«Άγγελος και Διάβολος». Του ίδιου του άρεσε το «Μότσαρτ», το είχε κατοχυρώσει, γιατί πιο πάνω στη μουσική δεν έχει, καλύτερος δεν υπήρχε.
Για μένα, προσωπικά, είναι σκέτο «Ντράζεν», γιατί ο νους μου πηγαίνει αμέσως σε εκείνον, είναι μια από τις παρακαταθήκες που άφησε, να συνδέεται άμεσα το μικρό του όνομα με το μεγαλείο του.
Έτσι λέμε για τους δικούς μας ανθρώπους. Έφυγε.
Και ο Ντράζεν Πέτροβιτς, στο δικό μου μπασκετικό σύμπαν, είναι δικός μας, τον γνωρίζαμε, τον ζήσαμε, τον λατρέψαμε, τον βρίσαμε, ακριβώς όπως θα κάναμε με έναν (πολύ) δικό μας άνθρωπο.
Όχι μόνο επειδή ξεχώριζε με το απύθμενο ταλέντο του ή επειδή ανήκει στο πάνθεον των immortals, αλλά για τις ιστορίες που θυμάται καθένας μας γι’ αυτόν και εξακολουθούμε να τις διηγούμαστε στους νεοτέρους.
Έχουμε ιστορίες για το επικό παιχνίδι στο ΣΕΦ με τη φανέλα της Ρεάλ, για τις δύο ήττες το 1987 και τη φωτογραφία με τον Γκάλη, για το κοινό μυστικό ότι θα τον θαυμάζαμε στα ελληνικά παρκέ, για τον προκλητικό τρόπο παιχνιδιού του, για την αδικία που βίωσε στο ΝΒΑ και αισθανόμασταν ότι αφορούσε σε δικό μας παίκτη, για τις ραψωδίες του, για τις μοναδικές παραστάσεις του και στην Ευρώπη και στην Αμερική, για τα δάκρυα του Στόγιαν και του Βλάντε, διάολε, όταν ειδικά με τον δεύτερο οι περιστάσεις επέτασσαν να είναι εχθροί, να μην μιλιούνται, να αλληλοβρίζονται.
Είναι τέτοια η πληθώρα των στοιχείων που αφορούν και στην αθλητική και στην προσωπική ζωή του, ώστε είναι τρομερά ανέντιμο από έναν άνθρωπο που τον λάτρευε να εμμείνει στην ψυχρή ημερομηνία του χαμού του.
Σαν σήμερα, ναι. Αλλά δεν είναι αυτό που πρέπει να θυμόμαστε.
Γιατί η ιστορία του «Διαβόλου» από το Σίμπενικ γοητεύει ακόμα και εκείνους που δεν τον θαύμασαν στο παρκέ, που δεν έχουν παρακολουθήσει έστω ένα παιχνίδι του από κοντά.
Είναι ένας από τους ελάχιστους Ευρωπαίους προφήτες του σπορ που καθόρισαν το μέλλον του, που ξεπέρασε τα όρια και αποφάσισε να δοκιμάσει εκεί όπου όλοι απέτυχαν, προτού οι πόρτες ανοίξουν ορθάνοιχτα για τον κάθε πικραμένο.
Στο Σίμπενικ γεννήθηκε, 24 Οκτωβρίου του ’64. Η Γιουγκοσλαβία ήταν ακόμα ενωμένη, μόλις έμπαινε στη χρυσή δεκαετία του Τίτο, με τη βιομηχανική ανάπτυξη και την οικονομική ευμάρεια.
Ήσυχη οικογένεια, η βιβλιοθηκάριος Μπίσερκα, ο αστυνομικός Γιόλε, ο αδελφός Άζα.
Από πιτσιρίκος, το αγόρι με τα σγουρά μαλλιά ήταν αυτό που σήμερα θα μας άρεσε να χαρακτηρίσουμε «δύσκολο παιδί».
Χαρακτήρας κλειστός, τάσεις αντικοινωνικότητας, σχεδόν αγοραφοβίας.
Πεισματάρης, εμμονικός με ό,τι καταπιανόταν, όσο μεγάλωνε τα ελαττώματά του είτε τα λίμαρε είτε τα έκρυβε πάρα πολύ καλά.
Η παιδική του ηλικία είναι φυσιολογική, ευτυχισμένη θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, αν δεν ήξερε ότι μέσα του γινόταν κάθε μέρα πόλεμος.
Τόσο ανήσυχο ήταν το πνεύμα του που κατόρθωνε από μικρός να μασκαρέψει τη συναισθηματική του κατάσταση, το εσωτερικό χάος που προς τα έξω αντικατοπτριζόταν με ένα χαμόγελο.
Ήταν ανέκαθεν ειρωνικό αυτό το χαμόγελο, δεν ήταν επίκτητο, δεν ήρθε πακέτο με το ταλέντο και την ανωτερότητα στα παρκέ.
Ακόμα και το μπάσκετ κατά τύχη το ακολούθησε, προέκυψε. Έγινε αγαπημένη του ασχολία, μόνο όταν ήθελε να αποδείξει ότι είναι καλύτερος από το μεγαλύτερο αδελφό.
Μόνο που, κρατώντας την πορτοκαλί μπάλα, το χαμόγελο γινόταν ολοένα και πιο ειλικρινές, το χάος τακτοποιούνταν, τα μάτια του Ντράζεν έλαμπαν. Ο ίδιος είχε πει ότι είναι η ζωή του. Ακόμα και αν δεν έβγαζε χρήματα απ’ αυτό, θα ήταν η ζωή του.
Κάθισε και μέτρησε τα σημάδια, τα ταξινόμησε στο μυαλό του: το πρώτο ότι το γήπεδο ήταν κοντά στο σπίτι. Ανακατευόταν ακόμα και με τα μεγαλύτερα παιδιά, με λαχτάρα υπέμενε το βαρετό σχολείο για να επιστρέψει σπίτι και να παίξει μπάσκετ.
Εκεί περνούσε τις περισσότερες ελεύθερες ώρες του, μάλιστα πιο πολύ απ’ όλα δεν του άρεσαν ούτε τα “μονά” με τους μεγαλύτερους, ούτε οι κόντρες με τον Άζα, ούτε οι φοβερές μάχες “γειτονία vs γειτονιά”.
Ο Ντράζεν λάτρευε να μένει ολομόναχος στο γηπεδάκι και να κάνει σουτ. Μόνος του, με τις σκέψεις του, εκείνος, η μπάλα και το καλάθι. Δοκίμαζε κάθε θέση, μέρα παρά μέρα και από μεγαλύτερη απόσταση. Ήθελε στο τέλος κάθε εβδομάδας να βελτιώνει το ρεκόρ του στα εύστοχα σουτ, μπορούσε να μείνει και έξι και επτά ώρες στο γήπεδο να κάνει σουτ.
Όταν πρωτοξεκίνησε στη Σιμπένκα, χωρίς ακόμη να έχει βγάλει δελτίο, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ζητήσει από τον επιστάτη του κλειστού ένα αντικλείδι. Κάθε μέρα ξυπνητήρι στις 06:00, ούτε εφηβικά “λίγο ακόμα”, ούτε μαξιλάρι στο κεφάλι και “δεν πειράζει, αύριο”. Όρθιος. Στεγνός. Έτοιμος. Σορτσάκι, φανέλα, μποτάκια και ταξίδι.
Έτσι το έβλεπε, ένα ταξίδι ήταν, μια αποθέωση της λεπτής γραμμής μεταξύ μοναχικότητας και μοναξιάς.
Νεύρα με τον εαυτό του, στους υπολοίπους το χαμόγελο, το γνωστό χαμόγελο, αυτό που δεν μπορούσες να καταλάβεις εάν σε ειρωνεύεται, σε οικτίρει ή σε επιδοκιμάζει. Έκπληκτοι τον είδαν στη Σιμπένκα να εμφανίζεται στα 14 του στις προπονήσεις της πρώτης ομάδας.
Γελούσε ο Μόκα Σλάβνιτς με το θράσος του μικρού, έναν χρόνο αργότερα είχε τηλεφωνήσει σε όποιον άνθρωπο του μπάσκετ γνώριζε για να μοιραστεί τη χαρά του για τον επόμενο μεγάλο Γιουγκοσλάβο μπασκετμπολίστα.
Στα 15 τον είχε ήδη στην πρώτη ομάδα. Όχι βοηθητικό, όχι για τις προπονήσεις. Έπαιζε. Κανονικά. Και μάλιστα είχε και την απαίτηση να είναι ο ηγέτης της ομάδας.
Οι μεγαλύτεροι δεν ενοχλούνταν, του “έβγαιναν” του μικρού, παραλίγο να οδηγήσει την ομάδα στην κατάκτηση του Korać κόντρα στη μεγάλη Λιμόζ το 1981-1982 και το 1982-1983.
Ήταν ο μόνος που έφερε τόσο βαριά την ήττα, που κάθισε και δούλεψε τόσο πολύ το επόμενο καλοκαίρι για να γίνει καλύτερος.
Θα παρατηρήσατε ότι πλην Σλάβνιτς -στον οποίον πιστώνεται η τόλμη να τον συμπεριλάβει στην πρώτη ομάδα από αμούστακο παιδί- δεν έχουν αναφερθεί άλλοι προπονητές. Γιατί προπονητής του Ντράζεν ήταν ο εαυτός του.
Ο αυστηρότερος κριτής του ήταν ο εαυτός του, όλα ήταν προϊόν εσωτερικής αναζήτησης και αξιολόγησης προτεραιοτήτων.
Τα έβαζε με τον εαυτό του που μια ομάδα όπως η Σιμπένκα δεν σήκωσε το Korać απέναντι σε μια ομάδα με τεράστια παράδοση και ιστορία στο μπάσκετ όπως η Λιμόζ.
Από μόνη της η επιτυχία των δύο συνεχόμενων Τελικών της Σιμπένκα είναι αντικείμενο για συγγραφή βιβλίου, για τον Ντράζεν των 18 ετών ήταν κεφαλαιώδης αποτυχία, απαράδεκτη, καθότι οπαδός του δόγματος «το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού».
Όσοι τον βλέπουν στο παρκέ -οι οποίοι σιγά-σιγά ολοένα και πληθαίνουν- κάνουν λόγο για ένα ταλέντο που δεν είχαν ξαναδεί, κυρίως εστιάζουν στην προσήλωση και το πάθος.
Ο Ντράζεν είναι ένα πρώτο βιολί που συμπεριφέρεται σαν στρατιώτης, σκέφτεται σαν Στρατηγός και παθιάζεται σαν Λοχίας.
Εξακολουθεί να ηρεμεί, μόνο όταν μένει μόνος. το δικό του mantra και η ολοκλήρωσή του έρχονται, μόνο όταν βρίσκεται ενώπιον των δαιμόνων του.
Θεωρεί απόλυτα φυσιολογική την πρόταση της Τσιμπόνα το καλοκαίρι του 1984.
Όχι επειδή εκεί βρίσκεται ήδη ο Άζα που επίσης έγινε μπασκετμπολίστας. Επειδή ο Ντράζεν το αξίζει.
Ο Άζα θα γίνει απλώς ένας συμπαίκτης ακόμα, ένα εξάρτημα στο δικό του μονοθέσιο που χαράσσει τη δική του πορεία με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Οι ειδικοί περιμένουν να τον δουν “να προσαρμόζεται”, να εξετάσουν “πώς αντιδρά στις απαιτήσεις μιας μεγάλης ομάδας”, όλες τις κοινοτυπίες των προπονητών και όλων ημών των ειδικών που κρίνουμε με το φτωχό μας το μυαλό, γιατί δεν μπορούμε να διανοηθούμε το υπέρλογο: 43.3 πόντοι μέσος όρος.
Στη χρονιά “προσαρμογής”, στο “τακτικό μπάσκετ”, στις “σύνθετες άμυνες”. Πρωταθλητής.
Εναντίον της Ολίμπια Λουμπλιάνα σταματάει στους 112. Δεν είναι τυπογραφικό, δεν είναι πλάκα, δεν «είχε γενέθλια», όπως έλεγε κάποτε ο Ιωαννίδης.
Σκοράρει 112, με 10/20 τρίποντα, 30/40 δίποντα, 22/22 βολές.
Οι συμπαίκτες του δεν τον ενόχλησαν, καταλάβαιναν πότε ο Ντράζεν χανόταν στη νιρβάνα του, έκαναν στην άκρη και το απολάμβαναν κι εκείνοι. Είναι μεγάλο κρίμα που από εκείνο το παιχνίδι δεν έχει διασωθεί ένα video.
Καλύτερα όμως έτσι, οι μύθοι διαδίδονται από στόμα σε στόμα.
Η Τσιμπόνα, πριν πατήσει το παρκέ του Dom Sportova ο «Διάβολος», δεν είχε νίκη στην Ευρώπη. Από την άφιξή του κι έπειτα, πήρε τρία συνεχόμενα Ευρωπαϊκά.
Πρωταθλητριών το 1985 κόντρα στη Ρεάλ με τον Νοβοσέλ στον πάγκο, Πρωταθλητριών το 1986 κόντρα στη Ζάλγκιρις με τον Παβλίτσεβιτς (ναι, τον Παβλίτσεβιτς), Κυπελλούχων το 1987 εναντίον της Σκαβολίνι πάλι με τον Νοβοσέλ.
Χώρια τα τρία Νταμπλ και το ένα Πρωτάθλημα.
Μόνο δύο τίτλοι του ξέφυγαν του αθεόφοβου κι όμως εκείνος πιο πολύ χάρηκε με το γραμμάτιο στη Λιμόζ το 1986 (51 πόντοι με επτά συνεχόμενα τρίποντα και 10 ασίστ) παρά με τους εγχώριους τίτλους.
Είναι η πρώτη φορά που ασχολούνται μαζί του από την άλλη άκρη του Ατλαντικού, το Πόρτλαντ σπεύδει να τον καπαρώσει, τον επιλέγει στον τρίτο γύρο και περιμένει.
Τι περίμεναν οι Αμερικανοί αποτελεί ωστόσο ένα μεγάλο αίνιγμα που μάλλον λύνεται, αν συνυπολογιστούν οι παράμετροι της δυσπιστίας και του Κομμουνιστικού καθεστώτος στην πρώην Γιουγκοσλαβία.
Παρότι η άνοδος σε συλλογικό επίπεδο υπήρξε αλματώδης, είναι επιτακτική ανάγκη να τονιστεί και η Εθνική ομάδα ως σημαντικότατος παράγων της “διαβολικής εξίσωσης”.
Πρώτον και κύριον, ο Ντράζεν ήταν μέλος “εκείνης” της Γιουγκοσλαβίας, της καλύτερης φουρνιάς όλων των εποχών. Και κολλητός φίλος κυρίως ενός από τα υπόλοιπα μέλη εκείνης της απίστευτης ομάδας, του Βλάντε Ντίβατς.
Έχει μεγάλη σημασία για την ανθρωπογεωγραφία του φαινομένου Ντράζεν ο εκ Σερβίας ορμώμενος Ντίβατς.
Αναζητείστε και δείτε το ντοκιμαντέρ «Once Brothers». Θα καταλάβετε πολλά για τη σχέση Βλάντε-Ντράζεν. Παρόμοια ιδιοσυγκρασία, κατ’ εντολήν Τσόσιτς στο ίδιο δωμάτιο, ο καθένας βυθισμένος στις σκέψεις του να ταξιδεύει.
Ο Ντράζεν κατ’ επιλογήν και λόγω μοναχικότητας, ο Βλάντε επειδή κι εκείνος είναι μια ιστορία από μόνος του. Κόλλησαν αμέσως, ο Ντίβατς είναι ουσιαστικά ο πρώτος φίλος του Ντράζεν Πέτροβιτς, συνεννοούνται με το βλέμμα, είναι θέμα χημείας.
Το δίδυμο Πέτροβιτς-Ντίβατς είναι το πιο ακραιφνές παράδειγμα των «Εκλεκτικών Συγγενειών» του Γκαίτε, οι δεσμοί που ενώνουν μεταξύ τους ορισμένα χημικά στοιχεία, μεταφέρονται στο σαγηνευτικό αλλά και τρομακτικό πεδίο των ανθρώπινων σχέσεων.
Τρομακτικό πεδίο, διότι ο επίλογος αυτής της φιλίας δεν είναι καθόλου διασκεδαστικός.
Η Εθνική ήταν παλιά ιστορία για τον Ντράζεν, είχε περάσει από όλα τα εθνικά κλιμάκια, το ένιωθε σαν πατριωτικό καθήκον (γεννημένος Κροάτης, αλλά με σέρβικη καταγωγή), ήταν ένα εθνικό σημείο επαφής του εαυτού του με την εν γένει σταδιοδρομία του, γεγονός πολύ σημαντικό για τη μετέπειτα συμπεριφορά και ψυχοσύνθεσή του.
Τα μετάλλια στις μικρές Εθνικές δεν του έλειψαν ποτέ, αντιθέτως είχε συλλέξει ό,τι μετάλλιο κυκλοφορούσε (μεταξύ των οποίων δύο Χρυσά και έναν τίτλο MVP το 1982 με τη Νέων), το ντεμπούτο του το πραγματοποίησε στο Euro του 1983 με 13.4 πόντους μ.ο. αλλά τη Γιουγκοσλαβία έβδομη.
Το 1984 έρχεται και το ντεμπούτο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες. Η Γιουγκοσλαβία κατακτά το Χάλκινο, ο Ντράζεν έχει ανεβάσει την παραγωγικότητά του στους 17.5 πόντους.
Το 1985, εκ νέου στο Euro, οι πόντοι γίνονται 25.1 και το 1986 στο Παγκόσμιο της Ισπανίας έρχεται η καταξίωση: MVP και πρώτος σκόρερ με 25.2 πόντους, πάνω απ’ όλα πρωταγωνιστής στον αγώνα με “εκείνο το λεπτό” εναντίον των Σοβιετικών.
Στη γένεση του ελληνικού μπάσκετ, στο Ευρωμπάσκετ του 1987, οι πόντοι πέφτουν στους 22, το μετάλλιο είναι Χάλκινο και πάλι, αλλά, όπως θα πει ο ίδιος, το 1987 δεν υπήρχαν άλλοι μπασκετμπολίστες στην Ευρώπη, μόνο ο Γκάλης.
Το Ευρωμπάσκετ της Αθήνας ήταν η πρώτη φορά που τον είδα από κοντά, που τρελάθηκα με την αναίδεια, τη γλώσσα έξω, το άναρχο στυλ. Ακόμα και το μαλλί του με ενοχλούσε.
Όταν όμως επετίθετο, όταν είχε τη μπάλα στα χέρια του, σαν να σταματούσε ο χρόνος.
Πιθανόν δεν εκτίμησα όσο έπρεπε αυτό που είχα μπροστά μου, διότι ήταν αδύνατον τότε να συγκεντρωθείς στο οτιδήποτε πέραν του Τζονς και της Εθνικής, από τη στιγμή που ξεκίνησε η ξέφρενη πορεία της.
Μαντέψτε εναντίον ποιου το πιστέψαμε, ποιος μας έδωσε το σθένος να πάμε μέχρι το τέλος. Το θάρρος και την πίστη μάς το έδωσαν οι νίκες με τη Γιουγκοσλαβία. Με τη δική του Γιουγκοσλαβία.
Η αγκαλιά με τον Γκάλη είναι ακόμη τυπωμένη ανάμνηση στο μυαλό μου, ο αλληλοσεβασμός, ο τρόπος που άλλαζε η -κακή και ειρωνική στα μάτια μου- συμπεριφορά του, όταν δίπλα του βρισκόταν κάποιος που στο μυαλό του μπορούσε να θεωρηθεί αθλητής του επιπέδου του.
Έχω την αίσθηση ότι και ο Γκάλης έτσι πρέπει να αισθανόταν, και στην τελευταία του μεγάλη συνέντευξη τον Ντράζεν θυμάμαι να αναφέρει.
Σε κάθε περίπτωση, και επειδή ξεφύγαμε, ούτε η Αθήνα ήταν η γη Χαναάν του Ντράζεν. Η στροφή ήταν στη Σεούλ το 1988: Αργυρό για τη Γιουγκοσλαβία και πρελούδιο των επόμενων ετών. Έκλεισε το τουρνουά με 18.6 μ.ο. και τρεις ασίστ.
Εφόσον η κάνουλα άνοιξε, δεν υπήρχε περίπτωση να ξανακλείσει.
Το Ευρωμπάσκετ του 1989 στο Ζάγκρεμπ ήταν ένα τουρνουά με προδιαγεγραμμένο τέλος. Εμείς κρατάμε το τρίποντο του Φάνη, οι Γιουγκοσλάβοι τις “Συμφωνίες του Μότσαρτ”.
Ακολούθησε το Μουντομπάσκετ του 1990, ο Ντράζεν είναι MVP, σκόραρε 30 μ.ο. (το ρεκόρ των 35 το έκανε με την Ελλάδα) κατέκτησε ακόμα ένα Χρυσό.
Το μέλλον είναι δικό του, είναι των Γιουγκοσλάβων. Μέχρι που έρχεται το μαύρο και η θηριωδία του εμφυλίου.
Το κλίμα στην αγαπημένη του Γιουγκοσλαβία δεν είναι όπως το άφησε. Η υφέρπουσα πολεμική διάθεση αυτονομιστών και φανατικών έχει οδηγήσει τη χώρα στα πρόθυρα του εθνικού μαρασμού, ο εμφύλιος είναι ante portas.
Ο ίδιος, διαισθανόμενος πιθανόν τι έρχεται, έχει μετακομίσει στην Ισπανία, είναι παίκτης της θρυλικής Ρεάλ από το καλοκαίρι του 1988 που όλα έμοιαζαν ιδανικά. Με τη φανέλα της Ρεάλ τον χόρτασα.
Πολλοί είχαμε πάει για εκείνον τότε στο ΣΕΦ για τον Τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων με την Καζέρτα της αποκάλυψης Νάντο Τζεντίλε και του μεγάλου Όσκαρ Σμιντ. Σκόραρε 62, ήταν το ίδιο αναιδής, αλλά αυτή τη φορά μου άρεσε, τον θαύμασα, τον λάτρεψα.
Γίνεται πολύ προσωπική η αφήγηση και είναι άδικη για τους ανθρώπους που δεν το έζησαν από κοντά, αλλά εκείνη την ημέρα ο Ντράζεν έδωσε την εντύπωση πως μπροστά στο ελληνικό κοινό οφείλει να σταθεί στο ύψος των Ολύμπιων Θεών, φορούσε μια πολύ βαριά φανέλα, τη βαρύτερη στην Ευρώπη βάσει τίτλων, μαχόταν για έναν ακόμα μεγάλο τίτλο στην καριέρα του.
Ο καλύτερος Τελικός όλων των εποχών, 119-113 τελικό αποτέλεσμα, 12/14 δίποντα, 8/16 τρίποντα, 14/15 βολές.
Το ρεκόρ των 62 πόντων δεν το έχει σπάσει κανείς έκτοτε σε Τελικό. Είναι εδώ και στοιχειώνει τους επιγόνους του, μας κοιτάζει από ψηλά με τη γλώσσα έξω και το ειρωνικό χαμόγελο.
Προσπάθησα να τρυπώσω στα αποδυτήρια και να πάρω ένα αυτόγραφο, περίμενα και έξω μετά. Δεν τα κατάφερα, δεν τον άγγιξα.
Δεν πειράζει, σκέφτηκα, μικρός είναι ακόμη, θα μου ξαναδοθεί η ευκαιρία πολλές φορές, όταν ξανάρθει στα μέρη μας ή βρεθώ εγώ στα δικά του.
Όταν ανακοινώθηκε, μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου Ισπανίας με τη Ρεάλ, ότι ο Πέτροβιτς αρνήθηκε την προσφορά των 4 εκατ. δολαρίων το χρόνο από τις «merengues» για να δοκιμάσει στο ΝΒΑ, παρά την πίκρα ότι αφήνει τα ευρωπαϊκά γήπεδα, ο κόσμος του μπάσκετ ένιωσε ότι αποκαταστάθηκε μια αδικία.
Εκεί ήταν πάντα η θέση του Ντράζεν. Πολλά χρόνια πριν θα έπρεπε να παίζει με τους καλύτερους, από την τρίτη σεζόν στην Τσιμπόνα ίσως.
Φτάνει στις ΗΠΑ γεμάτος αυτοπεποίθηση, δηλώνει στο «Sports Illustrated» πως δεν τον ενδιαφέρει να (ξανα)πάρει τίτλους στην Ευρώπη, τα έχει όλα, τα έζησε όλα, γνώρισε ακόμα και ήττες, οδυνηρές και καθοριστικές για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ως παίκτης.
Σύμφωνα με τα λόγια του αδελφού του, ο κύριος λόγος που τον ώθησε να εγκαταλείψει την Ευρώπη ήταν η αναζήτηση νέων προκλήσεων, η αναγκαιότητα να ξαναμείνει μόνος με τον εαυτό του, διότι στα ευρωπαϊκά γήπεδα έμενε στάσιμος.
Σίγουρα ζημιώθηκε οικονομικά, θέλει τρομερό κουράγιο να πεις όχι σε εγγυημένο συμβόλαιο 4 εκατ. δολαρίων το 1989, πρόκειται για μια αμοιβή που συναντούσε κανείς μόνο στο NBA.
Προσγειώθηκε στο Πόρτλαντ γεμάτος φιλοδοξίες για να εκπλήξει τους πάντες και με τους Μπλέιζερς.
Εκείνη την εποχή “Ευρωπαίος μπασκετμπολίστας” στο ΝΒΑ ήταν σύντομο ανέκδοτο.
Στο ΝΒΑ τα είχαν καταφέρει μόνο Ευρωπαίοι-προϊόντα του αμερικανικού αθλητισμού.
Ο Γερμανός Ντέτλεφ Σρεμπφ, ο Ολλανδός Ρικ Σμιτς είναι δυο που θυμάμαι πρόχειρα. Οι υπόλοιποι κουνούσαν πετσέτες και αδιαφορούσαν στις προπονήσεις, αφού είτε δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν είτε οι Αμερικανοί δεν τους αποδέχονταν ποτέ.
Και τον Ντράζεν δεν τον είδαν με καλό μάτι, είχε πάει στις ΗΠΑ. με κολλημένη την ταμπέλα του ατομιστή, για τους Αμερικανούς δεν μπορούσε να παίξει shooting guard, δεν είχε τρίπλα και έλεγχο για να γίνει play maker, μοιραία έπρεπε να μοχθήσει διπλά και τριπλά για να τα καταφέρει.
Θα υποστεί πολλά, η συμπεριφορά απέναντί του αγγίζει μέχρι και ρατσιστικές πτυχές, αλλά δεν είναι της παρούσης.
Ο ίδιος ήταν συνηθισμένος να προκαλεί δέος και τον είχαν να κουβαλάει τσάντες στις προπονήσεις, να μαζεύει τα νερά και τα ισοτονικά. Του συμπεριφέρθηκαν όπως σε οποιονδήποτε 22χρονο rookie από state college.
Μόνο που δεν ήταν 22, ήταν 25 και ήταν ο Ντράζεν Πέτροβιτς, διάολε, ο «Μότσαρτ», ο «γιος του Διαβόλου».
Εκτός των άλλων, το Πόρτλαντ ήταν μια ομάδα έτοιμη που θα έφθανε στον Τελικό (έχασε 4-1 από τα «Bad Boys» του Ντιτρόιτ) και στα σχέδια του προπονητή Ρικ Έιντελμαν για το “2” στην πρώτη γραμμή είναι ο Μπάιρον Ίρβιν ή -κατά συνθήκη- ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης εκείνης της ομάδας, ο Κλάιντ «Τhe Glide» Ντρέξλερ.
Ο Ντράζεν παίζει σκάρτα επτά λεπτά σε κάθε παιχνίδι, δεν τον εμπιστεύεται κανείς, παρά την αφοσίωση στις προπονήσεις και την τρομερή δουλειά και δοκιμασία που υποβάλλει τον εαυτό του.
Αποφασίζει να αλλάξει το σώμα του, να προσαρμόσει το ταλέντο του στις απαιτήσεις των Αμερικανών, εξακολουθεί και παίρνει μόνο garbage time, χρόνο σκουπίδι.
Όταν διαπιστώνει πως, ό,τι κι αν κάνει στις προπονήσεις, όσο κι αν σκιστεί για τον Έιντελμαν, δεν αλλάζει απολύτως τίποτα, μοιάζει να κλείνεται ακόμα περισσότερο στον εαυτό του.
Άνθρωποι που τον έζησαν στο Πόρτλαντ μιλούν ακόμη και για κατάθλιψη.
Στήριγμά του είναι μόνο ο Ντίβατς, ο οποίος επίσης έχει μεταβεί στην Αμερική για λογαριασμό των Λέικερς και αντιμετωπίζει το bullying των συναδέλφων του.
Εκείνος όμως παίζει center, είναι ψηλός και χρόνο βρίσκει πολύ πιο εύκολα λόγω χαρακτηριστικών.
Ο Βλάντε τον παρηγορεί, σε αρκετές περιπτώσεις όμως δεν τον αναγνωρίζει. Σηκώνει το τηλέφωνο και τον ακούει να τον ρωτά αν είδε τα στατιστικά, να του λέει «πέτυχα δύο πόντους, καλά πήγα σε αυτό το ματς».
Ο Ντίβατς δεν πιστεύει στ’ αυτιά του, δεν ήταν αυτός ο Ντράζεν που γνώριζε, αυτός δεν ήταν διάβολος, ήταν αρνί.
Μέχρι το μέσον της σεζόν 1990-1991 ο Πέτροβιτς είναι αρνί. Ξαφνικά ξυπνάει, απαιτεί σεβασμό, ειδάλλως απαιτεί να μπει στην transfer list. Η έλευση του Ντάνι Έιντζ στην off season χειροτερεύει τα πράγματα, ο Ντράζεν όμως δεν έχει χρόνο να αξιολογήσει τίποτα, γιατί η κατάσταση στην πατρίδα του είναι δραματική.
Ήδη, από τον Ιούνιο του 1991 που η Σλοβενία ανεξαρτητοποιείται και ξεσπάει ο Πόλεμος των 10 Ημερών, η Γιουγκοσλαβία πνέει τα λοίσθια.
Ο εθνικισμός έχει χτυπήσει κόκκινα, είναι φανερό και από τις κινήσεις του Τούτζμαν ότι και η Κροατία θα ακολουθήσει το δρόμο της Σλοβενίας.
Το όραμα του Τίτο ξεθωριάζει, η Ενωμένη Γιουγκοσλαβία είναι θέμα χρόνου να αποτελέσει παρελθόν και δυστυχώς είναι παραπάνω από βέβαιο ότι δεν θα αποφευχθεί η αιματοχυσία. Η Γιουγκοσλαβία επρόκειτο να αποτελέσει παρελθόν, τουλάχιστον όπως τη γνωρίσαμε όλοι από το 1941 κι έπειτα.
Το κύκνειο άσμα των Γιουγκοσλάβων έρχεται στο Palalottomatica, σε εκείνον το βουβό Τελικό με τη διοργανώτρια Ιταλία. Σέρβοι, Κροάτες, Μαυροβούνιοι, Βόσνιοι κατακτούν το Χρυσό μετάλλιο, το τελευταίο.
Ο Ντράζεν είναι απών, το χειρότερο απ’ όλα είναι πως έχει λάβει την κυβερνητική εντολή να διακόψει κάθε σχέση και με τον Ντίβατς.
Η ανάγκη να ξαναβρεί τον εαυτό του στο μπάσκετ είναι πιο επιτακτική από ποτέ, αλλά το όνομά του στην αγορά δεν συγκινεί τις σημαντικές ομάδες.
Το βήμα το κάνει μόνο μια ομάδα -μια κακή ομάδα, για την ακρίβεια- της Ανατολής, μια ομάδα που πλέον έχει αλλάξει ακόμη και όνομα, τόπο, χρώματα. Είναι οι Νιου Τζέρσεϊ του Μπιλ Φιτς, ο οποίος θεωρεί τον Ντράζεν ταλαντούχο και θέλει να τον εμπιστευτεί.
Ο «Πέτρο», όπως αρέσκονται να τον αποκαλούν οι Αμερικανοί, ανεβάζει κατακόρυφα τους μέσους όρους του, παίζει σε 43 παιχνίδια, σκοράρει 12.6 πόντους, βρίσκεται πάρα πολύ κοντά στην κάθαρση.
Η κάθαρση θα έρθει στην επόμενη σεζόν, ο Ντράζεν σκοράρει σταθερά πάνω από 20, φιγουράρει στο top 15 της Λίγκας και επιτέλους οι ΗΠΑ μπορούν να απολαύσουν το σύνολο του ρεπερτορίου του.
Οι Αμερικανοί ανακαλύπτουν έστω κι αργά τον Πέτροβιτς, εκθειάζουν το χειρουργικής ακρίβειας σουτ του που συνοδεύεται από ένα απαράμιλλο στυλ, τον καταπληκτικό έλεγχο της μπάλας, την ανάγνωση του ρυθμού, το άρτιο τεχνικά παιχνίδι του ακόμα και στο low post, τα τρομερά “ένας εναντίον ενός”, κατά τα οποία εκθέτει ακόμα και τους καλύτερους αμυντικούς, κυρίως όμως βρίσκονται για πρώτη φορά ενώπιον του δολοφόνου Ντράζεν με το ειρωνικό χαμόγελο.
Ο «Διάβολος» επέστρεψε, δεν πτοείται, ούτε όταν αντιμετωπίζει ιερά τέρατα όπως ο Τζόρνταν, είναι ανταγωνιστικός σε όλα τα επίπεδα, γίνεται ο ηγέτης των Νετς. Είναι τυχερός / άτυχος. Από τη μία ξαναπαίζει μπάσκετ, από την άλλη σε μια ομάδα χωρίς στόχους, μια ομάδα χωρίς κόσμο, χωρίς προσανατολισμό.
Ο Ντράζεν σκοράρει αρκετές τριαντάρες, οι 39 στο Boston Garden είναι το ρεκόρ καριέρας, κάνει το απίστευτο και οδηγεί το Νιου Τζέρσεϊ στα play offs. Είχε να συμβεί από το 1986. Οι Νετς αποκλείονται στον πρώτο γύρο από τους «Καβς» με 1-3, ο Ντράζεν στο πρώτο παιχνίδι κάνει νέο ρεκόρ καριέρας στο ΝΒΑ με 40. Είναι η πρώτη του “σαραντάρα” στο Πρωτάθλημα των κορυφαίων.
Τον σέβονται όλοι, μπροστά του είναι η πρόκληση των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης, πείθεται να συμμετάσχει, ξέρει ότι η Κροατία είναι το μόνο αντίπαλο δέος στην Εθνική ομάδα των ΗΠΑ. Την Dream Team, την κανονική Dream Team.
Εκείνη με Τζόρνταν, Μάτζικ, Μπερντ, Μαλόουν, Ρόμπινσον, Γιούιν, Πίπεν, Στόκτον, Μάλιν και όλους. Ήταν ένα καταπληκτικό τουρνουά από κάθε άποψη. O Ντράζεν σε αυτήν που απεδείχθη η τελευταία παράσταση σε μεγάλη διοργάνωση, παρά το πρόβλημα στη σπονδυλική στήλη, ήταν υπέροχος.
Εμφανίστηκε ένας πολύ πιο ώριμος, πολύ πιο μεστός Ντράζεν, σε σχέση με την εικόνα που είχαμε από τις ημέρες του στη Μαδρίτη.
Τι κι αν όλοι γνώριζαν πως στο τέλος θα επικρατήσει η Dream Team, ο Πέτροβιτς στον Τελικό με τους Αμερικανούς σκοράρει 24, είναι συνολικά ο δεύτερος σκόρερ της διοργάνωσης με μ.ο. 24.6.
Οι εμφανίσεις του κάνουν αίσθηση και στις ΗΠΑ, άλλωστε πρόκειται για το σπουδαιότερο μπασκετικό Ολυμπιακό τουρνουά όλων των εποχών, πολύ δύσκολα θα ζήσουμε κάτι ανώτερο στο μπασκετικό σύμπαν.
Ο Ντράζεν έχει κάνει πέρα και τους τελευταίους αμφισβητίες του ταλέντου του, ο Τσακ Ντέιλι, νέος προπονητής των Νετς, χτίζει την ομάδα πάνω στο ταλέντο του Ντέρικ Κόουλμαν και του Ντράζεν, η σεζόν 1992-1993 προμηνύεται πολύ καλύτερη για τους Νετς.
Ξεκινούν ράθυμα, μετά τα μέσα Νοεμβρίου, όμως κάνουν έξι συνεχόμενες νίκες με πρωταγωνιστή τον «Πέτρο».
Πλέον τον σέβονται ακόμα και ιερά τέρατα του ΝΒΑ, με τον Ρέτζι Μίλερ κάνει έναν άτυπο διαγωνισμό τριπόντων μέσα στο ματς με τους Πέισερς, απαντάει ακόμα και σε θεότητες, στο βασιλιά του trash talk, his Airness, Μάικλ Τζόρνταν, με τον οποίο “κάνει πλάκα” μέσα στο παιχνίδι.
Ο Πέτροβιτς έχει προσαρμοστεί, οι (πολύ δύσκολοι) Αμερικανοί αστέρες τον έχουν αποδεχθεί πλήρως, είναι κομμάτι του ΝΒΑ.
Αρχίζει και ο ίδιος να νιώθει άνετα, να χαίρεται το παιχνίδι, να θυμίζει τον Ντράζεν του Ζάγκρεμπ. Μια βραδιά στο Madison Square Garden θα πανηγυρίσει με τον προσφιλή του τρόπο, κάνοντας το “αεροπλάνο”.
Νιώθει πριμαντόνα ακόμα και στο ΝΒΑ, βέβαια το συγκεκριμένο βράδυ το παράκανε, αφού έκανε το “αεροπλανάκι” και έβγαλε τη γλώσσα στον Πατ Γιούιν, ο οποίος δεν ήταν και ο πιο πρόσχαρος άνθρωπος του κόσμου.
«What the fuck are you doin’?», του φωνάζει ο αρχηγός των Νικς, ενώ τον έχει αρπάξει και τον έχει σηκώσει στον αέρα.
Για ορισμένους εντός ΝΒΑ, κυρίως παλιοσειρές, ο Ντράζεν είχε ξεπεράσει τα όρια. Ο Βέρνον Μάξγουελ, επίσης όχι και ο πιο συμπαθητικός άνθρωπος του κόσμου, τον αντιπαθούσε οικτρά.
Πριν τον αγώνα των Ρόκετς με τους Νετς, ο Βέρνον δηλώνει στην κάμερα ότι δεν έχει γεννηθεί ακόμη ο λευκός που θα τον “κάνει καλά” στο ΝΒΑ.
Ο Ντράζεν μιλάει στο γήπεδο: 24 Ιανουαρίου 1993, Ρόκετς-Νετς 83-100, σκοράρει 44 με 17/23 σουτ και 7/7 βολές. Ο Βέρνον έφυγε αμέσως για τα αποδυτήρια, μουρμουρίζοντας κάτι δικά του.
Οι Νετς θα προκριθούν στα play offs, αλλά θα αποκλειστούν ξανά από τους «Καβς». Πάλεψαν (έχασαν 3-2), ο «Πέτρο» είχε μέσους όρους all star (22.6 πόντους με εκπληκτικά ποσοστά, 3.5 ασίστ και 1.5 κλέψιμο), αλλά δεν είναι αρκετός για την υπέρβαση.
Στην Ευρώπη τους νικούσε ακόμη και μόνος του, στις ΗΠΑ δεν ήταν εύκολο. Ολοκληρώνει τη σεζόν όντας 11ος σκόρερ του ΝΒΑ, είναι ο πρώτος Ευρωπαίος που κατόρθωσε να “τρυπώσει” στην untouchable κατηγορία των stars.
Το συμβόλαιό του τελειώνει, δεν έχει ανανεώσει και το γεγονός προξενεί εντύπωση σε όλους. Αρχίζει και ψιθυρίζεται ότι έχει “τρελή” πρόταση από την Ευρώπη. Όταν κυκλοφορεί το όνομα του Παναθηναϊκού, μένουν όλοι με ανοικτό το στόμα.
Ο Ντράζεν το σκέπτεται πολύ σοβαρά, θα είχε υπογράψει, εάν δεν προέκυπτε η πρόταση των Νιου Γιορκ Νικς. Μιλάμε για τους Νικς του Πατ Ράιλι, για τους καλύτερους Νικς της εικοσαετίας που χτυπούσαν Πρωτάθλημα.
Ο Γιαννακόπουλος πίστευε ότι θα τον μετέπειθε το καλοκαίρι που θα ερχόταν για διακοπές στην Ευρώπη, κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ποια θα ήταν η τελική του απόφαση, δεν την μάθαμε ποτέ, γιατί δεν πρόλαβε να την ανακοινώσει.
Η ιστορία έχει ως εξής: ο Ντράζεν επιστρέφει στην Ευρώπη, παρακινούμενος από το εθνικό καθήκον, για να λάβει μέρος στα προκριματικά (!) του Ευρωμπάσκετ της Γερμανίας. Σκόραρε μια τριαντάρα στην Πολωνία και είναι έτοιμος να επιστρέψει με την ομάδα μέσω Φρανκφούρτης στο Ζάγκρεμπ.
Έχει έναν διάλογο με την 23χρονη Κλάρα Σαλάντζι, τότε σύντροφό του και αργότερα σύζυγο του Γερμανού ποδοσφαιριστή, Όλιβερ Μπίρχοφ. Λογοφέρνουν, του ζητά να ξοδέψει κι άλλο χρόνο μαζί της, αλλάζει απόφαση και δεν ανεβαίνει στο αεροπλάνο. Πήρε δύο μέρες ρεπό, αντί να φύγει 6 Ιουνίου μαζί με τους υπόλοιπους διεθνείς, έμεινε πίσω.
Την επόμενη μέρα ο καιρός χαλάει, είναι βροχερός, έχει ομίχλη, κάτι δεν πάει καλά. Το Golf του Ντράζεν, με συνεπιβαίνοντες την Κλάρα και τον Χιλάλ Έντεμπαλ, κινείται προσεκτικά στην υγρή άσφαλτο της Autobahn 9 στο Ντένκεντορφ στη Βαυαρία.
Ο Ντράζεν έχει κουραστεί στο τιμόνι, αποφασίζει να ξεκουραστεί και αφήνει το τιμόνι στην Κλάρα.
Στις 17.20 μια νταλίκα, λόγω ολισθηρότητας του οδοστρώματος, κάνει έναν επικίνδυνο ελιγμό προκειμένου να αποφύγει μια βέβαιη σύγκρουση. Η Κλάρα το βλέπει.
Δίστασε; Ταράχτηκε; Κόλλησε; Κανείς δεν ξέρει γιατί δεν αντέδρασε.
Η νταλίκα πέφτει πάνω στο Golf, σχεδόν το συντρίβει. Η Κλάρα σοκαρισμένη βγαίνει από το αυτοκίνητο, το ίδιο και ο οδηγός της νταλίκας. Ο Χιλάλ είναι βαριά τραυματισμένος αλλά εκτός κινδύνου.
Ο μοναδικός από τους εμπλεκόμενους που έφυγε ακαριαία είναι ο Ντράζεν.
Το πτώμα του πήγε να το αναγνωρίσει ο Νέβεν Σπάχια, παιδικός του φίλος από το Σίμπενικ, μετέπειτα προπονητής.
Στις τσέπες του βρήκε ένα κομμάτι χαρτί. Το χαρτί έγραφε τρεις ομάδες και τρία ψηφία δίπλα σε κάθε ομάδα. «Knicks, Nets, Panathinaikos». Το σκεπτόταν ακόμη.
Η τραγωδία της Autobahn 9 σόκαρε ένα ολόκληρο έθνος, βύθισε στη θλίψη εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους εντός και εκτός Κροατίας. Άρχισαν οι γνωστές υποθέσεις. Αν οδηγούσε εκείνος, δεν θα είχε συμβεί, αν το ένα, αν το άλλο.
Ο κόσμος του μπάσκετ σοκαρισμένος, όλοι είχαν να πουν μια κουβέντα, ένα κρίμα, άλλος το ένιωθε, άλλος ήταν απλώς σοκαρισμένος, άλλος επηρεασμένος.
Τέσσερα εκατομμύρια Κροάτες οδύρονται, είναι η πρώτη μεγάλη κηδεία για το νεοσύστατο βαλκανικό κράτος.
Ήταν όλοι εκεί, η ονοματολογία δεν έχει κανένα νόημα, γιατί κάποιον θα ξεχάσουμε. Ενδεικτικά μόνο τα δάκρυα του Γουίλις Ριντ, το χαμένο βλέμμα του «Στόικο», ο κλαυθμός και ο οδυρμός ενός ολόκληρου λαού, όχι του κροατικού, του λαού του μπάσκετ.
Δεν μάθαμε ποτέ πόσο ψηλά θα φτάσει, γιατί ο Θεός τον πήγε όσο ψηλότερα γίνεται. Έτσι είπε ο Κρις Μόρις, μην μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά του.
Κατά πολλούς θα γινόταν ένας από τους πέντε κορυφαίους παίκτες στο ΝΒΑ, κατ’ άλλους θα επέστρεφε στην Ευρώπη.
Για μένα απλώς θα παρέμενε ο Ντράζεν.
Ακόμη τον θυμούνται όλοι, ο θρύλος του είναι παγκόσμιος, δεν έχει κανένα νόημα να εξελιχθεί σε ελεγεία το κείμενο.
Ο τάφος του βρίσκεται στο νεκροταφείο του Μιριγκόι και θεωρείται τόπος ιερός, τόπος προσκυνήματος, ανάλογου με το μνημείο αφιερωμένο στον Γκάντι στην Ινδία.
Ακολούθησαν πολλά, το κλειστό της Τσιμπόνα πήρε το όνομά του στις 4 Οκτωβρίου 1993, τοποθετήθηκε σε μια σεμνή τελετή και το άγαλμα στη μνήμη του.
Οι Νετς απέσυραν τη φανέλα με το «3» στις 11 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, δρόμοι πήραν το όνομά του, το Κύπελλο του McDonald’s Open από το 1994 λέγεται Drazen Petrovic Trophy, 29 Απριλίου του 1995 στο Ολυμπιακό Μουσείο της Λωζάνης ανεγέρθη ένα ακόμα μνημείο, ο Ιβανίτσεβιτς το 2001 του αφιέρωσε τη νίκη στο Wimbledon φορώντας τη φανέλα του, το 2002 μπήκε στο Hall of Fame του ΝΒΑ, το 2007 σε εκείνο της FIBA, οι τιμητικές μετά θάνατον διακρίσεις θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν ολόκληρο το κείμενο.
Το ξέρω ότι περισσότερο του άρεσε ο Μότσαρτ, αλλά έχω την αίσθηση ότι, αν ήταν μουσική, θα μπορούσε να είναι μόνο η «Ανολοκλήρωτη/Ημιτελής Συμφωνία» του Σούμπερτ και η συγκλονιστική «9η» του Μπετόβεν.
Μαζί. Ταυτόχρονα η μια μέσα στην άλλη, μια μείξη δυο αριστουργημάτων από δυο ξεχωριστές καλλιτεχνικές ιδιοφυΐες.
Γιατί αυτός ήταν ο Ντράζεν, μια μεγαλοφυΐα που ένωνε το yin και το yang, το vice με το versa.
Μόνο όταν ενώνονται οι δυο αντίθετοι πόλοι, προσεγγίζεται το τέλειο.
Και ήσουν τέλειος, διάβολε.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Ο Νόστος του Ντράζεν