Η στιγμή ακόμη είναι θολή. Μια από εκείνες που κανείς δεν μπορεί να χωνέψει πως τις ζει, αισθάνεται πως τις παρακολουθεί από ψηλά, έξω από το κορμί.
Ο εκκωφαντικός θόρυβος δεν βοηθά, χιλιάδες μπλε κασκόλ ανεμίζουν στους ρυθμούς της επιτυχίας, μα πολύ περισσότερα κόκκινα τέτοια έχουν μαραθεί από την απογοήτευση. Προσπαθεί να καταλάβει πώς έφτασαν εκεί, αλλά δυσκολεύεται.
Ένας Τσέχος, μερικοί Άγγλοι, ένας Βραζιλιάνος, ένας Σέρβος, ένας Γκανέζος, ένας Νιγηριανός, δυο Ισπανοί, ένας Γάλλος, δυο Ιβοριανοί. Μια ντουζίνα και κάτι από αγκαλιασμένους συμπαίκτες που πανηγυρίζουν μια ανεπανάληπτη κορυφή. Τόσο διαφορετικοί που δίχως αμφιβολία, αν δεν τους έκανε η μπάλα να συναντηθούν, δεν θα μπορούσαν να βρεθούν ποτέ όλοι μαζί. Όλοι μαζί.
Μα ναι, αυτό είναι. Αυτό είναι που μετράει. Φράση που πλέον φαντάζει σχεδόν κλισέ, τόσο που περνάει από το αφτί, χωρίς ποτέ να “τσιμπάει” τον νου. Αδικία μεγάλη για όλα αυτά που σημαίνει. Και εκείνο το βράδυ στο Μόναχο στο κεφάλι του Χουάν Μάτα σήμαινε πολλά, πάρα πολλά.
«Σε εκείνους τους πανηγυρισμούς κοιτούσα του συμπαίκτες μου και είδα την ομορφιά του ποδοσφαίρου. Προερχόμασταν από όλον τον κόσμο, από διαφορετικές συνθήκες, μιλούσαμε διαφορετικές γλώσσες, αλλά στεκόμασταν όλοι μαζί στη Γερμανία ως Πρωταθλητές Ευρώπης. Ο τρόπος με τον οποίον τόσοι διαφορετικοί άνθρωποι από όλον τον κόσμο δουλέψαμε μαζί για έναν κοινό σκοπό, για μένα, είχε μεγαλύτερη σημασία από το τρόπαιο. Ήταν κάτι που πίστεψα πως μπορεί να αλλάξει τον κόσμο».
Ο Μάτα κατάλαβε. Είδε και αισθάνθηκε πως η επιτυχία δεν θέλει θαύματα αλλά συνεργασία. Πως το λίγο των πολλών είναι πραγματικά πολύ, είναι υπεραρκετό. Και φρόντισε μέσα από τη μεγαλύτερη, τη σπουδαιότερη βραδιά της ποδοσφαιρικής ζωής του, την κατάκτηση του Champions League με την Τσέλσι, να φτιάξει κάτι ακόμα πιο μεγάλο, ακόμα πιο σπουδαίο. Να δώσει υπόσταση σε ένα όραμα πιο σημαντικό από το ποδόσφαιρο, πιο λαμπερό από την καριέρα του. Το δικό του 1%.
Από το πάρκινγκ στη Βαλένθια
Ακόμα ένα σαββατιάτικο παιχνίδι είχε μόλις τελειώσει. Με τον ιδρώτα ακόμη να στάζει από το μέτωπό του και τα μάγουλά του να είναι αναψοκοκκινισμένα, βγήκε από τα αποδυτήρια και έτρεξε προς τον μπαμπά του, ο οποίος, όπως πάντα, κουβάλησε την τσάντα του. Μπήκαν στο αμάξι και όλα έδειχναν ίδια, σαν ακόμα μια επανάληψη της εβδομαδιαίας μέρας αγώνα. Μόνο που δεν πήγαιναν σπίτι, ήταν μια διαφορετική διαδρομή αυτή που ακολούθησαν.
Κατέληξαν σε ένα πάρκινγκ, ο Χουάν δεν είχε ιδέα τι γινόταν. Εκεί τους περίμενε ένας άντρας σταματημένος με το αυτοκίνητό του. Ο μπαμπάς πήγε να του μιλήσει. Ελάχιστα λεπτά μετά επέστρεψε στο αμάξι. «Σε θέλουν στη Ρεάλ Μαδρίτης», του είπε. Σοκ. «Η Ρεάλ; Θέλει η Ρεάλ εμένα;», απάντησε ο μικρός, δυσκολευόμενος να πιστέψει αυτό που μόλις είχε ακούσει. Ήταν μόλις 14 και μπροστά του ξεδιπλωνόταν μια ευκαιρία χωρίς προηγούμενο και πιθανότατα χωρίς επόμενο.
Όλοι γύρω του ήξεραν πως η τοπική Οβιέδο δεν ήταν αρκετή για να χωρέσει το ταλέντο αυτού του μικροσκοπικού εφήβου. Ο πατέρας του το έβλεπε, καταλάβαινε. Με το μάτι αυτού που έχει αγαπήσει την ίδια μπάλα, που έχει ονειρευτεί τα ίδια όνειρα. Κι εκείνος μπόρεσε να παίξει επαγγελματικά, ήταν ένα εξτρέμ με παρόμοια καλλιτεχνικό αριστερό, όμως η δεύτερη κατηγορία της Ισπανίας υπήρξε το ταβάνι του. Για τον γιο του ήταν σίγουρος, μπορούσε να φτάσει πολύ πιο ψηλά. Για να το κάνει έπρεπε να πει το «ναι» στους Μαδριλένους.
Το σκέφτηκε πρώτα, με την ωριμότητα που ανέκαθεν τον χαρακτήριζε, δεν έπεσε με τα μούτρα, αλλά τα λόγια του παππού του του έδωσαν αυτό το μικρό σπρωξιματάκι της επιβεβαίωσης. «Δεν θα φτάσεις πουθενά, αν δεν ρισκάρεις, αν δεν ακούς την καρδιά σου». Την άκουσε και μετακόμισε στην πρωτεύουσα. Εξελίχθηκε στην Καστίγια και, ως ποδοσφαιρικό πιτσιρίκι ακόμη, βρέθηκε ανάμεσα σε παίκτες όπως ο Ζιντάν, ο Μπέκαμ, ο Φίγκο ή ο Ρομπέρτο Κάρλος. Μα δίοδο προς την πραγματική συμμετοχή στην πρώτη ομάδα δεν βρήκε ποτέ.
Η Βαλένθια μυρίστηκε την κατάσταση και έσπευσε να τον κάνει δικό της, υποσχόμενη να του δώσει χρόνο συμμετοχής. Ο Ρόναλντ Κούμαν πείστηκε αμέσως από τον βραχύσωμο έφηβο και σταδιακά τον ενέταξε στην ομάδα. Με δύο γκολ στον ημιτελικό του Copa Del Rey κόντρα στην Μπαρτσελόνα και ακόμα ένα στον νικηφόρο Τελικό απέναντι στη Χετάφε έδειξε σε όλους πως στα 19 του χρόνια μπορεί να πρωταγωνιστήσει στο υψηλότερο επίπεδο, πως αξίζει να πιστέψουν σε αυτόν.
Και τα επόμενα χρόνια υπήρξαν απλώς μια επαλήθευση αυτού. Επαφή με την επαφή, παιχνίδι με το παιχνίδι, ο Μάτα γινόταν όλο και πιο σημαντικός σε μια Βαλένθια που με συνέπεια έμπαινε στη μύτη των ισχυρών της Ισπανίας.
Το Mestalla λάτρεψε κάθε στιγμή μαγείας που γεννούσαν τα κοντά του πόδια, μαγείας που σχεδόν αναπόφευκτα οδήγησε μερικούς από τους μεγαλύτερους συλλόγους της Ευρώπης να του προφέρουν το βήμα παραπάνω. Τέσσερα λαμπερά χρόνια στις «Νυχτερίδες» βάδιζαν προς τον επίλογο, την ώρα που το Νησί ετοιμαζόταν να τον υποδεχθεί.
“Βασιλιάς” στο Λονδίνο
Η μπάλα στημένη στη δεξιά γωνία του γηπέδου, κάποια εκατοστά μακριά από το σημαιάκι του κόρνερ. Ο χρόνος παγωμένος, την ώρα που χιλιάδες αγχωμένα βλέμματα περιμένουν να δουν τις εξελίξεις να ξετυλίγονται στη ρωγμή του, πριν αδειάσει η κλεψύδρα. Το διακύβευμα και στις δύο περιπτώσεις ασημένιο, βαρύ και λαμπερό. Χαϊδεύει την μπάλα με το αριστερό, της δίνει φάλτσα και κατεύθυνση και δευτερόλεπτα μετά τη βλέπει στην αγκαλιά των διχτυών.
Το 2012 ο προορισμός της ήταν το κεφάλι του Ντρογκμπά, έναν χρόνο μετά αυτό του Ιβάνοβιτς. Στιγμές που όρισαν τη σύγχρονη ιστορία της Τσέλσι, που έκαναν τη διαφορά στην επιτυχή αναζήτηση των δύο πρώτων ευρωπαϊκών της τίτλων. Στιγμές που ήρθαν από το δικό του αριστερό, από το ίδιο κόρνερ, που “σκότωσαν” τόσο την Μπάγερν Μονάχου όσο και την Μπενφίκα και τον σφήνωσαν για τα καλά στις μπλε καρδιές.
Οι μέρες του Μάτα στην Τσέλσι ήταν σαν πυροτέχνημα που έσβησε άδοξα. Που τράβηξε πάνω του όλα τα μάτια, όλον τον θαυμασμό, μα για λίγο, πριν το ίδιο προλάβει να απορροφήσει όλη την υπερηφάνεια, πριν οι υπόλοιποι προλάβουν να το απολαύσουν.
Προσγειώθηκε στο Λονδίνο, όντας ένα κομμάτι του παζλ που φιλοδοξούσε να χτίσει ο Αντρές Βίλας Μπόας. Οι «Μπλε» δυσκολεύονταν, αλλά ο τύπος με το «10» στην πλάτη ήταν μια σημαία ελπίδας στη ζόρικη χρονιά. Κάθε φορά που η μπάλα πήγαινε σε εκείνον, φρόντιζε να αποδεικνύει πως η Βαλένθια ήταν απλώς η περίληψη του “είναι” του.
Πάντα δραστήριος, πάντα κινητικός, κάπως εμμονικός με την κατοχή της, με τον έλεγχό της. Παρά το σχεδόν μικροσκοπικό κορμί του, δεν ήταν τόσο γρήγορος όσο έδειχνε. Την ήθελε στα πόδια του. Σαν βγαλμένος από άλλη εποχή, ένα “10άρι” χωρίς εξωφρενική ταχύτητα, βασιζόμενο στον κοφτερό του νου και την απίστευτη τεχνική του.
Με το χαμηλό κέντρο βάρος του τρύπωνε σε χώρους που οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν να φανταστούν πως υπάρχουν και με το αριστερό του ταξίδευε την μπάλα όπως λίγοι, δίνοντάς της εντολές, λες και στην κάλτσα του έκρυβε κάποιο τηλεχειριστήριο.
Μεσούσης της σεζόν, οι κακές εμφανίσεις της Τσέλσι έκαναν τον Ρόμαν Αμπράμοβιτς να πατήσει το κουμπί και να απολύσει τον Βίλας Μπόας, με τους πάντες να έχουν αντιληφθεί πως τελικά ο Πορτογάλος δεν ήταν ο “νέος Μουρίνιο”. Στη θέση του έκατσε ο Ρομπέρτο Ντι Ματέο και τα πράγματα για τον Χουάν έγιναν ακόμα καλύτερα. Ο Ιταλός τον χρησιμοποίησε επιτέλους κεντρικά, στο φυσικό του περιβάλλον, κι εκείνος άρχισε να παίρνει ακόμα πιο πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια αξέχαστη για την Τσέλσι σεζόν, η οποία επί της ουσίας μόλις ξεκινούσε.
Οι «Μπλε» θα συμμαζευτούν, θα κλείσουν τη χρονιά με εκείνη την επική κατάκτηση του Champions League στο Μόναχο αλλά και το FA Cup. Και στις δύο περιπτώσεις ο Μάτα είναι κάτι παραπάνω από πολύτιμος, τόσο που οι φίλοι των Λονδρέζων παραβλέπουν τον ήρωα Ντρογκμπά και ψηφίζουν εκείνο ως παίκτη της σεζόν.
Η επόμενη σεζόν είναι σαν φωτοτυπία, μόνο που ο Χουάν είναι ακόμα καλύτερος, ακόμα πιο κομβικός, ειδικά μετά την αποχώρηση του Ιβοριανού “Βασιλιά” των «Μπλε». Ο Μάτα έστω και για λίγο γίνεται εκείνος ο “Βασιλιάς”, ο παίκτης από τον οποίον όλοι περιμένουν τη διαφορά.
Η Τσέλσι, η οποία εξακολουθεί να μη δείχνει συνέπεια, αλλάζει και πάλι προπονητή στη μέση της σεζόν, ο Μπενίτεθ την οδηγεί στον Τελικό του Europa League. Κι εκεί ο Μάτα θα βγάλει την κρίσιμη ασίστ στο νικητήριο τέρμα του Ιβάνοβιτς, ενώ για δεύτερη διαδοχική σεζόν θα κερδίσει το βραβείο του καλύτερου παίκτη. Φορά το στέμμα του και ονειρεύεται το μέλλον του στα μπλε, όμως λίγο μετά ο Ζοζέ Μουρίνιο γελά.
Αναζητώντας τη χαρά στη Γιουνάιτεντ
Ο «Special One» επιστρέφει στο Stamford Bridge, στην ομάδα που μεγάλωσε, στον τόπο που όλοι πίνουν νερό στο όνομά του. Αυτόματα παίρνει τον πρώτο ρόλο, φορά το στέμμα. Δυο κόσμοι συγκρούονται, το ποδόσφαιρο του Μάτα δεν μπορεί να συνυπάρξει με αυτό του Μουρίνιο. Ο μικρόσωμος γοητευτικός και ταπεινός Ισπανός δεν είναι ο “κακός” πολεμιστής που ο Ζοζέ θέλει μαζί του στον πόλεμο. Δεν μπορεί να καταπιεί όλην την τοξικότητα, το τεταμένο κλίμα και να το μετατρέψει σε ενέργεια στο γήπεδο.
Ο Μάτα χάνει τη θέση του, “βυθίζεται” στην αμφιβολία, μένοντας σταθερά στον πάγκο. Όταν αγωνίζεται, χαραμίζεται από τον Πορτογάλο στα άκρα, ο Μουρίνιο αμφισβητεί την εργατικότητά του δημόσια και του δείχνει με τον δικό του σκληρό τρόπο πως δεν τον θεωρεί σημαντικό. Το τέλος άδοξο αλλά αναπόφευκτο. Τον Ιανουάριο ο Χουάν αποχαιρετά την Τσέλσι, αναζητώντας τη χαρά του παιχνιδιού, την οποία θεωρεί πως θα βρει στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Οι «Κόκκινοι Διάβολοι» ωστόσο βρίσκονται επίσης σε περίοδο αναζήτησης, ψάχνουν τον δρόμο τους στη μετά Σερ Άλεξ εποχή. Ο Μάτα ξεκινά εντυπωσιακά, αλλά οι παίκτες και οι προπονητές γύρω του αλλάζουν διαρκώς και στην πορεία συναντά ξανά τον Μουρίνιο. Αυτή τη φορά παλεύει ακόμα πιο πολύ και πείθει τον Πορτογάλο να τον χρησιμοποιήσει, τα πάνε λίγο καλύτερα. Μα με τον καιρό κάπως χάνεται.
Θα κάτσει μια ολόκληρη οκταετία στην κόκκινη πλευρά του Μάντσεστερ, θα προσφέρει, θα σκοράρει και θα σερβίρει σημαντικά γκολ, θα πανηγυρίσει τρόπαια, αλλά δεν θα βρει ποτέ τη λάμψη που είχε στην Τσέλσι, δεν θα γίνει ξανά ο πρωταγωνιστής.
Κι όμως, μέσα σε αυτό το πέπλο της σχετικής αφάνειας ο Μάτα θα ζήσει τη δεύτερη στιγμή της ζωής του που μπόρεσε να τον ορίσει με τόσο ξεχωριστό τρόπο. Μια απλή, σχεδόν ασήμαντη ασίστ σε ένα όχι ιδιαίτερα κρίσιμο ματς του Europa League απέναντι στη Σεντ Ετιέν.
Από τον παππού στο Μόναχο και από εκεί στο 1%
Ο Μάτα πασάρει από τα αριστερά στον Μικιταριάν κι εκείνος με προβολή στέλνει την μπάλα στα δίχτυα. Φαινομενικά δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί τον τίτλο, αλλά για εκείνον ήταν και είναι η πιο ξεχωριστή ασίστ που έδωσε ποτέ. «Ήταν η τελευταία ασίστ που είδε ποτέ ο παππούς μου. Λίγε μέρες μετά “έφυγε”. Όπως πάντα, μιλήσαμε μετά το παιχνίδι και, αν και με δυσκολία μπορούσε να αρθρώσει τις λέξεις, μου είπε ότι ήταν φοβερή η πάσα μου».
Ο παππούς του Χουάν ήταν πάντα ο μεγαλύτερός του θαυμαστής, αυτός που δεν διανοήθηκε να χάσει ούτε μισό παιχνίδι του, αυτός με τον οποίον πάντα μιλούσαν μετά από κάθε παιχνίδι. Ίσως το πιο αγαπημένο του πρόσωπο. Αλλά κυρίως ήταν ο πρώτος που τον έκανε να καταλάβει πως η πραγματική ουσία του ποδοσφαίρου κρύβεται στο “εμείς”, στο “όλοι μαζί”. Πολύ πριν από εκείνη τη βραδιά στο Μόναχο, ήταν μια φράση του παππού του αυτή που τον σημάδεψε, «Χουάν, το ποδόσφαιρό σου, η καριέρα σου μου δίνουν ζωή». «Αυτά τα λόγια άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίον σκεφτόμουν γύρω από το ποδόσφαιρο. Κατανόησα πως όσα έκανα δεν είχαν να κάνουν μόνο με μένα αλλά με κάτι μεγαλύτερο, με εμάς. Έπαιζα για να φέρνω χαρά σε όσο περισσότερο κόσμο μπορούσα», θυμάται ο ίδιος.
Μια μέρα μετά την κηδεία του παππού του αγωνίστηκε στον Τελικό και πανηγύρισε το League Cup με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, αλλά μέσα του ένιωθε ένα κενό. Ανάμεσα σε όλα τα λαμπερά τρόπαια, το Champions League, το Europa, το Μουντιάλ και το Euro που κατέκτησε με την Ισπανία, αισθανόταν πραγματικά κάτι πολύ σημαντικό. Πως, αφού η συνεργασία είναι τα πάντα μέσα σε ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο, το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και έξω από αυτό και πως το ποδόσφαιρο, επειδή ακριβώς έχει να κάνει με τη συλλογικότητα του “εμείς”, θα έπρεπε να δίνει χαρά και με κάποιον τρόπο κι εκτός του ίδιου του παιχνιδιού.
Τα όρια του νου του ξέφυγαν από τις τέσσερεις γραμμές, σχεδόν αγνόησαν τις διακρίσεις, επικεντρώθηκαν σε κάτι πολύ πιο σπουδαίο. Μερικούς μήνες μετά τον θάνατο του παππού του ο Μάτα ανακοίνωσε την έναρξη του φιλανθρωπικού του κινήματος, του Common Goal, το οποίο από το 2017 παρακινεί όλους τους ποδοσφαιριστές να κάνουν κάτι πολύ μικρό. Τους ζητά να δωρίσουν το 1% του μισθού τους σε ένα συλλογικό ταμείο που υποστηρίζει φιλανθρωπικές οργανώσεις του παιχνιδιού σε όλον τον κόσμο.
Ο Μάτα θυμήθηκε τον παππού του κι εκείνους τους πανηγυρισμούς στον Τελικό του Champions League και θέλησε να φωνάξει πως, για να απολαμβάνει κάθε παιδί στον πλανήτη το ομορφότερο όλων των παιχνιδιών όπως του αξίζει, δεν χρειάζονται θαύματα. Το λίγο των πολλών είναι υπεραρκετό. Σε αυτό ακριβώς στηρίχθηκε το όραμά του, το οποίο ξεπερνά όσα σπουδαία έκανε στο χορτάρι.
Στη μαγεία των διαφορετικών, των πολλών που δουλεύουν για έναν κοινό σκοπό. Στο φαινομενικά ελάχιστο -μα με την απαραίτητη συλλογικότητα ασταμάτητο- 1%.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: