Κλείνει τα μάτια και προσπαθεί να θυμηθεί. Είναι πολλά, 22 τίτλοι, ταξίδια, τόσες διαφορετικές κουλτούρες, λάθη, εμμονές, αποθέωση.
Όσο περνάει ο καιρός εκλογικεύει και εξιδανικεύει. Ένα δεν μπορεί να ξεχάσει, το ξεκίνημά του. Τότε στο Ν’κον που έτρεχε πίσω από μια μπάλα στα σκονισμένα γήπεδα της Ουνιόν Nτε Ντουαλά. Όλα τα παιδιά της αθλητικής ακαδημίας του Κάτζι ονειρεύονταν να γίνουν πρωταθλητές, να φύγουν απ’ τη μιζέρια, να διεκδικήσουν μια καλύτερη ζωή.
Φέρτε στο νου μια μυρμηγκοφωλιά γεμάτη κάψα, ενθουσιασμό, κραυγές και γυμνά πόδια να καίγονται απ’ το χώμα. Από τότε πετούσε, από ισχνό πιτσιρίκι στα χώματα. Τα μεγαλύτερα και πολύ πιο γεροδεμένα παιδιά ωχριούσαν μπροστά του.
Έκρηξη, ταχύτητα, δίψα για διάκριση, διαρκής πάλη. Αυτά είναι, δεν θέλει άλλα στους περισσότερους τομείς της ζωής μας. Ο μικρός Σάμουελ πάλευε καθημερινά να πλησιάσει τ’ όνειρό του, να γίνει μεγάλος ανάμεσα στους μεγάλους, να κερδίσει σεβασμό και να γίνει ο καλύτερος σε αυτό που τον έκανε να νιώθει καλύτερα: το ποδόσφαιρο.
Έχει έρθει από πολύ μακριά το ταλέντο του Σάμουελ Ετό. Αδιανόητα μακριά για εμάς τους Ευρωπαίους. Μεγαλώνοντας σε ένα προάστιο στα περίχωρα της πρωτεύουσας Γιαουντέ, μετακόμισε στις ακτές του Ατλαντικού Ωκεανού για να βρει το κατάλληλο περιβάλλον για την αθλητική και ανθρώπινη ανάπτυξή του.
Ιστορικά είχε γίνει μέλος της ακαδημίας με τα περισσότερα παραμυθένια ταξίδια στην ιστορία των Lions Indomptables, των Αδάμαστων Λεόντων. Στο καμαράκι των αποδυτηρίων δέσποζε η φωτογραφία του Τζόζεφ-Αντουάν Μπελ, του Αφρικανού τερματοφύλακα του αιώνα, δίπλα η φωτογραφία του Τόμας Νκόνο. Ο Ετό κοιτούσε τον τοίχο και ήθελε η δική του φωτογραφία να μπει ψηλότερα.
Ναι, το ταλέντο, ναι, τα φυσικά προσόντα, μάλιστα, η τύχη. Χωρίς τη δίψα, την κάψα, την ακατάσχετη ανάγκη να τα καταφέρει όμως, δεν θα είχε μπει ποτέ στα μπλοκάκια των scouts της «Βασίλισσας». Δεκαπέντε ήταν όταν επελέγη από τα λαγωνικά των «Merengues» για τη Ρεάλ.
Τον πήραν από το χέρι, τον έβαλαν στο αεροπλάνο και για τα υπόλοιπα φρόντισε η σκιά του Santiago Bernabéu, ο μεθυστικός αέρας της αναβλύζουσας ιστορίας ενός συλλόγου που θεωρείται και είναι ο κορυφαίος της ηπείρου μας. Δεν ήταν αυτό που τον έπεισε, το αφροδισιακό του ήταν η πεποίθηση ότι είναι κοντά, πλησίασε στον πρώτο στόχο.
Από τις πρώτες προπονήσεις με την cantera blanca, της “φάμπρικας πρωταθλητών” της Ρεάλ Μαδρίτης, οι ειδικοί είχαν αντιληφθεί ότι το αγόρι αυτό θα αφήσει εποχή. Οι κανονισμοί για τα παιδιά εκτός ΕΕ τον εμπόδισαν να κάνει άμεσα ντεμπούτο με τις ομάδες Νέων της Ρεάλ, βρέθηκε μια μεσοβέζικη λύση με δανεισμό στη Λεγανιές στη Segunda και ξεκίνησε η απογείωση.
Εκείνες οι άγουρες εμφανίσεις με τους «Pepineros» είναι ό,τι πιο ατόφιο έδειξε ποτέ ο Ετό σε ευρωπαϊκό έδαφος. Έπαιρνε λάφυρα απ’ όποιο γήπεδο κι αν περνούσε, άφηνε μια γεύση σε κάθε κοινό που είχε την τύχη να τον δει από κοντά. Σε ένα πολύ σκληρό πρωτάθλημα, σε μια νέα πραγματικότητα, ο Ετό έπαιζε ένα δικό του ποδόσφαιρο, ωμό, αγνό, δυσνόητο.
Καμία νόρμα, καμία φόρμα, κανένα καλούπι. Η τακτική αδυναμία προβλημάτιζε προπονητές και συντηρητικούς, εκείνον τον καιρό ο Σάμουελ ανήκε μόνο στους «aficionados». Στην Εσπανιόλ φερειπείν, όπου τον έστειλαν δανεικό άμα τη ενηλικιώσει του, δεν τον κατάλαβαν ποτέ. Σκόρπια λεπτά στο Copa Del Rey, προβληματικές προπονήσεις, κακό feeling με τεχνικούς και συμπαίκτες.
Στη Ρεάλ τη θέση του δάσκαλου Τόσακ είχε πάρει ο Ντελ Μπόσκε, μιλάμε για πρώιμες εποχές «Galacticos». O Βιθέντε τον πήρε μαζί του, τον περιέβαλε με αγάπη, του πρόσφερε χρόνο συμμετοχής ακόμα και στο Champions League. Δεν φάνηκε, δεν έκανε το ξεπέταγμα, διότι ήθελε διάρκεια. Μόνο παίζοντας συνέχεια, θα έβρισκε σταθερότητα και συνθήκες για να αποδώσει σύμφωνα με τις δυνατότητές του.
Τα βρήκε στο αγαπημένο του νησί, τη Μαγιόρκα. Εκεί του εξασφάλιζαν εγγυημένο χρόνο συμμετοχής, εκεί είχε την ευχέρεια να υποπέσει και στο λάθος δίχως να θεωρηθεί «ακατάλληλος».
Ο Ετό όπου τον πίστεψαν ανταπόδωσε και με το παραπάνω. Στη Ρεάλ ήταν στοίχημα, ρίσκο, σχεδόν περιττός. Στη Μαγιόρκα ήταν αστέρι, πρώτο βιολί, ο λόγος για τον οποίον ο θεατής έκοβε το εισιτήριο.
Ο δανεισμός έγινε μόνιμος, ενεργοποιήθηκε η option, δόθηκε το ευτελές σήμερα ποσόν των 5 εκατ. ευρώ και ο Ετό έγινε και επίσημα ποδοσφαιριστής της Μαγιόρκα. Εκτιμώ ότι είναι τα καλύτερά του χρόνια, τα πιο “Ετό” απ’ όλα. Ένα άλογο που το αφήνεις ελεύθερο στο ξέφωτο, να καλπάζει και να είναι ευτυχισμένο.
Τέσσερα χρόνια με διαρκή και πρωτοφανή εξέλιξη. Τέσσερα χρόνια γκολ, ασίστ και εκείνης της εξωπραγματικής ταχύτητας στα τελευταία μέτρα. Όταν άρχισε να σκοράρει περισσότερο, πυροδότησε και το ενδιαφέρον των πολύ μεγάλων ομάδων. Όχι ως ρεζέρβα, όχι ως “γέμισμα”. Τον λόγιζαν ως βασικό, ως τον επόμενο μεγάλο σταρ.
Δεν μπορούσε να αρνηθεί την πρόταση της Μπαρτσελόνα. Τον ξεπερνούσε το thrill, ένιωθε ότι τον ξαναβρίσκει η κάψα. Είκοσι επτά εκατομμύρια δαπάνησαν οι «Blaugrana» και του υποσχέθηκαν ότι θα ηγηθεί της επίθεσης ολόκληρης Μπαρτσελόνα. Ο Ράικαρντ είχε “τολμήσει” να το επιδιώξει και τον υποδείξει ως κορωνίδα του σχήματος με Ντέκο, Ροναλντίνιο και Ζιουλί.
Στη Μπαρτσελόνα μεγαλούργησε. Συντεταγμένα και για πρώτη φορά φορώντας και έναν δικό του, ιδιότυπο τακτικό μανδύα. Πρωτάθλημα, δεύτερος σκόρερ στη Liga, πολύ πιο εντυπωσιακός από τον Ντιέγκο Φορλάν. Χαμογελούσε, ήταν ευτυχισμένος, άρχισε να στοχεύει πολύ ψηλά.
Όλα τα κατάφερε νωρίς, όλα τα έζησε την εποχή που έπρεπε. Το Champions League στο Saint Denis σε εκείνον τον Τελικό με την Άρσεναλ ήταν σαν κερασάκι μιας τούρτας που δεν είχε καν παρασκευαστεί ολόκληρη ακόμη. Η Μπαρτσελόνα ήταν αχαλίνωτη, αφορούσε στο τώρα, το αύριο, το πάντα.
Πρωταθλήματα, τίτλοι Pichichi, η στέψη του βασιλιά. Ο Ζουλιάνο Μπελέτι έχει να το λέει ότι χωρίς τον Ετό δεν θα είχαν κατακτήσει ούτε τους μισούς τίτλους, ούτε καν εκείνο το Champions League με το δικό του γκολ. Ο πιο καθοριστικός παράγοντας στο παιχνίδι της «Μπάρτσα», ο πιο βελτιωμένος τεχνικά ποδοσφαιριστής κάθε σεζόν, η πιο σταθερή απειλή μιας επιθετικής Λερναίας Ύδρας.
Τον κράτησαν πίσω οι τραυματισμοί, ειδικά εκείνο το πρόβλημα στο μηνίσκο το Σεπτέμβριο του 2006 κι αμέσως μετά η ρήξη στον τένοντα, είχαν ένα τρόπον τινά “Ρονάλντο effect” επάνω του. Ουδείς είναι σε θέση να γνωρίζει πού θα έφτανε ο Ετό δίχως εκείνους τους τραυματισμούς.
Πιθανότατα να είχε προλάβει να αφομοιώσει τον τυφώνα Γκουαρντιόλα, να είχε αντιληφθεί στο γήπεδο όλα εκείνα που αδυνατούσε να κατανοήσει στη θεωρία. Ο Ετό μέσα στο γήπεδο αφομοίωνε τακτικούς νεωτερισμούς και επαναστατικά μοντέλα. Είχε απορήσει με τις αποχωρήσεις Ντέκο και Ροναλντίνιο, στις προπονήσεις δυσφορούσε με τις συνεχείς πάσες και τη γεωμετρική άνοδο όλης της ομάδας, ρωτούσε αμήχανα «πού θα βρουν χώρους».
Η σχέση με τον Πεπ είναι δύσκολη, σίγουρα δεν υπήρξε ποτέ ειδυλλιακή. Οι ιδέες του Γκουαρντιόλα επαναπροσδιόρισαν το χαρακτήρα, την υπερηφάνεια και την ιστορία του συλλόγου. Για τον Ετό η επίγνωση ότι έχει γραφτεί η ιστορία με αυτόν και όχι από αυτόν ήταν ανασταλτικός παράγοντας.
Βαθμηδόν ανέβαινε, σκόραρε κατά ριπάς (παρόλο που ξαναέχασε το Pichichi και πάλι από τον Φορλάν), γινόταν χρήσιμος στο πρέσινγκ. Οι ρωγμές όμως δεν διορθώνονται, οι πληγές δεν κλείνουν και η “ασυμφωνία” με τον Γκουαρντιόλα έγινε ακόμα πιο έντονη.
«Είναι ο προπονητής που μου έμαθε τα περισσότερα, πραγματικά έμαθα να παίζω ποδόσφαιρο με τον Γκουαρντιόλα. Το ερμηνεύει καλύτερα από όλους. Έχει τον τρόπο του να μεταδίδει τις πληροφορίες, μια μέθοδο που τον κάνει σίγουρα διαφορετικό. Είναι ο καλύτερος, ακόμα κι αν χάνει παιχνίδια. Είμαι ερωτευμένος με τον προπονητή, δεν θα μπορούσα ποτέ όμως να τον αγαπήσω ως άνθρωπο». Νέτα σκέτα.
Όταν οι προσωπικές σχέσεις φθίνουν, όλα γίνονται αμέσως πιο εύκολα, ακόμα και τα αδιανόητα γίνονται εφικτά. Μια από τις πιο αποτυχημένες ανταλλαγές στην ιστορία της Μπαρτσελόνα ήταν εκείνη της αντικατάστασης του Ετό από τον Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς. Ο Σουηδός είχε ακριβώς το ίδιο πρόβλημα με τον Ετό στην “κεφαλαιοποίηση” της σχέσης του με τον Μουρίνιο.
Κάπως έτσι κάμφθηκαν οι αντιρρήσεις, κάπως έτσι βρέθηκαν οι φόρμουλες και ο Ζλάταν κατέληξε στη Βαρκελώνη, ενώ ο Ετό ξεκίνησε το κεφάλαιο Ίντερ. Στον «Special One» είπαν ότι είναι τρελός, στη Madonnina ο Ζλάταν πάντα ήταν το πιο ακριβό έκθεμα, το πιο λαμπερό πετράδι τους.
Ο Ετό είχε το πολύ δύσκολο έργο να ξεπεράσει και το μύθο του Ζλάταν, να πείσει το νέο του κοινό ότι μπορεί να γίνει (και) entertainer. Στην υποδοχή του πήγαν μια χούφτα δημοσιογράφοι, ελάχιστοι οπαδοί, κι αυτοί με σηκωμένο φρύδι.
Ένας φορ που είχε γράψει ιστορία με την Μπαρσελόνα κατακτώντας τα πάντα, αντιμετωπιζόταν περίπου σαν τον Μπενουά Κοέ. Ξεκίνησε από το μηδέν στο Appiano Gentile ο Καμερουνέζος, είχε όμως και το κίνητρο να αποδείξει ότι άπαντες κάνουν λάθος, ότι τον αδικούν.
Στην πιο ώριμη και παραγωγική ηλικία της καριέρας του έπρεπε να μετατραπεί σε προφήτη του εαυτού του. Με έναν “δύσκολο” άνθρωπο όπως ο Μουρίνιο να τον διαχειρίζεται, με μια ομάδα που κυνηγούσε 35 χρόνια το Champions League και πίστευε ότι θα το κατακτήσει παίζοντας κλεφτοπόλεμο.
Περιέργως τον κατάλαβε τον Μουρίνιο και ο Πορτογάλος κατάλαβε αυτόν. Γεννήθηκε μια στενή και αμοιβαία σχέση εκτίμησης που έγινε αντιληπτή και από το απαιτητικό και δύσπιστο κοινό των «Nerazzurri». Τον κόσμο τον κέρδισε με μόχθο, με αυταπάρνηση, με το συναίσθημα. Δεν αρνήθηκε να προσφέρει ακόμα και ως φουλ μπακ, δεν σκέφτηκε στιγμή να βάλει το «εγώ» πάνω από την ομάδα.
Ο κόσμος τα βλέπει αυτά, ξέρει να εκτιμά, να αναγνωρίζει την προσπάθεια. Η εμπειρία, το μέταλλο, το παράδειγμα του Ετό έγιναν φάρος για την Ίντερ, το ποδοσφαιρικό “σλάλομ” της μεταξύ ποδοσφαίρου και “μουρινισμών” αγαπήθηκε και η αγάπη γέννησε πίστη.
Τα καθοριστικά γκολ με τη Ρούμπιν Καζάν και εναντίον της Τσέλσι στο Stamford Bridge είναι από τις σημαντικότερες στάσεις σε εκείνο το ταξίδι του 2010. Σε ένα δρόμο μακρύ, δύσβατο, δύσκολο και αδιαπέραστο, μονάχα αν σκότωναν το θηρίο θα έφταναν στον προορισμό.
Η μοίρα έδωσε στον Ετό την ευκαιρία να δώσει απαντήσεις, άλλοι λένε να εκδικηθεί. Ίντερ-Μπαρτσελόνα. Μετά το 3-1 του San Siro, η καταιγίδα της Βαρκελώνης. Η αποβολή του Τιάγκο Μότα φέρνει τον Σάμουελ στο άκρο της άμυνας. Ναι, έπαιξε ακόμα και δεξιός μπακ σε εκείνο το επικό ματς.
Η Ίντερ προκρίνεται με ένα από τα πιο ηρωικά παιχνίδια της ιστορίας της, με μια επιτομή συλλογικής αυταπάρνησης. Ο Tελικός της Μαδρίτης είναι το επιστέγασμα μιας προσπάθειας σχεδόν λυρικής, σχεδόν ψεύτικης. “Η βραδιά του Μιλίτο”, η βραδιά των δακρύων και της αγκαλιάς του Μουρίνιο με τον Ματεράτσι. Η Ίντερ κατακτά το Champions League, εκείνο που το κισμέτ χρωστούσε στο Μοράτι προκειμένου να «ησυχάσει η ψυχή του πατέρα του».
Ο Ετό παραδίδει το «Κύπελλο με τ’ αυτιά» στους οπαδούς της Ίντερ, πνίγεται στις αγκαλιές τους, στο flash interview βρίσκει την ψυχραιμία και υπενθυμίζει πως είναι ο μοναδικός παίκτης που κάνει Τρεμπλ σε διαδοχικές σεζόν με διαφορετικές ομάδες. Αμέσως μετά χαμογελάει και “λύνεται”: «Η μετακόμισή μου στην Ίντερ ήταν η καλύτερη συμφωνία στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Η ευκαιρία που μου έδωσε ο Πεπ αφήνοντάς με να φύγω, μου επέτρεψε να γίνω ακόμα μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας του ποδοσφαίρου και πάνω από όλα επέτρεψε στην Ίντερ να ολοκληρώσει την πιο συμφέρουσα συμφωνία στην ιστορία του ποδοσφαίρου».
Ποτέ δεν ήταν το φόρτε του η ταπεινοφροσύνη, αλλά εν προκειμένω ποιος μπορούσε να τον κακίσει; Πήρε ρεβάνς. Προσωπική ρεβάνς. Και πιθανόν, εάν ο «Μου» δεν έφευγε από το Μιλάνο, να είχε γίνει πραγματικότητα και το back to back που υποσχέθηκε ο Ετό στο τέλος Μαΐου.
Σκόραρε πολύ περισσότερο με τον Μπενίτεθ και τον Λεονάρντο, έλειπε όμως η λύσσα, το “φτιάξιμο”, η εσωτερική ανάγκη για αποδείξεις. Τριάντα επτά (37) γκολ σε μια σεζόν είναι νούμερα για όσκαρ. Κι όμως δεν ήταν ο καλύτερος Ετό. Δεν χρειαζόταν ποτέ στατιστικά για να επιβάλει το μύθο του ο Καμερουνέζος. Άλλωστε πλέον ήταν σε μια ηλικία ώριμη, ηγέτης εντός κι εκτός γηπέδου, με βεβαιότητες και σταθερές που δεν είχε ποτέ.
Άρχιζε να τον τριβελίζει η ιδέα ότι δεν θα ριζώσει ποτέ και πουθενά, ξεκίνησε να του τρώει τις σάρκες το παράπονο ότι ο ίδιος από τη μπάλα δεν έβγαλε τα λεφτά των υπολοίπων. Όταν ο Κερίμοφ, ο όψιμος ιδιοκτήτης της Ανζί, αράδιασε την επιταγή των 20 εκατ. ευρώ, θα ήταν τρελός αν έλεγε όχι.
Στα 30 στο Νταγκεστάν, παρέα με τον Ρομπέρτο Κάρλος, τον Ντισούζακ και τον Ζιρκόφ. Ο στόχος δεν ήταν το Champions League ή η καταξίωση, αρκούσε απλώς να μπει η Μαχάτσκαλα στο χάρτη. Ο Κερίμοφ αγόρασε με τρελά ποσά και τον Γουίλιαμ, τον Ντιαρά, έπεισε με το αζημίωτο και τον Γκους Χίντινκ να αναλάβει τις τύχες εκείνης της μη ομάδας.
Μια “διαυγής τρέλα”, ένα χρονικό μιας προαναγγελθείσας αποτυχίας. Τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία, ποτέ δεν το έκαναν και σε ιστορικό και σε φιλοσοφικό πλαίσιο. Δυο χρόνια “Μίδας”, δυο χρόνια παγετός. Και κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Η πρόταση της Τσέλσι ήχησε σαν μελωδία, πολλώ δε με δεδομένη και την παρουσία του Μουρίνιο στον πάγκο της. Όπως όλοι οι μεγάλοι έρωτες, η σχέση κατέληξε σε μίσος. Δυο αντίθετοι πόλοι, δυο κόσμοι υπό διαφορετικό πρίσμα.
Ο Ζοσέ αμφισβήτησε ακόμα και την ηλικία του ποδοσφαιριστή του, κάνοντας έναν από τους χειρότερους υπαινιγμούς στην καριέρα του. «Το πρόβλημα της Τσέλσι είναι ότι μας λείπει το γκολ, κάποιος που σκοράρει. Έχω έναν, αλλά είναι 32 ή μήπως είναι 35, ποιος ξέρει»; Ο Ετό υπέμεινε στωικά, περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να εκδικηθεί ξανά. Κάποια γκολ αξέχαστα, ήταν εκεί ο διασκελισμός, η έκρηξη, το νεύρο.
Ήταν η τελευταία έκλαμψη, η τελευταία φορά του ώριμου Ετό. Όταν η τροχιά έγινε πτωτική και άρχισαν να ακούγονται τα blues του κλεισίματος της καριέρας του, ήρθαν η Έβερτον, η Σαμπντόρια, η Τουρκία με την τριετία σε Αντάλια και Κόνιασπορ.
Έριχνε το επίπεδο κυνηγώντας το χρυσό επίλογο της καριέρας του, πιθανόν τα 38 γκολ με την Κόνιασπορ να μπορεί να λογιστεί ως τέτοιος, μιας και τα ένσημα του Κατάρ τη σεζόν 2018-19 ήταν κάτι σαν αναμενόμενο closure από όλες τις απόψεις.
Θα μπορούσαν να γίνουν ταινία η ζωή του και η αθλητική διαδρομή του. Παραμυθένια εξέλιξη, δεν υπάρχουν “ανώνυμα” χρόνια, τα έκανε όλα. Πέρασε από όλες τις ποδοσφαιρικές βαθμίδες ανεξαρτήτως εποχής και επιπέδου, ανταποκρίθηκε σε όλες τις προκλήσεις.
Δικές του, προσωπικές αλλά και επίκτητες. Ακόμη περπατάει στο δρόμο και έχει την εντύπωση ότι έχει κολλημένες τούφες γρασίδι στα παπούτσια. Δεν μπορεί να το αποχωριστεί το ποδόσφαιρο.
Στα 39 “το έκοψε”, το πήγε όσο πιο μακριά γινόταν, πάλεψε να μείνει παιδί, επιμήκυνε αυτό που ονομάζουμε «περίοδο αθωότητας», κι ας ήταν γεμάτη προσωπικές μάχες. Πρώτα έπρεπε να πολεμήσει τα στερεότυπα, μετά την προκατάληψη, στο τέλος κατάλαβε ότι απέναντί του είχε το ρατσισμό. Κεκαλυμμένο και μη.
Από πιτσιρικάς έχτισε χαρακτήρα, ευαισθητοποίησε ένα κοινό που δεν ήταν ποτέ δικό του, έθεσε εαυτόν στην υπηρεσία ενός ποδοσφαίρου με κοστούμι και γραβάτα αλλά αδειανά πουκάμισα. Στην Ισπανία, την Ιταλία, την Αγγλία, την Τουρκία, σε όλο τον κόσμο.
Πάντα με την “υποχρέωση” να πρεσβεύει τα ίσα δικαιώματα και την ισότητα, πάντα με δεύτερη ατζέντα να μην σκύβει το κεφάλι ενώπιον της άγνοιας, της μικρόνοιας και της μοχθηρίας. Με μια δική του, ξεχωριστή συμπεριφορά, με πλήρη ανάληψη της ευθύνης των πράξεών του.
Δούλεψε σαν μαύρος για να ζήσει σαν λευκός. Δικά του λόγια είναι, το ξεστόμισε κάποτε στη Βαρκελώνη και λίγοι το κατάλαβαν. Το έκανε σαφέστερο, όταν σε ένα ματς εναντίον της Σαραγόσα πανηγύρισε το γκολ χορεύοντας σαν μαϊμού. Μπροστά σε ένα κοινό που συμπεριφερόταν σαν Νεάτερνταλ και πετούσε φιστίκια σαν να ταΐζει το ζωντανό στο ζωολογικό κήπο.
Δίπλα του ο Ντέκο, μια φιγούρα “μεικτή”, ένα πρόσωπο που, αν το εξετάσει κάποιος ενδελεχώς, θα διακρίνει χαρακτηριστικά όλων των φυλών του Ισραήλ. Αυτή τη στιγμή θεώρησε ως εκ των κορυφαίων της καριέρας του ο Ετό. Δεν γούσταρε ούτε τις καμπάνιες της FIFA, ούτε τα τηλεοπτικά σποτ, ούτε τους καθωσπρεπισμούς της εκάστοτε λίγκας.
Ωμό το ήθελε το μήνυμα. Ούτε brands, ούτε τσιτάτα, ούτε τίποτα. Μόνο το χρώμα του δέρματος. «Είμαι μαύρος και είναι η σειρά μου». Υφέρπει μια διακριτική ενόχληση σε όλο αυτό, ορισμένοι είδαν και υποκρισία. Δεν θυμούνται/γνωρίζουν ούτε τις προσβολές ούτε τα περιστατικά. Τόσο σκληρά που δεν γράφονται και καλό είναι να μην επαναλαμβάνονται.
Έγινε πρεσβευτής της UNICEF, αφοσιώθηκε στην καταπολέμηση του ρατσισμού και της φτώχειας, στάθηκε στο πλευρό των ανθρώπων της πατρίδας του, του Καμερούν. Fundacion Privada Samuel Eto’o, Ιδιωτικό Ίδρυμα Σάμουελ Ετό. Καλλιέργεια ονείρων, επένδυση σε ένα καλύτερο μέλλον. Όπως έκανε ο ίδιος.
Ο Ετό ήταν ένα τσουνάμι εντός και εκτός γηπέδου και η ιδέα της διαχείρισης ενός τσουνάμι είναι αδιανόητη. Ο μόνος τρόπος για την επιβίωση είναι να προσπαθήσεις να παραμείνεις στη ζωή, ενώ το βλέπεις να έρχεται, αποδεχόμενος τη δύναμή του.
Ντεμπούτο με το Καμερούν στα 16 του, στα 18 του σκόραρε στον Τελικό του Κυπέλλου Εθνών Αφρικής το γκολ που λύγισε τη Νιγηρία του Τζέι Τζέι Οκότσα και στα 19 κέρδισε το Χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο, νικώντας πρώτα τη Βραζιλία του Ροναλντίνιο στα προημιτελικά και εν συνεχεία την Ισπανία του Τσάβι στον Τελικό. Στα 40 τον έκαναν Πρόεδρο της Ομοσπονδίας (FECAFOOT), γιατί ήταν το μοναδικό πράγμα που δεν είχε κάνει με το Καμερούν.
“Εκλεκτός” από μικρό παιδί. Ένα θαύμα άμεσα συγκρίσιμο με τα μεγαλύτερα διαμάντια των ποδοσφαιρικών ορυχείων του κόσμου ολάκερου. Ένα τρομερό “φίλτρο” των ποιοτικότερων χαφ που ανέδειξε το άθλημα, στην κορύφωσή του ένα θραύσμα που διαπερνούσε τη ζωντανή σάρκα της αντίπαλης άμυνας.
Τέλεια ισορροπία, ακόμα και όταν ανέπτυσσε τη μέγιστη ταχύτητα. ο πρώτος ποδοσφαιριστής που κυριάρχησε σε αυτό που μετέπειτα μάθαμε ως «διαγώνιο ποδόσφαιρο», εκείνο των απότομων αλλαγών κατεύθυνσης με τα αλλεπάλληλα “κοψίματα”.
Αγωγιμότητα μπάλας και ποδιού, κίνηση σε βάθος, ο μοναδικός που ήταν πάντα πεπεισμένος ότι η μπάλα θα τον έφτανε, δημιουργώντας έτσι τον ίδιο τον χώρο για να αφήσει το ταλέντο των συμπαικτών του να εκραγεί.
Το γεγονός ότι ήταν πρακτικά αμφιδέξιος τον έκανε ακόμα πιο θανατηφόρο, γιατί εκτός από την ικανότητα να ανεβάζει τις γραμμές ή να δίνει βάθος διέθετε σωστό χρονισμό στην πάσα και δυνατό, ακριβές σουτ. Πρακτικά ήταν αδύνατον να βρεθεί αντίδοτο στο παιχνίδι του. Το πλήρωσαν στο πιο κορυφαίο επίπεδο η Άρσεναλ, η Γιουνάιτεντ, η Μπάγερν, σε τρεις Τελικούς.
Αδικημένος. Ίσως και από τον εαυτό του, ίσως και από το χαρακτήρα του.
Ο Σάμουελ Ετό είναι η αποδοχή ότι το αγνό ταλέντο μπορεί να πάρει περιφρονητικές στροφές, αλλά πάντα παραμένει απρόσβλητο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Φρανκ Ράικαρντ – Ρουντ Γκούλιτ: Το Γιν και το Γιανγκ
Ο Τσάβι οδήγησε το ποδόσφαιρο στο μέλλον
Κάρλες Πουγιόλ: Més que un Capitan
Ο εύκολος δρόμος του Ζεράρ Πικέ
Σέρχι Μπουσκέτς: Ορίζοντας τον χώρο
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro