν το κάνουν, μάλλον δεν θέλουν να μιλήσουν πραγματικά και σκέφτονται ότι δεν αξίζει.
Δεν νομίζω, πάντως, ότι θα καταφέρουμε κάποια στιγμή να φτάσουμε σε ένα σημείο στο οποίο κάποιος θα μπορεί να πει τη γνώμη του χωρίς συνέπειες.
Ο κάθε αθλητής εκπροσωπεί έναν σύλλογο, έναν ιδιοκτήτη ή μία χώρα. Συνεπώς, αν εκφέρεις μία άποψη που είναι εντελώς αντίθετη, όποια κι αν είναι η χρονολογία, θα προκαλέσεις αντιδράσεις.
Υπάρχουν, πάντως, πράγματα που μπορεί να αλλάξει η δική μας γενιά.
Οι γονείς ή οι ακόμη πιο μεγάλοι σε ηλικία έχουν τις αντιλήψεις τους. Δύσκολο να γίνει… εκπαίδευση γονέων.
Σημασία έχει να δείξουμε στα παιδιά πώς θα γίνουν καλύτεροι άνθρωποι.
Συχνά ακούμε πως λόγω των εργαζόμενων γονέων, οι δάσκαλοι λειτουργούν ως «δεύτεροι γονείς».
Μονάχα που στο σχολείο αλλάζει μεν η ύλη, όμως η φόρμα στην εκπαίδευση διατηρείται ως έχει, απαράλλαχτη για χρόνια.
Όλη η βάση και όλη η ιδέα παραμένει ίδια. Τα παιδιά κάθονται μέσα σε τέσσερις τοίχους. Ο δάσκαλος/καθηγητής μιλάει και ο μαθητής ακούει, χωρίς διάλογο, αλλά με μονόλογο και εκπαίδευση του νου.
Άλλωστε, είναι αποδεδειγμένο ότι από τα 45΄ του μαθήματος, δεν μπορείς να προσέξεις περισσότερα από 20΄.
Το μυαλό «φεύγει» ακόμη και σε έναν ολοκληρωμένο άνθρωπο, μεγαλύτερης ηλικίας.
Το σχολείο χρειάζεται σημαντική μεταρρύθμιση. Κάτι που σημαίνει πως είναι καλύτερα να ξεκινήσουμε από όσα απειλούν την υγεία μας, αρχικά, και στη συνέχεια στις αρχές, ώστε να μειωθούν τα φαινόμενα αστυνομικής βίας.
Και όποτε το αισθανόμαστε, να μιλάμε, να εκφραζόμαστε και να συζητάμε…
Ο Χάρης Γιαννόπουλος είναι διεθνής καλαθοσφαιριστής του Προμηθέα Πάτρας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Χάρης Γιαννόπουλος: «Ελεύθερος Άνθρωπος»
Χάρης Γιαννόπουλος: «Γονείς και bullying»
Αβραάμ Καλλινικίδης: «Μη μένεις αμέτοχος»