Περισσότερες φορές πρώτος σκόρερ του (ενωμένου) Γιουγκοσλαβικού Πρωταθλήματος ο Ραντιβόι Κόρατς. Επτάκις!
Δεύτερος καλύτερος σχετικά ο Ντράζεν Πέτροβιτς της αδιάλειπτης τετραετίας 1985-1988. Τελευταίος χρονικά, πριν τη διάλυση της χώρας, ο Μπόμπαν Γιάνκοβιτς.
Ανάμεσα στους δύο τελευταίους, έλαμψε εντός των τειχών το άστρο του Άριαν Κόμαζετς. Ο Κόρατς έφυγε στα 30 του. Ο «γιος του διαβόλου» σκοτώθηκε επίσης σε αυτοκινητικό δυστύχημα στα 28 του. Ο Μπόμπαν έμεινε ανάπηρος στα 29 του, προτού φύγει 13 χρόνια αργότερα από τη ζωή.
Για τον Κόμαζετς, πρώτο σκόρερ του 1990 και του 1991, η μοίρα δεν στάθηκε ευτυχώς τόσο σκληρή. Πλασαρίστηκε ως ο “επόμενος Ντράζεν”, έπαιξε και πανηγύρισε μαζί του, βγήκε από τα φρεσκοχαραγμένα κροατικά σύνορα και ήρθε -τρις- στα μέρη μας, φόρτωσε με τρίποντα τα καλάθια στις κορυφαίες λίγκες της ηπείρου μας και σε όλες τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Και στο Κύπελλο Korać (…) δηλαδή.
Πέτροβιτς βέβαια δεν έγινε. Δεν τον πλησίασε καν, διότι Ντράζεν δεν έγινε και κανένας άλλος… Δεν είχε τον καλώς εννούμενο κωλοπαιδισμό του αδικοχαμένου γκαρντ, την ατσάλινη προσωπικότητα στις δύσκολες καταστάσεις. Μεγάλος σκόρερ, όχι όμως για τα μεγάλα ματς συχνά ο Άριαν.
Κίνησε να τα σαρώσει όλα, κατακτώντας το Γιουγκοσλαβικό Πρωτάθλημα στην τρυφερή ηλικία των 16 ετών, και κατέληξε να βλέπει τις ομάδες του να σηκώνουν κούπες, αμέσως αφότου αποχωρούσε από εκείνες. Κάποιες φορές την είχαν σηκώσει, ακριβώς προτού φορέσει τη φανέλα τους.
Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός, ΑΕΚ, για τον πρώτο ξένο μπασκετμπολίστα που πέρασε από τους συλλόγους του πάλαι ποτέ (“ποδοσφαιρογενούς” ως προσδιορισμού) ΠΟΚ. Και Βίρτους Μπολόνια και Βαρέζε, όπου άνθισε όσο πουθενά αλλού σε διασυλλογικό επίπεδο, και «Hrvatska», με το βρωμόχερό του να στερεί κάμποσα μετάλλια από την Εθνική Ελλάδος.
Πρώτα όμως Ζάνταρ. Πρώτα… και για πάντα…
Βγάζοντας τη γλώσσα στον Ντράζεν
Φύλο δεν έχουν οι άγγελοι, ας μας επιτραπεί ωστόσο ο τίτλος, σε αντιπαραβολή με τον «γιο του διαβόλου». Άλλωστε ο έφηβος με την αγγελική φυσιογνωμία στέφθηκε Πρωταθλητής Γιουγκοσλαβίας εις βάρος του Πέτροβιτς!
Είμαστε στο 1986, 16 χρόνια αφότου (στις 16 Ιανουαρίου 1970) είδε το πρώτο φως ο Άριαν Κόμαζετς στο Ζάνταρ. Στον ομώνυμο σύλλογο ανδρώνεται και στη συγκεκριμένη χρονιά παίρνει δειλά κάποια λεπτά συμμετοχής στην πρώτη ομάδα από τον Βλάντο Τζούροβιτς. Η έκπληξη συντελείται στους τελικούς, με θύμα την επί τριετία αήττητη στο Πρωτάθλημα, Τσιμπόνα.
Στον δεύτερο (τελικό), η ισοφάριση έρχεται στη Hala Jazine, με πρώτο σκόρερ τον Πέταρ Πόποβιτς, θείο του Κόμαζετς! Και με απόντα τον Ντράζεν, ο οποίος τραυματίζεται στην προθέρμανση.
Λέγεται -και δεν αμφισβητείται σθεναρά- ότι ο ηγέτης της Τσιμπόνα ήθελε απλώς να πανηγυρίσει έναν ακόμα τίτλο μπροστά στο κοινό της δικής του ομάδας.
Στο τρίτο όμως ματς στο Ζάγκρεμπ, οι «Μπλε» από τις δαλματικές ακτές κερδίζουν 111-110 στη δεύτερη παράταση και δίπλα στον Στόικο Βράνκοβιτς Πρωταθλητής ανακηρύσσεται και ο νεανίας Άριαν.
Άρι φωνάζουν τον γιο του Μίλαν Κόμαζετς, θριαμβευτή στα τρία πρώτα Πρωταθλήματα της Ζάνταρ στα ‘60s, όταν άρχιζε να μεσουρανεί το άστρο του Κρέζιμιρ Τσόσιτς. Κανένας τους δεν έφτασε τη συναπτή 17ετία του μπάρμπα του Άριαν, Πέταρ Πόποβιτς, στους «Plavo Bijeli».
Γιος του τελευταίου ο κοντοπίθαρος Μάρκο (της Ζαλγκίρις, της Εφές, της ηγετικής παρουσίας στους «Hrvatski»). Ξάδερφος του Άριαν από το άλλο σόι και ο Άλαν Γκρέγκοφ, γκαρντ που θα δούμε αργότερα στον Άρη.
Προτού καν φτάσει τα 201 εκατοστά, ο υιός Κόμαζετς φτάνει στην κορυφή της Ευρώπης. Τόσο το 1987 στο Ευρωμπάσκετ Παίδων της Ουγγαρίας, όσο και το 1988 στην αντίστοιχη διοργάνωση Εφήβων επί πατρίων εδαφών. Διόρθωση του ρήματος: δεν «φτάνει», οδηγεί τους νεαρούς «Plavi» στο ψηλότερο σκαλί των βάθρων.
Στα μαγυάρικα γήπεδα βάζει 28,4 πόντους, αρκούμενος στους 15 στο 62-50 επί της Ελλάδας του Αχιλλέα Δεμέναγα, του Σωτήρη Μανωλόπουλου, του Δημήτρη Αβδάλα και του κατοπινού του συμπαίκτη στο κλειστό της Γλυφάδας, Χρήστου Μυριούνη. Στον ημιτελικό με την Ισπανία σημειώνει 52 πόντους (!), στον Tελικό με την Ιταλία 21.
Κάτι πολύ καλό ετοιμάζουν για την ανδρική τους ομάδα οι Γιούγκοι πάλι… Ο ψηλόλιγνος γκαρντ-φόργουορντ έχει μέσο όρο 27 πόντων στο Ευρωπαϊκό του επόμενου έτους, δίχως να μασάει από το ανέβασμα της ηλικίας (U18 από U16), άρα θεωρητικά και της δυσκολίας. Ο συνομήλικός του και ίδιων θέσεων, Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς, έχει στο ίδιο τουρνουά μόλις 9.4 ποντάκια. Με 30+20 πόντους στα παιχνίδια των μεταλλίων κόντρα σε Τσεχία και Ιταλία, ο Κόμαζετς είναι ολοφάνερα πια έτοιμος για το τοπ επίπεδο.
Από τον «Ντούντα» στον Γκάλη
Από χρόνια τον έχει σταμπάρει και τον έχει καλέσει σε καμπ της Εθνικής Ανδρών ο Ομοσπονδιακός τεχνικός και μέγας ανιχνευτής ταλέντων (πέρα από μέγιστος παίκτης, όπως βέβαια και τέκνο της Ζάνταρ), Τσόσιτς. Ο πρόωρα χαμένος «Κρέζο» δεν θα μείνει για πολύ στον πάγκο της Γιουγκοσλαβίας και ο Κόμαζετς τίθεται σε αυτήν υπό την τεχνική καθοδήγηση του Ντούσαν Ίβκοβιτς.
Καταπίνει την πίκρα του ’89, όταν στο Χρυσό Ευρωπαϊκό επί γιουγκοσλαβικού και δη επί κροατικού εδάφους προτιμάται στην τελική δωδεκάδα ο ταχύτατα ανερχόμενος Ντανίλοβιτς. Και κατακτά τα επόμενα δύο μεγάλα ραντεβού: Παγκόσμιο 1990, ερχόμενος πίσω από κάτι… Πέτροβιτς, Τόνι Κούκοτς και Ζάρκο Πάσπαλ (οι τρεις πρώτοι σκόρερ της ομάδας), Ευρωμπάσκετ 1991.
Σχετικά αναβαθμισμένος ο ρόλος του στη Ρώμη, απόντος Ντράζεν, πρόκειται άλλωστε για τον τύπο που έχει τερματίσει back to back πρώτος σκόρερ στο εγχώριο Πρωτάθλημα, ρίχνοντας 30άρες για πλάκα.
Με το χαρακτηριστικό στιλ του, το κεφάλι δηλαδή πάντα ψηλά και το release σε δύο εμφανώς διαφορετικούς χρόνους στο σουτ, φέρνοντας την μπάλα ελάχιστα πάνω από το μέτωπο, εξελίσσεται σε σεσημασμένο σκόρερ.
Τον Ιανουάριο του ’89 έχει βάλει 32 πόντους στο 116-97 της Ζάνταρ επί του Ολυμπιακού, για τον οποίον ο Λάρι Μίντλετον με τη 40άρα του κάνει το ρεκόρ συλλόγου στην Ευρώπη, το οποίο θα σπάσει… μια ζωή αργότερα ο Σάσα Βεζένκοφ. Εν έτει 2025. Στην Ελλάδα ο Κόμαζετς ρίχνει 26άρα στον δεύτερο γύρο, διανύοντας τη χρονιά της εκτόξευσης με προπονητή τον Ντράγκαν Σάκοτα.
Η πορεία στο Κύπελλο Korać σταματά στους ημιτελικούς με θύτη την Παρτίζαν των Πάσπαλ και Βλάντε Ντίβατς και ο πιτσιρίκος της Ζάνταρ το ίδιο καλοκαίρι υπογράφει νέο συμβόλαιο. Μακράν το πιο ακριβό, με έξτρα παροχές στέγασης και αυτοκινήτου, αλλά και με… υποθήκη το γήπεδο του συλλόγου, σε περίπτωση αφερεγγυότητας ως προς την έγκαιρη καταβολή των δεδουλευμένων.
Ανταμώνει ως αντίπαλος την περίοδο 1990-1991 με τον Τζούροβιτς, αντιμετωπίζοντας τον Πανιώνιο στο Korać. Στην ήττα στη Νέα Σμύρνη μένει στους 17 πόντους, επειδή αποβάλλεται με πέντε φάουλ, και οι παριστάμενοι στο γήπεδο μένουν με το στόμα ανοιχτό, χαζεύοντας τον ανήλικο που (παίρνει τη θέση του και) τελειώνει το ματς με 10 πόντους στο άψε-σβήσε. Τον λένε Ντέγιαν Μποντιρόγκα…
Στην εντός έδρας νίκη επί των «Kυανερύθρων», ο Άριαν ρίχνει 34άρα και το 1992 έρχεται στην Αθήνα για μόνιμη εγκατάσταση. Ο Παύλος Γιαννακόπουλος αποφασίζει να κάνει πρωταγωνιστή παντού τον (εκτός ευρωπαϊκών διοργανώσεων) Παναθηναϊκό και παίρνει από Νίκο Γκάλη μέχρι Βράνκοβιτς. Ο τελευταίος αποκτά και την παρέα του φίλου του από το Ζάνταρ. Κροάτης και ο κόουτς, ο Ζέλικο Παβλίτσεβιτς. Όλα δείχνουν ιδανικά ώστε να “βγει” η μεταγραφή του Κόμαζετς.
Παίζει κυρίως στο “3”, πραγματοποιεί αρκετές εξαιρετικές εμφανίσεις, λιγότερες που περνάει απαρατήρητος. Πρώτο βιολί φυσικά είναι ο «Γκάνγκστερ», ο Κροάτης δεν είναι απόλυτα ευχαριστημένος από τον ρόλο του. Οι κακές γλώσσες λένε ότι η συμβία του δεν θέλει να μείνει στην Ελλάδα και η παραμονή του(ς) στη Γλυφάδα, όπου παίζει το «Τριφύλλι», αποδεικνύεται μονοετής.
Πρώτα ωστόσο ο Κόμαζετς έχει φροντίσει να επαναφέρει τον σύλλογο στους τίτλους. Ρίχνει 30άρα με τέσσερα εύστοχα τρίποντα στον Τελικό του Κυπέλλου με τον Άρη στο ΣΕΦ, ο Γκάλης, με φανέλα που ακόμη φαντάζει παράταιρη χρωματικά πάνω του, είναι πιο παραγωγικός με 36 πόντους, η αλλαγή σκυτάλης στο ελληνικό μπάσκετ καθίσταται σαφής. Αλλαγή, ως προς τη γεωγραφική μετατόπιση του επίκεντρου (των μεγάλων παικτών και συμβολαίων) από τη Θεσσαλονίκη στην πρωτεύουσα. Διότι τα Πρωταθλήματα αργούν ακόμη για τους «Πράσινους»…
Ό,τι αρχίζει ωραία…
Η αλήθεια είναι πως μετά την “άοσμη” εμφάνισή του (νικηφόρα πάντως) στον εναρκτήριο τελικό με τον Ολυμπιακό, ο Κροάτης είναι ο πρώτος σκόρερ της παρέας του στον δεύτερο και στον τρίτο. Βάζει 18 πόντους στο Περιστέρι, όπου τύποις υποδέχονται οι τιμωρημένοι «Ερυθρόλευκοι» τον Παναθηναϊκό, ανεβαίνει στους 27 στην επιστροφή της σειράς στη Γλυφάδα.
Αμφότερα τα ματς εντούτοις λήγουν με θρίαμβο των Πειραιωτών. Τα παράπονα από τη διαιτησία είναι πολλά, το αφεντικό δεν κατεβάζει την ομάδα του στον τέταρτο τελικό, η πρόθεση ανάδειξης του Φραγκίσκου Αλβέρτη (δευτερευόντως και του Μυριούνη) συνεπάγεται και πρόθεση απόκτησης δεύτερου ξένου που να παίζει πιο κοντά στο καλάθι. Στη Βαρέζε, αρχικά δανεικός μάλιστα, καταλήγει ο Κόμαζετς. Η θητεία του στον Παναθηναϊκό ολοκληρώνεται με 21.7 πόντους και 49% στα τρίποντα σε 36 συμμετοχές στην Α1!
Με πόνο τελειώνει η βραχεία θητεία του τόσο στον Ολυμπιακό όσο και την ΑΕΚ.
Στον πρώτο καταφτάνει το 1998, κατόπιν δικής του πενταετίας στην Ιταλία, αλλά και μετά την πρώτη απώλεια του Ελληνικού Πρωταθλήματος για τους Πειραιώτες, μετά από πέντε διαδοχικές κατακτήσεις του. Στο “λιμάνι” ονειρεύονται άμεση επιστροφή στα μεγαλεία, άλλωστε το Τρεμπλ του 1997, με το σάρωμα κάθε στόχου, είναι νωπό στη μνήμη.
Ο Άριαν “σκάει” κουρεμένος γουλί, παρότι δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα… τριχόπτωσης. Δείχνει αποφασισμένος για μεγάλα πράγματα, η συνεργασία του με τον Ίβκοβιτς είναι άλλωστε δοκιμασμένη από χρόνια, στην Εθνική Γιουγκοσλαβίας. Αποτελεί τον αντι-Καρνισόβας και βάζει τζίφρα σε μονοετές συμβόλαιο 300 εκατ. δραχμών.
Ξεκινάει όντως εντυπωσιακά. Πρεμιέρα στη Μπολόνια, απέναντι στην πρώην του, τη Βίρτους (ή Μπάκλερ, εκ του χορηγού). Με αντίπαλο τον Πάσπαλ, βάζει 25 πόντους, κατεβάζει επτά ριμπάουντ και πανηγυρίζει σπουδαίο “διπλό”. Η πιο παραγωγική του εμφάνιση έρχεται λίγες εβδομάδες αργότερα, με 29 πόντους κόντρα στη… Ζάνταρ.
Τραυματίζεται όμως στους συνδέσμους, σε μια υποχρέωσή του με την Κροατία, και γυρίζει τον Γενάρη φάντασμα του καλού εαυτού του. Τα καλά παιχνίδια του είναι πια λιγοστά, στον ημιτελικό του Final 4 μένει στους 7 πόντους και προκρίνεται η Ζαλγκίρις, η οποία φέρνει καινούργια αύρα στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Χάνεται και ο εγχώριος τίτλος από τον Παναθηναϊκό του Ντίνο Ράτζα, με αμφότερους τους Κροάτες να υπογράφουν το καλοκαίρι του 1999 στη Ζάνταρ!
Ύστερα από απραξία μιας ολόκληρης σεζόν, ο άνθρωπός μας επανακάμπτει στην ΑΕΚ. Κουβαλάει πια και αρκετούς τραυματισμούς, μαζί και την ταμπέλα του ιδιόρρυθμου -αν όχι δύστροπου- χαρακτήρα.
Αναλαμβάνει το 2001 να τον κουλαντρίσει ένας ακόμα γνώριμός του από το παρελθόν προπονητής, ο Σάκοτα.
«Δικέφαλος» στο στήθος, διπρόσωπος ο Κόμαζετς. Σε επτά από τις έντεκα εμφανίσεις του στην Α1 βάζει από… μηδέν έως επτά πόντους. Σε άλλες τρεις από 23 έως 28. Σε εύκολα ματσάκια, είναι η αλήθεια. Το ίδιο στην Ευρωλίγκα: σχεδόν απλή αναφορά σε πέντε φύλλα αγώνα, από 18 έως 21 πόντους σε άλλα τρία παιχνίδια.
Τα σπάει με τους «Κιτρινόμαυρους», οι οποίοι δεν μπορούν την αστάθεια στην απόδοσή του, αποχωρεί τα Χριστούγεννα του 2001, μάλλον ανακουφισμένος. Ο ίδιος από την πλευρά του έχει παράπονα ως προς την οικονομική (α)συνέπεια της ΚΑΕ…
Έχει για πάντα το Ζάνταρ
Εκείνη η χρονιά ολοκληρώθηκε στην ΑΕΚ δίχως Κόμαζετς αλλά με την πρώτη κατάκτηση του Πρωταθλήματος μετά από 32 ολόκληρα χρόνια! Είναι και η τελευταία βέβαια έως σήμερα. Ο Παναθηναϊκός, με το που έφυγε εκείνος, έγινε θαμώνας των Final 4. Στον κυρίαρχο των ‘90s, Ολυμπιακό, έμεινε με άδεια τα χέρια.
Στη Βίρτους πήγε σε μια ομάδα που κατακτούσε επί μια συναπτή τριετία το Ιταλικό Πρωτάθλημα και δεν το πήρε ποτέ τη διετία 1995-1997, αποτυγχάνοντας να γεμίσει τα παπούτσια του NBAer εκείνο το διάστημα, Ντανίλοβιτς. Έφυγε ο Άριαν, γύρισε ο Σάσα, πάλι κούπα, ακόμα και Πρωταθλήτρια Ευρώπης το 1998 η ομάδα της Μπολόνια!
Γκαντέμης; Ανήμπορος να βοηθήσει σημαντικά, όταν η μπάλα καίει; Κάτι… ενδιάμεσα. Σίγουρα μεγάλος σκόρερ, όπως πιστοποίησε και στο Βαρέζε, όπου λατρεύτηκε. Ανέβασε τον θρυλικό σύλλογο (με τα πέντε Πρωταθλητριών έως το 1976) στην πρώτη κατηγορία και στο καπάκι, το 1995, αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της Serie A με μέσο όρο 33.2 πόντων.
Στην πρώτη του χρονιά στη Βίρτους, όπου δεν συνάρπασε κιόλας τα πλήθη, έβαζε 22.5! Γύρισε το 1997-1998 στη Βαρέζε, την έβγαλε στο Πρωταθλητριών για πρώτη φορά μετά από 19 ολόκληρα χρόνια.
Ξαναλέμε, σπουδαίος παίκτης. Ξαναλέμε, με κάκιστο “τάιμινγκ” στους τίτλους.
Ήρθε στον Ολυμπιακό και το 1999 η Βαρέζε, την οποία ο ίδιος ξανάκανε μεγάλη, πήρε το Ιταλικό Πρωτάθλημα!
Ο ίδιος θεωρεί κορυφαίες στιγμές της καριέρας του άλλες. Τον Τελικό των Ολυμπιακών Αγώνων (και την όλη πορεία) του 1992 με την Εθνική του νεοσύστατου κροατικού κράτους. Έβαζε 12.8 πόντους στη Βαρκελώνη, παρότι υπήρχε ακόμη Ντράζεν, όπως βέβαια και Κούκοτς και Ράτζα.
Η έτερη μεγάλη στιγμή του, σε διασυλλογικό επίπεδο, έχει να κάνει με το Κύπελλο Κροατίας του 2000. Τότε που είχε γυρίσει στην ιδιαίτερη πατρίδα του και την παντοτινή του αγάπη. Τη Ζάνταρ. Θύμα του στον Τελικό, όπως… παλιά, η κραταιή Τσιμπόνα. Θριαμβεύτρια και στα έντεκα πρώτα Πρωταθλήματα της ανεξάρτητης Κροατίας γαρ.
Εκείνο το θέρος πέρασε και τον Ατλαντικό. Του έτειναν χείρα οι Γκρίζλις, οι οποίοι έδρευαν ακόμη στο Βανκούβερ. Πήγε, δίχως εγγυμένο συμβόλαιο. Να δοκιμαστεί. Με άκρες στην Ευρώπη, ο Τζένεραλ Μάνατζερ Μπίλι Νάιτ τον γούσταρε. Ο χεντ κόουτς Σίντνεϊ Λόου όχι. Έκατσε έναν μήνα, ίδρωσε μονάχα σε αγώνες της pre-season.
Με το νέο του εθνόσημο στο στήθος ανέβαινε στο τρίτο σκαλί του βάθρου και επί μια συναπτή τριετία. Ξέρετε, από το 1993 έως το 1995, οπότε σε δύο Ευρωμπάσκετ και ένα Μουντομπάσκετ ο μικρός Τελικός ήταν πάντα Κροατία-Ελλάδα και κέρδιζε επίσης πάντα (sic) η παρέα του κορυφαίου σουτέρ. Το ’94 ήταν ο τρίτος καλύτερος σκόρερ της διοργάνωσης (με 19.4 π.), το ’95 ο τέταρτος καλύτερος (20.3).
Το 2000 με τη Ζάνταρ είχε φτάσει και στα ημιτελικά του Saporta. Εκεί η ομάδα του αποκλείστηκε από την… επόμενή του. Την ΑΕΚ, σε αγώνες ωστόσο στους οποίους ο τραυματίας στο χέρι Κόμαζετς δεν είχε λάβει μέρος. Μετά το μικρό πέρασμά του από τον «Δικέφαλο», άραξε για μιάμιση ακόμα σεζόν. Τελείωσε την καριέρα του πίσω στην Ιταλία, το 2003-2004, σημειώνοντας ακόμα και στα 34 του 17.6 πόντους στην πρώτη κατηγορία της.
Μετά, γύρισε φυσικά στην πόλη του, την οποία δεν αλλάζει με τίποτα. «Ο Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο και το Ζάνταρ το μπάσκετ», τους αρέσει να λένε εκεί. Τα αγγελάκια του κατέβασαν στη Γη και τον Άριαν Κόμαζετς…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ντράζεν, ο αλήτης κι ο προφήτης / Ο Νόστος του Ντράζεν
Στόγιαν Βράνκοβιτς: Από μηχανής ψηλός