Ο Ματέγια χαμογελάει αυτάρεσκα. Είναι ανάμεσα στα καινούρια αποκτήματα της νέας του ομάδας και στο πλάι του έχει τον καινούριο προπονητή του. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η καλύτερη μέρα της ζωής του, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, μάλλον ήταν.
Η Τσέλσι έχει ποντάρει επάνω του την ανοικοδόμηση της επίθεσής της, η πρόκληση είναι τεράστια Εκτός αυτού, εκείνος είναι ο “σταρ” δίπλα στον Πετρ Τσεχ και τον Άριεν Ρόμπεν, εκείνον υπέδειξε ως προαπαιτούμενο ο κύριος που κάθεται συνοφρυωμένος δίπλα του.
Είναι Ιούλιος του 2004, ο Αμπράμοβιτς έχει ξεκινήσει το χτίσιμο της μεγάλης Τσέλσι και για την τεχνική ηγεσία επιλέγει το “μάγο” της προηγούμενης σεζόν, έναν άνθρωπο που απροσδόκητα κατέκτησε το Champions League με την Πόρτο και θεωρείται ό,τι πιο hot κυκλοφορεί στην αγορά, τον Ζοσέ Μουρίνιο.
«Σας παρακαλώ, μην με αποκαλείτε αλαζόνα. Είμαι Πρωταθλητής Ευρώπης και είμαι ξεχωριστός». Ναι, εκείνο το καλοκαίρι το είπε το «Special One». Λίγες εβδομάδες αργότερα μια άλλη φράση μπήκε στο πάνθεον των “αποφθεγμάτων” Μουρίνιο: «Δεν με ανησυχεί η πίεση. Αν ήθελα μια εύκολη δουλειά, θα είχα μείνει στην Πόρτο. Μια ωραία μπλε πολυθρόνα θα ήταν ο πάγκος μου, γιατί μόλις κέρδισα το Champions League. Μετά τον Θεό, εγώ».
Ο Κέζμαν, όσο ο νέος του προπονητής έδινε το ρεσιτάλ του, χάιδευε το ανεκδιήγητο μουσάκι του κι έκανε μεγάλα όνειρα. Ήταν μέλος του πιο φιλόδοξου club στην Ευρώπη, με τον πιο “ξεχωριστό” προπονητή και έναν ιδιοκτήτη που δεν είχε κανένα πρόβλημα να ξοδεύει ασύστολα έως ασύδοτα για να φτιάξει το όνομα και της Τσέλσι και το δικό του.
105 γκολ σε 122 αγώνες είχε ο Κέζμαν στην Ολλανδία. Ήταν ένα απίθανο πράγμα, μια απίστευτη εμπειρία η συνύπαρξή του με τον Ρόμπεν στην PSV. Οι Ολλανδοί, οι οποίοι δεν φημίζονται για την ευρηματικότητα στους τίτλους των εφημερίδων τους, έκαναν λόγο για «Μπάτμαν και Ρόμπιν». Με τον κεντρικό ήρωα να είναι ο Ματέγια.
Πολύ δύσκολα θα ξαναϋπάρξει τέτοια κάθετη πτώση ποδοσφαιριστή. Παντού αποτυχίες, παντού κάτω από οποιονδήποτε πήχη. Στην Τσέλσι δεν κόλλησε ποτέ, στην Ατλέτικο δεν ξανασηκώθηκε, στη Φενέρ πιθανόν να ζεστάθηκε λίγο η καρδιά του, αλλά το επίπεδο ήταν πολύ πιο χαμηλό.
“Εναλλακτικός” ποδοσφαιριστής, με τικαρισμένες στο βιογραφικό την Παρί Σεν Ζερμέν, τη Ζενίτ, τη Νότια Κίνα στο Χονγκ Κονγκ, τη Μπάτε Μπόρισοφ. Δεκατέσσερεις ομάδες μέχρι τα 32 που αποφάσισε να σταματήσει το ποδόσφαιρο. Τόσο νωρίς αποφάσισε να γίνει παράγοντας, τόσο νωρίς “την είδε αλλιώς”.
Ο Ματέγια είναι ένας περίπλοκος αλλά κατ’ ουσίαν ρεαλιστής άνθρωπος. Γιος ποδοσφαιριστή, μεγαλωμένος στο “τουρ” των ομάδων που υπηρέτησε ο Ζλάτκο, ο πατέρας του, μέχρι να βρουν απάγγιο στο Σεμλίνο.
Εκεί, στα περίχωρα του Βελιγραδίου, στη “μικρή” Ζέμουν πρωτόπαιξε μπάλα ο Ματέγια. Επτά χρόνων ήταν και θυμάται ότι ο πατέρας του τον πήγε στο γήπεδο, του έριξε μια πατρική σπρωξιά για να μπει μέσα και του είπε «αυτός είναι ο προπονητής σου, εδώ θα παίξεις». Και τον άφησε εκεί, μόνο.
Δεν ήταν “παιδί θαύμα”, δεν άφηνε τους προπονητές με το στόμα ανοικτό, δεν ξεχώριζε. Είναι απίστευτο αλλά ακόμα και σε πολύ νεαρή ηλικία ο Κέζμαν “μάζευε εμπειρίες”. Ενώ τα μεγάλα σερβικά ταλέντα συνήθως έρρεαν προς Βελιγράδι για να ανθίσουν, ο Ματέγια χρειάστηκε να φτάσει στα σύνορα με τη Βουλγαρία.
Μόλις είχε κλείσει τα 16, όταν έφτασε στο Πίροτ και αντίκρισε μονάχα την Αγία Πέτκα. Το Πίροτ είναι μια μικρή πόλη, το ποδόσφαιρο ήταν διασκέδαση, διέξοδος, τα πάντα εκεί. Η τοπική Ραντνίτσκι έπαιζε τότε στη δεύτερη κατηγορία, πάλευε με την Πρίστινα για την άνοδο. Ήταν η πρώτη φορά που ο Κέζμαν γνώρισε ψήγματα δημοτικότητας, η πρώτη που ήταν σημαντικός.
Λόζνιτσα, Σμέντερεβο, η περιπλάνηση συνεχίστηκε αμείωτα μέχρι την ενηλικίωση.
Ο θρύλος λέει ότι αρνήθηκε τον Αστέρα, επειδή από μικρός υποστήριζε την Παρτίζαν. Ολόκληρος Ντράγκαν Τζάιτς ασχολήθηκε μαζί του, αλλά ο μικρός ήθελε μόνο τα ασπρόμαυρα.
Πιθανότατα βοήθησε και αυτή η εκπεφρασμένη θέση για να πειστεί και να τον κλείσει η Παρτίζαν στα 19 του. Έχει ήδη διαμορφωμένη προσωπικότητα, είναι πλήρως απογαλακτισμένος και έχει ακολουθήσει τον εντελώς ανάποδο δρόμο σε σχέση με όλα τα ταλέντα-συνομήλικούς του.
Η Παρτίζαν εκείνο τον καιρό τελούσε υπό ένα ιδιότυπο καθεστώς “επανίδρυσης”. Πολλά νεαρά παιδιά, πολλή όρεξη, τεράστια θέληση. Είναι η ομάδα που απέκλεισε αναπάντεχα την καλή Νιούκαστλ και λύγισε μόνο κόντρα στη Λάτσιο του “εχθρού” Ντέγιαν Στάνκοβιτς.
Ακόμα και τότε ο Κέζμαν υποδύθηκε το “αντίβαρο”, βγήκε μπροστά και αποφάσισε να γίνει το κεντρικό πρόσωπο που ήθελαν να μισήσουν οι “απέναντι”. Προίκα του ήταν τα πέντε γκολ στα ντέρμπι και ο ατίθασος -στα όρια του παρεξηγήσιμου- χαρακτήρας που δεν έβγαινε πάντα σε καλό.
Όταν στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2000 ο Βούγιαντιν Μπόσκοφ τον εντάσσει στις βασικές επιλογές μιας ομάδας γεμάτης μνημεία (Μιχάιλοβιτς, Στόικοβιτς, Γιούγκοβιτς, Μιγιάτοβιτς κ.ά.), ο Κέζμαν απάντησε με μια ανεκδιήγητη αποβολή στο ματς με τη Νορβηγία και ενώ βρισκόταν 37 δευτερόλεπτα στο χορτάρι. Η πιο γρήγορη αποβολή στην ιστορία των Ευρωπαίων.
Με την ασφάλεια της απόστασης των ετών, ο Κέζμαν αποδίδει εκείνο το ψυχικό βραχυκύκλωμα σε μια σειρά γεγονότων από την αρχή του τουρνουά και την πρεμιέρα με τη Σλοβενία. Ο Μπόσκοφ τον διαβεβαίωνε όλη την εβδομάδα ότι θα ξεκινήσει, κατάστρωναν πλάνα, αλλά την ημέρα του ματς προτιμήθηκε πιο έμπειρος παίκτης.
Ο Ματέγια μπήκε με τους Σλοβένους, άλλαξε το ματς και με τη Νορβηγία περίμενε το αυτονόητο. Να ξεκινήσει εκείνος αντί του “πολύ” Πέτζα Μιγιάτοβιτς. Το πρωί πριν τον αγώνα το ίδιο σκηνικό. Ο Μπόσκοφ τον πλησιάζει, γελάει, τον αγκαλιάζει. Τη στιγμή που τον αγκάλιασε, το κατάλαβε αμέσως. Δεν αντέδρασε, υπέφερε στη σιωπή του. Στο ματς τον σήκωσε για προθέρμανση από το 10ο λεπτό. Τον έβαλε στο 80ο.
Το ματς στο 1-0, τεταμένο, κακό, βρώμικο. Μπήκε ήδη θολωμένος, χώθηκε ακόμα πιο βαθιά στη μαύρη τρύπα. Ο Νορβηγός “απέναντι” ήταν ο δικός μας Έρικ Μίκλαντ που έχει περάσει με επιτυχία από τον Παναθηναϊκό, το επονομαζόμενο «κουνούπι». Ένα κουνούπι εξαφάνισε ο Κέζμαν, ένα κουνούπι ήταν η αφορμή της εξαφάνισής του.
«Για μένα ήταν ένα τραύμα, ένα δράμα, ένα όνειρο που καταρρέει. Ήμουν στο γήπεδο με την Εθνική ομάδα, είχα μπροστά μου όλα όσα ονειρευόμουν από τότε που ήμουν 10 χρόνων. Ήθελα απλώς να καταπλήξω, αλλά δεν τα κατάφερα λόγω της βλακείας μου».
Αυτό λέει σήμερα, παραδέχεται το ένα μέρος της πραγματικότητας.
Το άλλο είναι ότι όλη εκείνη η Γιουγκοσλαβία έπαιζε με τις βόμβες επάνω από το κεφάλι των πρωταγωνιστών της. Ο Ματέγια ήταν εκεί, στο Βελιγράδι, στην καρδιά της θηριωδίας.
«Ήμουν εκεί, με την οικογένειά μου, μερικές φορές έπρεπε να ξαπλώνουμε στο πάτωμα και να μείνουμε εκεί για αρκετές ώρες, ακόμα και για μια ολόκληρη μέρα. Ήταν μια πολύ δύσκολη εμπειρία που σε κάνει πιο δυνατό. Ενισχύει τη σχέση σου με άλλους ανθρώπους, αλλά ελπίζω να μην ξαναζήσω κάτι τέτοιο. Θυμάμαι την ημέρα των 20ων γενεθλίων μου, είχα καλέσει κάποιους φίλους, είχαμε κλειστά τα παράθυρα και η μουσική ήταν πολύ δυνατή. Βγήκα για μια στιγμή και άρχισα να ακούω τον ήχο από βόμβες. Συνεχίσαμε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα στον πόλεμο. Συνεχίζεις σαν μην συμβαίνει τίποτα, αλλιώς τρελαίνεσαι».
Σημειωτέον ότι η καριέρα του στην Εθνική έκλεισε με μια ακόμη αποβολή, το 2006 εναντίον της Αργεντινής, σε ένα άκρως ταπεινωτικό 6-0 της τότε ομάδας Σερβίας/Μαυροβουνίου. Άσχημες καταστάσεις, περίπλοκες σκέψεις, μπερδεμένες αναμνήσεις.
Μετά την εκπληκτική τετραετία στο Αϊντχόφεν και τα απανωτά φλοπ σε Λονδίνο και Μαδρίτη, η Φενέρ. Δεν την ήθελε με τίποτα εκείνη τη μεταγραφή στην Κωνσταντινούπολη κι όμως εκεί αναγεννήθηκε, εκεί ένιωσε να τον αγαπούν ξανά.
Είναι πολύ παράξενη ποδοσφαιρικά χώρα η Τουρκία. Το ποδόσφαιρο είναι πρώτο στη σκάλα του ενδιαφέροντος, κείται μακράν σε σχέση με παραδοσιακά θέματα όπως η πολιτική ή το μπάσκετ, το οποίο τελευταία γοήτευσε αρκετά τους Τούρκους.
Ο Κέζμαν στη Φενέρ ένιωσε βασιλιάς, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Δώδεκα εφημερίδες με φωτογραφία του, στο δρόμο να συζητούν για μπάλα, τον ακολουθούσαν 24 ώρες το 24ωρο, τον έκαναν να νιώθει σταρ του Χόλιγουντ.
Στο τελικό ταμείο ήταν δυο υπέροχα χρόνια, με τον Ζίκο σαν πατέρα του και απόλυτη ελευθερία. Πολλοί Βραζιλιάνοι, κατάχρηση τρίπλας, “διασκεδαστές κοινού”. Και τι κοινού. Οι φανατικοί της Φενέρ είναι ό,τι εγγύτερο στη δική μας κερκίδα της δεκαετίας του ’80.
Τα γκρέμισε όλα και έφυγε στη διετία, επειδή τον έπεισε ο Μακελελέ να παίξουν μαζί στην Παρί. Ένα ακόμα τραγικό λάθος διαχείρισης της καριέρας του. Θα είχε μείνει στην Τουρκία, θα συνέχιζε στο ίδιο μοτίβο στη χειρότερη. Αντ’ αυτού έμπλεξε με τον Λε Γκεν, τον παριζιάνικο μιθριδατισμό και λοιπές ημίτρελες ιστορίες.
Έφτασε σε σημείο να πρέπει να εγκαταλείψει τη Γαλλία για έναν μήνα προκειμένου να αποφύγει τυχόν συνάντηση με τους οπαδούς (!), σε τέτοια σημεία είχε φτάσει αυτή η ολέθρια σχέση. Όλα ξεκίνησαν, όταν έγινε αλλαγή με τη Μπορντό σε ένα ξεχασμένο ματς για το League Cup, έβγαλε τη φανέλα και την πέταξε κάτω. Ο κλασσικός, “παρορμητικός” Κέζμαν.
Η σουρεαλιστική εμπειρία της Μπάτε πιο πολύ τον επανέφερε στην πραγματικότητα παρά χρησίμευσε ποδοσφαιρικά. Ήταν σαν να μπήκε σε χρονοκάψουλα και να επέστρεψε στη Γιουγκοσλαβία του Μιλόσεβιτς. Στο Μπόρισοφ τότε η κυκλοφορία σταματούσε (!), όταν ο Λουκασένκο έφευγε από το σπίτι το πρωί και μέχρι να επιστρέψει. Οι άνθρωποι φοβόντουσαν το παραμικρό, αρνούνταν να δώσουν πληροφορίες, έπαιρναν το βλέμμα τους, δεν εμπιστεύονταν κανέναν.
Για έναν άνθρωπο γεμάτο αντιθέσεις και κόντρα ρόλους στο χαρακτήρα του, το Μπόρισοφ ήταν σχολείο. Το μοναδικό τρόπον τινά θετικό στοιχείο της εμπειρίας ήταν η ελευθερία άσκησης των θρησκευτικών του καθηκόντων. Μεταξύ άλλων, ο Κέζμαν είναι βαθύτατα θρήσκος, ενεργός χριστιανός ορθόδοξος, απόλυτα συνειδητοποιημένος.
Στη θρησκεία στράφηκε το ’99, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, εκεί βρήκε καταφύγιο και η θρησκεία είναι και ο λόγος που μας σέβεται απεριόριστα ως Έλληνες, σε συνδυασμό με την “τρέλα” της ΑΕΚ τον Απρίλιο του 1999 και εκείνο το φιλικό με την Παρτιζάν. Όσο ήταν στην Ολλανδία, ταξίδευε οδικώς μέχρι το Ντόρτμουντ για να συναντήσει έναν ιερέα, να προσευχηθεί ήσυχα, να εξομολογηθεί, να αντιμετωπίσει τις δύσκολες στιγμές και τις μεγάλες ψυχολογικές κρίσεις.
Οι ποδοσφαιριστές πολλές φορές χάνονται σε μαύρες τρύπες και δεν έχουν τη δύναμη να ξεπεράσουν τα προβλήματα, ειδικά εκείνοι που έχουν ξενιτευτεί και αισθάνονται ότι δεν έχουν κανέναν.
Η θρησκεία ήταν και ο λόγος που αντιδρούσε αρχικά στο ενδεχόμενο της μεταγραφής του στην Τουρκία. Ήταν γεμάτος προκαταλήψεις, φοβόταν το “ξένο”, το ραμαζάνι, τους μουσουλμάνους. Είχε άδικο. Νήστεψε μαζί τους, προσπάθησε να τους καταλάβει, βρήκε στην Κωνσταντινούπολη δύο-τρία όμορφα μέρη για να προσευχηθεί, εκκλησίες που έχουν μείνει ανέπαφες για αιώνες.
«Μόνο ο Θεός μπορεί να με κρίνει», γράφει στο τατουάζ του. Μια εικόνα του Ιησού, μερικές προτάσεις βγαλμένες από κείμενα του Γέροντα Ταντέι, του μεγάλου προγνώστη των Σέρβων. Να μην πολυλογούμε, μια πίστη τόσο δυνατή που τον παρακίνησε σε πολλές συνεντεύξεις να εκφράσει την επιθυμία να γίνει μοναχός.
«Σαν νέος, όταν επισκεπτόμουν τα μοναστήρια, ένιωθα λύπη για τους μοναχούς. Τώρα τους ζηλεύω, δική τους είναι η απόλυτη θυσία για τον Κύριο. Το να ζεις σε αυτόν τον κόσμο είναι δύσκολο, προσπαθώ να σκέφτομαι όσο το δυνατόν περισσότερο τον Κύριο, ο οποίος μου δίνει τη δύναμη να γνωρίσω την αλήθεια και να είμαι στο πλευρό αυτών που Τον υπηρετούν. Πολλοί άνθρωποι που γνωρίζω είναι εθισμένοι στο αλκοόλ, το τσιγάρο, τις γυναίκες. Το μόνο περίεργο πάθος μου είναι τα τατουάζ, αλλά με τη βοήθεια του Θεού σιγά-σιγά εξασθενεί».
Απόψεις περίεργες για ποδοσφαιριστή, μακριά σίγουρα από αυτά που έχουμε συνηθίσει από ποδοσφαιριστές και ακουμπούν πολύ ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα. Ο Κέζμαν έχει ταχθεί ανοιχτά κατά της ομοφυλοφιλίας, έχει στηλιτεύσει το gay pride, τονίζει ότι δημιουργεί μόνο προβλήματα. Ειδικά την περίοδο που διέμενε στην Ολλανδία δυσκολεύτηκε πάρα πολύ να συμφιλιωθεί με την ελευθεριότητα της κοινωνίας. «Δυστυχώς, οι Ολλανδοί απομακρύνονται από τον Χριστό και ταξιδεύουν προς την πνευματική κατάρρευση», έχει δηλώσει σε ανύποπτο χρόνο.
Ως δημόσιο πρόσωπο, κρίνεται και επικρίνεται. Τίθεται στη διάθεση του καθενός μας, αλλά είναι γεγονός πως κατά καιρούς έχει πει πολλά “μη πολιτικά ορθά” πράγματα.
«Ο Θεός δημιούργησε τον άνδρα και τη γυναίκα για να μπορούν να αναπαράγονται, αν υπήρχαν μόνο γκέι, η κοινωνία δεν θα συνεχιζόταν. Μπορείς να είσαι ομοφυλόφιλος, αλλά δεν μου αρέσει να είμαι στο επίκεντρο, να χορεύω και να φιλιέμαι σε αυτές τις παρελάσεις. Κατάγομαι από μια συντηρητική χώρα και πρέπει να σημειώσω ότι στην Ολλανδία αποστασιοποιούνται όλο και περισσότερο από την πίστη».
Άφησε γρήγορα τη δουλειά του αθλητικού διευθυντή στη Βοϊβοντίνα, έγινε ατζέντης και η δημοτικότητά του ξαναβρέθηκε στα ύψη, όταν εκπροσώπησε το Σεργκέι Μιλίνκοβιτς-Σάβιτς, ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα του σύγχρονου σερβικού ποδοσφαίρου.
Ο Κέζμαν είναι πιο πολύ φίλος παρά ατζέντης με όλα τα “παιδιά του”. Εφαρμόζει ακριβώς ό,τι και ο πατέρας του (ο οποίος ήταν ο ατζέντης του) μαζί τους, συζητά με τους γονείς τους, φροντίζει τα υπάρχοντά τους, λύνει τα προβλήματά τους.
Με τον καιρό έχει ισχυροποιηθεί πάρα πολύ στο άτυπο σερβικό λόμπι, πριν χρόνια κατηγορήθηκε κιόλας ότι “έφαγε” τον Σλάβολιουμπ Μούσλιν από την Εθνική, ότι “κανονίζει” τις κλήσεις με την Ομοσπονδία.
Υπάρχει βάση στις φήμες, ο Κέζμαν είναι πολύ δυνατός επικοινωνιακά, διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με δημοσιογράφους, είναι δημοφιλής λόγω απόψεων σε μεγάλο μέρος του φίλαθλου κόσμου της Σερβίας, με πολλά ερείσματα στο οπαδικό κομμάτι.
Η ζωή του είναι σχεδόν κανονική για βετεράνο της κλάσης του. Ταξιδεύει συχνά, πηγαίνει διακοπές το ίδιο συχνά, κάνει σκι, kitesurfing, δοκιμάζει όλα τα αθλήματα με τα οποία δεν μπορούσε να ασχοληθεί ως ποδοσφαιριστής λόγω του κινδύνου τραυματισμών. Τα καλοκαίρια συνήθως βρίσκεται στο Μαυροβούνιο, με ένα τηλέφωνο στο χέρι και κλείνει δουλειές.
Το προφίλ του στο Instagram μοιάζει να αφηγείται τις περιπέτειες ενός πολυτελούς ταξιδιώτη. Από το πτυσσόμενο τραπέζι που στηρίζεται σε έναν γκρεμό για να απολαύσει τη θέα με την Τάρα, τη νέα σύντροφο της ζωής του, μέχρι τα ποτά στην παραλία παρέα με τρόπον τινά αμφιλεγόμενους τύπους και τις φωτογραφίες σε βουκολικά σκηνικά με παλιά τρακτέρ, ο Κέζμαν είναι βγαλμένος από ταινία του Κουστουρίτσα. «No shirt, no shoes, no problem», όπως είναι και το μότο σε ένα από τα μπλουζάκια του.
Το όνομά του έπαιξε πολύ δυνατά στο σκάνδαλο που συγκλόνισε το βελγικό ποδόσφαιρο, έχει περίοπτη θέση στις “τριγωνικές συναλλαγές” και τα χαμένα ίχνη του μαύρου χρήματος.
Υπάρχουν αμέτρητες ιστορίες που τον συνοδεύουν από την αρχή της καριέρας του.
Από την υπόθεση απαγωγής τον καιρό που έπαιζε στην PSV μέχρι τη μυστηριώδη εξαφάνισή του μέσα στο αεροπλάνο (!) και τα χαμένα λύτρα των Σέρβων νονών της νύχτας. Στην πραγματικότητα η “εξαφάνιση” είχε να κάνει με την απροθυμία καταβολής της διατροφής στην πρώην σύζυγό του Εμίλια, η οποία και τον έσυρε στα δικαστήρια για 27.000 ευρώ απλήρωτης διατροφής. Εμφανίστηκε στο δικαστήριο και όσοι είχαν να τον δουν καιρό σάστισαν.
Όσο μαλλί έχει απομείνει έχει γκριζάρει εντελώς, η φαβορίτα είναι κοντά στη γνάθο, είναι fit, αλλά παραμένει «μεγάλο τσογλάνι», όπως είπε κάποτε ο Μουρίνιο, όταν ρωτήθηκε για τις πιο ατυχείς μεταγραφές της εποχής του στην Τσέλσι.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Σίνισα Μιχάιλοβιτς: Τα πολύχρωμα τούβλα του Βούκοβαρ
Ντράγκαν Στόικοβιτς: Καλλιτέχνης θα πει
Το Match Point του Νόβακ Τζόκοβιτς
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro