Για εκείνον δεν μετρούσαν ποτέ τα λόγια. Ούτε καν τα δικά του. Οι πράξεις ήταν κάπου στη μέση της «κλίμακας» που έχει στο μυαλό του. Για εκείνον, σημασία είχαν πάντα οι εικόνες.
Δεν είναι ότι πίστευε απλώς ότι αντίκριζε με τα μάτια του. Ήταν πως επέλεγε εικόνες που μπορεί να «πλήγωναν» τον χαρακτήρα και την καριέρα του, ωστόσο τον «γέμιζαν», έστω και με εφήμερη χαρά.
Ακόμη και τις μέρες της ποδοσφαιρικής ξενιτιάς του, η Μπρέσια ήταν πάντα το σπίτι του Μάριο Μπαλοτέλι. Σε ένα ρεπό, ή έπειτα από έναν αγώνα, με πτήση μερικών ωρών λίγο αργότερα, για την πρωινή προπόνηση σε Αγγλία ή Γαλλία.
Μαζί με τους παιδικούς φίλους του, θα έφταναν στο κέντρο της πόλης, με τις πανέμορφες πλατείες για να περιπλανηθούν στους πλακόστρωτους δρόμους της.
Θα σταματούσαν στην Piazzale Arnaldo, στο αγαπημένο τους εστιατόριο «Vita» για μία πίτσα με λεπτή ζύμη. Εκεί, όσα κι αν έχει βιώσει, ο «Super Mario» αισθάνεται πάντοτε σαν στο σπίτι του.
Λίγο πριν παραγγείλει το ποτό του, δίχως ποτέ να ζητήσει ειδική μεταχείριση ή ένα απόμερο τραπέζι, δεν θα θεωρήσει φρικτά τα «πεινασμένα» βλέμματα προς το μέρος του. Δεν θα πει ποτέ «όχι» σε μία σέλφι.
Όταν θα βγει από εκεί, νιώθοντας σαν την πρώτη φορά που επισκέφθηκε το σημείο, ο Μπαλοτέλι θα κοντοσταθεί μπροστά στο άγαλμα του ανθρώπου που έχει δώσει το όνομά του στην πλατεία.
Ο ίδιος δεν θα έχει προφανώς ποτέ την ίδια τιμή. Όμως κοιτά το μνημείο και αισθάνεται πως το κοινό σημείο τους είναι η λέξη «παρεξηγημένος»…
Ο Αρνάλντο ντα Μπρέσια υπήρξε τον 12ο αιώνα ένας εχθρός του κράτους, ένας αμετανόητος αντιρρησίας.
Ήταν ένας αμφισβητίας της εξουσίας και της ορθοδοξίας, η διδασκαλία του οποίου υποστήριζε την κατάργηση της ιδιοκτησίας για την Εκκλησία.
Εξορίστηκε τρεις φορές, προτού συλληφθεί, απαγχονιστεί και καεί στην πυρά… Οι στάχτες του σκορπίστηκαν στον ποταμό Τίβερη και παρότι δεν διασώθηκαν γραπτά του μετά την καταδίκη του, οι Προτεστάντες τον κατατάσσουν ανάμεσα στους προδρόμους της Ευρωπαϊκής Μεταρρύθμισης του Δυτικού Χριστιανισμού, τον 16ο αιώνα.
Στην υπόλοιπη Ιταλία θεωρήθηκε εχθρός, όμως στην πόλη της Μπρέσια έχτισαν ένα μνημείο του.
Ο Μάριο Μπαλοτέλι δεν θα ισχυριστεί ποτέ ότι είναι κάποιου είδους «μάρτυρας». Οι συνεχείς περιπέτειές του δεν αναζητούν δικαιολογίες.
Απλώς, ακόμη και αν το επαγγελματικό πέρασμά του από την Μπρέσια, τη σεζόν 2019-2020, ήταν (ξανά) ταραχώδες και έληξε άδοξα και για τις δύο πλευρές το καλοκαίρι του 2020, η πόλη θα είναι πάντα το ησυχαστήριό του.
Εκεί μπορεί να νιώθει ακόμη περισσότερο ο -ιδιόρρυθμος- εαυτός του. Εκεί μπορεί να βρει ευκολότερα τις εξηγήσεις του.
«Υπάρχουν φορές που το κεφάλι μου με οδηγεί σε υπερβολές, σε παραστρατήματα. Μία φορά επιχείρησα να το διορθώσω, να φτιάξω τη συμπεριφορά μου. Ήταν οι πιο βαρετές δύο-τρεις εβδομάδες της ζωής μου! Κατέληξα πως παραμένω μέσα μου ένα αγόρι και όχι ένας ώριμος άνδρας…», έχει επισημάνει.
«Βαρέθηκα, επίσης, να γράφουν περισσότερο για την προσωπική ζωή μου παρά για το παιχνίδι μου. Το καταλαβαίνω ότι αυτό “πουλάει”, αλλά είναι κουραστικό. Και αν δεν έκανα όσα κάνω, για τον εαυτό μου, θα βαριόμουν περισσότερο».
Ο Μάριο Μπαλοτέλι, ο οποίος γεννήθηκε στις 12 Αυγούστου 1990 στο Παλέρμο της Ιταλίας, έφτασε το καλοκαίρι του 2019 στη Μπρέσια ως ένας τοπικός ήρωας.
Δώδεκα μήνες αργότερα, η ομάδα του υποβιβάστηκε στη Serie B, o ίδιος βρήκε μία μέρα την πόρτα του προπονητικού κέντρου κλειστή και κατηγορήθηκε ότι μετά την καραντίνα για τον κορονοϊό εμφανίστηκε στις προπονήσεις βαρύτερος κατά οκτώ κιλά.
Η αποχώρησή του δεν φαίνεται να συγκινεί αρχικά την αγορά των μετεγγραφών.
Οι φήμες περί ενδιαφέροντος των Μπόκα Τζούνιορς ή Ρίβερ Πλέιτ από την Αργεντινή, από πλούσιες ομάδες της Κίνας ή από συλλόγους του Ντουμπάι έκαναν την εμφάνισή τους στον Τύπο.
Ωστόσο, μοιάζει δεδομένο ότι οι μεγάλοι σύλλογοι εγκαταλείπουν την ιδέα να μπλέξουν μαζί του.
Τα «σενάρια» για τη ρουμανική Κλουζ ή την τουρκική Μπεσίκτας αποτέλεσαν ίντριγκα για τις δύο χώρες, όμως το ιταλικό κοινό έμεινε με το στόμα ανοικτό στην είδηση ότι ο 30χρονος εκκεντρικός επιθετικός ίσως αγωνιστεί στην Κόμο, ομάδα τρίτης κατηγορίας…
Όποιος κι αν είναι ο προορισμός του, όμως, η Μπρέσια θα είναι εκεί.
Παιδί μεταναστών από τη Γκάνα, η οικογένειά του μετακόμισε από το Παλέρμο στη Μπρέσια όταν ο Μάριο ήταν δύο ετών, ώστε ο εργάτης σε μεταλλεία πατέρας του, ο Τόμας Μπαρουά, να βρει ευκολότερα εργασία.
Το πρώτο σπίτι τους, εκεί, ήταν φτωχικό.
Από το 2012, όταν πια ο Μάριο ήταν πρωταθλητής Αγγλίας στην Πρέμιερ Λιγκ με τη φανέλα της Μάντσεστερ Σίτι, αγόρασε ένα πολυτελές ρετιρέ σε μία πολυκατοικία ανάμεσα σε μία αντιπροσωπεία αυτοκινήτων και τη φοιτητική εστία του τοπικού πανεπιστήμιου.
Τότε, βεβαίως, είχαν αλλάξει πολλά.
Σε αυτό το σπίτι δεν «χωρούσαν» οι (βιολογικοί) γονείς του. Σε αυτό το σπίτι δεν ακουγόταν το επώνυμο «Μπαρουά». Ο Μπαλοτέλι είχε αλλάξει όνομα. Και είχε επιλέξει πολύ νωρίτερα (άλλους) γονείς.
Ο Μπαλοτέλι είναι μεν ένας «πολίτης του κόσμου», όμως το σπίτι του είναι ένα.
Στο ρετιρέ της Μπρέσια θα βρισκόταν τακτικά, ακόμη και ως παίκτης των Σίτι, Λίβερπουλ, στην Αγγλία και των Νις και Μαρσέιγ, στη Γαλλία.
Μέχρι και ως παίκτης της αγαπημένης του Μίλαν, το 2013-2014 και το 2015-2016, ενάντια στις επιθυμίες και την αγωνία της διοίκησης των «ροσονέρι», προτιμούσε την ωριαία μετακίνηση από τη διαμονή στη μεγάλη πόλη της Λομβαρδίας.
Έπειτα από κάποιους αγώνες, επέστρεφε στο διαμέρισμά του, ακόμη και αν την επομένη είχε να διανύσει απόσταση 400χλμ. για να γυρίσει στη Γαλλία, για την πρωινή προπόνηση.
Το λουξ διαμέρισμα, το οποίο απέκτησε περισσότερη «ζωή» τη σεζόν 2019-2020, όταν ζούσε μόνιμα εκεί, θα μείνει για λίγο άδειο, όμως παραμένει το κέντρο του «κόσμου του».
Λίγο πιο βόρεια είναι το χωριό Κονσέσιο, όπου ο Μπαλοτέλι μεγάλωσε.
Λίγο πιο ανατολικά είναι το Oratorio del Mompiano, στα γήπεδα του οποίου έπαιξε για πρώτη φορά ποδόσφαιρο και επιστρέφει συχνά απροειδοποίητα για να χαζέψει για λίγο τα νέα και φιλόδοξα ταλέντα της ακαδημίας. Σε μία μικρή απόσταση που καλύπτεται με τα πόδια, στέκει το Stadio Mario Rigamonti, έδρα της Μπρέσια, τα φώτα του οποίου μπορεί να βλέπει από τη βεράντα του.
Το καλοκαίρι του 2019 έγινε ο «άσωτος» που επέστρεψε.
Για την ακρίβεια, δεν έφυγε ποτέ. Όμως είχε επιστρέψει σε μία πόλη που είχε αλλάξει, όπως είχε αλλάξει και εκείνος…
Το βρεφικό χαμόγελό του δεν συνοδεύτηκε από ανεμελιά για τον Μάριο και τους γονείς του.
Σαν μωρό πέρασε τη μισή ζωή του στο νοσοκομείο, λόγω σοβαρού προβλήματος στο έντερό του. Μάλιστα, υπήρχαν στιγμές που η κατάσταση ήταν τόσο κρίσιμη, που οι γιατροί απαγόρευαν τη μετακίνηση στο σπίτι και ο μικρός βαφτίστηκε στην κλινική.
Το μεγαλύτερο μέρος του μισθού του Τόμας Μπαρουά πήγαινε στις θεραπείες και την απαιτούμενη επέμβαση.
Όταν ο Μάριο έκλεισε τα δύο χρόνια του, η φαμίλια του στράφηκε στην Πρόνοια, η οποία πρότεινε να δοθεί προσωρινά (για 12 μήνες) η επιμέλεια στην εβραϊκή οικογένεια της Σίλβια και του Φράνκο Μπαλοτέλι.
Τους πρώτους μήνες, ο Μάριο περνούσε τις καθημερινές στους Μπαλοτέλι και τα σαββατοκύριακα στο πατρικό του.
Όσο περνούσε ο καιρός, οι εκατέρωθεν επισκέψεις μειώθηκαν. Οι Μπαρουά ισχυρίζονται πως δοκίμασαν να πάρουν πίσω την επιμέλεια, όμως ο Φράνκο και η Σίλβια, κατά το κοινώς λεγόμενο, «έβαζαν λόγια» στον μικρό και τον απομάκρυναν.
Ως έφηβος, ο νεαρός σταμάτησε κάθε επικοινωνία με τους γονείς του και συναντούσε μόνο τα τρία αδέρφια του, Άμπιγκεϊλ, Ένοχ και Έιντζελ.
Με τον δεύτερο συνήθιζαν να προπονούνται μαζί και την επομένη της συμπλήρωσης των 18 χρόνων του, στις 13/8/2008, έχοντας επιλέξει το επώνυμο «Μπαλοτέλι», έλαβε την ιταλική υπηκοότητα, στο πλευρό των νέων γονέων του.
Επέμενε να κρατά αποστάσεις από τους Τόμας και Ρόουζ Μπαρουά, οι οποίοι προσκλήθηκαν πλαγίως σε αγώνα του με τη φανέλα της Ίντερ, για το Τσάμπιονς Λιγκ, κόντρα στην Τσέλσι, στον οποίο αγωνίστηκε ως αλλαγή στο τελευταίο μισάωρο.
Ο Μάριο είχε χαρίσει τέσσερις προσκλήσεις στον αδερφό του, Ένοχ, ο οποίο τις πρόσφερε με τη σειρά του στους γονείς του.
Όταν ο Μπαλοτέλι πληροφορήθηκε την παρουσία τους από τον Τύπο, αρνήθηκε να σχολιάσει.
Όταν του μετέφεραν πως ο Τόμας Μπαρουά δήλωσε ότι «ο Μάριο πείστηκε από τους Μπαλοτέλι ότι τον εγκαταλείψαμε στο νοσοκομείο» δεν άλλαξε στάση, απαντώντας κοφτά και ψυχρά: «Αν δεν είχα γίνει αυτός που είμαι, ο κύριος και η κυρία Μπαρουά δεν θα ενδιαφέρονταν για εμένα»…
Στο μυαλό του ήταν ξεκάθαρο ποια πλευρά είχε δίκιο, όποια κι αν ήταν πραγματικά η αλήθεια.
Οι Φράνκο και Σίλβια Μπαλοτέλι ήταν οι αποδέκτες της περήφανης προσφώνησης «μπαμπά» και «μαμά» του σταρ των γηπέδων (και των πρωτοσέλιδων).
Μάλιστα, όταν ο Φράνκο Μπαλοτελι «έφυγε» από τη ζωή το 2015, ο Μάριο ζήτησε από την εταιρία Puma μία ειδική παρτίδα από ποδοσφαιρικά παπούτσια, με το όνομα «Franco» στο πλάι. Συνοδεύοντας την επιλογή του με μία ανάρτηση στα social media με λεζάντα: «Πάντα μαζί σου, πατέρα».
Ο βιολογικός μπαμπάς του, σε παλιότερη συνέντευξή του, είχε τονίσει με μελαγχολία πως «ο Μάριο δεν μας θυμάται πια ούτε σε γενέθλια ούτε σε γιορτές.
»Δεν είναι πια το ίδιο παιδί που γνώριζα. Κάποτε πάντοτε γελούσε, αστειευόταν. Ήταν και τότε μπερδεμένος, αλλά με την καλή έννοια, σε αντίθεση με τώρα.
»Οι Μπαλοτέλι είχαν χρήματα και τους δικηγόρους με το μέρος τους. Τον θέλαμε πίσω για δέκα χρόνια, όμως η άλλη οικογένεια γνωρίζει ανθρώπους που μπορούν να επηρεάσουν πρόσωπα και πράγματα».
Στο σπίτι τους, στη Bagnolo Mella, στα προάστια της Μπρέσια, φωτογραφίες του Μάριο υπάρχουν ακόμη στα κάδρα, πλάι σε αυτές με τα τρία αδέρφια του.
Οι μεγάλες αλλαγές στη ζωή του Μάριο Μπαλοτέλι έγιναν καθημερινότητα από την εφηβεία του.
Το 2005 δοκιμάστηκε στη «Λα Μασία», περίφημη ακαδημία της Μπαρτσελόνα, όμως απέτυχε να πείσει τους «μπλαουγκράνα» να του δώσουν μία ευκαιρία.
Στη Λουμετσάνε, όπου αγωνιζόταν τότε, οι μισοί άνθρωποι του συλλόγου τον ήθελαν άμεσα στην πρώτη ομάδα και οι άλλοι μισοί ήταν καχύποπτοι με τις συμπεριφορές του.
Το προπονητικό τιμ τού ζητούσε να μένει λίγο παραπάνω μετά την προπόνηση, άλλα ο Μάριο το απέφευγε επικαλούμενος τη μελέτη για το σχολείο.
Στην πραγματικότητα, όπως ομολόγησε αργότερα, «πήγαινα με τους φίλους μου και παίζαμε ποδόσφαιρο 5Χ5!».
Στην πρώτη ομάδα της Λουμετσάνε -στην τρίτη κατηγορία- δεν σκόραρε σε δύο επίσημα ματς, όμως η κορμοστασιά του και οι προοπτικές έφταναν για να πείσουν την Ίντερ να τον αποκτήσει στα 17 του.
Οι «νερατζούρι» πρόσφεραν από το 2006 ποσό 150.000 ευρώ, τον άφησαν ως δανεικό στην ομάδα του και με επιπλέον 190.000 τον πήραν στο Μιλάνο το 2007. Ο κόουτς Ρομπέρτο Μαντσίνι τον εμπιστεύτηκε από νωρίς και ο «Super Mario» σκόραρε δις στο ντεμπούτο του στο Κύπελλο Ιταλίας εναντίον της Ρετζίνα.
Πέτυχε άλλα δύο γκολ στον επαναληπτικό προημιτελικό με την Γιουβέντους, σε εκτός έδρας νίκη με 3-2 και το Καμπιονάτο και η Εθνική Ιταλίας είχαν βρει τον επόμενο σταρ τους.
Το καλοκαίρι του 2008 ο Μαντσίνι αποχώρησε και την τεχνική ηγεσία της Ίντερ ανέλαβε ο Ζοσέ Μουρίνιο.
Τον Νοέμβριο του 2008, ο Μπαλοτέλι έγινε ο νεαρότερος σκόρερ της Ίντερ στο Τσάμπιονς Λιγκ, σε ηλικία 18 ετών και 85 ημερών, σκοράροντας στο 3-3 με την Ανόρθωση και καταρρίπτοντας το ρεκόρ του Ομπαφέμι Μάρτινς.
Η συνύπαρξη με τον Πορτογάλο κόουτς, όμως, δεν ήταν ευχάριστη.
Μπορεί στην Ίντερ να κατέκτησε τρία πρωταθλήματα Ιταλίας, ένα Κύπελλο και το Τσάμπιονς Λιγκ του 2010, όμως ουσιαστικά ποτέ δεν αποτέλεσε πραγματικό μέλος της με τον «Special One» στον πάγκο της.
Ο Μουρίνιο διαπίστωσε έλλειψη όρεξης, τον έστειλε για μερικές εβδομάδες στη δεύτερη ομάδα και τόνισε πως «δεν είναι δυνατόν ένας νέος παίκτης να μην προπονείται πιο σκληρά από τους φτασμένους Λουίς Φίγκο και Χαβιέ Ζανέτι».
Η σχέση τους συμπυκνώθηκε σε ένα επεισόδιο στο Καζάν, το οποίο ο απαιτητικός «Μου» περιέγραψε κάποτε ιδιαιτέρως γλαφυρά.
Οι πρωταθλητές Ιταλίας βρίσκονταν στη Ρωσία για ματς με την τοπική Ρούμπιν, για τους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ, τη σεζόν 2009-2010.
Οι απουσίες των Ετο’ο και Μιλίτο ανάγκασαν τον Μουρίνιο να στραφεί στον 19χρονο Μπαλοτέλι, ο οποίος πήρε μία ανόητη κίτρινη κάρτα στο τέλος του πρώτου ημιχρόνου.
Όπως θυμάται ο Πορτογάλος προπονητής, «σπατάλησα τα 14 από τα 15 λεπτά της ανάπαυλας να του λέω “σε παρακαλώ, Μάριο, μην πάρεις άλλη κάρτα γιατί δεν έχω επιθετικό να χρησιμοποιήσω”.
»Του ζήτησα να μείνει αδρανής, να μην κάνει τάκλιν, να μην διαμαρτυρηθεί στον διαιτητή και να μην αγγίξει κανέναν, ακόμη και αν κάνει λάθος και χάσει τη μπάλα.
»Του μιλούσα σχεδόν για ένα τέταρτο, μου έγνεψε πως κατάλαβε και στο πρώτο λεπτό του δευτέρου ημιχρόνου πήρε δεύτερη κίτρινη και αποβλήθηκε…».
Το συμπέρασμα του «Μπάλο» ήταν πως «ο Ζοσέ επιμένει ότι δεν είμαι εύκολος στη διαχείριση, όμως αυτό συνέβη γιατί εκείνος δεν το κατάφερε».
Ο Μουρίνιο, από την άλλη, είχε τη δική του εκδοχή για τη συνύπαρξή του με τον παίκτη, λέγοντας στην αφήγηση της ίδιας ιστορίας του Καζάν πως «για τα δύο χρόνια μου στην Ίντερ με τον Μάριο θα μπορούσα να γράψω ένα βιβλίο 200 σελίδων.
»Μονάχα που αυτό δεν θα ήταν ένα βιβλίο με δράμα, αλλά με κωμωδία…».
Οι μέρες του Μπαλοτέλι έμοιαζαν μετρημένες στο Μιλάνο. Ειδικά από τη στιγμή που είχε παραδεχθεί δημοσίως ότι… «μικρός υποστήριζα τη Μίλαν!» και δέχθηκε την πρόκληση ενός τηλεοπτικού παρουσιαστή να φορέσει τη φανέλα της σε ένα εστιατόριο, ενώ ήταν παίκτης της συμπολίτισσας Ίντερ!
Το κοινό εξαγριώθηκε μαζί του και το καλοκαίρι του 2010 ο Ρομπέρτο Μαντσίνι θέλησε να συνεργαστεί και πάλι μαζί του, τούτη τη φορά στο Μάντσεστερ και τη Σίτι.
Ο Ιταλός κόουτς είχε μεν παραδεχθεί πως «είναι τρελός, αλλά τον αγαπάω γιατί κατά βάθος είναι καλό παιδί», όμως είχε ομολογήσει πως «θα ήθελα να του δώσω και μία γροθιά!».
Ο Μπαλοτέλι απάντησε πως «δεν μπορεί, γιατί ξέρω κικ-μπόξινγκ», αλλά αμφότεροι παραλίγο να υλοποιήσουν την «φαντασίωση» του Μαντσίνι τον Ιανουάριο του 2013, όταν κάμερα τους «συνέλαβε» να έρχονται στα χέρια στην προπόνηση…
Είχε προηγηθεί το περιστατικό στο φιλικό με τους Λ.Α. Γκάλαξι, το 2011, όταν αντί για εύκολο πλασέ έκανε… πιρουέτα για να σουτάρει με «τακουνάκι» και εξαγρίωσε τον προπονητή του.
Φημολογείται πως έχει τοποθετήσει τάπες σε νιπτήρες των αποδυτηρίων της Σίτι, με συνέπεια να… πλημμυρίσει ο χώρος και πριν από ντέρμπι με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, έβαλε φωτιά στο σπίτι του προσπαθώντας να ανάψει πυροτεχνήματα με φίλους του!
Ισχυρίστηκε ότι δεν το έκανε εκείνος και όταν, μερικές ώρες αργότερα,σκόραρε στο εντυπωσιακό 6-1 επί της συμπολίτισσας, σήκωσε τη φανέλα του και εμφάνισε ένα μπλουζάκι με μήνυμα «Why Always Me?» (=«Γιατί Πάντα Εγώ;»).
Όπως έχει… απαντήσει ο ίδιος, «δεν είμαι τρελός, αν και κάποιες φορές κάνω πράγματα παράξενα».
Ένα από αυτά ήταν οι… 20 κλήσεις για παράνομο παρκάρισμα στο Μάντσεστερ.
Συνήθιζε να την αφήνει την αξίας 200.000 ευρώ Bentley του ακόμη και σε πολυσύχναστους δρόμους για να αγοράσει ένα σνακ.
Σε έναν έλεγχο, σε τσαντάκι οι αστυνομικοί βρήκαν 5.000 λίρες και όταν τον ρώτησαν γιατί κουβαλά τόσα μετρητά πάνω του, αποκρίθηκε «γιατί είμαι πλούσιος».
Τον Ιανουάριο του 2013 έκανε (πρώτα) το δεύτερο όνειρό του -καθώς το αρχικό, να αγωνιστεί για τη Μπρέσια, το πέτυχε αργότερα- πραγματικότητα, υπογράφοντας στη Μίλαν, αντί ποσού 23.000.000 ευρώ.
Μονάχα που αν και στο Μιλάνο είχε την πιο παραγωγική επίδοσή του, με 26 γκολ σε 43 αγώνες (12 σε 13 ματς στη μισή πρώτη σεζόν), δεν έτυχε ποτέ της συμπάθειας του Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Ο άλλοτε διοικητικός ηγέτης των «ροσονέρι» και πρωθυπουργός της Ιταλίας, αν και το 2014 δήλωσε πως «ήταν κακός στο Μουντιάλ και δεν μπορώ να τον πουλήσω 35.000.000 σε ομάδα της Πρέμιερ Λιγκ», τον παραχώρησε για τα μισά στη Λίβερπουλ, η οποία αναζητούσε εναγωνίως τον αντικαταστάτη του Λουίς Σουάρες, ο οποίος είχε επιλέξει τη Μπαρτσελόνα.
Μάλιστα, όταν τον έστειλε στο Μέρσεϊσαϊντ, ο Μπερλουσκόνι δήλωσε πως «πλέον δεν θα έχουμε στα αποδυτήρια της ομάδας μας ένα “σάπιο μήλο!”», ενώ ο αδερφός του τον είχε αποκαλέσει «νέγρο» στην αρχή της θητείας του στη Μίλαν.
Στο «Άνφιλντ» πέρασε τις χειρότερες ποδοσφαιρικές μέρες του, με μόλις τέσσερα γκολ σε 28 παρουσίες και κοινό παρονομαστή (με τα ιταλικά γήπεδα) τις εις βάρος του ρατσιστικές συμπεριφορές.
Ήταν, ούτως ή άλλως, το εύκολο θύμα και των ταμπλόιντ, για τη σχέση του με το μοντέλο Φανί Νεγκουέσα και την περιπέτεια με την Ραφαέλα Φίκο, με την οποία απέκτησε μία κόρη εκτός γάμου, την οποία αρχικά δεν θέλησε να αναγνωρίσει.
Πείστηκε, όμως, όταν το τεστ πατρότητας βγήκε θετικό.
Όλα αυτά, παράλληλα με μπόλικα περιστατικά έντασης με παπαράτσι…
Τη σεζόν 2015-2016 επέστρεψε ως δανεικός στη Μίλαν και σκόραρε μόλις μία φορά σε 20 ματς.
Το άστρο του φάνηκε να «δύει» όταν το 2016, ο Γιούργκεν Κλοπ δεν τον συμπεριέλαβε στην προετοιμασία της Λίβερπουλ.
Στις 31/8/16, την τελευταία ημέρα των μετεγγραφών, υπέγραψε μονοετές συμβόλαιο με τη γαλλική Νις, δηλώνοντας ότι «η Λίβερπουλ ήταν το μεγαλύτερο λάθος της καριέρας μου, γιατί ο Μπρένταν Ρότζερς και Κλοπ δεν θέλησαν ποτέ να τα πάνε καλά μαζί μου».
Στη Νις βρήκε τον εαυτό του, μένοντας άλλα δύο χρόνια και πετυχαίνοντας 33 γκολ σε 61 αγώνες.
Ωστόσο, το καλοκαίρι του 2018 έφτασε αργοπορημένος και υπέρβαρος στην προετοιμασία, έχοντας και παράπονα από την απροθυμία της Νις να τον παραχωρήσει σε Νάπολι ή Μαρσέιγ.
Στη δεύτερη βρέθηκε ως ελεύθερος τον Ιανουάριο του 2019 (οκτώ γκολ σε 15 παιχνίδια), πριν επιστρέψει το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς στην Ιταλία και την Μπρέσια.
Παρά το γεγονός ότι θα γύριζε σε ένα -ρατσιστικά- αφιλόξενο μέρος, η προοπτική να παίξει για την ομάδα της πόλης όπου μεγάλωσε ήταν καθοριστική.
Η βραζιλιάνικη Φλαμένγκο και ομάδες της Κίνας ήταν έτοιμες να ικανοποιήσουν τις οικονομικές απαιτήσεις του για ετήσιες απολαβές τεσσάρων εκατομμυρίων ευρώ, όμως όταν εμφανίστηκε η Μπρέσια, τα χρήματα δεν είχαν σημασία.
Όπως δεν είχαν σημασία, εκείνη τη στιγμή, οι ρατσιστικές επιθέσεις που είχε δεχθεί στην πατρίδα του.
Το 2009 δέχθηκε επίθεση με μπανάνες σε ένα μπαρ στη Ρώμη… Όταν αγωνιζόταν στην Ίντερ, διάβασε μηνύματα στους τοίχους του «Τζ. Μεάτσα» πως «εσύ δεν είσαι αληθινός Ιταλός, αλλά αληθινός Αφρικανός».
Το 2012, στο Euro της Πολωνίας, προειδοποίησε πως «όχι μόνο θα φύγω από το γήπεδο αν ακούσω ρατσιστικές ύβρεις, αλλά μπορεί να πάω φυλακή γιατί ίσως σκοτώσω κάποιον!».
Φτάνοντας στη Μπρέσια, οι μνήμες του παρελθόντος ξαναγύρισαν…
Η μητέρα του, Σίλβια, δάκρυσε όταν ο Μάριο τής ανακοίνωσε το καλοκαίρι του 2019 πως θα παίξει για την ομάδα της πόλης τους.
Όπως είχε δακρύσει και όταν της αφιέρωσε τα δύο γκολ του στον νικηφόρο ημιτελικό του Euro 2012 κόντρα στη Γερμανία.
Η πόλη έδειχνε να είχε αλλάξει. Από τα παιδικά του χρόνια, όταν «ήμουν όχι απλώς το μοναδικό μαύρο αγόρι στην ομάδα του, αλλά σε όλα τα γήπεδα», το 19% των κατοίκων (περίπου 156.000) ήταν μετανάστες από Πακιστάν, Ινδία Σενεγάλη, Νιγηρία και την πατρίδα των βιολογικών γονιών του, τη Γκάνα.
Σαν παιδί είχε πει σε έναν δάσκαλό του τη συγκλονιστική ατάκα πως «προσπαθώ να ξεπλύνω το μαύρο χρώμα μου…», ώστε να γίνει αποδεκτός. Είχε ρωτήσει τον ίδιο άνθρωπο αν «και η καρδιά μου είναι μαύρη;».
Το 2019, όμως, η πόλη της Μπρέσια μπορούσε με περηφάνια να φωνάξει πως ο Μάριο ήταν «ένας από εμάς».
Σε κάθε γήπεδο υπήρχαν μαύροι παίκτες και ο Μπαλοτέλι ένιωθε πως βρίσκεται εκεί όπου ανήκει.
Κατά την προετοιμασία της ομάδας, σε παράλληλες προπονήσεις με τον αδερφό του, Ενόχ, στο πάρκο, τον σταματούσε ο κόσμος και του ζητούσε αυτόγραφα.
Ακόμη και όταν πιτσιρίκια τού έλεγαν να παίξει μαζί τους στο γρασίδι, δεν αρνούνταν να τους κάνει το χατίρι!
Οι οπαδοί άρχισαν να αγοράζουν εισιτήρια διαρκείας και κατά την παρουσίασή του ή το ντεμπούτο του, το κοινό παραληρούσε.
«Ο κόσμος δεν μπορούσε να αγνοήσει ένα παιδί που από μικρό ονειρευόταν τη Μπρέσια», έγραψε ο δημοσιογράφος Στέφανο Σκάτσι στη «La Repubblica».
Ο Μάριο Μπαλοτέλι δεν είχε φύγει, ουσιαστικά, ποτέ από την πόλη.
Είχε πάντα εκεί τις αναμνήσεις του, το διαμέρισμα-ησυχαστήριό του. Το μόνο πρόβλημά του είναι πως το ιταλικό ποδόσφαιρο δεν ήταν πάντα έτοιμο να τον αποδεχθεί.
Αρχικά ενθουσιάστηκε με την ιδέα του σπιτικού φαγητού. Έμενε μεν μόνος, όμως η ομάδα έστελνε κάθε εβδομάδα στην μητέρα του το μενού που έπρεπε να του ετοιμάζει.
Όσο περνούσε ο καιρός, όμως, ο φόβος του Μάριο ότι η Serie A, το κοινό της και οι αντιλήψεις του δεν έχουν αλλάξει, έγινε πραγματικότητα.
Τα ρατσιστικά επεισόδια, είτε εναντίον του είτε εις βάρος άλλων παικτών (όπως ο Ρομέλου Λουκάκου της Ίντερ), συνεχίζονταν σε πόλεις σαν το Κάλιαρι, το Μπέργκαμο, τη Τζένοα και τη Βερόνα…
Αποδείχθηκε πως ο Μπαλοτέλι δεν είχε την καθολική συμπαράσταση ούτε των φαν της ομάδας του. Καθώς οι ultras της Μπρέσια εξέδωσαν ανακοίνωση με την οποία υποβάθμιζαν τη ρατσιστική επίθεση των φαν της Βερόνα εναντίον του, στις 3 Νοεμβρίου 2019… Σε ματς στο οποίο ο Ιταλός φορ θέλησε να αποχωρήσει κλωτσώντας τη μπάλα στην εξέδρα, όμως πείστηκε να συνεχίσει και η απάντησή του ήταν ένα καταπληκτικό γκολ.
Ο Μπαλοτέλι δεν έτυχε της στήριξης ούτε της διοίκησης της. Ο πρόεδρος, Μάσιμο Τσελίνο, απάντησε σε ερώτηση για τον «Μπάλο» πως «τι μπορούμε να πούμε; Είναι ένας μαύρος που προσπαθεί να “λάμψει”».
Ο Τσελίνο τόνισε, δίχως μεγάλη πειστικότητα, πως αστειευόταν με μία παράδοξη αναφορά «για να προστατεύσω τον παίκτη».
Ο Μάριο είχε επιστρέψει σε έναν κόσμο που είχε αφήσει πίσω του σαν ένας νέος άνδρας. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον είχε κληθεί να πετύχει, όχι ως παίκτης, αλλά ως μαύρος παίκτης και όχι πάντα με γνώμονα τα γκολ.
Όποια κι αν είναι η επόμενη επιλογή του Ιταλού επιθετικού, εντός ή εκτός γηπέδου, είτε κάποιος επιλέξει αφορισμούς ή απλές διαπιστώσεις, δεν είναι εύκολο να τον κρίνει.
Αν επιμείνει ότι είναι ένας κακομαθημένος νέος που αμείβεται πλουσιοπάροχα για να κάνει το χόμπι του επάγγελμα, οφείλει να γνωρίζει το παρελθόν του.
Αν προτιμήσει να τον κρίνει απλώς σαν ποδοσφαιριστή ή σταρ, δεν θα πρέπει να λησμονήσει ότι βρέθηκε σε πολλά πρωτοσέλιδα όχι ως παίκτης, αλλά ως σύμβολο μίας κουλτούρας με πολλές πλευρές.
Θα πρέπει να αναρωτηθεί αν η επιτυχία του θα ήταν απλώς γκολ, νίκες, τίτλοι ή όφειλε να συνοδεύεται από «καθωσπρέπει» συμπεριφορά. Αν έπρεπε να είχε αποτέλεσμα και (σ)την κοινωνική αλλαγή.
Ενδεχομένως να βρέθηκε εν μέσω μίας «αποστολής» εκπλήρωσης προσδοκιών την οποία δεν ζήτησε ποτέ ο ίδιος. Την οποία, επίσης, μπορεί να ομολογεί πως δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί…
Ο «θόρυβος» γύρω του ήταν πάντα πιο δυνατός από τις επιδόσεις του στο χορτάρι. Το γεγονός ότι σκόραρε περισσότερα από δέκα γκολ σε διαδοχικές σεζόν μόνο στο πρώτο πέρασμά του από τη Μίλαν και στη Γαλλία με τη Νις, ίσως «δείχνει» έναν υπερεκτιμημένο παίκτη.
Ακόμη και τις περιόδους που δεν έβρισκε δίχτυα, όμως, μπορούσε να πουλήσει εφημερίδες.
Όποιες κι αν είναι η επόμενες επιλογές του Μάριο Μπαλοτέλι, εντός ή εκτός γηπέδου, σημασία δεν θα έχουν τα χρήματα, αλλά οι εικόνες στα μάτια και το μυαλό του.
Αυτό που θα μετρά θα είναι να είναι ευτυχισμένος, είτε οι αποφάσεις του αρέσουν στο κοινό είτε όχι. Άλλωστε, όπως επιμένει να αναφέρει και ο ίδιος, «όταν χάνω τον έλεγχο, είναι επειδή εγώ το αποφασίζω».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟ
Ερίκ Καντονά, “Enfant terrible”
Η αβάσταχτη απλότητα του (περίπλοκου) εαυτού του Ντένις Ρόντμαν
Ο Άλεν Άιβερσον έγινε σύμβολο μίας κουλτούρας που δεν του στέρησε τη μπασκετική «αθανασία»
Χερμάν Μπούργος: «Οργισμένο είδωλο» και το… «ηρεμιστικό» του Ντιέγκο Σιμεόνε