Τα φώτα σβήνουν σταδιακά. Η αυλαία ανοίγει και ο πρωταγωνιστής στέκει με την πλάτη στο κοινό. Δεν είναι το κοινό «του» και το γνωρίζει.
Όταν εκείνος γυρίζει, ο κόσμος μένει απορημένος. Γυαλιστερά ρούχα, πολύχρωμα μαλλιά, τέσσερις – πέντε ντουζίνες τατουάζ και μπόλικα σκουλαρίκια σε διάφορα σημεία του σώματος…
Ακόμη και το χρώμα του δέρματός του, θαρρεί κανείς ότι δεν συμβαδίζει με τη μουσική υπόκρουση.
Σαν να είναι σταρ σε μία ροκ όπερα, με σκηνές και σάουντρακ, όμως, που σχεδόν κανένας δεν μπορεί να ακούσει πραγματικά.
Αυτά που λέει ή κάνει δείχνουν να μην βγάζουν νόημα. Όταν, σε μία άλλη σκηνή, «μεταμορφώνεται» σε παίκτη του μπάσκετμπολ, ξάφνου, οι θεατές αρχίζουν και κατανοούν τι κάνει πάνω στο παρκέ. Είναι και αυτό, ενδεχομένως, μία επιβεβαίωση μεγαλείου.
Υπό τους ήχους (απρόσμενα) του συγκροτήματος Pearl Jam, ο πρωταγωνιστής γίνεται και πάλι ο εαυτός του.
Ξέρει ότι ποτέ δεν ήταν υπόδειγμα χαρακτήρα. Ωστόσο, υποδύθηκε με αρμονία έναν αρχετυπικά σεμνό ρόλο μέσα στα γήπεδα. Στη «σκηνή» της παράστασης που είχε -ή έπρεπε να έχει- σημασία για τους άλλους.
Το χειροκρότημα, στο φινάλε, δεν είναι καθολικό. Αλλά αυτό ποτέ δεν τον απασχόλησε.
«Με εμένα, όλα ήταν πάντα πάνω στο τραπέζι. Ό,τι βλέπεις, παίρνεις, αν θέλεις φυσικά να το πάρεις», μονολογεί, σε έναν τρόπον τινά λυτρωτικό «εξαγνισμό» του.
«Εγώ δημιούργησα αυτό το “τέρας”», ξεκαθαρίζει, δίχως τον συνηθισμένο καταμερισμό ευθυνών σε τρίτους, όπως επιλέγουν πολλοί αλαζόνες διάσημοι…
Και σε αυτό αντισυμβατικός… Ο Ντένις Ρόντμαν δεν ήταν ποτέ ο τυπικός αστέρας του ΝΒΑ.
Έμαθε να ζει στα όρια, από μικρό παιδί. Σε όρια σχεδόν… παραφροσύνης, χαοτικά.
Δεν θέλησε ποτέ να συμβιβαστεί με το «πολιτικώς ορθό». Ούτε σαν ντροπαλός έφηβος ούτε σαν «επαναστατημένος» 30άρης, στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Ο Ρόντμαν, ο οποίος γεννήθηκε στις 13 Μαΐου 1961, άκουγε να τον αποκαλούν «περίεργο».
Δεν αποκρίθηκε όταν τον θεώρησαν «παράφρονα», «μοναχικό» και «ανασφαλή». Δεν «φούσκωσε» από περηφάνια ούτε εφησύχασε όταν τον χαρακτήρισαν «μοναχικό επαναστάτη».
Σημασία είχε να αισθάνεται ο ίδιος καλά. Να νιώθει ελεύθερος, ακόμη και αγνός, κατά έναν τρόπο.
Το ντοκιμαντέρ της σειράς «ESPN 30 For 30», με τίτλο «Dennis Rodman: For Better Or Worse», το οποίο προβλήθηκε το φθινόπωρο του 2019, ήταν απλώς μία ευκαιρία να τονίσει πως ήθελε να είναι ο εαυτός του. Δίχως εξηγήσεις, χωρίς μεγάλες απολογίες.
Ο ίδιος δεν το έχει παρακολουθήσει ολόκληρο. Δεν ήταν, άλλωστε, ποτέ από τους τύπους που περιφέρουν τα δαχτυλίδια πρωταθλητή ή τα ατομικά βραβεία τους. Δεν πίστεψε ποτέ ότι αυτά τον καθορίζουν.
Όταν προβλήθηκε το υλικό, σχολίασε ότι «πιστεύω πως αφού δουν το φιλμ, θα με κοιτάξουν και θα πουν: “Οου, δεν ήθελε χρήματα. Δεν επιθυμούσε φήμη. Δεν ήθελε τίποτα, παρά μόνο κάποιον να τον φροντίζει και να τον αγαπά”»…
Η ειρωνεία, βεβαίως, ήταν πως αυτό θέλουν ακόμη από τον ίδιο τα παιδιά του.
Η οικογένεια, όμως, ήταν για τον Ντένις Ρόντμαν μία μάχη και μία έννοια αυτοεκτίμησης, ανεκπλήρωτου σεβασμού.
Γεννήθηκε στο Τρέντον του Νιου Τζέρσεϊ, πριν ο πατέρας του εγκαταλείψει τη φαμίλια, όταν ο Ντένις ήταν τριών ετών…
Ο Φιλάντερ Ρόντμαν, μέλος της Πολεμικής Αεροπορίας ο οποίος πολέμησε αργότερα στο Βιετνάμ, μετακόμισε στις Φιλιππίνες.
Ο ίδιος έχει αποκαλύψει ότι παντρεύτηκε τέσσερις φορές και απέκτησε… 26 ή 28 παιδιά και από άλλες 12 εξωσυζυγικές σχέσεις!
Στην ομιλία της εισόδου του στο Hall Of Fame, το 2011, ο Ντένις ανέφερε πως «είμαι το μεγαλύτερο από τα 47 παιδιά του πατέρα μου», αν και ο τελευταίος το διέψευσε.
Για τον πιτσιρικά που μεγάλωσε στη γειτονιά Όουκ Κλιφ του Ντάλας, όταν μετακόμισε εκεί με τη μητέρα και τις δύο αδερφές του, ο αριθμός των άγνωστων «αδερφών» του μικρή σημασία είχε. Διότι είχε αποφασίσει αμετάκλητα ότι πατέρας δεν υπάρχει.
Τον Φεβρουάριο του 1997, ως παίκτης των Μπουλς, ο Ρόντμαν είχε αργήσει μισή ώρα στην πρωινή προπόνηση πριν από τον εντός έδρας αγώνα με τη Γιούτα.
Όταν έφτασε λαχανιασμένος στο «Μπέρτο Σέντερ», το προπονητήριο της ομάδας του, τον πλησίασε ένας τύπος και του είπε: «Πρέπει να σου μιλήσω». Ο φόργουορντ του Σικάγο απάντησε ότι «αυτό θα πρέπει περιμένει, γιατί έχω ήδη καθυστερήσει». Ο άγνωστος άνδρας δεν πτοήθηκε και του ξεστόμισε πως «είμαι ο πατέρας σου…». Ο Ντένις σκέφτηκε ασυναίσθητα «γιατί πρέπει να το αντιμετωπίσω τώρα και αυτό;» και έφυγε δίχως να πει κουβέντα.
Το ίδιο βράδυ, κατά τη διάρκεια του ματς, διαπίστωσε μία αναστάτωση στην εξέδρα. Ένας συμπαίκτης του τον πλησίασε και του είπε ότι «στην τηλεόραση λένε πως είναι ο Φιλάντερ, ο πατέρας σου, και δίνει συνεντεύξεις και μοιράζει αυτόγραφα».
Ο Ρόντμαν δεν ασχολήθηκε άλλο. Στο βιβλίο του, με τίτλο «As Bad As I Wanna Be» (=«Όσο Κακός Θέλω Να Είμαι»), είχε γράψει πως «δεν μπορώ να μισήσω έναν άνθρωπο που δεν έχω συναντήσει για 30 χρόνια. Δεν τον γνωρίζω καν…
»Γιατί να μου λείψει κάποιος που δεν γνωρίζω; Αυτός ο άνδρας με έφερε στον κόσμο, όμως δεν είναι πατέρας μου».
Τον συνάντησε για λίγο έπειτα από έναν αγώνα επίδειξης στις Φιλιππίνες, τον Ιούλιο του 2012, και απλώς τον χαιρέτησε…
Χωρίς πατρική φιγούρα, ο μικρός Ντένις στηρίχτηκε στην μητέρα του. Η Σίρλεϊ έκανε τρεις δουλειές για να θρέψει τα τρία παιδιά της.
Ο γιος της ήταν συνήθως «δεμένος» στο πλευρό της. Σε ηλικία τεσσάρων ετών αρνήθηκε με ένα δακρυσμένο ξέσπασμα να πάει στο νηπιαγωγείο…
Οι φόβοι του είχαν βάση και επιβεβαιώθηκαν και στο δημοτικό. Ήταν ένα κοντό και κοκαλιάρικο παιδί το οποίο έπεφτε διαρκώς θύμα bullying στο σχολείο.
Πήγαινε όπου πήγαιναν οι δύο αδερφές του, Ντέμπρα και Κιμ, όμως το ότι τον… έντυναν κορίτσι για να παίξουν, δεν ήταν εκείνο που «πλήγωνε» το άβγαλτο αγόρι.
Οι κόρες της Σίρλεϊ ήταν εξαιρετικές παίκτριες στο μπάσκετμπολ (ως τα κολεγιακά χρόνια τους) και στο ανοικτό γήπεδο ο μετέπειτα σκληροτράχηλος Ντένις ήταν ο εύκολος αντίπαλος, ο «σάκος του μποξ».
Τα φτωχά παιδικά χρόνια του έγιναν ακόμη πιο αβάσταχτα όταν, ενώ οι Ντέμπρα και Κιμ διέπρεπαν στο παρκέ, εκείνος «κόπηκε» από την ομάδα φούτμπολ και κανένας δεν τον υπολόγιζε με την πορτοκαλί μπάλα στο γυμνάσιο…
Τόνισε πολλά χρόνια αργότερα ότι «η εφηβεία σε ένα σπίτι με τρεις γυναίκες είναι μεγάλη πρόκληση», όμως η μητέρα του δεν πίστευε πως ο κανακάρης της είχε τα κότσια να γίνει ο «άντρας του σπιτιού».
Επιπλέον, ο Ντένις διαπίστωσε ότι η Σίρλεϊ εκτιμά τις αθλητικές προοπτικές των κοριτσιών και δεν τον αγαπούσε όπως εκείνες…
Όταν, πλέον, ήταν εκείνος διάσημος, δήλωσε ότι «δεν είχα ποτέ πατέρα, η μάνα μου δεν ήξερε να αγκαλιάζει και εσείς απορείτε γιατί έγινα κι εγώ κακός μπαμπάς».
Ο Ρόντμαν, βγήκε, όπως αναμενόταν, στους δρόμους του Ντάλας. Απέφυγε πάντως τις κακές παρέες και τις ουσίες και όπως έλεγαν ως τα τέλη της δεκαετίας του ’90 οι συμπαίκτες του στο Ντιτρόιτ, δεν είχε πιει ποτέ του αλκοόλ.
Παρέμενε αδύνατος, όμως ψήλωνε διαρκώς και δεν σταματούσε να παίζει στα playgrounds της πόλης.
Όσο αποφασιστικά, όμως, άρχισε να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες στον έξω κόσμο, τόσο αμήχανα και σχεδόν υποτακτικά δεν μιλούσε στην μητέρα του.
Όταν τελείωσε το γυμνάσιο, κοντά στα 18 του, «εξουθενωμένος» από όσα βίωνε στο σχολείο και τα γήπεδα, αισθανόταν τρομαγμένος, μόνος και χωρίς ιδέα για το τι του επιφυλάσσει το μέλλον.
Η «λογική» κατάληξή του, έλεγε, έμοιαζε να είναι ένα κελί… «Πίστευα ότι θα βρεθώ στη φυλακή», τόνισε στο ESPN. «Ή θα γινόμουν “βαποράκι” των εμπόρων ναρκωτικών ή θα με έβρισκαν νεκρό».
Η πραγματικότητα στο σπίτι, ωστόσο, ήταν ενδεχομένως πιο σκληρή.
Κουρασμένη από τις τριπλοβάρδιες, η Σίρλεϊ δεν ανεχόταν να βλέπει τον γιο της αδρανή. Η εντολή ήταν απλή: «Βρίσκεις δουλειά ή άλλο μέρος για να μείνεις!».
Ο Ντένις εξήγησε στο ντοκιμαντέρ ότι «με έδιωξε, στα αλήθεια. Άλλαξε, μάλιστα, και τις κλειδαριές…».
Πήρε στον ώμο μία σακούλα σκουπιδιών με τα ρούχα του και εκείνος ο φοβισμένος έφηβος στάθηκε κατάματα σε μία πρωτόγνωρη πραγματικότητα.
Κάθισε στα σκαλοπάτια του σπιτιού του να σκεφτεί. Το πρώτο πράγμα που του ήρθε στο μυαλό ήταν να αναζητήσει στέγη από έναν φίλο του και κοιμόταν για λίγο στην αυλή του.
Ξυπνούσε κάθε πρωί και πήγαινε σε ένα γειτονικό πλυντήριο αυτοκινήτων, όπου έπλενε οχήματα για λιγοστά χρήματα.
Εργάστηκε στα καταστήματα «7-Eleven», όπου μάζευε και δίπλωνε κούτες για πέντε δολάρια την ημέρα.
Δεν παραπονέθηκε ποτέ. «Δεν ήμουν λυπημένος και δεν έκλαψα που η μητέρα μου με πέταξε έξω. Άρχισα να συνηθίζω να ζω έτσι».
Έπιασε δουλειά ως επιστάτης στο αεροδρόμιο Fort Worth του Ντάλας, αλλά σε μία νυχτερινή βάρδιά του διέρρηξε ένα κατάστημα και έκλεψε 50 ρολόγια. Σκοπός του δεν ήταν ποτέ να τα πουλήσει για να ενισχύσει το εισόδημά του. Τα χάρισε σε φίλους του, δίχως να έχει υπολογίσει ότι οι κάμερες ασφαλείας του αεροδρομίου τον έχουν καταγράψει.
Συνελήφθη, πέρασε ένα βράδυ στο κρατητήριο όπου, όταν τον ρώτησαν πώς πέρασε, απάντησε «τα συνηθισμένα. Ένιωθα φυλακισμένος και προσευχήθηκα».
Οι κατηγορίες αποσύρθηκαν όταν η παρέα του επέστρεψε τα ρολόγια και αφέθηκε ελεύθερος.
Ίσως και κάτι παραπάνω από ελεύθερος, καθώς για έξι μήνες έμεινε άστεγος και κοιμόταν σε παγκάκια ή πίσω από γήπεδα…
Μην έχοντας εργασία, αλλά μπόλικο χρόνο, ο Ρόντμαν έπαιζε μπάσκετμπολ όλη μέρα.
Έκανε να μιλήσει έναν χρόνο με την μητέρα του, η οποία ίσως και να μην τον αναγνώριζε. Είχε ψηλώσει πολύ, σχεδόν 25 πόντους σε μερικούς μήνες(!) και, μετά την πιεστική προτροπή ενός φίλου του, δέχθηκε να εγγραφεί στο τζούνιορ κόλετζ Κουκ Κάουντι, όπου κατέγραψε μ.ό. σχεδόν 18 πόντων και 14 ριμπάουντ ανά αγώνα.
Επέστρεψε και στο σπίτι της μάνας του, όμως έπειτα από ένα εξάμηνο αποχώρησε από το κολέγιο δίχως να εξηγήσει τον λόγο. Το περιβάλλον του τον θεώρησε, κατά το κοινώς λεγόμενο, ένα «χαμένο κορμί».
Ο Ντένις ήταν 20 ετών, με ύψος 2,01μ., αλλά και καμία ιδέα για το τι θα κάνει στη ζωή του. Ή, τουλάχιστον, τι ονειρευόταν να κάνει.
Το «έργο» με περίληψη «ή βρίσκεις πώς θα φέρνεις χρήματα στο σπίτι ή έξω από την πόρτα» το είδε ξανα όταν η Σίρλεϊ τον έδιωξε και πάλι.
Το αγόρι που πασχίζει ακόμη για την μητρική αποδοχή κατάλαβε άμεσα πως πρέπει πρώτα ο ίδιος να πιστέψει στον εαυτό του.
Άρχισε να «ψαχουλεύει» ευκαιρίες για πανεπιστημιακές υποτροφίες από άσημα σχολεία.
Το Σάουθιστερν Οκλαχόμα Στέιτ, που αγωνιζόταν στο NAIA και όχι στο NCAA, θα του έδινε μία ευκαιρία. Όφειλε και εκείνος να καταλάβει ότι αυτή θα ήταν η τελευταία μπασκετική ευκαιρία του.
Πριν αρχίσει την τριετή φοίτηση στο πανεπιστήμιο, εργάστηκε το καλοκαίρι του 1983 σε ένα καμπ στην Οκλαχόμα.
Ένα πρωινό αντίκρισε τον… εαυτό του σε έναν ντροπαλό 13χρονο, ο οποίος φαινόταν να μην απολαμβάνει τη διαδικασία και να μην μιλά σε κανέναν. Ο Ρόντμαν τον πλησίασε και τον ρώτησε το όνομά του. «Μπράιν Ριτς», του απάντησε ο πιτσιρικάς, όσο ο Ντένις τού έδινε τη μπάλα για να σουτάρει.
Ο Μπράιν άρχισε να εμπιστεύεται τον Ρόντμαν και να «ανοίγεται» για τα δικά του δύσκολα παιδικά χρόνια. Ο μικρός έγινε άθελά του θύτης και μάρτυρας μία τραγωδίας, αφού είχε πυροβολήσει θανάσιμα, κατά λάθος, τον φίλο του, Μπραντ…
Οι δυο τους, μαζί με άλλα δύο αγόρια, έκαναν σκοποβολή με μήλα για στόχους και όταν ο Μπράιν επιχείρησε να γεμίσει το όπλο του, αυτό εκπυρσοκρότησε και τραυμάτισε τον φίλο του στο στομάχι.
Τρεις ημέρες αργότερα, ο Μπραντ άφησε την τελευταία πνοή του στο νοσοκομείο…
Ο νεαρός δεν κατηγορήθηκε, όμως η ζωή του έγινε «κόλαση».
Σταμάτησε να είναι κοινωνικός, πήγε πάλι στο σχολείο έπειτα από μήνες και οι γονείς του σκέφτηκαν ότι το μπασκετικό καμπ, λίγους μήνες μετά τον χαμό του φίλου του, θα τον βοηθήσει.
Όπως και έγινε. Χάρη στη συμπαράσταση του Ρόντμαν, ο μικρός Μπράιν επέστρεψε στο σπίτι του με όρεξη να μιλήσει και να ζήσει.
Είχε ενημερώσει τους γονείς τους ότι γυρίζοντας θα φέρει έναν φίλο του για φαγητό. Δεν τους είχε εξηγήσει ότι ο νέος φίλος του ήταν 22 ετών και, κυρίως, μαύρος. Σε μία εποχή με τα ρατσιστικά στερεότυπα ακόμη καλά «σφηνωμένα» σε περιοχές όπως η Οκλαχόμα, οι Ριτς αντίκρισαν με καχυποψία τον Ντένις.
Η Πατ Ριτς εξήγησε ότι «στην εποχή μας, ακόμη οι λευκοί συμπεριφέρονταν στους μαύρους σαν παρείσακτους. Υπήρχαν άνθρωποι που δεν ήταν ρατσιστές, όμως έτσι τους μάθαιναν να αντιμετωπίζουν τους Αφροαμερικανούς».
Οι γονείς του Μπράιν διαπίστωσαν τη θετική επιρροή του Ρόντμαν στον γιο τους και συμπάθησαν τον υψηλόσωμο άνδρα.
Ξαφνικά, η απρόσμενη διαφορά ηλικίας των δύο φίλων δεν τους φαινόταν ακατανόητη. Άρχισαν να προσκαλούν τον Ντένις στην οικία τους για το Σαββατοκύριακο και ο Ρόντμαν, βρήκε εκεί ένα νέο σπιτικό, μία νέα οικογένεια.
Ο πατέρας του Μπράιν, Τζέιμς Ριτς, συγκινήθηκε όταν ο Ντένις τού είπε πως μεγάλωσε χωρίς πατέρα (κάτι που είχε βιώσει κι εκείνος) και ότι -δίχως να την κατηγορήσει- δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις με την μητέρα του.
Οι Ριτς έκαναν τον Ντένις να αισθάνεται σαν στο σπίτι του.
Άρχισε να μένει ολοένα και περισσότερο εκεί, έχοντας όμως και υποχρεώσεις, όπως να βοηθά στη φάρμα, να πηγαίνει κάθε Κυριακή στην εκκλησία και όσο βρίσκεται στο σπίτι τους, να μην βρίζει.
Αλλά και να μην κάνει κριτική στον… Λάρι Μπερντ, τον οποίο λάτρευαν, αλλά ο Ντένις θεωρούσε «υπερτιμημένο»!
Η γειτονιά, όμως, κοιτούσε «με μισό μάτι» τη φαμίλια που μεγάλωνε έναν «νέγρο»… Ο Τζέιμς Ριτς, πάντως, αποκάλυψε το 1986, όταν ο Ρόντμαν, επιλέχθηκε στο Νο27 του ντραφτ του ΝΒΑ από τους Πίστονς ότι «οι θιγμένοι γείτονες ξέχασαν τα πάντα και έρχονταν στο σπίτι μας για ένα αυτόγραφο και μία πόζα με τον Ντένις»!
Με έμπνευση και «προκλήσεις» από τη νέα οικογένειά του, ο Ντένις, από ένας άνευρος έφηβος «μεταλλάχθηκε» σε έναν «αδίστακτο» παίκτη στο γήπεδο.
Κάθε φορά που κατέγραφε 25 πόντους ή 20 ριμπάουντ, ο Τζέιμς είχε την υποχρέωση να κεράσει τα παιδιά πίτσα. Αυτό το ραντεβού έγινε συνήθεια, αφού την τριετία στο Σάουθιστερν Οκλαχόμα Στέιτ, ο Ρόντμαν μέτρησε μ.ό. 25,7 πόντους και 15,7 ριμπάουντ!
Την τελευταία σεζόν του, το 1985-1986, ήταν πρώτος σκόρερ (24,4π.) και ριμπάουντερ (17,8ρ.) του NAIA και το Ντιτρόιτ τον επέλεξε με το τρίτο πικ του δεύτερου γύρου του ντραφτ.
Ο Ντένις είχε «σώσει» τον Μπράιν και ο Μπράιν είχε «σώσει» τον Ντένις. Έστω και αν, μετά τη μετακόμιση του Ρόντμαν στο ΝΒΑ, άρχισαν να απομακρύνονται.
Στον λόγο του στο Hall Of Fame, όμως, ο Ντένις ευχαρίστησε την οικογένεια Ριτς «γιατί, πολύ απλά, μου έσωσαν τη ζωή και μου έδειξαν έναν άλλον δρόμο».
Φτάνοντας στο Ντιτρόιτ, ο εξωστρεφής Ρόντμαν της Οκλαχόμα κλείστηκε και πάλι στον εαυτό του.
Ήταν ξεκάθαρο ότι δεν ήταν πνευματικά έτοιμος για την πρόκληση του ΝΒΑ.
Ο κόουτς των Πίστονς, Τσακ Ντέιλι, ωστόσο, είδε αμέσως το πόσο ευάλωτο παιδί ήταν και τον πήρε υπό την προστασία του.
Στον μετέπειτα προπονητή της Dream Team ο Ντένις βρήκε μία απαραίτητη πατρική φιγούρα.
Ο Ντέιλι τον προσκαλούσε σε κάθε γεύμα της ημέρας των Ευχαριστιών ή των Χριστουγέννων, με μοναδική υποχρέωση να… βγάζει όταν φτάνει τα παπούτσια του, για να μην λερώνει την παχιά λευκή μοκέτα του σαλονιού!
Στο παρκέ, ο συμπαίκτης του (και στη συνέχεια παίκτης και του Παναθηναϊκού) Τζον Σάλεϊ έλεγε πως «όταν εμφανίστηκε, δεν ήταν έτοιμος για τη ζωή του ΝΒΑ».
Ήταν ντροπαλός, ήσυχος, αλλά, κατά τον σταρ των Πίστονς, Αϊζάια Τόμας, «γοητευτικά διαφορετικός».
Το καλοκαίρι του 1988, με το Ντιτρόιτ να έχει μεν την κυριαρχία στην Ανατολική Περιφέρεια αλλά να έχει χάσει τον τίτλο από τους Λέικερς, ο Τόμας πλησίασε τον Ρόντμαν και του ξεκαθάρισε: «Αυτό που κάνουμε εδώ δεν είναι παιχνίδι».
Ο Ρόντμαν θυμάται πως «με χτύπησε δυνατά στο στήθος και άρχισε να φωνάζει: “Εδώ δεν αστειευόμαστε. Θέλουμε να κατακτήσουμε τον τίτλο. Σταμάτα να βγαίνεις και για διασκεδάζεις με τον Σάλεϊ και κάνε τη δουλειά σου!”. Όλο αυτό άλλαξε τη ζωή και την οπτική μου στη Λίγκα.
»Για δύο χρόνια νόμιζα ότι το ΝΒΑ είναι μία μεγάλη παιδική χαρά».
Η συνέχεια ήταν απολαυστική για τους «Bad Boys» του Ντιτρόιτ και «μαρτυρική» για τους αντιπάλους τους.
Ο Ρόντμαν, εκτός από μία μηχανή ριμπάουντ, εξελίχθηκε σε έναν «αδυσώπητο» αμυντικό που μπορούσε να μαρκάρει από τον αντίπαλο σέντερ μέχρι τον καλύτερο περιφερειακό.
Είχε την ικανότητα να «βγάζει από τα νερά» του κοτζάμ Μάτζικ Τζόνσον -οι Πίστονς διέλυσαν με 4-0 τους Λέικερς στους Τελικούς του 1989- και να εκνευρίζει μαεστρικά τον Μάικλ Τζόρνταν και τον Σκότι Πίπεν.
Οι Πίστονς έγιναν οι μισητοί της Λίγκας, κατακτώντας τους τίτλους του 1989 και του 1990. Ο Ντένις δεν έβγαλε τη φανέλα της ομάδας του για τρεις ολόκληρες μέρες μετά τη νίκη επί των Λέικερς και το 1990 έβαλε τα κλάματα όταν έλαβε το βραβείο του κορυφαίου του ΝΒΑ.
Ένας παίκτης χωρίς όρια, αλλά που εκείνη τη στιγμή εμφάνιζε δημοσίως κάτι διαφορετικό από τη συνήθη «σκληρή» και «μάτσο» εικόνα των σταρ του μπάσκετμπολ.
Κατέκτησε το ίδιο βραβείο και το 1991, αναδείχθηκε All Star το 1990 και το 1992 και στην δεύτερη φορά, στο Ορλάντο, σχεδόν βούρκωσε όταν το κοινό αποδοκίμασε στο άκουσμα του ονόματός του, στην παρουσίαση… «Γιατί με μισούν; Τι τους έχω κάνει;», ήταν η αφελής απορία του.
Η παρουσία του είχε ταυτιστεί με τους «κακούς» Πίστονς, οι οποίος, όμως, δεν γλίτωσαν από τον χρόνο και την αναπόφευκτη αλλαγή.
Το 1992, ο Τσακ Ντέιλι παραιτήθηκε, ο Τζον Σάλεϊ έγινε ανταλλαγή και ο Τόμας με τον Μπιλ Λαϊμπίρ πιάστηκαν στα χέρια στην προπόνηση! Ο Ντένις αισθάνθηκε «προδομένος» και εγκαταλειμμένος από την «οικογένειά» του για μία ακόμη φορά.
Οι μέρες των «Bad Boys» όπως τους έμαθε -και τους μίσησε- το ΝΒΑ ήταν πια μετρημένες. Ευτυχώς, όχι και οι μέρες του ίδιου του Ντένις Ρόντμαν…
Το 1986, σαν ρούκι, είχε γνωρίσει την Άνι Μπέικς, με την οποία έναν χρόνο αργότερα απέκτησαν μία κόρη, την Αλέξις.
Το 1992 το ζευγάρι αποφάσισε να παντρευτεί, όμως χώρισαν έπειτα από 82 ημέρες…
«Δεν μου πήγαινε να είμαι πατέρας και κάναμε μία μεγάλη βλακεία με την Άνι», παραδέχθηκε. Τότε δεν είχε διαπιστώσει ακόμη πως «γάμος και αθλητές είναι ένας κακός συνδυασμός».
Η παραίτηση του Ντέιλι ενίσχυσε αφόρητα την ανασφάλειά του και εμφανίστηκε καθυστερημένα στην έναρξη της προετοιμασίας. Ήταν προφανές ότι δεν ήταν ο εαυτός του.
Άκεφος, λιγομίλητος και χαμένος στις σκέψεις του, οι οποίες φάνηκε ότι περιελάμβαναν και αυτοκτονικές τάσεις.
Το μπάσκετμπολ τον έκανε να μένει ένα ενθουσιώδες παιδί. Το ίδιο τον έφερε και πάλι σε σημείο κατάθλιψης.
Στις 11 Φεβρουαρίου 1993, κάθισε στο αυτοκίνητό του στο πάρκινγκ του Auburn Hill Palace, έδρας των Πίστονς, με μία καραμπίνα στα πόδια του… Έφερε την κάννη στο στόμα του, αισθάνθηκε το παγωμένο περίβλημα και σκέφτηκε πώς θα ήταν ζεστό, αν πυροβολούσε. Θα προλάβαινε να το καταλάβει ή όλα θα τελείωναν μεμιάς;
Δεν ήταν σίγουρος για τη ζωή, αλλά ούτε και για τον θάνατο. Αν ήταν γι’ αυτό, θα το είχε κάνει. Άνοιξε το ραδιόφωνο… Pearl Jam στο ηχείο και «ευτυχώς που το έκανα, γιατί αποκοιμήθηκα και το όπλο έπεσε από τα χέρια μου», εξήγησε.
Τόνιζε ότι δεν είχε σκοπό να δώσει τέλος στη ζωή του, αλλά η αστυνομία βρήκε στη θέση του συνοδηγού ένα σημείωμα που ανέφερε κάτι εντελώς διαφορετικό.
«Είμαι εδώ και μία χαρά», απάντησε σε σχετική ερώτηση την επόμενη μέρα. Δεν είχε αυτοκτονήσει, όμως είχε «σκοτώσει» τον παλιό εαυτό του.
Η νοοτροπία του, παρά τα δύσκολα παιδικά χρόνια και την εγκατάλειψη, δεν εξελίχθηκε ποτέ σε κάτι σαν «μόνος μου και όλοι σας». Ούτε σαν άλλοθι ούτε σαν κατόρθωμα.
Για χρόνια αισθανόταν διαφορετικός, όμως φοβόταν να «αγκαλιάσει» αυτή τη διαφορετικότητα του μπερδεμένου μυαλού του.
Όπως ανέφερε στο ντοκιμαντέρ του ESPN, «τότε είπα στον εαυτό μου “γ….ε τον κόσμο και αποδέξου ότι δεν είσαι φυσιολογικός”. Είμαι διαφορετικός, είμαι περίεργος τύπος, αλλά στο εξής δεν θα έχω πρόβλημα με αυτό».
Όποιος είχε πρόβλημα… ήταν δικό του πρόβλημα.
«Όποιος θέλει μπορεί να με αγαπήσει ή να με μισήσει. Ωστόσο, από εδώ και πέρα δεν θα κάνω τίποτα για να ευχαριστήσω τους άλλους, παρά μόνο εμένα».
Παρατήρησε πως «για χρόνια ήμουν και ένας “σκλάβος” του μπάσκετμπολ.
»Στο ΝΒΑ, οι ιδιοκτήτες, οι οπαδοί και ο Τύπος πιστεύουν ότι αν παίζεις στη Λίγκα και πληρώνεσαι καλά, ανήκεις 24 ώρες το 24ωρο σε μία ομάδα. Ακούστε καλά. Αυτό δεν ισχύει και για όσους το πιστεύουν, θα αλλάξει».
Χρειαζόταν και ο ίδιος μία αλλαγή. Απαίτησε ανταλλαγή από τους Πίστονς και τον Οκτώβριο του 1993, λίγο πριν από την έναρξη της σεζόν, παραχωρήθηκε στο Σαν Αντόνιο, αντί του Σον Έλιοτ.
Το συντηρητικό Τέξας ήταν μία παράδοξη αλλά και συνάμα κατάλληλη «σκηνή» για τον επονομαζόμενο ως «Worm» (=«Σκουλήκι») να εμφανίσει στο κοινό τον νέο, αλλά αληθινό εαυτό του.
Εμφανίστηκε στο Σαν Αντόνιο με ξανθά μαλλιά, εμπνευσμένα από το κούρεμα του Ουέσλι Σνάιπς στην ταινία «Demolition Man».
Εξήγησε πως «δεν το κάνω για να ξεχωρίσω. Αυτός είναι ο “νέος εγώ”».
Ο «νέος Ρόντμαν» δεν θα γινόταν πάλι εσωστρεφής. Στο παρκέ έκανε τη δουλειά του και από το 1992 κέρδιζε τον τίτλο του κορυφαίου ριμπάουντερ.
Είχαν αποδώσει τα «ιδιαίτερα μαθήματα» που έκανε στον εαυτό του σαν παίκτης των Πίστονς. Αφού, ενώ βαριόταν να σουτάρει, έβαζε τους συμπαίκτες του να κάνουν σουτ ώστε να διαπιστώνει την ταχύτητα και τις αναπηδήσεις της μπάλας από διάφορα σημεία του γηπέδου, προκειμένου να γνωρίζει πού καταλήγει ένα ριμπάουντ.
Εκτός γηπέδου δεν ήθελε να έχει σχέση με την «καθωσπρέπει» εικόνα των Σπερς του Ντέιβιντ Ρόμπινσον.
Φωτογραφήθηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού Sports Illustrated, με τίτλο «Rare Bird» («=Σπάνιο Πουλί»), σε συνέντευξη στην οποία έκανε λόγο για «γκέι φαντασιώσεις», για «βραδιές σε γκέι μπαρ» και για επιθυμία «να φοράω, όποτε θέλω, γυναικεία ρούχα»!
Το «κάδρο» συμπλήρωσε η Μαντόνα, η οποία ενθουσιάστηκε από το αντισυμβατικό λουκ του Ρόντμαν και δεν έκρυψε από τους παπαράτσι ότι έχει σχέση μαζί του.
Μάλιστα, ο Τύπος τη εποχής αποκάλυψε μία κοπάνα του Ντένις από ξενοδοχείο του Ντένβερ, πριν από αγώνα με τους Νάγκετς, ώστε να περάσει τη νύχτα στο δωμάτιο της διάσημης τραγουδίστριας.
Ο τότε κόουτς των Σπερς, Τζον Λούκας, αποκάλυψε ότι ο παίκτης του έφερε την Μαντόνα στα αποδυτήρια της ομάδας, έπειτα από ένα ματς.
Ο Ρόντμαν έγινε περισσότερο γνωστός στο πλάι της και αποκάλυψε ότι εκείνη του πρόσφερε 20 εκατομμύρια δολάρια για να της χαρίσει ένα μωρό.
Όμως ο ίδιος ισχυρίζεται ότι αρνήθηκε και πρόταση γάμου της, εξηγώντας πως «δεν ήθελα ούτε να είμαι το παιχνιδάκι της ούτε να ζήσω στη σκιά της. Είχα κι εγώ πολλά να κάνω και να πω σε αυτό τον κόσμο».
Η σχέση του με τους Σπερς δεν είχε την κατάληξη που όλοι περίμεναν. Ή, μάλλον, είχε την εξέλιξη που προέβλεπαν οι «αντιρρησίες» του.
Η ομάδα του Σαν Αντόνιο ολοκλήρωσε το 1995 την κανονική σεζόν του με 62 νίκες και τον Ντέιβιντ Ρόμπινσον ως πολυτιμότερο παίκτη.
Οι ειδικοί έλεγαν πως είναι το φαβορί για να εκθρονίσουν τους πρωταθλητές Ρόκετς, όμως στους τελικούς της Δυτικής Περιφέρειας ηττήθηκαν από το Χιούστον. Ο Ρόμπινσον έμοιαζε με «ιερή αγελάδα» στο Τέξας και οι κατηγορίες έπεσαν πάνω στον Ρόντμαν…
Είχε προηγηθεί η άρνηση των Σπερς να του προσφέρουν πρόωρη επέκταση συμβολαίου, αλλά και ένα ατύχημά με μοτοσικλέτα, στο οποίο τραυματίστηκε στον ώμο και απουσίασε από 33 ματς.
Από το φθινόπωρο του 1995 είχαν αρχίσει κάποιοι «ψίθυροι» περί ανταλλαγής του στους Μπουλς. Λίγοι τους πίστεψαν, θεωρώντας ότι ένας τόσο «αυτόφωτος» χαρακτήρας δεν μπορεί να συνυπάρξει με τον απαιτητικό Μάικλ Τζόρνταν.
Όταν τελικά το Σικάγο, ο κόουτς Φιλ Τζάκσον και ο τζένεραλ μάνατζερ Τζέρι Κράουζ «πάτησαν τη σκανδάλη» και τον απέκτησαν, ο Ρόντμαν ξεσπάθωσε κατά των Σπερς…
«Η αποχώρησή μου είναι μία ακόμη ευκαιρία να αποδείξω στον εαυτό μου ότι είμαι μόνος μου και δεν έχω ανάγκη κανέναν. Είπα στη διοίκηση του Σαν Αντόνιο ότι μπορούν να μου φιλήσουν τον π….ό!
»Θέλω να αισθάνομαι ελεύθερος και ο εαυτός μου και εκεί δεν το κατάφερα τελείως. Θέλω να δείχνω ότι είναι εντάξει να είσαι διαφορετικός.
»Νομίζω ότι αυτό άρεσε στο κοινό, αλλά όχι στους παράγοντες, που νομίζουν ότι ο Ρόμπινσον αναδείχθηκε μόνος του MVP.
»Είμαι ο ίδιος που βοήθησε τον Ντέιβιντ και την ομάδα. Είμαι εκείνος που είναι πρώτος ριμπάουντερ, αλλά φαίνεται πως δεν τους άρεσα. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτό».
Το 1995, το όνομά του ήταν πέμπτο στη λίστα των υποψήφιων του Φιλ Τζάκσον για τους Μπουλς.
Ο Αμερικανός τεχνικός ρώτησε τους δύο σταρ του πώς βλέπουν την πιθανή προσθήκη του Ρόντμαν. Ο Σκότι Πίπεν είπε ορθά-κοφτά «όχι». Ο Μάικλ Τζόρνταν, ρώτησε τον προπονητή του τι θα συμβεί αν ο ατίθασος φόργουορντ χάσει τον έλεγχο… «Το ‘χω», ήταν η απάντηση του «Jax» και ο Ντένις εμφανίστηκε στο Σικάγο με κόκκινο χρώμα στο μαλλί!
Όταν ο Τζάκσον τον ρώτησε αν θέλει να παίξει στους Μπουλς, η αρχική απόκριση του Ρόντμαν ήταν πως «δεν μου καίγεται καρφί»!
Η σεζόν 1995-1996 έφερε τους «Ταύρους» και πάλι στον «θρόνο», πετυχαίνοντας μάλιστα ρεκόρ νικών στην ρέγκιουλαρ σίζον με 72-10 και καταρρίπτοντας το 69-13 των Λέικερς του 1971-1972. Μία επίδοση που ξεπέρασαν οι Γκόλντεν Στέιτ Ουόριορς το 2015-2016, με 73-9.
Ο Ρόντμαν είχε τιμωρηθεί με πρόστιμο 20.000 δολαρίων και έξι αγώνες αποκλεισμό για… «κεφαλιά» σε διαιτητή, στις 16/3/96 στο Νιου Τζέρσεϊ. Ο τρίτος προσωπικός τίτλος του, όμως, του χάρισε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και ελευθεροστομία.
Το καλοκαίρι του 1996, σε εκδήλωση για την προώθηση του βιβλίου του, εμφανίστηκε σε βιβλιοπωλείο της Νέας Υόρκης ντυμένος ως… νύφη(!), λέγοντας πως «περίμενα να είναι εκεί 100 άτομα και αντίκρισα τρεις χιλιάδες!».
Ήταν η «δεύτερη γέννησή» του. Η «γέννηση» του «ροκ σταρ» Ντένις Ρόντμαν, ο οποίος δήλωνε ευθαρσώς πως «λένε ότι ο Έλβις είναι νεκρός. Εγώ λέω “όχι, τον κοιτάζετε”. Ο Έλβις δεν πέθανε, απλώς άλλαξε χρώμα!».
Η Αφροαμερικανική κοινότητα, πάντως, δεν τον αντιμετώπιζε φιλικά και ο ίδιος ξεκαθάριζε ότι «δεν μπορώ να ταυτιστώ με την μαύρη κουλτούρα».
Έγινε μόνιμος «θαμώνας» των τηλεοπτικών σόου και έλεγε ότι «ίσως είμαι πιο διάσημος και από τον Τζόρνταν! Ίσως. Το μόνο βέβαιο είναι πως αν ο Μάικ έπινε όπως εγώ, δεν θα έφτανε ως τα 40».
Ο Ρόντμαν έγινε πολύτιμο κομμάτι του «παζλ» των Μπουλς.
Αμετανόητος στην αφοσίωση στην άμυνα και τη «βρώμικη δουλειά» (είχε πει ότι «αν ήθελα, θα μπορούσα εύκολα να σκοράρω 20 πόντους σε κάθε ματς, όμως δεν είναι αυτή η δουλειά μου»), ήταν για επτά συνεχείς σεζόν κορυφαίος ριμπάουντερ του ΝΒΑ (1992-1998)!
Ο εξαιρετικός διαχειριστής χαρακτήρων που ακούει στο όνομα Φιλ Τζάκσον τον «έχασε» μόνο τρεις φορές και αυτό για λίγο, το 1997-98.
Η μία όταν κλώτσησε έναν κάμεραμαν στην τελική γραμμή του παρκέ και τιμωρήθηκε με αποκλεισμό 11 ημερών και πρόστιμο 20.000 δολαρίων. Ήρθε σε εξωδικαστικό συμβιβασμό με τον κάμεραμαν αντί 200.000 δολαρίων και με τις αμοιβές που έχασε λόγω της αποβολής, είχε προσωπικές απώλειες ύψους ενός εκατομμυρίου.
Η δεύτερη όταν αιτήθηκε άδειας στα μέσα της σεζόν -μόλις ο Πίπεν επέστρεψε από πολύμηνη απουσία λόγω τραυματισμού- για διακοπές στο Λας Βέγκας. Μία ιστορία που αποκαλύφθηκε στο τρίτο επεισόδιο του ντοκιμαντέρ «The Last Dance», του ESPN, για το τελευταίο πρωτάθλημα του Σικάγο.
Ο Τζάκσον δέχθηκε να του δώσει 48 ώρες και ο Τζόρνταν εκτίμησε πως «αν τον αφήσεις, Φιλ, δεν θα επιστρέψει ποτέ(!)». Ο «Air» ήταν εκείνος που τον «έσυρε» πίσω στο Σικάγο, αφού τον βρήκε σε ξενοδοχείο του Βέγκας, στο κρεβάτι με την ηθοποιό Κάρμεν Ιλέκτρα, η οποία προσπαθούσε να κρυφτεί κάτω από τα σεντόνια…
Κατά τη διάρκεια των Τελικών του 1998, εναντίον των Τζαζ, ο Ρόντμαν άφησε για μία μέρα την ομάδα του μετά τον τρίτο αγώνα της σειράς, ώστε να αγωνιστεί εναντίον του παλαιστή Χαλκ Χόγκαν, στο ρινγκ!
Η διοίκηση τον τιμώρησε με πρόστιμο 20.000, όμως, όλα ξεχάστηκαν με την κατάκτηση του έκτου τίτλου των Μπουλς, με το νικητήριο σουτ του Τζόρνταν στη Γιούτα, στο έκτο ματς.
Το 1998, αφού είχε «εισβάλλει» στη σκηνή μίας συναυλίας των αγαπημένων του Pearl Jam (έχει πει πως «το τραγούδι τους, “Black”, μου έσωσε τη ζωή»), παντρεύτηκε την Κάρμεν Ιλέκτρα, σε έναν γάμο που κράτησε μόλις πέντε μήνες.
Η ηθοποιός επισήμανε ότι κοντά του βρήκε απλώς παρηγοριά για τον τότε πρόσφατο θάνατο της μητέρας της, λόγω όγκου στον εγκέφαλο…
Ο Ντένις Ρόντμαν παντρεύτηκε και τρίτη φορά, το 2001 με την Μισέλ Μόγιερ, με την οποία απέκτησαν τον Ντένις τζούνιορ, παίκτη μπάσκετμπολ του πανεπιστήμιου Ουάσινγκτον Στέιτ, και την Τρίνιτι, η οποία παίζει ποδόσφαιρο.
Η σχέση του με την Μόγιερ βασίστηκε στα ατελείωτα πάρτι και το άφθονο αλκοόλ και κράτησε ως το 2004.
Μέχρι τότε, έχοντας αγωνιστεί νωριτερα για 23 παιχνίδια στους Λέικερς και για 13 στους Μάβερικς, είχε αποσυρθεί από το ΝΒΑ, αλλά όχι από τα γλέντια.
Δεν θεώρησε ποτέ ότι άγγιξε τον «πάτο του (προσωπικού) βαρελιού του», όμως ήρθε μία στιγμή που -παρότι γνώριζε ότι πολλοί κάνουν παρέα μαζί του για δωρεάν διασκέδαση- αμφισβήτησε το πόσους φίλους έχει.
Θέλησε να βρίσκεται μόνο με πλούσιους γνωστούς του, λέγοντας πως τουλάχιστον εκείνοι δεν θέλουν να του αποσπάσουν χρήματα.
Κάτι που έκανε η πρώην ατζέντης του, Πέγκι Αν Φούλφορντ, η οποία τον Νοέμβριο του 2019 καταδικάστηκε σε δεκαετή φυλάκιση για υπεξαίρεση σχεδόν δέκα εκατομμυρίων από το «Σκουλήκι» και άλλους πελάτες της…
Έκανε παρέα με την αείμνηστη σκηνοθέτη, Πένι Μάρσαλ, ενώ το 2000, όσο αγωνίστηκε στο Ντάλας, έμεινε για τρεις εβδομάδες στον ξενώνα του ιδιοκτήτη της ομάδας, Μαρκ Κιούμπαν.
Η προσωρινή συγκατοίκηση περιελάμβανε πάρτι και βόλτες σε στριπ-κλαμπ της περιοχής και ο ένας λάτρεψε την αυθεντικότητα του άλλου.
Η «μετά ΝΒΑ» ζωή του Ρόντμαν δεν είχε λιγότερες «περιπέτειες».
Το 2003 -2004 φόρεσε τη φανέλα των Λονγκ Μπιτς Τζαμ της G-League και της μεξικανικής Φουέρζα Ρέτζια.
Την επόμενη σεζόν αγωνίστηκε στο άλλοτε ΑΒΑ με τους Όραντζ Κάουντι Κρας, αλλά και σε έναν αγώνα της φινλανδικής Τορπάν, για μερικές χιλιάδες δολάρια.
Το 2005-20006 επέστρεψε στο ΑΒΑ, με τους Τιχουάνα Ντράγκονς και έφτασε ως την Αγγλία, για τρία ματς με τους Μπράιτον Μπερς.
Αυτά τα τελευταία «ένσημα» δεν «πλήγωσαν» τη μπασκετική φήμη του, η οποία λόγω της αγωνιστικής και επικοινωνιακής «χημείας» του με τους Μπουλς και το three-peat του 1998, τον έφεραν δικαιωματικά ως το Hall Of Fame, το 2011.
Ο παλαίμαχος σταρ έφτασε στο Σπρίνγκφιλντ της Μασαχουσέτης έχοντας στο πλάι του τον προπονητή του στο Σικάγο, Φιλ Τζάκσον, και φορώντας ένα «φανταχτερό» κοστούμι που έγραφε με γυαλιστερά γράμματα «Bulls» και «Pistons», στο πίσω μέρος!
Δεν επρόκειτο να υποκύψει σε πρωτόκολλα… Δεν θα αναγκαζόταν να γίνει «κάποιος άλλος» για μία βράβευση, αν και πολλοί απόρησαν που «χώρεσε» στο «Μουσείο του Μπάσκετμπολ» μία καλτ φιγούρα, διόλου ταιριαστή με την clean-cut εικόνα που ήθελε για το ΝΒΑ («του») ο τότε κομισάριος, Ντέιβιντ Στερν.
Δεν είχε κρύψει, σε δηλώσεις του μερικές ημέρες νωρίτερα πως «έπινα γιατί βαριόμουν» και στον λόγο του ανέδειξε την πιο ανθρώπινη πλευρά του, λέγοντας βουρκωμένος πως «μετανιώνω που δεν ήμουν καλός πατέρας στα παιδιά μου.
»Μετανιώνω που δεν ήμουν καλός γιος για την Σίρλεϊ, αλλά δεν ξέρω και πώς να αγαπάω τα παιδιά μου. Αυτό το “κληρονόμησα” από την μητέρα μου…».
Έκτοτε, συνελήφθη τρεις φορές για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ και οδηγήθηκε σε κέντρο αποτοξίνωσης.
Στις Η.Π.Α. θεωρούν πως βρέθηκε για τους λάθος λόγους στα πρωτοσέλιδα και στα δελτία ειδήσεων των μεγαλύτερων δικτύων, με τις τρεις επισκέψεις του στη Βόρεια Κορέα και τον μονάρχη της, Κιμ Γιονγκ-Ουν, τον οποίο «θεωρώ φίλο μου».
Τον κατηγόρησαν για μικροπολιτικά συμφέροντα, «διαφημιστικό τρικ» (όπως το αποκάλεσε η τότε προεδρία του Μπαράκ Ομπάμα) ή απλή… ανοησία.
Πάντως, όταν ο Κιμ συνάντησε τον πρόεδρο των Η.Π.Α., Ντόναλντ Τραμπ, ο Ρόντμαν δήλωσε ότι «έβαλα το λιθαράκι μου σε αυτό» και αποκάλεσε την απελευθέρωση του ιεραπόστολου Κένεθ Μπέι (που κατηγορήθηκε ότι συνωμοτεί για την ανατροπή του Κιμ) από τη Βόρεια Κορέα ως «την κληρονομιά μου»….
Δεν έκρυψε ποτέ ότι «κάθε μέρα παλεύω με τους “δαίμονες” μου και το ποτό είναι ο τελευταίος που προστέθηκε στη λίστα μου». Ωστόσο, ομολόγησε πως «ο χειρότερος “δαίμονάς” μου είναι ότι προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι είμαι καλός μπαμπάς…
»Κάθομαι και λέω ψέματα στον εαυτό μου ότι είμαι καλός πατέρας, αλλά είναι δύσκολο γιατί εγώ δεν είχα πατέρα και κανέναν να με αγαπήσει».
Αν του έλεγε κανείς τι θα έκανε αν μπορούσε να επιστρέψει στο παρκέ, θα επαναλάμβανε πως «θα έμπαινα για να ματώσω, να σπάσω τη μύτη μου, γιατί λατρεύω τον πόνο του αθλήματος!».
Θα συνεχίζει να στηρίζει τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα και να απεχθάνεται την «υποκρισία των σπορ…
»Θα έπαιζα και δωρεάν», έχει δηλώσει, «αλλά πληρώνομαι για να αντέχω τις αηδίες από την πίεση του κόσμου και του Τύπου!».
Και δεν πρόκειται να αποκαλύπτει το φιλανθρωπικό πρόσωπό του, παρότι σε κάθε επίσκεψη στη Βοστόνη πήγαινε κρυφά εκατοντάδες παιχνίδια σε παιδική κλινική. Χωρίς κάμερες, χωρίς δημοσιογράφους.
Ή φρόντιζε, στον δρόμο για την οικία του, να δίνει 100-200 δολάρια στους άστεγους, τους οποίους συχνά φιλοξενούσε σπίτι του, για ένα ζεστό μπάνιο και ένα πιάτο φαγητό.
Αν η ζωή του Ντένις Ρόντμαν ήταν ένα δωμάτιο, αυτό θα ήταν γεμάτο από πόρτες και καθρέφτες.
Ίσως να ήταν κατάμεστο από κόσμο, ωστόσο εκείνος πάλι μόνος θα αισθανόταν…
Θα ήταν γεμάτο από κατορθώματα, αλλά και λάθη. Από εμμονές αλλά και περηφάνια.
Το χέρι του, αν και η φύση του ήταν πάντα περίεργη, θα πήγαινε αρχικά διστακτικά σε κάθε χερούλι. Θα φοβόταν να κοιτάξει τι υπάρχει από πίσω. Στην πορεία θα διαπίστωνε ότι ακόμη κι εκείνος να μην το επεδίωξε, κάποιες θύρες θα άνοιγαν μόνες τους. Το βλέμμα του, επίσης αρχικά, θα κατέληγε αργά και τρομαγμένα πάνω στους καθρέφτες.
Θα ντρεπόταν να αντικρίσει τον εαυτό του. Μέχρι να καταλάβει, με πολύ πόνο και εσωστρέφεια είναι αλήθεια, ότι το μόνο που δεν τον απασχολεί είναι τι βλέπουν οι άλλοι σε εκείνον.
Εκείνο το σεμνό παιδί της εφηβείας, δεν άλλαξε. Απλώς διαμορφώθηκε. Αναζητώντας, με τρόπο ιδιόμορφο και μη συμβατικό, στο σημείο του ασυνείδητου, αγάπη και αποδοχή.
Όπως ζητούσε όταν ήταν προσκολλημένος στο πλευρό της μητέρας του. Όπως έκανε όταν διοργάνωνε πάρτι «πνιγμένα» στο ποτό με άγνωστους, οι οποίοι το μόνο που ήθελαν ήταν λίγη από τη «λάμψη», τη δόξα του, μαζί με δωρεάν αλκοόλ.
Όπως θα εξακολουθήσει να κάνει, ακόμη και με την «ταμπέλα» του «κακού πατέρα», για να νιώθει ελεύθερος.
Να πιστεύει ότι είναι ακόμη εκείνο το δεκάχρονο αγόρι με τη φανέλα, το σορτσάκι και τα λυμένα κορδόνια. Να «ξορκίζει» τους «δαίμονές» του.
Άλλες φορές να γελά και άλλες να μην αντιδρά καν, όταν ακούει να τον αποκαλούν «τρελό» ή «γκέι».
Χαρούμενος, όμως, ακόμη και με τα λάθη του, ως ο μόνος κριτής του εαυτού του.
Το μυαλό του Ντένις Ρόντμαν δεν ήταν χαμένο. Ήταν μπερδεμένο, όμως, παράλληλα, και περίπλοκα απλοϊκό.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Ο «Πρώτος Χορός» του Μάικλ Τζόρνταν / Η απογείωση του Μάικλ Τζόρνταν / Νόμος Τζόρνταν /
Ο Μάικλ Τζόρνταν θα είναι πάντα ο #1
Σκότι Πίπεν: Η Σκιά Του Ινδιάνου
Τα… 12 λεπτά δημοσιότητας του Λουκ Λόνγκλεϊ δεν αρκούσαν στον Μάικλ Τζόρνταν