Ο σιδηροδρομικός υπάλληλος Τζουζέπε, με τη μπλε στολή καλοσιδερωμένη και το πηλήκιο φορεμένο με περηφάνια, σφύριξε για τελευταία φορά.
Είχε αναγγείλει την αναχώρηση του τελευταίου «οτομοτρίς» της βάρδιάς του. Ήταν ευδιάθετος, γιατί κατά την επιβίβαση των επιβατών για το Ριέτι ξεπροβόδισε έναν χωριανό του από το Κοβαλέκιο.
Είχε πολύ καιρό να το ακούσει όπως το λένε οι ντόπιοι. «Κοβαλέκιου». Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια, χαμογέλασε νοσταλγικά, πήγε να χτυπήσει την κάρτα του και επέστρεψε γρήγορα σπίτι. Η Μαρία-Λάουρα είχε μαγειρέψει σπαγγέτι με ντομάτα και βασιλικό, το σπίτι μοσχοβολούσε. Παρατήρησε το μεγάλο του γιο, τον Φερνάντο. Δεν τον χωρούσε ο τόπος, ήταν νευρικός, γιατί μετά το φαγητό ο πατέρας τού είχε υποσχεθεί ότι θα πάει να τον γράψει «στο ποδόσφαιρο».
Στην Ιταλία του 1984, δυο χρόνια μόλις μετά το έπος της κατάκτησης του Μουντιάλ του ’82, το ποδόσφαιρο για κάθε νεαρό αγόρι ήταν ίσως το μοναδικό ισοδύναμο της εξομοίωσης με σούπερ ήρωα. Ο Φερνάντο ήταν τόσο ανυπόμονος που κάθισε στο τραπέζι με τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια. «Ο Αλεσάντρο πού είναι;», ρώτησε με απορία ο Τζιουζέπε.
Ο μικρός του γιος είχε κλειστεί στο δωμάτιό του, έκλαιγε με εκείνο το χαρακτηριστικό κλάμα των οκτάχρονων, που δεν είναι ευδιάκριτο εάν το εννοούν ή κοροϊδεύουν. «Απ’ όταν γύρισε από το σχολείο έτσι είναι, πεταρίζει να τον πάρεις κι αυτόν μαζί με τον μεγάλο», αποκρίθηκε η Μαρία-Λάουρα.
Ο πατέρας ήταν ευδιάθετος, στο μυαλό του τριγύριζε ακόμη το «Κοβαλέκιου». Αγνά συναισθήματα, γλυκιές αναμνήσεις. Θυμήθηκε τον εαυτό του στις αλάνες του Ριέτι, τη λαχτάρα τού να μοιάσει στο Ριβέρα, το Ρίβα, όλους τους μεγάλους. Πήγε μέσα, είπε στο μικρό να σκουπίσει τα δάκρυα και του υποσχέθηκε ότι θα τον πάρει μαζί του, αρκεί να μην είναι καπρίτσιο και πάνε χαμένες οι 30.000 λιρέτες της εγγραφής.
Το πρόσωπο του μικρού έλαμψε. Δεν ήταν ζήτημα ανταγωνισμού με τον αδερφό του μήτε καπρίτσιο της ηλικίας. Του άρεσε το ποδόσφαιρο, κάτι τον τραβούσε, του προξενούσε μια αίσθηση που δεν μπορούσε ακόμη να προσδιορίσει λόγω ηλικίας. Ήταν το μοναδικό παιχνίδι κατά το οποίο ήταν απόλυτα συγκεντρωμένος, διασκέδαζε ακριβώς με τον τρόπο που ήθελε.
Συνεσταλμένο παιδί ήταν, από τα ήσυχα και σοβαρά της τάξης στο σχολείο. Απροσδόκητα “τετράγωνο” για την ηλικία του. Με αυτή τη συμπεριφορά πήγε και στη σχολή του ποδοσφαίρου κοντά στην Τσινετσιτά στην Τουσκολάνα. Η αφοσίωσή του από τις πρώτες προπονήσεις ήταν αξιοπερίεργη. Συνετός, υπάκουος, δεκτικός στις παρατηρήσεις των προπονητών-παιδαγωγών.
Τον έβαλαν να παίξει πίσω, μπροστά έστελναν τα πιο ανέμελα παιδάκια, τους φωνακλάδες και τους γκρινιάρηδες.
Ο Αλεσάντρο ήταν ο πιο καλός απ’ όλους αλλά ταπεινός. Σαν να είχε στόχο να παίξει στα σοβαρά «μπάλα». Τυπικός, δεν αργούσε στις προπονήσεις, αφομοίωνε ασκήσεις γρήγορα, ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του άκρου της άμυνας, πάσαρε, κυρίως έτρεχε σωστά.
Ο πολύπειρος Φραντσέκο Ρόκα, παλαίμαχος και τότε κυνηγός ταλέντων της Ρόμα, αυτά τα στοιχεία δύσκολα τα άφηνε να περάσουν απαρατήρητα. Τον παρακολούθησε στενά, διέκρινε τις δυνατότητες, αποφάσισε να μιλήσει στον ιστορικό Πρόεδρο της «Magica», Ντίνο Βιόλα, προσπάθησε να τον πείσει να επενδύσει σε ένα 10χρονο παιδί. Δέκα εκατομμύρια πρόσφερε ο Βιόλα στη σχολή της Τσινετσιτά, ασύλληπτο ποσό για την εποχή, λεφτά που δεν περιφρονούσε κανείς. Οι ιθύνοντες της ομάδας συμφώνησαν αμέσως, απέμενε η συναίνεση της οικογένειας, κυρίως η υπογραφή και η “ευχή” του πατέρα.
«Ο δικός μου ο γιος στη Ρόμα; Ποτέ!». Τρελάθηκε ο Τζουζέπε. Φανατικός οπαδός της Λάτσιο, από τους σκληροπυρηνικούς που κάνουν κατήχηση στους γιους από την κούνια για την ομάδα που πρέπει να διαλέξουν.
Μάταια προσπαθούσαν να τον μεταπείσουν οι άνθρωποι της σχολής. Είχαν δίκιο, τα χρήματα ήταν πολλά, η οικονομική ανάσα για την άσημη Τσινετσιτά θα ήταν τεράστια.
Ο Τζουζέπε άνοιξε τις «pagine gialle» (ο «χρυσός οδηγός» στην Ιταλία), βρήκε το τηλέφωνο των γραφείων της Λάτσιο και σχημάτισε τον αριθμό σε εκείνα τα παλιά γκρι τηλέφωνα με το καντράν. Παρακάλεσε με κάθε τρόπο να δοκιμάσουν το μικρό του γιο, σχεδόν εκλιπαρούσε για μια διέξοδο από την προδιαγραφόμενη “ντροπή της οικογένειας”.
Ο μικρός δεν κατανοούσε την εμμονή του πατέρα του, πείστηκε, όταν του εξήγησε η μάνα του ότι από αυτά τα 10 εκατ. που πρόσφερε η Ρόμα η οικογένεια δεν θα έπαιρνε ούτε μια λίρα. Εκλογικεύοντας, αποφάσισε να ικανοποιήσει το μπαμπά και στριμώχτηκε μαζί με ακόμα 300 παιδιά στο γηπεδάκι του Σαν Μπαζίλιο. Δεν χρειαζόταν κάτι άλλο, τα υπόλοιπα θα έβρισκαν το δρόμο τους.
Ο μικρός επελέγη σχεδόν αμέσως στο δοκιμαστικό και η καρδιά του Τζουζέπε πήγε στη θέση της. «Μεγάλες δυνατότητες-αποφασιστικότητα-αίσθηση της θέσης-σίγουρα ναι», έγραφαν οι σημειώσεις στο μπλοκάκι. Έτσι ξεκίνησε η σχέση ζωής με τη Λάτσιο, έτσι γεννήθηκε η επί εικασαετία “δεύτερη οικογένεια” του Αλεσάντρο Νέστα.
Στην πόλη το όνομα του πιτσιρικά που κυριαρχούσε τότε ήταν εκείνο ενός ξανθομάλλη από την Πόρτα Μετρόνια, ο οποίος μόλις είχε υπογράψει από τη Λοντιτζάνι στη Ρόμα. Έπαιζε δεκάρι και οι συστατικές επιστολές του ήταν πιο εντυπωσιακές. Τον έλεγαν Φραντσέκο Τότι, αλλά όλοι τον φώναζαν «Κέκο». Ο Νέστα αντιπροσώπευε κατά μια έννοια μια νέα φυλή ταλέντου, έναν διαφορετικό τύπο ποδοσφαιριστή.
Δεν ήταν “εμπορική” η θέση του και η έννοια του αμυντικού-δημιουργού δεν υπήρχε ακόμη στο ποδόσφαιρο. Ελάχιστοι μπορούσαν να αποκρυπτογραφήσουν την πλήρη έκταση των δυνατοτήτων του Νέστα. Τα κραυγαλέα σημεία υπεροχής του ήταν η αίσθηση της θέσης, η τεχνική και μια απαράμιλλη κομψότητα σε κάθε του κίνηση μέσα στο γήπεδο.
Έχουν περάσει τεράστιοι αμυντικοί από το calcio, κανένας τους όμως δεν είχε παρουσιάσει τόσο νωρίς τα συνδυαστικά στοιχεία του Νέστα. Ο Αλεσάντρο από 15 ετών ήταν έτοιμος παίκτης για υψηλό επίπεδο. Μόνο η ολοκλήρωση της σωματικής του διάπλασης απέμενε, η φυσική ενηλικίωσή του.
Ολόκληρη η «γενιά Υ» άλλωστε, εκείνη της διαδικτυακής επανάστασης, τείνει κατά τους κοινωνιολόγους προς την αισιοδοξία, τη φιλοδοξία, την ανεκτικότητα, την ανταγωνιστικότητα, την επινοητικότητα αλλά και προς έναν ιδιότυπο ναρκισσισμό και μια εμμονή με την εμφάνιση. Όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά του ποδοσφαιριστή Νέστα, έχοντας πλέον την ασφαλή απόσταση από τα πεπραγμένα της καριέρας του, μπορούμε μετά βεβαιότητας να ισχυριστούμε ότι ο Αλεσάντρο υπήρξε ο πρώτος σύγχρονος “μαγνητικός” αμυντικός.
Το πιο εντυπωσιακό απ’ όλα ήταν η σταθερότητα στην απόδοσή του, το παιχνίδι “βετεράνου” από την εφηβεία. Το καλοκαίρι του 1991 ήρθε και η απότομη ανάπτυξη του σώματος, “πήρε” 22 εκατοστά και άλλαξε το σώμα του. Η αλλαγή δημιούργησε μια φλεγμονή στη σπονδυλική στήλη που τον πήγε αρκετά πίσω, στην ουσία όμως “ολοκλήρωσε” τη φυσική διαδικασία στο σωστό χρόνο.
Έμεινε αρκετό καιρό μακριά από τους αγώνες της ομάδας Νέων, τυραννήθηκε μέχρι να μάθει να συμβιώνει με το καινούριο σώμα του, αλλά, όταν επέστρεψε, ήταν έτοιμος. Ο μεγάλος Ντίνο Τζοφ, τότε προπονητής της «Biancoceleste», τον είδε στο Φορμέλο και δεν είχε τον παραμικρό ενδοιασμό: ο μικρός είναι για την πρώτη ομάδα.
Δεν είχε σημασία ότι ήταν 17 χρόνων, δεν έπαιζε ρόλο ότι “πίσω παίζουν οι έμπειροι”. Ο Τζοφ “το είδε” πριν γίνει και δεν δίστασε. Στήριξε το μικρό έμπρακτα, τον έπαιρνε στις αποστολές, πολλές φορές τον έβαζε με τους “βασικούς” στην προπόνηση. Και, όταν σε εκείνο το 2-2 με την Ουντινέζε το 1993 του μήνυσε ότι θα παίξει, του είπε μονάχα δυο ατάκες: «Αν είσαι καλός και έξυπνος, είναι φυσιολογικό να παίζεις και στα 17 σου. Δεν θα περιμένεις να φτάσεις 28 για να είσαι χρήσιμος. Είσαι από τώρα».
Κάπως έτσι ο Νέστα βρέθηκε συμπαίκτης του Μπόκσιτς, του Καζιράγκι και του Σινιόρι. Α ναι, και του επανακάμψαντα από σοβαρό τραυματσό, Πολ Γκασκόιν. Με την δυσλειτουργική ιδιοφυΐα του Άγγλου φοβόταν ότι δεν θα κατόρθωνε να συμβιώσει. Ο Πολ ήταν η πιο ακριβή μεταγραφή στην ιστορία της Λάτσιο και ο Νέστα ήταν ο πιτσιρικάς που του έσπασε την κνήμη και την περόνη σε ένα αδιάφορο εσωτερικό διπλό το καλοκαίρι της απόκτησής του.
Οποιοσδήποτε άλλος θα το κρατούσε μανιάτικο, ο Γκασκόιν, με το που επέστρεψε στις προπονήσεις μετά την επέμβαση στο πόδι, πλησίασε τον Νέστα, του χάιδεψε το κεφάλι και τον καθησύχασε ότι δεν έφταιγε για τον τραυματισμό. Του έκανε δώρο πέντε ζευγάρια παπούτσια και ένα κιτ ψαρέματος (!) και ο Νέστα εγκατέλειψε οποιαδήποτε αναστολή και φόβο. Τον είχε επηρεάσει ο τραυματισμός του Γκασκόιν, είχε στο μυαλό του περισσότερο απ’ όσο πρέπει να “προσέχει” στα μαρκαρίσματα, χωρίς εκείνο το χάδι και τα δώρα πιθανόν να γινόταν soft, πολύ πιο soft απ’ όσο επέτασσε η θέση.
Η άνοδός του ήταν ασταμάτητη. Όλοι οι προπονητές ξεκινούσαν την άμυνα απ’ αυτόν. Μετά τον Τζοφ ήρθε ο “δύσκολος” Τζέμαν, με τον οποίο η σχέση δεν απογειώθηκε ποτέ, και το απόλυτο σημείο καμπής ήταν ο Σουηδός Σβεν Γκόραν Έρικσον. Αν ο Τζοφ τον “βάφτισε” και ο Τζέμαν τον καθιέρωσε ως στόπερ, ο Έρικσον τον “επέβαλε”.
Το σίγουρο και εσωστρεφές αγόρι έγινε επαγγελματίας με πλήρη ελευθερία εντός κι εκτός γηπέδου. Ο Σουηδός δεν του συμπεριφερόταν ως “ταλέντο”, δεν τον λόγιζε “μικρό”, δεν τον “ξεχώριζε”. Δούλεψε μαζί του και σε ψυχολογικό επίπεδο, συζητούσαν, μοιράζονταν απόψεις για το ποδόσφαιρο, για το πώς θα μπορούσαν να εξελίξουν το παιχνίδι. Όχι τα τυπικά, κουβέντες υψηλού τακτικού επιπέδου, πολύ σπάνιες στη σχέση προπονητή-παίκτη.
Το ντροπαλό αγόρι από την Τσινετσιτά μετατράπηκε σε βασικό άξονα του παιχνιδιού της Λάτσιο και δεν άργησε να διαβεί και το κατώφλι της «Squadra Azzurra». Στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Γαλλίας το ’98 ήταν 22 χρόνων. Η Ιταλία έχει την καλύτερη άμυνα της διοργάνωσης, μπροστά από τον Παλιούκα υπάρχουν ο Καναβάρο, ο Κοστακούρτα, ο Μαλντίνι και ο Νέστα. Στην εποχή του ανυπόφορου 4-4-2 η συγκεκριμένη τετράδα ήταν κάτι σαν αξεπέραστο προπύργιο για κάθε αντίπαλο.
Οι ειδικοί δεν διστάζουν να χρίσουν την Ιταλία φαβορί, η ομάδα όντως ανταποκρίνεται, αλλά κατά τη διάρκεια του αγώνα με την Αυστρία το κρακ στο γόνατο του Νέστα, εκτός από τους συνδέσμους του, διαλύει και την ιταλική συνοχή. Τεράστιο πλήγμα, η διάγνωση κάνει λόγο για πλήρη απουσία έξι μηνών από κάθε αγωνιστική δραστηριότητα.Η πρώτη φορά του πραγματικού ανήφορου. Οι έξι μήνες στο κολυμβητήριο, το γυμναστήριο και τη φυσικοθεραπεία δεν είναι αρκετοί να επαναφέρουν το Νέστα. Μια περίεργη αιμορραγία επιβάλλει και δεύτερο νυστέρι. Ο ιστορικός πατρόνος της Λάτσιο, Σέρτζιο Κρανιότι, μηνύει την ιταλική Ομοσπονδία, την κατηγορεί για κακοδιαχείριση του περιουσιακού στοιχείου της ομάδας.
Ο Αλεσάντρο εξορίζεται οικειοθελώς στο «Κοβαλέκιου», ηρεμεί μαζί με τη Γκαμπριέλα, τη γυναίκα που διάλεξε να τον συντροφεύσει στη ζωή του, αποφασίζει να τα βρει πρώτα με τον εαυτό του και μετά να συμφιλιωθεί με τη φρίκη του τραυματισμού. Το κατάφερε. Με πόνο και μόχθο, ανατρέχοντας στην εσωτερικότητα που είχε πιτσιρικάς.
Επέστρεψε διστακτικά, υπέμεινε εκείνο το «σας καθάρισα πάλι» του Τότι στην ιστορική ήττα στο ντέρμπι με τη Ρόμα όπου αποβλήθηκε, χρειάστηκε να διαλυθεί ψυχολογικά για να ξαναγίνει ο παίκτης που ήταν πριν. Ήταν η μοναδική φορά που η ομάδα τον βοήθησε περισσότερο απ’ ό,τι εκείνος.
Εκείνη ήταν η καλύτερη Λάτσιο της εποχής, καλύτερη και από την ομάδα που κατέκτησε το Πρωτάθλημα μια σεζόν μετά. Σε εκείνη την ομάδα πλάστηκαν οι χαρακτήρες, τότε κατάλαβαν όλοι ότι πίσω από την απόλυτη συγκέντρωση και τον υπεροπτικό αέρα του Νέστα υποκρύπτεται και ένας τρομακτικός ανταγωνισμός.
Τότε κατέστη σαφές ότι ο Νέστα “απορρίπτει” την ήττα. Για την ακρίβεια μισεί την ήττα. Αλλά σε εκείνη τη Λάτσιο που τα έχασε όλα ουσιαστικά ίσχυσε ο άγραφος νόμος ότι όποιος θέλει να κερδίσει πρέπει να είναι διατεθειμένος να χάσει. Τους κατηγορούσαν ως «losers», στην πραγματικότητα εκείνοι έχτιζαν μέταλλο.
Το Scudetto του 2000 είναι η απόδειξη ότι στο τέλος ο κόπος ανταμείβεται. Ο Νέστα μέσα στο χορτάρι να περιμένει να σφυρίξει ο Κολίνα στην Περούτζια, με 70.000 κόσμο να παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα. Ο θρίαμβος σε μια πόλη με την ιστορικότητα και τη φυσιογνωμία της Ρώμης πάντοτε αποκτά διαφορετική σημασία.
Μέχρι σήμερα ο Νέστα εκείνο το Πρωτάθλημα το θεωρεί την κορωνίδα της καριέρας του.
Τότε έγινε αρχηγός και ηγέτης, τότε αντιλήφθηκε τη σημασία πάμπολλων παράπλευρων πραγμάτων στο ποδόσφαιρο. Εκτός από το Πρωτάθλημα η Λάτσιο στη συνέχεια πήρε και το Κύπελλο, το Ευρωπαϊκό εναντίον της Μαγιόρκα του Κούπερ, το Super Cup. Ο 25χρονος Νέστα ήταν ο αδιαφιλονίκητος και αναμφισβήτητος ηγέτης μιας ανεπανάληπτης ομάδας στην ιστορία των «Αετών».
Ήταν πολύ εύκολο κατόπιν να “δέσει” απόλυτα και με τον Καναβάρο στην Εθνική. Αλληλοσυμπληρώνονταν, το ταλέντο του ενός “κούμπωνε” στις αδυναμίες του άλλου. Στο Euro του 2000 το έκαναν τέλεια μέχρι τον Τελικό. Το λάθος του, να αφήσει τον Βιλτόρ να ξεφύγει, δεν το συγχώρησε ποτέ στον εαυτό του. Στο τέλος, μετά το επίπονο και δυσβάστακτο γκολ του Τρεζεγκέ που έδωσε στη Γαλλία το Κύπελλο, ο Αλεσάντρο βγήκε με δάκρυα στην κάμερα και ανέλαβε εξ ολοκλήρου την ευθύνη.
«Μόνο πίκρες», λέει για την παρουσία στην Εθνική εκείνη την περίοδο. Το ’98 ο τραυματισμός, το 2000 το λάθος, το 2002 η καταστροφή «Μορένο» στην Ιαπωνία.
Στην εποχή που ο Νέστα είναι κάθε καλοκαίρι το επίκεντρο του μεταγραφικού παζαριού. Αυτό που έγινε το 2002 όμως δεν είχε προηγούμενο στο μεταγραφικό παζάρι. Ίντερ, Μίλαν, Γιούβε, Ρεάλ, Μάντσεστερ. Όλη η Ευρώπη ήθελε το Νέστα, αλλά εκείνος δεν ήθελε να εγκαταλείψει την ομάδα που λάτρεψε.
Όταν ο σύλλογος σχεδόν του ανακοίνωσε την τετελεσμένη πώλησή του στη Γιουβέντους, αντέδρασε με το χειρότερο τρόπο. Δεν ήθελε να πάει, δημιούργησε ακόμα και τεχνητές εντάσεις με τη διοίκηση, χρησιμοποιώντας την άριστη σχέση με τους οπαδούς της Λάτσιο. Αν ήταν στο χέρι του, δεν θα είχε φύγει ποτέ. Ο Κρανιότι τον κάλεσε στο γραφείο του, ουσιαστικά του εξομολογήθηκε ότι από τα έσοδα της πώλησής του εξαρτάται η ίδια η ύπαρξη της ομάδας που είναι βουτηγμένη στα χρέη.
Πείστηκε με τεράστια απογοήτευση. Δεν μάζεψε καν τα πράγματά του και απευθείας τον πήγαν στο αεροδρόμιο. Όταν μπήκε στο San Siro, είδε και τον Κρέσπο να κόβει βόλτες δίπλα του και τρελάθηκε. Πριν λίγες ώρες ήταν μαζί στην προπόνηση στο Φορμέλο.
«Τι κάνεις εδώ πέρα κι εσύ»;
«Εμένα με πούλησαν στην Ίντερ, δεν υπήρχε επιλογή».
Τρελάθηκε ο Νέστα. Για τη μεταγραφή στη Μίλαν δεν ήταν η “πειθώ” του Κρανιότι ούτε οι κολακείες του Μπερλουσκόνι και του Γκαλιάνι που τον έπεισαν. Όταν ξεπρόβαλε το πρόσωπό του από το μπαλκόνι στη Via Turati κουνώντας τη φανέλα της Μίλαν στον ουρανό, το βλέμμα του ήταν μπερδεμένο, σχεδόν χαμένο. Ανατρέχοντας σε εκείνο το βλέμμα, με την ασφαλή απόσταση των ετών, πιο πολύ ήταν ανακούφισης, διέξοδος από μια πολύ δύσκολη και αγχωτική περίοδο σε συναισθηματικό επίπεδο.
Πίσω στη Ρώμη ξέσπασε αληθινή επανάσταση. Ο κόσμος δεν αντιλαμβάνεται ότι η κραταιά στο μυαλό του ομάδα εκποιεί τα ακριβά περιουσιακά της στοιχεία προκειμένου να εξασφαλίσει την ύπαρξή της. Κάποιοι τον κατηγορούν και ως προδότη, δεν θα του το συγχωρήσουν ποτέ, γιατί μπορούσε να γίνει ο “Τότι” της απέναντι πλευράς κι εκείνος προτίμησε τα λεφτά και την ισχύ του Βορρά.
Δύσκολη περίοδος για το Νέστα. Κλείστηκε στον εαυτό του, ξεκίνησε να εμπιστεύεται τους ανθρώπους πολύ λιγότερο, κλονίστηκε. Από το τούνελ τον έβγαλε ο τεράστιος Πάολο Μαλντίνι, ο πρώτος που τον παρηγόρησε, του στάθηκε και του μίλησε για το Μιλάνο, την ομάδα, τους στόχους και το όνειρο του Champions League. Πόσο δίκιο είχε ο Πάολο…
Από την παρθενική σεζόν θρίαμβος. Στον Τελικό με τη Γιούβε στο Μάντσεστερ εκτελεί ένα από τα εύστοχα πέναλτι της επιστροφής του «Διαβόλου» στην κορυφή της Ευρώπης. Την επόμενη σεζόν έρχεται και το Scudetto, η “χαρακιά” της Κωνσταντινούπολης στον τρελό Τελικό με τη Λίβερπουλ, πλειάδα συναισθημάτων και γεγονότων που διαμόρφωσαν περαιτέρω την προσωπικότητά του.
Το ποδόσφαιρο είναι δίκαιο, ό,τι σου παίρνει στο δίνει πίσω, όπως σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας, το ζητούμενο είναι ο χρονισμός. Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006 στη Γερμανία είναι κορυφαίο παράδειγμα. Ο Νέστα εκ των κορυφαίων στελεχών της ομάδας του Λίπι, εξαιρετική προοπτική, στην καλύτερη ηλικία και με τρομερό ξεκίνημα στη σειρά των τριών πρώτων αγώνων.
Πιθανόν λίγοι το θυμούνται, αλλά ένας τραυματισμός στους προσαγωγούς τον έβγαλε από το κάδρο πολύ νωρίς. Η ειρωνεία είναι ότι στη θέση του μπήκε να παίξει ο Μάρκο Ματεράτσι, ο άνθρωπος με τον οποίο έχουμε διασυνδέσει το θαύμα της Ιταλίας σε εκείνο το Μουντιάλ. Είναι πολύ περίεργα τα παιχνιδίσματα του χωροχρόνου, οι συμπτώσεις, οι παράλληλες οδοί που οδηγούν σε διαφορετικές υποθετικές πραγματικότητες.
Δεν το έχει παραδεχτεί ποτέ δημόσια, αλλά για το Νέστα η απουσία από τα κρίσιμα παιχνίδια της Εθνικής είναι μια ακόμα ανοιχτή πληγή. Έλειπε, ήταν με πολιτικά στην κερκίδα ή με τη φόρμα στον πάγκο. Ένας τόσο μεγάλος εγωιστής ήθελε να παίζει, να είναι εκείνος που θα σταματήσει τον Ζιντάν στον Τελικό και όχι με βρώμικα μέσα. Με την κλάση του, την οξυδέρκειά του, τη μοναδική ικανότητα πρόληψης και πρόβλεψης της φάσης που τον διακατείχε.
Ήταν ευπαθής. Όχι καταστροφικά ευπαθής, αλλά από τα μικράτα του είχε φανεί ότι η καριέρα του δεν θα είναι ποτέ γραμμικά υγιής και ήρεμη. Πολλοί οι τραυματισμοί, πολλά τα προβλήματα. Μόλις είχε περάσει τα 30, όταν άρχισε να τον χτυπάει και η μέση. Χειρουργεία, προβλήματα στον ώμο και την πλάτη, παράξενες επιλογές να χειρουργηθεί στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, αφόρητοι πόνοι στα γόνατα.
Ο ζεστός καιρός της Φλόριντα έκανε καλό στους μύς και την αποκατάστασή του, πίσω στην Ιταλία βέβαια κατηγορείτο πως κάνει διακοπές στην παραλία και πίνει κοκτέιλ εις βάρος των κορόιδων. Υπαινιγμοί, υπονοούμενα, αιχμές και “φήμες”. Πολλές φήμες. Η μοναδική που ίσχυε στην καριέρα του ήταν ότι τραυματίστηκε κάποτε στον τένοντα, επειδή το παράκανε στο Playstation.
Προφανώς δεν είχαν σημασία οι υπερβολές του ιταλικού Τύπου για τον Σερ Άλεξ, τον Αμπράμοβιτς και τις κορυφαίες ομάδες που ακόμα και στο τέλος πάσχιζαν να τον πάρουν στην ομάδα τους. Τον ήθελαν και εν γνώσει της ευπάθειας και της ροπής στους τραυματισμούς ήταν διατεθειμένοι να ρισκάρουν ακόμα και τα μισά παιχνίδια της σεζόν, προκειμένου να τον έχουν στα άλλα μισά.
Αλλά ο Νέστα τις σχέσεις του δεν τις προδίδει. Είναι έτσι κατασκευασμένος, να πρεσβεύει σταθερότητα, να υπηρετεί την τετράγωνη θεώρηση των πραγμάτων που μόνο εκείνος διακρίνει. Έπαιζε με πόνους για χρόνια στη Μίλαν. Δεν φαινόταν ποτέ στην έκφραση του προσώπου του. Το ήξερε ο ίδιος, οι συμπαίκτες και η διοίκηση. Η Μίλαν τον σεβάστηκε, τον “διαχειρίστηκε” προκειμένου να επιμηκύνει την καριέρα του, τον μετέτρεψε σε σύμβολο.
Εκείνος, όσο άντεχε, έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα. Έκοβε αρχοντικά, με το κεφάλι ψηλά, με απίστευτη κομψότητα. Και, όταν έπρεπε να κάνει τάκλιν, μάζευε ταυτόχρονα και τη μπάλα κάνοντας κοντρόλ. Δεν υπάρχει άλλος αμυντικός που το έκανε τόσο θαυμαστά. Μόνο αυτός. Και μετά τακτοποιούσε το μαλλί, κορδωτός και αυτάρεσκος.
Ένας συγκλονιστικός νάρκισσος με χαρακτηριστικά ταπεινοφροσύνης, με μέσο έκφρασης την εικόνα του στο γήπεδο. Ούτε φιοριτούρες εκτός, ούτε μπλεγμένοι ατζέντηδες σε τρελούς χορούς εκατομμυρίων, ούτε τρέλες και επίδειξη οικονομικού, κοινωνικού και προσωπικού στάτους. Ένα ζωντανό παράδειγμα ότι “γίνεται”, ακόμα κι όταν το σώμα δεν υπακούει πια, ακόμα κι όταν ο πόνος υπερκερνά τη θέληση.
Εκεί ξεπρόβαλλαν η αίσθηση του καθήκοντος, η ιερή υποχρέωση της προστασίας της ομάδας και της κληρονομιάς. Ο Νέστα δημιούργησε τον Τιάγκο Σίλβα, ο Νέστα συνέχισε το μύθο του Μπαρέζι και του Μαλντίνι.
Έκλεισε στα 36 του χρόνια κάπου μεταξύ Καναδά και Ινδίας το κεφάλαιο ποδοσφαιριστής. Έπαιζε πια ελάχιστα παιχνίδια, πιο πολύ ήταν σύμβολο παρά παίκτης. Αποχώρησε κομψά, χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο, σεβόμενος όλη την καριέρα που στέκει πίσω του.
Άφησε μια κληρονομιά που ξεπερνά και τον ίδιο το ρόλο, έγινε συνώνυμο του καλύτερου αμυντικού στον κόσμο για χρόνια, χωρίς να επιβληθεί από κανένα “brand” και κανέναν “υπεύθυνο εικόνας”. Την παικτική του σπουδαιότητα την καταλαβαίνουν καλύτερα εκείνοι που είναι εξοικειωμένοι με το πολύ υψηλού επιπέδου ποδόσφαιρο.
Εκπληκτικές βασικές δεξιότητες, εφαρμογή και προσαρμοστικότητα ύψιστων στάνταρ και στο σωματικό και στον ψυχικό τομέα. Μια παγωμένη τελειότητα σαν πλάνο του Κιούμπρικ, σαν σεκάνς που φαινομενικά δεν συμβαίνει τίποτα και στην πραγματικότητα γίνονται τα πάντα.
Είναι πολύ ψηλά ο πήχυς με το Νέστα. Δυσθεώρητα ψηλά για οποιονδήποτε αμυντικό της σύγχρονης εποχής, ακόμα και της επόμενης. Η δική του έμφυτη αίσθηση της προληπτικής ανάγνωσης της εξέλιξης των φάσεων του παιχνιδιού είναι αντικείμενο μελέτης σε σχολές ποδοσφαίρου. Ο τέλειος συγχρονισμός με τον οποίο επέλεγε να επέμβει στον αντίπαλο έχει αναδειχθεί σε καθολικό μοντέλο.
Η απόλυτη επικράτηση της σιωπηλής τελειότητας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η μαγική στιγμή του Φάμπιο Γκρόσο
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro