Εκεί, στο ξεκίνημα των 80s. Τα μαλλιά μακριά, φουντωτά, να ανεμίζουν στις ρεγκάτες, τα σομπρέρος, τις τσιλένας και τα τάκλιν, όπως άρμοζε στη μουσική κουλτούρα της εποχής.
Οι ποδοσφαιριστές στα clubs της χώρας και στην Εθνική θύμιζαν ροκ μπάντες. Καθώς το ροκ παρέσερνε την κόμη των Μαραντόνα, Κέμπες, Κανίγια και λίγο αργότερα του Μπατιστούτα, όλα τα πιτσιρίκια που κρεμούσαν τις αφίσες τους ήθελαν να τους μοιάσουν. «Η μητέρα μου με μάλωνε συνέχεια για να κουρευτώ. Της υποσχέθηκα ότι θα το έκανα μετά τα 30 μου. Της είπα λοιπόν “Μαμά, θέλω να γίνω ο νέος Κέμπες. Και Κέμπες με κοντό μαλλί δεν γίνεται, γίνεται;”. Ο πατέρας μου έβαλε τα γέλια και αυτή ήταν η πρώτη μου μεγάλη νίκη».
Σταδιακά όμως, από την επιστροφή της Δημοκρατίας στη χώρα (1983), το πιο αντιδραστικό ροκ έχασε έδαφος από την παραδοσιακή κούμπια και το νεότευκτο ρεγκετόν. Μετά τις διαδοχικές δικτατορίες, ο κόσμος είχε ανάγκη να διασκεδάσει. Σιγά-σιγά τα μαλλιά άρχισαν να κονταίνουν, αλλά ο μικρός Ερνάν συνέχισε να υποστηρίζει το πεπρωμένο.
Έπρεπε να γίνει ο νέος Κέμπες. Ήταν μόλις πέντε ετών, όταν ο πατέρας του τον πήγε πρώτη φορά στο Monumental για να δει από κοντά το ίνδαλμά του.
Έκτοτε, και παρά την αποχώρηση του «Σούπερ Μάριο» το 1982, μπαμπάς και γιος που είχαν το ίδιο όνομα δεν θα έχαναν εντός ματς των «Millonarios». Κάπως έτσι ο Ερνάν βρέθηκε ανάμεσα σε 100.000 hinchas, στην πρώτη μαγική ανάμνηση, με τον υπέροχο και αδικοχαμένο Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες (1988-1989 στον Ολυμπιακό) να σφραγίζει την πρώτη κατάκτηση Copa Libertadores στην ιστορία του συλλόγου.
«Το ποδόσφαιρο μου έσωσε τη ζωή»!
Στο δωμάτιο που μοιραζόταν με τον Άριελ Ορτέγα η πόρτα χτυπούσε δυνατά, λίγο και θα έσπαγε. Ο φροντιστής, Γκιγιέρμ, ούρλιαζε απ’ έξω: «Ερνάν, Ερνάν, κατέβα τώρα στη ρεσεψιόν. Κατέβα τώρα σου λέω». Ο 18χρονος μέτρησε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ώσπου να προσπελάσει τα σκαλοπάτια από τον δεύτερο όροφο. Σήκωσε το ακουστικό και αμέσως το άφησε να πέσει στο πάτωμα. Το ίδιο κι εκείνος. Τα γόνατά του λύγισαν. Τα δυνατά κλάματά του έστειλαν δίπλα όλους τους συμπαίκτες.
Ήταν Δεκέμβριος του 1993 στο προπονητικό κέντρο της Ρίβερ, όταν η μητέρα του του τηλεφώνησε για να μεταφέρει τη χειρότερη είδηση που θα άκουγε ποτέ. Η ντισκοτέκ Κέιβις είχε πάρει φωτιά. Εκεί μέσα ήταν χωμένοι όλοι οι συμμαθητές του για να γιορτάσουν το τέλος του σχολείου. Από τους 17 νεκρούς που άφησε η πυρκαγιά οι έξι ήταν κολλητοί του.
«Κανονικά θα ήμουν κι εγώ εκεί. Και ίσως να είχα την ίδια μοίρα. Η πρώτη κλήση όμως για να παίξω στους μεγάλους μού έσωσε τη ζωή. Το ποδόσφαιρο με γλύτωσε από το κακό. Και από τότε έμαθα να σέβομαι τη μοίρα και την κάθε αναπνοή», θα έλεγε το 2009 σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Clarin».
Από το καμαράκι του… αερίου στη μεγάλη κούπα
Σε αντίθεση με τις περισσότερες αφηγήσεις για τους Αργεντινούς θρύλους του futbol, η δική του δεν ξεκινάει δακρύβρεχτα, μήτε περιείχε πείνα, φτώχια ή κάθε είδους βιοποριστική ανασφάλεια. Ο Ερνάν γεννήθηκε στο εύπορο προάστιο Φλόριδα του Μπουένος Άιρες και οι γονείς του μπόρεσαν να του παράσχουν τα πάντα, ώστε εκείνος να εστιάσει και να κατορθώσει να τρυπώσει από τα 11 του στις ακαδημίες της αγαπημένης του Ρίβερ Πλέιτ.
Μεγαλώνοντας, στα 18 του, βρέθηκε σε μία ομάδα όνειρο. Με τον θρυλικό Ουρουγουανό Έντσο Φραντσέσκολι να φορά το περιβραχιόνιο, πλαισιωμένο από τους σκληρούς αμυντικούς Ερνάν Ντίας και Σέλσο Αγιάλα, τον Χερμάν Μπούργος στο τέρμα και την εκπληκτική φουρνιά των νεαρών Μαρσέλο Γκαγιάρδο, Ματιάς Αλμέιδα, Αριέλ Ορτέγκα και την αφεντιά του να μπαίνουν απευθείας στα βαθιά και να γίνονται 11δάτοι. Η Απερτούρα του 1993 και η Κλαουσούρα του 1994 υπήρξαν το πρελούδιο για το πιο σπουδαίο που θα ακολουθούσε. Όλα όμως θα ξεκινούσαν με ένα γερό bullying.
«Ήταν η τρίτη φορά που μπήκα 11άδα και σκόραρα δύο φορές κόντρα στη Ράσινγκ. Πέντε λεπτά πριν τη λήξη ο κόουτς με έβγαλε και το κοινό με αποθέωσε. Αμέσως έπεσαν πάνω μου οι δημοσιογράφοι και με ρώτησαν εάν ο Πασαρέλα με έκανε αλλαγή για να λάβω το χειροκρότημα.
Ήμουν 18 ετών, δεν ήξερα και, χαμογελώντας, απάντησα καταφατικά. Την επόμενη μέρα στην προπόνηση δεν μου μιλούσε κανείς.
Στα αποδυτήρια υπήρχε ένα καμαράκι, το οποίο οι παλιοί αποκαλούσαν “δωμάτιο του αερίου”. Το έλεγαν έτσι, επειδή όποιος έμπαινε εκεί μέσα δεν έβγαινε σώος.
Η πόρτα στο καμαράκι άνοιξε και άκουσα τον βοηθό του κόουτς, τον Αμέρικο Γκαγιέγο, να ουρλιάζει το όνομά μου. Μπήκα χεσμένος πάνω μου. Ο Πασαρέλα καθόταν αμίλητος. Σηκώθηκε και μου πέταξε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων στο κεφάλι. Είδα εμένα και τους τίτλους να λένε ότι είμαι για αποθέωση.
“Μικρούλη, την επόμενη φορά που θα ξαναπείς τέτοια μαλακία, έφυγες από την ομάδα”, φώναξε.
Με άφησαν εκεί μέσα τέσσερις ώρες να διαβάσω όλες τις εφημερίδες. Για τα επόμενα δύο χρόνια δεν θα ξαναμιλούσα στον Τύπο από τον φόβο μου»!
Σιωπηλός, άφησε τα γκολ του να μιλούν για εκείνον. Και τα σημαντικότερα ήρθαν ακριβώς 10 χρόνια από τότε που παρακολούθησε τον Φούνες να σηκώνει το Libertadores. Ήταν η σειρά του να σκοράρει δύο φορές και 10 συνολικά στον θεσμό εκείνην την χρονιά και να χαρίσει το δεύτερο μεγάλο τρόπαιο στη Ρίβερ. Και τι σύμπτωση, όπως και το 1986, έτσι και τότε ο αντίπαλος ήταν η Αμέρικα Ντε Κάλι. Πεπρωμένο…
Το μεγάλο ταξίδι προς το… άπειρο
Εκείνο το καλοκαίρι (1996) θα συστηνόταν καλύτερα στο παγκόσμιο κοινό. Με έξι γκολ θα χριζόταν πρώτος σκόρερ στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα και θα οδηγούσε την Αργεντινή στον χαμένο Τελικό. Στην Πάρμα όμως είχαν ήδη προλάβει να τον κλείσουν. Ήταν 21 ετών, μόνος σε ξένη χώρα και τα πάντα έμοιαζαν βουνό. Το βουνό θα εξελισσόταν σε Γολγοθά. Το πρώτο εξάμηνο στη Serie A δεν είχε βρει ούτε μία φορά δίχτυα. Tifosi και Τύπος έκραζαν, αλλά ο Κάρλο Αντσελότι εξηγούσε διαρκώς ότι ο μικρός θα έπαιρνε μπρος και θα ήταν ασταμάτητος.
Ώσπου τον Μάρτιο του 1997 ήρθε εκείνη η στιγμή. Η ντομπλέτα του με την Κάλιαρι έφερε το πρώτο χειροκρότημα και ο μικρός θα δικαίωνε τον «Καρλέτο». Το φινάλε τη σεζόν θα έγραφε 12 τεμάχια και τη δεύτερη θέση πίσω από τη Γιουβέντους.
Πλέον το νερό του σκοραρίσματος είχε μπει στο αυλάκι της δόξας.
Μέλος εκείνης της συντροφιάς όνειρο των Μπουφόν, Τιράμ, Σενσίνι, Καναβάρο, Ντίνο Μπάτζο, Βερόν, Κιέζα, Ασπρίγια, θα ήταν καλύτερος την κάθε σεζόν που θα ακολουθούσε, για να φτάσει στο μαγικό 1998-1999.
Κατάκτηση Κυπέλλου, Super Cup και του Κυπέλλου UEFA, όπου άνοιξε το σκορ στον Τελικό (3-0) με τη Μαρσέιγ και ψηφίστηκε MVP. Στο επόμενο Campionato θα έφτανε τα 22 τέρματα και θα έκανε τον τρελό Σέρτζιο Κρανιότι να πεισμώσει τόσο ώστε να σπάσει τα ταμεία.
Ακριβότερος για 11 ημέρες
Η Λάτσιο των θρύλων, η οποία μόλις είχε σηκώσει το Πρωτάθλημα, πλήρωσε 55 εκατ. ευρώ και έβαλε τον 25χρονο φορ σε μία ειδική κατηγορία ποδοσφαιριστών. Ο Κρέσπο μόλις είχε σπάσει το μεταγραφικό ρεκόρ του Μπόμπο Βιέρι (έναν χρόνο νωρίτερα από τη Λάτσιο στην Ίντερ), αλλά θα κρατούσε τον τίτλο τιμής για μόλις 11 ημέρες. Η Ρεάλ Μαδρίτης θα πλήρωνε περισσότερα στην Μπαρτσελόνα και θα έκανε τον Λουίς Φίγκο των πρώτο της εποχής των «Galácticos».
Στη Ρώμη ο Κρέσπο θα έβρισκε ακόμα μία μυθική ποδοσφαιροπαρέα με τους Νέστα, Μιχαΐλοβιτς, Στάνκοβιτς, Σιμεόνε, Βερόν, Νέντβεντ, Κλαούδιο Λόπες.
Ωστόσο, παρά τα 26 γκολ του και τον πρώτο τίτλου του capocannoniere, οι «Laziali» θα ξέμεναν με το Super Cup Ιταλίας. Το οικονομικό μεγαλείο του Κρανιότι κατέρρεε ξαφνικά και ο Κρέσπο θα έμπαινε κι εκείνος στη λίστα με τους προς πώληση αστέρες. Η Ίντερ είχε δει στο πρόσωπό του τον ιδανικό αντικαταστάτη του Ρονάλντο, ο οποίος μόλις είχε φύγει για τη Μαδρίτη (2002). Οι συγκρίσεις είχαν ξεκινήσει, μα οι τραυματισμοί τού χτύπησαν την πόρτα και η σεζόν ήταν κακή.
Ο “κακός” Μουρίνιο και ο εφιάλτης της Κωνσταντινούπολης
Οι μετοχές του είχαν πέσει. Η πρόταση της Τσέλσι τον έστειλε κοψοχρονιά στο Λονδίνο με μόλις 20 εκατ. ευρώ. Στο Stamford Bridge ο Κλαούντιο Ρανιέρι τον ήθελε πολύ, αλλά εκείνος δεν μπόρεσε να δικαιώσει τις προσδοκίες. Και πάλι οι τραυματισμοί τον άφησαν με μισά ματς την πρώτη σεζόν και με συνολικά 12 γκολ σε 31 αγώνες σε όλες τις διοργανώσεις. Αυτά είδε ο Ζοσέ Μουρίνιο που ανέλαβε το καλοκαίρι του 2004 και εισηγήθηκε την απομάκρυνσή του.
Ο δανεισμός στη Μίλαν αποδείχτηκε ευχή και κατάρα. Μία υπέροχη και στενάχωρη ανάμνηση που θα έμενε για πάντα.
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ την Κωνσταντινούπολη. Θα θυμάμαι για πάντα εκείνο το τσιμπηματάκι στο γκολ μου αλλά και το πώς χάσαμε το τρόπαιο. Ακόμη το σκέφτομαι. Κάνω όλα τα σενάρια για το πώς θα αλλάζαμε τα πάντα και θα το σηκώναμε εμείς». Πρωταγωνιστής με έξι γκολ στην πορεία των «Rossoneri» προς το Atatürk, όπου το 3-0 επί της Λίβερπουλ μετατράπηκε σε ένα ημίχρονο στην πιο τρελή ανατροπή Τελικού Champions League όλων των εποχών.
Ο δανεισμός έληξε και η επιστροφή στο Λονδίνο αποδείχτηκε επίσης χαρούμενη και σκληρή μαζί. Ο Ζοσέ είχε για απόλυτο “Νο9” τον Ντιντιέ Ντρογκμπά και ο Κρέσπο αναγκάστηκε να κάνει τα… ρεπό του. Ακόμα κι έτσι όμως σκόραρε 10 φορές και πανηγύρισε το 2006 πρώτο του Πρωτάθλημα στην Ευρώπη. Θα ακολουθούσαν ακόμα τρία διαδοχικά. Ο Μουρίνιο τον έβγαλε στην απ’ έξω, έπειτα και από απαίτηση του παίκτη.
«Την αγάπησα την Τσέλσι, αλλά η καρδιά μου πρόσταζε να παίξω στην Ιταλία. Αυτό μου έλειπε για να είμαι χαρούμενος στο γήπεδο».
Η Ίντερ τον πήρε πίσω με διετή δανεισμό κι εκείνος, με ένα φοβερό χατ τρικ σε ένα τρελό 4-3 επί της Λάτσιο, κλείδωσε το scudetto του 2006. Το 2007 πέρασε περισσότερο χρόνο σε φυσικοθεραπείες παρά στο χορτάρι, βιώνοντας τη λιγότερο παραγωγική σεζόν του (τέσσερα γκολ σε 19 ματς Πρωταθλήματος). Το χειρότερο όμως θα συνέβαινε την επόμενη χρονιά. Καθώς ο Μουρίνιο αναλάμβανε τους «Nerazzurri», ο Αργεντινός παραγκωνίστηκε (μόλις δύο γκολ), όχι μόνο εξαιτίας των Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς και Χούλιο Κρους αλλά και για χάρη ενός πιτσιρικά. Ο Μάριο Μπαλοτέλι και οι τρέλες του συστήνονταν στο ποδόσφαιρο…
Η αντίστροφη μέτρηση του κορυφαίου ever…
Το 2009 ο Μουρίνιο του ζήτησε να βρει ομάδα κι εκείνος κατέληξε στην Τζένοα. Ήταν 34 ετών, φορτωμένος με μυϊκά προβλήματα και κανένα μεγάλο club δεν θα ξαναζητούσε τις υπηρεσίες του. Μόλις πέντε γκολ στη Γένοβα και η επιστροφή στην αγαπημένη του Πάρμα θα σήμαιναν την αντίστροφη μέτρηση. Με ένα, εννέα και κανένα γκολ στην εκεί τριετία του, με τα μαλλιά κοντοκομμένα και γκρίζα, το 2012 θα αποφάσιζε να παραδοθεί στον πανδαμάτορα χρόνο. Μόνο που αυτό θα συνέβαινε με μία μεγαλειώδη αναγόρευση.
Μία ψηφοφορία στην επίσημη ιστοσελίδα της Πάρμα, όπου οι tifosi θα τον κατονόμαζαν ως τον κορυφαίο που φόρεσε ποτέ τη gialloblu φανέλα. Λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι με 94 γκολ παραμένει ούτως ή άλλως ο Νο1 σκόρερ της ιστορίας της στη Serie A.
Ο Κρέσπο τίμησε το παιχνίδι με σπουδαίο τρόπο και 323 γκολ καριέρας (0,475 ανά ματς) και με 237 τέρματα είναι ο τρίτος καλύτερος Αργεντινός σκόρερ στα ευρωπαϊκά γήπεδα αλλά και ο έβδομος Αργεντινός σκόρερ γενικά. Επίσης, είναι μαζί με τον Νεϊμάρ οι μοναδικοί που έχουν βρει δίχτυα σε Τελικό Champions League και Copa Libertadores, ενώ ήταν ο πρώτος που σκόραρε με πέντε διαφορετικές ομάδες στο Champions League.
Η βαριά σκιά του «Μπατιγκόλ» και η συγγνώμη του Μπιέλσα
Το κεφάλαιο της Εθνικής ήταν κάτι που επίσης του έχει μείνει απωθημένο. «Ξέρω, θα μου πείτε ότι έκανα σπουδαία πράγματα με το εθνόσημο. Εγώ όμως γνωρίζω μέσα μου ότι θα μπορούσα περισσότερα. Πιστεύω ότι θα μπορούσαμε ακόμα και να πάρουμε την κούπα το 2002», έλεγε με καημό σε συνέντευξή του το 2018. Ένας καημός που δεν έσβησε ούτε από μία τεράστια συγγνώμη.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα στη διεθνή πορεία του ήταν ο Γκάμπριελ Μπατιστούτα. Δυστυχώς, έπεσε πάνω στην δική του εποχή. Στα Μουντιάλ του 1998 και 2002 ήταν αναπληρωματικός του. Μόνο που το 2002 ο Κρέσπο ήταν σε καλύτερη κατάσταση και άξιζε τη βασική φανέλα. Ωστόσο, ο Μαρσέλο Μπιέλσα επένδυσε στον «Μπάτι» και εκείνη η σπουδαία σε ταλέντο Αργεντινή γνώρισε τον ντροπιαστικό αποκλεισμό στον όμιλο με Αγγλία, Σουηδία, Νιγηρία.
Χρειάστηκε να περάσουν 11 χρόνια, για να συμβεί κάτι σπάνιο. Ο σκληρός «Loco» Μπιέλσα έγραψε μία κάρτα και την έστειλε να δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ole». Ήταν μία απολογία για το λάθος του 2002 και προς τον Κρέσπο. «Μπορώ να πω ότι δεν το περίμενα με τίποτα. Και ότι με συγκίνησε. Ο χρόνος όμως δυστυχώς δεν γυρίζει πίσω. Και πάντα θα αναρωτιέμαι μέσα μου. Έχω ένα τεράστιο “γιατί” που δεν θα μου φύγει ποτέ»!
Ακόμα και στη σκιά του «Μπατιγκόλ» όμως, κατάφερε να σκοράρει 35 φορές σε 64 παρουσίες με την «Albiceleste» και να γίνει ο τέταρτος σκόρερ της πίσω μόνο από Μέσι, Μπατιστούτα, Αγουέρο. Ενδεικτικό του δικού του καημού πάντως είναι ότι το 2006, όταν και ήταν εκείνος βασικός, αναδείχτηκε δεύτερος σκόρερ και βρέθηκε στην καλύτερη 11άδα της διοργάνωσης.
Ο «Πολωνός» που δεν αντέγραψε και δεν αντιγράφεται
Στους Αργεντινούς αρέσουν τα παρατσούκλια. Τον αποκάλεσαν αρχικά «Πολωνό» για τις ρίζες της γιαγιάς του και στη συνέχεια «Βαλντανίτο» («μικρός Βαλδάνο»), επειδή το στυλ του θύμιζε τον ήρωα του Μουντιάλ του 1986, Χόρχε Βαλδάνο. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο Κρέσπο είχε πάντοτε ένα δικό του ξεχωριστό τρόπο που δεν αντέγραψε και δεν αντιγράφεται.
Ο «Βαλντανίτο» προικίστηκε από τους θεούς της μπάλας με εξαιρετική τεχνική και έναν μοναδικό τρόπο στα τελειώματά του. Είχε έναν μοναδικό τρόπο, με μία-δύο επαφές-πινελιές, να ολοκληρώνει με καμπύλες, ευθείες και ανορθόδοξες γραμμές. Ένας συνδυασμός μαθηματικού εγκεφάλου, τον οποίον τοποθετούσε άμεσα στον σωστό χωροχρόνο, με μία «όραση αετού», όπως τη χαρακτήρισε κάποτε ο εκλέκτοράς του, Χοσέ Πέκερμαν, μπορούσε μόνος του να αλλάξει σχεδόν οποιοδήποτε παιχνίδι.
Σημαντικότερο, ακόμα κι από αυτά τα σπουδαία ορθολογικά αλλά και ακροβατικά χαρίσματά του, ήταν πως υπήρξε ο τέλειος συμπαίκτης.
Ένας αλτρουιστής που σεβόταν τους παρτενέρ του, που ήταν πάντοτε δεκτικός στο να παίξει ξύλο για χάρη τους. Κατάφερε να ξεχωρίσει σε μία πολύ σκληρή εποχή, μέσα από εκπληκτικούς ανταγωνιστές στο “Νο9” και εξίσου σκληροτράχηλους αμυντικούς μίας άλλης εποχής, όχι τόσο μακρινής μα που δεν υπάρχει πια. Και ήταν το ίδιο το παιχνίδι που τον δόξασε. Και που τον αντάμειψε με μία θέση στους 100 κορυφαίους της FIFA και στην αιωνιότητα της καρδιάς όσων τον απόλαυσαν στα ντουζένια του.
Προπονητής, η συνέχεια αντί επιλόγου…
«Με ρωτάτε για την επιμονή. Θα σας πω εγώ τι σημαίνει επιμονή και γιατί στο τέλος θα πετύχουμε. Θα σας πω κάτι που μου είχε πει κάποτε ο “Καρλέτο” (σ.σ.: Αντσελότι), όταν είχα ξεκινήσει άσχημα την πρώτη χρονιά μου στην Πάρμα. “Ερνάντο, οι Αρχαίοι Ρωμαίοι έλεγαν ότι η σταγόνα ανοίγει τρύπα στο βράχο. Γίνε λοιπόν αυτή η σταγόνα”. Και αυτό θα είμαστε αύριο. Η σταγόνα που θα τρυπήσει κάθε εμπόδιο»!
Με τούτη την ομιλία στα αποδυτήρια ο Ερνάντο Χόρχε Κρέσπο, εκείνος που όλοι μας μάθαμε να αποκαλούμε σκέτο «Ερνάν», έβαλε φωτιά στις καρδιές των παικτών του. Κι εκείνοι βγήκαν με το μαχαίρι στα δόντια για να κατακτήσουν άνετα (3-0) το Copa Sudamericana του 2020 στον “εμφύλιο” με τη Λανούς. Μόνο που εκείνη η ομάδα ήταν η παντελώς ταπεινή Ντεφένσα Ι Χουστίσια («Άμυνα και Δικαιοσύνη») και ο τίτλος που πήρε ο πιο απρόσμενος στην ιστορία του θεσμού.
Κάπως έτσι η ιστορία του Ερνάν Κρέσπο στα γήπεδα, από ένα διαφορετικό μετερίζι, ακολουθεί τη διαδρομή της -υποταγμένης στην μπάλα- ψυχής του.
Επειδή εκείνος έμαθε με τον όμορφο και με τον δύσκολο τρόπο πως η επιτυχία δεν είναι οριστική, η αποτυχία δεν είναι μοιραία.
Αυτό που μετράει είναι το κουράγιο να συνεχίζεις…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μάριο Κέμπες: Κανείς δεν ξέρει