Απευθείας σύνδεση της ισπανικής τηλεόρασης από τη Μάλαγα:
«Η ομάδα έφτασε εδώ στη Μάλαγα, όπου εκατοντάδες οπαδοί την περίμεναν. Θα δούμε αν ο Μπόγιαν τελικά θα μπορέσει επιτέλους να παίξει. Ανάρρωσε από τη γαστρεντερίτιδα που τον ταλαιπωρούσε, οπότε μπορεί να ντεμπουτάρει με την Εθνική Ισπανίας. Ο Μπόγιαν εξακολουθεί να είναι ο μεγάλος σταρ της ομάδας».
Κάτι ο αντίπαλος, η Γαλλία, κάτι ο λιγοστός καιρός μέχρι την έναρξη του Euro, χειμώνας του 2008 ήταν. Αυτό δεν ήταν ένα τυχαίο φιλικό παιχνίδι για την Ισπανία. Και δεν ήταν ένα τυχαίο φιλικό παιχνίδι ούτε για τον Μπόγιαν Κρκιτς, ο οποίος μετρούσε αντίστροφα για να γίνει ο νεότερος ποδοσφαιριστής που εκπροσωπεί τη «Roja». 17 ετών, 5 μηνών και 9 ημερών. Όλη η προσοχή, όλα τα βλέμματα στραμμένα πάνω του.
Και δύο ανήσυχα βλέμματα να τον αναζητούν στην κατάμεστη Rosaleda. Να τον αναζητούν, αλλά να μην τον βλέπουν. Οι γονείς του ήξεραν ότι δεν θα ξεκινήσει βασικός. Για την ακρίβεια, ήξεραν ότι δεν ήθελε καν να είναι εκεί. Όταν όμως είδαν πως δεν βρίσκεται ούτε ανάμεσα στους αναπληρωματικούς να ανταλλάζει αδιάφορες πασούλες και να κάνει κολπάκια στο πλάι του γηπέδου, κατάλαβαν πως κάτι δεν πάει καλά.
Ο πατέρας του κάρφωσε τα μάτια του από την κερκίδα στον πάγκο της Ισπανίας, μέχρι να γυρίσει κάποιος από το προπονητικό τιμ, και, όταν τα κατάφερε, η αντίδραση μιας κοπέλας βοηθού τα είπε όλα. «Ο Μπόγιαν είναι μέσα», του είπε με τα χείλη της και ένα απόλυτα προβληματισμένο ύφος, το οποίο πυροδότησε την ανησυχία.
Μαμά και μπαμπάς κρεμάστηκαν από τα κάγκελα της κερκίδας για να κατέβουν στο γήπεδο και έτρεξαν για τα αποδυτήρια. Αυτή τη φορά το βλέμμα τους δεν χρειάστηκε να ψάξει πολύ. Τον είδαν εκεί, ξαπλωμένο σε ένα κρεβάτι μασάζ, αποκαμωμένο και πανικόβλητο. «Όλα είναι τόσο μεγάλα, τόσο συντριπτικά, τόσο τεράστια πια», τα πρώτα λόγια που τους είπε, ανάμεσα στη ζάλη του. «Δεν μπορούσα να βγω στο γήπεδο», συνέχισε. Αυτό ακριβώς ήταν το δύσκολο για εκείνον, το να βγει στο γήπεδο. Όσο εύκολο του ήταν το να χαζέψει κόσμο σε αυτό.
«Όταν ήταν στο γήπεδο και έκανε αυτό που πάντα έκανε, όταν απολάμβανε το παιχνίδι, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, όταν ήταν εκεί. Το πρόβλημα ήταν η στιγμή στην οποία έπρεπε να πατήσει στην σκηνή. Στην άκρη του γηπέδου, να περάσει την γραμμή, να βουτήξει». Έτσι το περιέγραψε χρόνια μετά ο ψυχολόγος του, Ζοζέπ Μονσένι.
Η Ισπανική Ομοσπονδία βέβαια όλο αυτό το είπε απλώς «γαστρεντερίτιδα». Ήξεραν καλά τι συνέβαινε και δεν ήταν στο στομάχι του Μπόγιαν, έβλεπαν τον τρόπο με τον οποίον η κατάσταση τον καταβρόχθιζε. Αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Ή δεν ήθελαν.

Ο Μπόγιαν Κρκιτς σε νεαρή ηλικία.
Λίγο καιρό μετά ο Λουίς Αραγονές τον πήρε τηλέφωνο, ο μικρός ήταν στο αυτοκίνητο με τους γονείς του, όταν τον άκουσε να λέει «θέλω να είσαι μαζί μας, θα σε καλέσω στο Euro». Προφανώς και ήθελε μαζί του το παιδί-θαύμα του ισπανικού ποδοσφαίρου στην απαρχή της χρυσής εποχής του, προφανώς και το ίδιο το παιδί ήθελε να είναι εκεί. Μόνο που το δικό του “θέλω” ήταν παροπλισμένο, παραδομένο, όχι αρκετό. «Κόουτς, το εκτιμώ αφάνταστα, αλλά δεν μπορώ, δεν είμαι καλά. Δεν είμαι καλά, δεν θα είμαι αυτός που πρέπει για την ομάδα», απάντησε.
Ο Ισπανός εκλέκτορας έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να πει πολλά πολλά, είχε αποφασίσει να τα πει δημόσια: «Αν κάτι δεν μπορούμε να κάνουμε είναι το να πούμε ψέματα. Το μόνο που έχω να πω λοιπόν είναι πως μίλησα με τον Μπόγιαν και μου είπε πως είναι κουρασμένος και δεν μπορεί να έρθει μαζί μας». Όχι ακριβώς ψέματα, όχι ακριβώς αλήθεια. Δεν είναι όμως αυτά που είπε, αλλά το πώς τα είπε. Με δηλητήριο, με ένα δάχτυλο τεντωμένο προς το μέρος του Μπόγιαν να δίνει το έναυσμα.
Το «κουρασμένος» ήταν συνεννοημένο, το ξεστόμισε και ο ίδιος ο 17χρονος ως εύκολη δικαιολογία, η οποία του γύρισε μπούμερανγκ. Το αφήγημα κατασκευάστηκε, ο Μπόγιαν απορρόφησε μπόλικο μίσος, τόσο ανάθεμα, έγινε ο νέος που «είπε “όχι” στην Εθνική για να κάνει διακοπές», έγινε αυτός που «δεν μπορούμε να καταλάβουμε πώς γίνεται να είναι τόσο κουρασμένος στα 17».
Σίγουρα δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Αλλά μιλούσαν σαν να ξέρουν. «Τα εξώφυλλα που έλεγαν ότι αρνήθηκα την Εθνική ομάδα και το παρουσίαζαν σαν να μην με νοιάζει με σκότωσαν», έχει πει. Μόνο οι δικοί του ήξεραν τι αλήθεια συνέβαινε, οι γονείς του, ο ψυχολόγος του, κάποιοι από τους συμπαίκτες του. «Είναι δύσκολο να το καταλάβεις, αν δεν το έχεις βιώσει. Ναι, μπορεί να είσαι έτοιμος να ντεμπουτάρεις με την Εθνική, η οικογένειά σου να είναι στην κερκίδα και τα πάντα να δείχνουν υπέροχα αλλά μέσα σου να νιώθεις πως δεν μπορείς να το κάνεις. Και στο τέλος να μην το κάνεις», έχει πει ο Αντρές Ινιέστα, με αφορμή όσα έζησε εκείνα την ημέρα ο συμπαίκτης του. Και τότε, πίσω στο 2008, ήταν αντίστοιχα δύσκολο να μιλήσει κανείς για «γαστρεντερίτιδες» όπως η αγχώδης διαταραχή και οι κρίσεις πανικού.

Νοέμβριος 2010: Ο Μπόγιαν Κρκιτς σε προπόνηση της Μπαρτσελόνα μαζί με τους Αντρές Ινιέστα και Τσάβι Ερνάντες / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Ο Μπόγιαν δεν το έκανε για χρόνια, έφαγε το ανάθεμα σιωπηλός, σοκαρισμένος από τον κόσμο του σύγχρονου ποδοσφαίρου, έναν κόσμο που δεν του ταίριαζε, έναν κόσμο στον οποίον τον ανάγκαζαν να ταιριάξει. «Ήταν φανερό πως δεν του άρεσε να είναι διάσημος, δεν του άρεσε να του ζητούν αυτόγραφα, φωτογραφίες. Το έκανε, πάντα με χαμόγελο, αλλά τον βάραινε», θυμάται ο πατέρας του.
Όπως τον βάραινε αφάνταστα και όλη η προσοχή που έπεσε πάνω του ξαφνικά σαν σακί με βαρίδια που υποτίθεται ότι έπρεπε να κρατήσει στους ώμους του με στιλ και star quality. «Στα 17 η ζωή μου άλλαξε εντελώς. Πήγα στο Μουντιάλ Κ17 τον Ιούλιο και κανένας δεν με ήξερε. Όταν το πήραμε και γύρισα, δεν μπορούσα να βγω στον δρόμο να περπατήσω. Λίγες μέρες μετά έκανα το ντεμπούτο μου κόντρα στην Οσασούνα, τρεις-τέσσερεις μέρες μετά έπαιξα στο Champions League, μετά έβαλα το πρώτο μου γκολ με τη Βιγιαρεάλ. Και όλα πήγαιναν καλά, όμως το κεφάλι σου γεμίζει, μέχρι την στιγμή που το σώμα σου σου λέει να σταματήσεις», είπε ο Μπόγιαν, όταν αποφάσισε να μιλήσει για πρώτη φορά.
Δέκα χρονιά μετά τον σάλο γύρω από το Euro, χείμαρρος στον Σίντ Λόου του «Guardian»: «Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Στο ποδοσφαιρικό κομμάτι τα πράγματα πήγαιναν πολύ καλά, αλλά μέσα μου όχι. Έζησα μια ζωή ακούγοντας τον κόσμο να μου λέει ότι η καριέρα μου δεν ήταν αυτή που περίμεναν. Όταν εμφανίστηκα, ήμουν ο “νέος Μέσι“. Ε, ναι, αν με συγκρίνεις με τον Μέσι… Αλλά τι καριέρα περίμενες δηλαδή;
Ο κόσμος δεν ξέρει πολλά πράγματα. Δεν ήξερε ότι η γαστρεντερίτιδά μου στο φιλικό με τη Γαλλία ήταν η πρώτη μου κρίση πανικού. Αλλά κανείς δεν θέλει να μιλήσει για αυτό. Το ποδόσφαιρο δεν ενδιαφέρεται. Το άγχος επηρεάζει τον καθένα διαφορετικά. Εμένα με διαλύει με μια ζαλάδα, ένιωθα άρρωστος, συνεχώς, 24 ώρες τη μέρα».
Το χαμόγελο με το οποίο τον έμαθαν όλοι από την πρώτη στιγμή στην Μπαρτσελόνα ήταν εκεί, κρεμασμένο με προσπάθεια όμως, να παλεύει να μείνει στη θέση του. Και πίσω από αυτό ήταν η αλήθεια ενός παιδιού που δεν ήθελε να κάνει τίποτα άλλο πέρα από το να παίζει ποδόσφαιρο. Αυτό έκανε πάντα, έτσι σκόραρε περισσότερα από 900 γκολ με τις ομάδες της Masia, έτσι έγινε το απόλυτο prodigy των Καταλανών δίπλα στον Μέσι, έτσι τρύπωσε στην πρώτη ομάδα μόλις στα 16 του. Τα είχε όλα. Την ταχύτητα, την τεχνική, τον τρόπο να βρεθεί σε καλές θέσεις μέσα στην περιοχή και να τελειώσει τις φάσεις με φονικότητα και ψυχραιμία που δεν αντιστοιχούσαν στα χρόνια του. Δεν του έλειπε τίποτα, δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από κανέναν.

Σεπτέμβριος 2010: Μπόγιαν Κρκιτς και Λιονέλ Μέσι με τα χρώματα της Μπαρτσελόνα / Photo by: ΙΝΤΙΜΕ.
Όμως οι γύρω του είχαν να ζηλέψουν πολλά από αυτόν. Τα νιάτα του, το απίστευτο ξεπέταγμά του (12 γκολ πέτυχε στην πρώτη του σεζόν, τα περισσότερα που έχει πετύχει ποτέ έφηβος σε μια χρονιά με την Μπαρτσελόνα), τη δημοφιλία, την προσοχή, τα φώτα. Πού να ήξεραν πως ο Μπόγιαν δεν τα ήθελε αυτά. «Δεν μπόρεσα να διαχειριστώ την αλλαγή στην ταυτότητά μου, από ένα κανονικό παιδί έγινα δημόσια φιγούρα μέσα σε ενάμιση μήνα», θα έλεγε.
Και εν μέσω αυτής της αλλαγής ταυτότητας βρέθηκε σε ένα περιβάλλον που θύμιζε ναρκοπέδιο. «Τα αποδυτήριά μας τότε ήταν εμπόλεμη ζώνη. Όλοι ήθελαν να είναι οι καλύτεροι, ήταν ένας πόλεμος “εγώ”, δεν υπήρχε καμία στοργή ή αγάπη», έχει πει ο Τιερί Ανρί, ένας από τους συμπαίκτες του στην Μπαρτσελόνα που κατάλαβαν γρήγορα πως ο μικρός δεν είναι ιδιαίτερα αποδεκτός από τους γύρω του, αλλά και πόσο δύσκολο του ήταν να αντέξει αυτή την κατάσταση.
Σύντομα ο Μπόγιαν βρέθηκε παγιδευμένος, είδε την ευαισθησία και την ηρεμία του να γίνονται μειονεκτήματα, κλήθηκε να αλλάξει ως άτομο, ένιωθε ότι πρέπει να γίνει σκληρός, πιο κακός, πιο λαμπερός, πιο cool. «Πάντα μου έλεγαν ότι, αν ήμουν περισσότερο “hijo de puta”, θα τα είχα πάει καλύτερα. Και όσο πιο ψηλά βρισκόσουν τόσο πιο μ@λ@κ@ς έπρεπε να γίνεσαι. Αλλά εγώ δεν μπορούσα να το κάνω, δεν ήμουν αυτός».
Και την ίδια στιγμή ένιωθε ότι πρέπει να ζωγραφίσει το δικό του πορτρέτο, υπακούοντας το πινέλο των άλλων. Εκείνοι όριζαν τις προσδοκίες, ο ίδιος είχε το βάρος να τις ακολουθήσει, να τις επιβεβαιώσει, να τις υπηρετήσει πιστά, προδίδοντας όμως τον ίδιο του τον εαυτό. Τον εαυτό που βρισκόταν σε μια αδιάκοπη μάχη με το σώμα του, αυτό που του έλεγε πως πρέπει να σταματήσει, που δεν του επέτρεπε να συνεχίσει.
«Στο ποδόσφαιρο δεν υπάρχει χρόνος. Είσαι ή “τώρα” ή “παρελθόν”. Είναι όλα τόσα επείγοντα, ώστε δεν προλαβαίνεις να πεις “αφήστε με να δουλέψω αυτό και θα δείτε”. Τα πάντα πρέπει να είναι άμεσα», έχει πει ο ψυχολόγος του, περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίον ο Μπόγιαν έχασε τα βήματά του. Όλα τα υπέροχα πράγματα που έκανε ως πιτσιρίκι των «Blaugrana», όλα τα ρεκόρ που διέλυε ήρθαν κι έδεσαν με μια τρομακτική παρθενική σεζόν υπό τις οδηγίες του Ράικαρντ, ο οποίος γέννησε έναν σωρό πανέμορφες υποσχέσεις, αλλά ταυτόχρονα τάισε και το τέρας μέσα του.

Νοέμβριος 2010: Ο Μπόγιαν Κρκιτς στον πάγκο της Μπαρτσελόνα / Photo by: ΙΝΤΙΜΕ.
Κι έπειτα ήρθε ο Πεπ Γκουαρδιόλα. Δεν τον εμπιστεύτηκε ποτέ. Αστειευόταν με το χαρακτηριστικό του στιλ στις συνεντεύξεις Τύπου, «είμαι άδικος με τον Μπόγιαν, πρέπει να παίζει περισσότερο», έλεγε, χωρίς ποτέ να κάνει τα λόγια του πράξη. Ήταν ξεγραμμένος σε μια ομάδα που άλλαζε επίπεδο, που γιγαντωνόταν και τον άφησε πίσω, να προσπαθεί μόνος να παλέψει μια άνιση μάχη, δίχως ίχνος ενδιαφέροντος από έναν σύλλογο που τόσα χρόνια είχε μάθει να λογίζει ως οικογένειά του.
Έψαχνε κάπου να πιαστεί, μια λαβή, κάτι. Και το βρήκε, το κράτησε στα χέρια του για ένα δευτερόλεπτο και μετά το είδε να γλιστρά από αυτά. Οι στιγμές γράφουν την ιστορία και η ιστορία του Μπόγιαν θα μπορούσε να ήταν διαφορετική. Αν…
Ζοζέ Μουρίνιο: «Ο μόνος παίκτης που πήγε να με σκοτώσει από καρδιά είναι ο Μπόγιαν». Η μπάλα έπεσε στα πόδια του στην περιοχή, εκείνος έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα, την κάρφωσε στα δίχτυα με το πιο άψογο τελείωμα. 90+2’, Βαρκελώνη, ημιτελικός Champions League 2010. Η Μπαρτσελόνα ψάχνει ένα γκολ απέναντι στην Ίντερ για να προκριθεί στον Τελικό του Santiago Bernabéu. Ο Μπόγιαν το βάζει, ο Ντε Μπλέκερε το ακυρώνει για κολλητό χέρι του Τουρέ στην αρχή της φάσης.
Μέχρι σήμερα το λένε αυτοί που ξέρουν στη Βαρκελώνη. Αν αυτό το γκολ είχε μπει, αν τότε -όταν όλοι έδειχναν να χάνουν την πίστη τους σε αυτόν- ο Μπόγιαν των λιγοστών ευκαιριών είχε στείλει την Μπαρτσελόνα σε έναν Τελικό Champions League στην έδρα της Ρεάλ, αν η «Μπάρτσα» το έπαιρνε, θα άλλαζε όχι μόνο η δική της ιστορία αλλά και η δική του, σαν κομμάτι που θα επιδιόρθωνε μαγικά την εύθραυστη ραγισμένη ψυχολογία του.
Μα δεν ήταν γραπτό, δεν μπόρεσε να αποτρέψει το προδιαγεγραμμένο φινάλε. Ούτε την σπασμένη υπόσχεση που τον έσπρωξε στην έξοδο. Δώδεκα μήνες μετά η Μπαρτσελόνα αυτή τη φορά είναι στον Τελικό του Champions League στο Λονδίνο. Βασικά το έχει ήδη πάρει, 3-1 στις καθυστερήσεις με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Ο Μπόγιαν δεν έχει ζητήσει πολλά από τον Πεπ, τρία λεπτά, λίγη από την εμπειρία τού να παίξει ένα τέτοιο ματς με την ομάδα της καρδιάς του. Ο Καταλανός του λέει «ναι» και λίγο πριν την εκπνοή επιλέγει τον Αφελάι.
Αυτό ήταν. Με το μετάλλιο ακόμη στον λαιμό, ο Μπόγιαν καλεί το ίδιο βράδυ τον ατζέντη του, πιο αποφασισμένος από ποτέ. Τρία χρόνια αργότερα, τρεις άοσμους δανεισμούς μετά, η ώρα έχει όντως φτάσει. Ο Μπόγιαν έπαιξε στη Ρόμα, τη Μίλαν, τον Άγιαξ. Παντού ήταν περίπου αυτό που περίμεναν, πουθενά ακριβώς αυτό. Ίσως έφταιγε ο ομφάλιος λώρος που τον κρατούσε συνδεδεμένο με τη “μαμά” Μπαρτσελόνα.

Αύγουστος 2009: Μπόγιαν Κρκιτς εναντίον Ρασβάν Ρατ στον Τελικό του Ευρωπαϊκού Super Cup / Photo by: INTIME.
«Πρέπει να γυρίσω πίσω, σας παρακαλώ, σας παρακαλώ, σταματήστε το αεροπλάνο. Δεν μπορώ να πετάξω». Σηκώθηκε πανικόβλητος, έτρεμε, όσο παρακαλούσε την αεροσυνοδό να κάνει κάτι. Το αεροσκάφος είχε ήδη ξεκινήσει να τρέχει στον διάδρομο, αλλά το θέαμα του Μπόγιαν εν μέσω μιας ακόμα κρίσης πανικού ήταν αρκετό να πείσει τις αεροσυνοδούς να παγώσουν την απογείωσή του.
Ο Μπόγιαν κατέβηκε, γύρισε στο σπίτι του, άνοιξε την τηλεόραση και χάζεψε τις στιγμές του, όλα τα χρόνια που φόρεσε τη φανέλα της Μπαρτσελόνα. Διαλύθηκε. Λίγες ώρες πριν είχε βάλει την πιο βαριά υπογραφή της ζωής του. «Έπρεπε να πετάξει στην Αγγλία για να πάει στην Στόουκ. Υπέγραψε τον τερματισμό του συμβολαίου του με την Μπαρτσελόνα και αυτό τον πόνεσε αφάνταστα. Ήταν η ζωή του. Και την άφηνε οριστικά», είπε η μητέρα του, εξηγώντας ένα από τα πιο τρομακτικά επεισόδια στη ζωή του γιου της.
Ο ομφάλιος λώρος όμως είχε κοπεί και δεν γινόταν να κολλήσει ξανά, ο Μπόγιαν την επόμενη μέρα και απογειώθηκε και προσγειώθηκε στην Αγγλία. Και για λίγο η απροσδόκητη επιλογή της Στόουκ έδειχνε ιδανική. Ήταν μόλις 23 ετών, απίστευτα ποιοτικός, πιο ήρεμος πια, να κάνει μια νέα αρχή σε μια ομάδα που τον πίστευε και του έδινε ελευθερία να εκφραστεί, μακριά από το περιβάλλον που για χρόνια τον στοίχειωνε.
Ήταν ξανά ο Μπόγιαν, όχι ο «νέος Μέσι», όχι «αυτός που γύρισε την πλάτη του στην Ισπανία», όχι κάποιος που δεν ήθελε να είναι. Κι όλο αυτό κράτησε το ρημάδι για τόσο λίγο. Μέχρι το πόδι του να καρφωθεί στο χόρτο και το γόνατό του να γυρίσει. Αυτό ήταν, δεν ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος. Στη Στόουκ, τη Μάιντς, την Αλαβές, τη Μόντρεαλ, τη Βίσελ Κόμπε. Πουθενά. Μέχρι να σβήσει στα 32 του, να βάλει τέλος σε μια καριέρα που πολλοί περίμεναν να εξελιχθεί διαφορετικά.
Αλλά στο τέλος ήταν η δική του καριέρα κι αυτό του έμεινε. «Δεν εκπλήρωσα τις προσδοκίες, αλλά ούτε τις δημιούργησα. Δημιουργήθηκαν για εμένα. Όταν συνειδητοποίησα πως δεν ήταν οι δικές μου προσδοκίες, αλλά δημιουργημένες ελπίδες από άλλους για εμένα, κατάλαβα πως δεν ήμουν μια αποτυχία αλλά ακριβώς το αντίθετο. Ήμουν τυχερός και ευτυχής για όσα έκανα, για όσα έζησα», είπε, γράφοντας τον επίλογό του.
Την αγκάλιασε την ποδοσφαιρική του ζωή, την αποδέχθηκε, ακόμα κι αν τον βύθισε στο άγχος και τη στεναχώρια. Και κυρίως τη μετουσίωσε σε κάτι πολύ πιο σπουδαίο από μια λαμπρή καριέρα. Ο Μπόγιαν επέστρεψε στην αγαπημένη του Μπαρτσελόνα, είναι εκεί, σύμβουλος για όλα τα παιδιά των ακαδημιών, ειδικότερα για αυτά που λάμπουν, είναι εκεί, στήριγμα για όλους τους νέους.

Απρίλιος 2024: Ο Μπόγιαν Κρκιτς δημοσιεύει το βιβλίο του με τίτλο «Ελέγχοντας το ανεξέλεγκτο».
«Ο Μαρκ Γκίου πήγε από 40.000 ακόλουθους στο Instagram σε ένα εκατομμύριο μέσα σε μια νύχτα. Αυτό είναι τρέλα. “Τι ωραίο, τι απίστευτο, ένα εκατομμύριο ακόλουθοι”! Αλλά αυτό είναι δύσκολο να το διαχειριστείς, σε αλλάζει. Ο Λαμίν Γιαμάλ είναι ένα παιδί που ακόμη πηγαίνει σχολείο, έχουμε μιλήσει για το πόσο σημαντικό είναι να το τελειώσει. Δεν θέλω να τους πνίξω σε μια ευαίσθητη στιγμή, αλλά ξέρουν ότι είμαστε δίπλα τους, ότι έχουν την προστασία που χρειάζονται.
Οι άνθρωποι ρωτούν “τι συμβουλή θα τους έδινες;”. Αλλά δεν πρόκειται για συμβουλή. Πρέπει να τους αφήσεις να το ζήσουν, να το βιώσουν, να τους συνοδεύσεις, να τους βοηθήσεις να το διαχειριστούν. Στο τέλος, είναι θέμα ενσυναίσθησης. Και στο ποδόσφαιρο μπορεί να είναι δύσκολο να δείξεις ενσυναίσθηση προς έναν παίκτη, όσον αφορά στο τι βιώνει.
Όλοι θέλουμε άμεσα αποτελέσματα, να νικάμε. Είναι ένας μεγάλος κόσμος, με τόσα πολλά συμφέροντα. Είναι εκτεθειμένοι. Τους βοηθάς ώστε να γίνουν καλύτεροι παίκτες και καλύτεροι άνθρωποι. Δεν ξέρω αν τα προβλήματα ψυχικής υγείας είναι ακόμη ταμπού, πλέον είναι πιο ορατά και όλοι έχουν την ελευθερία -ή θα έπρεπε να έχουν την ελευθερία- να αντιμετωπίζουν τη ζωή όπως θέλουν. Σήμερα έχω την αυτοπεποίθηση και τη δύναμη να μιλάω για αυτό, ελπίζοντας ότι ίσως βοηθήσω τους άλλους», θα πει για τη νέα του ζωή.
Μια ζωή που τον κάνει να χαμογελά. Δίχως πια να κρύβει κανέναν πανικό, κανέναν πόνο πίσω από το χαμόγελό του. Ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς έχει πει για εκείνον: «Ο Μπόγιαν που γνώρισα ήταν πάντα χαμογελαστός. Ευαίσθητος αλλά τρομερά δυνατός». Και αν η δύναμη του Μπόγιαν Κρκιτς μπορούσε να χωρέσει σε στίχους, θα ήταν στις ρίμες του ράπερ Εθισμού, ο οποίος κάποτε τραγούδησε: «Κι είπα δύναμη είναι αυτό, το να αντλείς το κουράγιο σου απ’ την στεναχώρια». Δύναμη είναι ο Μπόγιαν και όσα κατάφερε, το κουράγιο με το οποίο αρνήθηκε την ταμπέλα της αποτυχίας, για να μετατρέψει τη δική του πληγή σε φάρμακο κι ασπίδα για τις πληγές των επόμενων “Μπόγιαν”.

Μάιος 2025: Ο Μπόγιαν Κρκιτς ποζάρει με τα τρόπαια της Μπαρτσελόνα τη σεζόν 2024-2025 / Photo by: Bojan Krkic (IG).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Αντρές Ινιέστα: ο Ηγεμόνας των Ψευδαισθήσεων
Ο Τσάβι οδήγησε το ποδόσφαιρο στο μέλλον
Σέρχι Μπουσκέτς: Ορίζοντας τον χώρο
Ο εύκολος δρόμος του Ζεράρ Πικέ