Γεννήθηκα στο Πολιτσάν, πρωτίστως ελληνικό χωριό.
Από το Καλπάκι, μισή ώρα από τα Γιάννενα, για να πάω εκεί, δεν περνάω από τα σύνορα της Αλβανίας στην Κακαβιά, υπάρχει ένα άλλο φυλάκιο, στους Δρυμάδες, από το οποίο μπορούν να περάσουν μόνο όσοι έχουν ελληνική ταυτότητα και διαβατήριο.
Πριν τους πολέμους ήταν 12 χωριά μαζί, υπήρχε ο οικισμός του Πωγωνίου, αλλά μετά τον πόλεμο χωρίστηκαν έξι στην αλβανική και έξι στην ελληνική μεριά. Ο παππούς μου θεωρείται Έλληνας, ενώ ο πατέρας μου, ο οποίος γεννήθηκε στο ίδιο χωριό με τον παππού μου, θεωρείται Αλβανός-Βορειοηπειρώτης.
Η καταγωγή της μητέρας μου είναι επίσης από ένα από αυτά τα χωριά. Οι γονείς μου έφυγαν από εκεί, αναζήτησαν την τύχη τους στην Κρήτη, λίγο πριν την γέννησή μου επέστρεψαν στην Αλβανία και, όταν σαράντισα, ξανακατέβηκαν στην Κρήτη. Εκεί μεγάλωσα, στο Ρέθυμνο.
Πολλά καλοκαίρια πηγαίναμε στο Πολιτσάν, μου αρέσει πολύ αυτός ο τόπος, είναι σαν να ανανεώνεσαι εκεί για κάποιον λόγο, ξεφεύγεις απ’ όλα, είναι 1.900μ. υψόμετρο, πρόκειται για παραδοσιακό, γραφικό χωριό, στο οποίο το καλό είναι ότι όλοι μιλάνε ελληνικά.
Από το Ρέθυμνο στην Παιανία
Οι πρώτες μου εμπειρίες με την μπάλα ήταν κρητικές. Ένα 5×5 στο οποίο πήγαιναν και έπαιζαν ο πατέρας μου με τους φίλους του έγινε ακαδημία και ξεκίνησα κατευθείαν, πρέπει να ήμουν πέντε χρόνων, το καλοκαίρι πριν ξεκινήσω το σχολείο.
Αν και τόσο μικρός, ήταν δική μου επιλογή, μου άρεσε η μπάλα, σε ό,τι φωτογραφίες έχω από τη μικρή ηλικία μπορείς να δεις πάντα μια μπάλα κάπου δίπλα μου.
Ο Παναθηναϊκός τότε έστελνε ανθρώπους από την ακαδημία του να επισκέπτονται τα νησιά, να βλέπουν μικρά παιδιά και να τα προτείνουν για δοκιμή στην Παιανία. Έτσι συνέβη και με εμένα το 2004 στο τουρνουά που συμμετείχα στο Ρέθυμνο. μου είπε ο πατέρας μου ότι του ζήτησαν το τηλέφωνό μας για να πάω κι εγώ εκεί για δοκιμή.
Ήταν γύρω στα 500 παιδιά και θυμάμαι να μου λέει ο πατέρας μου «τσάμπα ήρθαμε, έχασα το μεροκάματο, τόσα έξοδα», δεν πίστευε ότι υπήρχε περίπτωση να διαλέξουν εμένα. Από τα 500 πήγαμε στα 200, στα 100 και στο τέλος μείναμε 20 παιδιά. Κι έτσι οι δικοί μου τα μάζεψαν και ήρθαμε Αθήνα.
Εγκατασταθήκαμε στον Πειραιά, διότι εκεί έμενε και η αδερφή της μητέρας μου. Από τον Πειραιά μέχρι την Παιανία με πήγαινε και με επέστρεφε ο πατέρας μου κάθε μέρα μετά τη δουλειά. Όταν κάναμε το αίτημα για να μένω μέσα στην Παιανία, η χιλιομετρική απόσταση δεν ήταν επαρκής ώστε να συμβεί κάτι τέτοιο. Ε, μετά από τέσσερα χρόνια πήγαινε-έλα πήραμε την απόφαση να φύγουμε, γιατί δεν έβγαινε και οικονομικά, ήταν δύσκολες εποχές τότε.
Ο πατέρας μου μαζί με τα άλλα δύο αδέρφια του είχαν στο Ρέθυμνο ένα συνεργείο και χτίζανε πέτρινα σπίτια, ήταν πετράδες. Παλαιότερα, πριν τη γέννησή μου, ο πατέρας μου είχε δικιά του νταλίκα, οπότε στον Πειραιά που μετακομίσαμε τον προσέλαβαν σε μια εταιρεία λεωφορείων ως οδηγό. Πήγαινε Θεσσαλονίκη, Βουλγαρία, Αλβανία, παντού.
Στην Παιανία Υπεύθυνος ακαδημιών ήταν ο Νίκος Κόβης και προπονητές οι Κυριαζής, Βονόρτας, Ταράσης, αργότερα ο Σάμιος. Από εκείνη την περίοδο θα θυμάμαι πάντα που γύριζα και έβλεπα να προπονούνται στα δίπλα γήπεδα οι παίκτες της μεγάλης ομάδας. Τότε υπήρχε μια πύλη απ’ όπου δεν επιτρεπόταν να μπαίνουν γονείς, μόνο παίκτες, και περπατώντας εκεί, μικροί εμείς, γύρω στα 11 εγώ, βλέπαμε παίκτες όπως ο Τζόρβας, ο οποίος είχε ένα ωραίο αμάξι, απ’ ό,τι θυμάμαι, ή ο Μάριτς, ο οποίος επίσης οδηγούσε ένα εντυπωσιακό αυτοκίνητο.
Αυτά τα τέσσερα χρόνια διαμόρφωσαν πολύ την ποδοσφαιρική μου παιδεία για το μέλλον. Στην Παιανία υπήρχε πολύ πειθαρχία, κανόνες και αρχές που μου έκαναν πολύ καλό όσον αφορά στο πώς να σκέφτομαι τόσο ποδοσφαιρικά όσο και γενικότερα.
Έφυγα από τον Παναθηναϊκό, διότι στο τέλος, ενώ μας είχαν πει μετά την αίτηση ότι θα με δεχτούν να μένω μέσα, κάτι άλλαξε, δημιουργήθηκε μια αβεβαιότητα και ήταν δύσκολο για την οικογένειά μου να συνεχίζονται όλο αυτό το πήγαινε-έλα και τα εξοντωτικά ωράρια.
Νέα Σμύρνη μέσω (Β’) Πειραιά
Όταν έφυγα από την ομάδα, ο πατέρας μου είχε καλό φίλο έναν γνωστό δημοσιογράφο, ο οποίος του είχε πει ότι, εάν ήθελα, θα μπορούσα να πάω στον Ολυμπιακό. Αλλά τότε κάποιος άλλος συμβούλεψε τον μπαμπά μου να με πάει σε μια ομάδα Τοπικού, να πάρω παιχνίδια, να ψηθώ και μετά βλέπουμε. Και από εκεί που θεωρητικά επρόκειτο να πάω στις ακαδημίες του Ολυμπιακού βρέθηκα στη Β’ Πειραιά και τα Αστέρια Δραπετσώνας.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά να πηγαίνω στην προπόνηση, να είμαστε εννιά άτομα και να λέω «δεν γίνεται να συνεχίσω έτσι». Αλλά είχα τον πατέρα μου από πίσω, ο οποίος το ήθελε πιο πολύ κι από εμένα κι είχε βρει τον τρόπο να με κάνει να το θέλω το ίδιο κι εγώ. Έτσι, με κατάφερε κι έμεινα δύο χρόνια εκεί.
Κάποια στιγμή ήρθε ένας μάνατζερ να δει τον δικό μας σέντερ φορ, είδε όμως και εμένα και έτσι ξεκίνησε η πρώτη μου επαφή με μάνατζερ. Αυτός ήταν και ο άνθρωπος που με πρότεινε στον Πανιώνιο, καθώς ήξερε τον Φαμέλη, ο οποίος ήταν στις ακαδημίες. Εν τέλει πήγα στη Β’ ομάδα του Πανιωνίου, έμεινα για έναν χρόνο, κάνοντας και κάποιες προπονήσεις με την Α’ ομάδα, και την επόμενη σεζόν έκανα τα πρώτα μου τρία παιχνίδια με τον Πανιώνιο!
Την πρώτη μου συμμετοχή την έκανα με τον Άκη Μάντζιο στον Εργοτέλη, αλλά η σεζόν είχε ξεκινήσει με τον Τάκη Λεμονή. Εκείνη τη μέρα είχα ξεκινήσει βασικός, κάτι που δεν το περίμενα. θυμάμαι να είμαστε στο ξενοδοχείο, να λέει την ενδεκάδα, να γράφει τα ονόματα στον πίνακα και, όταν είπε το δικό μου, ένιωσα ότι ήθελα να σηκώσω το χέρι και να πω ότι δεν είμαι καλά, τόσο άγχος είχα. Παραδόξως πήγαν όλα πολύ καλά και το είχε πει και ο ίδιος.
Τότε όμως ήταν δύσκολες εποχές για τον Πανιώνιο, παίζαμε για την παραμονή και ήταν δύσκολο να στηριχτεί η ομάδα σε παιδιά 18-19 ετών, το καταλαβαίνω απόλυτα. Ωστόσο, όποτε μπορούσε ο κόουτς, μου έδινε τον χρόνο, με βοήθησε προπονητικά δηλαδή. και μόνο που μαζί του ντεμπούταρα στην Α’ Εθνική ήταν κάτι πολύ μεγάλο για εμένα. Και μιλάμε για έναν προπονητή τον οποίον σέβονταν όλοι τότε στην ομάδα.
Και τα θυμάμαι όλα από τη διαδρομή μου στον Πανιώνιο, ήμουν τέσσερεις σεζόν εκεί, εξαιρετικά χρόνια, φυσικά μαζί με δυσκολίες, ένιωθα όμως πολύ ωραία μέσα μου, δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω, ήταν το κλίμα, ήταν το γήπεδο της Νέας Σμύρνη, ήταν όλη η φιλοσοφία του Πανιωνίου.
Μάλιστα, εκεί πήρα και τα πρώτα μου χρήματα, 743 ευρώ, τα οποία τα έδινα κατευθείαν, όπως τα έπαιρνα, στους γονείς μου, γιατί ήθελα να συνεισφέρω μετά από όλες αυτές τις θυσίες τους.
Κάποια στιγμή πηγαίνω στα γραφεία να ανανεώσω για τρία χρόνια, υπογράφω κανονικά, αλλά η τότε διοίκηση δεν είχε καταθέσει το δελτίο μου, δεν ξέρω τι είχε γίνει ακριβώς. Στον τελευταίο μου χρόνο λοιπόν στον σύλλογο της Νέας Σμύρνης έρχεται πρόταση, από τον Πανιώνιο δεν γίνεται καμία κίνηση για ανανέωση, οπότε κι εγώ φεύγω. Και έφυγα με πίκρα, γιατί φάνηκε σαν να μην ήθελαν να με κρατήσουν.
Σοβαρός και άτυχος στο Περιστέρι
Οι γονείς μου έμεναν στον Πειραιά μέχρι τη μεταγραφή μου στον Ατρόμητο, στη συνέχεια άλλαξαν σπίτι και πήγαν στον Άλιμο, διότι η νέα μου ομάδα μού παρείχε σπίτι.
Στον Ατρόμητο πήγα επί Παράσχου, αυτός με είχε ζητήσει. Εκεί συνάντησα και τον Νιόπλια, τον Δέλλα, τον Ρικάρντο Σα Πίντο. Οι καταστάσεις ήταν διαφορετικές. Στον Πανιώνιο είχα συνηθίσει ένα πολύ φιλικό κλίμα, οικογενειακό, ήταν σαν να έπαιζες με φίλους. Στον Ατρόμητο ήταν αλλιώς τα πράγματα, πιο επαγγελματικά, πιο σοβαρά. Στην αρχή λοιπόν μου φάνηκε κάπως δύσκολο, χωρίς να σημαίνει ότι ήταν κακό. Αλλά δεν ήξερα πώς να συμπεριφερθώ μερικές φορές.
Είχα και έναν άτυχο τραυματισμό, μια αποκόλληση στον προσαγωγό από ένα τάκλιν που πήγα να κάνω, κάτι που μου έκανε μεγάλη ζημιά. Ήταν τότε που είχε γίνει αλλαγή προπονητή, έφυγε ο κύριος Παράσχος και ήρθε ο Σα Πίντο, με αποτέλεσμα να βρεθώ εκτός για έναν μήνα.
Συνολικά έπαιξα γύρω στα 32 παιχνίδια σε δύο χρόνια, δεν είχα γεμάτες σεζόν. Εάν ήμουν όσο καλός χρειαζόταν, θα είχα κάνει παραπάνω αγώνες, γιατί όλοι οι προπονητές με πίστεψαν.
Εκτός από τον κύριο Γρηγορίου, τον οποίον, εάν τον έβλεπα τώρα στον δρόμο, θα ήθελα να τον ρωτήσω σχετικά, όχι γιατί είμαι κανένα μεγάλο όνομα και έπρεπε να παίζω, αλλά επειδή ήταν απότομο αυτό που είχε γίνει τότε. Είναι διαφορετικό να ξέρεις τον λόγο για τον οποίον δεν επιλέγεσαι και διαφορετικό να αναρωτιέσαι το γιατί. Όταν λοιπόν αρχίζεις να αναρωτιέσαι, ξεκινάς και να αμφιβάλλεις για τον εαυτό σου και αυτό είναι το χειρότερο. Αλλά έφυγε ο κύριος Γρηγορίου, ήρθε ο κύριος Δέλλας , ο οποίος μου έδειξε εμπιστοσύνη, και εκεί αναγεννήθηκα.
Στον Ατρόμητο είχα υπογράψει για τρία χρόνια, αλλά μετά το τέλος του δεύτερου χρόνου ο μάνατζέρ μου, ο οποίος είχε κάποιες διασυνδέσεις με μια ομάδα από το Αζερμπαϊτζάν, την Καραμπάγ, είχε συμφωνήσει να φύγω από τον Ατρόμητο και να μεταγραφώ εκεί.
Κάτι στράβωσε, δεν έμαθα τι ακριβώς και ξαφνικά μένω ελεύθερος από την ομάδα μου, χωρίς εναλλακτική. Ήθελα να πάω στην Καραμπάγ, γιατί ήταν τα χρήματα πάρα πολύ καλά, πράγμα που με ενδιέφερε αρκετά, καθώς ήθελα να αποκαταστήσω την οικογένειά μου όσο καλύτερα μπορούσα.
Ο Ηρακλής και το “μαγικό ραβδί”
Είχε πάει 25 Ιουλίου και ήμουν χωρίς ομάδα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά Παρασκευή 28 Αυγούστου να είμαι σε ένα συνοικιακό μαγαζί στον Άλιμο και να μου τηλεφωνεί ο μάνατζέρ μου για να μου πει «αύριο φορτώνεις το αμάξι και πας Θεσσαλονίκη να υπογράψεις με τον Ηρακλή». Απ’ το άγχος που είχα τότε, ούτε είχα δώσει βάση στο οικονομικό, απλώς ήθελα να βρω ομάδα, γιατί πίστευα ότι θα μείνω στον αέρα και θα σταματήσω το ποδόσφαιρο, είχα αγχωθεί πάρα πολύ.
Στον Ηρακλή ήταν μια από τις πιο έντονες περιόδους που έχω ζήσει. Στην αρχή όλα φαίνονταν καλά, κάτι που συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις, εδώ που τα λέμε. Μετά όμως τη φυγή του Νίκου Παπαδόπουλου, ο οποίος ήταν και αυτός που με είχε ζητήσει στην ομάδα, όλα γύρισαν τούμπα και είχαμε φτάσει στον πρώτο γύρο να έχουμε οχτώ βαθμούς! Θυμάμαι μάλιστα τότε να σκέφτομαι ότι θα είμαστε η πρώτη ομάδα στη Super League που θα έχει πέσει από τον πρώτο γύρο.
Στη συνέχεια όμως ήρθε ο κύριος Παντελίδης και τα ανέτρεψε όλα. Δεν ξέρω τι μαγικό ραβδί είχε, αλλά αυτό που έκανε για εμένα, ακόμη και τώρα έχω να το λέω, δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Μου έδειξε πίστη και γενικότερα είχε έναν τρόπο να κάνει ψυχολογικά τον παίκτη να νομίζει ότι δεν υπάρχει άλλος καλύτερος από τον ίδιο. Κατάφερε όλη αυτήν την μαυρίλα που υπήρχε στον Ηρακλή να τη μετατρέψει σε μια φωτεινή εικόνα, σε μια χρονιά μάλιστα πολύ δύσκολη οικονομικά.
Το συμβόλαιό μου με την ομάδα της Θεσσαλονίκης έληγε, μάθαμε ότι η ομάδα θα έπεφτε κατηγορία λόγω χρεών και έπρεπε να βρω την επόμενή μου ομάδα. Ήξερα ότι έχω κάνει καλή σεζόν, οπότε το μόνο άγχος που είχα ήταν να το κάνω γρήγορα, να μην περάσω αυτό που είχα περάσει το προηγούμενο καλοκαίρι.
Λάθη άγχους και ανυπομονησίας
Όσες φορές είχα την ευκαιρία να κάνω το επόμενο βήμα για το εξωτερικό, ποτέ η απόφαση δεν ήταν στα χέρια μου. Όσο ήμουν στην Ηρακλή, έμαθα ότι ο μάνατζέρ μου τότε μου είχε αποκρύψει κάποια πράγματα. Μου είπαν ότι με ζητούσαν από την ΑΕΚ, κάτι που έμαθα εντελώς τυχαία. Δεν λέω ότι θα πήγαινα στην ΑΕΚ, θα έπαιζα και θα ήμουν ο καλύτερος, αλλά πώς να το κάνουμε; Απλώς και μόνο το να είσαι σε μια τέτοια ομάδα, το να υπάρχει το όνομά σου στο ρόστερ της, σου ανοίγει πολλές πόρτες.
Επειδή η χρονιά με τον Ηρακλή ήταν πολύ φτωχή οικονομικά, το συμβόλαιο που μου προσέφερε τότε ο Απόλλωνας ήταν ικανοποιητικό, επρόκειτο και για μία ομάδα στην Αθήνα, δίπλα στους δικούς μου δηλαδή, οπότε δεν είχα πολλούς λόγους να πω «όχι».
Εν τέλει, ήταν το μεγαλύτερο λάθος της καριέρας μου! Έγιναν πάρα πολλά πράγματα στα οποία δεν θα ήθελα να αναφερθώ, από εκεί όμως ξεκίνησε όλη η πτώση μου, για την οποία δεν μπορώ να πω φυσικά ότι ευθύνονται μόνο άλλοι, προφανώς ευθύνομαι κι εγώ ο ίδιος, απλώς έγιναν κάποια ακραία πράγματα, τα οποία τα κρατάω για εμένα, είναι προσωπικά, είναι λεπτό το θέμα.
Στον Απόλλωνα είχα ξεκινήσει βασικός, πήγαινε σχετικά καλά η ομάδα και ο στόχος ήταν να μείνουμε στην κατηγορία. Και έρχεται ο μηνίσκος στο παιχνίδι απέναντι στον Παναθηναϊκό, περνάει πάνω από μήνας, γίνομαι καλά, ξεκινάω προπονήσεις και ένα βράδυ, ήμουν και στρατό τότε, καταλήγω στο 401 για επέμβαση σκωληκοειδίτιδας!
Και πάλι στον Απόλλωνα είχα δύο χρόνια συμβόλαιο, αλλά αρχές Αυγούστου έμαθα ότι είμαι εκτός ομάδας. Στη συνάντηση που είχαμε κάνει ήξερα ότι θα συνεχίσω και ξαφνικά, 20 μέρες πριν ολοκληρωθούν οι μεταγραφές, μαθαίνω ότι δεν με θέλει ο καινούργιος προπονητής.
Το λάθος μου ήταν ότι πάντα είχα την αγωνία να υπογράφω νωρίς στην επόμενη ομάδα, αλλά αυτό ήταν εν τέλει κακό, διότι πρέπει να έχεις υπομονή.
Σκέφτηκα λοιπόν αρχικά ότι το να πάω στην ομάδα της Κέρκυρας θα ήταν ένα πισωγύρισμα. Στη συνέχεια όμως, επειδή θεωρούσα ότι η ομάδα θα ανέβαινε κατηγορία, είχα πίστη ότι αυτό το πισωγύρισμα θα το μετέτρεπα σε όφελος. Και πάλι όμως αποδείχτηκε λανθασμένη η επιλογή μου!
Εκεί, εκτός των άλλων, θα πρέπει να πληρώθηκα τρεις-τέσσερεις φορές, να πω ότι δεν υπήρχε επαγγελματισμός στο σωματείο είναι το λιγότερο. Θυμάμαι να λέω επανειλημμένα στους εκπροσώπους της διοίκησης «θέλω λεφτά για το σπίτι» και αυτοί να μην ανταποκρίνονται. Μια Τρίτη λοιπόν πήρα κι εγώ τηλέφωνο τον ΠΣΑΠ, «θα κάνω προσφυγή, δεν μπορώ άλλο», και Τετάρτη τα μάζεψα και έφυγα, δεν έμεινα καν μέχρι το τέλος του Πρωταθλήματος, πήγα Σεπτέμβριο κι έφυγα Απρίλη.
“Υπάλληλος” και Πρωταθλητής στην Αλβανία
Ήμουν Αθήνα δυο-τρεις μήνες, είχα πέσει σε μερική κατάθλιψη, βρισκόμουν σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση, μιλάγαμε με κάτι ομάδες, όχι κάτι αξιόλογο. Μέρα παρά μέρα για δυο εβδομάδες λοιπόν μου τηλεφωνούσε επανειλημμένα ένας προπονητής από την Αλβανική Τεούτα, «σε θέλω» κτλ. Για κάποιον λόγο δεν μου είχε μιλήσει ποτέ για το οικονομικό θέμα και, όταν μου ανέφερε το ποσό, έμεινα έκπληκτος, ήταν απίστευτο.
Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι με θέλει μια ομάδα από την Αλβανία, αφενός χωρίς να με έχει δει, αφετέρου προσφέροντας αυτά τα χρήματα! Δεν ήθελα, αλλά δεν γινόταν να πω «όχι». Χωρίς μάλιστα να ξέρω το παραμικρό για το Αλβανικό Πρωτάθλημα. Έμπαινα δηλαδή σε ένα τούνελ και δεν ήξερα τι θα συναντήσω στο τέλος του.
Σε σχέση με αυτά που είχα συνηθίσει στην Ελλάδα, εκεί ήταν λίγο πιο δύσκολα τα πράγματα. Καταρχήν, στην Ελλάδα βλέπουν τον ποδοσφαιριστή με κάποιον σεβασμό, σε έχουν ψηλά. Στην Αλβανία είσαι απλώς ένας υπάλληλος σε μια δουλειά. Η Εθνική τους βέβαια είναι άλλο πράγμα. Στις ομάδες όμως σε “γειώνουν”, σαν να σου αφαιρούν το δικαίωμα να νιώθεις ότι είσαι “κάτι”.
Από άποψη κόσμου, τα Τίρανα και η Παρτιζάν έχουν αρκετό, στην Τεούτα κάποιες φορές είχαμε, κάποιες άλλες όχι.
Όσον αφορά στο οικονομικό, παρότι εγώ προσωπικά δεν πίστευα ότι τελικά θα πάρω όλα αυτά τα λεφτά που μου είχαν τάξει, προς μεγάλη μου έκπληξη τα δύο χρόνια μου εκεί τα πήρα όλα συν τα μπόνους.
Αγωνιστικά, ήταν επίσης δύο χρόνια θετικά, παίξαμε Ευρώπη, πήραμε το Κύπελλο και το Πρωτάθλημα. Αλλά βελτιώθηκα και εγώ προσωπικά ως παίκτης, όχι τόσο ποιοτικά όσο δυναμικά και στο θέμα έντασης και ρυθμού. Είναι σκληρό Πρωτάθλημα το Αλβανικό, δεν είναι εύκολο, μπορεί σε θέμα ποιότητας να μην είναι όπως το Ελληνικό, αλλά εκεί πρέπει να είσαι αθλητής, να είσαι δυνατός. Θυμάμαι να παίζω και να λέω «ώπα, τι γίνεται εδώ πέρα, βρε παιδιά, γιατί βαράνε έτσι;».
Δύο χρόνια εκεί επίσης έμαθα και αλβανικά. Πηγαίνοντας Αλβανία, ήξερα κάποιες φράσεις αλλά μέχρι εκεί. Οι γονείς μου τα μιλάνε, αλλά με τρόπο που καταλαβαίνει κανείς ότι δεν είναι η πρώτη τους γλώσσα. Στο σπίτι δηλαδή και σε εμένα μιλούσαν μόνο ελληνικά.
Στην Τεούτα είχα υπογράψει για έναν συν έναν, κάτι που σήμαινε ότι μετά το τέλος του πρώτου χρόνου θα έπρεπε να μιλήσω με τον Πρόεδρο και να δώσουμε τα χέρια για τον δεύτερο. Εκείνοι βέβαια το προχώρησαν μόνοι τους, χωρίς να έχω υπογράψει εγώ κάτι, οι τακτικές είναι κάπως έτσι εκεί. Παρόλ’ αυτά, τη δεύτερη χρονιά πήραμε το Πρωτάθλημα, οπότε δεν μπορώ να παραπονεθώ.
Θύμησες Ελλάδας στην Κύπρο
Μετά από αυτά τα δύο χρόνια θεώρησα ότι στην Αλβανία είχε τελειώσει ο κύκλος μου. Άλλωστε, και να σε ζητήσουν άλλοι αλβανικοί σύλλογοι, είναι λίγο δύσκολο να πας. Εάν παίζεις σε συγκεκριμένες ομάδες, δύσκολα θα σε αφήσουν να πας αλλού.
Είχα πρόταση για Ρουμανία, πολύ απλά όμως ο Πρόεδρός είπε «όχι», αν κι εγώ ήθελα να πάω εκεί. Γενικά δεν με φοβίζουν οι αλλαγές, τις επιδιώκω, δεν γνωρίζω γιατί, σαν να βαριέμαι, δεν ξέρω τι γίνεται. Έχει φύγει ο φόβος του άγνωστου, δεν υπήρχε και ποτέ, τα αντιμετωπίζω όλα ως νέες εμπειρίες που θα έχω να τις λέω, όταν μεγαλώσω.
Κι έτσι κατέληξα στην Κύπρο και την ΠΑΕΕΚ Κερύνειας. Το Πρωτάθλημα εκεί είναι αξιόλογο, φέρνουν καλούς παίκτες, υπάρχουν σωστές υποδομές και σοβαροί άνθρωποι που βάζουν χρήματα. Αν εξαιρέσεις το ότι είχαμε το μικρότερο μπάτζετ στην κατηγορία, ήταν μια ωραία εμπειρία, κάθε παιχνίδι το ευχαριστιόμουν, αγωνίστηκα ενάντια σε ΑΠΟΕΛ, Ανόρθωση, Ομόνοια, μου άρεσε πάρα πολύ, θύμιζε και Ελλάδα, ίδιες νοοτροπίες, οπότε με ενδιέφερε να παραμείνω στην Κύπρο.
Υπέγραψα αρχές Ιουνίου στη Δόξα Κατωκοπιάς, ξεκίνησα προετοιμασία και στις 22 Αυγούστου, ημέρα των γενεθλίων μου, μου τηλεφωνεί ο Πρόεδρος και μου λέει «ο προπονητής δεν σε θέλει»! Δεν ξέρω, αυτό το πράγμα είναι σαν να με κυνηγάει παντού! Ο προπονητής ήταν δύο μέρες στην ομάδα…
Το θέμα τότε στην Κύπρο ήταν πόσους ξένους ποδοσφαιριστές μπορούσε να έχει η ομάδα σου. Εγώ θεωρούμουν ξένος, ήρθαν επιπλέον τέσσερεις-πέντε άλλοι με τον νέο προπονητή, οπότε υπήρχε πρόβλημα. Προπονητής και Πρόεδρος έριχναν ο ένας το μπαλάκι στον άλλον ότι δεν με ήθελαν, μια ασυνεννοησία, κι αναρωτιόμουν «γιατί να συμβαίνουν αυτά σε εμένα;».
Ο Πρόεδρος της ομάδας μού είπε εν τέλει «εσύ κάτσε και ας μην παίξεις», αλλά σκέφτηκα ότι ήμουν 29 ετών και, εάν το έκανα, θα ήταν λάθος για το μέλλον μου, οπότε ξαναγύρισα στην Τεούτα! Δεν ήταν σαν την πρώτη φορά, ούτε Ευρώπη βγήκαμε ούτε τίτλο πήραμε, αλλά σίγουρα ήταν πολύ καλύτερα απ’ το να καθόμουν στη Δόξα Κατωκοπιάς και να πληρώνομαι χωρίς να παίζω για έξι μήνες.
Εμπειρία ζωής στη Μάλτα
Δεν ξέρω εάν είναι χάρισμα, αλλά για κάποιον λόγο αποδέχομαι και προσαρμόζομαι σε καταστάσεις πολύ εύκολα, πολύ γρήγορα, είμαι ευπροσάρμοστος. «Απορώ πού βρίσκεις τη δύναμη, την υπομονή και δεν τα παρατάς», μου λέει καμιά φορά η κοπέλα μου κι εγώ της απαντάω πως «δεν ξέρω πώς τα καταφέρνω, απλώς κοιτάω ό,τι μου φέρει η ζωή να το πιάσω από την καλή του όψη».
Τότε είχα έναν ατζέντη που μου μίλησε για μια προοπτική στη Μάλτα και την Φλοριάνα, αφού βέβαια είχαν ανοίξει για τα καλά και τα σύνορα επιτέλους, ομάδα στην οποία μετά από εμένα ενσωματώθηκε και ο Χρήστος Ρόβας. Στην αρχή όμως δεν με ενδιέφερε καθόλου, δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου εκεί, πίστευα ότι θα μπορούσα να βρω κάτι καλύτερο.
Το κλειδί της υπόθεσης για να πειστώ λοιπόν να πάω ήταν ότι πήραν προπονητή τον Καμορανέζι, τον παλιό παίκτη της Γιουβέντους που έχει πάρει το Παγκόσμιο με την Ιταλία. Αυτό με ιντρίγκαρε, σκέφτηκα «θα είναι εμπειρία ζωής να έχεις τον Καμορανέζι».
Πραγματικά θεωρώ ότι μου έκανε πολύ καλό το γεγονός ότι είχα προπονητή αυτόν τον άνθρωπο. Όλα όσα μας έμαθε, όλη η φιλοσοφία που μας μετέδωσε σίγουρα αποτελεί ένα μεγάλο εφόδιο για τον καθένα μας. Ο Καμορανέζι μάλιστα με άλλαξε και θέση στο γήπεδο, από αριστερό μπακ με έκανε αριστερό στόπερ, όπως έπαιζε η Γιουβέντους δηλαδή με τρεις πίσω. Και όλα αυτά σε συνδυασμό με το ότι έγινα και βασικός έκαναν την αυτοπεποίθησή μου να επανέλθει πλήρως.
Στο Πρωτάθλημα αγωνίζονται μεταξύ άλλων πέντε-έξι ομάδες πιο σοβαρές και πιο οργανωμένες που βάζουν περισσότερα χρήματα. Η Φλοριάνα είναι μεταξύ αυτών, ενώ αποτελεί και τον σύλλογο με τα πιο πολλά Πρωταθλήματα στη χώρα. Υπάρχουν βέβαια και μικρομεσαίες ομάδες, όχι κάτι το ιδιαίτερο, σίγουρα όμως ανταγωνιστικές.
Τα προπονητικά κέντρα επίσης δεν είναι σε καμία περίπτωση αντίστοιχα με τα ελληνικά. Απλώς το κακό είναι ότι το Πρωτάθλημα πραγματοποιείται σε τέσσερα στάδια, όλες οι ομάδες αγωνίζονται σε τέσσερα στάδια, τα οποία είναι σχετικά καλά, αλλά κανείς δεν έχει το δικό του προπονητικό, με αποτέλεσμα να υπάρχουν γήπεδα που νοικιάζουν οι ομάδες για να κάνουν εκεί τις προπονήσεις τους. Αντίστοιχα συμβαίνει και με τα φυσικοθεραπευτήρια. αν δηλαδή χρειαστεί μια ομάδα, υπάρχει κάποιο που θα το νοικιάσει.
Ποδόσφαιρο: ικανότητα ή τύχη;
Θέλω πάση θυσία να αγωνιστώ εκτός Ευρώπης, να φύγω απ’ την ήπειρο, να ζήσω και το “άλλο” ποδόσφαιρο. Σίγουρα θα μου άρεσε να πάω Σαουδική Αραβία, αλλά για εκεί είναι πλέον δύσκολο, το τρένο το δικό μου με αυτόν τον προορισμό έχει φύγει προ πολλού. Θέλω όμως να δοκιμάσω σε Αμερική, Καναδά, Αυστραλία, είναι μια καινούργια εμπειρία, από όλες τις απόψεις, άλλος κόσμος, άλλη νοοτροπία, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί.
Εννοείται ότι έχω βλέψεις και για το Ελληνικό Πρωτάθλημα, αλλά θεωρώ ότι το Ελληνικό Πρωτάθλημα “δεν έχει βλέψεις” για εμένα. Στη χώρα μας νομίζω ότι ο Έλληνας ποδοσφαιριστής είναι τόσο αναλώσιμος και απαξιώνεται τόσο εύκολα. Στα στραβά φταίει ο Έλληνας, στα καλά ο πρωταγωνιστής είναι ο ξένος. Αυτό βλέπω πλέον από μακριά.
Και σε συνδυασμό με το ότι είναι πολλά τα χρόνια που έχω φύγει, πιστεύω ότι έχω ξεχαστεί, αναρωτιέμαι αν με θυμάται κανείς!
Οι γονείς μου όλα αυτά τα χρόνια αναμφισβήτητα είναι περήφανοι για εμένα, αλλά θεωρώ ότι νιώθουν και λίγο στενοχωρημένοι. Εάν ήταν ξεκάθαρα στο χέρι μου όλη μου η καριέρα και τα έκανα εγώ τα λάθη, δεν θα ήταν πικραμένοι. Αισθάνονται όμως έτσι, επειδή ξέρουν ότι οι πιο σημαντικές αποφάσεις στη ζωή μου, τις οποίες έπρεπε να τις πάρω εγώ, εξαρτιόντουσαν από άλλους. Αν τους ρωτήσω, δεν θα μου το πουν, αλλά το καταλαβαίνω, γιατί οι γονείς μου πίστευαν ότι θα μπορούσα καλύτερα.
Πλέον θεωρώ ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι θέμα ικανότητας αλλά ξεκάθαρα θέμα τύχης και συγκυριών. Όλα για καλό γίνονται όμως, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Για να στα φέρνει έτσι ο Θεός, κάτι σημαίνει, κάποια δοκιμασία σού δίνει στην οποία πρέπει πάλι να αντεπεξέλθεις. Αλλιώς, αν σκέφτεσαι μόνο τι έχεις περάσει, δεν υπάρχει λόγος να ζεις.
Ο Αλέξανδρος Κούρος είναι διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Νίκος Γιαννακόπουλος: Κατάλαβα τι είναι να μην έχεις τίποτα
Βασίλης Ρόβας: Έκανα πολλά λάθη