Είναι πάρα πολλά τα χρόνια που έχω ζήσει στο ελληνικό ποδόσφαιρο και ήταν χρόνια ωραία και ωφέλιμα για εμένα.
Ξεκίνησα γύρω στο ’90 με τις ομάδες της Α’ Εθνικής, είχα κάνει και στον Εθνικό με τον μακαρίτη τον Αντώνη Γεωργιάδη, όμως αυτό που έζησα στην ΑΕΚ ήταν κάτι το διαφορετικό.
Εκεί έμεινα πολλά χρόνια και ήταν ένας χώρος πολύ δυνατός. Πήγα σε μια ΑΕΚ που έπαιζε καλό ποδόσφαιρο και ήδη είχε πάρει έναν τίτλο.
Μάλιστα, θεωρούσα πολύ δύσκολο να παραμείνει στην κορυφή μια ομάδα που είχε ήδη στεφθεί Πρωταθλήτρια.
Ήμουν όμως με τον Ντούσαν Μπάγεβιτς που με βοήθησε πάρα πολύ και παραμείναμε σταθερά, ψηλά, στις επάλξεις.
Η φιλοσοφία ζωής που έχω, επειδή ήμουν και παιδί της αλήθειας, ήταν να παραμείνω αληθινός.
Έγινα καλός συνεργάτης και αυτό το κράτησα και στη μετέπειτα συνεργασία μου με τον Τραϊανό Δέλλα.
Είναι πολύ τιμητικό για εμένα το γεγονός ότι ποδοσφαιριστές, αντίπαλοι των ομάδων στις οποίες έχω δουλέψει, μου λένε μια καλημέρα, μια καλή κουβέντα και με χαιρετούν εγκάρδια! Κι αυτό το εισπράττω κάθε μέρα!
Ξεκινήσαμε σε μια δύσκολη εποχή, όπου τότε ο γυμναστής δεν είχε κάποιον καίριο ρόλο στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Ήμουν από τους πρώτους που έδωσαν νόημα στον Καθηγητή Φυσικής Κατάστασης και εκτιμήθηκα για αυτό.
Και πρώτος απ’ όλους με εκτίμησε ο Ντούσαν Μπάγεβιτς, ένας άνθρωπος απαιτητικός που είχε μια ομάδα που έπαιζε καλό ποδόσφαιρο.
Εγώ όμως προσπάθησα και έδωσα κάτι παραπάνω στην αγωνιστική απόδοση της ΑΕΚ.
Με τη Ρέιντζερς, η μεγάλη πρόκριση για πρώτη φορά σε Champions League, ήταν ίσως η κορυφαία αγωνιστική στιγμή της καριέρας μου και θυμάμαι πολλά πράγματα από τότε.
Πριν κληρωθούμε, είχαμε τελειώσει μια σκληρή προπόνηση και κάναμε “ποδοσφαιροκουβέντα”: «Μακριά από τη Ρέιντζερς και όποια άλλη ομάδα πέσει θα την αντιμετωπίσουμε στα ίσα».
Μαθαίνοντας την κλήρωση, ο Μανωλάς λέει «πω-πω, Ρέιντζερς!», εγώ απαντάω «να σας πω κάτι; Θα προκριθούμε, έχουμε πιο καλή ομάδα εμείς». και όλοι οι παίκτες φώναζαν «άσε ρε, Μπούρου, σιγά μην προκριθούμε».
Αντίθετα, πολύ άσχημη στιγμή της καριέρας μου ήταν ο αποκλεισμός του Ολυμπιακού με τη Γιουβέντους, εκείνο το 1-1.
Με όλες τις ομάδες στις οποίες εργάστηκα έχω περάσει πάρα πολύ καλά, γιατί ήμουν αληθινός. Και είχα δώσει τον καλύτερό μου εαυτό, δεν υπήρχε κάποια στιγμή στην καριέρα μου που είπα «βαρέθηκα, θέλω να τα παρατήσω».
Αγάπησα πολύ τον χώρο αυτό, ενδιαφερόμουν, διάβαζα πάρα πολύ και αυτό με έκανε καλύτερο. Βελτιωνόμουν συνέχεια και πάντα ενημερωνόμουν, ώστε να αποκτήσω ακόμα περισσότερες γνώσεις. Δεν είναι μόνο η εμπειρία. για εμένα, το διάβασμα είναι το άλφα και το ωμέγα.
Επαγγελματισμός με συναίσθημα
Οι φίλαθλοι της ΑΕΚ, του Ολυμπιακού, του ΠΑΟΚ είναι όλοι τους πολύ απαιτητικοί, όλοι τους με τα υπέρ τους και τα κατά τους.
Ζήσαμε μια ΑΕΚ επί εποχής Μπάγεβιτς, κατά την οποία όλος ο κόσμος ήταν μαζί του και με την ομάδα. Είτε πήγαινε καλά είτε δεν πήγαινε καλά, η ομάδα είχε τη συμπαράσταση του κόσμου.
Αυτό, μετά τον πρώτο χρόνο, συνέβη και στον Ολυμπιακό, ο κόσμος βοηθούσε την ομάδα, ενώ πριν, στα 10 «πέτρινα χρόνια», είχαν δημιουργηθεί άλλες καταστάσεις. Αυτά που έβλεπα και έλεγα «είναι δυνατόν να γίνονται στον Ολυμπιακό;», τα τελευταία χρόνια τα βλέπω στην ΑΕΚ. Δεν υπάρχει σύμπνοια.
Κάποτε ερχόταν ένα κακό αποτέλεσμα και παρόλ’ αυτά πανηγύριζαν οι φίλαθλοι και βοηθούσαν την ομάδα. Τότε στην ΑΕΚ αυτό συνέβαινε, σήκωνε ο κόσμος όλη την ομάδα, την “έβαζε μέσα” στο παιχνίδι και τέλειωνε 3-0, 4-0.
Εγώ ναι μεν καθιερώθηκα στην ΑΕΚ, όμως οι φίλαθλοι όλων των ομάδων με “γέμιζαν” και γινόμουν πιο φανατικός και από τους φανατικούς. Στην πραγματικότητα, είμαι φανατικός της δουλειάς μου.
Γι’ αυτό έγινα φανατικός και ΑΕΚτσής και Ολυμπιακός και ΠΑΟΚτσής και Παναιτωλικός και Ατρόμητος και Ομόνοια και Ερυθρός Αστέρας και όπου δούλεψα.
Ο ΠΑΟΚ βέβαια έχει μια άλλη θέση στην καρδιά μου, γιατί είναι η ομάδα της παιδικής μου ηλικίας.
Αλλά με αυτές τις ομάδες στις οποίες έζησα τόσα χρόνια είχα πάθος.
Τώρα πλέον, έχοντας ολοκληρώσει την καριέρα μου, σε ένα παιχνίδι ΠΑΟΚ-Ολυμπιακός ή Ολυμπιακός-ΑΕΚ δεν ξέρω καν ποιον θα υποστήριζα!
Βέβαια, αυτήν την στιγμή δεν μπορεί να πάει στην ΑΕΚ ο Μπουρουτζήκας, είναι ανεπιθύμητος. Έχουν ξεχάσει ανθρώπους που έδωσαν την ψυχή τους στην ομάδα.
Μετά από τόσα χρόνια προσφοράς, δεν μπορώ να πάρω μια πρόσκληση στην ΑΕΚ, ενώ παίρνω για άλλες έδρες. Πηγαίνω στον Ολυμπιακό και με περιμένουν με μια πρόσκληση στο χέρι και ένα ποτό στο members club. Τα ίδια και στον Ατρόμητο και παντού, όπου δούλεψα. Αυτή είναι μια διαφορά μεγάλη!
Στην ΑΕΚ ήμουν επί Δημήτρη Μελισσανίδη, Γιάννη Καρρά και Μιχάλη Τροχανά, στον Ολυμπιακό με Σωκράτη Κόκκαλη, στον ΠΑΟΚ με Γιώργο Μπατατούδη.
Σε επίπεδο προσωπικό, φιλίας, παρέας, είχα δέσει περισσότερο με τον Μελισσανίδη. Εκτιμώ εξίσου όμως και τον Καρρά και τον Μπατατούδη και τον Κόκκαλη πάρα πολύ. Όπως και τον Γιώργο Σπανό του Ατρομήτου και τον Φώτη Κωστούλα του Παναιτωλικού.
Όλοι αυτοί οι Πρόεδροι σήμαναν κάτι ιδιαίτερο στην καριέρα μου.
Με τον Τροχανά είχα μια φιλία, όταν ήταν ακόμη στον Εθνικό και ήταν κολλητός με τον Αντώνη Γεωργιάδη, κάναμε παρέα πάρα πολύ. Δεν έδεσε η συνεργασία μας, όταν ανέλαβε την ΑΕΚ.
Δημιουργήθηκαν πολλά προβλήματα στην ομάδα και εμένα με επηρέαζε πολύ, όταν δεν ήταν καλές οι σχέσεις του με τον Ντούσαν Μπάγεβιτς.
Από την πλευρά μου, ποτέ δεν ζήλεψα τους ποδοσφαιριστές, ποτέ δεν είπα «αχ, θα ήθελα να είμαι στη θέση τους», αν και είχα παίξει παλιά ποδόσφαιρο. Στην πορεία όμως είχα καταλάβει ποιος ήμουν, ήμουν ο γυμναστής και αυτό έκανα.
Πολλοί ήταν αυτοί που έλεγαν να κάνω τον προπονητή.
Αλλά εμένα μου άρεσε αυτός ο χώρος, του γυμναστή φυσικής κατάστασης, γι’ αυτό και τον εκτόξευσα.
Γι’ αυτό βοήθησα και πάρα πολλά παιδιά να πάνε σε ομάδες. Ήμουν 15 χρόνια Καθηγητής στα ΤΕΦΑΑ, εκεί έκανα πάντα ειδικότητα ποδοσφαίρου και έστελνα σε όλες τις κατηγορίες γυμναστές αποφοίτους.
Ποτέ δεν ζήλεψα τον πάγκο, ποτέ δεν ήθελα να γίνω προπονητής.
Δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω καλός συνεργάτης, αν άρχιζα να βλέπω “άλλα” και να παρεκκλίνω από τη δουλειά μου και τη συνεργασία.
Καμιά φορά πλέον λέω, γελώντας, «κακώς που δεν το σκέφτηκα, θα μπορούσα να έχω επιτυχίες μεγάλες».
Τότε ήταν πολύ δύσκολο για τους Προέδρους των ομάδων να σκεφτούν ότι έναν… βοηθό Μπουρουτζήκα μπορούν να τον κάνουν προπονητή. Έπρεπε να είσαι πολύ κοντά στον Πρόεδρο, κόλακας και δολοπλόκος, αλλά εγώ δεν ήμουν.
Κάθισα μια φορά πάγκο, παίζαμε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, δεν έκατσε ο Μπάγεβιτς, γιατί είχαμε προβλήματα με τον κόσμο και υπήρχαν εντάσεις.
Γυμνάζοντας όλα τα αστέρια
Ο ποδοσφαιριστής έχει το ταλέντο της τεχνικής, θέλει να κάνει προπόνηση και ν’ αγαπάει τη δουλειά του.
Πολλοί ήταν ταλαντούχοι τεχνικά: Τσιάρτας, Κωστής, Μπορμπόκης, Κασάπης, δεν συζητάω για τον Μανωλά, Σαβέβσκι, Σαμπανάτσοβιτς, Μπατίστα, Δημητριάδης, Τζόρτζεβιτς, Γεωργάτος, Γιαννακόπουλος, Μαυρογενίδης, Καφές, Γιώργος Γεωργιάδης, Ριβάλντο, Αμανατίδης, ο οποίος εξελίχθηκε μέσα από την προπόνηση, κι έχω πάντα αδυναμία στον Καραπιάλη κι έχω να λέω τα καλύτερα λόγια.
Προπονητικά, ο μεγαλύτερος επαγγελματίας ήταν ο Μανωλάς, μακράν όλων.
Αλλά όμως δεν είχα ποτέ πρόβλημα να δω κάποιον παίκτη να μην δουλεύει. Είχα τον τρόπο μου και είχα πείσει τους παίκτες μου, ονόματα μεγάλα, ότι πρέπει να κάνουν προπόνηση. Γιατί το ταλέντο της προπόνησης είναι πολύ μεγάλη υπόθεση.
Θυμάμαι, ο Μανωλάς, την πρώτη φορά που ήρθε ο Στέλιος στην ΑΕΚ, δεν είχε κάνει προετοιμασία, επειδή είχε κάποιους προσωπικούς λόγους. Κάναμε μαζί την προετοιμασία για να τον επαναφέρουμε και τότε ένιωσα χαρά και δύναμη, όταν είπε «εσύ πρέπει να είσαι καλός γυμναστής!». Πιστεύω ότι τον δικαίωσα.
Και πώς αιτιολόγησε τότε ότι ήμουν καλός γυμναστής; Ο Παύλος Παπαϊωάννου, ο οποίος έτρεχε ασταμάτητα και δεν καταλάβαινε τίποτα από δυνατή προπόνηση, όταν ρωτήθηκε από τον Στέλιο σχετικά με τον γυμναστή (εμένα δηλαδή), του είπε «μπλέξαμε με έναν που μας έχει… στο τρέξιμο». Και μου είπε ο Στέλιος «κάνε μας πολύ προπόνηση, μόνο έτσι θα έχουμε καλά αποτελέσματα».
Κρατώ ακόμη φιλία μαζί του, συζητάμε (και προπονητικά) πάρα πολύ.
Άλλες αναμνήσεις, για παράδειγμα, και με τον Δημήτρη Σαραβάκο, πολύ μεγάλο παίκτη και χαρακτήρα, ο οποίος βρήκε λιμάνι, όταν ήρθε στην ΑΕΚ και έζησε αυτό το παρεΐστικο, τις ωραίες στιγμές, την αγάπη που είχαμε.
Έχω να λέω τα καλύτερα και τον ευχαριστώ πολύ, γιατί τότε είχε πει για εμένα ότι, αν με είχε γνωρίσει στα 25 του χρόνια και αν έκανε στον Παναθηναϊκό την προπόνηση που έκανε στην ΑΕΚ, θα ήταν άλλος παίκτης, δεν θα υπήρχαν σύνορα στις ομάδες που θα τον ζητούσαν.
Επιπόλαια παιδιά μπορεί να υπήρχαν ή στενοχωρημένα, αγανακτισμένα, επειδή δεν έπαιζαν. Αλλά τεμπέληδες όχι.
Και έρχονταν σε μένα οι αγανακτισμένοι να κάνουν παράπονα. Όποιος παίκτης, μεγάλο όνομα, δεν έπαιζε είχε πρόβλημα μεγάλο.
Ο Γεωργάτος, για παράδειγμα, ήθελε να φύγει για την Παναχαϊκή, ο Τσιάρτας που δεν έπαιζε στην αρχή, ο Κωστής, ο Μπορμπόκης, ο Πουρσανίδης, ο Ίβιτς, τεράστια ονόματα!
Γύμνασα πολλούς γρήγορους παίκτες, αυτός όμως για τον οποίον έλεγαν ότι ήταν ο πιο γρήγορος ήταν ο Κοπιτσής, ήταν σπρίντερ.
Ο Τσιάρτας και ο Κωστής στα 30μ. είχαν ίδια ταχύτητα, πότε έμπαινε ο ένας πότε ο άλλος. Έλεγαν ότι ο Τσιάρτας ήταν αργός παίκτης, απλώς ο τρόπος παιχνιδιού του, αυτό που ήθελε να παίξει, ήταν έτσι. Εκρηκτικός παίκτης που σούταρε έτσι, όπως ο Τσιάρτας, ήταν δυνατόν να είναι αργός; Κι έβαλε 26 γκολ. Πώς ήταν αργός; Βρες μου τώρα έναν παίκτη να βάζει 26 γκολ! Και ήταν και εύστροφος.
Και τα εύστροφα παιδιά ήταν πολλά επίσης. Ο Δημητριάδης έκανε μια καριέρα τρομερή, ήταν εύστροφο παιδί για να βάζει 35 γκολ, ο Μπατίστα τα ίδια, ο Κωστής επίσης. Αλλά και ο Γεωργάτος, ο Αλεξανδρής ο Τζόρτζεβιτς, ο Γιαννακόπουλος, ο Καραπιάλης, ο Πασσαλής, ο Γεωργαμλής, ο Τζιοβάνι. Όλα αυτά τα παιδιά με λατρεύουν και τους αγαπάω όλους. Μιλάω με πολλούς.
Το 100% των δυνατοτήτων δεν μπορούσα να το βγάλω από κανέναν ποδοσφαιριστή. Αυτό δεν γίνεται ποτέ.
Η προσπάθειά μου ωστόσο αφορούσε στο να καταλάβουν, πώς αγωνιστικά θα μπορούν να είναι πάντα σε πολύ καλή κατάσταση. Και αυτό θεωρώ ότι μου το έχουν πιστώσει οι περισσότεροι.
Κάποτε ο Πουρσανίδης είχε πει σε μια συνέντευξη «πολλοί από εμάς δεν θα παίζαμε ποδόσφαιρο, αν δεν υπήρχε ο Μπουρουτζήκας».
Ποτέ δεν τους “έλιωνα” στην προπόνηση, απλώς εγώ τους έκανα επιστημονική, ελεγχόμενη προπόνηση, πότε να ξεκουραστούν και πότε να έχουν ένταση.
Δεν μπορώ να πω για κανένα παιδί ότι ήταν δύστροπο.
Αντιδράσεις υπήρχαν, κόντρες υπήρχαν, όμως πιστεύω ότι έβγαινα πάντα νικητής μεταξύ των παικτών.
Και ήξερα πάντα αν είναι κουρασμένος ο παίκτης ή αν ψάχνει για δικαιολογίες.
Και με τον Τζόρτζεβιτς και με άλλους παίκτες είχαμε προβλήματα. Ο «Τζόλε» ήρθε και μου είπε «είμαι κουρασμένος» και του απάντησα «δεν είσαι κουρασμένος, είσαι απροπόνητος», δεν έκανε καλή προπόνηση τη δεύτερη φορά που πήγαμε στον Ολυμπιακό. Και το παραδέχτηκε και ο ίδιος.
Δεν έφτασα ποτέ σε σημείο να μαλώσω με ποδοσφαιριστή, ποτέ με κανέναν. Ήμουν υπέρ του ότι, αν θέλει να κάνει προπόνηση, να κάνει, αν δεν θέλει, να καθίσει. Τους χτυπούσε το φιλότιμο και δεν μπορούσαν να καθίσουν, ενώ οι άλλοι προπονούνταν. Και όλοι τα έδιναν όλα. Λόγω του χαρακτήρα μου, λόγω της συμπεριφοράς μου, λόγω της εμπιστοσύνης που μου είχαν; Πάντως, δεν μάλωσα με κανένα ποτέ.
Λεφτά από το ποδόσφαιρο δεν έβγαλα όσα θα έπρεπε.
Ήταν μόνο μια μπάλα μες στον εγκέφαλό μου, δεν σκέφτηκα τα οικονομικά ποτέ, ήμουν πάρα πολύ κακός, ο χειρότερος που μπορεί να υπήρχε ποτέ στο ελληνικό ποδόσφαιρο σε ό,τι αφορά στα οικονομικά.
Σίγουρα με στήριζε πάρα πολύ τότε ο Μπάγεβιτς, όμως δεν πήρα τα χρήματα που έπρεπε να έχω πάρει από το ελληνικό ποδόσφαιρο.
Εντάξει, έπαιρνα λίγο καλύτερα χρήματα από κάποιους γυμναστές, αλλά υπήρχαν και άλλοι που έπαιρναν περισσότερα από εμένα.
Δεν είχα ποτέ μάνατζερ να διεκδικήσει για εμένα. Και σε αυτό με επηρέαζε και ο Μπάγεβιτς, ο οποίος δεν πολυέβαζε μάνατζερ. Γι’ αυτό και δεν πήραμε χρήματα.
Μόνο ο Μπατατούδης μάς έδωσε, θυμάμαι, 5 εκατ. δραχμές, όταν κατακτήσαμε το Κύπελλο. Κανένας άλλος δεν μας έδωσε κάποιο πριμ, τίποτα για τις μεγάλες προκρίσεις, τίποτα για τους τίτλους. Κι αυτό, γιατί δεν τα βάζαμε στο συμβόλαιο.
Από την άλλη, το σημαντικό ήταν το παρεΐστικο και το ένιωσα πολλές φορές.
Καλά, ας αφήσουμε τον Μπάγεβιτς, ο οποίος ήταν η καλύτερή μου παρέα.
Στην ΑΕΚ με τον Πέτρο Ραβούση, τον Λάκη Νικολάου, τον Νίκο Πανταζή ήμασταν κοντά.
Στον Ολυμπιακό με τον Τάκη Περσία, τον Τσόλιτς (προπονητής τερματοφυλάκων), τον Κούλη Δουρέκα, τον Χρήστο Δάρα (γιατρός).
Στον ΠΑΟΚ τα ίδια, φοβερό κλίμα, πάλι με τον Περσία, τον Φορτούλα, τον Οικονομίδη.
Φιλικό κλίμα και στον Ατρόμητο και στον Παναιτωλικό, με Τραϊανό Δέλλα, Βασίλη Μπορμπόκη, Παναγιώτη Βούλγαρη, Αντώνη Τσάτσο, Μάκη Μπελεβώνη, Χρήστο Κουτσοσπύρο.
Έχω ζήσει πολύ καλές στιγμές και στην Ομόνοια, όλα τα παιδιά είναι φίλοι μου.
Σε όλες τις ομάδες όπου εργάστηκα έβγαζα ένα πρόγραμμα για όλους μαζί, αλλά ειδικά για κάθε ποδοσφαιριστή κάναμε και πολλές έξτρα προπονήσεις.
Γι’ αυτό και λέω ότι δεν έχω πάρει ποτέ ρεπό στην καριέρα μου. Ήμουν πάντα με τον παίκτη, πρωί-απόγευμα στην προπόνηση.
Τότε υπήρχαν καλοί καθηγητές στα εργομετρικά του αθλητικού κέντρου ΟΑΚΑ και με βοήθησαν πάρα πολύ. Πήγαινα και έκανα εργομετρικές εξετάσεις εκεί και δοκίμαζα αν έβγαιναν και στην προπόνηση. Και τα υιοθετούσα μετά, φυσικά όχι πάντα.
Είμαι υποστηρικτής και λάτρης του ταλέντου του Έλληνα, είτε είναι προπονητής, είτε είναι γυμναστής, είτε ποδοσφαιριστής Υπάρχουν τεράστια ταλέντα σε ΑΕΚ, Ολυμπιακό, ΠΑΟΚ και τις άλλες ομάδες απ΄τις οποίες πέρασα.
Θα ‘πρεπε κάποιος να άκουγε προπονητές του Άγιαξ, για παράδειγμα, τι έλεγαν για ΑΕΚ, Ολυμπιακό, ότι δηλαδή δεν περίμεναν να είναι τόσο καλές ομάδες!
Με δυο-τρεις ξένους παίκτες, είχαμε τρεις ελληνικές ομάδες στο Champions League. Και τώρα, με όλους τους ξένους “προπονηταράδες”, βοηθούς και γυμναστές, έχει πέσει κατακόρυφα το ελληνικό ποδόσφαιρο.
Και προσωπικά, θεωρώ πολύ βασικό το να στηριχτεί η Super League 2.
Την έχουν διαλύσει, δεν επενδύουν, δεν θα ανέβει ποτέ έτσι το ελληνικό ποδόσφαιρο. Αν δεν επενδύσουν τουλάχιστον στη Super League 2 με Έλληνες παίκτες, αντί να παίρνουν παίκτες αμφιβόλου αξίας, δεν γίνεται τίποτα.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο πρέπει να έχει βάση. Δεν γίνεται να παίζουν πέντε ομάδες, οι Β’ ομάδες της ΑΕΚ, του Ολυμπιακού κλπ, οι οποίες αγωνίζονται άνετα, ούτε ανεβαίνουν ούτε κατεβαίνουν, και μπορεί, για παράδειγμα, να επηρεάζουν διάφορες καταστάσεις.
Πρέπει να έχει άλλα στοιχεία για να φτιάξει το ποδόσφαιρο. Προϋποθέσεις πρέπει να υπάρξουν στη Super League 2 για να προοδεύσει.
Καλά γήπεδα, για παράδειγμα, γιατί πώς να παίξεις ποδόσφαιρο με μισό χόρτο ξερό; Και φυσικά, να υπάρχει και διαφάνεια, χωρίς αυτή δεν γίνεται τίποτα. να μπαίνουν τα χρήματα από το ταμείο στην τσέπη;
Ντούσαν σημαίνει ψυχή
Με τον Μπάγεβιτς, στον χώρο της προπόνησης, είχαμε σχέση συνεργασίας, ήμασταν πάντα συνεργάτες και μάλιστα σκληροί, δύσκολοι, απαιτητικοί.
Έξω από εκεί, ήμασταν και παραμένουμε φίλοι, κρατάμε μεγάλη επαφή, ζήσαμε πιο πολύ μαζί παρά με τις οικογένειές μας. Υπάρχει μεγάλη εμπιστοσύνη μεταξύ μας σε όλα τα θέματα, είτε κοινωνικά-οικογενειακά είτε ποδοσφαιρικά.
Το «Ντούσαν» δεν είναι απλώς όνομα, στα σέρβικα σημαίνει «ψυχή». Ο Ντούσαν είναι ψυχή. Ίσως έβγαζε ένα προσωπείο απροσπέλαστο και απόμακρο, αλλά στην πραγματικότητα είναι ψυχάρα.
Βέβαια, είναι και ένας άνθρωπος με εγωισμό και αυτό τον έκανε ιδιαίτερο.
Ο Μπάγεβιτς ήταν μεγάλος γνώστης του αντικειμένου του, ήταν πανέξυπνος, γεννούσε το μυαλό του και αποτελούσε μεγάλο προσόν το γεγονός ότι δεν άφηνε να πλησιάσει την ομάδα κανείς, εκτός από τους συνεργάτες στους οποίους είχε εμπιστοσύνη.
Ενέπνεε μεγάλο σεβασμό, είτε είχε απέναντί του παίκτη είτε είχε παράγοντα.
Ήταν και είναι αληθινός, ειλικρινής και τον ενδιέφερε μόνο η ομάδα. εάν ο παίκτης ήταν σωστός, εάν ο παράγοντας ήταν σωστός, θα τον εκτιμούσε, θα τον βοηθούσε.
Αγωνιστικά, δεν είχε συμπάθειες και αντιπάθειες, δεν τον επηρέαζαν οι χαρακτήρες των παικτών. Δεν πάει να είχε “σκοτωθεί” με κάποιον; Αν ήταν να παίξει, θα έπαιζε, δεν θα σκεφτόταν τι είχε κάνει ή πει ο παίκτης.
Κι εγώ ήμουν κάτι σαν αλεξικέραυνο. Ο Πουρσανίδης είχε πει ότι είμαι πυροσβέστης.
Ήξερα τι θα μεταφέρω, δεν το ήθελε και ο Μπάγεβιτς να μεταφέρω, γιατί, αν το έκανα, μετά εκείνος έπρεπε να πάρει μια απόφαση, να τιμωρήσει.
Ο Μπουρουτζήκας ήξερε τι θα πει, περισσότερο ήθελα να νουθετήσω τον παίκτη, δεν υπήρχε περίπτωση να μην το λύσω το θέμα. Αν έβλεπα έναν παίκτη έξω να “αλητεύει” ή με γυναίκες, για παράδειγμα, τον κάλυπτα.
Αλλά, εάν δεν είχε απόδοση στην προπόνηση, ήταν άλλο. Του έλεγα «αν δεν κάνεις προπόνηση ή αν εγώ δεν σε πείσω, τότε μπορείς μόνος σου να πας στον προπονητή να το πεις». Τον ανάγκαζα λοιπόν να πάει να το πει ο ίδιος.
Ο Ντούσαν, ξέρω, ήταν, φαινόταν αγέλαστος και αυτό τον έκανε μοναδικό. Αλλά στην παρέα ήταν διαφορετικός, κάναμε την πλάκα μας, πολύ μεγάλη μάλιστα.
Τώρα πια πηγαίνω πού και πού στο γήπεδο να παρακολουθήσω αγώνες σε πιο μικρές ομάδες και, αν τύχει, στον ΠΑΟΚ.
Στην ΑΕΚ δεν πάω, γιατί είμαι πραγματικά πάρα πολύ στενοχωρημένος, δεν εισπράττω σεβασμό.
Έχω πλέον βρει “λιμάνι” στο φυσικοθεραπευτήριο του γιου μου στη Μεταμόρφωση, το About Physio Giannis Bouroutzikas. Είμαι εκεί και βοηθάω στην αποκατάσταση των ασθενών, κάτι που με ευχαριστεί πολύ. Μάλιστα, ο Γιάννης ήταν για 10 χρόνια στο ιατρικό επιτελείο της ΑΕΚ!
Το 2022 ήταν για μένα η στιγμή που είπα «στοπ». Ήταν πάρα πολλά τα χρόνια, 33, και πέρασα ωραία.
Χρόνια που δεν έκανα ποτέ διακοπές, ίσως μόνο τρεις μέρες και τέλος.
Αλλά μου φαίνεται σαν να ήταν πολύ λιγότερος ο χρόνος, πέρασαν πολύ γρήγορα, αέρας, σαν να μην πρόλαβα να τα ζήσω…
Ήταν οι εντάσεις τόσο πολλές και μεγάλες και, τώρα που βλέπω πίσω, λέω «εγώ τα έκανα αυτά;».
Ο χρόνος όμως ήταν λίγος και πέρασε πολύ γρήγορα, χάθηκε…
Ο Δημήτρης Μπουρουτζήκας είναι Καθηγητής Φυσικής Αγωγής, με ειδίκευση στην Προπονητική Ποδοσφαίρου.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Κώστας Χατζηχρήστος: Στον πλανήτη των γυμναστών / Νίκος Σισμανίδης: Στον (βιο)ρυθμό του 1987! / Παναγιώτης Βούλγαρης: Γυμναστής Τριών Ηπείρων
Παντελής Νικολάου: «Θα έρχεσαι για μένα στο γήπεδο» / Οι Χήρες των Σ.Κ. / Μια άγνωστη ιστορία
Αντώνης Μήνου: Φύλακας Εστίας / Ηλίας Ατματσίδης: Τεμέτερον
Δημήτρης Ελευθερόπουλος: Δεν είσαι τα πάντα. Δεν είσαι το τίποτα.