Τον πρώτο μισθό που τσέπωσα ποτέ τον έδωσα πίσω στον εργοδότη, πριν συμπληρωθεί μήνας από την εκταμίευσή του.
Ευγνώμων. Είπα και ευχαριστώ.
Διότι, δίχως αυτό το μηνιάτικο, δεν θα μπορούσα να χρηματοδοτήσω το ταξίδι της ζωής μου.
Δεν ήταν φυσικά «ταξίδι της ζωής μου» η απόβαση στη Γάνδη, αλλά έτσι μου φαινόταν τότε.
Αντί να καλύψω το πρώτο φάιναλ-φορ του Άρη από την τηλεόραση, καθηλωμένος στο γραφείο μου στην Απογευματινή ανάμεσα στον Μανώλη Δράκο και τον Γιάννη Καπαγερίδη, θα είχα την ευκαιρία για πολλαπλά τετ-α-τετ με τον Νίκο Γκάλη, τον Παναγιώτη Γιαννάκη, τον Μπομπ Μάκαντου, τον Ντίνο Μενεγκίν, τον Μάικ Ντ’Αντόνι, τον Ντορόν Τζάμσι, τον Ζάρκο Πάσπαλι, τον Βλάντε Ντίβατς.
Καπαγερίδης ή Ιωαννίδης; Μανώλης Δράκος ή «δράκος» Γιαννάκης; Μμμμ, δύσκολη επιλογή.
Η αιμορραγία της τσέπης ήταν μία ασήμαντη αβαρία. Είχα μόλις πληρωθεί τα πρώτα μεροκάματο της σταδιοδρομίας μου και αδημονούσα να δοκιμάσω τις αντοχές του, έξω από τα ελληνικά σύνορα.
Άλλωστε, η εφημερίδα χρειαζόταν ανταποκριτή στη Γάνδη και αναμφίβολα θα έβαζε το χέρι στο ταμείο για να του καλύψει τα έξοδα, σωστά;
Κούνια που τον κούναγε, τον επίδοξο και αυτόκλητο ανταποκριτή.
«Σου δίνουμε τριάντα χιλιάρικα», με ενημέρωσε με ύφος που δεν σήκωνε διάλογο ο προϊστάμενος, ο κύριος κυρ Μανώλης (Γαρυφαλλάκης). Τις λέξεις «και άμα σ’ αρέσει», τις πρόσθεσε με το βλέμμα του. Ναι μεν η Ελλάδα ήταν πρωταθλήτρια Ευρώπης στο μπάσκετ, αλλά η παλαιά γενιά των αθλητικών συντακτών έβλεπε το μπάσκετ ως παρείσακτο εχθρό και τη νουβέλ βαγκ των συναδέλφων ως άγρια που ήρθαν να διώξουν τα ήμερα.
Μάλλον είχαν δίκαιο, αλλά το ταμείο θα γίνει όταν τελειώσουν οι εχθροπραξίες. Ορισμένα από τα ήμερα αντέχουν μέχρι σήμερα και πολλά από τα άγρια έχουν γίνει ήμερα.
Τριάντα χιλιάδες δραχμές, εκατό ευρώ σκάρτα σε λεφτά της νέας εποχής, που ακόμη αργούσε. Για να αντλήσω από αυτά αεροπορικό εισιτήριο, διαμονή 4-5 ημερών, φαγητά, μετακινήσεις και καμιά μοναστηριακή μπίρα για το ευ ζην. «Και άμα σ’ αρέσει». Αλλιώς, πήγαινε να κλειστείς σε μοναστήρι, να την πιείς εκεί τη μπίρα.
Αποφάσισα ότι μου άρεσε. Όχι η μπίρα, αλλά το «ντιλ». Την αναπόφευκτη τρύπα στον προϋπολογισμό του ταξιδιού την κάλυψαν οι γονείς, συνηθισμένα δα τα βουνά στα χιόνια εικοσιδύο συνεχόμενων χειμώνων. Το πολύτιμο φακελάκι με το μηνιάτικο επέστρεψε, μέσω Βελγίου, στο ταμείο της εφημερίδας.
Οι λεπτομερείς και ενθουσιώδεις ανταποκρίσεις από τη Φλάνδρα αποτέλεσαν ευγενική χορηγία του φιλόδοξου και ονειροπαρμένου νεαρού ρεπόρτερ, που δεν δεχόταν για κανέναν λόγο να χάσει τη μεγάλη γιορτή του μπάσκετ.
«Ποιος ξέρει πότε θα ξαναπαίξει ελληνική ομάδα σε φάιναλ-φορ», εξήγησε στα ευήκοα ώτα των γονιών του. Τριάντα χρόνια, εικοσιένα φάιναλ-φορ και εννέα ελληνικά τρόπαια αργότερα, το θυμάται, το γράφει και χασκογελάει…
Η Γάνδη ήταν ένα γκρίζο Μπριζ χωρίς τη γραφικότητα: κανάλια, αποθήκες και – …συγγνώμη, αλλά δεν θυμάμαι τίποτε άλλο. Εγώ είχα πάει για το μπάσκετ και μόνο αυτό έβλεπα γύρω μου. Θα είχα λησμονήσει και τα κανάλια, αν δεν τα συνδύαζα με κάτι αναμνηστικά ενσταντανέ και με το πρώτο κινέζικο γεύμα της ζωής μου, σε ένα πλωτό εστιατόριο με κουλέρ νον-λοκάλ.
Οι αποθήκες έμειναν στο μυαλό μου επειδή μία από αυτές, στο χώρο της έκθεσης Φλάντερς΄Έξπο, είχε μετατραπεί σε γήπεδο, όπου μάλιστα οι φύλακες μας ξέχασαν ένα βράδυ -τους υστερικούς με το γράψιμο Έλληνες δημοσιογράφους- και μας κλείδωσαν μέσα, μόλις συμπληρώθηκε το ωράριό τους.
Η κυρίαρχη εικόνα της Γάνδης στις αναμνήσεις μου είναι το κίτρινο τείχος της κερκίδας των οπαδών του Άρη, οι οποίοι εξαπέλυσαν μία εκστρατεία δίχως προηγούμενο και δίχως επόμενο.
Το κυνήγι του εισιτηρίου έλαβε διαστάσεις θρησκευτικού προσκυνήματος και οι ασεβείς παραβάτες κάηκαν στην πυρά. Η τελευταία φράση είναι προφανώς μεταφορά, αλλά δεν απέχει από την πραγματικότητα τόσο όσο θα ήθελαν οι ίδιοι οι παραβάτες. Ένας ταξιδιωτικός πράκτορας που οργάνωσε οδική εκδρομή από τη Θεσσαλονίκη αλλά αμέλησε να εξασφαλίσει το σημαντικότερο εδάρη ανηλεώς, ξεβρακώθηκε από τους οργισμένους οπαδούς και ανασκολοπίστηκε κάπου έξω από τη Βενετία, όταν τόλμησε να εκμυστηρευτεί την αλήθεια.
«Το σημαντικότερο» δεν ήταν φυσικά δωμάτιο για ύπνο, ποιος χρειάζεται δα ύπνο σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά τα εισιτήρια για την είσοδο στο γήπεδο.
Ο Άρης δεν μπόρεσε να κατακτήσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης, ούτε το 1988 στη Γάνδη ούτε σε κάποιο από τα δύο φάιναλ-φορ που ακολούθησαν (Μόναχο, Σαραγόσα).
Κάθε φορά που ανασύρω από τη μνήμη το πρώτο από αυτά τα τρία ταξίδια, ξαναζώ νοερά τη νυχτερινή διαδρομή μέσα από τα δάση της Φλάνδρας μετά τον τελικό, σε αναζήτηση του ξενοδοχείου όπου μας περίμενε, εκών άκων, για νυχτερινή κουβέντα, ο Γιάννης Ιωαννίδης.
Στην πραγματικότητα περίμενε τους δύο πολύπειρους συνεπιβάτες μου, αφού εμένα δεν με γνώριζε ούτε κατ’ όψη, ούτε κατ’ όνομα. Αυτό δεν εμπόδισε τον νεοσύλλεκτο να μετάσχει στην αρμένικη βίζιτα.
Συνάδελφοι παλαιότεροι στη πιάτσα με προειδοποίησαν από την πρώτη στιγμή: «Πάνω απ’ όλα, μη κάνεις το λάθος να περάσεις από το ξενοδοχείο του Άρη αργά το βράδυ, μετά από ματς. Το πηγαδάκι του Ιωαννίδη διαλύεται το επόμενο πρωί και δεν μιλάει κανένας άλλος εκτός από τον ίδιο».
Άλλο που δεν ήθελα, εγώ το νεούδι. Οι ίδιοι συνάδελφοι που με προειδοποιούσαν, άλλωστε, έφταναν πρώτοι στο σημείο του άτυπου ραντεβού και έπιαναν το καλύτερο στασίδι.
Ο Ιωαννίδης είχε πιστούς αυλικούς, με πολλούς από τους οποίους δεν μιλιόταν. Όποιος δεν καταλαβαίνει πώς ακριβώς λειτουργεί αυτή η φάμπρικα, απλώς δεν γνωρίζει τι εστί Ιωαννίδης.
Φεύγοντας από το ησυχαστήριο, που άκουγε στο όνομα «Χωριό του Ψαρά» αν και βρισκόταν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τη θάλασσα, προσέξαμε ότι στο οικόσημό του είχε μία μαύρη γάτα.
Ο ακραία προληπτικός Ιωαννίδης έψαχνε επί μέρες τον υπαίτιο της γκάφας για να τον πασαλείψει με πίσσα και με πούπουλα. Λέγεται ότι ο φυγάς εντοπίστηκε από διασώστες πάνω σε μία σχεδία, στα ανοιχτά της ανταριασμένης Βόρειας Θάλασσας.
Δεν ήταν η μοναδική φορά που πήγα σε δημοσιογραφική αποστολή ιδίοις εξόδοις. Όταν άκουσα ότι η ΕΡΤ -με την οποία συνεργαζόμουν, πιτσιρικάς ακόμη- τσιγκουνεύτηκε την αποστολή για έναν αγώνα Μπαρτσελόνα-Άρη τον χειμώνα του 1989-90, προσφέρθηκα να κάνω εγώ τη μετάδοση. «Δεν χρειάζεται να αγγαρέψετε κάποιον να περιγράψει από το στούντιο, αφού θα βρίσκομαι για προσωπική δουλειά στη Βαρκελώνη εκείνη τη μέρα», ανακοίνωσα στον προϊστάμενο.
«Αφού θα είσαι εκεί, το αναλαμβάνεις», άκουσα την πολυπόθητη κατάφαση.
Ήταν η τέλεια καταιγίδα, για να βγει στον αφρό ένας ψάρακας του μικροφώνου. Ο Συρίγος είχε εξοριστεί στο μπαλαούρο λόγω πολιτικών πεποιθήσεων, ο Σκουντής δεν ταξίδευε λόγω στράτευσης και ο άγουρος πιτσιρικάς (υπεύθυνος ωστόσο για το μπάσκετ στην ευρείας κυκλοφορίας Απογευματινή) είχε δώσει κάποια πρώτα δείγματα (περι)γραφής.
Ικανοποιητικά ή μη, δεν είχε σημασία. Τέτοιες λεπτομέρειες δεν παίζουν ιδιαίτερο ρόλο, στην ΕΡΤ. Ούτε και αλλού, εδώ που τα λέμε.
Κάπως έτσι, έκανα την πρώτη περιγραφή μου από γήπεδο του εξωτερικού, πριν ακόμη μάθω τι εστί «γιουνιλάτεραλ» ή πώς ακριβώς γίνεται μία δορυφορική σύνδεση. Νομίζω ότι ξεστόμισα την εμβληματική φράση «κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι, από το Παλαού Μπλαουγκράνα, γεια σας», με προφορά Συρίγου, αποτίοντας φόρο τιμής στο θρυλικό ματς της 3ης Δεκεμβρίου 1987, όταν βρισκόμουν στην άλλη πλευρά της οθόνης.
Το παρκέ του γηπέδου αποδείχθηκε κατηφορικό προς τη λάθος κατεύθυνση, οπότε προτίμησα να αποφύγω την ηφαιστειώδη ολονυχτία του «ξανθού».
Όσο για τη συμπτωματική παρουσία μου στη Βαρκελώνη, δεν ήταν ακριβώς συμπτωματική. Απλώς μυρίστηκα την ευκαιρία της ζωής μου και αποφάσισα, αυθόρμητα, να την αρπάξω από τα μαλλιά. Με δικά μου έξοδα, δηλαδή μισά δικά μου, μισά του πτέραρχου. Την ιστορία τη γράφουν οι κυνικοί. Ειδικά στο ευαγές Ραδιομέγαρο της Αγίας Παρασκευής.
Είχε πια γυρίσει για τα καλά ο αιώνας, όταν ξανάβαλα το χέρι -βαθιά- στην τσέπη για να χρηματοδοτήσω μία δική μου δημοσιογραφική αποστολή. Ο Νίκος Γκάλης έψαχνε κεράκια με το «6» και με το «0» για την τούρτα των γενεθλίων του, ο Άρης έκλαιγε καθώς διηγούσε (sic) τα περασμένα μεγαλεία και το ελληνικό μπάσκετ προσκυνούσε μία καινούρια θεότητα.
«Μεγάλη η χάρη σου, λεβέντη μου. Για το χατίρι σου κουβαληθήκαμε δύο άνθρωποι από την άκρη του κόσμου, εδώ, στην πόλη της τζαζ και του Ντόκτορ Τζον», του υποκλιθήκαμε, το ζεύγος των παραζαλισμένων από την πολύωρη πτήση προσκυνητών. Κάπου ανάμεσα στον Ντόκτορ Τζον από τη Νέα Ορλεάνη και τον μίστερ Γιάννη από τα Σεπόλια -και από τα βάθη της Αφρικής- γνώρισα τους βάλτους της Λουιζιάνα.
Αλλά εκεί θα σας πάω αργότερα. Μη μου πάθετε και κανένα τζετ λαγκ. Καθίστε αναπαυτικά στις πολυθρόνες ή βάλτε αντιηλιακό στο κορμί.
Το ταξίδι μόλις τώρα αρχίζει.
Ο Νίκος Παπαδογιάννης είναι δημοσιογράφος.
Το συγκεκριμένο κείμενο αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου «Ο Νίκος λείπει» του Νίκου Παπαδογιάννη, εκδόσεις Key Books.
ΓΙΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ, ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Νίκος Παπαδογιάννης: Η τραγωδία του Μπόμπαν
Βασίλης Σκουντής: Να ‘τανε, λέει, το ΄87!
Βάσω Μώραλη: Οι «ηρωικές» εποχές των μεταδόσεων ποδοσφαίρου
Αλέξης Σπυρόπουλος: Το ποδόσφαιρο ως ιστορία τέχνης και πάθους
Αντώνης Καρπετόπουλος: Η σημασία του να είσαι ο Νίκος Αναστόπουλος