Ξεκίνησα το μπάσκετ παιδάκι, 10 χρόνων.
Ήμουν πολύ αδύνατος. Μάλιστα, έχω φωτογραφία από το 1970, στα 22 μου, όταν παίξαμε στο Καλλιμάρμαρο με την Εθνική Εφήβων και Ματθαίου προπονητή, και, όπως ποζάρουμε, τα πλευρά μου μετρώνται. Ήμουν 75 κιλά, τώρα είμαι 110.
Στη Θεσσαλονίκη η ΧΑΝΘ είχε οργανώσει το 1958 που πήγα εγώ, όπως και νωρίτερα, διάφορα παιδικά τμήματα, εκεί υπήρχε ένας αρχηγός που μάζευε τα παιδάκια και έδινε κάποια ονόματα στις ομάδες. ήταν οι «τάρανδοι», οι «λύκοι», οι «πάνθηρες», οι «ελέφαντες», εγώ ήμουν στους «κάστορες» γραμμένος.
Πριν τα 10 μου, είχα παίξει ποδόσφαιρο.
Γεννήθηκα στην Αποστόλου Παύλου και Κασσάνδρου, περίπου γωνία, εκεί κοντά στο Τουρκικό Προξενείο. Η Κασσάνδρου ήταν καλντερίμι, όπως έμπαινες, το πέμπτο σπίτι ήταν δικό μας και κοντά ήταν το γήπεδο του Ηρακλή, το Καυταντζόγλειο. Με τα πόδια πήγαινες σε πέντε λεπτά.
Έπαιζα ποδόσφαιρο με τον συγχωρεμένο τον Καραπατή, τον προπονητή.
Αλλά τότε δεν μου πολυάρεσε, ήταν λίγο περίεργα τα πράγματα και έβλεπα και τον Ηρακλή στο μπάσκετ και τη ΧΑΝΘ. Μας έκαναν προπονησούλα και ό,τι βλέπαμε από τους μεγάλους.
Καλά, οι προπονητές τότε με τους σημερινούς είναι η μέρα με τη νύχτα.
Τότε φοράγαμε κάτι δικά μας σορτσάκια, στολές δεν υπήρχαν, πληρώναμε εμείς ρούχα και παπούτσια. Αργότερα τα παπούτσια μας ήταν «ελβιέλα» και «αλυσίδα ελβιέλα», τσιμέντα τα γήπεδα.
Έρχονταν τα αμερικανικά πλοία, ο στόλος, και εμείς πηγαίναμε στους φαντάρους, στους ναύτες, στα Λαδάδικα, εκεί ήταν η Τρούμπα του Πειραιά, κι άλλοι ζητούσαν τσιγάρα, τα Lucky Strike, κι άλλοι, εμείς, ως αθλητές, ζητούσαμε παπούτσια. Ήταν μεταχειρισμένα, αλλά ήταν All Star.
Κάποια στιγμή ένας έφορός μας πήγε Αμερική και μας έφερε δώρο από ένα ζευγάρι All Star.
Αλλά πόσο να αντέξει στο τσιμέντο πάνω-κάτω, οπότε κάποια στιγμή κάτω απ΄το πέλμα έκανε μια τρύπα. Όσοι δεν είχαν λεφτά, έβαζαν χαρτόνια, αλλά πόσο να αντέξει και το χαρτόνι.
Ο δικός μου πατέρας ήταν ευκατάστατος, έκανε αναγόμωση στο βουλκανιζατέρ. Πήγαινε στο βουλκανιζατέρ και, όπως κολλούσε τη σαμπρέλα, έτσι κολλούσε κι έναν πάτο στα All Star, για όσο αντέξει.
Έτσι ήταν εκείνα τα χρόνια.
Στη ΧΑΝΘ έμεινα τρία-τέσσερα χρόνια παίζοντας με τους μικρούς, ενώ το 1963, 15 ετών, πήγαινα πλέον και στον Ηρακλή, ώστε τελικά γράφτηκα εκεί.
Με έγραψε ο δημοσιογράφος Γιώργος Πλατσούκας, ο οποίος ήταν και Γενικός Γραμματέας του Ηρακλή.
Ο αείμνηστος Ορέστης Αγγελίδης, ο οποίος ήταν σαν δεύτερος πατέρας μου, ήρθε το 1966 στον Ηρακλή. Είχε πέντε-έξι παίκτες πάνω από 30 ετών, γιατί είχαν φύγει πολλοί κάνοντας χρήση νόμου, πήρε το Εφηβικό του Ηρακλή με εμένα μέσα και έτσι εμφανίστηκα εγώ.
Έμεινα 14 χρόνια στον Ηρακλή, τρία ήταν τα χρόνια στην ΑΕΚ, ένας στον Απόλλωνα Αθηνών, δυο στου Παπάγου.
Στα “γεράματα”, το 1987-1988, πάω προπονητής στην Αγία Παρασκευή και βγαίνουμε στα τελικά. Βλέποντας όμως ότι οι παίκτες δεν είχαν την εμπειρία να πάμε μια κατηγορία πάνω, φέρνω τον Νίκο Χριστοδούλου προπονητή, φοβερό παιδί απ΄τον Ιωνικό, αγωνίζομαι ως παίκτης στα 40 μου και τους ανεβάζω κατηγορία. Ήταν η τελευταία χρονιά που έπαιξα μπάσκετ.
Πάμε όμως πιο πίσω. Πήγαινα στο πιο “σκληρό” σχολείο της Θεσσαλονίκης, το 5ο Γυμνάσιο.
Όλοι όσοι το τελείωσαν, στη δικιά μου φουρνιά, το 1966, έγιναν Καθηγητές Πανεπιστημίου, μεγαλογιατροί, Βουλευτές, Υπουργοί.
Ο Τάσος Κουράκης, ο πολιτικός, ήταν συμμαθητής μου, ο Σωκράτης Φάμελλος επίσης, ο Τρόντζος το ίδιο.
Εγώ έμπλεξα με το μπάσκετ και στην Ε’ Γυμνασίου έμεινα στην ίδια τάξη, είχα έξι μαθήματα κάτω απ’ τη βάση, Μαθηματικά, Χημείες, Φυσικές. Μέχρι την Γ’ Γυμνασίου, ήμουν του 15-16, στην Ε’ ήμουν αλλού γι’ αλλού, γιατί είχα την Εθνική ομάδα Εφήβων.
Και, για να μην χάσω την χρονιά, πήγα σε ιδιωτικό, πλήρωσε ο πατέρας μου. Έπεσε το ξύλο της αρκούδας τότε, όταν λέμε ξύλο, ξύλο, γιατί ήμασταν και ψιλοτσόγλανοι τότε.
Το μυαλό του Γιάννη Ιωαννίδη
Στο 5ο Γυμνάσιο λοιπόν, ήμουν Γ’ Γυμνασίου, κάνουμε προπόνηση και ήταν ένας-δυο παίκτες του Άρη, ένας Παναγιωτόπουλος κι ένας Αμπάνογλου, και εγώ.
Ο γυμναστής μας είχε τελειώσει Γυμναστική Ακαδημία το 1940, όταν ήταν ακόμη ΕΑΣΑ (Ελληνική Ακαδημία Σωματικής Αγωγής), πού να ξέρει από μπάσκετ.
Ξύπνιος, σκέφτεται να τους προπονήσει ο Γιάννης Ιωαννίδης, ο οποίος ήταν του 1945 γεννηθείς, έπαιζε ήδη στον Άρη και αποτελούσε τον καλύτερο παίκτη της ομάδας τόσο στα εφηβικά όσο και στην αντρών, οπότε του λέει «πάρε, φτιάξε την ομάδα, ώστε να παίξουμε στους σχολικούς αγώνες».
Με βλέπει τότε ο Ιωαννίδης και λέει «α, αυτός είναι καλός», ήμουν όντως καλός. Με πλησιάζει και μου προτείνει να πάω να υπογράψω στον Άρη, του λέω «υπέγραψα στον Ηρακλή» και μου απαντά «γαμώ τον @@@», στις “κωλόγριες” πήγες και υπέγραψες!».
Τότε οι σύμβουλοι της ομάδας ήταν μεγάλης ηλικίας.
Όταν βρεθήκαμε ξανά μαζί το 1999 στον Ολυμπιακό, αυτός προπονητής, εγώ βοηθός, τα θυμηθήκαμε αυτά όλα. Ξυράφι το μυαλό του, πού να ξεχάσει!
Ο Ιωαννίδης των 17 ετών ήταν όπως και ο γνωστός Ιωαννίδης μετά, ένας άνθρωπος που δεν ήθελε να χάνει ποτέ, τάβλι να έπαιζε, έπρεπε να κερδίσει, θα έβρισκε τρόπο.
Ήταν φοιτητής στη Γεωπονική, όλο τα μπασκετικά ανφάν γκατέ της Θεσσαλονίκης ήταν στο Πανεπιστήμιο, ιατρικές κι άλλες σχολές.
Στα τελικά ήταν να παίξει Γεωπονική και Πανεπιστήμιο για το ποιος θα πάρει το Πρωτάθλημα.
Κάποιοι από αυτούς ήταν και στον Άρη.
Και τι έκανε ο Ιωαννίδης;
Είχε οριστεί το ματς για Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου, για παράδειγμα, και πήγαινε και τους έλεγε «στο γήπεδο την Πέμπτη στις τάδε του μηνός θα φάτε 30 πόντους». Γελάγανε οι άλλοι, γιατί ήταν σαν να παίζουν οι Μπόστον Σέλτικς με τα Άνω Καλιαντά Ημαθίας.
Και ξαναέλεγε την άλλη μέρα «την Πέμπτη θα σας πάρουμε το κεφάλι». Γελάγανε οι άλλοι ξανά.
Αλλά το ματς ήταν να γίνει Τετάρτη και πηγαίνει η Γεωπονική και το παίρνει άνευ αγώνος, ενώ οι άλλοι πήγαιναν την Πέμπτη και δεν υπάρχει κανένας στο γήπεδο.
Τι σκέφτηκε ο άνθρωπος! Το πονηρό μυαλό του το σκέφτηκε εκείνη την εποχή! Και έτσι πορεύτηκε ο Γιάννης!
Την εποχή εκείνη που κάναμε παρέα και πηγαίναμε στο ίδιο καφενείο, το Πετί Παλέ, δεν είχαν εμφανιστεί ακόμη στον χαρακτήρα του οι προλήψεις και τα γούρια.
Όλα αυτά εμφανίστηκαν στον Ολυμπιακό. Ο Ιωαννίδης πήγε το 1991. Εγώ το 1996-1997, πήγα με τον Ίβκοβιτς, καθίσαμε τρία χρόνια, μετά ήρθε ο Γιάννης ξανά.
Δεν τον είχα ζήσει έτσι ποτέ, ούτε άφηνε τα προηγούμενα χρόνια κανέναν να μπαίνει μέσα στις προπονήσεις κλπ, ήταν πάντα κεκλεισμένων των θυρών.
Τότε άρχισαν όλα αυτά με τα γούρια, ήταν για γέλια, τι να πω!
Μέναμε στο Χανδρής τότε, απέναντι από το Ωνάσειο, εννοείται ότι τρώγαμε σε συγκεκριμένη αίθουσα φιλέτο με μακαρόνια ή με πιλάφι. Τα ‘παιρνε τα φιλέτα και ό,τι έμενε το ‘δινε στα σκυλιά του, είχε δυο σκυλιά μες στο σπίτι και άλλα τρία απ’ έξω.
Και μετά πηγαίναμε στο μπαράκι, όπως μπαίνεις στο ξενοδοχείο αριστερά, σε συγκεκριμένο τραπέζι και έπαιρνε ο Παπαγεωργίου το φιστίκι απ΄ την Καλλιθέα, από ένα ειδικό μαγαζί, και έπρεπε να πίνουμε ουίσκι. Και έλεγα «Εγώ δεν πίνω ουίσκι».«Όχι, θα πιείς». Πίναμε και φεύγαμε πάντα τελευταίοι, όταν άδειαζε όλο το μπαρ.
Στη συνέχεια, έπρεπε να κάτσουμε σε μια συγκεκριμένη πολυθρόνα μεγάλη μέχρι το πρωί. Του έλεγα «Κόουτς, έχω μάθημα στη Γυμναστική Ακαδημία στις 08:00», «Όχι, εκεί θα κάτσεις».
Και μετά έπρεπε να κοιμηθούμε.
Επίσης, είχε μόνιμα ένα τσαντάκι κάτω από τον πάγκο, άδειο το τσαντάκι, αλλά ήταν το γούρι αυτό. Το κλώτσησε κατά λάθος μια φορά ένας κι έγινε χαμός και άλλα που δεν λέγονται.
Τα αγωνιστικά χρόνια σε Ηρακλή και ΑΕΚ
Όταν τέλειωσα το Γυμνάσιο, αγόρασε ο πατέρας μου ένα εργοστάσιο ασβεστοποιίας στο Ασβεστοχώρι, αλλά τι πάθαμε; Δεν μπορούσαμε να πουλήσουμε τον ασβέστη εκτός νομού Θεσσαλονίκης.
Ο ασβέστης πώς γίνεται; Υπάρχουν λατομεία με μια ειδική πέτρα, την οποία ψήνεις στο καμίνι στους 1.200 βαθμούς, γίνεται ασβέστης, τη λιώνεις κτλ.
Παράγαμε πολύ ασβέστη, αλλά δεν μπορούσαμε να τον πουλήσουμε όλον στη Θεσσαλονίκη, έπρεπε να πάμε εκτός νομού.
Αν όμως μείνει ο ασβέστης παραπάνω από τέσσερεις-πέντε μέρες στην αποθήκη, λιώνει. Ε, μια δυο τρεις, πέσαμε έξω.
Εγώ τότε ήμουν και θερμαστής στα καμίνια και οδηγός στα φορτηγά. μάλιστα, μετέφερα μόνο νύχτα, γιατί δεν είχα δίπλωμα.
Αυτό έγινε 1967, όταν ήμουν 19, και κράτησε τρία χρόνια.
Μετά, δώσαμε το εργοστάσιο, πουλήσαμε και ένα διαμέρισμα που είχε φτιάξει στη Θεσσαλονίκη ο πατέρας μου και πήγαμε όλοι οικογενειακώς στην Αθήνα το 1972. Μετά οι γονείς μου χώρισαν.
Εγώ έφυγα για Αθήνα το 1970, γιατί είχα μπει Γυμναστική Ακαδημία κι έμεινα μόνος μου.
Μάλιστα, τότε, το το 1970, έζησα μια φοβερή εμπειρία στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Εφήβων που έγινε στο Καλλιμάρμαρο, μια επιτυχία που έμεινε στην ιστορία.
Ήρθαμε δεύτεροι, χάσαμε από τη Ρωσία 82-48. Ήταν ο Κόντος, ο Σταμέλος, ο Γιαννουζάκος, ο Ραφτόπουλος, ο Αλεξανδρής, ο Ιορδανίδης. Βέβαια, τότε υπήρχαν και λίγο παραπάνω ηλικίες, αλλά όλες οι ομάδες αυτό έκαναν.
Εκείνη η ομάδα ήταν οικογένεια, ζήσαμε ωραίες στιγμές.
Μέναμε όλοι μαζί στον Άγιο Κοσμά και είχαμε δεθεί.
Για πρώτη φορά μάλιστα ο Ματθαίου μάς έκανε πρωί-απόγευμα προπόνηση. Παλιότερα, όταν κάναμε, κάναμε τρεις φορές τη βδομάδα. Μετά, κάθε μέρα. Ο Ματθαίου μας έκανε δυο φορές την ημέρα.
Μια φορά σ’ ένα μπαρ όλοι της ομάδας μαζί είχαμε πιεί 150 πορτοκαλάδες. Το μπαρ το είχε ο πατέρας του Σούλη Ράμμου, του παίκτη του Ολυμπιακού, και λέει «Πάτε καλά; 150 πορτοκαλάδες ήπιατε;». Και τότε έρχονται ο Αχιλλέας Ασλανίδης και ο Παντελάκης του ΠΑΟΚ και του απαντούν «καλέ, άσε τα παιδιά να πιουν μια πορτοκαλάδα, τι σε νοιάζει;».
Ο Ηρακλής ήταν η ομάδα που με ανέδειξε, έπαιξα 14 χρόνια, έχω ωραίες αναμνήσεις.
Ναι μεν οι προπονητές της εποχή εκείνης δεν είχαν τα στοιχεία που έχουν οι σύγχρονοι προπονητές, αλλά μας πήραν από τα σφαιριστήρια, από την υποτιθέμενη αλητεία, και μας έκαναν ανθρώπους, ήμασταν ψιλοτσογλάνια.
Δεν ήταν όπως τώρα, για παράδειγμα, με τα ναρκωτικά, αλλά την κοπανάγαμε, την κάναμε και γυρίζαμε.
Ο Αγγελίδης, ο Βογιατζής ήταν φοβεροί μαζί μας!
Στην ΑΕΚ ξεκίνησα με τον Αναστασιάδη, τον δάσκαλο που είχαμε και στη Γυμναστική Ακαδημία, με τον Μιχάλη Γιαννουζάκο μεγαλώσαμε μαζί και μέναμε και μαζί ως συμφοιτητές, ήταν και ο Κανακάκης, ο Νεσιάδης, ο Αποστολίδης, ο οποίος είναι τώρα Καθηγητής στη Γυμναστική Ακαδημία. Ωραία ομάδα και πολύ μεγάλες πλάκες.
Στα 24 μου μπήκα στη Χωροφυλακή και τέσσερα-πέντε χρόνια μετά μας έστειλαν στα Τμήματα. Ήρθε ο Υπαρχηγός της Χωροφυλακής και μας το ανακοίνωσε.
Εμείς ήμασταν όλοι ανεκπαίδευτοι, είχαμε μπει άλλος απ’ το μπάσκετ, άλλος απ’ τον στίβο, άλλος απ’ το βόλεϊ, υπήρχαν 120 αθλητές.
Εγώ παρουσιάζομαι στον Διοικητή μου στη σχολή Ανθυπομοιράρχων, απέναντι από το Ερρίκος Ντυνάν, και λέω «Εγώ, κύριε Διοικητά, είμαι γυμναστής και είμαι ανεκπαίδευτος, όπως και οι υπόλοιποι σαν εμένα». Με ρωτάει «Έρχεσαι στη σχολή Ανθυπομοιράρχων να τους κάνεις γυμναστική;» και απαντάω «Έρχομαι και μάλιστα από τις 05:00».
Έτσι λοιπόν πάω εκεί για τρία χρόνια.
Γνώρισα και κάποιον εκεί που ήξερε τον Βαρβιτσιώτη, μου λέει «Να διοριστείς γυμναστής». «Πώς να διοριστώ; Πρέπει να πάω επαρχία» και μου απαντάει «Όχι, γιατί έγιναν τα Τεχνικά Επαγγελματικά Λύκεια».
Το 1979 λοιπόν διάλεξα κι εγώ ένα στα Πατήσια και με πήγαν στην Γκράβα. αμάν, το χειρότερο, ο καλύτερος είχε σκοτώσει τη μάνα του. Ε, πήγα και τους έκανα Γυμναστική.
Λίγο μετά ο Αναστασιάδης, ο καθηγητής μου, με έφερε Καθηγητή μπάσκετ στη Γυμναστική Ακαδημία με απόσπαση κι έφυγα από εκεί το 2009, 30 χρόνια μετά!
Προπονητική, διδασκαλία και Φάνης
Στη Γυμναστική Ακαδημία είχα φοιτητή, για παράδειγμα, τον Σταύρο Ελληνιάδη και άλλους πολλούς μπασκετμπολίστες, αλλά όλοι μου οι αθλητές άργησαν να πάρουν πτυχία. Είχα τον Γαλακτερό, αλλά δεν κατάφερε να πάρει το πτυχίο, ούτε ο Φάνης ο Χριστοδούλου πήρε.
Ο Λογοθέτης πήρε, όπως και ο Παναγιώτης Γιαννάκης, δεν τον είχα στο τμήμα μου, αλλά ξέρω ότι ήταν πολύ καλός φοιτητής, μεθοδικός, ερχόταν στο μάθημα, δεν έκανε τη βεντέτα, ήταν τυπικότατος, δεν έδινε δικαίωμα.
Είναι πολλοί που έπαιξαν μπάσκετ, σταμάτησαν και ξαναήρθαν, γιατί χρειάζονταν το πτυχίο.
Στην εποχή μου ήμουν συμφοιτητής με Σταμέλο, Γιαννουζάκο, Λαρεντζάκη, Μαραγκό, Νίκο Μπιεργελέ, Σταύρο Τζιωρτζή, Γιάννη Λάιο. Απ’ την εποχή τη δική μου πέρασαν μορφές.
Είχα επίσης φοιτήτριες και όλες τις γυναίκες απ΄την Εθνική μπάσκετ.
Μιλώντας για τον Φάνη, με τον οποίον κάνουμε πολύ παρέα, είμαστε και μαζί στην Πάρο, τον θεωρώ τον πιο πλήρη παίκτη.
Ο Φάνης Χριστοδούλου, αν δεν είχε τη νοοτροπία “δεν βαριέσαι”, όλα μαζί, και μπάσκετ και γλέντια, αν ήταν σε μια… κομμουνιστική χώρα, θα ήταν ο παίκτης που μπορούσε να παίξει από το “1” έως και το “5”, θα μπορούσε να είχε πάει στο ΝΒΑ, του είχε γίνει πρόταση και δεν πήγε. Εντάξει, ήθελε το τσιγάρο του, ήθελε και τα γλέντια του, ήθελε τα μπουζούκια του, ήταν bon viveur.
Όπως και ο Κολοκυθάς, ήταν η νύχτα μέρα και η μέρα νύχτα, αλλά σαν τον Κολοκυθά δεν έχει ξαναπεράσει παίκτης!
Για τη διδασκαλία και την προπονητική πρέπει να είσαι άρρωστος, να το γουστάρεις, να το αγαπάς.
Δούλεψα γυμναστής στο Pierce College και εν συνεχεία στο Αρσάκειο.
Οι Αμερικανοί, για το μπάσκετ, για όλα τα αθλήματα και για όλη τη ζωή γενικά, λένε «ένας καλός παίκτης, για να γίνει άριστος, χρειάζεται πέντε πράγματα».
Καλή φυσική κατάσταση, να τρέχει, να πηδάει κτλ.
Να έχει τα βασικά, ντρίμπλα, πάσα, σουτ, ριμπάουντ.
Το τρίτο είναι το team work, η ομαδικότητα.
Το τέταρτο η καλή επιλογή ενέργειας, δηλαδή πότε πρέπει να πασάρεις, πότε πρέπει να σουτάρεις. Αν εσύ είσαι στο τρίποντο και ο άλλος είναι κάτω απ’ την μπασκέτα μόνος του, δεν σουτάρεις, αυτό δεν είναι σωστό, πρέπει να δώσεις την μπάλα.
Ακόμα κι αν αυτά τα τέσσερα τα έχεις άριστα, αλλά δεν έχεις το πέμπτο, το οποίο λέγεται desire, επιθυμία, δεν πρόκειται να παίξεις μπάσκετ ποτέ.
Εγώ είχα αρρώστια με τη διδασκαλία. Δεν ήταν μόνο 18 ώρες την εβδομάδα, Σαββατοκύριακα έκανα φροντιστηριακά μαθήματα, ήμουν άρρωστος.
Αυτά τα στοιχεία τα ‘χαν Σπανούλης, Διαμαντίδης, Γκάλης, όλοι όσοι έγιναν μεγάλοι είχαν αυτήν την επιθυμία.
Την δεύτερη χρονιά στον Ολυμπιακό, ήρθε ο Κόμαζετς, ο οποίος είχε παίξει στον Παναθηναϊκό. Είχαμε 17:30-19:30 προπόνηση. 19:45 φεύγαμε. Με αυτόν όμως δεν πήγαινα σπίτι μου. Μέχρι τις 22:00 τού έδινα πάσες για να σουτάρει, έκανε 600 σουτ την ημέρα, “τρέξε και πάσα” κτλ.
Λέμε τώρα Εθνική ομάδα, να μου πουν εμένα ποιοι είναι οι σουτέρ της Εθνικής, ποιος κάθεται μετά την προπόνηση δυο ώρες να κάνει σουτ, ποιος κάθεται να κάνει ελεύθερες βολές, δεν φτάνεις κορυφή έτσι εύκολα.
Χρειάζεται desire να γίνεις κάτι, να θέλεις να γίνεις κάτι.
Είναι αθλητές που πρόκοψαν, είναι και αθλητές που χάθηκαν, γιατί ήθελαν μπουζούκια, μπαρ, ξενύχτια, καζίνα, μη λέμε ονόματα.
Τα “κουμπιά” του Ντούσαν Ίβκοβιτς
Στα 16 μπήκα στην ομάδα του Ηρακλή και για πρώτη φορά πήρα λεφτά το 1972, σε ηλικία 24 ετών. Στα καλύτερά μου χρόνια δεν έπαιρνα λεφτά.
Τα λεφτά που πήρα ήταν στην ΑΕΚ. 250.000 και τα 150 μου τα “έφαγαν”, δεν μου τα ‘δωσαν, ενώ μετά αμειβόμουν με 15.000, καλά λεφτά για την εποχή, το 1977.
Προπονητικά, ήταν άλλα τα μεγέθη.
Στον Ολυμπιακό πήραμε πολύ καλά λεφτά, ξεκινούσα με 15 εκατ. δραχμές και τότε σε φορολογούσαν αλλιώς, πολύ λιγότερο.
Τα καλύτερα λεφτά ήταν επί Ίβκοβιτς.
Την πρώτη χρονιά που πήραμε Πρωτάθλημα Ευρώπης στη Ρώμη, Πρωτάθλημα και Κύπελλο Ελλάδος, πήραμε γύρω στα 30 εκατ., τα κανονικά λεφτά, αλλά και… από την άλλη “μεριά”.
Ο Ίβκοβιτς ήταν δύσκολος αλλά και δίκαιος, τίμιος άνθρωπος, ήταν άρχοντας, εγώ είχα και τα κλειδιά του σπιτιού του, ήταν πολύ φίλος. Οι Σέρβοι είναι “περίεργοι”, τον φίλο, αν καταλάβουν ότι είναι πραγματικά φίλος, τον έχουν πάνω και απ’ τον αδερφό, στον φίλο υπολογίζουν πολύ.
Έζησα τρία χρόνια μαζί του και μάλιστα με στήριξε, γιατί χώρισα με τη γυναίκα μου το 1998 και του είπα «κόουτς, δεν αντέχω», μου ‘χε έρθει ταμπλάς, ξαφνικά φεύγει η γυναίκα μου, μένω με ένα παιδί, τι να έκανα; Ήμουν πολύ στενοχωρημένος και μου λέει «προχώρα, άλλαξε τη σελίδα, φύγαμε».
Θα μπορούσε να μου πει «εμείς εδώ είμαστε επαγγελματίες, τι να κάνουμε!», μου στάθηκε βράχος.
Εννοείται, πήγα στην κηδεία του στο Βελιγράδι.
Όλο σπίτι του ήμουν και βγαίναμε κάθε μέρα. Ωραίος άνθρωπος, άρχοντας. Όταν έβγαινες μαζί του και πήγαινες να βάλεις το χέρι στην τσέπη, στο… δάγκωνε απ’ τον ώμο κατευθείαν. Φοβερός.
Συγκρίνοντάς τον προπονητικά με τον Ιωαννίδη, τον φίλο μου, άλλη φιλοσοφία ο ένας κι άλλη ο άλλος.
Για άλλους, είναι ο Ιωαννίδης, ο οποίος βάδιζε κατόπιν σχεδίου.
Για εμένα, καλύτερη προπόνηση στον Ολυμπιακό ήταν αυτή του Ντούσαν. Ήταν πιο πολύ στη λεπτομέρεια, με κατασκοπείες, με διάφορα, δούλευε πιο εμπεριστατωμένα.
Ο Ιωαννίδης ήταν πιο πολύ της ποσοτικής προπόνησης, αλλά ήταν και μεθοδικός και πολύ αυστηρός, δεν άφηνε τα αποδυτήρια, ήθελε να τους ελέγχει όλους, πιο σκληρός ο Ιωαννίδης.
Και ο Ντούσαν ήταν αυστηρός, αλλά άφηνε λίγο λάσκα τα πράγματα.
Πάντως, όλοι οι προπονητές είναι αυστηροί, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία τους, λίγο έως πολύ.
Και δουλειά, για να βοηθηθεί και αλλιώς η ομάδα, γίνεται κι από τον δεύτερο και τον τρίτο συνεργάτη-βοηθό. Οι παίκτες τρώνε μεγάλη πίεση, άρα πρέπει κάποιος να σταθεί δίπλα τους, και του έλεγα να αποσυμπιέσει.
Εγώ τους έκανα τραπέζια σπίτι μου στην αυλή και τους έλεγα «δεν πειράζει, ο κόουτς είναι αυστηρός, μη στενοχωριέστε». Ήταν έτσι ο χαρακτήρας μου, δεν ξέρω αν συνηθιζόταν, είμαι άνθρωπος δοτικός και ήθελα να το κάνω. Και μου αρέσουν και οι παρέες, λειτουργώ έτσι.
Αυτό όμως δεν είναι καλό να το κάνει ο πρώτος προπονητής, γιατί μετά χάνει τον έλεγχο.
Ο Ίβκοβιτς ήταν αυστηρός, με έπιανε η γυναίκα του και μου έλεγε «Κώστα, μη στενοχωριέσαι, είναι καλός άνθρωπος, δεν πειράζει κανέναν». Αλλά εμάς μας έβγαζε την Παναγία.
Και έρχονταν τα παιδιά σπίτι και τους έλεγα «αυτός είναι ο Ίβκοβιτς, να κοιτάξουμε την ομάδα, να είμαστε καλά».
Προσωπικά προβλήματα που μου εκμυστηρεύονταν οι παίκτες δεν τα έλεγα ποτέ στον προπονητή. Προσπαθούσα, αν μπορούσα, να δώσω λύση εγώ.
Και επί Ιωαννίδη τα ίδια. Κάποια θέματα που προέκυπταν από τις κουβέντες με τους παίκτες θα τα συζητούσαμε.
Έχουμε πάρει έναν παίκτη, τον Ουίλι Άντερσον, του οποίου η μεταγραφή ήταν 1.200.000 δολάρια συμβόλαιο, και μας καλεί στην Ισπανία ο κουμπάρος του Ντούσαν, ο Ομπράντοβιτς, ο οποίος προπονεί τη Ρεάλ, να πάμε να κάνουμε φιλικά παιχνίδια.
Πάμε στο αεροδρόμιο και λείπει αυτός ο Άντερσον. Παίρνω τον μάνατζέρ του, ρωτάω πού είναι ο παίκτης και μου λέει «πήγε στην Αγγλία να δει την οικογένειά του και από εκεί θα έρθει μετά».
Εγώ ήξερα ότι τα έκανε αυτά, πήγα να προλάβω την κατάσταση, λέω «κόουτς, πήγε στην Αγγλία, θα έρθει όμως κανονικά» και μου λέει «εντάξει, μπρε Κώστα, θα δώσουμε λύση στο πρόβλημα, μην ανησυχείς».
Και πάμε στην Ισπανία, πάμε στο ξενοδοχείο και λέει του Τάκη Λιβιεράτου «Εσύ, μπρε Τάκη, τώρα πάρε τα εισιτήρια αυτά. Αυτό το παιδί δεν κάνει για μας, αυτός είναι για καμιά ντισκοτέκ, εκεί στο Λος Άντζελες, στο Χόλιγουντ, να πάει εκεί. Εδώ είμαστε ομάδα. Μόλις έρθει με το ταξί, κατευθείαν πίσω στο αεροδρόμιο, και γειά σας. Αν μπει όμως εδώ, μέσα στο ξενοδοχείο, φεύγεις κι εσύ μαζί».
Με το που έρχεται ο παίκτης στο ξενοδοχείο με το ταξί, πριν βγει, του λέει ο Τάκης «πάρε τα εισιτήριά σου, φεύγεις από την Ελλάδα, γειά σου».
Αυτός ήταν ο Ίβκοβιτς.
Στην πατρίδα μου, τη Θεσσαλονίκη, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των κατοίκων στις φτωχογειτονιές ήταν περιστεράδες, είχαν χόμπι τα περιστέρια.
Σε πολλές γειτονιές τα ανεβάζανε, τα κατεβάζανε και τους είχαν και παρατσούκλια, τα «ντουνέκια», τα «μπαγκούρια», τα «μισιρλιά», τα «αγιάρικα».
Το «αγιάρικο» πετάει και κατεβάζει του αλλουνού το περιστέρι κάτω. Και αν το κατεβάσει περιστέρι σου είναι κι αυτό δικό σου πια.
Όταν γνώρισα τον Ίβκοβιτς, είδα απ΄την αρχή την αρρώστια που είχε με τα περιστέρια και μάλιστα έλεγε «δεν θέλω τα παιδιά μου να γίνουν περιστεράδες», ο Ίβκοβιτς είχε κολλήσει από τον πατέρα του και ο αδερφός του το ίδιο. Ήξερε ότι είναι μανούρα μεγάλη.
Όταν πήγα σπίτι του στη Βούλα, μέσω του Τάκη Λιβιεράτου που με πρότεινε, μας έκανε ένα τραπέζι στην αυλή και βλέπω τον περιστερώνα.
Το σπίτι του όμως ήταν απέναντι από το θεατράκι, στον τρίτο όροφο. Πώς έψησε τους ιδιοκτήτες να πάνε τον περιστερώνα του στην ταράτσα! Αλλά τον αγαπάγανε και ήταν σοβαρός άνθρωπος, πολύ κύριος.
Αλλά πώς θα πάνε τώρα τα περιστέρια στην ταράτσα πάνω; Και πιάνω τον Διοικητή της Αστυνομίας, ο οποίος είναι φίλος. Και μου λέει «Κώστα, 04:00 τα ξημερώματα θα το ανεβάσουμε». Και φέρνει έναν γερανό, το δένει και ανεβάζει τα περιστέρια πάνω.
Τρεις μέρες ο Ίβκοβιτς, εγώ και ο Μεριχωβίτης, ο γυμναστής, κάναμε να μοντάρουμε τον περιστερώνα, ήταν μεγάλος, καμιά εικοσαριά τ.μ.
Και όποτε ήταν ντουμανιασμένος, ήθελε να πετάξει τα περιστέρια, για να ξεδώσει. Και να τα περιστέρια πάνω, και να τα κάτω. Ταχυδρομικά περιστέρια, τέτοια ράτσα. Καθόταν και τα έβλεπε με κιάλια.
Στο Βελιγράδι είχε περιστερώνα 100τ.μ. Όταν πήγε μετά εκεί, έμεινε στη Βούλα ο περιστερώνας, ίσως να είναι εκεί ακόμη, και έπαιρνε του Καμπούρη τα περιστέρια από τη Νίκαια και τα έφερνε εκεί.
Πάθος και, από ό,τι λέγεται, πέθανε ίσως από ψιττάκωση, επηρεάστηκαν άσχημα τα πνευμόνια του.
Αχ, αναμνήσεις.
Πηγαίναμε κάπου, σε ένα εστιατόριο, για παράδειγμα, κι έκοβε το μάτι του, κέρασε το κατάστημα κανένα γλυκό;
Τα τραπέζια του Ίβκοβιτς πήγαιναν μέχρι και 5.000, δεν υπολόγιζε, ακούμπαγε και 400 ευρώ στα γκαρσόνια.
Αλλά κοιτούσε, κέρασε τίποτα, καμιά μπύρα το μαγαζί, έφερε κανένα γλυκό ο καταστηματάρχης;
Πηγαίναμε σε ένα μαγαζί στο Μπουρνάζι και μια μέρα λέει του μάνατζερ «δεν κάνει αυτός για μας, δεν έχει κεράσει ούτε μια πορτοκαλάδα», είπε και τη γνωστή βρισιά στα γιουγκοσλαβικά.
Πάμε στο Τουρκολίμανο στου Παπαϊωάννου την ψαροταβέρνα, μάγκας ο Παπαϊωάννου. Του πήγαινε κάθε μέρα 2.000 λογαριασμός και να τα γλυκά, και να οι λουκουμάδες.
Αυτά τα κοιτούσε ο Ντούσαν, αν είσαι χουβαρντάς ή όχι.
Παναγιώτης Γιαννάκης, το Νο1
Μιλώντας για προπονητές, ο Παναγιώτης Γιαννάκης είναι μια μεγάλη φυσιογνωμία, ένας αθλητής με τη μεγαλύτερη προσφορά στο ελληνικό μπάσκετ, κατά την γνώμη μου, και ως αθλητής, και προπονητικά, και ως παράγοντας.
Ο Γκάλης υπήρξε μεγάλος παίκτης σαφώς, δεν έχει όμως την προσφορά του Γιαννάκη όσον αφορά στους αγώνες.
Ο Παναγιώτης ήταν παντού παρών, παντού, ο Γκάλης δεν πήγε σε όλους τους αγώνες, Αργεντινή νομίζω απουσίαζε, βέβαια ήταν παιχταράς, δεν τον αμφισβητεί κανένας.
Και ο Παναγιώτης λοιδορήθηκε, ιδιαίτερα όταν πήγε στον Ολυμπιακό. Από τη μια μεριά η Ομοσπονδία τού έδωσε το δικαίωμα να πάει, απ΄ την άλλη του ξεκρέμασαν τη φανέλα απ’ τον Ολυμπιακό. Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα. Κυνηγήθηκε το παιδί αυτό.
Και στην Εθνική έχει ένα Κύπελλο Ευρωπαϊκό στη Σερβία, έχει ένα Ασημένιο Παγκόσμιο το 2006 και ξαφνικά βγήκε «άχρηστος», έχει αδικηθεί από την ελληνική καλαθοσφαίριση.
Φυσιογνωμία, Κύριος, οικογενειάρχης, μεγάλη μορφή.
Η σύνδεση με τον Ολυμπιακό
Ήμουν Ηρακλής και είμαι Ηρακλής, όμως στον Ολυμπιακό έφαγα ψωμί, δεν μπορώ να υποστηρίζω άλλη ομάδα, όταν με έχουν αμείψει έτσι.
Είμαι όμως φίλαθλος, δεν είμαι οπαδός, αυτό έχει μεγάλη διαφορά.
Πήγα στον Ολυμπιακό το 1996-1997 και έκαναν ένα τραπέζι πάνω στην Κηφισιά με το “νούμερο δύο” της Alpha Bank τράπεζας, άρρωστος Ολυμπιακός. Στη συζήτηση επάνω λέω «ο ποδοσφαιρικός Παναθηναϊκός ήρθε τέταρτος στην Ευρώπη, νίκησε τον Άγιαξ, μπράβο στον Παναθηναϊκό, ρε παιδιά, για το ελληνικό ποδόσφαιρο» και μου λέει ο άλλος «τι λες τώρα; Τελευταίος ο Παναθηναϊκός και προτελευταίος ο Ολυμπιακός».
Ε, αυτό δεν είναι σωστό, όλοι να πεθάνουν κι εμείς να είμαστε εντάξει. Να είσαι φίλαθλος!
Βέβαια, όπως είχα πει και στον μακαρίτη τον Φίλιππο Συρίγο, πηγαίνοντας στον Ολυμπιακό, κατάλαβα ότι δεν με ξέρει ούτε η μάνα μου.
Έπαιξα τόσα χρόνια μπάσκετ, επτά χρόνια στην Εθνική ομάδα, στη Χωροφυλακή, στο Πρωτάθλημα Ενόπλων Δυνάμεων, ΑΕΚ, τόσες ομάδες κτλ, αλλά, πηγαίνοντας στον Ολυμπιακό, με έμαθε όλος ο κόσμος.
Και έβγαινα στη λαϊκή με την πεθερά μου να πάρω μπανάνες και με βλέπουν και λένε «βρε, βάλε μια μπανάνα παραπάνω στο παλληκάρι του Ολυμπιακού, δεν ντρέπεσαι, ρε φίλε».
Και ντρεπόμουν να πάω μετά. Όλο με κέρναγαν, όπου και να πήγαινα.
Όλοι μας αποκτήσαμε μεγάλη αναγνωρισιμότητα, μας έδειχνε η τηλεόραση κάθε μέρα.
Ακόμη και τώρα μου λένε «ήσουν στον Ολυμπιακό», δεν μου λένε «ήσουν στον Ηρακλή», «ήσουν στον Δημόκριτο», την τεχνική σχολή που ήμουν με τον Μανώλη Μητσιά, για να πάρουμε αναβολή στρατού!
Το μπάσκετ σήμερα
Όταν ήμουν Εθνική ομάδα το 1973, 25 ετών, είχα τη δυνατότητα να πάω να σπουδάσω στο εξωτερικό με δωρεάν τα πάντα λόγω Εθνικής.
Χώρισαν όμως οι γονείς μου κι εγώ είχα “στην πλάτη μου” να παντρέψω δυο αδερφές. Είμαι της παλιάς σχολής, δεν είμαι “δε με νοιάζει, θα κάνω τη ζωή μου”.
Η μάνα μου δεν είχε, έπρεπε να στείλω λεφτά. Ευτυχώς, ήμουν στη Χωροφυλακή και έστελνα 500 δραχμές να πληρώνει το νοίκι στη Θεσσαλονίκη.
Συνεπώς, δεν μπορούσα να πάω να σπουδάσω εξωτερικό.
Τελείωσα τη Γυμναστική Ακαδημία, ξεκίνησα την προπονητική, έγινα Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο.
Ο προπονητής πρέπει να είναι “focus” στη δουλειά που κάνει. Προπονητής σημαίνει ότι είσαι από το πρωί ως το βράδυ μες στο γήπεδο, άρα λοιπόν πίσω, αν έχεις κάνει οικογένεια, πρέπει να έχεις γυναίκα τερματοφύλακα.
Εσύ θα είσαι όλη μέρα στα γήπεδα και θα τρέχεις, εκείνη, η οποία θα είναι σπίτι και θα έχει τα παιδιά, πρέπει να είναι “πύργος” στην οικογένεια.
Άμα εσύ είσαι έξω και αυτή είναι στα μπαρ και τα ξενύχτια, για ποια οικογένειά μιλάμε;
Πώς λοιπόν να διεκδικήσω να γίνω προπονητής σε μεγάλη ομάδα, όταν είχα πίσω μου να παντρέψω αδερφές και να ‘χω οικογένεια, σπίτι; Δε γίνεται.
Να είμαι και στο Πανεπιστήμιο Καθηγητής και στον Ολυμπιακό πρώτος προπονητής, κάτι που πολύ θα ήθελα βέβαια, δεν γινόταν.
Αυτοί που έκαναν καριέρα, όπως ο Ιτούδης για παράδειγμα, είναι μόνο μπάσκετ, δεν είχαν άλλη δουλειά, αλλά εγώ δεν μπορούσα να αφήσω το Πανεπιστήμιο.
Και εδώ, στην Ελλάδα, γίνεται ο χαμός! Ούτε παρέλαση δεν κάνουν οι προπονητές, έχουμε πάνω από 10-15 προπονητές στο εξωτερικό και δεν μπορούν να “σταυρώσουν” μέρα στην Ελλάδα, επικρίνονται επώνυμοι.
Ο Ιτούδης ή ο Τζώρτζης Δικαιουλάκος, για τον οποίον έγραψαν ότι είναι απ’ τους καλύτερους προπονητές στο γυναικείο. Τον είχα παίκτη στην ομάδα του Παπάγου από μικρό παιδί. Κατέκτησε μάλιστα με την ιταλική Σκίο το Super Cup Ευρώπης. Ξενιτεμένος ο άνθρωπος, έχει χωρίσει δυο φορές, πώς θα γίνει λοιπόν με την οικογένεια; Ή είσαι ή δεν είσαι, εκεί διαλέγεις.
Είδα το Ευρωμπάσκετ του 2022.
Αν είσαι λογικός, η ομάδα μας προσπάθησε, πάλεψε και, νομίζω, τα πήγε καλά.
Είχες τρεις παίκτες που ήταν τραυματίες σχεδόν έναν μήνα, δεν μπήκαν στο πρόγραμμα από την αρχή, κάποια λάθη έγιναν, όμως πρέπει να έχουμε υπομονή, δεν γίνονται οι ομάδες μέσα σε ένα μήνα.
Και κάποιοι κρίνουν τον Ιτούδη, ο Ιτούδης το ένα, ο Ιτούδης το άλλο, δεν έκανε στο πικ εν ρολ αλλαγή κτλ. Για μένα, αυτά είναι καραγκιοζιλίκια. Η ομάδα πήγε καλά.
Πρέπει λοιπόν αυτούς τους προπονητές να τους υποστηρίξουμε και να τους δώσουμε το περιθώριο καταρχάς να μείνουν και στη συνέχεια να μπορέσουν να φτάσουν σε ένα σημείο ώστε να ανταπεξέλθουμε στην Ευρώπη.
Επίσης, έγινε συνέλευση για να βάλουν και έβδομο ξένο παίκτη στην ομάδα! Δεν κατάλαβα καλά! Γιατί δεν βάζουν 10 να ησυχάσουν; Πότε θα παίξουν οι Έλληνες; Και δε μιλάει κανένας. Αυτό είναι λάθος.
Πρέπει ξανά, πάλι από την αρχή, να μαζέψουμε τα παιδιά, να δουλέψουμε στις μικρές ηλικίες με ειδικά προγράμματα, τα οποία τα είχαμε εγκαταλείψει.
Δύο κωμικοτραγικές ιστορίες
Έχω αποσυρθεί, δεν πάω σε ομάδα ως βοηθός, ως συνεργάτης. Και δεν πάω, γιατί στενοχωριέμαι.
Κάποια στιγμή, επί Σφαιρόπουλου στον Ολυμπιακό που έχει κερδίσει μέσα στο ΟΑΚΑ και γίνεται επαναληπτικός στο ΣΕΦ που το χάσαμε, φίλοι μου είχαν ζητήσει προσκλήσεις και πήγαμε στα επίσημα, με Προέδρους, επισήμους κτλ. Λέω στον μάνατζερ «δώσε μου στην μπροστινή θέση, για να μπορώ να απλώνω τα πόδια μου».
Και ακούω έναν από πίσω μου «βγάλε τον Σπανούλη, βάλε τον Παπανικολάου, βγάλε εκείνον, όχι ο άλλος δεν τα κάνει καλά». Γυρίζω πάνω, κοιτάω.
Μια, δυο, τρεις, του λέω «μεγάλε, δεν πας να κάτσεις εκεί στον πάγκο του Σφαιρόπουλου, να ‘ρθει ο άνθρωπος εδώ πέρα, να πούμε και καμιά κουβέντα, Καλαμαριά, φίλος είναι, να πούμε τα δικά μας; Κι εσύ κοουτσάρεις, βάλε τον Σπανούλη, βάλε τον… Παντζάρη, βάλε όποιον θέλεις».
Μου λέει «Α, εγώ είμαι 30 χρόνια στο μπάσκετ» και του λέω «ε, κι εγώ 30 χρόνια στου Ζαμπέτα πήγαινα, μπουζούκι δεν έμαθα, πώς θα το κάνω, πες μου να καταλάβουμε».
Και γελάγανε οι άλλοι από πάνω. Μιλάμε για πολύ επώνυμο!
Μια άλλη φορά, ήμουν κάτω απ’ το καλάθι, έβριζαν τον Ναβάρο, «@@μιέσαι, ρε Ναβάρο» κτλ.
Του λέω «τι τον βρίζεις τον παίκτη;», μου λέει «γιατί όχι;», ξαναρωτάω «ρε μεγάλε, τι δουλειά κάνεις;», μου απαντάει «είμαι Διευθυντής στην τράπεζα», ε και του λέω «άντε πήγαινε να δώσεις κανά δάνειο σε κανέναν φτωχό και άσε το μπάσκετ».
Όλοι πάνω στα επίσημα είναι προπονητές.
Ο άλλος στη «Θύρα 7» είναι “φτιαγμένος” και αρχίζει «@@μιέται ο Γιαννακόπουλος» κτλ.
Και στα τόσα χρόνια που ήμουν στον Ολυμπιακό, είτε στο ΣΕΦ είτε στο ΟΑΚΑ, απορώ πώς δεν είχαμε θύματα. Το τι πετάγανε μέσα δεν λέγεται.
Και παίζαμε με δίχτυα. Σε ποια γήπεδα του κόσμου έχουν δίχτυα;
Παίζουμε στο ΟΑΚΑ, φεύγει από πάνω ένα σάντουιτς με δυο κιλά μουστάρδα και πέφτει μπαμ και μας κάνει πιτσιλωτούς όλους. Πέφτει και ένα μπουκάλι Ούζο 12 και λέω «μην το πειράζετε, ανοίξτε το μετά να πιούμε με κανέναν μεζέ».
Το 1996 πήγαμε στη Ρώμη, παίζουμε τα δύο τελευταία παιχνίδια με μειονέκτημα έδρας, παίξαμε με την Παρτιζάν έξω και κερδίζουμε, χάνουμε στο ΣΕΦ και ξανακερδίζουμε έξω με Νάκιτς.
Και ερχόμαστε τώρα με τον Παναθηναϊκό πάλι με μειονέκτημα.
Καθόμαστε στον πάγκο, μας έχουν βάλει από πίσω ό,τι εκλεκτό υπήρχε, στο ΟΑΚΑ είναι κοντά οι φίλαθλοι, στο ΣΕΦ είναι μακριά.
Και αρχίζουν «τον @@@@, Μπογατσιώτη», ενώ έχουμε φάει και πέντε κιλά γαύρους στο κεφάλι.
Εγώ λοιπόν έχω το πινακάκι στο οποίο γράφω τι συστήματα κάναμε, πώς έμπαιναν τα καλάθια κτλ, και έλεγα στο τάιμ άουτ ποια θέση πάει καλά πώς πρέπει να το πάμε.
Το σκορ όμως ξεφεύγει και κερδίζουμε μέσα στο ΟΑΚΑ 20 πόντους, 49-69, και τότε μου φωνάζει ένας από πίσω «μεγάλε!», γυρνάω και του λέω «έλα, ρε παλληκάρι!» και μου απαντάει «γράφεις, γράφεις, ρε μαλά@@, βάλε μια φέτα στην παραγγελία, γαμώ το».
Και έμεινε ιστορικό, «βάλε μια φέτα στην παραγγελία».
Και το ‘λεγα τότε στον Σωκράτη Κόκκαλη και είχαμε πεθάνει στα γέλια.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τζορτζ Παπαδάκος Νίκη με κάθε κόστος (Γιάννης Ιωαννίδης) / Ρόι
Νίκος Χατζής: Ο Τρόπος του Ντούντα
Παναγιώτης Φασούλας: Μέρες Αργίας
Δημήτρης Παπανικολάου: Το Πρώτο
Σταύρος Ελληνιάδης: Σορτσάκι και σακάκι
Ανδρέας Κουτσούρης: Τα Καλύτερα Μας Χρόνια! / Ακολουθώντας Τα Όνειρα τους / Πέρα Από Τα Όρια
Βασίλης Ξανθόπουλος: Δώσε Πάσα / Σταυρούλα Αντωνάκου: Μεγάλο Νησί