Τελευταία μέρα του Μαρτίου του 2019. Η Λίβερπουλ υποδεχόταν στο Anfield την Τότεναμ, ούσα στο +2 από τη Σίτι, γνωρίζοντας, όμως, πως δεν έπρεπε να χάσει ούτε πόντο, για να πάρει το πρωτάθλημα, ελπίζοντας, παράλληλα, σε γκέλα των «Πολιτών», οι οποίοι είχαν ένα παιχνίδι λιγότερο.
Κάπου κοντά στο τέλος του παιχνιδιού, το σκορ είναι στο 1-1. Σε μια κόντρα των Λονδρέζων, βγαίνουν στο ξέφωτο επιτιθέμενοι ο Σισοκό με τον Σον, απέναντι στον μόνο αμυντικό των «Κόκκινων». Εκτιμάει πως το χείριστο, από τα -έτσι κι αλλιώς- ολοένα και χειρότερα σενάρια, θα ήταν η μπάλα να καταλήξει στα πόδια του Νοτιοκορεάτη.
Την αφήνει, λοιπόν, σε αυτά του Γάλλου, ο οποίος κάνει όλον τον δρόμο, εμφανώς αναζητώντας την πάσα, περιμένοντας πως ο αμυντικός θα του… έκανε τη χάρη και θα πήγαινε πάνω του, αφήνοντας χώρο και επιτρέποντας έτσι την μεταβίβαση στον σαφώς αποτελεσματικότερο στο “κουτί” Σον.
Ο αμυντικός, όμως, δεν του κάνει το χατίρι. Στέκεται μαεστρικά στη μέση των δύο «Σπιρουνιών», κόβει την πάσα, μα, παράλληλα, κρατάει τέτοια απόσταση και, κυρίως, τοποθετώντας με τέτοιον τρόπο το σώμα του, ώστε αναγκάζει τον Σισοκό και να κρατάει την μπάλα, αλλά και, εν τέλει, να εκτελεί με το κακό, το ζερβό του πόδι.
Κατέληξε στο πέταλο του Anfield. Το 1-1 παρέμεινε, η Λίβερπουλ βρήκε το νικητήριο στα χασομέρια γκολ, κέρδισε, μένοντας στη διεκδίκηση του τίτλου (ασχέτως αν τελικά δεν τα κατάφερε), χάρη σε αυτήν ακριβώς την μαθηματικά υπολογισμένη αντιμετώπιση, σε ελάχιστα, μετρημένα δευτερόλεπτα, του αμυντικού της.
Οι ευφυείς άνθρωποι λύνουν τα προβλήματα. Οι μεγαλοφυείς τα προβλέπουν. Αν ο Άλμπερτ Αϊνστάιν είχε δει αυτήν ακριβώς την trademark αμυντική συμπεριφορά του Βέρτζιλ Βαν Ντάικ, χωρίς να πέσει στο χορτάρι, χωρίς να χρειαστεί να κάνει προβολή, χωρίς καν να αγγίξει κανέναν από τους δύο επιθετικούς ή την ίδια την μπάλα, μάλλον θα είχε προσθέσει και τρίτη πρόταση στην ατάκα του.
Αλλά, διάολε, πώς χαρακτηρίζεις κάποιον που και επιλύει και προβλέπει προβλήματα;
Τα πρώτα βήματα
Περιπλανώμενος. Έτσι συστήνεται ο Πέτερ Χάιστρα. Ως ποδοσφαιριστής, έφτασε ως την Ιαπωνία, στην οποία εργάστηκε και ως προπονητής, έχοντας δουλέψει νωρίτερα μέχρι και στην Ινδονησία, όντας την τελευταία τετραετία αραγμένος στην Τασκένδη, στον πάγκο της Παχτακόρ.
Το μεγαλύτερο διάστημα της -κοντά σαραντόχρονης- ποδοσφαιρικής του σταδιοδρομίας στην Γκρόνιγκεν το πέρασε. Είτε ως παίκτης, είτε ως τεχνικός των ακαδημιών, είτε στα ηνία της πρώτης ομάδας, στην τελευταία του θητεία εκεί, όπου ξεκίνησε τον Ιανουάριο του ’10.
Ομάδα με παράδοση στην ανάδειξη και στην εκπαίδευση top class ποδοσφαιριστών. Από εκεί ξεπήδησαν ο Άριεν Ρόμπεν και ο Λουίς Σουάρες. Τότε, όχι, δεν φαινόταν πουθενά, ούτε στον χάρτη, ούτε στ’ άστρα, ούτε στο μυαλό κανενός, πως ο Βαν Ντάικ θ’ ακολουθούσε τα ίδια χνάρια.
Τον είχε δει ο επί χρόνια scout του συλλόγου, ο Μάρτιν Κούμαν (πατέρας των αδερφών Ρόναλντ και Έρβιν). Και επέμενε φορτικά για την υπογραφή του. Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν καθόλου δύσκολο να την αποσπάσει. Στα… άγραφα της Βίλεμ, στο άλλο, νότιο άκρο της Ολλανδίας, βρισκόταν, παίζοντας εκεί από τα 10 του.
Μέχρι τότε, κάθε σαββατοκύριακο (εκτός των πρωινών της Κυριακής, οπότε η εκκλησία ήταν πάντα στο πρόγραμμα), έπαιζε με την ομάδα της γειτονιάς στη γενέτειρά του, την Μπρέντα, στα περίφημα τουρνουά του Ιδρύματος του Γιόχαν Κρόιφ. (Κάτι σαν) 5×5, ο νικητής συνέχιζε, ο χαμένος περίμενε τη σειρά του, μπορεί και για ώρες, για να ξαναμπεί στο γηπεδάκι.
Συνεπώς, για να συνεχίσεις να παίζεις, έπρεπε να κερδίζεις. Το έπαιρνε, λοιπόν, στην παιδικότητά του, προσωπικά. Και άκρως ανταγωνιστικά, προσπαθώντας, για να είναι και αποτελεσματικός, να ξεπατικώσει τις κινήσεις του παιδικού του ειδώλου, του Ροναλντίνιο. Του χρειάστηκε, αργότερα.
Αυτή η ομάδα της γειτονιάς, λοιπόν, η WDS’19, συνεργάζονταν με τις ακαδημίες της Μπρέντα. Ούτε, όμως, τον είδε, ούτε και ποτέ κανείς τον ξεχώρισε από εκεί. Απλώς, ο πατέρας του, Ρον (βέρος Ολλανδός, η μητέρα του γέννημα-θρέμμα Σουριναμέζα), θεώρησε πως είχε έρθει η ώρα να περάσει ο κανακάρης του στο επόμενο level και τον πήρε από το χέρι ως και την πόρτα του συλλόγου.
Βλέποντας, όμως, την προπόνηση των συνομηλίκων του και ακούγοντας τις φωνές του προπονητή, ο πιτσιρικάς ούτε λεπτό δεν ήθελε να μείνει παραπάνω, υποχρεώνοντας έτσι τον πατέρα του στο plan b. Ένας άλλος πατέρας μικρού της WDS’19 ήταν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής στη Βίλεμ (ο Φρανκ Μπρίγκελ). Συστήνει, λοιπόν, στον Ρον το γειτονικό (μισή ώρα μακριά) Τίλμπουργκ, λέει την καλή του κουβέντα στους υπευθύνους των ακαδημιών της Βίλεμ και, από την στιγμή που και ο μικρός Βέρτζιλ ενέκρινε τη… φιλικότερη προσέγγιση, ξεκίνησε εκεί τον δρόμο του.
Και εκεί, στη Βίλεμ, τον έκανε όλο. Πέρασε από κάθε ηλικιακή ομάδα, χωρίς όμως ποτέ να ξεχωρίσει. Το πλέον αξιοσημείωτο αυτής της διαδρομής του ήταν, όταν στα 16 του, σ’ ένα καλοκαίρι, από εκεί που ήταν πιο κοντός από τον μικρότερο (κατά δύο χρόνια) αδερφό του, έφτασε να του ρίχνει δύο κεφάλια, βάζοντας 18 πόντους μπόι.
Πρόβλημα. Επαγωγικό. Από εκεί που βολόδερνε ακόμα και ως δεξιός μπακ, άρχισε να μονιμοποιείται ως κεντρικός αμυντικός. Στο νέο του, όμως, ανεπτυγμένο, ασυνήθιστο στον ίδιο και προφανώς αδούλευτο κορμί, έμοιαζε με… μαριονέτα. Και έτσι, για μήνες, αντί να κερδίζει εμπειρίες, έστω κάνοντας προπονήσεις με την πρώτη ομάδα, αυτός οτιδήποτε επιπλέον το αφιέρωνε προσπαθώντας να συνταιριάξει μυϊκά τη νέα του σωματοδομή, αφού αντιμετώπισε θέματα με την πλάτη, το γόνατο και τους προσαγωγούς του.
Κάθε άλλο παρά βοήθησαν το στάτους του. Σεσημασμένοι, έτσι κι αλλιώς, στη Βίλεμ, να μην αντιλαμβάνονται το τάλαντο (ο Γιαάπ Σταμ έφυγε από εκεί περίπου ως αποτυχημένος, ενώ ο Φρένκι ντε Γιονγκ κάνοντας μόνο δύο παιχνίδια με την πρώτη ομάδα), καθόλου περίεργο που και ο τότε τεχνικός, ο Άλφονς Γκρένενταϊκ, καλά-καλά ούτε το όνομά του δεν ήξερε.
Προτιμούσε, τότε, να χρησιμοποιεί βασικό, στη μάχη παραμονής που έδινε η ομάδα του, τον Ιμπραχίμ Καγκμπό. Δέκα χρόνια αργότερα, όταν ο Φαν Ντάικ σήκωνε το Champions League, ο στόπερ από τη Σίερα Λεόνε ολοκλήρωνε την καριέρα του, παίζοντας στην Ντάλγουιτς Χάμλετ, στα τοπικά του αγγλικού ποδοσφαίρου, με κατευόδιο μια ατιμωτική τιμωρία αποκλεισμού για συμμετοχή σε στημένα παιχνίδια, ενόσω αγωνίζονταν με την Εθνική του ομάδα.
Congratulations, Virgil! 🏆
Proud of you ✨ https://t.co/bEoLtGdNBA pic.twitter.com/uJHZjbZj0I
— Willem II (@WillemII) June 26, 2020
Τον Φεβρουάριο, λοιπόν του ’10, ο Χάιστρα, έκανε το ταξίδι από τον ολλανδικό βορρά στον νότο, ώστε να τον παρακολουθήσει σε παιχνίδι αναπληρωματικών. Τον ενέκρινε. Ο Γιον βαν Λούν, τεχνικός διευθυντής των ακαδημιών της Βίλεμ, ο μόνος που προσπάθησε να τον κρατήσει στο Τίλμπουργκ. Ως επιχείρημα χρησιμοποίησε το ότι δεν θυμόταν ποτέ κανέναν αντίπαλο επιθετικό, σε όλη αυτήν την διαδρομή του στα τσικό, να τον ξεπερνά σε σπριντ.
Δεν έπεισε τους υπολοίπους στο club, αλλά, έτσι κι αλλιώς, ματαιοπονούσε, αφού ο Βαν Ντάικ την απόφασή του την είχε πάρει.
Υπέγραψε στην Γκρόνινγκεν, χωρίς πάντως όλοι να είναι 100% πεπεισμένοι για την προοπτική του. Έξυπνος, ναι. Ταλαντούχος, ναι. Οι αμφιβολίες, όμως, αφορούσαν στη νοοτροπία του. Έμοιαζε και ήταν υπερβολικά χαλαρός.
Παντού. Και εκτός γηπέδου (πήγαινε στις προπονήσεις με το ποδήλατο, αφού δεν είχε νιώσει την ανάγκη να μάθει να οδηγεί) και στο γήπεδο. Και φαίνονταν από τον τρόπο, με τον οποίον αμυνόταν, είτε δίνοντας πολύ χώρο στους αντιπάλους του, όντας σίγουρος πως μπορεί να τους προλάβει, ή παίζοντας με τόση, συνολικά, αυτοπεποίθηση, ώστε συχνά το λάθος έρχονταν σχεδόν νομοτελειακά.
Ακόμα και οι συνήθειες της εφηβείας του τον στοίχειωναν. Τότε, παράλληλα με το ποδόσφαιρο, λοιπόν, δούλευε σε εστιατόριο. Λάντζα. Τα έξτρα χρήματα, χαρτζιλίκι… ώρας για επαγγελματία, περιουσία ολάκερη για 16χρονο, τα σπαταλούσε για μια σαββατιάτικη περατζάδα στην πόλη. Εκεί, γνώρισε την κακή διατροφή. Και μένοντας μόνος του στο Γκρόνιγκεν, η περίσταση μετατράπηκε σε μονιμότητα, σε συνθήκη.
Πρόβλημα. Δεν είναι σίγουρο αν η οξεία περιτονίτιδα που τον χτύπησε ανήμερα Πρωταπριλιά του 2011, τον κράτησε 13 μέρες στο νοσοκομείο, με σοβαρό κίνδυνο για τη ζωή του, οφειλόταν σε αυτές ακριβώς τις διατροφικές του συνήθειες. Σίγουρα, όμως, μπέργκερ για πρωινό, μπέργκερ για μεσημεριανό, μπέργκερ για βραδινό, δεν ήταν ό,τι το κατάλληλο για έναν αθλητή. Και αυτό το αντάμωμα με τον θάνατο τον βοήθησε να αλλάξει, έγκαιρα τελικά, στάση.
Beginning of End of
the decade the decade pic.twitter.com/CtNwLLBLUL— Virgil van Dijk (@VirgilvDijk) December 31, 2019
Ακολούθως, το αμέσως επόμενο ζητούμενο ήταν ο χρόνος συμμετοχής. Ανακτώντας δυνάμεις, μετά την περιπέτεια της υγείας του, παίρνει τα πρώτα του παιχνίδια ως επαγγελματίας στο φινάλε της παρθενικής του σεζόν στην Γκρόνινγκεν. Και το κάνει με χάι-λάιτ τη ρεβάνς του Τελικού των play-off για έξοδο στο Europa League, κόντρα στην Χάγη, όπου και δείχνει μέρος των τεχνικών δεξιοτήτων που ανέπτυξε στα γηπεδάκια, όπου έπαιζε μικρός, αφού χρησιμοποιήθηκε ως φουνταριστός, πετυχαίνοντας μάλιστα δύο γκολ.
Δεν έφτασαν για το τσεκάρισμα του ευρωπαϊκού εισιτηρίου, του έδωσαν, όμως, φόρα για να ξεκινήσει, τη δεύτερη σεζόν στην Γκρόνινγκεν (2011-12), βασικός και αναντικατάστατος πλέον, απαρέγκλιτα στη φυσική του θέση και ρόλο.
Στα 21 του, λοιπόν, σε ομάδα γνωστή για τον τρόπο που έχει να εκπαιδεύσει και να αναδείξει, ελάχιστο, όμως, το ενδιαφέρον και η πίστη. Προωθείται σε όλους τους “μεγάλους” στην Ολλανδία. Το καλοκαίρι του ’13, η Φέγενορντ, έχοντας τους Ντε Βράι και Μάρινς Ίντι, αδιαφορεί. Η PSV επιλέγει τον Τζέφρι Μπρούμα, ενώ ο Άγιαξ προτιμάει τον Μάικ βαν ντεν Χουρν, ο οποίος, σε τρία χρόνια στο Άμστερνταμ, πήρε όλα κι όλα 33 παιχνίδια πρωταθλήματος.
Πάντα οι scouts των εγχώριων “μεγάλων” έβρισκαν κάτι να πουν. Κάτι να του προσάψουν. Κάτι να του χρεώσουν. Δεν θεωρούσαν πως είχε περισσότερα ή μπορούσε να φτάσει ψηλότερα από ένα παιδί που θα προωθούσαν από τις ακαδημίες τους.
«Μπέρδευαν την χαλαρότητα και την άνεση, με την οποία αγωνιζόταν, με το πόσο χαλαρός και άνετος ήταν ως χαρακτήρας, ως άνθρωπος», θυμάται ο Χάιστρα. Πρόβλημα. Λύθηκε με χτίσιμο και αποφάσεις προσεκτικές. Τελικά, ξενιτεύεται, εκείνο το καλοκαίρι, αλλά δεν κυνηγάει τα λεφτά, αρνούμενος την πρόταση της Κράσνονταρ, ούτε και την επισφαλή, λόγω συμμετοχής στην Championship, Μπράιτον, επιλέγοντας το καταλληλότερο -όπως αποδείχτηκε- σκαλοπάτι της Σέλτικ.
Το σκαλοπάτι
Ο Νιλ Λένον δεν είχε και πολλά περιθώρια. Η νοσταλγία είχε καταβάλλει τον Κέλβιν Γουίλσον και, έτσι, του επέτρεψε να φύγει, για να γυρίσει στο Νότιγχαμ. Το πρώτο, λοιπόν, μεταγραφικό μέλημα του Βορειοϊρλανδού μάνατζερ ήταν η εύρεση αντικαταστάτη. «Ταχύς και με καλή εμβέλεια μεταβιβάσεων», τα απαραίτητα χαρακτηριστικά που αξίωσε ως ζητούμενα στον chief scout της Σελτικ, Τζον Παρκ, ο οποίος και χρεώθηκε με την αναζήτηση.
Ο Παρκ, λίγο αργότερα, επέστρεψε με 4+1 επιλογές. Η +1 ήταν ο Βαν Ντάικ. Μια κατηγορία μόνος του. Ξεχώριζε στο scouting που (του) είχε κάνει. Ο Λένον, για να πειστεί, ταξίδεψε στην Ολλανδία και τον παρακολούθησε δια ζώσης, σ’ ένα παιχνίδι κόντρα στον Άγιαξ, και συνειδητοποίησε πως η σύσταση από τον αρχισκάουτ του club δεν ήταν υπερβολική.
Ούτε καν και το ποσό που χρειάστηκε να καταβάλλει η Σέλτικ, για να αγοράσει τον 22χρονο τότε Ολλανδό. Τρία, μόλις, εκατομμύρια ευρώ, εν όψει της πρώτης σεζόν στην ιστορία της σκωτσέζικης Premiership, χωρίς το έτερο μισό του Old Firm, τους Ρέιντζερς, παρόντες.
Εύκολο, χωρίς ανταγωνισμό, υποτιμημένο, οτιδήποτε και αν ήταν, λοιπόν, το έργο των «Καθολικών», εκείνη τη σεζόν (2013-14), διόλου δεν μειώνει τον αντίκτυπο που είχε, με το welcome στην Γλασκόβη, ο Βαν Ντάικ.
Γρήγορα, εξελίσσεται στον μακράν καλύτερο ποδοσφαιριστή του πρωταθλήματος, συμβάλλοντας καθοριστικά στο να σπάσουν, πρωτίστως, ο κίπερ Φρέιζερ Φόστερ (μετέπειτα συμπαίκτης του και στη Σαουθάμπτον) και, εν συνεχεία, η Σέλτικ το ρεκόρ των συνεχόμενων clean sheets με 13 διαδοχικά, αλλά και αυτό του μεγαλύτερου διαστήματος με μηδενικό παθητικό, “γράφοντας” 1.256 λεπτά χωρίς να δεχτούν γκολ.
Η υπεροχή του καθολική σε κάθε σημείο του γηπέδου. Στη διετία, κατά την οποία έμεινε στο «Celtic Park», πέτυχε 15 γκολ. Φονικό το ένστικτο του στις στατικές φάσεις, αξιοποιώντας απόλυτα τα φοβερά σωματικά και φυσικά του προσόντα, δείχνει την τεχνική του κατάρτιση, όταν, σε ένα παιχνίδι με τη Σεντ Τζόνστον, ξεκίνησε ντριμπλάροντας από το δικό του μισό, για να καταλήξει μπαίνοντας με την μπάλα στα δίχτυα, ενώ, παράλληλα, εξελίχτηκε και σε έναν από τους κύριους εκτελεστές φάουλ των «Καθολικών», πανηγυρίζοντας δις με αυτόν τον τρόπο.
Αυτονόητα, σαρώνει τα πάντα σε επίπεδο ατομικών διακρίσεων στην Σκωτία, ο εκλέκτορας, όμως, της Ολλανδίας, Λουίς φαν Χάαλ, επιδεικτικά τον σνομπάρει, αφήνοντάς τον εκτός της αποστολής των «Οράνιε» για τα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2014. Στη θέση του επιλέγει τους Μάρτινς Ίντι και Τέρενς Κονγκολό, οι οποίοι, λίγο αργότερα, γνώρισαν υποβιβασμούς από την Premiership, παίζοντας σε Στόουκ και Χάντερσφιλντ, αντίστοιχα.
Ο Φαν Χάαλ δικαιολογεί την απόφασή του με το «δεν αμύνεται επιθετικά», θέλοντας να δείξει πως δεν λειτουργεί προαιρετικά, αφήνοντας αρκετό χώρο μεταξύ του ίδιου και της μπάλας. Παράλληλα, οι scouts των «Οράνιε» τού επισημαίνουν πως συχνά-πυκνά επιτρέπει στους αντίπαλους επιθετικούς να κάνουν κινήσεις πίσω από την πλάτη του.
Πρόβλημα. Διαπιστωμένο από τα μικρατά του είναι αλήθεια. Κάποιοι, από τότε, το απέδιδαν στην ανωτερότητα που ένιωθε πως είχε. Και ειδικά στην Σκωτία, όπου την επιδείκνυε συνεχώς, σε κάθε σπιθαμή του γηπέδου, μάλλον ανθρώπινα ακούγεται η εξήγηση ότι… βαριόταν και λίγο.
Σε κάθε περίπτωση, εκείνος ο αποκλεισμός και στοιχίζει και κινητοποιεί.
Η άφιξη του Ρόνι Ντέιλα στον πάγκο της Σέλτικ έρχεται την κατάλληλη στιγμή. Ο Νορβηγός τεχνικός τον παρακινεί, τον ωθεί, του δίνει κίνητρα, του αλλάζει τη διατροφή, τον κάνει -ακόμα- περισσότερο αθλητικό. Συνεργάζεται με ειδικό διατροφολόγο, με αποκλειστική στόχευση όχι μόνο την απώλεια έξτρα κιλών αλλά την κατανομή τους με τρόπο που θα του επέτρεπε να είναι ταχύτερος, ελαφρύτερος, αλτικότερος αλλά και πιο δυνατός.
Χάνει εννιά κιλά, προπονείται διαφορετικά, πιο έντονα, λειτουργεί πιο επαγγελματικά (για πρώτη φορά στην καριέρα του), μπαίνοντας σε καλούπια απολύτως κορυφαίου επιπέδου, όπου και ξεκάθαρα άνηκε και στόχευε, συστήνεται με το «4-2-3-1», με το οποίο πλέον παίζει η Σέλτικ (και που, αργότερα, υπηρέτησε, ανθίζοντας στην Λίβερπουλ), συνθέτοντας ένα ασυναγώνιστο και απροσπέλαστο δίδυμο με τον νεαρότερό του Βέλγο, Τζέισον Ντεναγιέρ (δανεικός τότε από τη Σίτι, πλέον αρχηγός στη Λιόν), επιτρέποντας μόλις 17 γκολ παθητικό, στη δεύτερη σεζόν του στη Γλασκόβη.
Τρίτη, δεν υπήρξε. Όπως και στον πρώτο του επαγγελματικό σταθμό. Δεν προβλεπόταν. Δεν χρειάστηκε.
.@VirgilvDijk signs for @SouthamptonFC http://t.co/Tjsom7f4eg (NM) pic.twitter.com/B0T44EbjNq
— Celtic Football Club (@CelticFC) September 1, 2015
Αγάπη που ‘γίνες
Δεν το λένε τώρα. Κατόπιν εορτής και με καθολική αναγνώριση και επιβεβαίωση. Το έλεγαν από τότε. Για τους φιλάθλους, λοιπόν, της Σαουθάμπτον, ο Βαν Ντάικ δεν έγινε ο καλύτερος αμυντικός του πλανήτη, όταν πήγε στη Λίβερπουλ. Ήταν ήδη από τα χρόνια του στο «St. Mary’s». Τα οποία, όμως, δεν θέλουν πλέον ούτε καν να θυμούνται.
Δεν είναι μπερδεμένο. Ένα ακόμα ποδοσφαιρικό love story είναι. Από την απόλυτη αγάπη, από την ανιδιοτελή πίστη για αιώνια συμπόρευση, στο μισός, την προδοσία, την προσγείωση, τον αδυσώπητο ρεαλισμό που επιβάλλει η σύγχρονη football business.
Για δαύτους, τους πιστούς των «Αγίων», η σεζόν 2015-16 έμοιαζε αυτή που θα σηματοδοτούσε την αλλαγή του στάτους της ομάδας. Ναι, για όλον τον πλανήτη εσαεί θα μνημονεύεται ως η χρονιά του «θαύματος», της κατάκτησης του πρωταθλήματος από τη Λέστερ, μα τότε η Σαουθάμπτον τερμάτισε 6η (καλύτερη κατάταξη μετά από 32 χρόνια), σε απόσταση βολής (-3) από τις θέσεις που οδηγούσαν στο Champions League.
«Σεντόνι» που δικαιολογημένα, συνεπώς, δεν φάνταζε μήτε μακρινό αλλά ούτε και απατηλό. Με Ζοσέ Φόντε και την αφεντιά του κραταιό κεντρικό αμυντικό δίδυμο, τον Σαντιό Μανέ X-Factor της επίθεσης και τον Ντούσαν Τάντιτς αυτόν που έκανε τα πράγματα να συμβαίνουν, η ραχοκοκκαλιά υπήρχε, όπως και η ασφάλεια στον πάγκο με την παρουσία του Ρόναλντ Κούμαν, ο οποίος, όπως κάποτε ο πατέρας του στην Γκρόνινγκεν, ήταν αυτός που τον διάλεξε και, τελικά, έπεισε τον συμπατριώτη του, ώστε να προτιμήσει τη Σαουθάμπτον.
«Ήταν τέρας της φύσης, από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στο προπονητικό», θυμάται ο Φόντε. Και ήταν και “έρωτας με την πρώτη ματιά” για την εξέδρα του St. Mary’s, αφού, σε εκείνη την ιστορική σεζόν για τη Σαουθάμπτον, την πρώτη δική του στα σαλόνια του αγγλικού ποδοσφαίρου, με τέτοιον και τόσον (εσωτερικό) ανταγωνισμό, αυτόν διάλεξαν για κορυφαίο της.
Πλέον, τα πάντα είχαν αλλάξει. Λάθη, αν όχι ανύπαρκτα, ελαχιστοποιημένα. Αποστάσεις πάντα ιδανικές, είτε είχαν αυτές να κάνουν με συμπαίκτες, είτε είχαν να κάνουν με αντιπάλους, είτε είχαν να κάνουν με θέσεις και μέτρα της άμυνας σε σχέση με τις άλλες γραμμές. Καθοδήγηση άψογη και δική του. Αποκλειστικά δική του. Greatness in the making. Μεγαλείο εν δημιουργία.
Ανεμπόδιστο ακόμα και από την αλλαγή προπονητή στη δεύτερη σεζόν του, με τον νιόφερτο Γάλλο τεχνικό, Κλοντ Πιέλ, να βάζει και το δικό του λιθαράκι στην εξέλιξη, απαιτώντας -αφού είχε τα εργαλεία, προφανώς, για να το κάνει- άμυνα στα 40 και 50 μέτρα από την εστία.
Όλα έμοιαζαν ιδανικά. Είχε, μάλιστα, ήδη συμφωνήσει να επεκτείνει το συμβόλαιο του για έξι χρόνια, πιθανότατα χωρίς ούτε ο ίδιος ο Βαν Ντάικ να συνειδητοποιεί το επίπεδο, στο οποίο όντως ήδη βρισκόταν, και πως είχε μετατραπεί σε ψάρι τέτοιων διαστάσεων, ώστε με το ζόρι ταίριαζε και για λίγο ακόμα θα χωρούσε στη λίμνη της Σαουθάμπτον.
Και τότε, ήρθε ο Τζέιμι Βάρντι.
Αποφράδα (πάντα για τους οπαδούς της Σαουθάμπτον) μέρα, το σημείο καμπής, το αναποδογύρισμα της κλεψύδρας, η 22α Ιανουαρίου του 2016. Οι «Άγιοι» υποδέχονται τη Λέστερ και, νωρίς στο δεύτερο μέρος, ο Βαν Ντάικ καθαρίζει μια φάση στην άμυνα, ωστόσο ο διεθνής Άγγλος φορ βάζει άγαρμπα το πόδι του, τον χτυπάει στον αστράγαλο, θρυμματίζοντας τις ελπίδες των «Αγίων» για έναν τίτλο, αφού δεν αγωνίστηκε στον Tελικό του League Cup, κόντρα στη Γιουνάιτεντ, πέντε μέρες αργότερα, και τελειώνοντας πρόωρα τη σεζόν του, αφού, για πρώτη φορά στην καριέρα του, τραυματίστηκε σοβαρά.
Έντεκα μήνες μετά, παραμονές Πρωτοχρονιάς, είχε μετακομίσει στο Λίβερπουλ. Στο διάστημα της αποθεραπείας του, πολιορκήθηκε από τους «Κόκκινους». Τόσο ανοιχτά, ώστε δεν… κρυβόταν. Συναντήθηκε με τον Γιούργκεν Κλοπ, για να του εξηγήσει το τι ακριβώς περίμενε από αυτόν. Και ο τρόπος που έχει ο Γερμανός στην προσέγγισή του, όταν θέλει κάποιον ποδοσφαιριστή, δεν αφήνει περιθώρια.
“Do I feel settled in now? Yeah, definitely."
Virgil van Dijk on life at Liverpool and adapting to Jürgen Klopp’s demands: https://t.co/BJgE0FkrMd pic.twitter.com/yAvBFp5XyB
— Liverpool FC (@LFC) March 19, 2018
Ο ατζέντης του, κοινός με τον κάπτεν των Μερσεϊσάιντερς, Τζόρνταν Χέντερσον. Αυτό, όμως, που έγειρε την πλάστιγγα της απόφασής του, την οποία και πήρε τον Ιούνιο του ’17 και μοιράστηκε αμέσως με συμπαίκτες του στη Σαουθάμπτον, ήταν η παρουσία του στον Τελικό του Champions League, λίγες μέρες νωρίτερα, στο Κάρντιφ, όπου και αποθεώθηκε από τους οπαδούς της Λίβερπουλ.
‘Eλα, όμως, που η μεθοδολογία των «Κόκκινων» ήταν εξόφθαλμα προκλητική. Η Σαουθάμπτον καταγγέλλει αθέμιτη και παράνομη προσέγγιση, η Λίβερπουλ αναδιπλώνεται, αναγκάζεται σε δημόσια συγγνώμη και αποσύρεται από τη διεκδίκηση του Ολλανδού.
Οποιαδήποτε εναλλακτική, από τις περίπου τριάντα περιπτώσεις στόπερ που εξετάστηκαν (μεταξύ αυτών οι Λαπόρτ, Κουλιμπαλί και Μπόατενγκ), δεν αρκούσε ούτε συναισθηματικά ούτε και αγωνιστικά, βάσει της αξιολόγησης που είχε γίνει, για να αποσύρει και ουσιαστικά το ενδιαφέρον των «Κόκκινων», πόσω μάλλον από την στιγμή που γνώριζαν πως τον “είχαν” δικό τους. Το επόμενο, λοιπόν, εξάμηνο το πέρασαν προσπαθώντας να ανοικοδομήσουν γέφυρες επικοινωνίας με τη διοίκηση της Σαουθάμπτον και ο Βαν Ντάικ να “γκρεμίσει” τις δικές του με την ομάδα.
Παίζει ελάχιστα, παίζει με βαριά καρδιά, παίζει άσχημα για την κλάση και την ποιότητά του, παίζει δείχνοντας πως δεν θέλει να είναι εκεί, αλλάζοντας τελείως το μετέπειτα θυμικό του στο Σαουθάμπτον. Και, τελικά, στις γιορτές εκείνης της χρονιάς (2017), λαμβάνει το δικό του δώρο, μετακομίζοντας στο «Anfield» έναντι 85 εκατ. ευρώ, ποσό που απέδωσε την πρώτη ένδειξη του αναπροσαρμοσμένου πλέον επιπέδου του, αφού τον κατέστησε τον ακριβότερο αμυντικό της ιστορίας.
Η καταξίωση
Παίρνει το «4», «αυτό φοράνε οι κεντρικοί αμυντικοί στην Ολλανδία», όπως και ο Σάμι Χιίπια, λέει το «So Into You» της Καναδής Tamia, στην καθιερωμένη πλέον σε πολλές ομάδες “τελετή” μύησης με το τραγούδι, μπροστά στους νέους του συμπαίκτες, ο Κένι Νταλγκλίς, την πρώτη φορά που πατάει στο Anfield, τον περιμένει στην είσοδο, δίνοντάς του τον αριθμό του κινητού του («ό,τι χρειαστείς, πάρε με»), δένει αμέσως με τους υπολοίπους, “τρελαίνεται”, όταν χάνει από τον μοναδικό, με τον οποίον θα μπορούσε να παίξει μονά στο μπάσκετ, τον Ντέγιαν Λόβρεν, γενικά, από τις πρώτες του μέρες στα “κόκκινα”, δείχνει απόλυτα έτοιμος.
Και κυρίως, επικυρώνει το τσιτάτο που ξεστόμισε ο Κλοπ στην παρουσίασή του. «Ξεχάστε το ποσό που δαπανήσαμε». Η αλήθεια είναι πως δεν λησμονήθηκε, μα περισσότερο επανεκτιμήθηκε. Από νωρίς. Θεωρούμενο ακόμα-ακόμα και ως… ευκαιρία. Όχι γιατί η Λίβερπουλ αγόρασε τον ακριβότερο αμυντικό της ιστορίας, αλλά γιατί απέκτησε τον καλύτερο αμυντικό του πλανήτη.
«Παραμύθι, σ’ έναν κόσμο που δεν έχει πλέον πολλά τέτοια», σχολιάζει ο Γερμανός μετά το ιδανικό ντεμπούτο του Ολλανδού, με νικητήριο δικό του γκολ, σε ντέρμπι κόντρα στην Έβερτον. Και από εκεί και πέρα, τα πάντα πήραν τον δρόμο τους. Τελικός Champions League το ’18, κατάκτησή του την επόμενη χρονιά και στον πόντο απώλεια του πρωταθλήματος από τη Σίτι, μόνο και μόνο για να έρθει το εμφατικό τέλος της “κατάρας” της Λίβερπουλ, με την πανηγυρική της επιστροφή στον εγχώριο θρόνο το 2020.
Η συμβολή του δεν τεκμαίρεται απλώς με παράθεση αριθμών: στα 76 παιχνίδια πρωταθλήματος που έπαιξε στις σεζόν 2018-19 και 2019-20, η Λίβερπουλ κράτησε ανέπαφη την εστία της σχεδόν στα μισά (36). Στην πρώτη, δέχτηκε μόλις 22 γκολ, στη δεύτερη, μόνο όταν τα πάντα είχαν κριθεί (από νωρίς), χαλάρωσε κάπως (33 γκολ παθητικό).
Μετέτρεψε την άμυνα, τον τρόπο της ειδικά με το στιλ που κήρυττε ο Κλοπ, σε τέχνη. Με τον ίδιο και να κρατάει την μπαγκέτα της συνολικής ανασταλτικής λειτουργίας αλλά και -το σημαντικότερο- να το κάνει με τρόπο, ώστε -χωρίς να παραγνωριστεί ή να μετριαστεί η σπουδαιότητά του- το έργο του και πέρασε εκλαϊκευμένο, αλλά και κυρίως αναγνωρίστηκε από ένα κοινό μαθημένο να αποθεώνει τελείως διαφορετικά στοιχεία στο γήπεδο.
Δημιουργεί αναμνήσεις, χάι-λάιτς με τον τρόπο που αμύνεται, με τον τρόπο που κατευθύνει, κάνοντας ακόμα και την συνήθως ανιαρή (και σαφώς περισσότερο περίπλοκη) για τον θεατή άμυνα διασκεδαστική, ολοκληρώνοντας, μόνο και μόνο με την παρουσία του, την ποδοσφαιρική εμπειρία όσων τον παρακολουθούν. Και ακόμα περισσότερο με την… απουσία του τη σεζόν 2020-21, λόγω της ρήξης συνδέσμων που υπέστη, ανέδειξε απτά την καταλυτική του υπόσταση στο παιχνίδι της Λίβερπουλ.
Έγινε ο πρώτος αμυντικός, μετά τον Τζον Τέρι το 2005, που αναδεικνύεται κορυφαίος της Premiership, αναγορεύτηκε σε κορυφαίο της UEFA και το 2019, για μόλις 7 βαθμούς, στερήθηκε την Χρυσή Μπάλα από τον Λιονέλ Μέσι. Έπαθλο που δικαιούταν, τόσο τότε, όσο και την επόμενη χρονιά.
Όχι πως θα άλλαζε κάτι. Ούτε στην αντίληψη της κοινής γνώμης, ούτε την δική του ιεράρχηση. Παντρεμένος με τη σύντροφό του από την εφηβεία, Ρίκε, πατέρας δύο κοριτσιών, της Νίλα και της Γιάντι, στις οποίες και μετέδωσε το κόλλημά του -ακόμη και τώρα που “μεγάλωσε”- με την Disneyland, έχει σταθερούς παιδιόθεν φίλους, θεωρεί αγαπημένη του διασκέδαση τις τηλεοπτικές σειρές, ξεχωρίζοντας το «Prison Break» και το «Game of Thrones», φρόντισε να κόψει έγκαιρα οποιαδήποτε συζήτηση για υιοθέτηση του ακρωνύμιού του, «VVD» (Virgil Van Dijk) ως συντομογραφία, γιατί είναι το ίδιο με το κυβερνών -δεξιό- κόμμα στην Ολλανδία.
Λίγα. Λίγα και γνωστά, οικεία. Λίγα, οικεία και απλά. Αυτό διατυμπανίζει, όπου σταθεί και όπου βρεθεί, ως στάση ζωής, επιδιώκοντας να διατηρήσει τα πάντα στην καθημερινότητα του, στη ζήση του, όσο πιο απλά γίνεται, όσο πιο απλά μπορεί.
«Όλα θα πρέπει να είναι και να φτιάχνονται, όσο πιο απλά γίνεται, αλλά όχι απλούστερα». Ατάκα όχι δική του, μα και πάλι του Αϊνστάιν.
Τελικά, όντως, όπως, άλλωστε, θεμελίωσε θεωρητικά και ο μέγιστος Αλβέρτος, τα πάντα σχετίζονται. Ή, διαφορετικά, τίποτα δεν (μπορεί να) είναι τυχαίο…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Το τέλειο πρόσωπο του Γιούργκεν Κλοπ / Η ενσυναισθητική ολότητα του Γιούργκεν Κλοπ
Ο μοναχικός δρόμος του Σαντιό Μανέ
Στο Matrix του Τρεντ Αλεξάντερ-Άρνολντ
Η αθέατη πλευρά της ιστορίας του Σερντάν Σακίρι
EURO 2020 Face Control: Σερντάν Σακίρι / Τζορτζίνιο Γκρέτζιον Έμιλε Βαϊνάλντουμ
Τσάμπι Αλόνσο, η επιτομή του cool / Φερνάντο Τόρες, το τελευταίο σύμβολο
Η υπόσχεση του Μάικλ Όουεν / Ρόμπι Φάουλερ, ο πρώτος θεός
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη