Στις 14 Ιουνίου 1987, 10 χρόνων παιδί, ήμουν στο σπίτι και έβλεπα τον Τελικό του Ευρωμπάσκετ!
Ήμασταν οικογενειακώς μπροστά στην τηλεόραση. δεν νομίζω ότι κάποιος Έλληνας που δεν ήταν στο γήπεδο έκανε κάτι διαφορετικό εκείνη την ημέρα.
Γιατί το Ευρωμπάσκετ του 1987 δεν ήταν απλώς μια διοργάνωση στην οποία η Ελλάδα αναδείχθηκε Πρωταθλήτρια Ευρώπης.
Σαφώς αυτό είναι το “τυπικό” της υπόθεσης, αλλά η ουσία είναι ότι η Ελλάδα, η οποία τότε είχε διάφορα προβλήματα πολιτικής φύσεως, μια χώρα που έως τότε δεν είχε αναλάβει κάποια τόσο μεγάλη διοργάνωση παρά το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στίβου το 1982, έκανε κάτι μοναδικό.
Ήταν λοιπόν κάτι πάρα πολύ σημαντικό και ουσιαστικά μ’ αυτό η Ελλάδα έμπαινε στον χάρτη του αθλητισμού και όχι μόνο, το “1987” αποτέλεσε το εφαλτήριο για να μπει ο ελληνικός αθλητισμός στο μυαλό όλου του κόσμου και ουσιαστικά όλοι ασχοληθήκαμε με τον μπάσκετ πιο συγκεκριμένα λόγω αυτής της διοργάνωσης.
Άλλοι μπορεί να είχαν ξεκινήσει λίγο νωρίτερα.
Και το δικό μου ξεκίνημα στο άθλημα από τα οκτώ μου χρόνια δεν ήταν κάτι που εγώ το είχα επιλέξει αλλά κάτι στο οποίο με παρέσυρε ο πατέρας μου, απλώς από το 1987 και μετά μπολιάστηκε ο σπόρος και ήταν αυτό που ήθελα να κάνω στη συνέχεια.
Και δεν περίμενα την ημέρα του Τελικού. Από τη στιγμή που κερδίσαμε την προηγουμένη τους Γιουγκοσλάβους, όλοι ζούσαμε για τον Τελικό της Σοβιετικής Ένωσης.
Όλοι τότε ήταν μαγεμένοι, όλοι ζούσαμε σε μια ευφορία.
Κι εγώ το ίδιο και, παρόλο που ήμουν παιδάκι, καταλάβαινα πάρα πολλά πράγματα για την ηλικία μου, μετά… σταμάτησα να καταλαβαίνω.
Επίσης, κάτι το οποίο μου έκανε τρομερή εντύπωση, γιατί δεν το είχα ξαναζήσει, έβλεπα για πρώτη φορά όλους τους Έλληνες μαζί.
Τότε υπήρχαν και τα πολιτικά, ΠΑΣΟΚ-Νέα Δημοκρατία, θυμάμαι μάλιστα τον πατέρα μου με τον αδερφό μου να υποστηρίζουν αντίπαλα πολιτικά στρατόπεδα και να μη μιλάνε μεταξύ τους, για βλακείες βέβαια, την περίοδο των εκλογών.
Το σημαντικό λοιπόν ήταν ότι για πρώτη φορά είδα όλον τον κόσμο ενωμένο, όλοι να πανηγυρίζουν και να χαίρονται για κάτι τόσο μεγάλο.
Οι παίκτες τότε ήταν όλοι τους θρύλοι, ο Γκάλης ήταν το κάτι άλλο, ήταν μακράν του δευτέρου στην Ευρώπη.
Και τότε υπήρχαν ο Πέτροβιτς, όλη η φουρνιά της Γιουγκοσλαβίας, εκείνη της Σοβιετικής Ένωσης, άτομα τα οποία έχω γνωρίσει προσωπικά, όπως από την Ιταλία ο Ρίβα, τον οποίον είχα General Μanager, όταν έπαιζα στη Ρώμη, ο Σαν Επιφάνιο.
Όταν μάλιστα πήγα στην Μπαρτσελόνα να παίξω, τους είπα το μαγικό «εγώ, παιδιά, φοράω μόνο το “15”, θέλω να το φορέσω και εδώ», γέλαγαν και, μόλις μπήκα στο γήπεδο, συνειδητοποίησα τι βλακεία είπα, καθώς το «15» του Σαν Επιφάνιο το έχουν αποσύρει στο ταβάνι.
Όλα αυτά τα ινδάλματα με τα οποία μεγάλωσα τα έβλεπα, τα έχω ζήσει και καταλαβαίνω το δέος.
Το ίδιο δέος ένιωσα τότε για τον Γκάλη, αν και είμαι fan του Φάνη, τον προτιμώ.
Στο “γράμμα” που έγραψα στον Νίκο Γκάλη το 2017, γυρίζοντας 30 χρόνια πίσω, λέω ως 10χρονος «Η μπασκέτα που βρίσκεται στην ελιά απέναντι από το σπίτι μου έχει αναστενάξει πραγματικά από τα τούβλα που ρίχνω» και αυτό ήταν αλήθεια, γιατί, για να τα βάζεις, πρέπει να τα χάσεις κι εγώ, μέχρι να ξεκινήσω να τα βάζω, μόνο τα έχανα.
Τότε δεν έκανα κάτι άλλο, κοιμόμουν και ξύπναγα με μια μπάλα κυριολεκτικά, δεν το λέω μεταφορικά.
Επειδή τα Σαββατοκύριακα είχα προπονήσεις με τον Ιωνικό Νέας Φιλαδέλφειας, την Παρασκευή και το Σάββατο τα βράδια κοιμόμουν με τα παπούτσια του μπάσκετ, έτοιμος να σηκωθώ να κάνω προπόνηση, να μην χάνω χρόνο.
Θα μπορούσα να πω ότι για μένα το μπάσκετ είναι η ζωή μου, αλλά θα ακουστεί κοινότοπο.
Είναι όμως και η πραγματικότητα, είναι αυτό που ήθελα να κάνω, με έκανε ευτυχισμένο, δε με ένοιαζε να πάω σε πάρτι, δε με ένοιαζε να παίξω άλλα παιχνίδια, το να έχω μια μπάλα και να μπορώ να παίζω μπάσκετ με έκανε ολοκληρωμένο.
Επιστρέφοντας στην ημέρα του Τελικού, όταν τέλειωσε ο αγώνας, δεν θυμάμαι τι κάναμε με τον μπαμπά και τον αδερφό μου. Είμαι σίγουρος βέβαια ότι κάτι κάναμε, ήταν και καλοκαίρι, όλοι στα μπαλκόνια, ουσιαστικά ήμασταν όλοι έξω, πανηγυρισμοί, ιαχές.
Αναθεώρησα τότε και τον τρόπο που έως εκείνη τη στιγμή έβλεπα το μπάσκετ. Ήθελα και εγώ να βρεθώ κάποια στιγμή σε μια παρόμοια κατάσταση, όπως ονειρευόμαστε όλοι να πάμε στο διάστημα, εγώ ονειρευόμουν να γίνω Πρωταθλητής Ευρώπης, να βάζω το τελευταίο σουτ σε αγώνα, να παίζω εκτός έδρας και να κάνω το γήπεδο να σωπάσει, βλακειούλες δηλαδή που σκέφτονται τα παιδιά για να ιντριγκάρουν τον εαυτό τους.
Το αστείο είναι (δεν είναι καθόλου αστείο βέβαια, το λέω κι ανατριχιάζω) ότι αυτό που ονειρευόμουν το έκανα στ’ αλήθεια και δε νομίζω ότι θα μπορούσα να ζητήσω κάτι άλλο.
Όλοι οι παίκτες της Εθνικής του 1987 ήταν μύθοι, δεν έχει σημασία αν κάποιον μπορούσα να τον συμπαθήσω περισσότερο από κάποιον άλλο, για εμένα όλοι τους ήταν το ίδιο.
Χάρη σε αυτούς προχώρησα, ήταν για εμένα τα πρότυπά μου, μπορεί σε κάποιον να είχα μεγαλύτερη συμπάθεια απ’ ό,τι σε κάποιον άλλον, χωρίς όμως αυτό να μειώνει την αξία και την προσπάθεια όλων τους.
Πάντως, αν μου έλεγαν τότε, 10 ετών παιδάκι, ότι θα ήμουν εγώ αυτός που 18 χρόνια μετά θα σήκωνε το τρόπαιο του Ευρωμπάσκετ του 2005, θα έλεγα απλώς «μακάρι» ή «αυτό είναι το όνειρό μου».
Επειδή όμως τα όνειρα τις περισσότερες φορές δεν γίνονται πραγματικότητα, πρέπει να δουλέψεις σκληρά, και επειδή γενικώς είμαι άνθρωπος που πάντα πολεμάω, δεν παρατάω τα όνειρά μου και προσπαθώ να τα εκπληρώσω, ναι, θα έλεγα «μακάρι να γίνει αυτό, θα ήταν κάτι το απίστευτο» και πραγματικά έγινε!
Όταν κάτι πρέπει να γίνει, όλα θα συνωμοτήσουν για να γίνει, όπως και το ανάποδο βέβαια.
Το να έχουμε προπονητή στο Ευρωμπάσκετ του 2005 τον Παναγιώτη Γιαννάκη, χάρη στον οποίον μεγαλώσαμε μέσα στο άθλημα, ήταν κάτι φοβερό, το τι σήμανε για εμάς η καριέρα του, το ότι ήταν ο αρχηγός της Εθνικής ομάδας…
Εγώ, για παράδειγμα, είχα ταυτιστεί μαζί του, και αυτός αρχηγός και εγώ αρχηγός, ήταν μοναδικό το συναίσθημα.
Τότε βέβαια έλεγα για όλους «α, θέλω να γίνω σαν κι αυτόν, σαν κι εκείνον», θυμάμαι προσπαθούσαμε να ξεπατικώσουμε κινήσεις απ’ την τηλεόραση, γιατί τότε δεν είχαμε ίντερνετ, δεν είχαμε πρόσβαση στις άπειρες πληροφορίες, όπως συμβαίνει σήμερα.
Όλα τα παιδιά, είτε παίζαμε μπάσκετ, είτε παίζαμε ποδόσφαιρο, είτε δεν κάναμε τίποτα από αθλητισμό, προσπαθούσαμε να αντιγράψουμε το τριπλό, τετραπλό σπάσιμο του Γκάλη στο παιχνίδι με τη Σοβιετική Ένωση, τα τρίποντα του Γιαννάκη με ταμπλό, τις κινήσεις του Φασούλα.
Κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να νιώσουμε και εμείς μέλος αυτής της ομάδας.
Επίσης, μπορεί να μην είχαμε κάνει κάποια ιδιαίτερη κουβέντα με τον Γιαννάκη σχετικά με τον θαυμασμό που ένιωθα για τον ίδιον και το “1987”, αλλά το καταλάβαινε. όταν έδινα συνεντεύξεις, για παράδειγμα, και έλεγα ότι έπαιζα μπάσκετ, επειδή έβλεπα αυτόν και τους υπολοίπους να το παίρνουν το 1987.
Είναι η κληρονομιά που άφησαν αυτοί σε εμάς και νομίζω ότι και εμείς με τη σειρά μας αφήσαμε κάτι παρόμοιο στις επόμενες γενιές!
Όλη αυτή η διαδρομή, από το 1987 ως το τέλος της καριέρας μου το 2016, ήταν σαν χθες, δεν μπορώ να καταλάβω πώς πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια
Αναφέρομαι, για παράδειγμα, στο 2005 ή σε άλλες επιτυχίες του μπάσκετ και σκέφτομαι «Ρε συ, τόσο παλιό είναι; Μα καλά, πέρασαν τόσα χρόνια και φαίνεται σα να ‘ταν χθες».
Δεν έχω κανένα παράπονο από την πορεία μου και την καριέρα μου, ξέρω ότι έδωσα τα πάντα, όσο έπαιζα, γιατί και τώρα ως προπονητής το ίδιο κάνω.
Και ακριβώς επειδή έδωσα ό,τι είχα και δεν είχα, το 100%, σωματικά “το πληρώνω” σήμερα, αλλά αυτό είναι το τίμημα, δεν παραπονιέμαι για τίποτα.
Το να εκπροσωπείς τη χώρα σου νομίζω ότι είναι το απόλυτο για τον οποιονδήποτε αθλητή.
Και αυτό, αν συνδυαστεί και με επιτυχίες, είναι ό,τι καλύτερο μπορείς να φανταστείς.
Όποτε έβλεπα highlights, πχ μετά το Ευρωμπάσκετ στο Βελιγράδι ή όταν κερδίσαμε τους Αμερικανούς στην Ιαπωνία, και παρατηρούσα τον κόσμο να βγαίνει έξω, έλεγα «δεν είναι δυνατόν, δεν υπάρχει περίπτωση να βγήκαν για εμάς στον δρόμο, σίγουρα έχουν κάνει μοντάζ από άλλες επιτυχίες που έχουν προηγηθεί και απλώς το ξαναπαίζουν».
Σκεφτόμουν ότι δεν υπάρχει περίπτωση αυτοί οι άνθρωποι να βγαίνουν στον δρόμο για εμάς. Αλλά ήταν πραγματικό.
Και, από τη στιγμή που έχουμε καταφέρει να κάνουμε κάτι τέτοιο, τι άλλο θα μπορούσε να ζητήσει κανένας;
Εκπροσωπώντας τη χώρα μας, ενώσαμε όλη την Ελλάδα!
Οπότε δεν έχει σημασία αν είσαι Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός, ΑΕΚ, Μπαρτσελόνα, Ρεάλ Μαδρίτης, οτιδήποτε. Το ότι εκπροσωπείς τη χώρα σου είναι το απόλυτο.
Ο κόσμος νομίζω ότι έχει ανάγκη να νιώσει χαρούμενος και ο αθλητισμός είναι ένας τομέας που μπορεί να το προσφέρει αυτό.
Όπως αντίστοιχα μπορεί να λειτουργήσει και η επιτυχία ενός επιστήμονα, ενός ζωγράφου, ενός ποιητή, ενός στιχουργού, η οποία συνήθως -κακώς- δεν προβάλλεται.
Για εμένα, κακώς δεν προωθούνται τέτοια πρότυπα, απ’ τα οποία πραγματικά ο κόσμος πρέπει να πιαστεί, είναι προς μίμηση, σε αντίθεση με τα παραδείγματα που έχουμε αυτή τη στιγμή, τα περισσότερα απ’ τα οποία είναι προς αποφυγή.
Όσον αφορά σε δικά μου highlights, έχω δείξει κάποια στα παιδιά μου μόνο από τον Τελικό του Ευρωμπάσκετ του 2005 και τον ημιτελικό με την Αμερική.
Γενικά δεν μου αρέσει καθόλου να με βλέπουν οι γιοι μου, γιατί με… κοροιδεύουν.
Ωστόσο, καταλαβαίνουν, συνειδητοποιούν τι έχει γίνει, αλλά και εγώ δεν γυρνάω να δω κάτι από το παρελθόν.
Τώρα βέβαια βλέπω τόσο πολλά παιχνίδια που καλύτερα που δεν βλέπω εκείνα.
Παραμένω ΑΕΚ, αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει, με ρωτάνε συνέχεια και απορώ γιατί να αλλάξει!
Ανέκαθεν ήμουν ξεκάθαρος, όχι τώρα…
Και ο περισσότερος κόσμος αναγνωρίζει και εκτιμά ότι, παρότι είμαι ΑΕΚ, όπου και αν πάω να δουλέψω, όπου και αν έχω δουλέψει, είτε ως παίκτης είτε ως προπονητής, δεν αλλάζω τον τρόπο που βλέπω το μπάσκετ και τον τρόπο που θέλω να κερδίζω.
Από το 2018 στράφηκα στην προπονητική και μου αρέσει πολύ περισσότερο απ’ όταν έπαιζα. Και η σύγκριση δεν αφορά στην περίοδο προς το τέλος της καριέρας μου αλλά σε εκείνη της κορύφωσης.
Με εξιτάρει το να προετοιμάσεις την ομάδα σου, την προπόνηση όλη την εβδομάδα, να διαλέξεις παίκτες την περίοδο που πρέπει, να κάνεις προπόνηση, να μπορείς να επεμβαίνεις στο παιχνίδι συνέχεια.
Οι παίκτες είναι αυτοί που αποφασίζουν πάντα, εσύ είσαι ο αφανής πίσω τους και, με το που τελειώνει ο αγώνας, τα επόμενα πέντε-δέκα λεπτά είναι ιδιαίτερα.
Νιώθω τρομερά περήφανος για την ομάδα μου, ό,τι και να έχει γίνει, γιατί ξέρω πόσο δύσκολο είναι και εγώ δεν είμαι ιδιαίτερα εύκολος.
Το μπάσκετ είναι αυτό που μου έχει δώσει τα πάντα και δεν αναφέρομαι παικτικά. με έχει βοηθήσει να γνωρίσω κόσμο, έχω βγει εκτός των συνόρων της χώρας μου και έχω έρθει σε επαφή με άλλες κουλτούρες, μιλάω Ισπανικά, Ιταλικά, Αγγλικά, αν δεν υπήρχε στη ζωή μου, μάλλον δεν θα τα έκανα όλα αυτά.
Με έχει κάνει να ανοίξω τους ορίζοντές μου και να δω το πώς σκέφτονται οι άλλοι, όχι μόνο σε θέματα που αφορούν στον αθλητισμό αλλά και γενικότερα, αλλά και το πώς να συμπεριφέρομαι κι εγώ ανάλογα με τις καταστάσεις.
Μου έχει δώσει πράγματα που πολύ δύσκολα θα τα έπαιρνα από αλλού.
Το μπάσκετ με έπλασε ολόκληρο!
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
CHECK IT OUT: Μιχάλης Κακιούζης: Γράμμα στον Νίκο Γκάλη
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Λιβέρης Ανδρίτσος: Όταν άλλαξε η ζωή μας
Νίκος Λινάρδος: Η «μικρή» Ελλάδα μεγάλωσε!
Νίκος Σισμανίδης: Στο (βιο)ρυθμό του 1987!