Ξεκίνησα το τένις έξι ετών, το 1966, στον Όμιλο Φιλοθέης.
Ήταν ένας προπονητής εκεί, ο οποίος είχε αρραβωνιαστεί μια κυρία με την οποία έκανε παρέα η μητέρα μου.
Και, όταν ήμουν στην Α’ Δημοτικού, έγινε μια σχολή προπονητών με έναν Εγγλέζο επικεφαλής. Κάποια στιγμή λέει στη μάνα μου «θέλεις να φέρεις και τον γιο σου να παίξει τένις;». Και πήγα.
Θα διάλεγαν τους οχτώ καλύτερους και μαζευτήκαμε έξι παιδιά, οπότε ήμουν κι εγώ… μες στους καλούς. Αλλά εκτός από εμένα όλοι οι άλλοι ήταν πλουσιόπαιδα και έφυγαν, πήγαν καλοκαιρινές διακοπές. Οι δικοί μου οι γονείς δούλευαν, μαγείρισσα η μάνα μου, οικοδομή ο πατέρας μου, και έμεινα σπίτι το καλοκαίρι. Έπαιζα τοίχο-τοίχο-τοίχο όλη μέρα και, όταν γύρισαν αυτά τα παιδιά, τα κέρδιζα πολύ εύκολα..
Μεγάλωσα Αλσούπολη, Νέα Φιλοθέη, στην Καποδιστρίου δίπλα.
Το τένις ήταν απέναντι και πήγαινα ποδαρόδρομο μόνος μου, έξι-επτά χρόνων, και θυμάμαι τη μάνα μου που μου έλεγε «πρόσεξε μη σου δώσει κανείς καμία καραμέλα, πρόσεξε τους ανώμαλους που κυκλοφορούν». Γύριζα σπίτι, όταν είχε πέσει το σκοτάδι.
Όταν ήμουν 12 ετών παιδάκι, ο πατέρας μου με πήγαινε οικοδομή για να μάθω την τέχνη, να γίνω μαραγκός. Η μάνα μου με πήγαινε -ίσως ξέρει ο κόσμος- στην Κανάρη όπου ήταν το κομμωτήριο George για να γίνω κομμωτής κι εγώ τσακωνόμουν κι έφευγα.
Πάλι, όταν πήγαινε στο σχολείο η μάνα μου για να μάθει πώς πήγαινα με τα μαθήματα και ρώταγε «τον έχετε γράψει;», εγώ έφευγα και πήγαινα στο τένις.
Η τηλεόραση τότε δεν έδειχνε τένις, άρχισε να δείχνει μετά το 1974, έδειχνε Γκιγιέρμο Βίλας, για παράδειγμα.
Εγώ μπήκα Εθνική ομάδα στα 15-16 μου.
Εκείνη την περίοδο ινδάλματα ήταν ο Τζίμι Κόνορς και κάποιοι άλλοι, γι’ αυτούς ακούγαμε.
Κάθε τόσο βλέπαμε και κάποια στιγμιότυπα στην ΕΡΤ, κανένα δίλεπτο. Βλέπαμε και κάποια διεθνή τουρνουά που γίνονταν στην Ελλάδα, ένα τον χρόνο, όπου έρχονταν ξένοι που νομίζαμε ότι ήταν οι… θεοί, αλλά ήταν πολύ μέτριοι τενίστες.
Δύσκολες ήταν τότε οι συνθήκες για το ελληνικό τένις.
Όταν παίζαμε εμείς την δεκαετία του ’80, 1983-1984, μάζευε κόσμο, γιατί είχαμε μια κόντρα με τον Τάσο Μπαβέλα, εγώ ήμουν απ’ τα Βόρεια προάστια, ο Τάσος απ’ τα Νότια, μαζεύαμε 500-600 άτομα κερκίδα και γινόταν χαμός. Αλλά ακόμα και σε διεθνή τουρνουά έρχονταν το πολύ 100 άτομα.
Όταν ξεκίνησα στην Εθνική ομάδα, άρχισαν να μου δίνουν κάποια ρούχα οι εταιρείες, τότε είχε μπει στο παιχνίδι η Nike, η Fila, η Elesse, η Lacoste, αλλά πριν το 1975 είχα… ένα σορτσάκι και δύο μπλουζάκια, τα οποία τα έπλενε η μάνα μου, πολύ καθαρή γυναίκα, στο χέρι και τα ζέσταινε στην γκαζιέρα ή τη σόμπα για να τα φορέσω την άλλη μέρα το πρωί.
Επίσης, στη δεκαετία του ’70, όταν έπαιζαν οι πλούσιοι και έσπαγαν οι χορδές, εμείς τρέχαμε ποιος θα πάρει τις χορδές να κάνουμε μπάλωμα στη ρακέτα.
Παπούτσια φόραγα Zita Hellas, τα Stan Smith κλπ ήταν πολυτέλεια, δεν είχα. Μετά που μπήκα στην Εθνική, μου έδιναν οι εταιρίες δύο ζευγάρια παπούτσια τον χρόνο, αλλά θέλαμε πέντε. Κορδέλα στα μαλλιά, όπως ο Μποργκ, δεν φόρεσα ποτέ, δεν μου άρεσε.
Εγώ ήμουν πολύ τυχερό παιδί. Μετά το 1979 ανέλαβε ένας πολύ καλός Πρόεδρος στον Όμιλο Φιλοθέης, ο οποίος μου έλεγε «εμείς, μέσω εσού παίρνουμε χρήματα από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού», και όλα μου τα έξοδα τα πλήρωνε ο Όμιλος.
Αυτό σήμαινε ότι όσα έβγαζα από έπαθλα τα κρατούσα. Κι ήμουν από τους πρώτους Έλληνες που έπαιξαν στο εξωτερικό για ξένες ομάδες που πλήρωναν, όπως στο μπάσκετ, το ποδόσφαιρο κλπ. Αμειβόμουν, δεν ήμουν πλούσιος, αλλά ζούσα καλά.
Βέβαια έπαιζα τένις μόνο έξι μήνες τον χρόνο. Δυστυχώς το άθλημα έχει περιόδους, μέχρι τον Οκτώβριο παίζεις στην Ευρώπη, μετά υπάρχει μια διακοπή ενός μήνα και στη συνέχεια ξεκινά η Λατινική Αμερική και η Αυστραλία. Τότε το εισιτήριο για εκεί κόστιζε 800.000 δραχμές και με αυτό το ποσό ζούσες έναν χρόνο, οπότε εγώ δεν πήγαινα, γιατί δεν είχα τα λεφτά να ταξιδέψω. Κι έμενα εδώ και έπαιζα έξι μήνες τον χρόνο.
Το Νο 208, το καλύτερό μου στην παγκόσμια κατάταξη, είναι πλασματικό. Μπορούσα να το έχω κάνει και 108, 98 και 88, αλλά δεν υπήρχαν οι συνθήκες, ήταν πάντα το οικονομικό θέμα στη μέση. Εγώ έβγαζα κάποια χρήματα, με τα οποία έπρεπε να επιβιώσω. Δεν είχα να πάω στην Αυστραλία να παίξω προκριματικά Αυστραλιανό Open.
Δεν υπήρχαν και στα προκριματικά χρήματα. Τώρα πλέον όταν παίζεις Australian Open, ξεκινάς με όλα πληρωμένα, με 10.000 για τον πρώτο γύρο χαμένο, ενώ τότε έπρεπε να πληρώσεις εισιτήρια, ξενοδοχεία, δεν μπορούσα να πάρω αυτήν την πρωτοβουλία.
Εγώ είμαι ένα παιδί που λέω «ό,τι γράψει το κοντέρ είσαι», δεν υπάρχουν “αν” και “αν”.
Μπορεί, αν είχα γεννηθεί αργότερα, οι συνθήκες να ήταν καλύτερες, να είχα όλη την υποστήριξη που χρειάζεται, αλλά να ήμουν “μπούλης”, όπως πολλά σημερινά παιδιά.
Στους Ολυμπιακούς της Σεούλ το 1988 ανοίγαμε τους αγώνες εμείς, 10.000 κόσμος στις κερκίδες, πρώτη φορά.
Αποκλείστηκα από τον πρώτο γύρο. Είχα πέσει σε έναν Κορεάτη που στην πατρίδα του ήταν πάρα πολύ καλός και δεν είχε κερδίσει μόνο εμένα, είχε κερδίσει και τον Λεκόντ που ήταν No 5 στον κόσμο, τον Κιμ Μπονγκ Σου. Έχασα στο πέμπτο σετ, 6-4, αν θυμάμαι καλά, μετά από τέσσερεις ώρες αγώνα.
Όταν έχασα από τον Κορεάτη, με πίκαραν όλοι ότι έχασα… από Κορεάτη, αλλά -τελικά- δεν ήταν καθόλου κακός τενίστας.
Για τους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης το 1992 έπαιξα προκριματικούς αγώνες, αλλά έχασα στον τελευταίο γύρο από τον μπαμπά του Νορβηγού του Κάσπερ Ρουντ και δεν μπόρεσα να προκριθώ.
Για το διπλό, επειδή ήταν να παίξω με ομάδα από τη Γερμανία, τη χώρα από την οποία έπαιρνα κάποια χρήματα για να επιβιώσω, παίζοντας με σύλλογό της, δεν δέχτηκα να πάω. Πήγε ο Κωνσταντίνος Εφραίμογλου μαζί με τον Τάσο Μπαβέλα.
Έχω παίξει με τον Ματς Βιλάντερ, με τον Μπόρις Μπέκερ, με τον Στέφαν Έντμπεργκ, ήταν τότε που ξεκινούσαν αυτοί και εγώ ήμουν λίγο μεγαλύτερος.
Ο Μπέκερ ήταν ένας Γερμανός, ο οποίος δούλευε πολύ, αλλά ήταν και ταλαντούχος, γιατί δεν γίνεσαι No 1 στον κόσμο, αν δεν έχεις ταλέντο! Με τον Βιλάντερ είχα παίξει στο Ελσίνκι της Φινλανδίας το 1981-1982, τότε ήταν 17 χρόνων και τον είχα κερδίσει.
Αντίστοιχα, είχα κερδίσει και τον Έντμπεργκ, όταν ήταν 16 ετών και εγώ 21. Έχω παίξει και με τον Πατ Κας στην Ιαπωνία, τον είχα κερδίσει, όταν ανήκε στο top 10.
Αν θα μπορούσα να είμαι σήμερα “Τσιτσιπας“, δεν ξέρω. Παρόλ’ αυτά, από το 1977 έως το 1995, όταν και σταμάτησα, οι αθλητές του τένις είχαν κατά μέσο όρο ύψος 1.80 και εγώ ήμουν 1.93. Δηλαδή τα σωματικά μου προσόντα ήταν του… 2022. Αυτό ήταν ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Για τα υπόλοιπα, δεν ξέρω…
Ο Στέφανος έγραψε “καλοβελωνιές” στην κάμερα, μετά τη νίκη επί του Νόβακ Τζόκοβιτς και την πρόκριση στα ημιτελικά του Shanghai Masters το 2019.
Την προηγούμενη ημέρα έπαιζε ο Μάρκος, ο γιος μου, με τον αδερφό του, τον Πέτρο, σε τουρνουά στον Λίβανο και τηλεφώνησα να δω τι έκαναν.
Μου είπε ο Μάρκος ότι έχασαν και ότι εκείνην την στιγμή ο Πέτρος ήταν δίπλα του και μιλούσε με τον Στέφανο. Του έστειλα λοιπόν χαιρετίσματα και μου φώναξε από ανοιχτή ακρόαση «κόουτς, πώς να τον παίξω τον Σέρβο;». Του είπα λοιπόν τι έπρεπε να κάνει, τον είχα συμβουλέψει να μην παίζει πολύ μεγάλους πόντους και να μην τον παίζει “μία-μία”, να τον παίζει “τρεις-μία” κλπ.
Ξεκίνησα να βλέπω το ματς, ο Τσιτσιπάς έχασε το πρώτο σετ 6-2 και λέω «ωχ, ποιος τον ακούει». Μετά όμως τσούκου-τσούκου κέρδισε. Έκανε πολλά από αυτά που του είχα πει και γι’ αυτό έγραψε στην κάμερα “καλοβελωνιές”.
Λείπει πάρα πολύ στο εξωτερικό, αλλά γενικά συναντιόμαστε. Με τον πατέρα του και την μητέρα του συναντιόμαστε πιο συχνά στην Αθήνα.
Ο Στέφανος θα ανέβει σίγουρα στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης, Νο1, μικρός είναι ακόμη. Και το είχα προβλέψει, όταν ακόμη ήταν 19 ετών.
Ίσως να πρέπει να γίνει μια προπονητική διαχείριση, τη μια εβδομάδα είναι ο ένας προπονητής, την άλλη ο άλλος, την άλλη εβδομάδα η μαμά, την άλλη ο μπαμπάς, αυτό ίσως δημιουργεί θέματα.
Τότε δεν ήμουν διάσημος, όπως είναι τώρα ο Τσιτσιπάς και είναι λογικό αυτό. Τότε ήταν πολύ “μικρό” το τένις στην Ελλάδα συγκριτικά με το σημερινό, δεν είχε την τωρινή διάδοση.
Βέβαια στο τενιστικό κύκλωμα με ήξεραν όλοι. Και τώρα με γνωρίζουν, γιατί έχω περάσει γενιές και γενιές παιδιών. Με ξέρουν οι παππούδες, με ξέρουν οι μπαμπάδες και με ξέρουν και τα παιδιά.
Τότε δεν ήμουν σούπερ σταρ, με το τένις δεν μπορείς να γίνεις σούπερ σταρ, εκτός και αν είσαι Στέφανος Τσιτσιπάς ή Μαρία Σάκκαρη.
Θυμάμαι τον παππού της Μαρίας, τον αείμνηστο Δημήτρη Κανελλόπουλο. Με είχε προπονήσει το 1973 στον Όμιλο Αθηνών, είχαν οργανωθεί ειδικές προπονήσεις και πήγαινα για περίπου έναν χρόνο. Τον αγαπούσα πάρα πολύ, τον είχα σαν πατέρα μου.
Δεν μπορώ να πω ότι είμαι ο “Πατριάρχης” του ελληνικού τένις.
Είναι ο Νίκος Καλογερόπουλος, έπαιξε από το 60s έως το 1978-1979, οπότε τότε τον κέρδισα εγώ, μεγάλος τενίστας, έχει κερδίσει και Τζούνιορ Γουίμπλεντον και Ρολάν Γκαρός. Βέβαια ζούσε μόνιμα στην Κόστα Ρίκα. Ερχόταν στην Ελλάδα και έπαιζα τρία τουρνουά τον χρόνο.
Γράφεται στο βιογραφικό μου ότι έχω κατακτήσει εννιά συνεχόμενα Πανελλήνια Πρωταθλήματα. Στην πραγματικότητα, έχω κερδίσει 10, αλλά το ένα δεν μου το αναγνώρισαν.
Τότε είχαν φέρει κάτι Ελληνοαμερικανούς να παίξουν που ήταν πολύ χειρότεροι και από εμένα και από τον Ρήγα και από τον Εφραίμογλου και από άλλους Έλληνες.
Είχαμε Βαλκανικούς αγώνες, εγώ δεν δέχτηκα να παίξω με αυτές τις συνθήκες και με αυτούς που ήθελαν να προωθήσουν στην ομάδα.
Και λέω τότε στον κύριο Γάγγα, τότε Γενικό Γραμματέα στην Ομοσπονδία, «αν κερδίσω το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα, δεν θα μου κάνεις απονομή, γιατί θα στο πετάξω στο κεφάλι». Και πράγματι, μόλις μου έκανε απονομή, του το πέταξα στο πρόσωπο και μου αφαίρεσαν το Κύπελλο. Ήταν το 1982 ή το 1983.
Και έχω παίξει και 16 φορές συνεχόμενες Πανελλήνιο Πρωτάθλημα.
Την ακαδημία μου στην Πεύκη την ξεκίνησα το 1994, αλλά είχα ήδη αρχίσει το 1993, ενώ έπαιζα, και λέω «να ξεκινήσω σιγά-σιγά να μαθαίνω», έπαιζα εκεί και ως αθλητής.
Το 1993 έπαιξα τελευταίο ματς, Davis Cup.
Μου αρέσει πολύ αυτό που κάνω, αλλά ήταν και η επιβίωση, δεν ήταν μόνο ότι αγαπάω το τένις. Αγαπάς κάτι, αλλά πρέπει να μπορείς να ζήσεις και με αυτό.
Στην ακαδημία μπαίνω 10:00 και φεύγω 23:00.
Είμαι ο πρώτος άνθρωπος που έκανε ακαδημία με γκρουπ τεσσάρων, κάτι που αντέγραψα από το εξωτερικό, την Αμερική, την Αγγλία και την Αυστραλία.
Όλοι τότε έπαιζαν ιδιαίτερα μαθήματα, με τρεις μπάλες κλπ. Εγώ έβαλα τέσσερα άτομα στο γκρουπ, με κουβά, να κάνουν ασκήσεις.
Τα πρώτα χρόνια έως και το 2010 ήμουν πολύ αναγνωρίσιμος στην ακαδημία μου, ο κόσμος, οι μαθητές με κοιτούσαν στα μάτια. Τώρα όχι τόσο πλέον.
Μεγαλώνουμε, καινούργια παιδιά έρχονται στο γήπεδο, δεν ξέρουν ποιος είναι ο Καλοβελώνης. Έρχονται τυχαία.
Ήρθε προπονητής που τελείωσε Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού το 1991, η καλή μου η χρονιά, και μου έδωσε το βιογραφικό του. Του λέω «να το δώσεις στον Καλοβελώνη, τον ξέρεις;» και μου λέει «ποιος είναι αυτός;». Ε, τι να του πω; Στον κουβά το βιογραφικό!
Όταν ο Μάρκος, ο γιος μου, ήταν σε ηλικία τεσσάρων-πέντε ετών, του έκανα τεστ και έβλεπα ότι είχε καλή επαφή με την μπάλα. Βέβαια, είχε μεγαλώσει στα γήπεδα, έβλεπε τους προπονητές με τα άλλα παιδάκια και είχε συνηθίσει τις κινήσεις. Έλεγαν όλοι ότι είναι μεγάλο ταλέντο το παιδί. Ταλέντο ήταν.
Ξεκίνησε να παίζει, δεν ήταν στους πρώτους Έλληνες στις ηλικίες 11-12-13, αλλά μετά, στα 15-16, έγινε ο καλύτερος Έλληνας, έγινε Νο 20 στον κόσμο Τζούνιορ.
Μετά ταξίδεψε μαζί μου έναν χρόνο, αλλά η κρίση δυσκόλεψε αυτήν την δυνατότητα να ταξιδεύουμε μαζί. Ήταν μόνος του, άρχισε να κάνει του κεφαλιού του και σταματήσαμε τη συνεργασία, γιατί θα τον έχανα από φίλο και γιο!
Σωματικά είναι πιο ψηλός από εμένα, μοντέρνος τενίστας. Και έχει πιο πολλά πλεονεκτήματα από εμένα. οικονομική άνεση, δεν έχει τόσο άγχος, έχει μια δουλειά ο πατέρας του, θα μπορούσε να ασχοληθεί πιο χαλαρά.
Εγώ το είδα τελείως επιβίωση, “να ζήσω από το τένις” και όχι “να παίξω τένις”.
Ή έπρεπε να πάω οικοδομή ή να παίξω τένις.
Είμαι τυχερός που διάλεξα το τένις…
Ο Γιώργος Καλοβελώνης είναι Πρωταθλητής στο τένις, κάτοχος εννέα εθνικών τίτλων.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιώργος Παναγιωτόπουλος: Δύο Κόσμοι / Μαρία Σάκκαρη: Πάθος!
Κώστας Περγαντής: Παίζοντας το παιχνίδι / Νίκος Σισμανίδης: Ο λιγομίλητος Τσιτσιπάς
Η μεγάλη ανατριχίλα του Στέφανου Τσιτσιπά / Απόστολος Τσιτσιπάς, ο κυματοθραύστης του Στέφανου
Μιχαέλα Λάκη: Dream Big / Βασιλική Καλογεροπούλου: Είμαι, Σκέφτομαι, Θέλω!
Ρότζερ Φέντερερ: Ευτυχία είναι η πεποίθηση ότι μας αγαπούν
Το Match Point του Νόβακ Τζόκοβιτς / Οι 12 Άθλοι Του Ράφα Ναδάλ
Η πύρρειος νίκη του Μπόρις Μπέκερ / Η ναρκισσιστική γοητεία της αυτοκαταστροφής του Μποργκ
Στέφαν Έντμπεργκ: Υψηλή Αισθητική / H Guernica του Τζον Μάκενρο