Ήταν 1983-1984, τυχαία είχα βρεθεί στο Στάδιο, πήγαιναν κάποιοι φίλοι που έκαναν στίβο και, επειδή παρακολουθούσα κι εγώ, είχα πάει τότε να δω.
Έλειπε ένα παιδί από το άλμα εις ύψος, ούτε καν με δοκίμασαν, με πήραν στους αγώνες που τότε γίνονταν στη Λάρισα και απ’ το τίποτα κέρδισα, πήρα την πρώτη θέση και… αυτό ήταν.
Είχα μάλιστα πηδήξει «φλοπ», χωρίς να μου πει κανείς, και έκανα 1.60, το πρώτο μου άλμα ήταν 1.60!
Μου άρεσε το ύψος, παρακολουθούσα τους μεγάλους αθλητές και γενικότερα βλέπαμε στίβο στο σπίτι μου.
Το αγώνισμα αυτό αποτελεί μια σπάνια επιλογή, γιατί δεν έχει καμία κίνηση… φυσιολογική, είναι όλες “ανάποδες” σε σχέση με την καθημερινότητα μας.
Αρέσει, αλλά τα περισσότερα παιδάκια, όταν το δοκιμάζουν, δεν ανεβαίνουν ούτε στο στρώμα, οπότε πάνε αλλού, μήκος, σπριντ, αποστάσεις, όπως συμβαίνει και με το επί κοντώ, το οποίο δεν αποτελεί ούτε αυτό πρώτη επιλογή.
Εμένα πάντως μου έβγαινε, ήμουν και αλτικός, απ΄ ό,τι φάνηκε και μετά, οπότε μου βγήκε εύκολα, το αγάπησα και στην πορεία βρήκα πάρα πολλά πράγματα που με κράτησαν συγκεκριμένα στο ύψος και με έκαναν να θέλω μόνο αυτό.
Πολύ γρήγορα ανακάλυψα ότι υπάρχει ένα διάστημα απ’ την ώρα που πατάς μέχρι την ώρα που πέφτεις στο στρώμα, διάστημα στο οποίο με έναν μαγικό τρόπο χάνεσαι, είναι κενό, δεν θυμάσαι τίποτα, δεν βλέπεις τίποτα, δεν θυμάσαι τι έγινε, μέχρι που προσγειώνεσαι και παίρνεις μια τεράστια χαρά.
Αυτό το μυστήριο ήταν και ο κύριος λόγος που με ενθουσίασε το ύψος.
Τον πήχη τον έβλεπα και καμιά φορά τον έβριζα, αλλά, μεγαλώνοντας, μου ήταν αδιάφορος, απλώς ήθελα να περάσω από πάνω του.
Μεγάλο ξενέρωμα, όταν καμιά φορά δεν έχεις καν καταλάβει ότι έχεις ακουμπήσει τον πήχη και μετά τον βλέπεις να πέφτει, εκεί περνάς διάφορες φάσεις.
Παρόλ’αυτά όμως, παίρνεις δύναμη μέσα από αυτήν την διαδικασία για να ξανακάνεις την προσπάθεια, γυρνάει το μυαλό σου παράξενα και, αντί να πέσεις ψυχολογικά, ανεβαίνεις και ξαναπροσπαθείς. μετά την τρίτη, λες πάμε στον επόμενο αγώνα, μαθαίνεις κιόλας μ’ αυτόν τον τρόπο.
Ευτυχώς, είχα κι έναν πολύ καλό προπονητή, τον Οδυσσέα Παπατώλη, ο οποίος εκτός των άλλων είχε χιούμορ κι εξυπνάδα, καλός στην προπονητική αλλά και την ψυχολογία.
Του οφείλω πολλά και για το Ασημένιο μετάλλιο στο Παγκόσμιο Εφήβων το 1988, απ’ το οποίο είναι και πολλές οι αναμνήσεις.
Για ένα παιδί 19 ετών δεν είναι καθόλου εύκολη η παρουσία σε έναν αγώνα με τους τοπ έφηβους αθλητές του κόσμου που οδηγεί στον Τελικό Παγκόσμιου Πρωταθλήματος, δεν είναι εύκολος λοιπόν ούτε ο προκριματικός, μπαίνεις τελικά στον Τελικό και πας να κατακτήσεις ένα μετάλλιο, πράγμα που φαίνεται ότι μπορείς να το καταφέρεις.
Εκεί λοιπόν που το στρες ήταν μεγάλο, γιατί δεν ήξερα να διαχειριστώ τον μεγάλο αγώνα λόγω ηλικίας, εκεί με στήριξε ο Οδυσσέας, μου μιλούσε όπως έπρεπε, για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζω και να διαχειρίζομαι τέτοιες καταστάσεις, όλα αυτά μπήκαν μέσα μου και με ακολουθούσαν και στη συνέχεια για όλα τα επόμενα χρόνια.
Η νοοτροπία, ο στόχος πάντα ήταν πώς να ανέβουμε στο βάθρο, ιδιαίτερα στο πρώτο σκαλί, ώστε να ακούσουμε τον Εθνικό Ύμνο και να δούμε τη σημαία να ανεβαίνει ψηλά.
Τεράστια υπερηφάνεια και μόνο που φορούσαμε τη φόρμα της Εθνικής ομάδας, μαγεία, μας καλούσαν στην Εθνική και αισθανόμασταν όλοι 100 μέτρα ψηλοί, τρομερή τιμή να είμαστε αθλητές του σχεδιασμού, να μπορούμε να ταξιδεύουμε, να παίρνουμε μέρος στις προετοιμασίες.
Ήταν άλλη εποχή βέβαια τότε, δεν υπήρχε κανένα κίνητρο τύπου «α, από αυτό θα έχω και κάποια έξτρα μπόνους, χρήματα, χορηγούς», αυτά έρχονταν σιγά-σιγά.
Θεωρώ ότι στην περίπτωση της δικής μου γενιάς αυτό μας πήγαινε μέχρι το τέλος της καριέρας μας, παρότι είχαμε χορηγούς, είχαμε πάρα πολλά πράγματα, από ένα σημείο και μετά μπορούσαμε να το χειριζόμαστε μόνοι μας, να ταξιδεύουμε και να πηγαίνουμε προετοιμασίες με δικά μας χρήματα.
Αλλά παρόλ’ αυτά ποτέ δεν ήταν αυτό το απαραίτητο συστατικό για να μείνουμε στον αθλητισμό και να κάνουμε πρωταθλητισμό, ήταν μια τρέλα, μια ικανοποίηση που έβγαινε από μέσα μας και μόνο απ’ την προπόνηση ή την αναμονή του αγώνα.
Το Πανελλήνιο ρεκόρ μου, το 2.36, απ’ το 1992 δεν ξεχνιέται, δεν ξεχνιούνται αυτές οι στιγμές.
Μάλιστα, ερχόταν μετά από ένα 2.35 που είχα κάνει 15 μέρες πριν και από ένα 2.26 που είχα κάνει ακόμα πιο πριν.
Ύψος που για πολλά χρόνια δεν είχα καταφέρει να το ξεπεράσω κι έγιναν όλα πολύ γρήγορα.
Μετά σταθεροποιήθηκα, αλλά ήταν τόσο μεγάλη η έκπληξη.
Όλοι έλεγαν ότι το 2.35 ήταν τυχαίο, αλλά με το 2.36 μετά από 15 ημέρες πραγματικά το πίστεψα και εγώ, ήταν τεράστια η χαρά!
Ένιωθα ότι πετάω τότε, πραγματικά πετούσα, ξεκολλούσα και ένιωθα αυτό το κενό, την αίσθηση ότι χάνεσαι και δεν θυμάσαι, το οποίο πολλαπλασιαζόταν συνέχεια. Όσο πιο ψηλά ανέβαινες τόσο πιο πολύ μέσα σου το μυστήριο αυτό σου έδινε και μια τεράστια ικανοποίηση, ότι είμαι καλός και νιώθω ωραία.
Συνήθως, καταλαβαίνεις ότι είσαι καλά, απ’ όταν ξεκινάς να κάνεις το άλμα. έχεις τόσο δυνατή εικόνα, τόσο δυνατό οραματισμό για το πώς θα γίνει όλη η προσπάθεια, ώστε ξέρεις από την αρχή ότι «τώρα το πέρασα».
Καμιά φορά βέβαια έρχεται και ως έκπληξη και τότε η ικανοποίηση είναι διαφορετική, «α, δεν το περίμενα, αλλά το πέρασα», επίσης πολύ δυνατό συναίσθημα.
Στον αθλητισμό παλεύεις πολύ με τα συναισθήματά σου, είναι αυτά που σε κρατάνε, η χαρά τού να συνεχίζεις και να κάνεις (δύσκολη) προπόνηση και θυσίες.
Δεν είναι εύκολο να αντέξεις, μην ξεχνάμε ότι οι περισσότεροι απ’ τους μεγάλους αθλητές, όταν βγαίνουμε να κάνουμε καλές επιδόσεις, είμαστε και παιδιά ταυτόχρονα, μπορεί να έχουμε και άλλα ενδιαφέροντα, οι συνομήλικοί μας είναι αλλού, εμείς καλούμαστε να μπούμε σε διαφορετική διαδικασία, αλλά οι συναθλητές μάς κρατούν, μας τραβούν σε μια άλλη κοινωνία, εκείνη του αθλητισμού.
Με τον καιρό ανακαλύπτεις ότι, για να κερδίσεις όλον τον κόσμο, πρέπει να νιώθεις σαν μια μηχανή που είναι συνέχεια στα κόκκινα, το στροφόμετρο ήταν συνέχεια στα κόκκινα, και αυτό έχει τους κινδύνους του, να τραυματιστείς, να συμβούν διάφορες ατυχίες.
Η τεχνική γίνεται όχι μόνο για να ξεπεράσεις άλλα ύψη αλλά κυρίως για να μην τραυματιστείς. μαθαίνεις να βάζεις σωστά το σώμα σου για να μην τραυματίζεσαι, καθώς κάποια μικρά λαθάκια στη μεγάλη επιβάρυνση πάντα μπορεί να συμβούν.
Πριν τους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης είχα τραυματιστεί στο μετατάρσιο και είχα και μια υποτροπή στον προσαγωγό με μια θλάση, με αποτέλεσμα να μην μπορέσω να αντεπεξέλθω.
Αλλά αυτά είναι πράγματα που δεν μπορείς ούτε να τα λες ούτε να τα παίρνεις και στα σοβαρά, γιατί είναι μες στο παιχνίδι. απλώς δεν βγήκε, δεν ήταν να γίνει.
Το ίδιο έγινε και στους Ολυμπιακούς της Ατλάντα, όπου ήμουν έκτος, εκεί όμως είχα άλλη εμπειρία και το αντιμετώπισα διαφορετικά.
Και στο Σίδνεϊ είχα πάθει γαστρεντερίτιδα.
Για κάποιον λόγο οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν μου πήγαιναν.
Και οι αθλητές που αγωνιζόμασταν ήμασταν οι ίδιοι, όλοι καλοί και στο υψηλό επίπεδο, αλλά όλοι σε αυτά τα ύψη, οπότε θα έβγαινε πρώτος ή ο ένας ή ο άλλος κτλ.
Αναφερόμενος στους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης, στην είσοδο μου ως Σημαιοφόρος βίωσα συναισθήματα από τα πιο έντονα στη ζωή μου, όπως και κάθε φορά βέβαια που ανέβαινα στο βάθρο, αλλά τότε ειδικά ήταν μια τεράστια έκπληξη.
Καθόμασταν κάτω από την κερκίδα, ήταν ήδη τιμή, αλλά η είσοδός μου στο Ολυμπιακό Στάδιο με τη σημαία και ως ο πρώτος αθλητής που εισέρχεται ήταν κάτι μοναδικό.
Το δέος και την ενέργεια που παίρνεις από την κερκίδα με 80-100.000 θεατές και τα τόσα εκατομμύρια μάτια που σε βλέπουν σε όλον τον κόσμο δεν μπορείς να τα διαχειριστείς εύκολα, η καρδιά μου από τους 80 παλμούς πήγε στους… 250, χωρίς να κάνω καμία προσπάθεια, τόσο έντονα συναισθήματα και τόσο όμορφα.
Μετά, όταν περπατήσεις λίγο, απλώς το χαίρεσαι, το διασκεδάζεις.
Λυπήθηκα, λοιπόν, που δεν έλαβα μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, ήταν αδύνατον, γιατί ήμουν τραυματισμένος.
Είναι η μεγαλύτερη τιμή και χαρά για έναν αθλητή να αγωνίζεται στη χώρα του μέσα σε ένα γεμάτο στάδιο, όπως ήταν το 1997 στο Παγκόσμιο της Αθήνας, όπου κατέκτησα την έκτη θέση, τιμή που μαζί με εκείνη του Σημαιοφόρου στη Βαρκελώνη αποτελούν τις πιο συγκινητικές στιγμές της καριέρας μου.
Στην ουσία, μετά τους Ολυμπιακούς του Σίδνεϊ το 2000 έβαλα τέλος στην καριέρα μου.
Έκανα μια προσπάθεια μετά, αλλά ήταν αδύνατο, τραυματίστηκα στη μέση μου και δεν μπορούσα να συνεχίσω.
Δεν ξέρω πώς θα ήταν τα πράγματα υπό άλλες συνθήκες, απλώς, όταν κάνεις συνειδητά αυτό που κάνεις, μαθαίνεις να αντιμετωπίζεις τις καταστάσεις όπως έρχονται.
Είχα κάνει ένα χειρουργείο πολύ σοβαρό, εγώ πίστευα ότι μπορούσα, αλλά δεν γινόταν, το σώμα μου δεν μπορούσε να ακολουθήσει πλέον σε αυτές τις λεπτομέρειες που χρειάζεται ο υψηλός αθλητισμός.
Στο αγώνισμά μου επικρατούν οι νόμοι της φυσικής, μετατρέπεις μια οριζόντια ταχύτητα σε κάθετη, όσο πιο μεγάλη οριζόντια ταχύτητα καταφέρεις να μετατρέψεις σε κάθετη τόσο πιο ψηλά πηδάς.
Φυσικά, για να το πετύχεις αυτό, θέλει πολύ δουλειά στην τεχνική, τη δύναμη, την ταχύτητα και πρέπει να βρεις το ιδανικό που μπορείς να αντέξεις.
Ας φανταστεί κάποιος ότι, για ένα άλμα στα 2.30 με το δικό μου σωματικό βάρος, η δύναμη που ασκείται στη γη είναι γύρω στα 1.200 κιλά!
Ανάλογα με το πόσο βαρύς και γρήγορος είσαι, αυτό πολλαπλασιάζεται κάθε φορά και οι δυνάμεις που ασκούνται είναι πάρα πολλές στο σώμα σου για να τις δεχτείς πίσω και να κάνεις το άλμα.
Οπότε, μέσα από όλα αυτά έρχονται και οι τραυματισμοί.
Επίσης, οι δυνάμεις αυτές δεν είναι φυσιολογικές, όπως για παράδειγμα στο άλμα εις μήκος. αν βρεις νερό στον δρόμο σου, κάνεις ένα αλματάκι και το περνάς. αν σε κυνηγήσει κάποιος, τρέχεις ένα σπριντ. ύψος δεν πηδάς πουθενά, δεν κάνεις σε καμία περίπτωση, οπότε είναι κάτι μη φυσιολογικό στην καθημερινότητά μας ως κίνηση.
Το 1995 στο Παγκόσμιο κλειστού της Βαρκελώνης ήμουν δεύτερος πίσω από τον Σοτομαγιόρ.
Αλλά δεν έβλεπα τον Σοτομαγιόρ ή οποιονδήποτε άλλον κατά τη διάρκεια του αγώνα, κάθε φορά ήθελα να ξεπεράσω τον πήχη και να φτάσω εκεί όπου μπορούσα, το ίδιο και όλοι οι αθλητές, γι’ αυτό ήμασταν και φίλοι και χαιρόμασταν να ξεπερνά ο καθένας το κάθε ύψος, δεν είχαμε κόντρα.
Μετά τον αγώνα βγαίναμε, πίναμε, διασκεδάζαμε όλοι μαζί και κατά τη διάρκεια του αγώνα βοηθούσε ο ένας τον άλλον, όταν βλέπαμε κάτι στραβό στην τεχνική.
Συγκεκριμένα ο Σοτομαγιόρ ήταν αυτό που λέμε ο αθλητής-«φαινόμενο», έχει ακόμη το Παγκόσμιο ρεκόρ, δεν υπήρχε το ταλέντο αυτού του ανθρώπου, ιδιαίτερος αθλητής, όπως ο Μπολτ στα 100μ., ο Ναδάλ, ο Φέντερερ και ο Τζόκοβιτς στο τένις.
Στην παρέα μας ήταν και ο Πάτρικ Σιόμπεργκ, κανείς μας δεν ήξερε τότε την ιστορία του, τη σεξουαλική κακοποίηση από τον προπονητή του σε μικρή ηλικία, ένα παιδί με τρομερή ψυχολογία, διαχείριση τους άγχους του και των συναισθημάτων του μέσα στον αγώνα, το είχε δουλέψει, παράδειγμα για όλους μας σε αρκετά πράγματα (τεχνική, τρόπος που γυμναζόταν, πώς αντιμετώπιζε τον αγώνα) και φοβερός τύπος, με πλάκα, για τον οποίον, επειδή ακόμη υπάρχει μια σχέση και μιλάμε, γνωρίζω ότι σιγά-σιγά αποβάλλει τα πολλά εσωτερικά προβλήματα που είχε.
Πάντα θεωρούσα ότι αυτό που κάνω είναι μια μικρογραφία της ζωής μας και ήμουν τυχερός που είχε τόση ανταπόκριση από τον κόσμο και ήμουν αναγνωρίσιμος, αλλά περισσότερο το αντιμετώπιζα ως παιδεία, εφόσον δίνει πολλά εφόδια για τη ζωή, και ως κάτι που θα έπρεπε να το περάσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στους άλλους.
Η αναγνωρισιμότητα που είχα μάλιστα θα μπορούσε να γίνει παράδειγμα για τα νέα παιδιά, γι’ αυτό και αργότερα, όταν δούλεψα στην Ομοσπονδία μας, τον ΣΕΓΑΣ, προσπαθούσα να υπάρχει υψηλός αθλητισμός, αθλητές-πρότυπα, αθλητές-“βιτρίνα” για τον στίβο, γιατί αυτό και μόνο θα έφερνε τα νέα παιδιά στον χώρο.
Πολύ γρήγορα κατάλαβα λοιπόν ότι η αναγνωρισιμότητα μπορούσε να με βοηθήσει να περάσω το μήνυμα του αθλητισμού στους νέους, καθώς για εμένα ο αθλητισμός αποτελεί μια απ’ τις πιο σημαντικές αξίες της κοινωνίας και του κράτους.
Έχουμε δημιουργήσει έναν χώρο αθλητισμού στο ΟΑΚΑ, όπου έρχονται και γυμνάζονται οι αθλητές και γενικότερα βοηθάμε στη φυσική κατάστασή τους.
Είμαστε μια ομάδα ανθρώπων, παλιών αθλητών, που υποστηρίζουμε και διδάσκουμε αυτά που μάθαμε.
Το σημαντικότερο είναι ότι είμαι κοντά στην Ομοσπονδία πάλι απ’ τη θέση του συμβούλου και παλεύουμε για τους νέους, για παιδιά που έχουμε ως πρότυπα όλοι μας σήμερα, για τους αθλητές που ήδη υπάρχουν, να βελτιώσουμε τις συνθήκες τους και να τους πάμε ένα βήμα παραπέρα.
Χαίρομαι που μπορώ και το κάνω αυτό, χωρίς να περιμένω κάτι, ούτε οικονομική ανταμοιβή ούτε καμία καταξίωση, γιατί θεωρώ ότι έτσι πρέπει να είναι, και μπορώ να προσφέρω πολύ περισσότερα.
Βοηθάω όποιο σχήμα κι να είναι επικεφαλής στην Προεδρία του ΣΕΓΑΣ, δεν θέλω να είμαι ούτε στο συμβούλιο και νομίζω ότι πολύ σύντομα θα καταφέρουμε να κάνουμε την Ομοσπονδία μας λίγο ανεξάρτητη από τις κρατικές επιχορηγήσεις, πάμε σε ένα άλλο μοτίβο δηλαδή, με μια άλλη ποιότητα, πράγμα πολύ σημαντικό για τα επόμενα χρόνια στην εποχή που ζούμε.
Τόσο στην καριέρα μου όσο και σε αυτά με τα οποία ασχολούμαι τελευταία, δεν θα άλλαζα τίποτα, θα έκανα τα ίδια.
Στην πορεία μου στον πρωταθλητισμό ίσως να πρόσεχα λίγο παραπάνω τους τραυματισμούς, αλλά αυτό είναι κάτι που δεν μπορείς να το ελέγξεις τόσο εύκολα.
Είμαι πολύ χαρούμενος που το έζησα όλο αυτό, πραγματικά!
Ο Λάμπρος Παπακώστας είναι Πρωταθλητής του στίβου στο άλμα εις ύψος, κάτοχος του Πανελλήνιου ρεκόρ.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Περικλής Ιακωβάκης: Καμία αθωότητα
Κατερίνα Κόφφα: Πείτε μου τι έγινε / Άγγελος Παυλακάκης: Ο πιο γρήγορος Έλληνας
Τασούλα Κελεσίδου: Ήρεμη Δύναμη / Νίκη Μπακογιάννη: Η Ιστορία Του Μεταλλίου
Γιώργος Πομάσκι: Στη ζωή μου έμαθα τρία πράγματα / Γιώργος Παναγιωτόπουλος: Δύο Κόσμοι
Αθανασία Τσουμελέκα: Περπατώντας Στην Άγρια Πλευρά / Ο Άλλος Εαυτός
Μιρέλα Μανιάνι: Καινούργια Εγώ / Πηγή Δεβετζή: Δέκα Χρόνια Μετά
Κατερίνα Στεφανίδη: Βαθιά Ανάσα / Νικόλ Κυριακοπούλου: Το Άγγιγμα του Θεού
Όλγα Βασδέκη: Η ζωή μου μια βόλτα / Έρρικα Πρεζεράκου: Μόνο η αγάπη
Σπύρος Ανδριόπουλος: Μαραθώνιος σημαίνει υπέρβαση
Ελένη Κλαούντια Πόλακ: Άλμα Πάνω Από Τον Πήχη / Τατιάνα Γκούσιν: Με λένε Τατιάνα Γκούσιν / Ελίνα Τζένγκο: Ιδρώτας και κόπος!
Σπυριδούλα Καρύδη: Ψήφος Εμπιστοσύνης / Χρήστος Φραντζεσκάκης: Σε θέση βολής
Αντιγόνη Ντρισμπιώτη: Σταθερό Βήμα
Κώστας Φιλιππίδης: Καλώς μέχρι εδώ
Κωνσταντίνος Μπανιώτης: Στο τέλος του δρόμου /Αντώνης Μέρλος: Επιστροφή Στο Μέλλον