Το 1987 είναι μια χρονιά-ορόσημο για τον ελληνικό αθλητισμό, με την αξέχαστη κατάκτηση της πρώτης θέσης στο Eurobasket στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας.
Ο Γκάλης, ο Γιαννάκης και όλοι οι παίκτες της θρυλικής εκείνης ομάδας έβγαλαν τον κόσμο στους δρόμους και εκατοντάδες παιδιά στράφηκαν στο άθλημα. Ένα από αυτά τα παιδιά που τα τράβηξε η επιτυχία στο μπάσκετ ήμουν κι εγώ, σε ηλικία τότε 11 ετών.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Καλαμάτα και ως τότε είχα ασχοληθεί με πολλά σπορ. Είχα κάνει κολύμβηση, ποδόσφαιρο και βόλεϊ, αλλά, όταν μπήκα στο γήπεδο του μπάσκετ, ένιωσα ότι αυτό μου ταιριάζει περισσότερο απ’ όλα.
Η έκρηξη του μπάσκετ το 1987 έφερε μαζί κι ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα από την Ομοσπονδία, το οποίο μας έδινε την ευκαιρία, αν και ήμασταν στην επαρχία, να δείξουμε το ταλέντο μας, μέσα από πολλά παιχνίδια και αναμετρήσεις μεταξύ των μικτών ομάδων των Ενώσεων.
Ήταν η εποχή που μόλις είχε κατασκευαστεί η περίφημη «Τέντα» στην Καλαμάτα, ένα κλειστό γήπεδο-μπαλόνι, ωστόσο ουσιαστικά εγώ ξεκίνησα να παίζω σε ανοικτά γήπεδα, όπου και κάναμε τις περισσότερες προπονήσεις.
Όταν κατεβαίνω στην Καλαμάτα, ρωτάω τα παιδιά και τους προπονητές πόσα παιχνίδια έχουν παίξει, πλησιάζοντας προς το τέλος της σεζόν, και έχουν δώσει λιγότερα από 10 ματς, είτε γιατί το πράγμα υπολειτουργεί είτε γιατί δεν υπάρχουν πολλές ομάδες. Είναι πολλοί και διαφορετικοί οι λόγοι.
Η αίσθηση του σουτ
Το σουτ ήταν ένα στοιχείο του παιχνιδιού στο οποίο από την αρχή έδειχνα μια έφεση. Έδειχνα να το “έχω”. Χωρίς να έχω κάνει ακόμη πολλή προπόνηση, από κοντινές αποστάσεις και αναλογικά πάντα με την ηλικία μου, μπορούσα να είμαι εύστοχος. Φαινόταν λοιπόν ότι έχω μια επαφή με το καλάθι.
Όχι, δεν ήξερα να σουτάρω. Κάποιος μου έδειξε. Αυτός ήταν ο πρώτος προπονητής μου, ο Νίκος Πεφάνης, στην κατηγορία των Μίνι, όταν ξεκίνησα. Πολλές ώρες προπόνησης και σε ανοικτό και σε κλειστό γήπεδο, για να το κάνω σωστά και να βελτιώσω την τεχνική μου.
«Τέντωσε καλύτερα το χέρι», «λύγισε περισσότερο τα πόδια σου», η φωνή του να με διορθώνει ακόμη αντηχεί σ’ αφτιά μου. Και φυσικά, πολλές-πολλές επαναλήψεις. Άπειρα σουτ.
Γενικότερα, και εγώ και οι προπονητές μου βλέπαμε ότι το μπάσκετ μού ταιριάζει ως άθλημα και ότι παρουσιάζω μια γρήγορη εξέλιξη, πάντα σε σχέση με την ηλικία μου αλλά και τον λίγο χρόνο που είχα αφιερώσει μέχρι τότε, δηλαδή στα πρώτα ένα-δυο χρόνια της ενασχόλησής μου.
Το σουτ λοιπόν και αυτή η επαφή με το καλάθι με έφεραν στα 16 μου χρόνια να παίζω με την Καλαμάτα στην Γ’ Εθνική κατηγορία με την αντρική ομάδα. Ήταν το χαρακτηριστικό στοιχείο του παιχνιδιού μου, έχοντας πλέον δουλέψει πάρα πολύ στο συγκεκριμένο κομμάτι.
Έψαχνα πάντα αυτά τα δύο δευτερόλεπτα που θα μείνω ελεύθερος για να σουτάρω, χωρίς να ψάχνω το μπάσιμο ή άλλο τρόπο να σκοράρω.
Στην πορεία των χρόνων, αυτή η έφεση εξελίχθηκε. Μέσα από τις εμπειρίες και την συνεχή προπόνηση και πηγαίνοντας πλέον στην ΑΕΚ, έμαθα κι άλλους τρόπους να σουτάρω, κι άλλους τρόπους να εκτελώ: υπό πίεση, βγαίνοντας από σκριν είτε αριστερά είτε δεξιά από το καλάθι, ακόμα και με το ένα πόδι να μην πατά καλά στο έδαφος και άλλα πολλά.
Αλλά η βασική παράμετρος επιτυχίας σε όλα αυτά είναι μία: η συνεχής επανάληψη. Άπειρες επαναλήψεις. Αμέτρητες. Δεν γίνεται να λέμε για έναν παίκτη ότι έχει έφεση στο σουτ και να μην κάνει προπόνηση πάνω σ’ αυτό και πολλές επαναλήψεις.
Όταν βλέπεις ένα παιδί να σουτάρει καλά, πέρα από την έφεση, σίγουρα κάνει και κάτι έξτρα. Και αυτό είναι η παραπάνω προπόνηση στο σουτ. Η σωστή εκτέλεση είναι ένα στοιχείο του παιχνιδιού που απαιτεί συνεχή εξάσκηση.
Στο κενό της καθημερινής σου ρουτίνας λοιπόν, είτε ως παιδί είτε ως φτασμένος παίκτης, πρέπει να σουτάρεις. Αν το κάνεις αυτό, ακόμα κι αν δεν είσαι γεννημένος σουτέρ, θα φτάσεις σε ένα αξιόλογο ποσοστό ευστοχίας.
Για να το κάνω πιο κατανοητό, πρέπει να έχεις ένα ποσοστό άνω του 80% στην προπόνηση. Να βάζεις 8-9/10 σουτ από κάθε πιθανή θέση. Και να το κάνεις συνέχεια αυτό. Αν βάζεις 4-5, κάτι γίνεται λάθος, κάτι πρέπει να διορθώσεις. Είναι άλλες οι συνθήκες προπόνησης κι άλλες μέσα στον αγώνα. Εκεί η κούραση, η ένταση, ο κόσμος, πολλοί παράγοντες σε επηρεάζουν.
Συνεπώς, πρέπει να είσαι πολύ ψηλά στην προπόνηση, γιατί στον αγώνα, όπου οι συνθήκες θα είναι εντελώς διαφορετικές, αυτό το ποσοστό θα είναι κατά κανόνα μικρότερο.
Τα σουτ που θυμάμαι
Υπάρχει μια αξέχαστη χρονιά για μένα. Είναι εκείνη που με την ΑΕΚ πήραμε το Πρωτάθλημα. Είναι η σεζόν 2001-2002, τερματίσαμε πρώτοι στην κανονική περίοδο, αλλά στον Τελικό των πλέι οφ ο Ολυμπιακός αρχίζει καλύτερα, προηγείται με 2-0 και θέλει μια ακόμα νίκη για να κατακτήσει το Πρωτάθλημα.
Εκεί πετύχαμε τη μεγαλύτερη ίσως ανατροπή στην ιστορία του Ελληνικού Πρωταθλήματος, γυρίσαμε το σε βάρος μας 2-0 σε 3-2 υπέρ μας και κατακτήσαμε τον τίτλο.
Με το σκορ στο 2-1, παίζουμε στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας το τέταρτο παιχνίδι. Εκεί, μπαίνοντας στο τελευταίο δίλεπτο και με το σκορ ισόπαλο, παίρνω ένα σκριν, μπαίνω από τον κεντρικό διάδρομο στη ρακέτα και με μια δύσκολη προσπάθεια με σπάσιμο της μέσης δίνω προβάδισμα δύο πόντων στην ομάδα μου. Έκανα το 59-61 και τελικά κερδίσαμε 60-62.
Στη συνέχεια, στον πέμπτο και τελευταίο Τελικό πια, στην έδρα μας, το Ολυμπιακό Στάδιο, κρινόταν ο τίτλος. Με το σκορ στο 71-68 και με λιγότερο από ενάμισι λεπτό να απομένει, έχουμε την επίθεση.
Παίρνω σκριν από συμπαίκτη μου, στην αλλαγή ο αντίπαλος ψηλός μού δίνει αυτόν τον ελάχιστο χώρο και χρόνο που θέλω για να εκτελέσω μετά από ντρίπλα, από δεξιά, από απόσταση περίπου 6μ. Η μπάλα πάει στο διχτάκι, όπως και στην επόμενη επίθεσή μας, όταν σταματώ και εκτελώ από την κορυφή της ρακέτας ανάμεσα σε δύο αντιπάλους. Η διαφορά από τους “εύθραυστους” τρεις πόντους πηγαίνει στους επτά και η πλάστιγγα γέρνει οριστικά προς την πλευρά της ΑΕΚ, η οποία κατακτά εν τέλει το Πρωτάθλημα.
Ένα εύστοχο σουτ σου δίνει πάντα αυτοπεποίθηση και ψυχολογία για τα επόμενα σουτ που θα δοκιμάσεις και τις επόμενες προσπάθειες που θα πάρεις. Είναι πολύ όμορφο συναίσθημα να ξέρεις ότι χρειάζεσαι κλάσματα του δευτερολέπτου για να εκτελέσεις, είτε από μέση είτε από μακρινή απόσταση, και να στέλνεις τη μπάλα στο καλάθι. Το είχα αυτό και ομολογώ ότι είναι μια “μαγική” ικανότητα να ξέρεις ότι μπορείς να τα καταφέρεις.
Ωστόσο, θέλω να επισημάνω ότι, για να είσαι ολοκληρωμένος παίκτης, πρέπει η προσπάθεια που κάνεις μέσα στο γήπεδο να είναι συνεχής σε άμυνα και επίθεση.
Τι να το κάνεις, αν βάλεις ένα σουτ, και στην αμέσως επόμενη φάση ο παίκτης που μαρκάρεις πετύχει καλάθι και φάουλ; Ή, αν βάλω ένα λέιαπ, και αμέσως μετά με περάσει ο παίκτης μου, σπάσει τη μπάλα έξω και να φάμε τρίποντο; Αν γίνει αυτό, ο προπονητής μου θα με στείλει στον πάγκο.
Είναι πολύ ωραία λοιπόν η επίθεση, χτίζεις ψυχολογία και παράλληλα αρέσει στον κόσμο. Βάζεις ένα καλάθι, ακούς τις επευφημίες και το χειροκρότημα, αλλά το μπάσκετ δεν είναι μόνο αυτό.
Ακόμα κι αν δεν βάλω ένα σουτ, μπορώ να κάνω δύο κλεψίματα, δύο καλές άμυνες και να σκοράρει η ομάδα. Η ψυχολογία λοιπόν στο μπάσκετ μπορεί να χτιστεί από πολλά πράγματα κι όχι κατ’ ανάγκη από το σουτ.
Υπάρχει «σωστό» και «λάθος»;
Σαφώς και υπάρχει σωστό και λάθος στην τεχνική και τη μηχανική του σουτ. Θα δείτε πολλούς καλούς σουτέρ ωστόσο να εκτελούν με μικρές παραλλαγές τεχνικής και μηχανικής. Ως προπονητής, προσπαθείς σε μικρή ηλικία να μάθουν τα παιδιά όλην την κίνηση, από την αρχή μέχρι το τέλος, και από κει και πέρα βελτιώνεις πράγματα και λεπτομέρειες.
Υπάρχουν παιδιά που δεν μπορούν να τεντώσουν τελείως τον αγκώνα ή που δεν μπορούν να σπάσουν τελείως τον καρπό τους. Κάποια άλλα δεν μπορούν να φέρουν τη μπάλα σωστά από χαμηλά (την ώρα της υποδοχής) μέχρι ψηλά, στο σημείο της εκτέλεσης.
Εκεί παρεμβαίνει ο προπονητής και, αν δεν μπορεί ο αθλητής να φτάσει στο απόλυτα σωστό, καταλήγουν στο στιλ που του ταιριάζει. Σ’ αυτό πρέπει πάλι να δουλέψουν άπειρες ώρες και με άπειρες επαναλήψεις, ώστε να το τελειοποιήσουν.
Γιατί πάνω απ’ όλα το βασικός στόχος του παιχνιδιού είναι η μπάλα να μπαίνει στο καλάθι.
Η διαχείριση της κακής βραδιάς
Είναι πολλές βραδιές που βλέπεις τη μπάλα να φεύγει όμορφα και γλυκά από το χέρι σου. Αβίαστα. Εκτελείς και τη βλέπεις να σταματάει στο διχτάκι. Σκοράρεις. Νιώθεις ανάλαφρος, φρέσκος, ξεκούραστος και ό,τι προσπαθείς σου βγαίνει. Την πετάς και μπαίνει μέσα. Αυτές οι βραδιές είναι οι καλές, σίγουρα υπάρχουν και είναι πολλές. Τι κάνεις όμως, όταν δεν είσαι σε μια τέτοια μέρα;
Οι περισσότεροι παίκτες, όταν χάσουν ένα, δύο, τρία σουτ, αρχίζουν μέσα στο παιχνίδι και κάνουν δεύτερες σκέψεις. Προβληματίζονται. «Να το πάρω;». Αυτό είναι λάθος. Γιατί τα πάντα είναι θέμα επιλογής. Αν το σύστημα της ομάδας εκείνη τη στιγμή με βγάλει απέναντι από το καλάθι, αν ένας συμπαίκτης μου τραβήξει δύο παίκτες και με βρει ελεύθερο, δεν θα σουτάρω; Αφού, αυτό είναι το καλό μου στοιχείο, το σουτ. Εννοείται ότι πρέπει να σουτάρω. Πρέπει να σουτάρω, ακόμα κι αν νωρίτερα τα έχω «σπάσει», όπως λέμε συνήθως.
Βεβαίως, όταν είσαι επαγγελματίας παίκτης, με συνεχείς υποχρεώσεις και αγώνες, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Ένας εξίσου καθοριστικός παράγοντας επιτυχίας είναι η φυσική σου κατάσταση, το πόσο “φρέσκος” είσαι.
Παίκτες επιπέδου Euroleague δίνουν πολλές φορές ακόμα και τρεις αγώνες μέσα στην εβδομάδα σε όλες τις διοργανώσεις. Την ίδια φρεσκάδα έχουν στο πρώτο παιχνίδι και την ίδια στο τρίτο πια, μετά από μια κουραστική εβδομάδα με αγώνες και ταξίδια; Ένας παίκτης που παίζει ένα παιχνίδι την εβδομάδα είναι σαφώς πιο ξεκούραστος, το σώμα του έχει επανέλθει πιο εύκολα στην αρχική του κατάσταση.
Το τρίποντο στο σύγχρονο μπάσκετ
Το μπάσκετ, όπως όλα τα αθλήματα, έχει εξελιχθεί, έχει αλλάξει αρκετά μέσα στα χρόνια. Αν δεν έχεις σουτ απ’ έξω, για να ανοίξεις την άμυνα, έχεις πρόβλημα στην επίθεση. Όσο καλύτερα σουτάρει μια ομάδα, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχει για να κερδίσει.
Ο Στεφ Κάρι είναι ένας παίκτης, που άλλαξε το μπάσκετ στον συγκεκριμένο τομέα. Είναι φαινόμενο. Είναι μοναδικός. Τον χαζεύεις με τον τρόπο που παίζει. Μοιάζει να μην πιέζεται καθόλου, ότι όλα βγαίνουν φυσιολογικά. Δεν δείχνει ποτέ να “πετάει” τη μπάλα, αλλά ακόμα και στην πιο δύσκολη συνθήκη σουτάρει φυσιολογικά.
Θέλει λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο για να πατήσει και να εκτελέσει από οποιαδήποτε θέση του γηπέδου μετά το κέντρο. Όχι απλώς για να σουτάρει, να “πετάξει”, τη μπάλα στο καλάθι αλλά για να το βάλει! Το κάνει να φαίνεται τόσο απλό, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί μέτρο σύγκρισης. Είναι συνδυασμός ταλέντου αλλά και πολύ σκληρής δουλειάς, με άπειρες ώρες προπόνησης στο γήπεδο και αμέτρητες επαναλήψεις σε κάθε κίνηση.
Το ελληνικό μπάσκετ σίγουρα πονάει σ’ αυτόν τον τομέα του παιχνιδιού. Θεωρώ ότι τα παιδιά από μικρή ηλικία δεν διδάσκονται σωστά την τεχνική του σουτ. Στις ακαδημίες οι ομάδες δεν δουλεύουν όσο θα έπρεπε πάνω σ’ αυτό και φυσικά υπάρχει εξήγηση.
Όταν έχουν μια ώρα το γήπεδο και ένα τμήμα με 18-20 άτομα, δεν είναι εύκολο να αφιερώνουν τα 40-45 λεπτά στο σουτ και στο να διορθώσουν ένα-ένα τα παιδιά. Δεν ασχολούνται λοιπόν με αυτό, είναι πιο εύκολο να πουν στους μικρούς αθλητές «πήγαινε στο λέι απ, πήγαινε στο καλάθι» κι έτσι το πρόβλημα διογκώνεται.
Ακόμα κι αν υπήρχε ο χρόνος όμως, η ατομική βελτίωση είναι θέμα θέλησης. Όποιο παιδί θέλει να βελτιώσει το σουτ του θα βρει τον τρόπο να το κάνει, ακόμα και εκτός ομάδας, με έξτρα προπόνηση.
Με παραπάνω προπόνηση και περισσότερες ώρες αφιερωμένες σ’ αυτό που αγαπάς, θα βελτιωθείς και θα φτάσεις τον στόχο σου!
Ο Νίκος Χατζής είναι πρώην διεθνής παίκτης του μπάσκετ.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος
CHECK IT OUT: Νίκος Χατζής: Ο Τρόπος Του Ντούντα
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μιχάλης Κακιούζης: Στην οθόνη το 1987, στο βάθρο το 2005