Τα ανοικτά γηπεδάκια μπάσκετμπολ στην πόλη Έλκχαρτ της Ιντιάνα, δεν χρειάζονταν πολλά φώτα κάθε βράδυ για να συνεχίσουν να έχουν «ζωή».
Έφτανε ο ενθουσιασμός και τα νιάτα των πιτσιρικάδων που ξημεροβραδιάζονταν εκεί. Οι φωνές δεν ενοχλούσαν τους γείτονες. Μάλιστα, πολλοί από εκείνους έβγαιναν στα μπαλκόνια για να χαζέψουν έναν νεαρό για τον οποίο είχε αρχίσει να γίνεται «βαβούρα».
Ο αστικός μύθος της περιοχής αναφέρει πως κάποιες φορές το απαραίτητο φως ήταν «παροχή» του έφηβου, Σον Κεμπ.
«Σας λέω αλήθεια… Καρφώνει τόσο δυνατά που υπάρχουν στιγμές που πετάγονται σπίθες από την αλυσίδα στο καλάθι!», ήταν η μαρτυρία του συμπαίκτη και ξαδέρφου του, Κέρι Έλισον.
Τα εντυπωσιασμένα βλέμματα όσων αγωνίζονταν ή παρακολουθούσαν τους αγώνες ήταν το ίδιο έκπληκτα.
Για να αφήσει το «σημάδι» του στο τσιμεντένιο γήπεδο, ο Κεμπ γέμιζε σημάδια τους καρπούς τους. Ο Έλισον καλούνταν τακτικά να φροντίζει τις πληγές στους καρπούς του ξάδερφου του από τα «αδυσώπητα» καρφώματα.
Ήταν εκείνος που κάλυπτε κάθε «ομολογία» ότι ο μικρός Σον είχε περάσει και πάλι τη μέρα του σε ένα playground, πριν επιστρέψει στο σπίτι. Η ζωή του, εντός κι εκτός γηπέδου, είχε εξαρχής συνοδεία αναταραχών.
Το αποκορύφωμά της ήταν τόσο «θορυβώδες» όσο και η άνοδος και η πτώση του. Παρακμή στο γήπεδο, ως υπέρβαρος, με πορεία εκτός λογικής και «πνιγμένης» στο αλκοόλ. Με δίκες για ναρκωτικά και προγράμματα αποτοξίνωσης.
Αφήνοντας σημάδια και στο μυαλό και τον ψυχισμό του…
Από τη μπασκετούπολη της Ιντιάνα, ο Σον Κεμπ βρέθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 να μεγαλουργεί στο Σιάτλ.
Η λέξη «μεγαλουργεί» ενδεχομένως να θεωρείται υπερβολική, καθώς τα χρόνια της δικής του ακμής, στο ΝΒΑ κυριαρχούσε ένας τύπος με το όνομα Μάικλ Τζόρνταν, ο οποίος το 1996 ανέκοψε και την πορεία του Κεμπ για έναν τίτλο πρωταθλητή.
Από εκείνα τα χρόνια κι έπειτα, η ζωή του έμοιαζε με «κατηφόρα». Με μία διαρκή δυσκολία -ίσως και απροθυμία- να σηκώσει κεφάλι και να «πετάξει», όπως το έκανε κάποτε στα παρκέ. Όπως (δεν) έκαναν και άλλοι σταρ της Λίγκας, όπως ο Ρόι Τάρπλεϊ.
Το Σιάτλ τον «σημάδεψε». Εκεί βρήκε ένα νέο σπίτι. Εκεί επιχειρεί να «ξαναγεννηθεί», προσωπικά.
Στα τέλη Οκτωβρίου 2020, ο 51 ετών Κεμπ εγκαινίασε στη πόλη ένα κατάστημα λιανικής πώλησης κάνναβης.
Είναι η πρώτη αντίστοιχη επιχείρηση Αφροαμερικανού ιδιοκτήτη στην πολιτεία της Ουάσινγκτον και ο ίδιος εξήγησε πως «εκτός από την πρακτική αξία της, ελπίζω να γίνει έμπνευση και για άλλους ανθρώπους διαφορετικού χρώματος ή μειονότητας, να ασχοληθούν με τη νόμιμη βιομηχανία κάνναβης».
Την αγάπη που έλαβε ως παίκτης στο Σιάτλ την ανταποδίδει είτε με ένα κείμενο στην ιστοσελίδα «The Players Tribune» είτε με την απόφαση «να ζήσω εδώ. Ποτέ δεν έφυγα».
Ο Σον Τράβις Κεμπ γεννήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1969 στο Έλκχαρτ. Οι γονείς του χώρισαν πριν καν αρχίσει το σχολείο.
Το μπάσκετμπολ έγινε από τότε ευκαιρία για «διαφυγή». Η αδερφή του, Λίσα, ήταν μία από τις πιο ταλαντούχες παίκτριες των σχολείων της Ιντιάνα και τον «έσπρωξε» προς τα δικά της βήματα.
Ο στόχος, αρχικά, να γίνει καλύτερος από εκείνη, ήταν το πρώτο κίνητρό του. Από μικρός δεν σπαταλούσε απλώς τον χρόνο του στα ανοικτά γήπεδα, αλλά πήρε το άθλημα στα σοβαρά. Έπαιζε και οργανωμένα και με φίλους και όλα άλλαξαν όταν, μεταξύ πρώτης και τρίτης τάξης του γυμνασίου, ψήλωσε σχεδόν 30 πόντους!
Στο γυμνάσιο Κόνκορντ έγινε ένας από τους κορυφαίους παίκτες όχι μόνο της πολιτείας του, αλλά και των Η.Π.Α.. Ως τελειόφοιτος οδήγησε το σχολείο του στην κατάκτηση του πολιτειακού τίτλου, μπροστά στα μάτια πολλών «θαμπωμένων» σκάουτερ του NCAA.
Κατέρριψε όλα τα ρεκόρ του Κόνκορντ και έλαβε πρόσκληση για το φημισμένο McDonald’s All-American, το ετήσιο All Star Game των high schools στη χώρα.
Ωστόσο, έχασε τον τίτλο του καλύτερου παίκτη της σεζόν στην Ιντιάνα από τον Γούντι Όστιν του γυμνασίου Ρίτσμοντ, ο οποίος και είχε δεσμευτεί να παίξει κολεγιακό μπάσκετ στο τοπικό πανεπιστήμιο του Περντού.
Ολοκληρώνοντας τη φοίτησή του στο Κόνκορντ, το 1988, ο Σον Κεμπ δεσμεύτηκε να αγωνιστεί στο Κεντάκι.
Το ταλέντο του στο παρκέ, όμως, δεν περιλάμβανε και τις απαραίτητες υψηλές επιδόσεις στα μαθήματα. Οι αυστηροί ακαδημαϊκοί κανόνες του NCAA απαιτούν βαθμό 700 στις τελικές εξετάσεις του γυμνασίου (τις λεγόμενες SAT) για τη χορήγηση υποτροφίας. Ο Σον ούτε καν το πλησίασε…
Ο κανονισμός Proposition 48 του NCAA έδινε μεν τη δυνατότητα στον Κεμπ να εγγραφεί στο Κεντάκι, δίχως όμως το δικαίωμα να αγωνιστεί ως πρωτοετής.
Ο ίδιος αποφάσισε να πάει στο πανεπιστήμιο, παρά την αντίθετη συμβουλή του κόουτς του στο γυμνάσιο, Τζιμ Χαν, ο οποίος θεωρούσε ότι «ένα περιβάλλον χωρίς μπάσκετμπολ δεν θα τον ωφελήσει».
Τον Νοέμβριο του 1988, όμως κατηγορήθηκε ότι επιχείρησε να πουλήσει σε ένα ενεχυροδανειστήριο δύο χρυσές αλυσίδες του συμπαίκτη του, Σον Σάτον, γιο του τότε προπονητή του Κεντάκι, Έντι Σάτον… Η οικογένεια Σάτον αποφάσισε να μην υποβάλει μήνυση, αλλά ο Κεμπ μεταφέρθηκε στο Τρίνιτι Βάλεϊ Κομιούνιτι Κόλετζ του Τέξας.
Έπειτα από ένα εξάμηνο εκεί, και πάλι χωρίς επίσημο αγώνα, ο 19χρονος φόργουορντ αποχώρησε και δήλωσε συμμετοχή στο ντραφτ του ΝΒΑ, για το 1989.
Παρά το αμφιλεγόμενο υπόβαθρό του και την κριτική για τη βιαστική επιλογή του, αποδείχθηκε ότι οι παράγοντες της Λίγκας τον είχαν σε εκτίμηση.
Ο «φορτωμένος» εκτός παρκέ φάκελός του και η μηδαμινή κολεγιακή παρουσία δεν έπαιξαν ρόλο σε ένα, πάντως, από τα πιο αδύναμα ντραφτ στην ιστορία.
Οι Σιάτλ Σόνικς επέλεξαν τον Κεμπ στο Νο17, σε μία διαδικασία από την οποία οι δύο πρώτες επιλογές (Πέρβις Έλισον, Ντάνι Φέρι) δεν έκαναν την αναμενόμενη σπουδαία καριέρα λόγω τραυματισμών και μόνο οι Σον Έλιοτ (Νο3) και Γκλεν Ράις (Νο4) είχαν μία καλή και μακρόχρονη πορεία.
Ενώ παίκτες από τα «χαμηλά» (Τιμ Χάρνταγουεϊ-14, Μπι-Τζέι Άρμστρονγκ-18, Βλάντε Ντίβατς-26, Κλιφ Ρόμπινσον-36, Ντίνο Ράτζα-40) κατέγραψαν υψηλότερες επιδόσεις από παίκτες της «λοταρίας» (Τζέι-Αρ Ριντ-5, Στέισι Κινγκ-6, Τζορτζ ΜακΚλάουντ-7, και του Ράντι Ουάιτ-8, ο οποίος στη συνέχεια έπαιξε και στο Περιστέρι).
Ως ρούκι, ο Σον Κεμπ μέτρησε μ.ό. 6,5π.-4,3ριμπ. σε μόλις 13,8΄. Όμως, ο βετεράνος -και μετέπειτα παίκτης και του Ηρακλή- Εξέιβιερ ΜακΝτάνιελ τον πήρε υπό την προστασία του. Στη δεύτερη σεζόν του, η ανταλλαγή του ΜακΝτάνιελ έχρισε βασικό τον Κεμπ, ο οποίος «εκτοξεύθηκε» στους 15π.-8,4ριμπ. σε 30,1΄ και έκτοτε μέτρησε άλλες εννέα διαδοχικές χρονιές με 15+π. ανά αγώνα.
Η επιλογή του Γκάρι Πέιτον στο Νο2 του ντραφτ το 1990 πρόσφερε στους Σόνικς ένα δυναμικό δίδυμο. Η εμπειρία των Έντι Τζόνσον, Ρίκι Πιρς (στη συνέχεια πέρασαν και από την Ελλάδα, για Ολυμπιακό και ΑΕΚ, αντίστοιχα) και Νέιτ ΜακΜίλαν έφερε το Σιάτλ στα πλέι οφς, υπό τις οδηγίες του κόουτς Τζορτζ Καρλ.
Το 1992-1993, οι Σόνικς είχαν ρεκόρ 55-27 στην κανονική περίοδο, απέκλεισαν τους Τζαζ, αλλά στον δεύτερο γύρο των πλέι οφς έμειναν εκτός από τους μετέπειτα φιναλίστ Σανς του MVP Τσαρλς Μπάρκλεϊ.
Την επόμενη σεζόν, το Σιάτλ εντυπωσίασε με το 63-19 της ρέγκιουλαρ σίζον και το Νο1 στη Δύση, όμως έγινε η πρώτη ομάδα που αποκλείεται από το Νο8 της κατάταξης στον πρώτο γύρο. Χάνοντας από το Ντένβερ των Μαχμούντ Αμπντούλ Ραούφ και Ντικέμπε Μουτόμπο…
Το 1994-1995, από το Νο4 της κανονικής περιόδου, οι Σόνικς «σκουπίστηκαν» στον πρώτο γύρο από τους (Νο5) Λέικερς.
Η εμπειρία, το υψηλό κίνητρο και η αποφυγή των ίδιων λαθών στάθηκε ικανή το 1995-1996 να τους κάνει διεκδικητές του τίτλου.
Η ομάδα του Καρλ έφτασε ως τους Τελικούς, ωστόσο οι Σικάγο Μπουλς του εκπληκτικού 72-10 της κανονικής περιόδου κατέκτησαν τον τέταρτο από τους έξι τίτλους τους, με 4-2 νίκες.
Το ίδιο καλοκαίρι, οι Σόνικς πρόσφεραν επέκταση συμβολαίου στον Πέιτον, όσο ο Κεμπ όφειλε να περιμένει έναν χρόνο για να «εξαργυρώσει» τη δική του καταξίωση.
Το 1994 είχε συμφωνήσει σε επέκταση (αντί επτά εκατομμυρίων για την επόμενη τριετία), αλλά με βάση την ισχύουσα σύμβαση εργασίας, δεν είχε δικαίωμα να διαπραγματευτεί νέα συμφωνία ως το 1997. Το καλοκαίρι του 1996 έγινε έξαλλος όταν οι Σόνικς απέκτησαν τον ρολίστα σέντερ Τζιμ ΜακΙλβέιν από την Ουάσινγκτον, αντί… 33,6εκατ. για επτά χρόνια.
Ο ΜακΙλβέιν έμεινε δύο χρόνια στο Σιάτλ, δεν σκόραρε ποτέ πάνω από 4π. μ.ό.. και δεν αγωνίστηκε ποτέ περισσότερα από 18΄, όμως η αφοσίωση του Σον στην ομάδα είχε κλονιστεί…
Ο Κεμπ αρνήθηκε αρχικά να ενσωματωθεί στην προετοιμασία για τη σεζόν 1996-1997 και εμφανίστηκε στο training camp με 22 ημέρες καθυστέρηση.
Το ταλέντο του ήταν αρκετό για μ.ό. 18,7π.-10ριμπ. και οδήγησε και πάλι το Σιάτλ ως τον δεύτερο γύρο των πλέι οφς, στον οποίο ηττήθηκε από το Χιούστον στα επτά ματς.
Ήταν εμφανές ότι το γυαλί δεν «κολλούσε» και το καλοκαίρι του 1997 ο Κεμπ απαίτησε ανταλλαγή. Η αμοιβαία αγάπη του για την πόλη δεν έφτανε, πλέον, για να τον κρατήσει εκεί.
«Είναι εκνευριστικό να αποδεικνύεις τον εαυτό σου για επτά χρόνια, να είσαι All-Star και να βλέπεις κάποιους που δεν το έχουν κάνει να κερδίζουν δεκάδες εκατομμύρια», είχε εξηγήσει.
Μία τριπλή ανταλλαγή τον έστειλε στο Κλίβελαντ, όπου με κόουτς τον Μάικ Φρατέλο και μία ομάδα με πολλούς πρωτοεμφανιζόμενους, κατέγραψε 18π.-9,3ριμπ. και έφερε το 1998 τους Καβς (ρεκόρ 47-35) στα πλέι οφς (αποκλεισμός από την Ιντιάνα).
Το λοκ-άουτ καθυστέρησε την έναρξη της επόμενης χρονιάς ως τον Ιανουάριο του 1999, όταν στο Κλίβελαντ εμφανίστηκε ένας αγνώριστος τύπος, με μπόλικα περιττά κιλά. Οι Καβς τον κατέγραψαν στα 127 κιλά, όμως ο τότε τζένεραλ μάνατζερ, Ουέιν Έμπρι, αποκάλυψε στην αυτοβιογραφία πως «ο Σον ζύγιζε περισσότερα από 140 κιλά!
»Τον αγαπούσα και σαν παίκτη και σαν παιδί, όμως δεν ήταν δυνατόν να παίζει στην ομάδα μας ένας σταρ που ήταν πιο χοντρός από μένα…».
Ο Κεμπ έσκυψε το κεφάλι μπροστά στον κόουτς Φρατέλο, όταν εκείνος τον ρώτησε «Σον, πώς στο διάολο συνέβη αυτό;» και του είπε με ειλικρίνεια ότι «δεν πίστευα πως θα αρχίσει η χρονιά».
Ο Έμπρι συμπλήρωσε ότι «με τα χρήματα που τον πληρώναμε, είχαμε κάθε λόγο να απαιτούμε από τον Σον να είναι σε φόρμα. Έχει τόσα λεφτά που θα μπορούσε να προσλάβει έναν ειδικό ή σεφ να του καθορίζει τη δίαιτα, αλλά δεν το έκανε».
Οι Καβαλίερς ζήτησαν από έναν διατροφολόγο να αναλάβει τον Κεμπ, όμως ο Αμερικανός φόργουορντ δεν διέθετε την αυτοσυγκράτηση και την πειθαρχία να ακολουθήσει το πρόγραμμα.
Η διοίκηση προσέλαβε έναν σεφ, ο οποίος έμενε στο σπίτι του μεγάλου σταρ τους, ωστόσο ούτε αυτό λειτούργησε…
Παρόλα αυτά, αν και υπέρβαρος, ο Κεμπ «έγραψε» σε 42 ματς την πιο παραγωγική επίδοση της καριέρας του, με 20,5π. ανά αγώνα, αλλά το Κλίβελαντ έμεινε εκτός της ποστ σίζον.
Ο Έμπρι και οι παράγοντες των Καβς άρχισαν ήδη να μετανιώνουν για τα 107 εκατομμύρια που πρόσφεραν το 1997 στον Κεμπ, για επταετές συμβόλαιο. Ποσό που τον είχε κάνει μόλις το πέμπτο μέλος του κλαμπ των «100εκατ.» στην ιστορία του ΝΒΑ, μετά τους Κέβιν Γκαρνέτ, Σακίλ Ο’Νιλ, Αλόνζο Μούρνινγκ και Τζουάν Χάουαρντ.
Στο Οχάιο διαπίστωσαν με μελαγχολία ότι αυτός ο ταλαντούχος στο παρκέ παίκτης δεν είχε τη στόφα του ηγέτη. Ίσως δεν την ήθελε κιόλας. Το 2000 τον παραχώρησαν μαζί με το «βαρύ» συμβόλαιό του στο Πόρτλαντ.
Φόρεσε τη φανέλα των Μπλέιζερς μόνο οκτώ φορές στη διετία 2000-2002 (μ.ό. 6,3π.), καθώς αποδείχθηκε πως εκτός από το αλκοόλ, ήταν εθισμένος και στην κοκαΐνη…
Το ασταθές περιβάλλον δεν το χρησιμοποίησε ποτέ ως δικαιολογία, όμως δεν του έκανε καλό. Μερικούς μήνες πριν, το Πόρτλαντ είχε φτάσει μία νίκη μακριά από τους Τελικούς, χάνοντας με 4-3 από τους Λέικερς.
Το ρόστερ των Σκότι Πίπεν, Ρασίντ Ουάλας, Μπόνζι Ουέλς, Ζακ Ράντολφ, Άρβιντας Σαμπόνις και Ντέιμον Στάνταμαϊρ ήταν ελπιδοφόρο, αλλά εκείνη την εποχή ο Τύπος αποκαλούσε την ομάδα από το Όρεγκον ως «JailBlazers», για τις πολλές δικαστικές περιπέτειες αρκετών παικτών.
Για να αναζητήσει την επόμενη ευκαιρία και, κυρίως, να σώσει τη ζωή του, ο Σον Κεμπ υποχρεώθηκε να ενταχθεί σε πρόγραμμα απεξάρτησης.
Το Ορλάντο, μετά τον τραυματισμό του Γκραντ Χιλ, του έδωσε το 2002 ένα συμβόλαιο, αντί ενός εκατομμυρίου. Αγωνίστηκε σε 79 ματς, από 20΄ ανά αγώνα και είχε 6,8π., όμως ήταν εμφανές πως δεν μπορούσε ούτε καν να πλησιάσει τον παλιό εαυτό του.
Τη σεζόν 2003-2004, αν και είχε τελειώσει από το ΝΒΑ, έλαβε βάσει συμβολαίου περισσότερα από 14 εκατομμύρια από τους Μπλέιζερς.
Επιχείρησε με δεκάδες προπονήσεις να πείσει ομάδες να του προσφέρουν μία θέση, ώστε να ολοκληρώσει την καριέρα του «με τον σωστό τρόπο, όπως θέλω εγώ».
Ωστόσο, λέγεται ότι ο τότε κομισάριος, Ντέιβιντ Στερν, απέτρεπε ανεπίσημα κάθε πιθανή σκέψη, καθώς το 2005 συνελήφθη για κατοχή μαριχουάνας και το 2006 για οδήγηση οχήματος χωρίς πινακίδες…
Το 2008, σε ηλικία 39 ετών, υπέγραψε στην ιταλική Μοντεγκρανάρο, λόγω των καλών σχέσεων του με τον αθλητικό διευθυντή της, Ρομπέρτο Καρμενάτι.
Μονάχα που έπειτα από 39 μέρες θητεία και τρία φιλικά, επέστρεψε στο Χιούστον για να επισκευάσει ζημιές το σπίτι του από έναν τυφώνα και δεν επέστρεψε ποτέ στην Ιταλία.
Η αγάπη που έχει ο κόσμος -κυρίως του Σιάτλ- στο πρόσωπό του μπορεί να διαψεύσει τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, που επέμενε ότι «την ιστορία τη γράφουν οι νικητές».
Ενίοτε, την (υπο)γράφουν και εκείνοι οι οποίοι απλώς «βγάζουν» την αγάπη του κοινού για το παιχνίδι. Ακόμη και μόνο από μία φάση, από ένα «ανεξίτηλο» κάρφωμα.
Ο Σον Κεμπ ήταν από εκείνους τους τύπους που όχι απλώς θα πλήρωνες εισιτήριο για να τον χαζέψεις, αλλά σε έβαζε στην ευχάριστη διαδικασία απορίας «τι μπορεί να κάνει απόψε; Πώς μπορεί να ξεπεράσει αυτό που έκανε στο προηγούμενο ματς;».
Δεν έμεινε για πάντα νέος. Δεν διατηρήθηκε για πάντα καλογυμνασμένος, ωστόσο άφησε στο κοινό και τους θαυμαστές του αυτή τη νεανική εικόνα του.
Μία εικόνα που, θαρρεί κανείς, στέκει ακόμη στο μυαλό και τα μάτια σαν πόστερ που σε κάνει να ξεχνάς πιθανές ρητορικές απορίες τύπου «τι θα γινόταν αν;».
Αν ήταν εύκολο, απλό και εφικτό, θα γύριζε πίσω το χρόνο. Από το «κάδρο» θα πετούσε τη μελαγχολία στο Κλίβελαντ και τον θυμό στο Σιάτλ.
Τότε που επιβεβαίωνε το παρωνύμιο «Reign Man». Τότε που έμοιαζε με κυρίαρχο, με «βασιλιά». Πριν προσθέσει βάρος στο κορμί του και αφαιρέσει από αυτό την αυτοπεποίθησή του.
Πριν αρχίσει να αγχώνεται για διατροφές για τα επτά παιδιά (ο γιος του, Σον τζούνιορ, έπαιξε κολεγιακό μπάσκετμπολ στο πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον και ο Τζαμόν παίζει στο Σάουθιστερν Λουιζιάνα) που απέκτησε με πέντε γυναίκες.
Πριν αρχίσει να κατηγορεί τους άλλους για τη μετέπειτα διαλυμένη υστεροφημία του.
Όπως διαπίστωσε και ο άλλοτε προπονητής του στους Σόνικς, Τζορτζ Καρλ, «η πιο λυπημένη ιστορία της ζωής μου δεν είναι όσα πέρασα πριν νικήσω τον καρκίνο, αλλά η εξέλιξη και το “τι θα γινόταν αν;” για τον Σον Κεμπ»…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Ανδρέας Γλυνιαδάκης: «Κυνήγησε το όνειρό σου»
Η αβάσταχτη απλότητα του (περίπλοκου) εαυτού του Ντένις Ρόντμαν
Ο Άλεν Άιβερσον έγινε σύμβολο μίας κουλτούρας που δεν του στέρησε τη μπασκετική «αθανασία»
«Ορός αλήθειας» και η δεύτερη ευκαιρία του Τζον Λούκας
Ο Βινς Κάρτερ «κάρφωσε» (και) τη σημαία του Τορόντο στον χάρτη του ΝΒΑ