Το εφηβικό και προβληματισμένο μυαλό του δεν έγινε δυσλειτουργικό. Εξελίχθηκε, διδάχθηκε και ωρίμασε, ωστόσο, μέσα σε αντιφάσεις. Αντιφάσεις που, πάντως, μόνο αρχικά του προκάλεσαν σύγχυση.
Πεποιθήσεις, που τον έκαναν μέχρι που να ζει την κάθε μέρα ως την τελευταία. Διότι, όπως έχει αναφέρει ο Φιλ Τζάκσον στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του, «Sacred Hoops», «όταν ήμουν πιτσιρικάς, οι γονείς μου έλεγαν διαρκώς πως έρχεται το τέλος του κόσμου!»…
Εκείνες τις οικογενειακές αντιλήψεις αποφάσισε να τις δεχθεί. Γκρίνιαζε, αλλά σεβάστηκε ότι έλαβε άδεια να πάει για πρώτη φορά στον κινηματογράφο όταν τελείωνε το λύκειο.
Στο ίδιο βιβλίο είχε γράψει πως μία μέρα που επέστρεψε από το σχολείο, δεν βρήκε κανέναν στο σπίτι. Τότε ήταν που πίστεψε ότι… είχε έρθει η Δευτέρα Παρουσία. Το ότι διαψεύστηκε, ήταν ίσως το κομβικό σημείο να αρχίσει να αμφισβητεί όσα άκουγε. Δεν απέρριψε τις συζητήσεις για τη θρησκεία και την ηθική. Την ενοχή απέταξε. Και απόλαυσε και την όποια σύγχυσή του.
Το μπάσκετμπολ και η μαριχουάνα, μαζί με τους χίπηδες, τον έβγαλαν οριστικά από το καβούκι του. Δεν ήταν δύσκολο να «δραπετεύσει», με μπόι 203 εκατοστά και ακανόνιστους ώμους που «μαρτυρούσαν», θαρρεί κανείς, και την… ασσυμετρία του ψυχισμού του.
Μία ασσυμετρία που εμφανίστηκε και σε κάθε debate για το ταλέντο, την ικανότητα και τις επιτυχίες του. Ο Φιλ Τζάκσον, ο μετέπειτα «Zen Master» των πάγκων και κάτοχος 11 τίτλων ΝΒΑ ως προπονητής με Μπουλς και Λέικερς, λάτρεψε την «τριγωνική επίθεση» και τη, δική του, κάθε άλλο παρά τετράγωνη, λογική.
Ο Φίλιπ Ντάγκλας Τζάκσον γεννήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 1945 στο Ντιρ Λοτζ της Μοντάνα.
Γιος αμετανόητα περιπλανώμενων πεντηκοστιανών κηρύκων, λειτουργών των «Συνελεύσεων του Θεού», μεγάλωσε σε ένα άτεγκτο περιβάλλον που απεχθανόταν κάθε διασκέδαση. Τηλεόραση ή χορός απαγορευόταν για εκείνον, τα δύο αδέρφια και την ετεροθαλή αδελφή του.
Το αδέξιο ψηλόλιγνο παιδί που έδειχνε συγκρατημένο ως το τέλος της εφηβείας του, βρήκε σύντομα άλλες διεξόδους. Σε σύντομο χρονικό διάστημα έβαλε σε τάξη τις σκέψεις (και τις απορίες του). Κατάλαβε νωρίς ότι το μπάσκετμπολ μπορεί να δώσει ώθηση, αλλά όχι και να καθορίσει ολοκληρωτικά τη ζωή του.
Εξήγησε στους δικούς του πως πιστεύει μεν στον θεό, όχι όμως και στην αποχή από τις σαρκικές ηδονές. Ψάχνοντας την ταυτότητά του, δεν περιορίστηκε στην κουλτούρα που επέτασσε, για παράδειγμα, το Γούντστοκ. Θεώρησε ότι μπορεί να βρει ηρεμία και σταθερή πορεία σε έναν πρώιμο γάμο. Το 1967, στα 22 του, παντρεύτηκε την Μαξίν, με την οποία όμως χώρισε πέντε χρόνια αργότερα.
Η συμβατικότητα άρχισε να «σβήνει» μέσα του. Από την ατελείωτη ανάγνωση βιβλίων, ο Φιλ Τζάκσον ξεχώρισε τον γοητευτικό μυστικισμό του Περουβιανού συγγραφέα, Κάρλος Καστανέντα.
Η μαριχουάνα συντρόφευε και τις σελίδες και τον ίδιο τον Αμερικανό αθλητή. Ο Τζάκσον έχει μνημονεύσει συχνά ως μία από τις πιο «αληθινές» εμπειρίες του ένα πρωινό Μαΐου του 1973 στο Μάλιμπου, στην Καλιφόρνια, όταν αντί για πρωινό, γεύτηκε με μία κοπέλα το LSD…
Please enjoy these photos of a young Phil Jackson pic.twitter.com/amT5CKkG0h
— Vulture (@vulture) April 27, 2020
Στο γυμνάσιο Ουίλιστον της Βόρειας Ντακότα, έπαιξε μπάσκετμπολ, αμερικανικό φούτμπολ αλλά και μπέιζμπολ. Πλέον, το αθλητικό κέντρο του σχολείου φέρει το όνομά του.
Οδήγησε την πρώτη ομάδα στον πολιτειακό τίτλο, αλλά οι σκάουτερ του μπέιζμπολ ήταν εκείνοι που έκαναν ουρά για να του μιλήσουν. Ο Φιλ επέλεξε την πορτοκαλί μπάλα, κυρίως όταν μίλησε με τον κόουτς Μπιλ Φιτς, τότε προπονητή του πανεπιστήμιου της Βόρειας Ντακότα.
Η καριέρα του άρχισε να μπαίνει σε σειρά, όταν το 1967 επιλέχθηκε στον δεύτερο γύρο και το Νο17 του ντραφτ του ΝΒΑ από τους Νικς, όμως το μυαλό του ακόμη «έτρεχε». Στο παρκέ ήταν συγκεντρωμένος, αφοσιωμένος στη «βρώμικη δουλειά», αλλά το πνεύμα του ήταν γενικά ανήσυχο.
Στον τίτλο του 1970 δεν αγωνίστηκε λόγω τραυματισμού, όμως ήταν μέλος της ομάδας της Νέας Υόρκης που φόρεσε το δαχτυλίδι του πρωταθλητή και το 1973.
Ο συμπαίκτης του στους Νικς και μετέπειτα Γερουσιαστής, Μπιλ Μπράντλεϊ, έχει γράψει σε βιβλίο του πως «ο Φιλ είχε χέρια που θύμιζαν διαφορετικούς δίσκους μίας ζυγαριάς που ποτέ δεν είναι σε ισορροπία».
Ο τότε σταρ της ομάδας -και ίνδαλμα του Νίκου Γκάλη-, Ουόλτ Φρέιζιερ, παραξενευόταν πάντοτε από τη μοναχικότητα του Τζάκσον. O δικός του «λαμπερός» τρόπος ζωής δεν συμβάδιζε με την απλότητα του Φιλ. Ο Φρέιζιερ, μάλιστα, είχε προβλέψει ότι όταν αποχωρήσει από το μπάσκετμπολ «πιστεύω πως ο Φιλ θα επιστρέψει στη Μοντάνα, θα στήσει το ράντσο του και θα καλλιεργεί μόνος του το φαγητό του!». Ο Τζάκσον είχε άλλες ιδέες, όμως.
Έπειτα από μία διετία στους Νετς, ο Φιλ Τζάκσον αποσύρθηκε από την ενεργό δράση το 1980. Ωστόσο, σε όλη τη θητεία του στην ομάδα του Νιου Τζέρσεϊ, διετέλεσε παράλληλα και βοηθός προπονητή.
Ως χεντ κόουτς εργάστηκε τη δεκαετία του ’80 στο CBA. Το 1984 οδήγησε τους Όλμπανι Πάτριοτς στον τίτλο και την επόμενη τριετία βρέθηκε στον πάγκο των Πιράτας ντε Κουεντραμπίγιας και Γκαγίτος ντε Ισαμπέλα, στο Πουέρτο Ρίκο.
Στο μεσοδιάστημα, και πριν από την πρώτη απόπειρά του στο ΝΒΑ ως ασίσταντ, πέρασε από συνεντεύξεις στη μεγάλη Λίγκα. Το 1985, όμως, ενώ οι Σικάγο Μπουλς τον κάλεσαν για μία θέση τον πάγκο τους, ο χεντ κόουτς Σταν Όλμπεκ εξαγριώθηκε με την εμφάνισή του.
Ο Φιλ Τζάκσον έφτασε στα γραφεία με «πλούσια» γενειάδα, με ένα καπέλο με φτερό στην κορυφή του και με ένα χαβανέζικο πουκάμισο και ο Όλμπεκ τον απέρριψε αμέσως. Όπως έλεγε στη διοίκηση, «αυτή η ψευτο-ριζοσπαστική συμπεριφορά, σε σημείο χίπικης ανοησίας, δεν έχει θέση στον πάγκο μου…».
Ο μοναδικός συμβιβασμός που έκανε ο Τζάκσον όταν πάλι οι Μπουλς τον κάλεσαν το 1987, για μία θέση βοηθού πλάι στον νέο προπονητή, Νταγκ Κόλινς, ήταν εκείνο το κοστούμι και ο κόμπος της γραβάτας που του έσφιγγε τον λαιμό.
Κατά τ’ άλλα, και το μπάσκετμπολ και η ιδιαίτερη προσέγγιση των παικτών ήταν «κουτάκια» που είχαν «τσεκαριστεί» ή θα «τσεκάρονταν» σύντομα στο βιογραφικό του.
Παρά την ανατροφή του σε ένα θρησκευτικό περιβάλλον, ο Φιλ Τζάκσον δεν επηρεάστηκε απλώς από τις σελίδες του Καστανέντα.
Έχει αποκαλύψει πως έχει αντλήσει μεγάλο μέρος της έμπνευσης και της προπονητικής κουλτούρας του από το βιβλίο «Zen And The Art Of Motorcycle Maintenance» του Ρόμπερτ Πίρσιγκ, που διάβασε το 1974.
Ο Πίρσιγκ εξιστορεί ένα ταξίδι τεσσάρων ανθρώπων με μοτοσικλέτες από τη Μινεσότα στο Λος Άντζελες, αλλά με τελικό και ουσιαστικό προορισμό την αυτογνωσία. Για τον Τζάκσον, αυτό ήταν ένα μάθημα αναζήτησης της βαθύτερης ουσίας πραγμάτων και καταστάσεων. Αυτό τον ακολούθησε πιστά και σε κάθε πάγκο στον οποίο εργάστηκε. Ακόμη κι αν απέναντί του είχε μεγάλους και στη θεωρία απλησίαστους αστέρες.
@mixieboi Zen and the Art of Motorcycle Maintenance by Pirsig
— Phil Jackson (@PhilJackson11) May 19, 2013
It gives a summary of philosophy of Western Civilization.
Αφού κατόρθωσε να «κερδίσει» την εμπιστοσύνη σταρ όπως ο Μάικλ Τζόρνταν, ιδιαίτερων χαρακτήρων σαν τον Ντένις Ρόντμαν, μαθημένων με τον τρόπο τους παικτών όπως ο Σακίλ Ο’Νιλ και υπέρ-φιλόδοξων τύπων όπως ο Κόμπι Μπράιαντ, ο «Jax» κατόρθωσε να περάσει τον τρόπο του.
Πριν καν γίνει «καθωσπρέπει», το ΝΒΑ δεν είχε συνηθίσει κόουτς σαν τον Τζάκσον. Ακόμη και όταν η «μάτσο» νοοτροπία «ξεχείλιζε» στη Λίγκα, ο Αμερικανός προπονητής επέλεγε να είναι «φιλόσοφος».
Δεν ήταν πολλοί οι προπονητές που υποχρέωναν τους αθλητές τους να διαβάζουν βιβλία ή να παρακολουθούν συγκεκριμένες ταινίες στο πλαίσιο της προετοιμασίας για έναν αγώνα ή μία σεζόν. Δεν ήταν πολλοί οι κόουτς που θα «εισέβαλαν» στα αποδυτήρια ψάλλοντας ινδιάνικους ύμνους, συνοδεία τυμπάνου! Ή καίγοντας κλαδιά για να διώξουν τα κακά πνεύματα…
Για την ακρίβεια, ήταν μόνο εκείνος και με τον δικό του τρόπο θα προσέγγιζε και τον «πολύ» Μάικλ Τζόρνταν.
Ο Φιλ Τζάκσον επέμενε πως ο παίκτης δεν πρέπει να είναι «δέσμιος» της προπόνησης. Η ψυχολογική αποφόρτιση ήταν για εκείνον εξίσου σημαντική.
Αυτή ήταν μία από τις πρώτες «διαμάχες» με τον Τζόρνταν, όταν το 1989 «χρίστηκε» χεντ κόουτς των Μπουλς. Ο «MJ» λάτρευε να προπονείται στα όρια, να προκαλεί τους συμπαίκτες του σε σημείο εκφοβισμού.
Πριν τον πείσει ο Τζάκσον για το αντίθετο, χρειαζόταν να του «πουλήσει» τη μπασκετική λογική του. Στο νέο βιβλίο του, «Eleven Rings: The Soul Of Success», αποκάλυψε πώς έκανε τον «Air» να ακολουθήσει το πλάνο του και την περίφημη «Τριγωνική Επίθεση» του βοηθού του, Τεξ Ουίντερ.
«Για να έχω ελπίδες να πετύχω, ήξερα ότι η πρώτη πρόκλησή μου ήταν να “κερδίσω” τον Μάικ. Ήταν ο ηγέτης και οι υπόλοιποι θα τον ακολουθούσαν αν δεχόταν το όραμά μου.
»Είχαμε εξαρχής καλή επικοινωνία, όμως δεν γνώριζα κατά πόσο θα ήθελε να ανταποκριθεί στην ιδέα να μοιράζεται περισσότερο τη μπάλα. Θα του ζητούσα να “παράγει” λιγότερο, ίσως κοστίζοντάς του τον τέταρτο διαδοχικό τίτλο πρώτου σκόρερ…
»Ο Μάικλ μού απάντησε πως “είμαι τύπος του προπονητή. Θα κάνω ό,τι μου πεις, μπορώ ακόμη να σκοράρω 32 πόντους ανά ματς. Θα πετυχαίνω οκτώ σε κάθε δωδεκάλεπτο”. Η δική μου απόκριση ήταν πως αν κρατήσει λίγους περισσότερους στο τέλος των αγώνων, θα κερδίσουμε τον τίτλο!».
Από αυτή τη συζήτηση κι έπειτα, Φιλ Τζάκσον και Μάικλ Τζόρνταν ήταν στην ίδια «σελίδα».
Εκτός, μάλλον, από εκείνη τη φορά που ο Μάικ αποφάσισε να μην πασάρει τη μπάλα στον Αυστραλό σέντερ, Λουκ Λόνγκλεϊ.
Η «Τριγωνική», όμως, που για πολλούς θεωρούνταν ξεπερασμένο σύστημα, οδήγησε τους Μπουλς στον πρώτο τίτλο το 1991 και συνολικά σε δύο Three-Peat (1991-1993 και 1996-1998).
Η έμπνευση του Ουίντερ, το γεγονός ότι οι Μπουλς έδειχναν συχνά να παίζουν στον… αυτόματο πιλότο και η νοοτροπία του Τζάκσον, έθεσαν τα πρώτα ερωτήματα για την πραγματική αξία του.
Σε πολλά τάιμ άουτ ήταν υπερβολικά ήσυχος ή και σιωπηλός. Σε συνεντεύξεις του είχε τονίσει πως «οι παίκτες έχουν κάνει τόση προετοιμασία, που μέσα στο ματς μπορούν να βρουν και μόνοι τους μία λύση».
Στο βιβλίο «Mindgames» του Ρον Λέιζενμπι, ο Αμερικανός δημοσιογράφος έχει αποκαλύψει μία στιχομυθία-διαφωνία μεταξύ Τζάκσον και Ουίντερ σε ένα ματς που άρχισε να «στραβώνει». Με τον δεύτερο να του λέει: «Κάποια στιγμή θα πρέπει να σηκωθείς από την καρέκλα και να κάνεις και λίγο τον προπονητή!».
Περιστατικά σαν αυτό δεν αποτελούσαν «ρωγμές» στο Σικάγο. Το πρώτο μεγάλο τεστ, πάντως θα ήταν το 1994, εντός κι εκτός παρκέ…
Το καλοκαίρι του 1993 ο Μάικλ Τζόρνταν αποφάσισε να αποσυρθεί, προσωρινά, από το μπάσκετμπολ. Ο Σκοτι Πίπεν ανέλαβε τον ρόλο του ηγέτη, όμως οι «Ταύροι» δεν ήταν ίδιοι και αντίστοιχα ανταγωνιστικοί.
Έναν χρόνο αργότερα, σύμφωνα με τον Λέιζενμπι, ο Τζάκσον αποφάσισε να απολύσει τον ασίσταντ, Τζόνι Μπαχ, θεωρώντας τον ως «διαρροή» στις αποκαλύψεις που έκανε ο δημοσιογράφος Σαμ Σμιθ στο βιβλίο «The Jordan Rules», που αποκάλυπτε τον άσχημο χαρακτήρα του Τζόρνταν.
Ο ίδιος ο «MJ», μετά στο ντοκιμαντέρ «The Last Dance» είχε «δείξει» ως υπαίτιο τον τότε συμπαίκτη του, Χόρας Γκραντ. Ο τελευταίος του ζήτησε.. να του πει από κοντά!
Ο ίδιος ο Σαμ Σμιθ φέρεται να είχε εκμυστηρευτεί στον ιδιοκτήτη των Μπουλς, Τζέρι Ράινσντορφ, ότι «πηγή» ήταν ο Φιλ Τζάκσον, με σκοπό να παρουσιάσει μία άσχημη εικόνα τόσο του Τζόρνταν όσο και του τότε τζένεραλ μάνατζερ, Τζέρι Κράουζ, ώστε να έχει τον απόλυτο έλεγχο.
Η απάντηση του Κράουζ, όταν ουσιαστικά απέλυσε το 1998 τον κόουτς (μην ανανεώνοντας το συμβόλαιό του το περασμένο καλοκαίρι), ήταν ότι «ο Φιλ είναι ένας καταπληκτικός προπονητής, όμως είναι ταυτόχρονα εγωμανής και λατρεύει την εξουσία και τη δύναμη».
Μία παρόμοια «κατηγορία» έλαβε και ως προπονητής των Λέικερς, καθώς πολλοί τον κατηγόρησαν ότι εκείνος προκάλεσε τη βεντέτα των Σακίλ Ο’Νιλ και Κόμπι Μπράιαντ, που άφησε τη «δυναστεία» της ομάδας του Λ.Α. στη μέση.
Σε αντίθεση με τη διετία που χρειάστηκε για να φτάσει στον «θρόνο» με το Σικάγο, στο Λ.Α. η επιρροή του Φιλ Τζάκσον ήταν πιο άμεση.
Ανέλαβε τους Λέικερς το 1999, έπεισε τους «Σακ» και Κόμπι να προσαρμοστούν στο «τρίγωνο» του Ουίντερ και τους οδήγησε στον τίτλο του 2000 και στη συνέχεια στο Three-Peat ως το 2002!
Ήταν μία ομάδα γεμάτη ταλέντο και αυτοπεποίθηση που λίγοι πίστευαν ότι θα έχει για χρόνια αντίπαλο. Όπως λένε συχνά, πάντως, «τα κάστρα πέφτουν από μέσα».
Οι σχέσεις Ο’Νιλ-Μπράιαντ ήταν από τυπικές ως… μίσους. Ο Σακίλ έγραφε ραπ τραγούδια στα οποία πρόσβαλε τον «αναιδή» συμπαίκτη του και ο Τζάκσον στεκόταν κάπου στη μέση.
Μετά τον πρώτο τίτλο, αλλά και με τη «σφραγίδα» του Κόμπι στον 4ο Τελικό στην Ιντιάνα, έλεγε πως «καλώς ή κακώς η ομάδα “ανήκει” στον Σακίλ». Το 2004, στο δίλημμα «ποιος από τους δύο;» που τέθηκε από τη διοίκηση, ο Φιλ υπέδειξε τον Ο’Νιλ, αν και οι παράγοντες προτιμούσαν τον Μπράιαντ, λόγω ηλικίας.
Έπειτα από την ήττα στους Τελικούς του 2004 από το Ντιτρόιτ (παρά την απόκτηση των Καρλ Μαλόουν και Γκάρι Πέιτον), ο Τζάκσον αποκάλυψε στο βιβλίο «Τελευταία Σεζόν, Μία Ομάδα Σε Αναζήτηση Της Ψυχής Της», ότι είπε στη διοίκηση πως «δεν θα μείνω στο Λ.Α. αν μείνει ο Κόμπι. Αυτό το παιδί δεν ακούει κανέναν!».
Ο «Jax» αποχώρησε το καλοκαίρι του 2004, όταν ο «Σακ» παραχωρήθηκε στο Μαϊάμι με ανταλλαγή και η απάντηση του Μπράιαντ ήταν πως «τώρα που ο Φιλ είναι άνεργος, θέλει απλώς να πουλήσει βιβλία!!!». Ο Κόμπι, πάντως, στην πορεία εξήγησε πως θεωρεί τον προπονητή του ιδιοφυία αλλά και πατρική φιγούρα. Και πως είχε καταλάβει ότι «ήταν πανέξυπνη η τακτική του να τίθεται εναντίον μου, ώστε να πλησιάζει τον Σακίλ, ο οποίος ήταν πάντοτε πιο συναισθηματικός».
Πολλοί προπονητές, παράγοντες, ακόμη και παίκτες, αποκάλεσαν τον Τζάκσον έναν «δόλιο μισθοφόρο». Θεώρησαν πως «έσπασε» τον κώδικα σιωπής των αποδυτηρίων με το να αποκαλύπτει τι συνέβαινε όταν έκλειναν οι πόρτες στην έδρα των Λέικερς…
Τον κατηγόρησαν ότι λειτουργεί με τη «λογική των καουμπόι». Κοινώς, δεν συνδέεται ποτέ με κανέναν και επιλέγει ο ίδιος εκείνον στον οποίον θα προσφέρει τις υπηρεσίες του.
Νέα αιτία ήταν, μόλις έναν χρόνο αργότερα, η απόφαση να επιστρέψει στο Λ.Α. και να καθοδηγήσει τον Κόμπι, τον οποίο ευθέως είχε χαρακτηρίσει «ατομιστή» και «εγωιστή»… Κάτι που «πλήγωσε» και τον Σακίλ, ο οποίος το 2006 στέφθηκε πρωταθλητής με τους Μαϊαμι Χιτ και έκανε… 4-3 το σκορ των δαχτυλιδιών κόντρα στον άσπονδο φίλο του.
Ο Κόμπι, πάντως, είχε και από την πλευρά του μερικές «βαριές» κουβέντες για τον άνθρωπο που στη συνέχεια τον βοήθησε να κατακτήσει τους τίτλους του 2009 και του 2010 και να πετάξει από πάνω του την «κατηγορία» ότι κέρδισε μόνο στο πλευρό του «Σακ».
Ο Μπράιαντ δεν δίστασε να δηλώσει πως ο Τζάκσον χρησιμοποιούσε τις ιδιωτικές συζητήσεις τους ώστε να χειραγωγεί τα Μ.Μ.Ε. εναντίον του… Εξηγώντας, για όσα έλεγε ο Φιλ, ότι «οι πετυχημένοι άνθρωποι είναι λίγο αλαζόνες. Κι εγώ ήμουν πολύ πεισματάρης».
Ο Κόμπι απόρησε «γιατί δεν ήρθε να μιλήσει σε μένα;». Ο Σκότι Πίπεν, ο οποίος δεν είχε επίσης εύκολη σχέση με τον Τζάκσον στο Σικάγο, όμως είχε τη δική του εξήγηση. Επισημαίνοντας ότι «ο Φιλ ήταν ένας ρατσιστής που επιχείρησε να εκθέσει τον Μπράιαντ και το έκανε και μαζί μου, όταν δεν μου έδωσε το τελευταίο σουτ το 1994 εναντίον των Νικς, επιλέγοντας τον Τόνι Κούκοτς…».
Κάποιος άλλος που απεχθανόταν τον Φιλ Τζάκσον ήταν ο αείμνηστος κόουτς των Σέλτικς, Ρεντ Άουερμπακ. Δεν το έκρυψε ποτέ.
Ο «πατριάρχης» της Βοστόνης κατέκτησε εννέα τίτλους ΝΒΑ ως κόουτς και πίστευε πως το ρεκόρ του θα έμενε για πάντα απλησίαστο. Όταν ο Φιλ τον ισοφάρισε το 2002, ο Ρεντ είπε απλώς ότι «θα του στείλω ένα συγχαρητήριο μήνυμα».
Ο Τζάκσον, που πάντα μιλούσε ευλαβικά για τον θρυλικό προπονητή των Σελτικς, είχε αστειευτεί πως «θα ήθελα να μου στείλει ένα πούρο». Το σήμα-κατατεθέν του ακόμη και στον πάγκο, έπειτα από κάθε πρωτάθλημα της Βοστόνης.
Εκείνη η συγκυρία, όταν το 2009 τον ξεπέρασε -πριν κατακτήσει και τον 11ο τίτλο με τους Λέικερς-, είχε κάνει τον Τζάκσον να επαναλάβει πως τα «Χ» και τα «Ο» στα μπλοκάκια των συστημάτων είναι πάνω από όλα οι παίκτες, τα άτομα. Εκείνοι τα εκτελούν και εκείνοι έχουν, κυρίως, σημασία.
«Πάντα ήμουν προπονητής που πίεζε την ομάδα, περισσότερο δείχνοντας στους παίκτες πώς να πιέζουν οι ίδιοι τους εαυτούς τους», έχει εξηγήσει ο πολυνίκης κόουτς.
Ο Ρεντ Άουερμπακ τον «επέπληττε» λέγοντας πως «ποτέ ο Τζάκσον δεν “έχτισε” μία ομάδα και δεν της έμαθε τα βασικά. Αναλάμβανε πάντα έτοιμες ομάδες και δεν ανησυχούσε για την ανάπτυξη και την εξέλιξη των παικτών». Για τον καθένα που (του) λέει πως δεν θα κέρδιζε χωρίς τον Τζόρνταν και τους Κόμπι-Σακίλ, ο Φιλ Τζάκσον απλώς θυμίζει ότι είναι εκ των λίγων κόουτς που κέρδισαν τον σεβασμό και τη συνεργασία των μεγάλων σταρ.
Η στατιστική ιστορία, άλλωστε, θα είναι για πάντα με το μέρος του «Zen Master».
@sthomas141 here’s the best I can do…the 2 Knick rings are in the front of the picture. pic.twitter.com/JP1c2gH45C
— Phil Jackson (@PhilJackson11) May 14, 2013
Όσοι επιχείρησαν, ή για την ακρίβεια «τόλμησαν» να αποκρυπτογραφήσουν τον χαρακτήρα, τη φιλοσοφία και την ιδιοσυγκρασία του Φιλ Τζάκσον, άκουσαν διαφορετικές απαντήσεις και βρέθηκαν ενώπιον ενός διλήμματος.
«Είναι καλός προπονητής ή καλός ψυχολόγος;». Ο εσωτερικός κόσμος του παλαίμαχου κόουτς παραμένει μυστήριο, παρά τις όποιες δικές του αποκαλύψεις ή τις απόψεις και εκτιμήσεις των άλλων. Το παραπάνω δίλημμα «επεκτάθηκε» συχνά. Τον αποκάλεσαν επαγγελματία καριερίστα, μετρ των δημοσίων σχέσεων και ειδικό στη δημιουργία τεχνητών κρίσεων.
Η ταμπέλα «παιδί των λουλουδιών» δεν τον ενόχλησε ποτέ. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να απαρνηθεί την ίσως ωραιότερη περίοδο της ζωής του; Στον χαρακτηρισμό «αποκρυφιστής» χαμογελούσε. Και το δικό του συστηματικό σώμα γνώσης αποτελούνταν από θεωρία, πρακτική, αλλά και τελετουργικές συνταγές.
Η αλήθεια είναι πως και άριστος ψυχολόγος υπήρξε και εξαιρετικός κόουτς. Αυτές οι δύο ιδιότητες ενισχύθηκαν από την πειθώ του, από τις μεθόδους του που αρχικά θεωρήθηκαν παράξενες, ιδιότροπες και προβλέφθηκαν ως αναποτελεσματικές.
Εκείνος ο νεαρός που είτε άρχιζε τη μέρα του με LSD και άκουγε ασταμάτητα το συγκρότημα Grateful Dead είτε καβαλούσε τη μηχανή του και εξαφανιζόταν στο ησυχαστήριό του στη Μοντάνα, μάλλον δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα φορέσει κοστούμια ή θα καπνίζει πούρα θριάμβων…
Και αν δεν έχει ούτε ο ίδιος διάθεση να απαντήσει στο ερώτημα για τον τίτλο του κορυφαίου προπονητή όλων των εποχών στο ΝΒΑ, το «βαρύ» βιογραφικό του προφανώς μπορεί να δώσει μία ένδειξη.
Ο Φιλ Τζάκσον θα προτιμά πάντα να του λένε ότι ήταν ένας διανοούμενος που κυριάρχησε ως προπονητής σε ένα άθλημα που, όταν αγωνιζόταν, το αποκαλούσαν «σπορ της εργατικής τάξης».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Ηλίας Ζούρος: «Η ανταμοιβή του Μάικ Μαλόουν / Γκρεγκ Πόποβιτς: Περί πατριωτισμού
Η τραγωδία έκανε τον Στιβ Κερ να μην βλέπει τον κόσμο απλώς ως μπάλα
Μία «φωτιά» (προκατάληψης και κινήτρου) «καίει» ακόμη μέσα στον Ντοκ Ρίβερς
Ο «Πρώτος Χορός» του Μάικλ Τζόρνταν / Η απογείωση του Μάικλ Τζόρνταν
Ο Χόρας Γκραντ φορούσε γυαλιά για τα παιδιά, αλλά… αγριοκοίταξε τον Μάικλ Τζόρνταν
Σκότι Πίπεν: Η Σκιά Του Ινδιάνου / Η αβάσταχτη απλότητα του (περίπλοκου) εαυτού του Ντένις Ρόντμαν
Ο Σακίλ Ο’Νιλ ήταν «Larger Than Life» και στη συγχώρεση
Κόμπι Μπράιαντ, η εκτυφλωτική νοοτροπία του «τίποτα δεν πάει χαμένο»…
Ο Κόμπι Μπράιαντ «έλαμψε» γιατί συνήθισε τις θυσίες στο σκοτάδι