Το συνεργείο αυτοκινήτων του Μιχάλη Μαρτινίδη άνοιξε γύρω στο 1970, στην αρχή της οδού Παπάφη, στις παρυφές της Τούμπας.
Ο Μιχάλης, ένας συμπαθητικός, γελαστός τύπος, ήξερε να μαστορεύει καλά τις BMW. Δίπλα του, πήγε και έκανε μαγαζί ο Ηλίας, ηλεκτρολόγος αυτοκινήτων. Το πεζοδρόμιο μετατράπηκε σε μικρή κλινική για κινητήρες, μπαταρίες και καχεκτικές αναρτήσεις.
Πάνω από τα συνεργεία, στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας, έμενε ένας πιτσιρικάς που, όταν μεγάλωσε, ίδρυσε τον σύνδεσμο του ΠΑΟΚ με το πιο σουρεαλιστικό όνομα. Ο Βασίλης ο Τρίγωνος και η «Αμπαλαέα».
Το πατρικό μου βρίσκεται ακριβώς απέναντι. Δεν θυμάμαι ακριβώς ποια χρονιά είδα για πρώτη φορά τον Κούδα από κοντά. Πρέπει να ήταν κάπου στο 1975, όταν έφερε τη μαύρη BMW για σέρβις στον Μιχάλη. Παίζαμε στο πεζοδρόμιο. Και έγινε, όπως στις ταινίες.
‘Ενα παιδί μαρμάρωσε, σήκωσε το χέρι και έδειξε προς το συνεργείο.
«Ο Κούδας»!
Αν είχα τη σκηνή σε φωτογραφία, θα ήταν ασπρόμαυρη. Πρέπει να πλησιάσαμε, περίπου όπως οι Μάγοι προσέγγισαν τη φάτνη.
Ο Κούδας συζητούσε με τον Μιχάλη δίπλα στη BMW. O Κούδας εις διπλούν -αφίσα στην κολώνα του συνεργείου και ζωντανός μπροστά μας. Ήταν με φόρμα. Και έδειχνε τεράστιος, ακτινοβολούσε δέος.
Ακόμα δεν τον είχα δει στο γήπεδο. Ο πατέρας μου συμπαθούσε τον Άρη. Προτιμούσε δε, να με πηγαίνει στον Ηρακλή. Στην Τούμπα, έλεγε, είχε φανατικούς. Ποιο παιδί, όμως, δεν ήταν τότε ΠΑΟΚ;
Τον Κούδα, λοιπόν, τον είχα δει μόνο σε χαρτάκια, αφίσες και πρωτοσέλιδα των «Σπορ του Βορρά». Και τώρα ήταν μπροστά μου. Σε απόσταση αγγίγματος.
Αν ήμουν άλλο παιδί, ίσως να τολμούσα το αίτημα για αυτόγραφο -θα έτρεχα απέναντι στο σπίτι μου, θα έφερνα χαρτί και μολύβι και την επομένη στο σχολείο θα γινόταν χαμός. Δεν έκανα και δεν είπα τίποτα.
Έβλεπα τον πρώτο σούπερ ήρωα της ζωής μου.
Ο δεύτερος -και τελευταίος- εμφανίστηκε πολλά χρόνια μετά. Ήταν ο Μπάνε.
Ο Κούδας, που λέτε, συνέχιζε να φέρνει για χρόνια το αυτοκίνητο στον Μιχάλη. Καμιά φορά, είχε και παρέα. Τον είχα δει με τον Γούναρη, με τον Τερζανίδη, νομίζω και με άλλους.
Μαζευόμασταν και κοιτούσαμε. Από μικρή απόσταση. Κάποια παιδιά ζήτησαν αυτόγραφο. Εγώ δεν είχα το θάρρος να κάνω. Ποιος ήμουν εγώ που θα μιλούσα στον Κούδα;
Πενήντα μέτρα πιο κάτω από τα συνεργεία και το σπίτι μου, ήταν το μεγάλο και μοναδικό μπακάλικο της γειτονιάς -δεν υπήρχαν ακόμα σούπερ μάρκετ. Στο βάθος του μπακάλικου ήταν ο κύριος Νικήτας που έκοβε φέτα, μορταδέλα και κασέρι.
Τις Κυριακές δούλευε φύλακας στην είσοδο αποδυτηρίων της Τούμπας. Με έβαζε μέσα.
Εναλλακτικά, τότε τα παιδιά έμπαιναν στο γήπεδο πιάνοντας έναν άγνωστο κύριο από το χέρι.
Το έκανα και εγώ, αλλά καμιά φορά πήγαινα στον κύριο Νικήτα, για να με βάλει στα μάρμαρα των επισήμων.
Στα ‘70s στην Τούμπα υπήρχαν θέσεις για τα ιδρυτικά μέλη του συλλόγου. Αλλά σε όποια κερκίδα και αν ήσουν, όλο και θα πετύχαινες κάποιον παππού που θα σου έλεγε ότι έβλεπε τον ΠΑΟΚ από την πρώτη μέρα της ίδρυσης του.
Στα μάρμαρα της Τούμπας άκουσα ένα απόγευμα ένα ηλικιωμένο να βρίζει τον Κούδα.
Ήμουν δεν ήμουν ένδεκα χρονών, αλλά τα περί Ολυμπιακού δεν τα ήξερα. Τότε άρχισα να τα μαθαίνω. Τα άκουγα και στη γειτονιά με τις απλουστεύσεις και τις κουβέντες της αλάνας. Οι λίγοι Αρειανοί μάς έλεγαν ότι ο Κούδας μάς άφησε για τον Ολυμπιακό. Οι δικοί μας απαντούσαν ότι ο Ολυμπιακός μάς τον έκλεψε και τον πήραμε πίσω.
Μέσα μου ο Κούδας έγινε μία όμορφη ζωγραφιά, με μία μουτζούρα κάπου στην άκρη.
Αλλά και αργότερα, στο Γυμνάσιο, η σχέση του Κούδα με τον Ολυμπιακό ήταν σαν μια μικρή ακίδα, όπως αυτές που κολλάνε στο δάχτυλο και σε ενοχλούν.
Έφταιγε ο καθηγητής των Μαθηματικών. Αρειανός. Ξεκινούσε το μάθημα προσπαθώντας να διαβρώσει το ηθικό της πλειονότητας. Μιλάμε για Γυμνάσιο Αρρένων, το 1978. Στην τάξη θα είμασταν 35. Οι 20, τουλάχιστον, ΠΑΟΚ.
Και ο καθηγητής προσπαθούσε δύο χρόνια να μας πείσει ότι ο Κούδας, ακόμα και αν δεν έπαιξε στον Ολυμπιακό, λειτουργούσε ουσιαστικά ως παίκτης του.
Όχι, δεν κλονίστηκε η πίστη και ο θαυμασμός μου. Έπεφτε μία μικρή σκιά στην τέλεια εικόνα που είχα στο μυαλό μου.
Ίσως για αυτό, όταν στήθηκε η προτομή του Κούδα στην Τούμπα να βρήκα την κίνηση υπερβολική, αν και στην αποκάλυψη της συγκινήθηκα.
Δεν κάνεις προτομή σε παίκτη που φωτογραφήθηκε με φανέλα άλλης ομάδας. Όμως όσο μεγάλωνα, ψήλωνε και η ματιά μου.
Ο Κούδας είναι ο ΠΑΟΚ. Και ο ΠΑΟΚ μοιάζει στον Κούδα, όσο σε κανέναν άλλον.
Ο Ιβάν Σαββίδης είναι ο μεγαλύτερος “ιδιοκτήτης” που πέρασε από τον ΠΑΟΚ -αν μετρήσουμε τα λεφτά, θα συμφωνήσουμε χωρίς συζήτηση.
Ο Γιώργος Παντελάκης, όμως, είναι ο μεγαλύτερος παράγοντας, ο πρόεδρος που έκανε τον ΠΑΟΚ μεγάλη ομάδα.
Ο άνθρωπος, ο οποίος έλεγε ότι δεν παντρεύτηκε, επειδή αφιέρωσε τη ζωή του στον ΠΑΟΚ, έχτισε τη μεγάλη ομάδα του ’70 και στύλωσε τα πόδια στο χώμα της Τούμπας, απειλώντας με εμφύλιο, αν δεν επέστρεφε ο Κούδας στη Θεσσαλονίκη.
Ο ΠΑΟΚ δεν θα γινόταν μεγάλος χωρίς τον Κούδα. Αλλά και ο Κούδας δεν θα ήταν ίδιος, αν έπαιζε στον Ολυμπιακό.
Εκεί θα ήταν ένα όνομα στη μαρκίζα. Στη Θεσσαλονίκη ήταν το αστέρι.
Ήταν, αν θέλετε, η πρώτη λέξη της απάντησης στο σύνδρομο μειονεξίας που διέκρινε την πόλη έναντι της πρωτεύουσας.
Ο Κούδας δεν έπαιζε, απλώς, μπάλα για τον ΠΑΟΚ. Τάιζε με υπερηφάνεια μία πόλη.
Πήγε στον ΠΑΟΚ το 1963 και κρέμασε τα παπούτσια του το 1984, με το πικρό διάλειμμα των δύο ετών στον Πειραιά.
Άρχισε να παίζει στην πρώτη ομάδα λίγο μετά την εκτέλεση του Παγκρατίδη, είδε ως παίκτης του ΠΑΟΚ τη δολοφονία του Λαμπράκη, έζησε την παρακρατική Θεσσαλονίκη, τη χούντα και τη Μεταπολίτευση, τελείωσε την καριέρα του, όταν οι φωτογραφίες ήταν έγχρωμες και η πρώτη Αλλαγή στην εξουσία.
Όλα αυτά τα χρόνια, η Θεσσαλονίκη ήταν περισσότερο επαρχία και λιγότερο Μητρόπολη.
Ο Κούδας ήταν ο πρώτος λαϊκός αθλητικός σταρ της πόλης.
Αν μη τι άλλο, η πρώτη νιότη του ένα λαϊκό μελό ήταν. Η φυγή στον Πειραιά, η περίεργη σχέση με τον πατέρα, ο έρωτας με την τραγουδίστρια, οι BMW, το κάπνισμα. Φωτορομάντζο έφτιαχνες.
Η φωτογραφία που τράβηξε ο Μιχάλης Παππούς με τον Άνθιμο Καψή να πέφτει για να συγκρατήσει τον επελαύνοντα Κούδα ήταν σε όλα τα πρακτορεία ΠΡΟΠΟ.
Η πόλη συζητούσε τη ζωή του, τις δουλειές του –σούπερ μάρκετ, ΠΡΟΠΟ– τη σχέση του με το ΚΚΕ και τις εμφανίσεις του δίπλα στον Χαρίλαο Φλωράκη.
Για μένα ήταν όλα αυτά, μαζί με τις ιδιότητες του υπεράνθρωπου που θα κάνει το αδιανόητο και θα πετύχει το ανέφικτο. Ήμουν το παιδάκι που πήγαινε στην Τούμπα και απλώς φώναζε «δώστε στον Κούδα, ρε»! Δεν υπήρχε λογική σε αυτό.
Ήταν μία αντιγραφή του τρόπου, με τον οποίο τα παιδιά βλέπουν τον μπαμπά τους: είναι δυνατός, μπορεί να κάνει τα πάντα, δεν υπάρχει περίπτωση να χάσει.
Δεν έχω αναμνήσεις από το πρώτο πρωτάθλημα. Θυμάμαι, βέβαια, τον χαμό στη γειτονιά και τις φωνές από το γήπεδο που έφταναν ως το σπίτι.
Έφτανε το ηχητικό κύμα και ακολουθούσε η διαπίστωση της μάνας μου «έβαλε γκολ ο ΠΑΟΚ».
Στην Τούμπα άρχισα να πηγαίνω τακτικά από το 1977, πρόλαβα, δηλαδή, εκείνη την ομάδα με τους εννιά διεθνείς στη σύνθεση της.
Τους παίκτες να βγαίνουν τρέχοντας από την καταπακτή, με τον Κούδα μπροστά.
Τον Κούδα να βγάζει στον Δημόπουλο και ο “φονιάς” να σκοράρει.
Και ανήκω, ω, ναι, στους ευλογημένους που είδαν το καλύτερο γκολ της καριέρας του.
Σεπτέμβριος 1983, λίγο μετά το άνοιγμα των σχολείων. Η Τούμπα τιμωρημένη και παίζουμε με τον Ολυμπιακό στις Σέρρες. Εκδρομή με σύνδεσμο.
Ο πρόεδρος Παντελάκης, θυμωμένος με την τιμωρία, δεν έχει επιτρέψει στις κάμερες να μπουν στο γήπεδο. Και αυτό το γκολ δεν πέρασε στην αιωνιότητα.
Ο Κούδας είναι τότε στα τελειώματα, 37 ετών. Έξω από τη μεγάλη περιοχή του Ολυμπιακού. Η μπαλιά είναι ψηλή. Την περνάει με τακουνάκι πάνω από τον αμυντικό και, πριν σκάσει κάτω, πυροβολεί τον Σαργκάνη. Πάθαμε αμόκ.
Την άλλη μέρα στο σχολείο το έδειχνα με σχεδιάγραμμα.
Δεν ήμουν στην Τούμπα στον τελευταίο αγώνα του, σε ένα ματς με το Αιγάλεω, τον Φεβρουάριο του 1984 -για ένα χρόνο δεν γεύτηκε ακόμα ένα πρωτάθλημα.
Πήγα στον αγώνα που έγινε προς τιμήν του, ανάμεσα στην Εθνική ομάδα και τη Γιουγκοσλαβία. Ήταν η τελευταία φορά που έπαιξε στην Τούμπα και η βραδιά αποκάλυψης της προτομής. Έβαλε τα κλάματα. Και δεν ήταν ο μόνος.
Όσο ζούσα στη Θεσσαλονίκη, τον πετύχαινα συχνά – πυκνά σε διάφορα στέκια. Δεν τόλμησα ποτέ να του μιλήσω ή να του ζητήσω εκείνο το καταραμένο αυτόγραφο.
Το έκανα το 2006, στην Αθήνα, 40 χρόνια μετά την πρώτη μας “συνάντηση” στο συνεργείο του Μιχάλη, απέναντι από το σπίτι μου. Παρουσίαζε στον «Ιανό» το βιβλίο για τη ζωή του, το οποίο έγραψε με τον καλό μου φίλο και συνάδελφο, Κώστα Μπλιάτκα.
Αγόρασα το αντίτυπο μου και στήθηκα στη σειρά για υπογραφή. Με τρακ και ένα κράτημα στην ανάσα. Του έδωσα το βιβλίο και άρχισα να του λέω για τις επισκέψεις του στο συνεργείο με τη BMW.
Χαμογέλασε συγκρατημένα.
«Ναι, ε; Πώς είπαμε ότι σε λένε»;
Ο Κώστας Γιαννακίδης είναι δημοσιογράφος.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Θοδωρής Αθερίδης: Αυτό που νιώθω για τον Βάσια
Παντελής Νικολάου: Οι Χήρες των Σ.Κ. / Μιά Άγνωστη Ιστορία / «Θα έρχεσαι για μένα στο γήπεδο»
Θ. Χειμωνάς – Zastro – Α. Καρπετόπουλος: Η σημασία του να είσαι ο Νίκος Αναστόπουλος
Οδυσσέας Ιωάννου: Λίγο άμυνα, ρε σεις!
Ντάνιελ Γκόρντον: Υπόθεση 113 / Παναγιώτης Φαφούτης: Το Στιγμιότυπο της Δόξας