Προβαίνοντας σε έρευνα μετά από εκτεταμένες διακοπές ρεύματος και έχοντας στο μεταξύ ζήσει μια μεταφυσική εμπειρία, ο Ρόι Νίρι γίνεται εμμονικός με μια υποσυνείδητη εικόνα.
Το σχήμα της μοιάζει με βουνό, δεν μπορεί να το αποβάλλει από το μυαλό του. Το σχεδιάζει στο χαρτί, το ζωγραφίζει, το πλάθει με ογκώδη υλικά που καταστρέφουν το σπίτι του και εν τέλει την ίδια την οικογενειακή του ζωή. Μέχρι που το βλέπει κατά σύμπτωση στην τηλεόραση, στο φόντο ενός ρεπορτάζ για ένα ατύχημα κοντά στον Πύργο των Διαβόλων στο Ουαϊόμινγκ.
Είναι το ξεκίνημα της ιστορίας στις «Στενές επαφές τρίτου τύπου», ταινία επιστημονικής φαντασίας του Στίβεν Σπίλμπεργκ με τον Ρίτσαρντ Ντρέιφους. Ο τίτλος έχει να κάνει με το σύστημα κατάταξης του καθηγητή αστρονομίας, Γιόζεφ Χάινεκ, ο οποίος μάλιστα εμφανίζεται σε μια σκηνή του φιλμ του 1977. Τρίτου τύπου είναι η άμεση επαφή ανθρώπου με εξωγήινο.
Για τον Κρέζιμιρ Τσόσιτς, η εμπειρία που του άλλαξε τη ζωή και κατά κάποιον τρόπο τού εκτόξευσε την καριέρα ήρθε στη Γιούτα. Στη γειτονική πολιτεία του Ουαϊόμινγκ, λίγο νοτιοανατολικότερα από τον ασυνήθιστο και διάσημο φυσικό σχηματισμό του Πύργου των Διαβόλων.
Πόλη Πρόβο, έδρα των Μορμόνων. Και του Πανεπιστημίου Μπρίγκαμ Γιανγκ, όπου ο πανύψηλος σέντερ προσγειώθηκε ως… εξωγήινος το 1969. Πρώτα, ήταν ένας μποέμ μπασκετμπολίστας, μακριά από προσευχές και θρησκείες στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, ο οποίος συνδύαζε τις επιτυχίες του στα παρκέ με πολύ αλκοόλ και κάθε είδους ξεφάντωμα.
Φτάνοντας στο campus και σηκώνοντας το κεφάλι να χαζέψει ολόγυρα, τα (ξανα)είδε. Τα βουνά Γουόσατς. Έμεινε με το στόμα ανοιχτό, διότι ακριβώς τους ίδιους σχηματισμούς γης είχε δει σε ένα όνειρό του και έκτοτε δεν έπαψε να αναρωτιέται τι ήταν εκείνοι.
Έτσι ξεκινάει η πνευματική/θρησκευτική/μεταφυσική αναζήτηση του αθλητή που θα σημαδέψει έτι περαιτέρω το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο μπάσκετ. Του αθλητή που θα γίνει και ιεραπόστολος και πρέσβης. Που δεν θα ξανακάνει καμία κατάχρηση στη… δεύτερη και οριστική ζωή του. Την τόσο μικρή, μια και το νήμα της θα κοπεί στις 25 Μαΐου του 1995.
Θρύλος της Ζάνταρ, “κολώνα” της Βίρτους Μπολόνια, συντάκτης… ιστορίας στην Τσιμπόνα, συλλέκτης πάμπολλων μεταλλίων και δη Χρυσών με την Εθνική Γιουγκοσλαβίας κατά τη γιγάντωσή της στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Και ένα ξεχωριστό κεφάλαιο με τις δύο θητείες του στην ΑΕΚ, φυσικά.
Ζάνταρ, οι πρώτοι τίτλοι του(ς)
Έρχεται στον κόσμο στις 26 Νοεμβρίου 1948 στο Ζάγκρεμπ. Η σκούφια της φαμίλιας του κρατάει από το Ζάνταρ, όπου και μεγαλώνει από τριών ετών, μετά από ένα σύντομο πέρασμα από την Πούλα. Άλλωστε και το όνομά του σε αυτό το οφείλει.
Μπράνιμιρ ήταν η αρχική βούληση των γονιών του να βαπτιστεί, μα δύο μέρες πριν τη γέννησή του, στις 24 του Νοέμβρη, η Καθολική Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Κρσέβαν. Πολιούχου του Ζάνταρ, όπου και φυλάσσονται λείψανά του. Χρυσόγονος, ελληνιστί. Ο Κρέζιμιρ Τσόσιτς θα αποτελέσει το πιο προικισμένο τέκνο της χρυσής γενιάς του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ.
Δεν παίρνει γρήγορα ύψος, μαθαίνει να παίζει ως γκαρντ. Όταν ψηλώνει απότομα, δεν απαρνείται τις αρετές του περιφερειακού. “Βλέπει” γήπεδο καλύτερα από τους περισσότερους πλέι μέικερ, δείχνει τα συστήματα στους συμπαίκτες του, σουτάρει από μακριά. Πράγματα ανήκουστα για τα “5άρια” της εποχής.
Τα καλοκαίρια περνάει απέναντι από το Ζάνταρ, στο νησί της Αδριατικής ονόματι Πάσμαν και δη στο χωριουδάκι Ντομπροπόλιανα, απ’ όπου κατάγεται ο πατέρας του, ο Άντε. Παρακολουθεί τους μεγάλους να παίζουν χαρτιά, βοηθάει στο μάζεμα σύκων και σταφυλιών από τα αμπέλια. Εκεί βλέπει και το περίφημο όνειρο, με τα βουνά που αποτελούν κομμάτι της οροσειράς των Βραχωδών Ορέων.
Προς το παρόν, είναι ο πιο ταλαντούχος μπασκετμπολίστας της γενιάς του. Φτάνει τα 211 εκατοστά, παραμένει κοκαλιάρης και ταυτόχρονα ευκίνητος. Και ακόμα πιο εύστροφος.
Ο προπονητής Έντσο Σόβιτι τον πλάθει καταλλήλως και σύντομα η «Χάλα Γιάζινε» γεμίζει για χάρη του. Με την ΚΚ Ζάνταρ κατακτά τα τρία πρώτα Πρωταθλήματα της ιστορίας της.
Είναι ο ανερχόμενος ψηλός, δίπλα στον έμπειρο κοντό, Πίνο Τζέρτζια. Μαζί τους και ο Μίλαν Κόμαζετς, μπαμπάς του (κατοπινού ακόμα μεγαλύτερου αστεριού της ομάδας) Άριαν.
Το 1966 ανεβαίνει και σε εθνικό βάθρο. Με την Εφήβων, δίπλα στον Μπόγκνταν Τάνιεβιτς. “Ασημένιος” στην Ιταλία. Έχουν ξεκινήσει τα ταξίδια. Η νομαδική ζωή. Οι έξοδοι στα μπαρ, οι γνωριμίες με γυναίκες, το αραλίκι στις καφετέριες, η διασκέδαση σε μπαρ με τσιγάρο στο ένα χέρι και ένα μπουκάλι μπίρα στο άλλο.
Γράφεται και στη σχολή Καλών Τεχνών της πόλης του, μα είναι τόσο καλός στο μπάσκετ που το μέλλον του βρίσκεται μονάχα στα παρκέ. Το 1967 περνάει και μια βόλτα από τον «Τάφο του Ινδού», όπου χάνει στο Κύπελλο Πρωταθλητριών από τον Παναθηναϊκό των Γιώργηδων Κολοκυθά και Βασιλακόπουλου, του Κώστα Πολίτη. Βάζει 23 πόντους στη ρεβάνς, το γυρίζει. Προχωράει μέχρι τους ημιτελικούς, ρίχνοντας 22άρα και στη Ρεάλ. Κόντρα στην Μπανταλόνα, ενδιάμεσα, έχει σημειώσει και 38 πόντους.
Από τον Νοέμβριο του 1964, οπότε έχει ντεμπουτάρει 16 ετών (!) σε ένα “διπλό” στο Κουμάνοβο επί της Ραμποτνίτσκι, είναι λες και έχει περάσει μια ολόκληρη εποχή. Φιναλίστ και σε ολόκληρο Μουντομπάσκετ, σε ολόκληρους Ολυμπιακούς Αγώνες (1967 και 1968, αντίστοιχα), γίνεται γνωστός στα πέρατα της οικουμένης.
ΗΠΑ, το φως το αληθινό
Στην καρδιά των Μορμόνων πάντως δεν θα είχε φτάσει, αν δεν είχε βάλει το χεράκι του (και το λέγειν του) ο Βέικο Βαΐνιο. Ο κορυφαίος Φινλανδός μπασκετμπολίστας της εποχής γνωρίζεται με τον Τσόσιτς στο Ευρωμπάσκετ του 1967 στη «χώρα των χιλίων λιμνών» και το επόμενο καλοκαίρι, όταν και τον πετυχαίνει στη Μεικτή Ευρώπης, τον στρατολογεί κανονικά.
Ο Σκανδιναβός έχει ήδη πει το «yes» στην πρόταση του Μπρίγκαμ Γιανγκ και κουβέντα στην κουβέντα πείθει τον φίλο του να τον ακολουθήσει. Αυτό θα συμβεί το 1969. Ο τύπος λοιπόν από την κροατική γη προσγειώνεται σε υψόμετρο 1.800μ. και του φεύγει το καφάσι. Όχι μόνο επειδή, κατά πώς λέει, του είναι γνώριμα τα βουνά ολόγυρα μα και επειδή αντιλαμβάνεται επί τόπου ότι πρέπει να ακολουθήσει τις επιταγές (ή μάλλον προσταγές) του Μορμονισμού, αν θέλει να φοιτήσει στο BYU.
Κοινώς, κομμένα μαχαίρι το αλκοόλ, η νικοτίνη, ακόμα και το σεξ πριν τον γάμο. Κάνει να φύγει κάποια στιγμή, έχοντας βγάλει και εισιτήρια επιστροφής. Ούτε αγγλικά καλά-καλά δεν μιλάει. Λες και τραβηγμένος από κάποια ανώτερη δύναμη, μένει. Και γίνεται διαπρύσιος υποστηρικτής της «Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών».
Ο καθένας όπως την βρίσκει… Όντως κόβει ακόμα και τις πιο αθώες καταχρήσεις, πίνει νερό (ας τόλμαγε κάτι άλλο) στο όνομα του Προφήτη Τζόζεφ Σμιθ, πιάνει φιλίες με τα μεγάλα κεφάλια της Εκκλησίας και καθηγητάδες στο Πανεπιστήμιο. Ένας εξ αυτών, ο Χιου Νίμπλι, γίνεται ο μέντοράς του. Τον (επανα)βαπτίζει στη γειτονική μητρόπολη, Σολτ Λέικ Σίτι, τον κάνει να αντιμετωπίζει τη ζωή με γνώμονα τη βοήθεια στον συνάνθρωπο.
«Άφησα μουστάκι, γένια και μακριά μαλλιά, για να μοιάζω με χίπη. Αλλά δεν συμπεριφέρθηκα ως τέτοιος στο άθλημα που αγαπούσα. Εκεί ήμουν επιμελής, σεβαστικός στους κανόνες, υπηρέτης του ομαδικού καλού».
Παίζει και μπάσκετ όλο αυτό το διάστημα ο άνθρωπός μας. Μεγάλο μπάσκετ. Ίσως ο πρώτος πόιντ σέντερ που εμφανίζεται, έχει το ελεύθερο να ντριμπλάρει στο χάι ποστ. Βρίσκει τους συμπαίκτες που κόβουν προς το καλάθι, τελειώνει φάσεις και με χουκ πέρα από σουτ από κάθε απόσταση, χρησιμοποιεί συχνά τις προσποιήσεις στο ρεπερτόριό του.
Ως φρέσμαν κιόλας, έχει μέσους όρους χορταστικού νταμπλ-νταμπλ. Το 1971 οδηγεί τους Κούγκαρς στο Sweet 16 της τελικής φάσης του NCAA για μόλις τρίτη φορά στην ιστορία τους (έκτοτε ακολούθησαν δύο ακόμα), την επόμενη χρονιά βάζει 22.3 πόντους και μαζεύει 12.8 ριμπάουντ.
Είναι η σεζόν που η ομάδα μπαίνει στο νεότευκτο και αχανές Marriott Center, χωρητικότητας 22.700 θεατών. Τέτοια είναι η φρενίτιδα για τον Κροάτη και τους συμπαίκτες του. Λέγεται χαρακτηριστικά πως «ο Σταν Γουότς το έχτισε, ο Μάριοτ το χρηματοδότησε, ο Κρέζο το γέμισε!». Ελάχιστα μικρότερα τα νούμερά του στην τέταρτη χρονιά εκεί, επιστροφή στα πάτρια εδάφη.
Έχει επιλεγεί… δις στο ντραφτ (από Τρέιλ Μπλέιζερς και Λέικερς), εντούτοις δεν καίγεται να ενταχθεί στην τρυφηλή ζωή των NBAers. Χώρια που δεν θέλει -ως αναγκαίο αντίτιμο- να αφήσει την Εθνική του, με την οποία μεσουρανεί.
Χαρίζει στη Ζάνταρ και τέταρτο και πέμπτο Πρωτάθλημα, της φέρνει με τα κονέ του και τον πρώτο Αμερικανό μπασκετμπολίστα στη Γιουγκοσλαβία, έναν Νταγκ Ρίτσαρντς.
Το 1976 γίνεται παίκτης-προπονητής στην Ολίμπια Λιουμπλιάνας, δύο χρόνια αργότερα πηγαίνει στη Σινούντινε Μπολόνια. Ο αναμορφωτής της από τον πάγκο, Νταν Πίτερσον, έχει μόλις δελεαστεί από τις λιρέτες της Ολίμπια Μιλάνο. Κανένα πρόβλημα. Με τον Τσόσιτς “πύργο”, η Βίρτους αναδεικνύεται Πρωταθλήτρια Ιταλίας και το 1979 και το 1980.
Τερματίζει την καριέρα του με την Τσιμπόνα, τρία χρόνια αργότερα. Έχει προλάβει το 1982 να την στέψει κι αυτήν Πρωταθλήτρια, για πρώτη φορά στην ιστορία της. Στην προ Ντράζεν ακόμη εποχή (όχι όμως και προ Πέτροβιτς, είναι παρών ο Άτσο) κατακτά το ίδιο έτος και το Κύπελλο Κυπελλούχων, ρίχνοντας 22άρα στον Τελικό με τη Ρεάλ, ο οποίος κρίνεται στον πόντο.
Πρώτα συλλέκτης, μετά δάσκαλος
Τον θρύλο του στα γήπεδα του μπάσκετ τον γράφει κυρίως όλο αυτό το διάστημα με το γιουγκοσλαβικό εθνόσημο στο στήθος. Δεν είναι τόσο ψηλός όσο οι γίγαντες της Σοβιετικής Ένωσης ή τόσο δυνατός όπως τα κολεγιόπαιδα από το Αμέρικα. Έχει όμως καλύτερη τεχνική, κάνει καλύτερους τους συμπαίκτες του. Και νικητές.
Προ Τσόσιτς, οι Γιούγκοι δεν είχαν κανένα μετάλλιο σε Ολυμπιακούς και Παγκόσμια Πρωταθλήματα. Είχαν τρία σε Ευρωπαϊκά, αλλά κανένα Χρυσό. Με Τσόσιτς, ανεβαίνουν 14 φορές στο βάθρο. Στις έξι, στο ψηλότερο σκαλί του!
Το “5άρι” που παίζει σαν “άσος” γίνεται τρεις συναπτές φορές Πρωταθλητής Ευρώπης στα ‘70s, με τις συμμετοχές του στα Ευρωμπάσκετ να είναι επτά και να εκτείνονται και στην προηγούμενη αλλά και στην επόμενη δεκαετία. Σε όλες ανεξαιρέτως πατάει στο βάθρο. Το 1975, επί πατρίων εδαφών, ψηφίζεται και MVP του τουρνουά.
Δις θριαμβευτής σε Μουντομπάσκετ, το 1970 και το 1978, έχει πάει (νωρίτερα και ενδιάμεσα) και σε δύο ακόμα σχετικούς Τελικούς τούς «Plavi». Ολυμπιονίκης γίνεται το 1980 μέσα στη Μόσχα. Το χουνέρι στους Σοβιετικούς σκαρώνεται στη φάση των έξι καλύτερων ομάδων.
Η Γιουγκοσλαβία τους κερδίζει 101-91 στην παράταση και τους αφήνει τρίτους. Στον Τελικό, όπου περνάνε οι δύο πρώτοι, καταβάλλεται η Ιταλία. Ο Τσόσιτς είναι ο παλιός ανάμεσα στους τέσσερεις παικταράδες που κουβαλούν την ομάδα. Η “κολώνα” στην οποία στηρίζονται ο Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς, ο Ντράζεν Νταλιπάγκιτς, ο Μίρζα Ντελίμπασιτς.
“Ασημένιος” νωρίτερα σε Μέξικο Σίτι και Μόντρεαλ, αρκείται στο Χάλκινο μετάλλιο στο Μουντομπάσκετ ’86 και το Ευρωμπάσκετ ’87. Είναι, πια, ο Ομοσπονδιακός τεχνικός των Γιούγκων. Στη Μαδρίτη η οδυνηρή ήττα στον ημιτελικό έρχεται από την ΕΣΣΔ στην ανατροπή του αιώνα (-9 στα 58’’, πήγε στην παράταση), ενώ στο Φάληρο από την Ελλάδα του Πολίτη, η οποία επικρατεί δεύτερη φορά μέσα σε λίγες ημέρες της ομάδας του.
Όχι, ως κόουτς δεν είναι τόσο καλός, ταλαντούχος, επιτυχημένος, όσο ως παίκτης. Είναι ωστόσο το ίδιο επιδραστικός. Στην πρώτη του full time προπονητική δουλειά, τη σεζόν 1984-1985 στη Γιουγκοπλάστικα, δουλεύει με πιτσιρικάδες και στον αποχαιρετιστήριο λόγο του δείχνει ένα 16χρονο παλληκαράκι, πιο ξερακιανό και από τον ίδιο στα νιάτα του. «Εμπιστευτείτε τον, μπορεί να γίνει καλύτερος κι από τον Ντράζεν». Τον Τόνι Κούκοτς έδειχνε…
Λίγες εβδομάδες αργότερα, οπότε έχει αναλάβει την Εθνική με βοηθό τον Βλάντε Τζούροβιτς, συστήνει στο ευρύ κοινό το πουλέν του από το Ζάνταρ. Τον 21χρονο Στόικο Βράνκοβιτς. Η ομάδα του αποκλείεται στους «8» του Ευρωμπάσκετ από την Τσεχοσλοβακία, αυτός τον χαβά του.
Στο Παγκόσμιο του 1986 μάς συστήνει τον Βλάντε Ντίβατς. Μέσα στη χρονιά που έχει προηγηθεί, πηγαίνει ξανά και ξανά στο Κράλιεβο, ώστε να προπονήσει ατομικά το μειράκιο της τοπικής Σλόγκα. Το παίρνει και στο Μουντομπάσκετ. Στον περίφημο ημιτελικό με τους Σοβιετικούς, είναι ο Ντίβατς που υποπίπτει σε παράβαση διπλής ντρίμπλας πριν το τελευταίο τρίποντο, που φέρνει το έξτρα πεντάλεπτο και την ήττα.
Ο μικρός βάζει τα κλάματα στο τέλος, θέλει να τα παρατήσει. Ο προπονητής του τον προωθεί στη βασική πεντάδα στον (νικηφόρο) μικρό Τελικό… Κατ’ εντολήν Τσόσιτς, μένει και στο ίδιο δωμάτιο με τον Ντράζεν. Άντε να μην ξεθαρρέψει για τα καλά…
Ξεθαρρεύουν τα επόμενα χρόνια γενικότερα οι Γιουγκοσλάβοι (μέχρι τον εμφύλιο), πατώντας σε νέες κορυφές, έχοντας προωθήσει με τη σειρά τους στην άκρη του πάγκου τον βοηθό του Τσόσιτς. Τον Ντούσαν Ίβκοβιτς.
Τα εννιά Χρυσά μετάλλια φτάνουν σε μεγάλες διοργανώσεις ως ενιαίο κράτος. Τα έξι επί Τσόσιτς στο παρκέ και άλλα τρία με πρωταγωνιστές (ανάμεσά τους ο Ντίνο Ράτζα, τον είχε σταμπάρει κι αυτόν στο Σπλιτ το 1985) τους νεαρούς που λάνσαρε στο… παρκοσένικο ο Κρέζο.
Η Νέα Φιλαδέλφεια, το πρόωρο τέλος
Εδώ παραλίγο να ντύσει στα κιτρινόμαυρα της ΑΕΚ τον Ντέγιαν Μποντίρογκα, τι να λέμε. Έχει ανακαλύψει τον «Ντέκι» στα 16 του, σε ένα παιδικό τουρνουά στην Πούλα. Τον φέρνει στη Ζάνταρ (ένα Σερβόπουλο στην Κροατία, με τον εμφύλιο στα σπάργανα, έτσι;), ενώ, όταν ξεσπάει ο πόλεμος και ο ίδιος είναι προπονητής του «Δικεφάλου», τον φέρνει και στην Αθήνα.
Ο πιτσιρίκος προπονείται (αν δεν κοιμάται κιόλας, σύμφωνα με τον αστικό μύθο) στο «Γεώργιος Μόσχος», παρέα με έναν ακόμα άσημο νεαρό, ονόματι Ντράγκαν Τάρλατς. Αυτός, ο οποίος δέχεται να ελληνοποιηθεί, βρίσκει τον δρόμο του στον Ολυμπιακό. Ο Μποντίρογκα, ο οποίος δεν δέχεται, τον βρίσκει (ως ξένος, στα 18 του!) στην Τεργέστη.
Όσο για τον Τσόσιτς, βρίσκει τον μπελά του σε οικονομικό επίπεδο στη Νέα Φιλαδέλφεια αλλά και μια αγαπησιάρικη παρέα νεαρών παικτών που τους βελτιώνει σημαντικά. Σε κάποιους, όπως ο Φώτης Κατσικάρης και ο Θανάσης Σκουρτόπουλος, φυτεύει και τον σπόρο της προπονητικής με τις πρωτοποριακές για την εποχή -και δη για την Ελλάδα– μεθόδους του.
Στο πλευρό του ο Πίνο Γκρντόβιτς, όπως και στη Ζάνταρ (ως συμπαίκτες), στο Σπλιτ, στην Μπολόνια. Ο άνθρωπος δηλαδή που έχει πλάσει από τρυφερή ηλικία τους διάφορους Κούκοτς και Μποντίρογκα, προτού κάνει το ίδιο με τον Γκρέγκορ Φούτσκα και πολύ προτού βρεθεί βοηθός του Γιώργου Μπαρτζώκα στην Μπαρτσελόνα.
Στην πρώτη του θητεία, τη σεζόν 1988-1989, με γκαρντ Παταβούκα-Γκέκο και ξένο ψηλό τον Ντάνι Βρέινς (…), ο Κρέζο συνθέτει ίσως το πιο αντιθετικό δίδυμο προπονητή-Προέδρου (βάσει ιδιοσυγκρασίας και κοσμοθεωρίας) όλων των εποχών με τον Μάκη Ψωμιάδη.
Τα υπερμεγέθη πούρα του αφεντικού δεν είναι τα μόνα που τον πειράζουν. Υπάρχουν ασυνέπειες στις πληρωμές, μετά από μια ήττα από τον Παναθηναϊκό τον Μάρτιο του ’89 (τον οποίον είχε νικήσει στο ξεκίνημα της σεζόν μέσα στη Λεωφόρο στην παράταση) ο Τσόσιτς απολύεται μάλιστα. Επιστρέφει το 1990, βγάζει την ΑΕΚ στο Korać μέσω της πέμπτης θέσης.
Ζητεί από τους παίκτες του συνεχή κίνηση μακριά από την μπάλα, όταν η στατικότητα στις επιθέσεις είναι ο κανόνας, ξεκινάει αγώνες χωρίς τα αστέρια του, Κώστα Παταβούκα και Νάσο Γαλακτερό (περνώντας τους εν συνεχεία μέσα, ώστε να τους έχει φρέσκους στο φινάλε), τραβάει στο τρίποντο τον Παναγιώτη Αριδά, όπως θυμήθηκε ο old school ψηλός σε μεγάλο αφιέρωμα του «Gazzetta» για τον Τσόσιτς. Γενικώς κάνει πράγματα έξω από τις νόρμες της εποχής.
Κάνει υπομονή και ως προς την καταβολή των μισθών του, λέγοντας στο «MEGA» πως έχει λαμβάνειν 35 εκατ. δραχμές, χώρια τα 60.000 δολάρια που χάρισε την πρώτη φορά. Για να δει και πάλι την πόρτα της εξόδου, πριν το τέλος της περιόδου 1991-1992…
Συνεχίζει να διακονεί τις αρχές του «Βιβλίου του Μόρμον», ακόμα και ως ιεραπόστολος. Μεταφράζει τα Δόγματα στα κροατικά, αργότερα εγκαθίσταται στην Ουάσινγκτον ως αναπληρωτής πρέσβης της πατρίδας του στις ΗΠΑ. Το καλοκαίρι του 1994, σε ένα τσεκ απ ρουτίνας, μαθαίνει ότι έχει καρκίνο στους λεμφαδένες. Επιθετικό. Άμυνα είναι ανθρωπίνως αδύνατον να παίξει, όσες πρωτοποριακές θεραπείες και αν δοκιμάζει.
Σβήνει τον Μάιο του 1995 στη Βαλτιμόρη, θάβεται στο Ζάγκρεμπ και το κοιμητήριο Μιρογκόι, λίγα μέτρα πιο πέρα από τον τάφο του Ντράζεν Πέτροβιτς. Η Λιέρκα, σύζυγός του από το 1982 (που στον γάμο τους οι καλεσμένοι περίμεναν να αποχωρήσει ο… γαμπρός, ώστε να ανοίξουν τα ποτά και να διασκεδάσουν), εύλογα απαρηγόρητη. Αποχωρεί από τα εγκόσμια μικρός, πολύ μικρός. Στα 46 του.
Αφήνει πίσω την Άνα, η οποία θα φορέσει κι αυτή τη φανέλα του Μπρίγκαμ Γιανγκ (όπου η φανέλα του με το «11» έχει αποσυρθεί), την Ίβα, τον Πέταρ Κρέζιμιρ.
Αφήνει παρακαταθήκη και έναν τρόπο παιξίματος για σέντερ που ακολουθείται μισό αιώνα μετά από τον κορυφαίο ψηλό τον πλανήτη. Έναν Γιούγκο, ο οποίος κατά σύμπτωση (;) έχει έδρα το Κολοράντο, γειτονική πολιτεία και του Ουαϊόμινγκ και της Γιούτα. Εκεί στο Ντένβερ, από την άλλη πλευρά των Βραχωδών Ορέων…
CHECK IT OUT: Ενότητα «Duda»
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ντράζεν, ο αλήτης κι ο προφήτης
Ο Βλάντε Ντίβατς έμαθε να πιστεύει στους ανθρώπους
Στόγιαν Βράνκοβιτς: Από μηχανής ψηλός