Πουθενά δεν αγαπήθηκε ο Ρανιέρι, ίσως μονάχα στη Ρώμη. Οπουδήποτε αλλού είχε μονίμως κολλημένη την ταμπέλα του «μέτριου» επάνω του, απέπνεε μια αύρα κατώτερου των περιστάσεων, ίσως επειδή ποτέ δεν υπήρξε σημαντικός ποδοσφαιριστής.
Ξεκίνησε ως επιθετικός στο Dodicesimo Giallorosso, μια ομάδα δορυφόρο της Ρόμα, τοπικού χαρακτήρα στην επαρχία του Λάτσιο.
Τον πρόσεξε ο Χερέρα και τον πήρε στις ακαδημίες των «Gialorossi», όταν είχε ήδη ενηλικιωθεί.
Στα 20 ανέβηκε στη δεύτερη ομάδα της Ρόμα, τέσσερα χρόνια αργότερα και με μόλις τέσσερις συμμετοχές στην πρώτη ομάδα “υποβιβάστηκε” στην Καταντζάρο.
Έχει ήδη αλλάξει θέση, αφού ως επιθετικός δεν σκόραρε σχεδόν ποτέ. Ο Αντόνιο Τρεμπιτσάνι, θρυλικός προπονητής της Primavera της Ρόμα, τον έχει μετατρέψει σε πλάγιο μπακ για να εκμεταλλευτεί την ταχύτητά του, το μοναδικό προσόν που επί της ουσίας τον έκανε να ξεχωρίζει.
Σε αυτή τη θέση θα γράψει τις σημαντικότερες σελίδες της καριέρας του στον ιταλικό νότο, στην Καλαβρία, το λίκνο της «Magna Grecia».
Οκτώ ολόκληρα χρόνια θα παραμείνει στο Nicola Ceravolo, το δημοτικό στάδιο του Καταντζάρο, μιας πόλης σκάρτων 80.000 κατοίκων τότε που πάλευε με τη φτώχεια και την omertà. Ήταν πολύ δύσκολα εκείνα τα χρόνια στον ιταλικό νότο, η mafia έδειχνε το πιο σκληρό της πρόσωπο, δολοφονούσε για ψύλλου πήδημα δικαστικούς λειτουργούς, πολιτικούς, κληρικούς, αστυνομικούς, απλούς πολίτες.
Ο πάντα προσαρμοστικός Κλάουντιο δεν είχε πρόβλημα, ήταν ο τίμιος εργάτης της ομάδας, ο “πρωτευουσιάνος” που δεν σνόμπαρε το φτωχό νότο και δεν έψαξε να φύγει με το που έφτασε στην πόλη του Ρενάτο Ντουλμπέκο (τότε βραβείο Νόμπελ στην ιατρική).
Αυτός ήταν ο Ρανιέρι από παιδί, ανέκαθεν επικεντρωνόταν στα θετικά μιας σχέσης, είτε επαγγελματικής είτε προσωπικής, ήταν από αυτές τις περιπτώσεις ανθρώπων που “έκαναν ότι δεν έβλεπαν και δεν άκουγαν”, από εκείνους τους γείτονες που πάντα σε χαιρετούσαν, αλλά δεν ήξερες τίποτα γι’ αυτούς, όχι επειδή είχαν διπλή ζωή ή οτιδήποτε αλλά απλούστατα διότι η ζωή τους ήταν νορμάλ, επίπεδη, χωρίς πυροτεχνήματα.
Στην Καταντζάρο συμπλήρωσε 225 συμμετοχές σε μια οκταετία, έβαλε και οκτώ γκολ, έγινε ρέκορντμαν συμμετοχών της ομάδας στη Serie Α από το 1976 μέχρι το 1982.
Πατούσε ήδη τα 31, όταν (ξανα)γύρισε στη Serie B, λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά, στην Κατάνια, πάντοτε στο νότο που τον καταλάβαινε καλύτερα και εκτιμούσε το χαρακτήρα του.
Ο Τζάνι Ντι Μάρτσιο τον έχει γυρίσει ήδη στη θέση του λίμπερο, γιατί ταχύτητα, έκρηξη και σπιρτάδα τον είχαν αφήσει μαζί με τα νεανικά χρόνια. Πανηγύρισε την άνοδο στην πρώτη κατηγορία, αλλά πλέον δεν ήταν βασικός. Θα ολοκληρώσει τη συμπαθητική καριέρα του στο Παλέρμο, στη Σικελία, το 1986 σε ηλικία 35 ετών.
Δεν έγινε καμία τελετή για την απόσυρσή του από την ενεργό δράση, δεν έλειψε σε κανέναν, αφού η καριέρα του συνοψίζεται στο «τίμιος αμυντικός, καλό παιδί».
Ο Ρανιέρι από πολύ νωρίς, πολύ πριν κλείσει την καριέρα του, “φώναζε” ότι θα γίνει προπονητής, διότι αυτό του άρεσε περισσότερο. Ήθελε να ψυχολογεί τον αντίπαλο, να δουλεύει πίσω από την κουίντα και να αφήνει το παλκοσένικο στους πιο εξωστρεφείς χαρακτήρες.
Επέστρεψε στο “δικό του” Καταντζάρο και ανέλαβε την Βίγκορ Λαμέτζια, μια ερασιτεχνική ομάδα στην κωμόπολη Λαμέτζια Τέρμε, στα λουτρά του Καρόντε. Ξερό γήπεδο, “έφοροι”, μια τοπική κοινωνία αριστερών καταβολών, φτωχή αλλά γεμάτη παραδοσιακούς Καλαβρέζους γεωργούς και κτηνοτρόφους.
Ελάχιστοι ασχολούνταν τότε με το ποδόσφαιρο, αλλά ο πράος και ταυτόχρονα γεμάτος φιλοδοξίες Ρανιέρι έκανε κι εκεί το θαύμα του. Στο ντεμπούτο του στους πάγκους, προβιβάζει τη Βίγκορ από τα τοπικά στη Serie C2.
Το γεγονός πανηγυρίζεται δεόντως στην πόλη, ο 36χρονος Ρωμαίος που έχει ζήσει τη μισή ζωή του στην Καλαβρία δεν διεκδικεί όμως τις δάφνες της επιτυχίας, δηλώνει χαμογελαστός ότι «την ομάδα την ανέβασε ο Δήμαρχος».
Ο Κλάουντιο περιχαρής χαιρετά τους πάντες στη γιορτή της ανόδου και ανακοινώνει ότι θα φύγει για το Ποτσουόλι, θα πάει να προπονήσει την τοπική Πουτεολάνα, η οποία μόλις είχε διαλυθεί και επανασυσταθεί λόγω οικονομικών προβλημάτων.
Όλοι τού είπαν πως είναι τρελός, πως η Καμπανία δεν είναι Καλαβρία, η camorra δεν συγχωρεί αποτυχίες. Ο Ρανιέρι και πάλι χαμογέλασε, χτύπησε φιλικά την πλάτη του συνομιλητή και ψιθύρισε ότι «θα τη βρει την άκρη».
Έτσι γεννήθηκε, δεν φοβήθηκε ποτέ τις δυσκολίες, είναι από τις πιο προσαρμοστικές προσωπικότητες που μπορεί να συναντήσει κανείς στο χώρο του ποδοσφαίρου, ένας άνθρωπος που θεωρεί το συμβιβασμό με οτιδήποτε την καλύτερη λύση, ένας προπονητής “που δεν ενοχλεί”.
Κοιτούσε μόνο τη δουλειά του, αδιαφορούσε για τα τεκταινόμενα, φρόντιζε να λαμβάνει πάντοτε θέσεις Πόντιου Πιλάτου που δεν στενοχωρούσαν κανέναν.
Οι φίλοι τον αποκαλούσαν χρυσό παιδί, οι εχθροί αριβίστα. Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση.
Ο Ρανιέρι απλώς είχε αφομοιώσει τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος που μεγάλωσε και είχε αναπτύξει τις δικές του αρχές, σωστές ή λάθος, αυτές ήταν.
Κάθε Δευτέρα πριν την προπόνηση σταματούσε στην edicola, αγόραζε όλες τις αθλητικές εφημερίδες και διάβαζε τη βαθμολογία στους ποδοσφαιριστές, σχολίαζε και “έπαιζε” με την ψυχολογία τους.
«Πήρες 4. Θα ανεχτείς να σε χλευάζει ένας τοπικός δημοσιογράφος», είχε πει στο 16χρονο Αντόνιο Γκάτο που είχε προωθήσει ο ίδιος στην πρώτη ομάδα. Ο μικρός έβαλε τα κλάματα, ο Κλάουντιο το προσπέρασε, του είπε πως, αν θέλει να παίξει ποδόσφαιρο, πρέπει να γίνει άντρας. Είχε συχνά αυτές τις εκρήξεις, ειδικά στην αρχή της καριέρας του και όσο ωρίμαζε.
Το 1988 του χτύπησε την πόρτα η πρώτη μεγάλη ομάδα. Ήταν η ιστορική Κάλιαρι, η «Casteddu», όπως είναι γνωστή στο νησί, στην πανέμορφη Σαρδηνία. Είναι το πρώτο λιμάνι της καριέρας του Ρανιέρι, η περιπέτειά του στο Sant’Elia η πρώτη του επιτυχημένη επαγγελματική δουλειά, η πρώτη του “Λέστερ”.
Ανέλαβε την ομάδα ημιδιαλυμένη στην τρίτη κατηγορία και την ξανανέβασε εν μέσω αποθέωσης στη Serie A.
Το παραμύθι του Ρανιέρι στη Σαρδηνία συγκινεί ολόκληρη την Ιταλία, η Κάλιαρι είναι από τις πιο ιστορικές ομάδες του Campionato, είναι πάντα η ομάδα του Τζίτζι Ρίβα, ενός από τους μεγαλύτερους Ιταλούς ποδοσφαιριστές όλων των εποχών.
Όχι μόνο κατάπιε τις κατηγορίες αλλά κατόρθωσε να παραμείνει στη Serie A, παρά το γεγονός ότι μέχρι την 22η αγωνιστική ήταν μονίμως τελευταία στη βαθμολογία.
Ακόμη και σήμερα, θαρρώ, ακόμα και μετά το Πρωτάθλημα με τη Λέστερ, η τριετία στη Σαρδηνία είναι η πιο επιτυχημένη δουλειά του Κλάουντιο σε ολόκληρη την καριέρα του.
Οι πόρτες του ποδοσφαίρου “που μετράει” έχουν ήδη ανοίξει, ο Ρανιέρι είναι ένας μοντέρνος τεχνικός με τη φανταχτερή επιτυχία της Κάλιαρι να θαμπώνει όλους τους φίλους του ποδοσφαίρου.
Στα 40 του χρόνια έρχεται η πρόταση του Κοράντο Φερλαΐνο για τη μεγάλη Νάπολι. Δεν είναι δυνατόν να αρνηθεί, παρόλο που στη Σαρδηνία σχεδόν τον παρακαλούν να παραμείνει.
Ο Κλάουντιο, όπως πάντα με το χαμόγελο, ενημερώνει ότι ο κύκλος έκλεισε, ήταν υπέροχα τα χρόνια στο Sant’Elia, αλλά ήθελε να προπονήσει και σε μια μεγάλη piazza, όπως λένε και στην Ιταλία, σε μια ομάδα με πολύ κόσμο, με υψηλούς στόχους, που απασχολεί τα media. Τότε ξεκίνησε και η καλή του σχέση με τον Τύπο που ανέκαθεν επιζητούσε.
Πίστευε και πιστεύει ότι ένας προπονητής είναι απαραίτητο να κάνει δημόσιες σχέσεις με όλο το περιβάλλον που επηρεάζει το ποδόσφαιρο.
Στη Νάπολι όμως από το ζενίθ θα βρεθεί στο ναδίρ. Κλήθηκε να διαχειριστεί μια ομάδα που μόλις είχε χάσει τον Ντιέγκο, καλείτο να οικοδομήσει από την αρχή ό,τι είχε απομείνει.
Κάτι εξαιρετικά δύσκολο, παρόλο που Αλεμάο και Καρέκα είχαν παραμείνει και η ομάδα ενισχύθηκε και με τους Λοράν Μπλαν και Παντοβάνο.
Μαζί με τον Μαραντόνα, βλέπετε, είχε αποχωρήσει από την ομάδα και ο γνωστός και μη εξαιρετέος Λουτσιάνο Μότζι, ο άνθρωπος που κατάφερε να πάρει το Πρωτάθλημα με προπονητή τον Αλμπέρτο Μπιγκόν. Ναι, τον ίδιο Μπιγκόν που ήρθε και στα μέρη μας και έφυγε νύχτα από τον Ολυμπιακό.
Την πρώτη σεζόν στη Νάπολι, με το άλλοθι της αποχώρησης του Ντιέγκο και με μια πόλη ολόκληρη να θρηνεί επί 24ώρου βάσεως, ο Ρανιέρι θα τερματίσει τέταρτος, πίσω από την Μίλαν του Σάκι, την «Γιούβε» και την «Τόρο» (στην οποία πήγε ο Μότζι και την έβγαλε αμέσως τρίτη).
Κέρδισε την ανανέωση του συμβολαίου του, αλλά με κόπο από τον Φερλαΐνο που ποτέ δεν ταίριαξε μαζί του.
Τον θεωρούσε δημοσιοσχετίστα, καιροσκόπο, έναν προπονητή που έκανε μόνο τα βασικά.
Ο Ρανιέρι ωστόσο έκανε ένα μεγάλο καλό στους «Partenopei», καθιέρωσε και εδραίωσε τον Τζανφράνκο Τζόλα στη βασική 11άδα, τον μετέτρεψε από βοηθητικό επιθετικό “10άρι” στον αντι-Μαραντόνα του San Paolo, όσο κι αν φαντάζει ιερόσυλος ο παραλληλισμός.
O Τζόλα όμως δεν έφτανε τη δεύτερη σεζόν, στην οποία ο Ρανιέρι άντεξε εννέα αγωνιστικές.
Οι πέντε ήττες και ειδικά η τελευταία με την τεσσάρα από την Μίλαν των Ολλανδών και ο αποκλεισμός από την Παρί Σεντ Ζερμέν στο Κύπελλο UEFA δεν συγχωρέθηκαν από τον Φερλαΐνο, o Ρανιέρι απολύθηκε με άσχημο τρόπο, κατηγορήθηκε για ολέθρια διαχείριση, για αποτυχημένες μεταγραφικές επιλογές, όπως του Λοράν Μπλαν, για τον οποίον δήλωσε ότι η Νάπολι “δεν τον κατάλαβε” ποτέ.
Ο Κλάουντιο είχε “ψηλώσει”, ήταν η τελευταία φορά που σχετιζόταν με τον ιταλικό νότο, θα αποφάσιζε να γυρίσει σελίδα στην καριέρα του και να μην ξανακοιτάξει πίσω.
Μετά από ένα εξάμηνο στη Ρώμη και στα πάνελ των τοπικών εκπομπών φίλων του δημοσιογράφων, έρχεται η κλήση από την Τοσκάνη, από την Φιορεντίνα που μόλις έχει υποβιβαστεί στη Serie B και θέλει να αναγεννηθεί.
Ο Ρανιέρι πείθεται, μιλάει για “project” για μια ομάδα που είναι μεγάλη και πρέπει να επιστρέψει στη Serie A το συντομότερο δυνατό.
Μοιάζει να θέλει να πετάξει από πάνω του τη στάμπα του «νότιου», του «terrone», όπως αποκαλούν υποτιμητικά στην Ιταλία τους τύπους που είναι συμφεροντολόγοι και κοιτούν να κάνουν τη δουλειά τους με γνωριμίες και “ισορροπίες”.
Στη Φλωρεντία τον περιμένει ο εκρηκτικός Βιτόριο Τσέκι Γκόρι που διατηρεί το μπάτζετ σε επίπεδα Serie A και του δίνει το ελεύθερο να προβιβάσει νεαρούς από τα φυτώρια με κορυφαίο τον σπουδαίο τερματοφύλακα Φραντσέσκο Τόλντο και τους επιθετικούς Ανσέλμο Ρομπιάτι και Φραντσέσκο Φλάκι.
Οι «Viola», μετά από 55 ολόκληρα χρόνια που βρέθηκαν στη δεύτερη κατηγορία, προβιβάζονται πολύ εύκολα στο τέλος της σεζόν. Ήταν αδύνατον να μην ανέβει εκείνη η ομάδα που είχε διατηρήσει στο ρόστερ για τη Β’ Εθνική ποδοσφαιριστές όπως ο Μπατιστούτα και ο Έφενμπεργκ.
Η «Φιόρε» έκανε πραγματικά παρέλαση σε όλες τις έδρες, ήταν δύο και τρεις σκάλες επάνω από τους υπόλοιπους. Ο Ρανιέρι και οι ιδέες του για το ποδόσφαιρο προσαρμόζονταν στα υλικά που διέθετε, στο Artemio Franchi, όπως ήταν λογικό, έγινε θιασώτης του επιθετικού ποδοσφαίρου, άφηνε τα μεγάλα του αστέρια ελεύθερα, φρόντιζε να κάθεται στην άκρη του πάγκου και να απολαμβάνει το θέαμα.
Μόνο που στη Serie A, με τις άμυνες να έχουν τον πρώτο λόγο, το ταλέντο δεν έφτανε.
Η Φιορεντίνα την επόμενη σεζόν αγκομαχά να ξεφύγει από τον πάτο της βαθμολογίας, ο Μάρσιο Σάντος και ο Ρούι Κόστα, ακόμα δύο “τρελές” μεταγραφές του Τσέκι Γκόρι, δεν προσαρμόζονται εύκολα και ο Ρανιέρι αντιμετωπίζει και πάλι το φάσμα της απόλυσης.
Θα συζητήσει με τον Πρόεδρο της ομάδας, κινηματογραφικό παραγωγό και καναλάρχη, θα επιρρίψει τις ευθύνες στην ελλιπή προετοιμασία, στην αθλητική ανεπάρκεια των περισσότερων ποδοσφαιριστών.
Ο Τσέκι Γκόρι θα του δώσει την ευκαιρία να συνεχίσει και εν μέρει θα δικαιωθεί. Η «Φιόρε» θα τερματίσει τελικά 10η, ο Μπάτι θα βγει πρώτος σκόρερ σε ολόκληρο το Πρωτάθλημα με 26 γκολ, υπάρχει η μαγιά για κάτι πολύ καλύτερο.
Θα αλλάξουν ελάχιστα πράγματα το καλοκαίρι, ο Ρανιέρι στην προετοιμασία μιλάει στους ποδοσφαιριστές και θέτει πολύ υψηλούς στόχους, μιλάει για έξοδο στην Ευρώπη και για μομέντουμ. Είχε δίκιο.
Η Φιορεντίνα πραγματοποιεί μια καταπληκτική χρονιά-αποθέωση του επιθετικού της οίστρου, τερματίζει στην τρίτη θέση (ισοβαθμώντας με την Λάτσιο) και -το σημαντικότερο- κατακτά το Κύπελλο Ιταλίας, έναν τίτλο μετά από 21 ολόκληρα χρόνια.
Η Φλωρεντία επιστρέφει στην Ευρώπη, εκεί θα ρίξει το βάρος ο Ρανιέρι, όταν τα αποτελέσματα στραβώνουν επικίνδυνα την επόμενη σεζόν, παρά το γεγονός ότι η ομάδα ξεκινά τη σεζόν κατακτώντας το Super Cup κόντρα στη Milan, με δύο τρομερά γκολ του Μπατιστούτα.
O Κλάουντιο μιλάει για “ταξίδι” στο Κύπελλο Κυπελλούχων, καλεί την πόλη να στηρίξει την ομάδα παρά τη mid-table πορεία στο Πρωτάθλημα, αλλά στον πρώτο γύρο με τους Ρουμάνους της άγνωστης Γκλόρια Μπίστριτσα προκρίνεται πολύ δύσκολα. Διά πυρός και σιδήρου, στο γκολ.
Ξανά στο γκολ αποκλείει και τους Τσέχους της Σπάρτα, το ίδιο και την Μπενφίκα στον προημιτελικό. Εκείνο που μετρά όμως είναι το αποτέλεσμα και ο ημιτελικός εναντίον της Μπαρτσελόνα του Ρονάλντο είναι το απόλυτο γεγονός για την πόλη.
Οι «Viola» επιστρέφουν από τη Βαρκελώνη με το 1-1 στη φαρέτρα τους, από αουτσάιντερ έχουν μετατραπεί έξαφνα στο φαβορί.
Τελικά θα γνωρίσουν πικρή ήττα στο Franchi, αφού ο Ρόμπσον κλειδώνει εντελώς τον Ρανιέρι και η «Μπάρσα» κάνει περίπατο με ένα άνετο 0-2. Ο Τσέκι Γκόρι δεν ανέχεται το underachieve και τη μόνιμη εναλλαγή κρύου-ζεστού υπό τη διαχείριση Ρανιέρι και τερματίζει τη συνεργασία.
Ο καλός Κλάουντιο όμως έχει ήδη προλάβει να φτιάξει το όνομά του στην Ισπανία, αφού εκείνο το 1-1 στο Camp Nou είχε εντυπωσιάσει τους πάντες.
Έτσι, παρότι άνεργος το καλοκαίρι, αποδέχεται αμέσως την πρόταση της Βαλένθια που απολύει τον Βαλντάνο μετά από τρεις αγωνιστικές με ισάριθμες ήττες και μετακομίζει στην ανατολική ακτή της Ισπανίας.
Θα τερματίσει ένατος, κερδίζοντας τη συμμετοχή στο Κύπελλο UEFA μέσω του Intertoto, θα έχει την ευκαιρία να χτίσει τη “δική του” ομάδα, όπως ζητά από τον Πρόεδρο.
Απελευθερώνει την ομάδα, επιβεβαιώνει πως είναι μια μοναδική περίπτωση προπονητή-ψυχολόγου, είναι ένας άνθρωπος που αποφορτίζει τους ποδοσφαιριστές και μεταδίδει ένα σπάνιο πέπλο ηρεμίας πάνω από την ομάδα.
Όντως η Βαλένθια υπό την καθοδήγησή του θα κάνει μια θαυμάσια σεζόν, θα αποκλειστεί από την Λίβερπουλ στη φάση των «16» του UEFA, αλλά αφ’ ενός θα κατακτήσει την τέταρτη προνομιούχο θέση για την έξοδο στο Champions League και αφ’ ετέρου θα κατακτήσει το Copa Del Rey στον Τελικό με την Ατλέτικο, σκορπίζοντάς την με 3-0.
Αυτή τη νίκη θα κεφαλαιοποιήσει για να τον προσλάβει η ίδια η Ατλέτικο την επόμενη σεζόν, λίγο πριν κλείσει τα 50 του χρόνια.
H σεζόν στη Μαδρίτη είναι καταστροφική, οι «Colchoneros» παλεύουν για τη σωτηρία, ο Χέσους Χιλ, ιδιόρρυθμος και παρορμητικός γαρ, δεν αργεί να τον απολύσει, όταν ο κόμπος φτάνει στο χτένι μετά από τον αποκλεισμό και στο UEFA από τη γαλλική Λανς.
Μένει και πάλι άνεργος αλλά με το χαμόγελο στα χείλη, διότι έχει φτιάξει το όνομά του, στην πατρίδα του είναι αγαπητός και πλέον έχει τη δυνατότητα να επιλέγει εκείνος τις δουλειές που θέλει να αναλάβει.
Το Σεπτέμβριο του 2000 τον καλεί η Τσέλσι, είναι η πρώτη του επαφή με το αγγλικό ποδόσφαιρο που αποτέλεσε και το κισμέτ του. Είναι ο προπονητής της τελευταίας προ Αμπράμοβιτς εποχής, ο άνθρωπος με τον οποίο η Τσέλσι «ιταλοποιείται» πλήρως μετά την εποχή Τζανλούκα Βιάλι, μια ιστορία που ανέκαθεν συγκινούσε στο μεγάλο νησί.
Τον Ιούνιο του 2003, ο Μπέητς σπάει τα κοντέρ πωλώντας την ομάδα με 140 εκατ. στερλίνες στο Ρώσο μεγιστάνα, Ρόμαν Αμπράμοβιτς, και ο Ρανιέρι γίνεται και ο πρώτος προπονητής της νέας εποχής.
Δεν είναι κακό το πέρασμά του από τους «Blues», απεναντίας, θα μακροημερεύσει στον πάγκο τους, συμπληρώνοντας 199 παιχνίδια με κορυφαίες του στιγμές τον ημιτελικό στο Champions League και τη δεύτερη θέση στην Premiership, αμφότερες τη σεζόν 2003-2004.
Ο Αμπράμοβιτς όμως δεν τα βρίσκει μαζί του, για τον πάγκο της Τσέλσι θέλει το καλύτερο δυνατό και εκείνη την εποχή όλη η Ευρώπη χόρευε σε ρυθμούς Μουρίνιο. Απολύεται αλλά και πάλι αποχωρεί σαν φίλος, παρά το (πολύ) μπρούσκο της απομάκρυνσής του.
Ο Ιταλός είναι πια ένα hot όνομα στην ευρωπαϊκή αγορά με υψηλό κασέ, απαιτήσεις, δικό του δίκτυο manager, ένα ευυπόληπτο μέλος της ελίτ των προπονητών.
Η επιλογή να επιστρέψει στην Βαλένθια τον Ιούνιο του 2004, αντικαθιστώντας τον σούπερ επιτυχημένο Ράφα Μπενίτεθ, αποδεικνύεται η λιγότερο ενδεδειγμένη. Η πορεία του στην Βαλένθια είναι καταστροφική, επιβεβαιώνει το μόνιμο μότο της καριέρας του που είναι πια το «μια κρύο-μια ζέστη».
Αντέχει ένα σκάρτο εξάμηνο στις «Νυχτερίδες», ο αποκλεισμός από την Στεάουα στο UEFA είναι αδύνατον να μεταβολιστεί. Είναι η πρώτη φορά που δοκιμάζεται στην καριέρα του, η πρώτη φορά που τα αρνητικά σχόλια είναι πολύ περισσότερα από τα θετικά.
Ορισμένοι τον αποκαλούν ξεπερασμένο, άλλοι απλώς δημοσιοσχετίστα, οι πιο μετριοπαθείς έναν καλό προπονητή που όμως θέλει τους πλανήτες μαζί του.
Οι πιο κυνικοί κάνουν λόγο για έναν προπονητή του μέσου όρου και όχι τόσο μεγάλο όσο πλασαρίστηκε.
Έρεισμα έχει πια μόνο στην πατρίδα του, αλλά από μικρές δουλειές στην Ιταλία προτιμά να απολαμβάνει τα χρήματα του συμβολαίου του από την Βαλένθια, η οποία αναγκάζεται να τον πληρώνει καθ’ όλη τη διάρκεια του τριετούς συμβολαίου του.
Θα χρειαστεί να περάσουν δύο χρόνια για να ξανακαθίσει σε πάγκο.
Μετά από μια δεκαετία επιστρέφει στην Ιταλία, όπου τον κάλεσε ο Τομάζο Γκιράρντι το Φεβρουάριο του 2007 για να αντικαταστήσει εν μέσω της περιόδου τον Στέφανο Πιόλι στην Πάρμα.
Σαν να μην πέρασε μια μέρα, ο Ρανιέρι βρίσκει όλους τους παλιούς φίλους, έχει τον αέρα του “Ευρωπαίου” σε μια Ιταλία που μαστιζόταν από το σκάνδαλο calciopolis και προσπαθούσε να ξαναστήσει το ποδόσφαιρο στα πόδια του.
Ο Ρανιέρι ξαναγίνεται αμέσως ο παλιός καλός Κλάουντιο, τόσο που τον Ιούνιο του 2007 αφήνει τους «Parmensi» στα κρύα του λουτρού και ανακοινώνει ότι θα συνεχίσει στην Γιουβέντους, «γιατί είναι αδύνατον να πεις όχι στη “Γιούβε”».
Αντικαθιστά τον Ντιντιέ Ντεσάν και αποτελεί το πρόσωπο του νέου ξεκινήματος στη Serie A, τη σεζόν που η «Γιούβε» επιστρέφει.
Τερματίζει τρίτος, αποκλείει την Αρτμέντια Μπρατισλάβας το καλοκαίρι και επιστρέφει με τη Γιουβέντους στο Champions League. Κερδίζει δύο φορές τη Ρεάλ, νικά τη Μίλαν, τη Ρόμα, αλλά η ομάδα πηγαίνει ασθμαίνοντας.
Γίνεται ο προπονητής της ισοπαλίας, μετά από ένα αρνητικό σερί επτά αγώνων χωρίς νίκη (έξι ισοπαλίες και μία ήττα) η διοίκηση των «Bianconeri» μετά από τρομερές πιέσεις του κόσμου αποφασίζει να τον απομακρύνει από τον πάγκο, για να μην χαθεί και η δεύτερη θέση. Είναι η πρώτη φορά που αποχωρεί με πικρό χαμόγελο.
Το όνομά του όμως μετράει ακόμη, ειδικά στη Ρώμη που αναζητούν μονίμως “ρεβάνς” από τη Γιουβέντους, είναι κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτος και, όταν ο Λουτσιάνο Σπαλέτι ξεκινά με δύο ήττες, ο Κλάουντιο είναι το πρώτο φαβορί.
Πράγματι, αναλαμβάνει την Ρόμα, με σαφή εντολή να κατακτήσει τίτλο και να “αποσπαλετοποιήσει” την ομάδα.
Την πορεία του στην Ρόμα την παρακολούθησα πιο κοντά από κάθε προηγούμενη.
Τον Ρανιέρι στην αρχή τον αγαπούσε και το γήπεδο λόγω του θυμικού, πολύ γρήγορα όμως το κοινό άρχισε να αναπολεί το ποδόσφαιρο του Σπαλέτι. Έμεινε σχεδόν μια διετία, αποθεώθηκε από τον Τύπο, όταν έθεσε εκτός ομάδας τα δύο τοτέμ, Τότι και Ντε Ρόσι, τα αποτελέσματα όμως της ομάδας ήταν, όπως πάντα, μια κρύο μια ζέστη.
Νίκη στο τοπικό ντέρμπι με την Λάτσιο, αποκλεισμός στο UEFA από τον Παναθηναϊκό με δύο ήττες και έξι γκολ παθητικό. Έφτασε κοντά παντού, αλλά δεν κατέκτησε τίποτα.
Όπως πάντα, η παρουσία του έχει διττή ανάγνωση. Τερμάτισε δεύτερος με 80 βαθμούς (τους περισσότερους στην ιστορία της Ρόμα), αλλά έχασε ένα Πρωτάθλημα που δεν χανόταν.
Απολύθηκε μετά από ένα ντροπιαστικό 4-3 στο Marassi, όταν από 0-3 στο ημίχρονο έχασε με 4-3 από μια πολύ μέτρια ομάδα. Είχε χάσει τα αποδυτήρια, κοιτούσε τη δημόσια εικόνα του, έδινε την εντύπωση πως είναι περισσότερο σχολιαστής παρά προπονητής.
Πήγε για λίγο στην Ίντερ να αντικαταστήσει τον Γκασπερίνιτο, τον Σεπτέμβριο του 2011, ήταν τόσο κακός που τον αντικατέστησε ο Στραματσόνι, ο προπονητής που σχεδόν κατέστρεψε τον Παναθηναϊκό.
Το άστρο του είχε αρχίσει να δύει, πλέον δεν υπήρχε χώρος ούτε στην Ιταλία για εκείνον, μέχρι που μια συζήτηση του Ρόμαν Αμπράμοβιτς με τον έτερο μεγιστάνα και ιδιοκτήτη της Μονακό, Ντιμίτρι Ριμπολόβλιεφ, τον έφεραν στο Πριγκιπάτο.
Ξανά από την αρχή, στα 61 του και με την αύρα του κοσμοπολίτη, καλείται να προβιβάσει τη Μονακό στην πρώτη κατηγορία με προίκα τα δισεκατομμύρια του Ριμπολόβλιεφ.
Του ταίριαξε το Μόντε Κάρλο. Παντελής απουσία πίεσης, ατμόσφαιρα ελιτίστικη, μια λίγκα “δεύτερης” ταχύτητας στην Ευρώπη.
Παρά τις εκτυφλωτικές μεταγραφές του μεγιστάνα, η Μονακό δεν μπορεί να τα βάλει, όπως αναμενόταν, με την Παρί.
Η σεζόν της δεν είναι κακή, αλλά δεν είναι και καλή, τηρουμένων των αναλογιών. Θα απολυθεί έναν χρόνο πριν τη λήξη του συμβολαίου του με τη στάμπα του αδιάφορου και ξεπερασμένου.
Κάπου εκεί ξεκινά η συνωμοσία των πλανητών…
Ήταν τέλη Ιουλίου του 2014, όταν ο τότε Πρόεδρος της ΕΠΟ, Γιώργος Σαρρής, παρουσίαζε τον 63χρονο Κλάουντιο Ρανιέρι στο ελληνικό κοινό.
Εμφανίστηκε με αύρα Μόντε Κάρλο και κλήθηκε να οδηγήσει μια ομάδα που είχε μάθει να πορεύεται με τους νόμους και τους κανόνες του πατερούλη Φερνάντο Σάντος.
Η παρουσία του στην Εθνική γνωστή και μη εξαιρετέα, με αποκορύφωμα την ήττα από τα νησιά Φερόε στο Καραϊσκάκης.
Στην Ελλάδα αποδομήθηκε πλήρως, κατηγορήθηκε δικαίως και αδίκως για πολλά, κυρίως επειδή έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα σε όλη του την καριέρα, “τηρούσε τις ισορροπίες”.
Η ζωή όμως παίζει πολύ περίεργα παιχνίδια και αυτό που στην Ελλάδα δεν κόλλησε ποτέ, δηλαδή η απολιτίκ προσέγγισή του και η εναπόθεση στη μοίρα, έγινε το κοράνι στο King Power του Λέστερ.
Ο Ρανιέρι παρέλαβε μια ομάδα με στόχο να σωθεί, επί μία εβδομάδα στην προπόνηση δεν είχε καν μιλήσει σε ποδοσφαιριστή, δεν είχε δώσει την παραμικρή εντολή, τους άφηνε απλώς να δείξουν τι ξέρουν. Ο προπονητής της ψυχολογίας πήγε σε μια ομάδα γεμάτη με παίκτες που είναι μια ιστορία ο καθένας μόνος του, που έχρηζαν διαχείρισης από επαγγελματίες του είδους.
Ο Ρανιέρι ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση την κατάλληλη στιγμή. Εάν αυτό δεν είναι συνωμοσία πλανητών, τότε ειλικρινά πρέπει να επαναπροσδιοριστεί ο όρος. Όλοι έμειναν καταγοητευμένοι από «το παραμύθι της Λέστερ» που έκανε το απίθανο και κατέκτησε το Πρωτάθλημα, ξεκινώντας με στόχο να σωθεί.
Ο Ρανιέρι δεν έκανε κάποιο μαγικό στο King Power Stadium, δεν μας εξέπληξε με τακτικούς νεωτερισμούς, με προπονητικές αλχημείες και καινούργια κόλπα.
Ήταν αυτός που είναι από τότε που κάθισε στον τσίγκινο πάγκο στο Λαμέτζια Τέρμε, ένας άνθρωπος ήρεμος, πράος, χαμογελαστός, ένας μέτριος που εκμεταλλεύεται τις ελλείψεις και τα προτερήματα των γύρω του.
Είναι κι αυτό ένα τρομερό ταλέντο, μια αδιανόητη ικανότητα να χρησιμοποιείς μια ζεν προσέγγιση για να αντιμετωπίσεις το οτιδήποτε, αρκεί να επιτύχεις το σκοπό σου. Ο Ρανιέρι πάντα θα είναι ο προπονητής που στα 65 του χρόνια κατέκτησε την Premier League με μια ομάδα “εργατών” που δεν περίμενε κανένας. Και το έκανε σημειολογικά μια μέρα μετά τη workers day στο νησί για να περάσει το μήνυμα: μια ομάδα από εργάτες που κέρδισε το τρόπαιο που απευθύνεται (πλέον) στην ελίτ.
Ήταν ένα μάθημα και για τον ίδιο που από ένα σημείο κι έπειτα στην καριέρα του θεωρούσε εαυτόν μέλος της ελίτ και συμπεριφερόταν ανάλογα.
Ο Πόντιος Πιλάτος του ποδοσφαίρου έγινε Βασιλιάς της Αγγλίας, το όνομά του ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο κι όλα αυτά χωρίς να κάνει τίποτα. Ή μάλλον έκανε.
Πίστεψε στη δύναμη του καθενός και στην ανάγκη για προσωπικές αποδείξεις. Έτσι προέκυψε το απίθανο επίτευγμα της Λέστερ και έτσι πρέπει να μείνει στην ιστορία.
Οποιοσδήποτε άλλος στη θέση του μετά από ένα τέτοιο θαύμα θα αποχωρούσε. Εκείνος παρέμεινε και έζησε και την αποκαθήλωσή του.
Απολύθηκε σχετικά πολύ σύντομα, γεγονός που πιθανόν καταδεικνύει και το μερίδιο που του αναλογεί στο θυμικό των Άγγλων για «το παραμύθι της Λέστερ».
Ο -πολύ κοντά στη σύνταξη- Κλάουντιο κεφαλαιοποίησε ξανά την επιτυχία, βρήκε δουλειά στη Γαλλία και την Ναντ, ξανά με πενιχρά αποτελέσματα.
Τον Νοέμβριο του 2018 και όντας άνεργος κάποιους μήνες, αντικατέστησε προσωρινά και τον Σλάβισα Γιοκάνοβιτς στην Φούλαμ, επιστρέφοντας στην αγαπημένη του Premiership. Και εκεί ο απολογισμός ήταν αρνητικός.
Επέστρεψε στην πατρίδα του, ένα τελευταίο “ωσαννά” στη Ρόμα, για να μασκαρευτεί η αδυναμία της ιδιοκτησίας να στηρίξει το πείραμα Ντι Φρανσέσκο.
Κι αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ιδανικό κλείσιμο καριέρας, ο Κλάουντιο όμως θεωρούσε εαυτόν ικανό και ακμαίο.
Όταν έγινε αντιληπτό ότι η Ρόμα δεν προτίθετο να τον ανανεώσει, ανακοίνωσε ο ίδιος ότι ήταν υπηρεσιακός και αποχώρησε (ξανά) χαμογελαστός.
Οι σχέσεις με τη Ρώμη άλλωστε πρέπει να παραμείνουν αδιάρρηκτες.
Happy birthday, Claudio Ranieri! 💛❤️
When the Curva Sud paid tribute… 😢
'𝐼𝑛 𝑎 𝑚𝑜𝑚𝑒𝑛𝑡 𝑜𝑓 𝑛𝑒𝑒𝑑, 𝑦𝑜𝑢 𝑎𝑛𝑠𝑤𝑒𝑟𝑒𝑑 𝑡ℎ𝑒 𝑐𝑎𝑙𝑙. 𝑁𝑜𝑤, 𝑟𝑒𝑐𝑒𝑖𝑣𝑒 𝑡ℎ𝑒 𝑎𝑝𝑝𝑟𝑒𝑐𝑖𝑎𝑡𝑖𝑜𝑛 𝑜𝑓 𝑦𝑜𝑢𝑟 𝑝𝑒𝑜𝑝𝑙𝑒.' #ASRoma pic.twitter.com/87DZ8VbG9f
— AS Roma English (@ASRomaEN) October 20, 2020
Η πρόσληψή του από την Σαμπντόρια, με διετές συμβόλαιο τον Οκτώβριο του 2019, ήταν έκπληξη για τους μη υποψιασμένους. Έμεινε σχεδόν δυο χρόνια στο Marassi, την πρώτη σεζόν έσωσε δύσκολα τους «Blucerchiati», τη δεύτερη κατέκτησε μια τιμητική ένατη θέση, επιτυχία που του έδωσε το δικαίωμα να απαιτήσει νέο, βελτιωμένο συμβόλαιο, λίγο πριν κλείσει τα 70 του χρόνια.
Η διοίκηση των Γενοβέζων δεν ενέδωσε και ο καλός Κλάουντιο ανακοίνωσε ότι αποχωρεί. Πάντα “σαν φίλος”, αφήνοντας ωστόσο το ποτήρι είτε μισογεμάτο είτε μισοάδειο, πάντοτε αναλόγως την οπτική.
Τον Οκτώβριο του 2021 τον κάλεσαν και πάλι πίσω στην Αγγλία. Το όνομά του στο Νησί “μετράει” ακόμη, όταν η Γουότφορντ απέλυσε τον Σίσκο Μουνιόθ η επιλογή παραήταν εύκολη προκειμένου να σωθεί η σεζόν.
Παρουσιάστηκε χαμογελαστός στους δημοσιογράφους, μιλούσε σχεδόν μια ώρα χωρίς να πει τίποτα. Πιο πολύ με χορηγό θετικής ενέργειας έμοιαζε, παρά με συνειδητοποιημένο προπονητή που αναλαμβάνει “αποστολή αυτοκτονίας”.
Αυτός είναι όμως ο Ρανιέρι. Καλόβολος, ελαφρώς υπερφίαλος και πρόθυμος για νέες εμπειρίες ακόμα και στη δύση της καριέρας του.
Συνειδητοποιημένος πια ότι η ζωή είναι μια κρύο μια ζέστη, αντιλήφθηκε από πολύ νωρίς ότι η ζωή θα ήταν πολύ δύσκολη, αν ήταν γεμάτη νεωτεριστές και μεγαλοφυΐες.
Όπως λέει και αστειευόμενος, «οι περισσότεροι τον καφέ τους τον πίνουν γρήγορα. Και 8/10 είναι μέτριος».
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro